Τα ευρήματα της νύχτας άκρως σοκαριστικά. Παράπονο δεν έχω από τη ζωή, πάντα με αγνοούσε. Τη θέση μου θα πάρουν άλλοι, πιο επιδέξιοι. Κυριολεκτικά εκλιπαρώ την άρση μου κι επιθυμώ τη σκηνοθέτηση της τελευταίας στιγμής. Εκατομμύρια μικροοργανισμοί θα συμμετέχουν κομπάρσοι. Άλλωστε τι έχω να χάσω από την παρουσία τους; Πιότερο κινδυνεύω από τη μοναξιά παρά από τα μικρόβια. Ο καθρέφτης με σακατεύει. Μένει να αποκαλυφθεί το ερημωμένο σώμα κάτω από το πουλόβερ. Παρατεταμένα θα ηχεί η μέλισσα και ο ρους του ποταμού. Το έργο συνεχίζεται με άλλους πρωταγωνιστές. Κάποιος συντρίβεται στην αρχή, άλλος εκβράζεται σώος στο τέλος. Κι αν είσαι κληρονόμος του σκότους, ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες.
********** Αν αντέξεις βέβαια, γιατί υπάρχουν κι οι ανθρωποφαγίες. Όπως για παράδειγμα να σου αποδομούν την ευτυχία για λίγα σύννεφα. Κι άντε μετά να βρέξει. Κλεισμένος στο δωμάτιο περιμένω την απόφαση. Καταδικαστική ή όχι, αδιάφορο. Σημασία έχει η ανακοίνωση, οι συνέπειες έπονται. Το τέρας αναθρώσκει, εξ ου και τα άλματα στον καναπέ. Μετά αρχίζουν οι θεωρίες αυτοπροστασίας. Περιβραχιόνιο ο χρόνος, φοριέται πάντα. Έτσι για να λέμε ότι υπάρχουμε. Τα ρηματικά πρόσωπα εναλλάσσονται. Δεν το κάνω επίτηδες. Υποβασταζόμενος απ’ τις λέξεις, αυτά παθαίνω. Τα ποτήρια σε κατακόρυφη πτώση, τα θρύψαλα ανακεφαλαίωση της θλίψης. Ανάμεσα στο λίγο και στο ελάχιστο προτιμώ το κενό του τετραδίου. Εκεί συντρίβονται οι ευφυίες, ενίοτε και τα κοπάδια. Κατά συνείδηση θα κριθούν όλοι, ο δικαστής άγνωστος. ********* Τέλος πάντων, ουδείς αλάνθαστος. Οι αποφάσεις κρύβουν αντιφάσεις. Ζόρια υπαρξιακής υφής, τυχαίες επιλογές. Η κάθε περίπτωση διαφορετικός καθρέφτης. Το τελευταίο κεφάλαιο του βίου πάντα γράφεται πρώτο. Σαν να προδικάζεται το μέλλον προκαταβολικά. Οι άνθρωποι επιβιώνουν όπως και να ‘χει. Αυτοί που θυσιάζονται είναι οι στόχοι τους. Κι είναι κρίμα όταν οι περισσότεροι είναι εφικτοί. Γνωρίζω πολλούς που αυτομόλησαν στα ποιήματα, άλλους που επέστρεψαν χαράματα πεζοί. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, ειδικά στην Τέχνη. Άλλωστε όλοι φεύγουν για κάπου. Διέρχονται μέσα από τείχη, από σκοτεινά περάσματα. Κι όταν βγαίνουν στο ξέφωτο έχουν πια άλλη διάσταση. Μικροσκοπικές καρφίτσες ή πελώρια δέντρα. Στις σελίδες βιβλίων ή στα σύννεφα. Τα γεγονότα τρέχουν, για κάποιους είναι αργά να τα φτάσουν. Και μάλλον νωρίς να τα οικειοποιηθούν. ********** Κοιτάζω τα ζωύφια που ίπτανται περιμετρικά της μοναξιάς. Τα θραύσματα που δημιουργούν στον αέρα, τη μέτρηση του κενού στο κάθε τους άλμα. Κλωνάρια στίχων ριγμένα στο πάτωμα, ανάμεσα σε cd και κάλτσες. Ψιλόβροχο από το πρωί, το σκηνικό της σημερινής μέρας. Η υπομονή διπλώθηκε στα τέσσερα και περιμένει. Αγάπη, βαριά λέξη. Ό, τι απέμεινε στο στόμα. Κλειστή κι η τηλεόραση, εδώ και χρόνια. Η ηλικία ξεσπά, παρακολουθώ τα μάτια της. Κρατώ σημειώσεις για το απευκταίο σενάριο. Υποσιτισμός ωραίων στιγμών, υπερτροφία της θλίψης. Τα δάχτυλα ψαύουν το χαρτί, αφήνουν αποτυπώματα. Πάντα μου άρεσαν τα ακανόνιστα σχήματα, οι μονοεδρικές περιφέρειες. Τα μεγέθη που συρρικνώνονταν το πρωί. Τα μαθηματικά ποτέ δεν τα κατάλαβα, αν και ήμουν ένας αριθμός. Στην αστυνομική ταυτότητα, στην εφορία, στη ζωή. Ήμουν μια άλυτη εξίσωση, μια άσκηση εκτός ύλης. Τοκιζόμενο προϊόν σε ανύπαρκτο κεφάλαιο. Κωδικός άσπαστος, ατυχής συμπεριφορά. Αρπάζω ένα τσαμπί σταφύλι, μεθάω κι εξαϋλώνομαι. ********* Θα μπορούσαμε να στρογγυλέψουμε τα συναισθήματα, να μην έχουν αιχμηρές γωνίες. Να αγνοούσαμε τα σακατεμένα χρόνια, να ανοίγαμε παράθυρα ασφαλούς θέας. Να κονιορτοποιούσαμε τις εμμονές που βραδιάτικα χτυπάνε κουδούνια. Να κλείναμε λογαριασμούς με το αναπόφευκτο και να ανοίγαμε διαύλους με τον πρώτο τυχόντα. Να δίναμε ραντεβού στη μέση του χάους, επαναφορτιζόμενοι εραστές για αιώνια ταξίδια. Να υστερούσαμε σε όλα, ασήμαντοι και ηττημένοι υπογράφοντας την καταδίκη μας. Θα μπορούσαμε να μην έχουμε χέρια, να γλιτώναμε τη γραφή. Μονάχα να μιλάμε ακατάπαυστα για τις καιρικές συνθήκες. Να υπογραμμίζαμε σε μία πρόταση την τελεία, αδιαφορώντας για τις λέξεις. Να ελέγχαμε τη μοναξιά, διεισδύοντας στο πλήθος. Θα μπορούσαμε να μην υπάρχουμε τώρα, να μην ενοχλούμε κανέναν. ********* Είναι καιρός που αμφιβάλλω για την έκρηξη των ηφαιστείων, θεωρώντας τη λάβα παχύρευστο αίμα. Η έκρηξη που ακούγεται είναι ο βόμβος των εντόμων. Οι φλόγες κατακόκκινα χρυσάνθεμα. Μετά επισκέπτομαι φυλακές και νοσοκομεία. Είναι φορές που διαρρηγνύω τα σύννεφα συλλέγοντας βροχή. Πλησίον της νύχτας κομμάτια μνήμης αδιάρρηκτης. Κάπου θα υπάρχει το αντίδοτο. Ίσως στην φωτοχυσία του ήλιου ή στα στήθη των κοριτσιών. Στα ζαχαροπλαστεία καταμεσής της πίκρας, στους μελετητές των επόμενων γενεών. Προς το παρόν μυρίζει κλεισούρα, καθημερινή φθορά. Η έκταση που έχω να διανύσω ποικίλλει: από μερικά εκατοστά τετραδίου έως χιλιόμετρα στίχων. Ξετυλίγεται μπροστά μου ένας δρόμος. Κάποτε θα τον πατήσουν κι άλλοι. Με άλλες ιδέες, άλλες εμμονές, διαφορετική μοίρα. Όταν διασταυρωθούν τα ίχνη μας θα καλοκαιριάζει. Στο βάθος αρχαιολόγοι θα κάνουν ανασκαφές. Το σπίτι μου κατεδαφισμένο. Αρκείτω βίος! ********* Τελικά εγώ στη θέση μου και τα γεγονότα σε συντομία. Τι να σου κάνει κι η γραφή; Μια ολόκληρη νύχτα κι οι λέξεις σε ένδεια. Μέχρι να καταλάβω τι συνέβη, ξημέρωσε. Στις τράπεζες εκταμιεύονται φόβοι, ακόμα και βαθιοί ερεθισμοί του εγκεφάλου. Η σκέψη δολοπλόκος του σύμπαντος. Επιβάλλει εκκαθαριστικές επεμβάσεις τα χαράματα. Αν έχεις διαβάσει και λίγη Βιοηθική, αποσυντίθεσαι ταχύτερα. Η ομορφιά του κόσμου δεν πωλείται. Εκτός κι αν πρόκειται για ηδονή. Αισθητικό το θέμα και αδιαπραγμάτευτο. Η ευμάρεια δεν με αγγίζει, μόνο ο χειμώνας. Προσκομίζω και τη δερματολογική εξέταση. Επιστρέφω στην κίνηση, σε κατειλημμένες λεωφόρους. Το ακροατήριό μου απροσδιόριστο, περισσότερο κι από την αλήθεια. Τέρμα το ραδιόφωνο, σφυγμοί κανονικοί. Το πρόβλημα μετατίθεται για το μέλλον. ********** Προς το παρόν γρατζουνάω μερικές χορδές, συνάμα ιχνηλατώ την ανθρωπότητα. Υπογράφω συμβόλαια εκεχειρίας – όχι κατ’ ανάγκη δικά μου. Εξυπηρετώ και άλλους ομοϊδεάτες. Στην πράξη αποδεικνύομαι ανίκανος να τα υπερασπιστώ. Με την πρώτη βροχή ξεχύνομαι στους δρόμους. Αποστηθίζω ολόκληρα κατεβατά δακρύων. Μικρές καταστροφές της ψυχής πριν τη θύελλα. Η παράσταση κι απόψε ενδιαφέρουσα. Οι απόντες χιλιάδες. Στο σπίτι μου θα κρύφτηκαν ή σε κανένα ποτοπωλείο. Σημεία αναγνώρισης δεν έχουν, μόνο ουλές στο δέρμα. Ο θιασάρχης μετράει τις εισπράξεις, μετά πεθαίνει. Σπεύδω να τον αντικαταστήσω. Βαρύγδουπες δηλώσεις πρωταγωνιστών. Η ηρωίδα του έργου άβαφη και με σκισμένα ρούχα. Δεν αποτελεί μέρος του σεναρίου, είναι η ανεστραμμένη φύση της. Γιατί το είναι πάντα υποδεέστερο του φαίνεσθαι. Και η φωτιά εξακολουθεί να έρχεται καταπάνω μου. Ψάχνω επειγόντως για σκηνοθέτη, να μετριάσει τις στάχτες. Κανείς δεν αναλαμβάνει, επαφίεμαι στην τύχη. Και στην απροθυμία της κινηματογραφικής μηχανής. ********* Σε δεινή θέση ο άνεμος, με τραβολογάει μήπως και τον μπάσω στο σπίτι. Τα πράγματα αγρίεψαν, επιβάλλεται αυτοσυγκράτηση. Ξεκλειδώνω και διαχέομαι στο δωμάτιο. Άυλα βήματα και περίσσευμα σιωπής. Ανταλλαγή πολύτιμων αντικειμένων. Δίνω ανάσα και εισπράττω ελπίδα. Την παίρνω από το χέρι και βαδίζουμε μέσα στο σαλόνι. Φτάνουμε σε μια ακροποταμιά. Πανύψηλα δέντρα εποπτεύουν το συμβάν. Αριστερά μια μικρή αγροικία, ακατοίκητη εδώ και χρόνια. Δεξιά ένα πανύψηλο κυπαρίσσι. Λίγο μακρύτερα κάτι που μοιάζει με φυλακή ή νοσοκομείο. Μέγα επίτευγμα αυτό το σκηνικό. Νόμιζα πως είχαν στερέψει οι οπτικές μου. Ξαφνικά ακούγεται μια έκρηξη. Τινάσσονται τα περιστέρια, αμαυρώνει ο ουρανός. Ψιλόβροχο, στάζουν τα σύννεφα αιωρούμενη τύρφη. Τυλίγομαι κάτω από την κουβέρτα, σβήνω το φως. Η μοναξιά δεν μεταγλωττίζεται. Επεκτείνω τα όρια της φαντασιακής ύλης. Επιστρέφω στο σημείο που ήμουνα, στην ακροποταμιά. Με τη διαφορά ότι τώρα είμαι πια υποψιασμένος. ********* Η ημέρα της αποδόμησής μου έχει γεύση πικρής σοκολάτας. Ο καιρός νεφελώδης με ασθενείς ανέμους. Ομοβροντίες σιωπών, βουλιμία του τέλους. Απώλεια εύκολα διαχειρίσιμη, καθότι απαρατήρητη. Κακούργημα η χρονοτριβή. Απαιτούνται μονάχα τρεις δρασκελιές. Η απόφαση εξακολουθητικά προβλέψιμη. Η ραγισμένη πέτρα της αιωνιότητας στον λαιμό μου. Δειλινά στην Ανάφη και λάθη που βγήκαν σωστά. Περιπολώ με φακό και σακίδιο εκστρατείας. Ερημιά. Ένα κλικ αριστερά και να ο πρώτος απών. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Ύστερα ο κλητήρας της μοναξιάς. Έγγραφα ασφράγιστα, ανεπίδοτα. Φαίνεται θα με ακολουθήσουν κι άλλοι. Γκάζια στον ουρανό από ασυνείδητους οδηγούς. Δεν τρομάζω, απεναντίας πεισμώνω. Άγγελοι παραχαράσσουν χαρτονομίσματα. Στο πλάι αχνοφαίνεται μια μπυραρία. Κόβω όσα περισσότερα λουλούδια μπορώ. Συνεχίζω να πλασάρομαι στα ενδότερα. Δυο στροφές ακόμα και τέρμα. Η προσέλευση συνεχίζεται. Παράσιτα, μικροφωνισμοί, αλλοιώσεις μνήμης. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. . Περνάω την μπάρα και διασκορπίζομαι εξ ων συνετέθην. ********** Μην ανησυχείτε. Θα επανέλθω ως αγοραστής οπωροφόρων κήπων μέσα στη βροχή. Κι ούτε θα ξέρω το αντίτιμο. Θα περιμένω την άνοιξη να εκτιναχθεί, το φως να ξεβάψει. Οι παρακείμενοι φράχτες πρόβατα επί σφαγή. Τα νοήματα τρωτά, όπως οι εξορκισμοί που απέτυχαν. Μαθημένος σε δύσκολες προσπάθειες, τίποτα δεν με αγγίζει περισσότερο από μια σιωπή. Την ώρα που τα πλήκτρα του πιάνου απογειώνονται, μικροσκοπικοί χαρταετοί αυτομολούν, τζιτζίκια επαναπατρίζονται. Η απόφαση αναμένεται θορυβώδης. Για όλη την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον για τις παρυφές της. Μια γυναίκα αλλάζει τα σεντόνια στο πατρικό μου δωμάτιο. Δεν διακρίνω ποια είναι. Στρώνει τα χαλιά, ανάβει το τζάκι. Ύστερα έρχεται καταπάνω μου και με αγκαλιάζει. Το καθημερινό της έργο αξιοζήλευτο, τα νεκρά κύτταρα που κουβαλάει την κουράζουν λίγο. Συρρικνωμένη νεότητα ή κάτι τέτοιο. Ανάμνηση σκέτο κουρελόχαρτο. Απόσταση συνήθως κρατά απ’ τον ύπνο, περιφράσσει τη φαντασία. Μην ανησυχείτε. Θα επανέλθει ως πωλητής ψυχών κι εγώ θα αγοράσω όλο της το εμπόρευμα. ********* Μεγάλη η πιθανότητα ατυχήματος. Η απουσία της ζωής επανακάμπτει, είναι τόσο βέβαιη για τον εαυτό της. Στα καταστήματα ρούχων δοκιμάζει όλα τα νούμερα. Αγοράζει τελικά τη μοναξιά, τη βάζει σε σακούλα. Ενσωματώνεται στο ανθρώπινο κοπάδι, ξανοίγεται μετά ίσαμε τη θλίψη. Χωρίς στοιχεία διευθύνσεως, χωρίς τη δέουσα προσήλωση στον στόχο. Η απόσταση ανάμεσα στη μεσότητα και στα δύο άκρα επαναπροσδιορίζεται. Σε μια άλλη διάσταση, ίσως να ήταν μαθηματικός, μπορεί και τυμβωρύχος. Τώρα σκάβει επιμελώς τον τάφο της. Η ομορφιά της πάντα υπερθετικού βαθμού, αρκεί να υπάρχει. Ειδάλλως καταγράφεται ως έλλειψη. Και δεν είναι λίγες οι φορές που εξέρχεται της αιθούσης αόρατη. Πηγή κάθε επικείμενης οφθαλμαπάτης. Προσεχώς θα καταγράψω λεπτομερέστερα το αποτύπωμα που αφήνει η σκιά της. Θα αποδώσω σε μελλοντικό χρόνο τις μεταμορφώσεις της. Ατημέλητη θα τη συλλάβω να ολισθαίνει στο άπειρο. Μέχρι να επιστρέψει στην αφετηρία, βέβαιη για τον εν δυνάμει αφανισμό της. ********** Πολύ πριν γεννηθώ, πήρα την απόφαση να μεταμορφώσω τον υλικό κόσμο σε μια καρικατούρα του σύμπαντος. Η Ιστορία της γης να διαβαστεί σαν χαρούμενο παραμύθι, οι μεγάλοι πόλεμοι να εκληφθούν ως ανέκδοτο. Η μουσική συνδράμει στην τελετουργία. Το ωρολόγιο πρόγραμμα της ζωής αλλάζει. Τα χρόνια αντικαθίστανται με φράουλες, η μοναξιά με αθωότητα νηπίου. Μεγάλα δέντρα εκτινάσσονται σαν ελατήρια από τις ρίζες. Ακολουθεί ενός λεπτού περισυλλογή. Θωπεύω τις τέντες που λιάζονται σε απροστάτευτο περιβάλλον. Με παίρνει ο ύπνος καθώς μετρώ τα πρόβατα. Προβαίνω σε πράξεις ολικής ανατροπής. Οι μετεωρολόγοι αναποδογυρίζουν τις προγνώσεις, η καθημερινότητα γαληνεύει. Όταν ξυπνώ οι κοιλάδες είναι εύφορες, ζω μια πεμπτουσία του χρόνου. Φαίνεται από το ανοιχτό παράθυρο η θάλασσα, ο ήλιος δίπλα φορώντας ψάθινο καπέλο. Παρελαύνουν απτόητα τα μαιευτήρια και οι παιδικοί σταθμοί. Απλώνεται τάπητας ασφαλείας των ονείρων. Επιστρέφω στην αρχική μήτρα και περιμένω τον τοκετό. Το νεογέννητο δεν θα λογοκριθεί, το υπόσχομαι. Άλλωστε το είπαμε στην αρχή, μια μεταμόρφωση είναι, τίποτα παραπάνω. *********** Επί του παρόντος χαλαρώνω. Ανυπέρβλητα τα εμπόδια της ζωής, πανύψηλα τα τείχη της μνήμης. Η Ιστορία ξαναγράφεται με ερωτηματικά. Για γεγονότα δεν γνωρίζω, τουλάχιστον είμαι ειλικρινής. Η πορεία του σώματος αγνοείται, μονάχα κάτι πατημασιές στο σκοτάδι. Ό,τι αγάπησα έχει συντελεστεί και δεν επιστρέφει. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα αναψηλάφησης, δεν χωράνε εδώ διαμεσολαβήσεις. Προτιμώ να με πνίξει το ρέμα παρά να κολυμπήσω στον βούρκο. Αποπεράτωσα καινούργια γραφή και δεν μετανιώνω. Ανώτερες δυνάμεις ανέλαβαν την αναδόμησή μου. Δεν έχω μεταφραστεί σε καμιά γλώσσα, δεν ξέρω να μιλάω. Μονάχα να ξεστομίζω φλυαρίες μεγατόνων. Εδώ μέσα οι ήχοι της βρύσης μπερδεύονται με τη σιωπή. Μικρά δρώμενα διαταράσσουν την καθημερινότητα. Φαίνεται να οπισθοχωρούν οι ισορροπίες. Άλλωστε από πού να κρατήσεις αποστάσεις; Είναι τόσο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης. Διάττοντες αστέρες επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό μου. Στο μεσαίο δάχτυλο όλη η παραβατικότητα της σκέψης. Σταχυολογώ τις δυνάμεις μου, επανακτώ τις αισθήσεις μου. Απλώνω την παλάμη μου και αυτοκαταργούμαι. ********** Κάποτε πρέπει να κοιταχτούμε βαθιά. Να αδρανοποιήσουμε τη στιγμή και τα παρελκόμενά της. Τα λάθη να εκλείψουν διά παντός, όπως και το ψέμα. Οι αποφράδες μέρες να οριοθετηθούν, η φύση να ανακάμψει. Η ευτυχία να ιδωθεί υπό το πρίσμα του αυθόρμητου. Χιλιάδες έφηβοι να σκαρφαλώσουν στα βουνά, να ερωτοτροπήσουν με τα έλατα. Η παγωνιά να διαγραφεί από τον κατάλογο των καιρικών φαινομένων. Ο άνεμος να φορέσει ωτοασπίδες. Η αγάπη να ανάψει μια μικρή φωτιά και να καθίσουν δίπλα της οι απόκληροι του κόσμου. Μόνο τότε θα ακολουθήσει ο πιο γόνιμος τοκετός. Οι δρόμοι θα αποκτήσουν ξανά την κανονική τους ροή, τα αυτονόητα θα παγιωθούν. Η πλάστιγγα θα γείρει με το μέρος του ρεαλισμού, το ανέφικτο θα εξοβελιστεί. Έμεινα ενεός να κοιτώ τα μάτια σου. Ένας κήπος με παρτέρια ρούφηξε την αθωότητά σου. Το άρωμα των φυτών την ώρα της τελετουργίας. Αν καταφέρεις να βγεις ζωντανή από αυτό το σκηνικό, με τις αισθήσεις σου γυμνές, θα έχεις κάνει μια σημαντική επένδυση για την αθανασία. Ειδάλλως θα επιστρέψεις στη φυλακή κι εγώ μαζί σου θα περιχαρακώνομαι στον εγκλεισμό σου. ********** Τελευταία είμαι ανήσυχος. Διευθετώ τη φυλακή μου με τάξη. Στρώνω το κρεβάτι τα χαράματα, μετρώ για δευτερόλεπτα το φως που μπαίνει από τις γρίλιες. Διαβάζω τις χθεσινές εφημερίδες, προσδίδω στα γεγονότα διαχρονικότητα. Κλωνάρια στίχων κρέμονται από τη βιβλιοθήκη. Περιγράφω το δωμάτιο, λες και είναι ενδιαίτημα ενός ασκητή. Θα μπορούσε βέβαια, με τόση μοναξιά που κουβαλάει. Να χαράζεις τη ζωή στους κορμούς των δέντρων και να βρίσκεσαι παγιδευμένος σε τέσσερα τσιμέντα. Το δέρμα της ηλικίας σαπίζει, η ιστορία του καθενός είναι μοναδική. Και πάντα σβήνει την προδιαγεγραμμένη ώρα. Συνεχώς το σκηνικό ανανεώνεται με καινούργιους ενοίκους. Φρεσκοξυρισμένοι χτυπούν το κουδούνι. Ο αέρας βρυχάται. Κάποιος πυροβολεί, τα σκάγια παίρνουν κι εμένα. Σε δύο χιλιετίες το δωμάτιο θα είναι ακόμη στη θέση του. Τα ίχνη μας θα έχουν κονιορτοποιηθεί, θα πασπαλίζουν με αυτά τις γλάστρες. Οπωροφόρα δέντρα κάτω από το κρεβάτι, αμυγδαλιές στο ταβάνι. Η παρέλαση γεγονότων θα συνεχίζεται, μικρών και καθημερινών. Για τα μεγάλα δεν έχω σαφή εικόνα. Δεν ήμουν ποτέ στην κορυφή. Γραφειοκρατικές συναλλαγές διεκπεραίωνα, άλλοι ήταν οι αρμόδιοι. Θα πρέπει να ειπωθεί και κάτι ακόμη. Δεν τελειώνουν όλα κάποτε, τουλάχιστον για τους αδικημένους. Γι’ αυτούς η πόρτα θα είναι ανοιχτή, να μπαινοβγαίνουν χωρίς κανέναν περιορισμό. Επομένως μην ανησυχείτε, δεν χανόμαστε. *********** Πέριξ των γεγονότων υπάρχει ένα σταθερό σημείο. Εκεί συγκλίνουν όλες οι ιδεολογίες. Η σκέψη μεταμορφώνεται σε καρποφόρο κήπο, γύρω αμπέλια περιφράσσουν το τοπίο. Η γραφή έρχεται ξεκούραστη και αποχωρεί ιδρωμένη. Ώσπου να εμφανιστεί το τελικό κείμενο, μεσολαβούν ανακατατάξεις. Γραμμάτων ή και ολόκληρων σειρών. Η ιστορία της ανθρωπότητας πάντα επιφυλάσσει ανατροπές. Χρονολογίες μετατίθενται, κοινωνίες αλλάζουν πορεία. Σβήνουν τα πάντα και ξανανάβουν, τίποτα δεν μένει κρυφό. Τότε είναι που η ζωή μοιάζει με κινούμενη άμμο, ασταθής και ανισόρροπη. Ενίοτε παίρνει τα πάνω της, άλλες φορές αυτοκαταστρέφεται. Συνήθως ευδοκιμεί στην άβυσσο, απεχθάνεται τη φωτοχυσία. Κάπου στον κόσμο ξημερώνει, τα δέντρα το επιβεβαιώνουν. Ρίχνω στο πρόσωπο νερό, βάναυσα σκουντώ το ελάχιστο όνειρο. Δεν μου χρειάζεται έμπνευση, την έχω προ πολλού απωλέσει. Επικεντρώνομαι πάλι στα καθημερινά γεγονότα. Περνάει το τρένο την ίδια πάντα ώρα. Γι’ αυτό και παραμένω ίδιος, επί του παρόντος δηλαδή. Εξαρτάται από τη μετωπική σύγκρουση. *********** Εγώ πάντως δεν βλέπω καμία διαφορά. Οι αισθήσεις παραμένουν ακλόνητες, ο ουρανός μια διάφανη μάζα σιδερικών. Φτάνει να μπορείς να το αιτιολογήσεις. Είτε προσδίδοντας στα φαινόμενα ψυχική διάσταση είτε πέφτοντας από τα σύννεφα χωρίς αλεξίπτωτο. Ο χρόνος θα σαρώσει όλες τις αμφιβολίες, ο αέρας θα εγκαθιδρύσει αποικίες εντόμων. Η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου οριοθετεί τη θραύση των παγόβουνων. Μην ανησυχείτε για τις πιθανές παρενέργειες. Μπορεί να σας παίρνει πιο δύσκολα ο ύπνος και να χρειάζεστε κάμποσα παραμύθια. Εκείνο που τελικά μετράει είναι να μην αισθανόμαστε τύψεις. Να μην ξεχνάμε τον προορισμό μας έστω και ανύπαρκτοι. Είναι μαγεία να βλέπεις το σύμπαν να περνάει ξώφαλτσα κι εσύ να το σνομπάρεις επιδεικτικά. Εν αγνοία μου γεννήθηκα υποτονικός. Γύρω μου επηρμένοι αστέρες πάλλονται βγάζοντας μεταλλική κραυγή. Κάποτε θα σωπάσουν, όταν εγώ θα απέλθω. Βροχερές Κυριακές μετακυλίουν την υγρασία τους στην αιωνιότητα. Τάπητας αεροδρομίου απλώνεται οριζόντια στην άλλη ζωή. Λάμες ξυραφιών ακονίζουν τη γύμνια τους. Όλα αυτά τα λέω χωρίς κανένα προσχέδιο, μου αρκεί το ακαταδίωκτο της γνώμης. Κι ένας ατσάλινος φάρυγγας να την εκστομίσει. *********** Έχουμε ξαναβρεθεί, δεν είναι η πρώτη φορά. Από παιδί ήμουν φειδωλός με τις συμπτώσεις. Ώσπου εμφανίστηκε μπροστά μου ένα ερωτικό ποίημα. Δεν το διάβασα, το άφησα να περιμένει. Με διάβασε όμως εκείνο, με όλη την τρεμάμενη φωνή ενός πρωτόβγαλτου κοριτσιού. Έκτοτε τοποθετούμαι εν αγνοία μου σε λευκές σελίδες βιβλίων αλλά και σε ανθηρά σώματα του Μαΐου. Με διατρέχει μια ακαθόριστη ευαισθησία όταν κατασυντετριμμένος κοιτάζω τον ήλιο. Σύμπτωμα μιας προϊούσας φθαρτότητας της φύσης, εν αναμονή του καλοκαιριού. Μετά ανοίγω τη βρύση και κολυμπώ στο κυανό. Μου χρειάζεται λίγος ακόμα αέρας για να ευδοκιμήσει το σκηνικό. Και ο φλοιός του κορμιού σου που αδημονεί. Λίγο ακόμη και θα πω ότι το άλωσα. Αυτά είναι τα αποκυήματα της γραφής. Οι αίθουσες των δικαστηρίων με περιμένουν να απολογηθώ για τις υπερφίαλες σκέψεις μου. Έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη των εραστών εξ ου και οι συνέπειες. Διακριτικά προσπερνώ τα τετριμμένα και υπεισέρχομαι στην ουσία. Περιμένω μια απόφαση δικαίωσης, μια πινακίδα στη στροφή του δρόμου. Να κατευθυνθώ οπουδήποτε, εκτός από τη φυλακή σου. *********** Κατά τ’ άλλα, προπονούμαι καθημερινά στην υφαρπαγή του σύμπαντος απ’ τα χέρια μου, στην ανεξαρτησία της γραφής μου. Κι όσο η σκέψη λερώνεται από τα εγκόσμια, άλλο τόσο ξετυλίγεται το κουβάρι της ζωής. Σε χρόνο αόριστο είναι αλήθεια, πού να βρεθούν οι ενεστώτες τέτοιαν εποχή; Για το μέλλον ούτε κουβέντα. Αυτό κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι και περιμένει τον σφαγέα του. Ξάφνου οι χρονικοί προσδιορισμοί εκπίπτουν, αλλάζει πλεύση ο αναμενόμενος πνιγμός. Και στην επιφάνεια του τοίχου ένας διακόπτης απασφαλίζει. Κατακλυσμός φωτός, έστω και τεχνητού. Θεωρίες αλλάζουν προσκέφαλο, λεκτικά ρήματα συμπορεύονται με την αφωνία. Κάθε στιγμή ασυνεννοησίας ευπρόσδεκτη. Μετέωρο το βήμα του καιρού, εξοστρακίζεται στο τίποτα κι όμως αντέχει. Ποιος είμαι εγώ που θα ελέγξω τη μοίρα; Μαθαίνω στην ένδεια των πετρωμάτων, ωθώ την έλλειψη σε αναστοχασμό. Δριμύς ο πέλεκυς της απουσίας και στο βάθος οι επίγονοι περιμένουν. Να διασκορπιστούν κι αυτοί στο άπειρο, στα μέρη με τα σύσκια πλατάνια. Να ακτινοβολήσουν θάνατο και αδόκητο χαμό. Όχι πως θα τρομάξουν, είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες απώλειες. Μονάχα τα αποτυπώματά τους που θα σβήσουν, αυτό φοβούνται. Όπως και τις νέες γενιές που τους περιμένουν στη γωνία. *********** Μπορεί η καμπύλη του απομένοντος χρόνου να ωρύεται για να την ισιώσω, όμως εγώ δεν ακολουθώ την πεπατημένη. Αφήνομαι στο ψηλάφισμα των ορεινών όγκων και στην επανεμβάπτισή μου στη θάλασσα. Αιωνίως θα ακρωτηριάζομαι στο φως και στιγμιαία θα ακτινοβολώ στο σκότος. Ο κήπος θα απλώνεται μέχρι το Σύνταγμα, στις διαδηλώσεις των φοιτητών. Η εξουσία, ανήμπορη να παραδεχτεί την τύφλωσή της, πάντα θα εφευρίσκει τρόπους θέασης της επόμενης μέρας. Και πάντα θα υποσκελίζει την αντίσταση των μαζών. Η τελειότητα θα κηρυχθεί έκπτωτη, η φθορά μια συνεχόμενη πανωλεθρία. Ερείπια σε μεγεθυντικό φακό, κινδυνεύουν να σπάσουν κι άλλο. Χτυπώ τα πλήκτρα του πιάνου, εξασκούμαι σε δύσκολες συνθέσεις. Όλα χωράνε σε μια μουσική νότα για να χωνεύεται τα βράδια η βαρυστομαχιά του εγκεφάλου. Συμπτώσεις εδώ δεν χωράνε, ούτε και ντροπαλότητες. Στο μυαλό του καθενός διαμορφώνονται οι συνθήκες σφαγής του. Ο κόσμος εκρήγνυται από ένα τυχαίο συναίσθημα, χωρίς καμιά προετοιμασία. Συνοικίες ολόκληρες σφύζουν από μοναξιά και ασφυκτιούν από λάμψη. Υπάρχουν πάντα υποκατάστατα της συνήθειας. Τα βρίσκεις ακριβότερα στα φαρμακεία παρά στην παρανομία. Και με πόση πραότητα γίνονται οι δοσοληψίες. Ευγενικά και σε αργούς ρυθμούς. Γιατί στην άλλη πλευρά της πόλης δεν γράφονται πια ποιήματα. Μονάχα εκπυρσοκροτήσεις ακούγονται αυτών που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. *********** Φαντάσου να υπήρχαν αναγνωστήρια καταμεσής του χάους. Να διαβάζαμε ανάσκελα λίγο πριν τη μεταθανάτια τιμωρία. Περαστικές να ήταν οι ιδεολογικές συγκρούσεις. Άλλωστε ποιος θα είχε διάθεση για τέτοια πριν την εκτέλεσή του με τουφεκισμό; Παραδόξως δεν πενθώ πια. Επιβιβάζομαι στο πρώτο ταξί και απομακρύνομαι. Τα δέντρα μετακινούνται από τη θέση τους. Προτιμούν άλλου είδους φαντασιώσεις, περισσότερο απτές. Η μετατόπιση δεν θα γίνει ορατή, μονάχα οι τυφλοί θα την καταλάβουν. Θα συντελεστεί ένα ακόμα περιβαλλοντικό έγκλημα εκ προμελέτης. Επιτείνονται οι αποχωρισμοί αισθημάτων και νοημάτων. Κάποτε θα φανεί το μέγεθος της απώλειας, οι κραυγές θα είναι εκκωφαντικές. Προς το παρόν βερνικώνω κάτι παλιά υποδήματα, τους δίνω άλλη μια ευκαιρία. Να περπατήσουν με ελλειπτικά βήματα στο δύσβατο μονοπάτι. Μέσα από ερείπια και κοφτερές πέτρες. Το φθινόπωρο θα ξετυλίγεται ανάλαφρο, όπως και οι βροχές του. Ανέμελες και διακοπτόμενες. Ενδιάμεσα μερικές ηλιόλουστες μέρες. Θέλω να κοιταχτώ στον καθρέφτη αλλά φοβάμαι την απόρριψη. Μολονότι εξασκήθηκα ενδελεχώς σε τέτοια σενάρια. Φαίνεται τώρα καθαρά ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Εκεί που γραπώνεται από τη σιγουριά, ξαφνικά χάνει την ισορροπία του και εκτινάσσεται. Τον περισυλλέγουν κάτι γέρικα άλογα και τον επαναφέρουν στην τάξη. Μικρά κομματάκια σοκολάτας τον δελεάζουν. Το τοπίο αποπνιχτικό, τα φουγάρα σε υπερένταση. Κάνω πως δεν τον γνωρίζω. Εκείνος με πλησιάζει και ξεκινά η ανάκριση. Το ίδιο σκηνικό εδώ και χρόνια, οι ίδιες ερωτήσεις. Όταν μπει ο χειμώνας, θα είμαι έτοιμος να του ανταποδώσω την έμπνευση για αυτά που γράφω. Και να του ζητήσω συγγνώμη για τη φλυαρία μου. *********** Εγώ στη θέση σου θα ξήλωνα όλες τις αντιξοότητες, θα έραβα τα σύννεφα διάφανα, θα καταργούσα τα ψιλόβροχα. Ώσπου να εμφανιστεί στον ορίζοντα το νέο φεγγάρι, φασκιωμένο σε πάνες. Ένας καινούργιος κόσμος από ψηλά σαν πολύχρωμος χαρτοπόλεμος. Νυμφεύομαι ό,τι βρω μπροστά μου. Από ροζ σφήκες μέχρι ουράνιες μέλισσες. Και δίπλα η θάλασσα να καταργεί τους πνιγμούς. Μια εξίσωση για μελλοντικούς λύτες, όταν εμείς θα έχουμε αποδράμει. Η πέτρα θα φοριέται κόσμημα στον λαιμό της απουσίας μας. Οι επαναστάσεις θα έχουν αλλάξει στόχους και ονόματα, δεν θα ξεβάφουν ποτέ. Προλαβαίνω να ενταχθώ στην εν δυνάμει λίστα τους. Άδικο να μη μετέχω, έστω και νοερά. Η ευτυχία ευδοκιμεί παντού, κυρίως στη μετά θάνατον εποχή. Εκεί υπάρχουν τα επιτυχή συνέδρια, η αρίστη υγεία. Δεν σημειώνονται ακραία καιρικά φαινόμενα, μονομερείς αποκλεισμοί. Το βάρος πέφτει σε μια μικρή χελιδονοφωλιά. Και τούτο σημαίνει επικράτηση του ανέφικτου. Μετά από τέτοιες σκέψεις είναι δύσκολος ο χειμώνας. Που καθώς προελαύνει ραγδαίως, συμπαρασύρει και την άβυσσο. Κατά βάθος δεν ήθελα να προκαλέσω αναταράξεις. Μονάχα μια υπενθύμιση να κάνω και να σιγήσω. Τα περαιτέρω ας τα αναλάβουν άλλοι, πιο ειδήμονες. ********* Φτάνει να μη χαθώ σε δαιδαλώδη σχήματα, πολύπλευρες εξισώσεις. Να μη συλλαμβάνω το κορμί μου σε χειμερία νάρκη και την ψυχή μου σε υποβόσκουσα ομηρία. Να μη φέρνω προσκόμματα στην πρώτη τυχούσα φωτοχυσία. Από τον Επίκουρο ως τον Καμύ να διατρέχω όλη τη φιλοσοφική οδύνη, να παίρνω μέτρα κατά του εφησυχασμού, να μην επαναπαύομαι στην αοριστία. Όλοι οι υποχθόνιοι ενδοιασμοί να περιπέσουν στο χάος, ως μια παλιά βαριά κληρονομιά. Φθόγγοι αρκούντως ρωμαλέοι να γαντζωθούν στο πεπρωμένο και οι ανθοφορίες των αποχωρισμών να σιγήσουν. Να μη γίνονται αυτοχειρίες, οι άνθρωποι να ορίζονται ως το κραταιό προπέτασμα του ρεαλισμού. Πρώτη και καλύτερη η θάλασσα να κυριαρχήσει επί του αισθητού, να την ακολουθήσουν τα ξαδέρφια της τα ποτάμια. Το ηλιοβασίλεμα να παρίσταμαι στην άκρη του γκρεμού, αποθεώνοντας τα αχανή ύψη. Κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου να κάνω και διαλείμματα, όπως να ισιώνω πέτρες ή ακανόνιστα αντικείμενα. Υπάρχει πάντα ένα όριο, αυτό που σε προφυλάσσει από τις καταχρήσεις. Θα το βρεις μέσα στον ουρανό ή και στις φυσαλίδες του ανέμου. Το νερό που κατακρημνίζεται στην άβυσσο έχει διέλθει από τα βουνά, την ώρα της πρωινής έγερσης. Τερματίζει πρόωρα το ιστορικό πλαίσιο του μεγάλου περιπάτου. Χωρίς δική μου ευθύνη, μάλλον από υπερβολική ματαιοδοξία των κρατούντων. Το κύμα υποτονθορίζει, ο βυθός συνάπτει ακούσια άλματα προς την επιφάνεια. Το δικό μου μερίδιο ας θεωρηθεί μηδαμινό, άλλοι ας καρπωθούν την επιτυχία. Άλλωστε η μόνιμη κατοικία μου δεν ήταν ποτέ εδώ, ανέστιος ήμουν ως επί το πλείστον. Τα φλας των φωτογράφων επιμηκύνουν την ταλαιπωρία. Η σκέψη γίνεται ένα μικρό ανυποψίαστο μωρό, έτοιμο για υιοθεσία. Μπορεί λοιπόν να ξαναγραφεί από την αρχή η Ιστορία, με καθόλου ή ελάχιστα χάσματα. Α! και με λίγο περισσότερους τοκετούς αποδημητικών πουλιών. *********** Δεν είναι που η νύχτα καταπραΰνει κάπως την αμηχανία, ούτε που η φωνή μου ίπταται πέριξ των μαλλιών σου. Είναι που η μετατόπιση της ομορφιάς κατέστη αμετάκλητη. Τίποτα δεν είναι πιο ελάχιστο από την υποβόσκουσα πλεονεξία της σιγουριάς, όταν μάλιστα εκτίθεται δημοσίως. Γιατί και ο έρωτας απέχει παρασάγγας από τον εαυτό του, έτσι που να μην μπορεί να αυτολογοκριθεί. Θα μπορούσε βέβαια να είχε παρακαμφθεί ο αυθορμητισμός, να επικρατούσε η απόλυτη νοησιαρχία. Αλλά και τότε θα αρκούσε ένα πέταγμα πουλιού για να ανατρέψει το σκηνικό. Στο μυαλό του καθενός περιμένει ένας κήρυκας για να αρχίσει τις νουθεσίες. Ξεκινώντας από τις καθημερινές σου συνήθειες, είναι ικανός να ανασκευάσει όλο σου το οικοδόμημα. Τα πιο θαυμαστά πράγματα είναι πια θέμα επικοινωνίας. Σβήνουν τα νοήματα και υποκαθίστανται με λέξεις. Τέλος πάντων ας μη μακρηγορώ για ζητήματα χιλιοειπωμένα. Προέχει να ξημερώσει, να κάνουμε καταμέτρηση απωλειών. Να ακούσουμε των αγαλμάτων τις ομιλίες. Τα πάθη που εκπορεύονται από χαλασμένα σύρματα. Να ξαναγραφτεί η πραγματικότητα όπως την εκλαμβάνει ο καθένας κι όχι όπως του την υπαγορεύουν οι επιτήδειοι. Παίρνω τα φιλιά σου και φεύγω. Από την πίσω πόρτα, μην εκτεθώ στη γειτονιά. Ψιλοβρέχει, κίτρινα φύλλα και διωγμοί. Εκτελεσμένες μέρες από σκάγια λαθροκυνηγών. Τα απορριμματοφόρα συμπεριφέρονται σαν παιδικά παιχνίδια. Ένας κόσμος που δεν έμαθε από καταστροφές. Γι’ αυτό κι εγώ αλλάζω διεύθυνση, μετακομίζω. Και δεν επιτρέπω σε κανέναν να με θεωρεί ποιητή. ********** Μπορεί να φαίνομαι κατώτερος των περιστάσεων όταν απομακρύνομαι από την αλήθεια, όμως το ψέμα ποτέ δεν ήταν μια εύκολη απόρριψη. Ειδικά όταν επρόκειτο να τετραγωνιστεί το σύμπαν. Μόνο στις εικαστικές τέχνες ίσως να σωζόταν η κατάσταση, αλλά κι εδώ με προϋποθέσεις. Τέλος πάντων ας αφήσουμε την Ηθική να βρει τον δρόμο της κι ας μεταφερθούμε στους αρχαίους τάφους. Να προετοιμαστούμε λίγο για τη δική μας μεταθανάτια εμπειρία μέσω της μνήμης. Χωρίς αργυραμοιβούς και λοιπούς επιτήδειους, με μοναδικό γνώμονα τη μοναξιά εκείνης της στιγμής. Κι από πάνω ο ήλιος να εφορμά κατακόκκινος μέσα στον χειμώνα. Εκρήξεις να ακούγονται συνεχώς, παραπετάσματα να κατακρημνίζονται. Ο αέρας να σαρώνει φυλακές και αναμορφωτήρια, η υπομονή να πνίγεται στην καταβύθιση του χώματος. Αν αντέξουμε θα ακυρώσουμε άλλες αυτοχειρίες, άλλους «καιόμενους». Κάποτε θα αναζητήσουν το βιογραφικό μας μέσα στις στάχτες. Μην ανησυχείτε, πάντα θα υπάρχουν υλικά άθικτα μετά από τυχαίες αναζωπυρώσεις. Κάθε βουνό και μια ογκώδης ανάφλεξη και μετά το νερό των πυροσβεστικών αεροπλάνων. Με μια τέτοια εικόνα, δεν έχουμε να φοβόμαστε ούτε σκυλευτές ούτε τυμβωρύχους. Μονάχα το ευμετάβολο της ανθρώπινης ύπαρξης που μας κατατρύχει και δεν μας αφήνει να εποπτεύουμε τη μακροημέρευσή μας. *********** Αλλά ο ήλιος ποτέ δεν ήταν αυτό που ήθελες να βλέπεις, μονάχα ξαφνικές λιακάδες μέσα στο καταχείμωνο και μετά ολόκληρη η ανθρωπότητα στο σκοτάδι. Ψιλόβροχο και ακατέργαστη μελαγχολία. Θαυμάσια ήταν ως εδώ, χορτάσαμε από χαμένες ευκαιρίες, αντινομίες και καμπύλες γραμμές. Επενδύσαμε στην πικρία του απογεύματος, σε δωμάτια χωρίς τοίχους. Έξω τα παιδιά αναμόχλευαν την αθωότητά τους, σάρωναν τους αιώνες με ακατάληπτες λέξεις. Φθόγγοι περνούσαν από τον ορίζοντα σαν αυτοκινητοπομπή. Η Ιστορία διέγραφε κύκλους πάνω απ’ τα κεφάλια τους, χάραζε προσεκτικά το παρόν. Υπέγραφαν άπαντες μια μελλοντική καταδίκη που όμοιά της δεν είχε προηγούμενο. Η βρύση έτρεχε συνέχεια, ο τενεκές ευωδίαζε. Δεν με συμφέρει να συνεχίσω, δεν υπάρχουν εγγυήσεις για εχεμύθεια. Μονάχα ριπές ανέμου που επιδεινώνουν την κατάσταση. Η ευτυχία κρατούμενη σε κελιά υψίστης ασφαλείας. Προσκομίζω πιστοποιητικό ψυχικής υγείας, δίνω τη διεύθυνσή μου στα πουλιά. Να έρχονται ακατάλληλες ώρες να με ιχνηλατούν. Κι εγώ να κρύβομαι σε ένα κουρελιασμένο χακί μπουφάν, μη αναγνωρίσιμος και επικίνδυνα αποκομμένος από τον περίγυρο. Θα χρειάζονταν ώρες να εκθέσω τις απώλειες που με κατατρύχουν ή να αφηγηθώ τα πράγματα με το όνομά τους. Ο χρόνος άλλωστε έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, μην τον ταλαιπωρώ περισσότερο. Επί του πρακτέου λοιπόν, μεγαλώσαμε. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα. Τα υπόλοιπα, συνιστώσες του φόβου μας που αργά ή γρήγορα θα εκπυρσοκροτήσει. Και τότε τα διλήμματα θα μοιάζουν κίβδηλα κι ο ήλιος, ακόμα κι ο χειμωνιάτικος, ένα δρώμενο σε άδειο αρχαιοελληνικό θέατρο. ************* Διαβάζοντας για τις ατασθαλίες της φύσης, τα ασουλούπωτα φεγγάρια του καλοκαιριού, θυμήθηκα τα γεγονότα του βίου μου, πώς έπαιρναν σχήμα ανάλογα με την ιδιοτέλεια της στιγμής. Σε θέση περιωπής επόπτευα την ακαταστασία του σύμπαντος, έδινα συγχωροχάρτι σε όλα τα σαρκοφάγα πουλιά. Η γάτα εκλιπαρούσε για χάδια, ο ουρανός για ασφαλείς πτήσεις. Άλλοτε πάλι οι επαναστάσεις με ξεπερνούσαν, τα γυαλισμένα σύννεφα ήταν έτοιμα να σπάσουν. Οι μεγάλες αλήθειες αποκαλύπτονται εκ των υστέρων, όταν ο άνεμος έχει πια κοπάσει. Τότε τα δωμάτια απεκδύονται τη μούχλα τους, ανάβουν κεριά για να φωτιστούν. Πολιτείες ολόκληρες καταρρέουν, ανασυντάσσονται οι ιδεολογίες. Η ανεμελιά της προηγούμενης ζωής δίνει τη σκυτάλη στη μοναξιά, να επιληφθεί αυτή του τέλους. Άλλο οι σημαιοστολισμένοι δρόμοι κι άλλο τα σκοτεινά περάσματα. Διαφορετικό το χαμόγελο μιας πεταλούδας και διαφορετικό μιας μέλισσας. Οι εκρήξεις στο βάθος της μνήμης συνεχίζονται. Τα εικοσιτετράωρα δεν προλαβαίνουν να εκκενώνουν στιγμές. Τα ποιήματα κι αυτά σε επικίνδυνη ακροβασία με τον προελαύνοντα χρόνο. Τυγχάνει να τον γνωρίζω καλά, ήμουν οικότροφός του. Ξημερώνει και γράφω για πράγματα αδιέξοδα, χωρίς να λογαριάζω το τίμημα: μερικές κατραπακιές πραγματικότητας και κάτι μετέωρα συμφωνητικά. Δεν έχω αλλάξει από τότε, όταν δεν γνωριζόμουνα. Και τώρα που με ξέρω καλά, πάλι τα ίδια κάνω. Η ιστορία του κάθε ανθρώπου όχι απλώς επαναλαμβάνεται, αλλά εν τέλει ταυτίζεται. Πριν τη γέννηση και μετά τον θάνατο. Για το ενδιάμεσο δεν έχω άποψη, μόνο γεγονότα να μετρώ. *********** Παραδίπλα ο ήλιος μοιάζει με κλεφτοφάναρο, δίπλα του συναθροίζονται αλκοολικά άστρα, η λογική αυτοκαταργείται. Οι αναρίθμητες συσπάσεις του Αυγούστου στις παραλίες της Αίγινας, η έκρηξη που ακολούθησε και ο αιφνίδιος αποσυντονισμός. Και πρέπει να ήταν μεγάλο το ωστικό κύμα, να πήρε παραμάζωμα τον Σαρωνικό. Υπάρχει πάντα και μια δεύτερη ανάγνωση, τελείως αντίθετη από την πρώτη. Να ήταν ο Ειρηνικός ωκεανός καμουφλαρισμένος. Και να κρατούσα στο χέρι ένα αμπέλι με τις στητές ρώγες του. Όλα αυτά σε ένα τοπίο ανήσυχο, ανώριμο, χωρίς μακιγιάζ. Μονάχα το κωδωνοστάσιο ηχεί και στενάζουν τα όρη. Δεν έχουν τέλος οι κλυδωνισμοί, των ιδεών και της μνήμης. Θέλει γερά αντανακλαστικά για να επιβιώσεις. Εκτός κι αν σε μεταφέρουν τα ασθενοφόρα από τη γη στον ουρανό και το αντίστροφο. Η μαγεία της μεταφυσικής στιγμής, η άπνοια μέσα στα πεύκα και το ουρλιαχτό μετά στο σπίτι. Όπως επίσης ο μετεωρίτης που εξόκειλε σ’ ένα καταπράσινο τοπίο. Πλησιάζουν τα γεγονότα με κρότο. Αν τα αγνοήσεις, σου επιφυλάσσουν τιμωρία, αν τα υιοθετήσεις, κινδυνεύεις με αφανισμό. Μένει ωστόσο να διευθετηθεί ο άνεμος που θα μας αρπάξει. Αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος, αδιάφορο. Κυρίως μετράει το αποτέλεσμα, που στην προκειμένη περίπτωση είναι μη αναστρέψιμο. ************ Η αναδίπλωση συνεχίζεται. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι το σκοτάδι και οι λέξεις που το συνοδεύουν. Τα βράδια ακρωτηριάζω τη μνήμη, περιφρουρώ το παρόν. Μιλώ για πράγματα αναλώσιμα, για τη μετριότητα των εποχών, την απουσία οραμάτων. Χρησιμοποιώ όλα τα διαθέσιμα μέσα που με οδηγούν στην αμφιβολία. Κι όταν ανασυντάσσομαι στις πέντε τα ξημερώματα, έχει ήδη παρέλθει το αυτόφωρο. Τότε είναι που βγαίνω στους δρόμους αιμόφυρτος και στοιχίζομαι πίσω από τις κολόνες. Μικροί δορυφόροι προσγειώνονται στην αυλή μου, εντείνεται το μεταφυσικό σύνδρομο. Χρειάζομαι μια ανησυχία εφησυχασμού, ένα αδιέξοδο σιγουριάς. Βέβαια, είναι νωρίς για οποιεσδήποτε συγκρίσεις ανόμοιων καταστάσεων. Μικρά σύννεφα εξαπέλυσαν βροχή, μεγάλα λόγια εγκλωβίστηκαν στον φάρυγγα. Πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία της μνήμης, να ακυρωθούν οι προφητείες του μέλλοντος. Μια δεύτερη ευκαιρία να δοθεί στην πολυφωνία της σιωπής, να ηχήσουν επιτέλους τα κύμβαλα του τέλους. Κι όταν αρχίσει η αναπαραγωγή στιγμιότυπων της ζωής μου, εγώ θα έχω προ πολλού αποχωρήσει. Ζωντανός ή νεκρός, αδιάφορο. Τα ποιήματα θα στοιβάζονται στην ουροδόχο κύστη του ουρανού, μετά θα αποβάλλονται μαζί με τη βροχή. Τα καταστήματα θα εξακολουθούν να πωλούν ομπρέλες, τα παιδιά θα ψηλώνουν επικίνδυνα. Στενοί συγγενείς δεν θα υπάρχουν, παρά μόνο τεράστιες εκτάσεις μοναξιάς. Κάπου θα συνεχίζεται το έργο, ερήμην ημών και υμών. *********** Κάποια δώρα έμειναν ανεπίδοτα, κάποια άλλα παραδόθηκαν σε λάθος διεύθυνση. Πενθώ την απώλειά τους, τα λάφυρα που έχασα. Νυχτώνει στα εξογκώματα της μνήμης, στις παρυφές του απροσπέλαστου. Όλα μου είναι άγνωστα, τίποτα δεν εμπέδωσα μέσα στα χρόνια. Μονάχα την ικανότητά μου να παρεισφρέω στα έγκατα των διαψεύσεων και να προπορεύομαι γυμνός μέσα στην απεραντοσύνη. Υποχθόνια αισθήματα προδικάζουν το τέλος, αυτό που δεν θα έρθει απρόσκλητο αλλά μέσω παρατεταμένης σκοτοδίνης. Όπως και να ‘χει η οξύτητα της μοναξιάς παραμένει ανεξερεύνητη, κυρίως τις ώρες της περισυλλογής. Τότε ξεπηδάνε από το χαρτί τα θλιμμένα ποιήματα που με διατάζουν να τα ακολουθήσω. Τεράστια κύματα σκεπάζουν το χαρτί, νομίζω πως εξόκειλα στην άβυσσο. Κι όμως βρίσκομαι ακόμη στο δωμάτιο, δίπλα στη θερμάστρα. Νερά κυλιόμενα μπαινοβγαίνουν, αέρας βρόμικος με καταπνίγει. Υπερπηδώ τα εμπόδια και σε πλησιάζω κι άλλο, χωρίς να ξέρω την έκβαση ούτε εσένα. Πένομαι από λέξεις που να σε περιγράφουν. Νομοτελειακά θα σε ξανασυναντήσω μέσα μου, όταν η σάρκα απεκδυθεί την αθωότητά της. Γιατί ήσουν πάντα το αμαρτωλό alter ego μου και το παραθυράκι της πιο γλυκιάς αφροσύνης. Ασχέτως αν τα δώρα σου έμειναν ανεπίδοτα ή παραδόθηκαν σε λάθος διεύθυνση. ************ Η άνιση μάχη με τον χρόνο, τα άβολα δευτερόλεπτα που στριγγλίζουν στο ρολόι, ο κατακερματισμός κάθε ίχνους αξιοπρέπειας. Τυγχάνει να γνωρίζω τα γεγονότα, ήμουν παρών όταν ξημέρωνε σε μια ερημική παραλία, στην άκρη του πουθενά. Πάνω μου έκραζαν πουλιά, παρατηρώντας με χειρουργική ακρίβεια τις κινήσεις μου. Επί του παρόντος σωπαίνω, θέλω να διαφυλάξω με ευλάβεια τη μνήμη. Ο ουρανός έτρεχε με αργή ταχύτητα, προλάβαινα να τον αποκρυσταλλώσω. Οι μετέχοντες στον αιώνιο ύπνο άρχιζαν να δυσανασχετούν, νόμιζαν ότι τους έπαιρνα τη θέση. Πανύψηλα πεύκα με λοιδορούσαν για την αμφισημία των λόγων μου. Πότε εκ του ασφαλούς αγορεύοντας, πότε κρυμμένος πίσω απ’ τα κύματα. Μια ακατέργαστη μουσική διασάλευε το σκηνικό. Από παιδί είχα την τάση του μονολόγου. Να σνομπάρω τη ζωή και τον μαγικό της περίπατο. Χρειάστηκε προσπάθεια για να έρθω στα ίσια μου και τώρα που σας μιλώ, ακόμη δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Κι όταν φύγω, θα είμαι ανοιχτός για όλες τις προκλήσεις. Βέβαια θα είναι αργά για νέους ρόλους, αλλά έτσι συμβαίνει πάντοτε. Η αιωνιότητα θα σταθεί αντίκρυ και θα παζαρεύει το σώμα της. Θα αρνηθώ κι έτσι ατόφιος και αποσυνάγωγος θα βαδίσω τον τελευταίο δρόμο. Μετά θα κοιταχτώ στον καθρέφτη. Χωρίς πρόσωπο και σώμα θα εκπέσω στην άβυσσο με γδούπο. Δύσκολο σκηνικό για απαθανάτιση. Δύσκολο τέλος ενός ανεπιθύμητου ποιήματος. *********** Φεύγουμε καθημερινά, κοπάδια ανειδίκευτων πλασμάτων. Άλλοι φορώντας ψάθινα καπέλα κι άλλοι κρατώντας μια παλιά φωτογραφία. Στον δρόμο συναντάμε πουλιά, αρώματα από γνώριμα βράδια και μια κομματιασμένη πανσέληνο. Ρολόγια περικυκλώνουν την πορεία μας, οι λεπτοδείχτες τους υποδεικνύουν το τέλος. Περνάμε ανάμεσα από αμπέλια με μαύρους καρπούς, πιο κάτω ανθίζουν μυρτιές και κυκλάμινα. Μικρά συννεφάκια ίπτανται σαν αερόστατα και συγκρούονται με το σκοτάδι. Εύκρατο το κλίμα εκεί και η γραφή ρέει άφθονη. Με υφαρπάζει η αοριστία της στιγμής και με τυλίγει σε μια λαμαρίνα. Όταν ξυπνώ είναι μεσάνυχτα, ένα ραδιόφωνο σπάει τη μονοτονία. Ο περιβάλλον χώρος δυστοπικός, στο βάθος διάσπαρτα μοναστήρια. Πηγές αναβλύζουν εκατέρωθεν, το νερό τους από καθαρό κρύσταλλο. Ο σκηνοθέτης αλλάζει τα πλάνα με άνωθεν εντολή. Τώρα ακούγονται μουγκρητά μηρυκαστικών, μυρίζει βαριά κλεισούρα. Η άνοιξη αποσύρει τις μετοχές της και επενδύει στην καταστροφή. Όποιος ρισκάρει σε ένα τέτοιο τοπίο, μάλλον υποβάλλεται σε τιμωρία. Κλέβω ακόμα μερικά δευτερόλεπτα και τα εναποθέτω στη μνήμη. Ανόθευτα και πηγαία, έτσι όπως τα αλίευσα προ ολίγου. Άπαξ και ξεκινήσω ένα ταξίδι, πολύ δύσκολα επιστρέφω. Ειδικά αν είμαι σε υπερδιέγερση. Και οι καιρικές συνθήκες επιτρέπουν την περαιτέρω διολίσθησή μου. Λοιπόν, νομίζω πως έκανα το χρέος μου, θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Επί του παρόντος, αφήνομαι στον εκτροχιασμό. Όταν επανέλθω, θα φυσάει και θα είναι φθινόπωρο. Ιδανική εποχή για καταμέτρηση απόντων. ************ Τίποτα δεν καταφέρνω καλύτερα από το να πετσοκόβω τον υλικό κόσμο. Όπως καταλάβατε η ιστορία επαναλαμβάνεται, ανάλογα με τη γωνία που την καταγράφεις. Ο υδράργυρος επιβεβαιώνει τον συλλογισμό μου. Κι όσο η στάθμη του ποταμού θα ανεβαίνει, όσο ο θάνατος θα αναπαράγεται, ενώ εγώ, αρκούντως ψύχραιμος, θα περιμένω την εκτέλεση των μελλοθανάτων. Ράκη απουσίας σε εφήμερη ανησυχία. Τα σκάγια πήραν ακόμα και τους δεσμοφύλακες. Φτύνω κουκούτσι βερίκοκου, διαισθάνομαι τη βέβαιη πτώση. Μάλλον μου χρειάζεται ένα ηρεμιστικό ανθώνων. Διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το άρωμα. Συμπύκνωση πέντε διαφορετικών εκδοχών για την Τέχνη. Προτού αξιολογηθούν, ας ξεκινήσουμε να μιλάμε για βροχή. Ύστερα για τα είδωλά της και τελευταία για μουσική. Ίσως έτσι καταφέρουμε να επαναπροσδιοριστούμε. Κανείς δεν φαντασιώνεται περισσότερα από όσα μπορεί. Γιατί και το όνειρο έχει κάποιο όριο. Μυρίζει ομίχλη και τελεσίδικη νύχτα. Η απόφαση θα είναι οριστική, αρκεί να μην πελαγοδρομήσουμε στα αυτονόητα. Υπάρχει όφελος που μεταφράζεται σε ρευστότητα χρόνου. Κι αλήθεια, ποιος θα ενδώσει στη μακροημέρευση; Προελαύνουν τάγματα αχθοφόρων της θλίψης. Καταδιωκτικά αεροπλάνα τελευταίας γενιάς, ελέφαντες και χελώνες. Μου αρέσει το σκηνικό αλλά δεν το απομνημονεύω. Θα περιμένω μια ενδελεχή ανάκριση να μου γίνει. Έως τότε θα κοιτάζω τις παλιές λαμαρίνες που λιώνουν στο λιμάνι. Και σας εγγυώμαι πως θα τα βγάλω πέρα, τουλάχιστον όσον αφορά τη μνήμη. Για τα υπόλοιπα, σε άλλο βιβλίο. ************* Θαυμάσια ήταν τα νερά γύρω από το ακρωτήρι. Αμπέλια κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα, η γραφή επαναπροσδιόριζε τους στόχους της. Το εύκρατο κλίμα της ερημιάς, ο ούριος άνεμος που δεν μεταγλωττίζεται. Συμφέρει να υποστώ τόση ταλαιπωρία για ένα ψεύτικο σκηνικό; Εν τούτοις τα κίτρινα φύλλα με αποζημιώνουν. Κι ο ύπνος που έρχεται απρόσκλητος, διευθύνει την ορχήστρα. Τα άστρα μαρτυρούν το ανέφικτο του σκότους. Έτσι ο κόσμος θα εξακολουθήσει να ανθοφορεί, πιθανόν από συνήθεια ή από παρατεταμένη σιγουριά. Κι ένας Βοτανικός Κήπος θα ίπταται πάνω από την Οία. Οι δρομείς των υδάτων θα καταργούν τους κανόνες ναυσιπλοΐας, οι δείκτες των ρολογιών, ως εκ θαύματος, θα ανθίστανται στον χρόνο. Και το κακούργημα θα έχει συντελεστεί, όχι βέβαια για μένα. Μα για όλα τα υπόλοιπα εύπιστα ανδρείκελα του φωτός. Και κανείς δεν ξέρει τι θα επακολουθήσει. Γιατί ο ήλιος διαθέτει νευρώνες που εύκολα σπάνε. Τελικά η απώλεια δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Αρκεί να τη βλέπεις την ώρα της συντριβής. Κι αν τα βουνά περιορίζουν την ήττα, υπάρχει πάντα κρυμμένος στα δάση της πεδιάδας ένας ποταμός. Μια αταξία συνεχούς ροής της μνήμης. Αυτό είναι που φοβάμαι. Και τις βροχές που θα σκεπάσουν την ξηρασία. Χιλιάδες λέξεις θα βρεθούν να τις καταγράψουν. Και θα τις μεταφράσουν στη γλώσσα της μοναξιάς που τις νύχτες αγριεύει. Ως το πρωί που το αλφάβητο θα στερέψει και θα ξεκινήσει η καταμέτρηση των απόντων. ************ Μου πήρε χρόνια να αποφασίσω για την ποιότητα της αλήθειας. Τη στιγμή που ανακτούσα τις αισθήσεις μου, έβλεπα την καμπύλη της ζωής μου να μικραίνει. Πολύ πριν το πάρω απόφαση ότι θα βρεθώ σε μία τόσο παράξενη συγκυρία. Τα στάχυα ψηλώνουν και μετά θερίζονται. Στο προαύλιο του σχολείου τώρα ερημιά. Μονάχα τζιτζίκια επαναπροσδιορίζουν τη μοναξιά. Σε απόσταση αναπνοής η Αίγινα, ο υδράργυρος διαρκώς ανεβαίνει. Κομμάτια ακατέργαστου λευκού περιστοιχίζουν τη μνήμη, μοιάζουν με πελώρια νοσοκομεία που ποτέ δεν εφημερεύουν. Ο αέρας μέσα από συνεχείς εκρήξεις υφαρπάζει ό,τι στέρεο απέμεινε. Συνεχώς συνομιλώ με ημιτελή ποιήματα, με ατελείς γλωσσικούς συνειρμούς. Έτσι παραπλανώ προσωρινά τον θάνατο, εφευρίσκω διόπτρες παρακολούθησης των απόντων. Ένας δρόμος μακρύς, χωρίς οδοδείκτες, απλώνεται μπροστά μου. Τα γεγονότα ολοένα τρέχουν, να βρουν την άκρη του νήματος. Βήχουν ασθμαίνοντας, ένα μπουκαλάκι νερό ζητώντας. Δεν προβαίνω σε καμία πρόβλεψη για το αποτέλεσμα, αν δηλαδή θα τερματίσουν. Απανωτά κοπάδια προβάτων φράζουν τη διαδρομή. Ο Ιούλιος παραδίδει τη σκυτάλη στον Αύγουστο. Η θάλασσα διυλίζει την ώχρα του ουρανού. Όλα περιμένουν τη συγκατάβαση της φύσης, το συναινετικό ράμφισμα του σπουργιτιού. Όρθιος και ακηδεμόνευτος προσπαθώ να συγκεντρώσω ό,τι περισώζεται. Από χρωματιστά χαρτιά μέχρι ασήμαντα μικροαντικείμενα. Άπαντες θα υποστούμε την εκκαθάριση, προσωπικών αρχείων και ιδιωτικών συμφωνητικών. Μέχρι να ξαναγραφτεί η ιστορία του κόσμου ανάποδα για να αποδοθεί η πραγματική αλήθεια. *********** Το δωμάτιο αναδύει μια γεύση αφροσύνης, το πέρασμα σε υπερπόντιους κόσμους αναβάλλεται λόγω αυξημένης κίνησης στους ουρανούς. Αν δεν σου λείψουν καθόλου τα εξωτικά τοπία, κι εδώ καλά είναι. Ο καιρός διυλίζει τη θλίψη και την εναποθέτει στο πάτωμα. Την πατώ, φορώντας κάτι χρωματιστές σαγιονάρες. Ακούγεται ένας διαπεραστικός ήχος. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φαιδρό από τη σειρήνα του περιπολικού τέτοια ώρα. Ποιον αλήθεια κυνηγούν; Εγώ πάντως, κλεισμένος στην ασφάλειά μου, απολαμβάνω τα ενδότερα. Όπως την περιστροφή του ρολογιού στον εαυτό του ή τα κεφαλαία γράμματα της μοναξιάς. Οι παράνομες συνακροάσεις δεν με αγγίζουν, δεν φοβάμαι να αποκαλύψω τα μυστικά. Αν δεν έχεις κάνει ποτέ τηλεφωνητής, δεν καταλαβαίνεις για τι σου μιλώ. Όλα είναι τόσο σχετικά, που σε πιάνει βήχας. Κι η εξέλιξη του μέλλοντος δεν έχει τίποτα συγκλονιστικό. Ούτε μια ελάχιστη ζωγραφιά, ούτε έναν τυποποιημένο στίχο. Τα σύννεφα εξακολουθούν να προκαλούν συμψηφισμούς, της άνω και της κάτω ζωής. Της ενδιάμεσης μόνο ο έρωτας. Που αν τον αφήσεις να εξοκείλει, μπορεί και να σε στιγματίσει εσαεί. Τέλος πάντων έχω μάθει να προπορεύομαι και πίσω μου όλα τα υπερωκεάνεια. Το αν θα υπερισχύσουν τα βότσαλα εξαρτάται από την ποιότητα της θαλάσσης. Και καμιά φορά από τον τρόπο πνιγμού των κυμάτων που κατέκλυσαν το δωμάτιο.
0 Comments
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
ΓΑΤΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ Λίγο πριν αρχίσει η βροχή πάντα πνίγομαι σε μια κόλλα ανακυκλωμένο χαρτί βάζω τη θλίψη για αυτόματο πιλότο κλειδώνομαι μέσα στο άδειο δωμάτιο βλέποντας στους τοίχους την εγκατάλειψη καθώς προχωρά η ώρα φυλλομετρώ αριθμούς συνθήματα που απώλεσαν τη δυναμική τους ετοιμάζομαι για μια γραμμική ολονυκτία ανυπεράσπιστος από θεούς κι ανθρώπους τακτοποιώντας στο συρτάρι νεκρά ποιήματα μιας εποχής που δεν θέλω να θυμάμαι σβήνω τη λάμπα και επιδίδομαι στην πτώση καλώντας όλα τα διαθέσιμα ασθενοφόρα τοκίζω στο διηνεκές την οροφή των ονείρων μήπως και εισπράξω καμιά αναπηρική σύνταξη επιτρέπω το κυνήγι των κόκκινων ελαφιών δηλαδή του αίματος και των παραγώγων του δεν υπογράφω δηλώσεις μετανοίας ή κατοικίας γιατί απλά λίγο πριν ξεκινήσει η βροχή μεταναστεύω εκεί που ποτέ δεν έχει βρέξει και πάντα στο τέλος ξυπνώ ξεκούρδιστος με μια στεγνή σφουγγαρίστρα στο πάτωμα κι ένα ανοιχτό βιβλίο πλατωνικής φιλοσοφίας ενώ η γάτα μου έχει λυσσάξει απ’ την πείνα απολύτως βέβαιη ότι έμπλεξε με θεότρελο. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Οι γυναίκες της ζωής μου ήταν άρωμα φτηνού μπουκαλιού παραμεθόριο γερμανικό νούμερο σε φυλάκιο του Έβρου το ανώνυμο ουρλιαχτό ξημερώματα από το νοσοκομείο η ανθοδέσμη που ξεράθηκε πρόωρα στο βάθος της μνήμης τα παπούτσια τους που άφησαν αποτύπωμα στο λευκό χαλί νύχτες κρύες υπεράνω οποιουδήποτε λογικού συνειρμού βαπόρι με σημαία ευκαιρίας και τρένο ολικού εκτροχιασμού η κορδέλα στα μαλλιά τους την ώρα του αποχαιρετισμού το κατακάθι του αλκοόλ στα παγκάκια της μεγάλης πλατείας η αναβράζουσα παρακεταμόλη σ’ ένα μισοάδειο ποτήρι νερό οι φωτεινοί σηματοδότες στην απέραντη λεωφόρο της θλίψης τα Σαββατοκύριακα με την αποδόμηση όλης της βδομάδας τα κυκλάκια καπνού και ο ξερόβηχας που έσπαγε τα τζάμια το παρακράτος με τους πράκτορες σε διατεταγμένη υπηρεσία οι ματαιωμένες συναυλίες λόγω κακών καιρικών συνθηκών τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με τους ξενέρωτους τίτλους οι προσφυγικές ροές που ανακόπτονταν με βία στα σύνορα η αναπάντεχη πρώτη φορά και η αμηχανία που τη συνόδευε η φωνή του τηλεφωνητή πίσω απ’ το ξεχαρβαλωμένο καλώδιο τα ξενοδοχεία της μιας διανυκτέρευσης στην πλατεία Βάθης τα τσιμπιδάκια που μάζευα τα πρωινά κάτω από το κρεβάτι τα ακροτελεύτια των ποιημάτων σαν αυτό που τώρα διαβάζεις. ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΝΩ Όσο μεγαλώνω ακούω ντραμς τα μεσάνυχτα τη χαρμολύπη βλέπω να στοιβάζεται στον νεροχύτη ύστερα τα αναλγητικά μουσκεμένα στον ουρανό ποτέ δεν έμαθα να αγαπώ - όχι κατ’ ανάγκη τη ζωή εντός μου συστέλλονται και διαστέλλονται οι ίσκιοι γνωμάτευσαν οι γιατροί τη μεταφυσική μου ήττα στο πάτωμα κι απόψε η γνωστή σφουγγαρίστρα να διαπραγματεύεται σκληρά με τον υπερρεαλισμό κι οι δύο υπήρξαν για αιώνες έξω από την Τέχνη με πεντακόσια είκοσι καταστήματα αντιποιητικών. Όσο μεγαλώνω μεταναστεύω σε ημερολόγια του ’40 σε αστεροειδείς με ληξιπρόθεσμα συμπεράσματα κάθε νύχτα στο Κρατικό Νίκαιας για να παρατηρώ το απέναντι σχολείο που κάποτε είχα υπηρετήσει και να που η νοσταλγία κατέληξε σε αυτοπυρπόληση τέρμα τα ασθενοφόρα, τα ράμματα κι οι εντατικές τα λογοκριμένα ποιήματα πάσχουν από μοναξιά κι από ένα χέρι που θέλει διακαώς να τα ξαναγράψει. Όσο μεγαλώνω χαζεύω με τις πάπιες στη λιμνούλα διοχετεύω ηθική στα μελανιασμένα μου γόνατα δεν σκέφτομαι καθόλου τις σπασμένες αρτηρίες ούτε τα ανεπίδοτα γράμματα που έμειναν αδιάβαστα παίρνω συνέντευξη από μια καθώς πρέπει κυρία (αυτή που μνημονεύω στο ποίημα «Αποτέφρωση») κατά πάσα πιθανότητα πάσχω από οξύ ρομαντισμό ή συγκρούομαι με κάθε λογής παλιομοδίτικα τρένα περιμένοντας να χειροτονηθούν οι καινούργιοι ιερείς να εξομολογηθούν όλα τα κλιμάκια των υπουργείων και ίσως και ο δεύτερος καταϊδρωμένος μου εαυτός. Όσο μεγαλώνω αμφιβάλλω για τους αποχωρισμούς (δεν είναι καθόλου αποχωρισμοί – μάλλον σημάδια προεξαγγελτικά μιας επερχόμενης επανεκκίνησης) αλλά και για τα φθινόπωρα που δεν έχουν ενδιαφέρον πέραν των συνηθισμένων οριζόντιων βροχοπτώσεων το μόνο σίγουρο είναι η τρύπια άνοιξη στο Πέραμα και το μούχρωμα που αναποδογυρίζει όλες τις ψυχές. Όσο μεγαλώνω ταΐζω ερπύστριες και ξεθάβω μανιτάρια μπουκάρω ασυνείδητα σε συνέδρια για το περιβάλλον ανακυκλώνομαι σε κάδους των αστικών απορριμμάτων κι όλα αυτά νομίζοντας πως έχω μέρες μπροστά μου ένας άνθρωπος με επιβαρυμένο συναισθηματικό μητρώο που έμπλεξα μέσα στα παρακλάδια της κανονικότητας το πρωί υπερφίαλος και το βράδυ μια μάζα στο κενό εκ του ασφαλούς μιλώντας όταν οξειδώνομαι στο αλκοόλ τότε απ’ το ρετιρέ του Ζωγράφου εξακοντίζω δημηγορίες έχοντας στα σωθικά μου το μαρτύριο του συμβιβασμού και στα μάτια μια συνθηκολόγηση που σπάει καθρέφτες όσο λοιπόν μεγαλώνω γίνομαι δουλέμπορος της λογικής σε χώρα στιγματισμένη απ’ το προπατορικό αμάρτημα μετράω χρυσόψαρα που απεμπόλησαν την αλμυρή φύση ή διεισδύω καλοκαιριάτικα σε ωάρια βαθείας καταψύξεως ωστόσο τα αντανακλαστικά μου λειτουργούν και σήμερα από αύριο δεν ξέρω τι συνεννοήσεις θα κάνει ο θυρωρός ελπίζω βέβαια να μου επιτρέψει να ανέβω ξανά στον έκτο. Όσο μεγαλώνω γίνομαι εκτελεστικό όργανο της μοναξιάς εμφιαλώνω τις ανασφάλειές μου σε μποτίλια στο πέλαγος προεξοφλώ τη ραγδαία μου πτώση διοργανώνοντας πάρτυ κάθε Σάββατο βράδυ στην υπόγεια διάβαση του Παντείου κι από πάνω τ’ αμάξια να ποδοπατούν την όποια αισθητική αναμοχλεύω τετριμμένα σενάρια επιστημονικής φαντασίας για δήθεν εξωγήινους που πιάστηκαν με ποσότητα ηρωίνης εγκαινιάζω φέρετρα σε κηδείες που δεν άντεξαν την κριτική κι οι συγγενείς ενσωματώθηκαν με τον νεκρό στην ίδια κάσα μετά ξέπλυναν την αμαρτωλή ζωή τους με ζεστή ψαρόσουπα μιλώντας ψιθυριστά μην ταράξουν την ησυχία της γειτονιάς ενώ ο ήλιος χανόταν πίσω από κάτι εκτός σχεδίου οικόπεδα που οι ιδιοκτήτες τους θα βρίσκονται σε κάποιο γηροκομείο ή στα μικρά επαρχιακά καφενεία με τους πεσμένους σοβάδες και την καπνίλα να κάνει ακροβατικά πάνω από τα τασάκια όσο μεγαλώνω θέλω ο χρόνος να με εκλιπαρεί να τον σώσω να κυκλοφορεί ρακένδυτος σε εμποροπανήγυρη της Λάρισας πίσω του να τρέχουν οι γιατροί με ορούς, οξυγόνο κι ενέσεις κι εγώ στη γωνιά να παρακολουθώ την επέλαση του γήρατος. Όσο μεγαλώνω περιτριγυρίζομαι από άσχετα υποκείμενα προσεληνώνομαι ανώμαλα στην ωμοπλάτη του σύμπαντος αγοράζω πιστοποιητικό φρονημάτων από έναν μικροπωλητή γράφομαι στα συσσίτια του δήμου και στις κοινωνικές δομές εκεί συναντώ όλες τις συνομοταξίες των άστεγων φίλων μου άλλοι με κουρέλια, άλλοι με γραβάτα, άλλοι χωρίς πρόσωπο ένα διαμπερές τραύμα στο μαλακό υπογάστριο της μνήμης στο τέλος επιλέγω τον βαρκάρη που θα με περάσει απέναντι απαγγέλλοντας στη διαδρομή τα πιο σαχλά μου ποιήματα και πετώντας στη θάλασσα τις βαρύγδουπες μεγαλοστομίες. ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Θέλω να μου επιτραπεί επιτέλους να μιλήσω για τους αγοραίους έρωτες στο Μεταξουργείο για τα αυλακωμένα πρόσωπα των γυναικών και την μπόχα που βγαίνει απ’ τα πορνοστάσια μαζί με κάτι ξεθυμασμένα εμπριμέ σκυλάδικα για τους μαστουρωμένους οπαδούς των ομάδων που ξεχύνονται στην Κολωνού μετά τον αγώνα λογχίζουν κατάστηθα τα σύννεφα της Κυριακής σηκώνοντας στον ώμο την αμαρτία της νύχτας ύστερα οι φαντάροι αποτελειώνουν το σκηνικό πατώντας πάνω σε κάτουρα και σικέ βογγητά. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις πόρνες που καθηλώθηκαν σε ένα κρεβάτι ακρωτηριασμένες από τα βίτσια των ανώμαλων και πνίγηκαν στο βαθύ κόκκινο φως της λάμπας για τις άλλες που ουρλιάζουν στην Ακομινάτου κρατώντας χαράματα στα χέρια τους ένα μωρό για όσες κάνουν πιάτσα σε βρόμικα πεζοδρόμια υπό το αυστηρό βλέμμα της χαμένης νεότητας για Νιγηριανές που υποθήκευσαν το σώμα τους σε ένα STUDIO του μεταμοντέρνου οργασμού που βάραγαν υπερωρίες στα σπίτια της Ιάσονος ενώ έξω ακούγονταν ασθενοφόρα και περιπολικά για τη γάγγραινα που κουβαλούν στις ψυχές τους οι μορφωμένες καλλονές του ανατολικού μπλοκ που ψαρεύουν λιώμα πελάτες στην πλατεία Αυδή και τους μεταφέρουν σε ετοιμόρροπα ξενοδοχεία. Για την απόλυτη εμπορευματοποίηση του έρωτα δίπλα σε σύριγγες και ακατέργαστη μαριχουάνα για αγγέλους εκφορτωτές της νοθευμένης δόσης καπνίζοντας νωχελικά τη μαυρίλα των ουρανών για τσαλακωμένα κορμιά στην είσοδο του μετρό αναμένοντας τον πρώτο συρμό για τον παράδεισο. ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΑΒΙΛΗ Θέλω να μου επιτραπεί επιτέλους πια να μιλήσω για την καντίνα εδώ και κάτι χρόνια στη Μαβίλη δίπλα στην αποστειρωμένη αμερικάνικη πρεσβεία και τον χαφιέ με το καπέλο που με παρακολουθεί πίνοντας ξενέρωτα φτηνά ποτά έξω από τον Λώρα κι εγώ απέναντι στο Flower να κοιτώ τη φοιτήτρια που ψάχνει απεγνωσμένα να γνωρίσει έναν εραστή. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις στοιβαγμένες ψυχές στον κάδο της θλίψης εκεί που το πρώτο τροχοφόρο λακτίζει τη μέρα και που πίσω απ’ τα βαριά τσιγάρα μετεωρίζονται αζήτητα σώματα στο φορείο ενός ασθενοφόρου για την καθιστική διαμαρτυρία του σαξοφωνίστα που νόμιζε πως οι ήχοι είναι πουλιά στα σύννεφα για τις αναιμικές ωδές της μεταμεσονύχτιας λύπης για τα φεγγάρια ολικής έκλειψης χωρίς ρομαντισμό που τριγυρίζουν ανήσυχα στη Βασιλίσσης Σοφίας χωρίς κανένα ίχνος ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτή την έρημη χώρα που αιώνες ψυχανεμίζεται ανάμεσα στα καθώς πρέπει καλλιστεία της εξουσίας και στα χρονόμετρα των ντοπαρισμένων πολιτών της για τις ήττες που έγιναν νίκες και πλέον ξεχάστηκαν για μένα που το πρωί πάνω στα καλώδια των τρόλεϊ ισορροπώ χωρίς ποτέ να φτάνω στον προορισμό μου και που τη νύχτα θα ξαναέρθω στην Πλατεία Μαβίλη. ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ Κατά πάσα πιθανότητα είμαι ακόμη εδώ μ’ έναν καφέ και δυο τρεις μεταλλάξεις όπως καταλάβατε είμαι ο ιός των φτωχών υπεύθυνα εισβάλλοντας στη μοναξιά τους. Κι αν μιλώ στο πρώτο ενικό πρόσωπο είναι γιατί αναλαμβάνω όλη την ευθύνη όση μου αναλογεί κι όση μου φόρτωσαν αυτοί που ήθελαν την αποδόμησή μου εγώ βέβαια δεν επηρεάζομαι από τέτοια συνεχίζω να αυτοσαρκάζομαι ως συνήθως να λέω τα πράγματα με το όνομά τους παίρνοντας αποστάσεις απ’ τα καθημερινά. Περίπου έτσι λοιπόν με αντιλαμβάνομαι δεν διαθέτω άλλο αισθητήριο αυτογνωσίας προσπαθώ πάντοτε να μην υπερβάλλω κι αυτό μου δίνει μια αληθινή ικανοποίηση τα βράδια όμως συνθλίβομαι στο κρεβάτι είμαι γυμνός ολότελα με τον εαυτό μου κι αρχίζω τη μουρμούρα για να επιβιώσω πιάνω κουβέντα με το κουνούπι στον τοίχο του λέω τον πόνο μου και τι ζόρια τραβάω δεν μου απαντάει στην αρχή, με θεωρεί λίγο αρέσκεται να δείχνει την προβοσκίδα του το κόκκινο αίμα που κουβαλά μέσα του όταν αλλάζω πλευρό με πολιορκεί έντονα ελέγχει τις αντιδράσεις μου, με γραπώνει εγώ του ξεφεύγω και ανοίγω το παράθυρο μάχη σώμα με σώμα, στο τέλος βουτάω από τον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας με περιθάλπουν τα αδέσποτα της γειτονιάς μου στρώνουν ένα πελώριο λευκό σεντόνι για να διαχειριστούν την αθωότητά μου όταν ξυπνώ βρίσκομαι ανάμεσα σε άλλους τους υπενθυμίζω ότι τίποτα δεν με σταματά και ότι θα εξακολουθώ να μολύνω τα πλήθη όσο υπάρχουν κοινωνίες χωρίς οράματα και άνθρωποι με μειωμένα αντανακλαστικά. ΟΤΑΝ Όταν η άνοιξη εισχωρήσει στην ανεμόσκαλα και οι έρωτες δρομολογήσουν τη λησμονιά όταν σε μια χαραμάδα πνιγούν τα ναυπηγεία κι οι εμπειρογνώμονες δηλώσουν μεταμέλεια όταν όλοι οι σοφοί αποδεχτούν τη μοίρα τους μένοντας μονάχα με ένα αδειανό πουκάμισο όταν οι πρόσφυγες μετοικίσουν στα σύννεφα λανσάροντας καινούργια ήθη στις καταιγίδες όταν οι τρελοί πιστέψουν ότι έχουμε χειμώνα και ξεχυθούν στα βουνά για την επιβεβαίωση όταν τα οικόσιτα του ουρανού αναστατωθούν από τις πλείστες παραλλαγές του παραδείσου όταν αρθεί η εμπιστοσύνη στο οξυγόνο της γης θα έρθω να σε βρω κι ας ξέρω ότι δεν υπάρχεις. Όταν οι λαθραίοι μαραθωνοδρόμοι ξεκινήσουν με ιαχές και αλλόκοτα σαλπίσματα στον αιθέρα όταν ξεσπάσουν πόλεμοι ανάμεσα στις φατρίες που ελέγχουν την παγκόσμια αποβλάκωσή μας όταν ο άνεμος προσδώσει στη ζωή σου ταραχή και ακουστούν από τα μεγάφωνα κούφια λόγια όταν οι ένοικοι των πολυκατοικιών συγκλίνουν σε μια νέα οπτική της μεταμεσονύχτιας θλίψης όταν εξοπλιστούν τα κύματα με βαριές αλυσίδες κι αναποδογυρίσουν τα πλοία που συνάντησαν όταν ο ήλιος μεταδώσει στο σύμπαν μια ελπίδα και οι σημαίες των γηπέδων πέσουν λιπόθυμες θα έρθω να σε βρω ακόμα κι ας είσαι οπτασία. Όταν το αντικανονικό προσπέρασμα της σιωπής προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στα αγάλματα όταν η σήψη του κορμιού φτάσει έως το κόκαλο προκαλώντας κάποια ανερμήνευτη φαντασίωση όταν οι τυμβωρύχοι λέξεων πιαστούν αδιάβαστοι την ώρα που τα βιβλία θα ρίχνονται στην πυρά όταν ο πρώτος έρωτας ζητήσει διαπιστευτήρια για να του επιτραπεί η είσοδος στην αιωνιότητα όταν οι αντοχές της φύσης κρεμαστούν σε κλωστή και ανάψουν τα φωτάκια ενός κομμένου δέντρου όταν οι αλυσίδες της κάθε καταπίεσης σπάσουν τη στιγμή που ακουστούν σύσσωμα τα εγερτήρια όταν τα υπερηχητικά αεροπλάνα γίνουν καπνός θα έρθω να σε συναντήσω σφυρίζοντας αδιάφορα. ΓΡΑΦΩ Γράφω γι’ αυτούς που χάθηκαν μέσα στον πανικό αξύριστοι και τρομαγμένοι χωρίς εισιτήριο εξόδου που ανάβανε φτηνά τσιγάρα κι έκαιγαν τον ουρανό παίρνοντας μέρος στον πιο επικίνδυνο μαραθώνιο ντυμένοι με προπολεμικά ρούχα και μαύρα καπέλα φευγάτοι αγγελιοφόροι μη φυσικών καταστροφών που έραβαν τα νεύρα τους για να μην τεντώνονται κουνώντας προκλητικά τις δύο μεταλλικές κεραίες που εξαφανίζονταν για μέρες και έβαζαν αγγελίες οι συγγενείς τους στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό κι όταν ξαφνικά επέστρεφαν, πάντα έπεφτε βροχή για όλους τους ακατανόητους λόγους που έβγαζαν μπροστά από τα σταθμευμένα απορριμματοφόρα και υπό τους ήχους των σειρήνων των περιπολικών που αυθαδίαζαν σε όσους θεωρούσαν κανονικούς και καταμετρούσαν ύστερα τις αντιδράσεις τους που αγκομαχούσαν όταν ξυπνούσαν απ’ το μεθύσι κάνοντας αναγραμματισμούς με τα ονόματά τους και πίνοντας τις τελευταίες σταγόνες του ποτηριού που ζωγράφιζαν ακαταλαβίστικα σχήματα με θεούς για να πάρουν τάχα την υπερκόσμια ευλογία τους ολόκληρα μυαλά κατεστραμμένα από τη μοναξιά βαρώντας γερμανικό νούμερο τα Σαββατοκύριακα ενώ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαιναν μυρωδιές ασυνάρτητων συνειρμών αναμειγμένες με καυσαέριο που κλίνανε ανώμαλα ρήματα ενώ ομαλά γινόταν η κυκλοφορία των τροχοφόρων στους ουρανούς που ξάπλωναν ανάσκελα στις αποβάθρες του μετρό μένοντας ασάλευτοι για ώρες, μέχρι να ξημερώσει. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Όταν τα φθινόπωρα διάβαζα Σαρτρ και περπάταγα στους δρόμους της Κυψέλης καπνίζοντας άφιλτρα κομμένα τσιγάρα όταν ένιωθα στο πετσί μου τον Μεσαίωνα διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων - ήταν ωραίες εποχές για μαζοχισμό - μετά αγόραζα όλες τις ληγμένες κονσέρβες και τους πολιτικούς χάρτες της Αφρικής με τις δύσκολες σε προφορά πρωτεύουσες όταν τα συμπεράσματα εξάγονταν αυθαίρετα κάτω απ’ την πίεση του αλκοολούχου ποτού και τα πτυχία τσουβαλιάζονταν στο πατάρι όταν ο νεροχύτης γέμιζε με παραισθήσεις ένοχα μυστικά και ποιήματα χωρίς τίτλο - έξω έριχνε παχύρευστο κόκκινο χιόνι - όταν πήγαινα στην έκθεση βιβλίου για πλάκα χωρίς να έχω στην τσέπη ούτε μία δραχμή όταν από τη μεσοτοιχία άκουγα σκυλάδικα ή τη θεοσεβούμενη γειτόνισσα να πηδιέται με τον υπάλληλο του διπλανού φούρνου κι όταν το τέρας που είχα στα σωθικά μου με είχε φλομώσει στα προκάτ συνθήματα μπορούσα ακόμη να αφουγκράζομαι τη γη και να μεθώ με τα «Παραμύθια» του Μάλαμα. Τώρα κοιτάζοντας ξανά το βιογραφικό μου μονάχα εκδιδόμενες λέξεις πόρνες ποζάρουν και χειμωνιάτικα απομεσήμερα στην ομίχλη. ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ Επειδή υπάρχουν δουλειές για να τελειώσω όπως να τακτοποιήσω στο συρτάρι τις λέξεις επειδή τα νούμερα δεν βγαίνουν όπως παλιά και χρειάζεται να εφεύρω καινούργια πλάνα επειδή ο αποχωρισμός σηματοδοτεί θάνατο αλλά κανείς δεν προθυμοποιείται να πεθάνει επειδή το φως διαθλάται χωρίς προφυλάξεις και υπάρχει κίνδυνος εκτυφλωτικής έκρηξης επειδή οι ανακατατάξεις της ιδεολογίας μου δεν είναι καθόλου μια προσωπική υπόθεση επειδή καμιά λύπη δεν ανάγεται στη λογική και ειδικά όταν έρχεται λίγο πριν ξημερώσει επειδή ο ορισμός της κανονικότητας ποικίλει ανάλογα με το υπόβαθρο της κάθε κοινωνίας επειδή οι ανθηρές μέρες έχουν πια παρέλθει και υποκαθίστανται από πνιγηρά φθινόπωρα επειδή η διαχωριστική γραμμή της ζωής μου βρίσκεται ανάμεσα στο μηδέν και στο τίποτα επειδή ο άνεμος ποτέ δεν φυσά εκεί που θέλω ακόμα κι αν αναποδογυρίσω όλο το Αιγαίο επειδή τέλος πάντων μέσα σ’ αυτό το ποίημα δεν περιμένω να βρω ειλικρινείς απαντήσεις θα επικεντρωθώ μονάχα στα πιο απαραίτητα όπως να καθαρίσω το συρτάρι από τις λέξεις. ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Μιλώ για τα παιδιά των αναγκαστικών αποχωρισμών που με δάκρυα στα μάτια εγκαταλείπουν τη χώρα τους μπαίνοντας μέσα σε βαγόνια προς άγνωστη κατεύθυνση για όσα έμειναν και συνωστίζονται μέσα σε καταφύγια το ένα δίπλα στο άλλο, κοιτώντας κατάματα τον θάνατο ενώ θα έπρεπε να παίζουν στα προαύλια των σχολείων για το τρομαγμένο βλέμμα τους που πλανάται στο κενό ανήμπορα να συνειδητοποιήσουν το ζοφερό τους μέλλον για τις κούκλες που δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και θα γίνουν στάχτη από μια αδέσποτη χειροβομβίδα για τα σκυλάκια, τις γατούλες, τις μικρές χελώνες τους που θα τα περιμένουν να επιστρέψουν κάποτε στο σπίτι για την ενηλικίωσή τους που θα είναι πολύ πιο γρήγορη και -αλίμονο- γεμάτη θραύσματα από πυροβολισμούς Μιλώ για τα μικρά παιδιά των πιο αδυσώπητων εποχών που θα μαζεύουν από τον δρόμο παρατημένες σφαίρες ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ Έβγαλε φιρμάνι ότι αντιστέκεται με αξιοπρέπεια στην απόρριψη φτηνές δικαιολογίες του συρμού άλλωστε ζει τη δική του καταβύθιση από τότε που γύρισε στην Αθήνα κατάφερε να ισορροπεί στο σκότος πουλώντας την ψυχή του στη στιγμή μετά δεν υπάρχει αλλά και υπάρχει όταν προλογίζει δικά του ποιήματα γι’ αυτό άλλωστε βγαίνει στον κήπο για να ξεριζώσει τις ανησυχίες του. Πληρώνεται με ποσοστά θανάτου κάθε χαράματα ακριβώς στις έξι ο κόσμος μοιάζει τρύπιο δοχείο μα συνεχίζει να το γεμίζει ελπίδες γιατί σημασία έχει η προσπάθεια. Γελούσε ασταμάτητα χωρίς να ξέρει τι εκπροσωπεί και ποιος αλήθεια είναι η μπογιά του έχει από καιρό περάσει τα οράματά του έχουν πια ξεχειλώσει στο τέλος έκλαιγε για να μην πλήττει. Σίγουρα αύριο θα τον έχουν ξεχάσει τη θέση του θα πάρει κάποιος άλλος. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ Τι απέγιναν τα συνθήματα στους τοίχους άραγε ικανοποιήθηκαν σε μερικά σημεία ή σβήστηκαν από τα συνεργεία του δήμου τη βροχή και τις οικοδομικές εταιρείες; Τι απέγιναν τα αποτυπώματα στο παγκάκι γραμμένα με ανεξίτηλους μαρκαδόρους πού πήγαν τα καθίσματα των λεωφορείων που φιλοξένησαν τον βραδινό ιδρώτα μας; Τι απέγιναν οι γάτες του Εθνικού Κήπου και οι νεαρές τουρίστριες που τις τάιζαν τι έμεινε από τις κραιπάλες του Σαββάτου και τις ηλιόλουστες βόλτες της Κυριακής; Τι απέγιναν άραγε οι ελάσσονες ποιητές και τα βιβλία τους που ελάχιστοι διάβασαν αλλά κι αυτοί με διακρίσεις και βραβεία που μέσα σε μια νύχτα σίγησαν οριστικά; Τι απέγιναν όλοι οι μελαγχολικοί έρωτες σε ποια νοσοκομεία σήμερα στοιβάζονται σε ποια αδειανά δωμάτιο να ξεπαγιάζουν σε τι θάνατο να εξασκούνται καθημερινά; ΤΟ ΡΗΜΑΓΜΑ Οι ήρωες των ποιημάτων μου ημιθανείς μέσα σε νταλίκες μεταφορικών εταιρειών αδέσποτοι σκύλοι μεσάνυχτα στην πιάτσα που πωλούνται όλα τα ακατέργαστα πάθη γερόντια με θλίψη του τελευταίου σταδίου χωρίς φράγκα και άλλες κουτοπονηριές λιγάκι άξεστοι με την καθεστηκυία τάξη και κυρίως αλητήριοι εραστές του κενού. Δαπανούν αλόγιστες ώρες στη μοναξιά τους αντιγράφοντας τις κινήσεις των μερμηγκιών λύνουν σταυρόλεξα και δύσκολους γρίφους κοιτώντας από το παράθυρο τον φωταγωγό διεισδύουν στα χαρακώματα της Ιστορίας για να ξορκίσουν την καταπιεσμένη εφηβεία σε μια στάλα νερό πνίγουν φρικτές εμμονές ανίκανοι να υπερασπιστούν την Ποίηση. Τα ποιήματά μου δεν έχουν ούτε ήρωες ούτε αερόστατα με ντεκόρ ροζ συννεφάκια είναι ροκ μπαρ με αλκοολικούς άνεργους κι όλο το ρήμαγμα της περασμένης ζωής. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ ‘87 Στη μνήμη των χλωμών σελίδων που προσπαθούν να καλλωπισθούν και τις χτυπάει αλύπητα το χιόνι. Κουρέλια τριγυρνάνε στην ομίχλη ορφανά στους έρημους δρόμους ακολουθώντας τα δευτερόλεπτα. Τα παπούτσια μου σκοντάφτουν σε λόφους τυχαίων σκουπιδιών το παλτό μου βυθίζεται στη νύχτα. Βαρύς χειμώνας άνευ αιτιολόγησης προσποιούμαι τον ρακοσυλλέκτη δεν βοηθάνε και τα αρθριτικά μου. Στη μνήμη αυτών που ηττήθηκαν όχι εκλιπαρώντας τις εξουσίες αλλά πολεμώντας με τα αισθήματα. Με το ωχ του γκρίζου χρώματος ξυπνώντας ένα σακατεμένο πρωινό και το ράδιο κολλημένο στα βραχέα. Το χιόνι διεισδύει στον οισοφάγο μετά στα πιο μαύρα μου ποιήματα. ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Σήμερα σε είδα στη διαδήλωση μ’ εκείνα τα στρογγυλά γυαλιά ακόμη δεν ξεμπέρδεψα μαζί σου. Είναι τώρα μέρες που δεν γράφω φταίει κι η άνοιξη που με λοιδορεί ο έρωτας είναι το καθεστώς τρόμου που βιώνουμε όταν πια χωρίζουμε τα υπόλοιπα θεωρίες συνωμοσίας. Να υποθέσω πως με είδες κι εσύ πως πρόσεξες τα κομμένα μαλλιά είναι τρομερό να συναντιέσαι ξανά ύστερα από τόσα πολλά χρόνια στο Μοναστηράκι, στο ίδιο σημείο που συνήθως δίναμε τα ραντεβού. Τα σουβλατζίδικα στη θέση τους ο πλανόδιος λαχειοπώλης εκεί μόνο η Ακρόπολη πιο θλιμμένη και κάτι πρόσφυγες που πεινάνε. Μετά χάθηκες μέσα στο πλήθος κι εγώ έμεινα να χαζεύω ένα σκυλί που με κοιτούσε επίμονα στα μάτια. ΚΑΜΕΡΕΣ Κάμερες παντού σε απευθείας μετάδοση στα ουρητήρια και στους καμπινέδες στα νοσοκομεία και στου οίκους ανοχής στις ανισόπεδες διαβάσεις του ουρανού στη γυμνότητα του παρθενικού υμένα στο χαρτί που γράφω θλιμμένα ποιήματα στα δοκιμαστήρια των μαγαζιών ρούχων στις αέναες κυκλοθυμικές μου εξάρσεις στις αποκλίνουσες παιδικές συμπεριφορές στον βυθό της θάλασσας και του κενού στην ακρόαση της ανατρεπτικής μουσικής στα βαθιά σκοτάδια του εγκεφάλου μου σε κηδείες, σε μνημόσυνα και σε εκταφές υπό τον φόβο της απόδρασης του νεκρού στην αριστερή τσέπη του παντελονιού ελέγχοντας τη συμπεριφορά του μορίου στους πίνακες ανακοινώσεων του σχολείου στις τσάντες των καθηγητών και μαθητών στα εκλογικά βιβλιάρια, στις ταυτότητες στη μεταμεσονύχτια αποπνικτική μοναξιά. ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ Κάποιες νύχτες που βαριέμαι ανάβω με ένα στουπί την όραση και την αφήνω μονάχη να καίει μετά αυτοπυρπολούμαι κι εγώ. Τότε ξετυλίγονται μπροστά μου όλα τα χρώματα της Πατησίων από Κυψέλη μέχρι Εξάρχεια ανεβαίνω στις κεραίες των τρόλεϊ χωρίς αποσιωπητικά και τελείες καταγράφω τη νεότερη ιστορία φλέγονται οι κάδοι σκουπιδιών χημικά από τότε που γεννήθηκα ποιος μπάτσος έφτυσε στο κρεβάτι αλλάζω πλευρό και λαγοκοιμάμαι φτάνω ξημερώματα στη Βικτώρια μπερδεύομαι με τους πρόσφυγες κι όταν ξυπνώ είμαι στην Ομόνοια να πουλώ σουσαμένια κουλούρια. Ξέχασα να σας πω για το όνειρο βράχηκε και του άλλαξα σεντόνια. Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΕΑ Οι στίχοι μου δεν είναι σφάγια στο τσιγκέλι είναι ζωντανοί οργανισμοί με ψυχή που παλεύουν σκληρά για το μεροκάματο όταν πέφτει ο ήλιος κλείνονται στο δωμάτιο και προετοιμάζονται για την αγρυπνία με βαριά ποτά και μνήμη που θερίζει στα μάτια τους αιματοβαμμένα τοπία στο σώμα τους ιδρώτας απ’ την αγωνία. Οι στίχοι μου δεν είναι ανέφικτες ουτοπίες είναι μικροί αλήτες του πεζοδρομίου που πουλάνε τα εσώψυχά τους στη σιωπή όταν ξημερώνει μπαίνουν στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο για άγνωστο προορισμό αποβιβάζονται στο τέρμα κάθε προσδοκίας βρίζοντας σκαρφαλώνουν μέχρι τον ήλιο μετά συντρίβονται με πάταγο στη λεωφόρο. Οι στίχοι μου είναι η μοναξιά του δρομέα που τερματίζει τελευταίος χωλαίνοντας. ΦΤΗΝΗ ΖΩΗ Ζούμε μια ζωή φτηνή υποχρεώσεις, γήπεδο, αλητεία δίνουμε τα χαράματα ρεσιτάλ θανάτου κυκλοφορούμε χωρίς σημεία αναγνωρίσεως μπαίνουμε πάντα στο τελευταίο βαγόνι προσφάτως αποκτήσαμε και θέα στην άβυσσο πρόσβαση δεν έχουμε στα αστικά σαλόνια μόλις που αποφύγαμε μια άστοχη σφαίρα σαν έμβρυα κλοτσάμε στην κοιλιά της πόλης πρόωρος τοκετός διαψευσμένων ελπίδων δικαίως ζητούμε λίγη υπέρβαση αρνήσεις εισπράττουμε απ’ τα όνειρα παραμένουμε ακόμη συλλέκτες ρυτίδων παράνομοι μετανάστες σε σπίτια ξεκλείδωτα προβάδισμα παίρνουμε στη λίστα του τίποτα. Όμως εσύ μη μου λυπάσαι αύριο κανείς δεν θα σε θυμάται ούτε ο άνεμος που σου γρατσούνισε το μέτωπο. ΒΙΑΙΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Ο μπόγιας έμπαινε από την αριστερή πόρτα του παραδείσου και φοβέριζε τους νεκρούς η αντοχή μου για θέματα τέτοια εξαντλήθηκε με περιμένει σύσσωμος ο Ιούνης να με γδάρει από τον δρόμο βλέπω νέα παιδιά με θράσος να διεκδικούν εξαίσια φρικτά φεγγαρόφωτα μου κάνουν like κάτι άσχετοι μεγαλόσχημοι που διεκδικούν, λέει, μια πολιτική καριέρα στην Αμερική ποδοπατούν μαύρα κεφάλια και σπρώχνουν τον κόσμο στην αποβλάκωση η βία δεν είναι προνόμιο της άρχουσας τάξης παντού ενεδρεύει κι από παντού αναδύεται σε πέντε τέρμινα θα ξέρω ποιος με αντιπαθεί να του αντιτάξω ένα θερμό πλατύ χαμόγελο. Τέλος πάντων ο φόβος εκτείνεται ολόσωμος σε μια διαφορετική απροσάρμοστη κοινωνία. ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ Περιμένοντας λοιπόν την επόμενη μέρα την επόμενη άνοιξη για να ακριβολογήσω αγόρασα ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο κι άρχισα να ανηφορίζω προς τον ουρανό. Δεν υπήρχαν φανάρια ούτε οδική σήμανση μονάχα κάτι βέλη με οδηγούσαν κατευθείαν στην αγκαλιά ενός υπερτροφικού σύννεφου. Μετά ξεκίνησε να βρέχει, έγινα μούσκεμα - φορούσα κι ένα μακό μαύρο φανελάκι - δεν υπήρχε ψυχή να μου δώσει μια πετσέτα γύρω μου οι πλανήτες κοιτούσαν αδιάφορα παρά ταύτα συνέχισα την ποδηλατοδρομία. Όταν βγήκα απ’ τον γαλαξία ήμουν στεγνός με κάτασπρα όμως μαλλιά και μακριά γένια σταμάτησα ένα διερχόμενο ταξί και μπήκα μετά δεν θυμάμαι και πολλά, μόνο ότι χιόνιζε. Τελικά δεν ξημέρωσε γιατί έσκισα το ποίημα όσο για την άνοιξη μάλλον θα αργήσει πολύ. Η ΜΑΡΙΑ Η Μαρία των ποιημάτων με το διχτυωτό καλσόν ανέβηκε τη σκάλα άνοιξε τη βαριά πόρτα και εξαϋλώθηκε. Μετά ακούστηκαν βογγητά το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα έξω η άνοιξη λυσσομανούσε. Βγήκα στο μπαλκόνι να ανασάνω έσπασα στα δύο το φεγγάρι και το πήρα για ενέχυρο. Η Μαρία έκλαιγε ασυγκράτητα δεν είχα άλλο ουρανό δεν είχα τίποτα άλλο να της δώσω. Το πρωί οι οδοκαθαριστές μάζεψαν όλα τα γυαλιά και το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε ένα τεράστιο βιβλιοπωλείο. Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ Όνομα δεν είχε πια μόνο μνήμες στην τσέπη ίδια διαδρομή καθημερνά Μοναστηράκι - Εξάρχεια έπεφτε χιόνι από ψηλά σκελέτωναν οι νεραντζιές ζούσε τον δικό του Εμφύλιο Δεκέμβρης όπως παλιά στον δρόμο νεκρά φύλλα η πλατεία παγοδρόμιο. Πάντοτε με ένα κονιάκ καυτηρίαζε τον ουρανίσκο ξερίζωνε το παρελθόν πνίγοντας με το κασκόλ τα ατροφικά του μάγουλα. Ένα σκυλί ακολουθούσε γάβγιζε χωρίς κάποιο λόγο κι έπεφτε από ψηλά χιόνι ίσως και χαρτοπόλεμος (αδυνατώ να τα ξεχωρίσω.) Και όταν τον πλησίασα άρχισε γρήγορα να λιώνει όπως όλοι οι χιονάνθρωποι που δεν έχουν κανένα μέλλον. ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Κι αυτό το καλοκαίρι μόνος σε μια πόλη που ψυχορραγεί άδεια παγκάκια στην πλατεία σκιές στο έλεος του καύσωνα στις πιάτσες νυσταγμένα ταξί. Τα βράδια για καμιά μπύρα στο καφενείο του Παναγιώτη με δυο τρεις ακόμα θαμώνες καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα κάτω από μια χλωμή σελήνη. Στο σπίτι αδύνατος ο ύπνος τι να σου κάνει ο ανεμιστήρας είναι και τα κουνούπια αρκετά τα χαράματα στο μπαλκόνι κοιτώντας την απεραντοσύνη. Κι αυτό το καλοκαίρι μόνος διαβάζοντας δύσκολα βιβλία ενώ η ζωή χαμοκυλιέται αλλού στην Ψιλή Άμμο της Σερίφου και στα κάμπινγκ της Αμοργού. ΤΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΡΙΑ Κάθε Ιούλιο γερνάω μέσα στα δοκιμαστήρια λίγο μεγαλύτερη κοιλίτσα πιο πολλές άσπρες τρίχες μια επιπλέον ρυτίδα. Τα παντελόνια στενά οι μπλούζες εφαρμοστές μα εγώ εκεί επιμένω στα νεανικά μαγαζιά να νιώσω εφηβικό κορμί έστω για ένα τέταρτο. Μα όταν επιστρέφω σπίτι με σχεδόν άδεια χέρια σπάω μεμιάς τον καθρέφτη και υπόσχομαι ποτέ πια να μην αγοράσω ρούχα. Αλλά τον επόμενο Ιούλιο ξέρω καλά πως θα ξαναμπώ στα ίδια πάλι δοκιμαστήρια να νιώσω για ένα τέταρτο ότι δεν γέρασα και υπάρχω. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η άνοιξη θα μπορούσε να ήταν το άρωμα της σελήνης χαράματα ή ένα μικρό κατάλευκο δωμάτιο. Κάποτε παίζαμε στις πλαγιές με τα αετώματα του σύννεφου πιάναμε τις βροχές απ’ τα μαλλιά μαζί με σκουριασμένες λαμαρίνες αναθυμιάσεις καλοσύνης ηχούσαν κι έτρεχαν τα έντομα να κρυφτούν στα παλιά βαγόνια του σταθμού. Η Αλόννησος και η Σαντορίνη δυο βράχια σπασμένο πέλαγος ξαδέλφη τους η Αστυπάλαια μετά έγιναν αντικατοπτρισμός. Τελευταία αφήνω τη Σαλαμίνα το αποπαίδι του κάθε χάρτη που δίνεται για αντιπαροχή. Ο θάνατος δεν είναι δίγλωσσος εμείς τον αντιμετωπίζουμε έτσι. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Η Ποίηση δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα. Περιφέρεται μονάχη της στα χαλάσματα σαν τρωκτικό ντυμένη με κουρέλια ή αλυσοδεμένη στα κελιά των φυλακών κι απέξω άστεγοι για συμπαράσταση καταναλώνει κουτιά με αμφεταμίνες και συναναστρέφεται με την απελπισία πυροβολώντας τα στολισμένα δέντρα κατασκηνώνει σε ακατοίκητα υπόγεια ουρλιάζοντας και βρίζοντας τις νύχτες χειρουργεί στίχους χωρίς αναισθητικό κι αναποδογυρίζει στροφές για πλάκα στο τέλος ξεριζώνει παγωμένες ρίμες. Ο ποιητής δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα. ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ Λίγοι διαβάζουν τα ποιήματά μου: καμιά εικοσαριά διαδικτυακοί φίλοι ο άνεμος που μπαίνει απ’ τις γρίλιες η σκόνη στο περιθώριο του βιβλίου ένα κουνούπι που βαρέθηκε το αίμα. Άλλωστε τι κέρδος μπορεί να έχουν από κάποιον που μιλάει για θάνατο για νύχτες που οδηγούν σε αδιέξοδα πνιγμένο από την υπαρξιακή αγωνία; Τι ενδιαφέρουν τα δικά μου δράματα τους μέσους κανονικούς ανθρώπους; ΙΟΥΛΙΔΑ Άδεια η Σόλωνος. Έχουνε μείνει τα αποτυπώματα των φοιτητών στις στάσεις και δυο σκυλιά (τα ίδια εδώ και χρόνια) ξαπλωμένα στο γρασίδι του Πνευματικού Κέντρου. Παρακάτω ένας άστεγος κοιμάται στο παγκάκι πιστεύοντας πως βρίσκεται σε κατάστρωμα πλοίου. Φέτος δεν θα πάω στην Τζια. Θα περιφέρομαι μεσάνυχτα στις κεντρικές αρτηρίες και θα φωτογραφίζω τις λακκούβες στην άσφαλτο νομίζοντας πως είναι ψάρια. Η ΓΕΩΡΓΙΑ Η Γεωργία του Λαγκαδά με τις απανωτές απώλειες ανέβηκε τη σκάλα άνοιξε τη βαριά πόρτα και εξαϋλώθηκε. Μετά ακούστηκαν βογγητά το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα ο βαρδάρης λυσσομανούσε. Ο βιαστής βγήκε στο μπαλκόνι έσπασε στα δύο το φεγγάρι και το πήρε για ενθύμιο. Η Γεωργία έκλαιγε ασταμάτητα δεν είχε άλλο ουρανό δεν είχε τίποτα πια δικό της. Το πρωί οι οδοκαθαριστές μάζεψαν όλα τα γυαλιά και το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε ένα απέραντο δικαστήριο. ΦΑΛΤΣΟ ΒΙΟΛΙ Με κοιτούν οι στίχοι των ποιημάτων μου πότε κλαίνε και πότε σιωπούν έχουν στα χέρια τους τη ματαιότητα και μέσα στην άρνηση φοβισμένα πουλιά δείχνουν τα σιδερένια δόντια τους μετά κλειδώνονται στη μοναξιά τριγύρω πετούν εκτυφλωτικά αεροπλάνα εγώ ανεβαίνω ασυνόδευτος στον ουρανό δυο κορίτσια μετρούν τα χρόνια τους ένας χαρταετός χρωματίζει το τοπίο. Οι άνθρωποι είναι πολύ ευτυχισμένοι σαν ερπετά γλιστράνε στο σκοτάδι από κάπου ακούγεται ένα φάλτσο βιολί. ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ Τελευταία αναπολώ τα καλοκαιρινά πρωινά των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα ο παγοπώλης κουβαλούσε τον φρέσκο πάγο η γειτόνισσα καθάριζε πράσινα φασολάκια τα αγόρια της γειτονιάς ξυπνούσαμε νωρίς με μια ξεφούσκωτη μπάλα ψάχναμε αλάνες οι δρόμοι τελείως άδειοι από αυτοκίνητα ο πλανόδιος με τα ζαχαρωτά καρπούζια την ίδια πάντα ώρα στην κεντρική πλατεία λίγο αργότερα εμφανιζόταν και ο ψαράς οι γάτες νιαούριζαν, η μέρα μύριζε ιώδιο στα παγκάκια αποτυπώματα άδολου έρωτα στην ψυχή κατακάθια πρώιμης εφηβείας. Με κοντό παντελονάκι και γρατζουνιές οριοθετούσαμε την ελπίδα του μέλλοντος. ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Τούτο το καλοκαίρι ήταν γεμάτο απώλειες: πρώτα ο Σπυρόπουλος, μετά ο Μπασιάκος πριν λίγες μέρες πάει κι ο Χριστιανόπουλος. Αυτό το καλοκαίρι πέρασε χωρίς μουσική δίχως ένα ποίημα της προκοπής να γράψω δεν ταιριάζουν αυτές οι μέρες στη ζωή μου θέλουν κήπους για να ξανάρθει η έμπνευση μικρούς έρωτες και μούσκεμα των ματιών σπασμούς τα ξημερώματα στην πολυθρόνα. Τώρα βολεύομαι στις εσχατιές του πλήθους περιμένοντας να μου κουνήσουν το δάχτυλο όλοι οι τυχάρπαστοι φίλοι και οι βολεμένοι. 12.000 Μ.Χ Όταν μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια θα είμαστε ανύπαρκτοι απ’ την Ιστορία -ίσως κανέναν πολιτικό να θυμούνται κι αυτόν ονομαστικά- όταν στον ουρανό θα συνωστίζονται μικρά διαστημόπλοια κι η ταχύτητα του φωτός θα συνθλίβει τη γήινη μοναξιά, όταν οι επιστήμονες θα τα έχουν ανακαλύψει όλα, κοντολογίς όταν το σύμπαν θα είναι μία λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας και ο γαλαξίας μας επαρχιακή πόλη, τότε θα σε περιμένω κάτω από τις ασπίδες των μωβ σύννεφων να διασχίσουμε την οροσειρά του απείρου σίγουροι για την αιωνιότητα της στιγμής. Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΛΠΑΖΕΙ Να είναι είκοσι τρία κι εσύ ογδόντα πέντε να την κοιτάς απ’ το μπαλκόνι που πίνει καφέ ενώ εσύ να κατεβάζεις χάπια για την πίεση όλος της ο κόσμος ένα λευκό τριαντάφυλλο ο δικός σου μια μαύρη επερχόμενη καταιγίδα ανέμελη να αστειεύεται με τις δυο φίλες της εσύ να συνομιλείς με τους τέσσερις τοίχους αυτή να χάνεται στην ασφάλεια της ηλικίας ενώ ο δικός σου λαβύρινθος να έχει ξεκινήσει όλοι οι δρόμοι να οδηγούν στην αγκαλιά της ενώ εσύ ξέρεις ποιο μονοπάτι ήδη διανύεις. Να είναι το μέλλον που δεν θα βιώσεις ποτέ γιατί σε λίγο θα γίνεις μια οριστική απουσία. Ο ΣΚΥΛΟΣ Όταν περνάω απ’ τα στριπτιζάδικα μεσάνυχτα στη Λεωφόρο Συγγρού σκέφτομαι πως η ζωή είναι τραβεστί που κάνει πιάτσα στον πρώτο τυχόντα ύστερα μου ανοίγει την καρδιά της νομίζοντας πως είναι ακόμη ζωντανή. Έντρομος στρίβω δεξιά και χάνομαι στους άδειους δρόμους της Καλλιθέας ενώ μια σκιά διακριτικά με ακολουθεί. Ίσως είναι ο σκύλος απ’ την κόλαση. ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ Όσο μεγαλώνεις πετάς ρούχα και βιβλία κυρίως όμως ιδεολογίες. Το σπίτι σου μοιάζει με δωμάτιο ξενοδοχείου με τα τελείως απαραίτητα. Τα βράδια βυθίζεσαι στην ασιτία της μνήμης ξυπνάς χωρίς το σώμα σου. Ίσως σε πέντε τέρμινα να μην έχεις πια ηλικία μόνο ένα ισχνό αποτύπωμα. ΥΠ’ ΑΤΜΟΝ Υπάρχουν κάτι ποιήματα διαστημόπλοια μακρόσυρτα, σκοτεινά και ανεξιχνίαστα ποιήματα που σε βομβαρδίζουν με τρόμο οι λέξεις τους μια αναστροφή της ευτυχίας ποτάμια που εκβάλλουν στο αναπόφευκτο. Υπάρχουν κάτι ποιήματα ακρωτηριασμένα θα είναι πάντα υπ’ ατμόν και εκτός θέματος. ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ Αποπνικτική ατμόσφαιρα σήμερα η ζέστη εισχωρεί στον οισοφάγο και κατακαίει την παλινδρόμηση. Περνώ έξω από την πολυκατοικία καινούργιες γλάστρες στο μπαλκόνι το διαμέρισμα θα νοικιάστηκε πάλι η κλωτσιά στο σπασμένο κάγκελο με αποτρέπει να δεχτώ ότι λείπεις στον αριθμό 39 πάντα θα επιστρέφω με ένα παρελθόν σε αποσύνθεση με ένα μέλλον δυνητικά νεόκοπο. Θα ξαναέρθω με την πρώτη βροχή μέχρι τότε θα λιώνω στον καύσωνα ξενυχτώντας σε σπασμένο μπαλκόνι. ΤΙΠΟΤΑ Οι οδοκαθαριστές τ’ ουρανού με γάντια και μεγάλη σκούπα σαρώνουν βιαίως την αιωνιότητα. Στην πόλη πέφτει ψιλή βροχή ακούγεται ένα θλιμμένο πιάνο. Τι καλοκαίρι κι αυτό, σκέτη απάτη δεν ψάχνω τίποτα, ούτε περιμένω. Ο ΑΛΛΟΣ Αυτός εκεί ο άνθρωπος στο καφενείο πάντοτε πιωμένος και μελαγχολικός διαβάζοντας μια πρωινή εφημερίδα με κέρματα στην τσέπη κι έναν σουγιά που φοβάται να δει κατάματα τον ήλιο κλεισμένος σε μια αδιάβροχη οδύνη είναι ο άλλος αδικημένος μας εαυτός. Όταν τον δείτε να βγαίνει μη μιλήσετε δεν ξέρει άλλη λέξη από τη μοναξιά. ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΠΡΩΤΩΝ ΒΟΗΘΕΙΩΝ Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας γιατί αιμορραγούν δυο πουλιά καταμεσής του κεντρικού δρόμου χωρίς γλώσσα και πατρίδα. Φέρτε τα αμέσως στο στούντιο να τα ταΐσουμε μαγειρεμένες ειδήσεις και να τους γλυκάνουμε τα τραύματα με το χαμόγελο των παρουσιαστών. ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑ Δεν είχε μερίδιο στις λογοτεχνικές χαρές ο απολογισμός της παρουσίας του πενιχρός. Λίγοι ομότεχνοι τον γνώριζαν από την πιάτσα κι ακόμα λιγότεροι είχαν διαβάσει τα έργα του για βραβεία, διακρίσεις, κριτικές ούτε λόγος. Κι όμως έγραφε υψηλού επιπέδου ποιήματα απλώς δεν είχε τον τρόπο να τα υπερασπιστεί και τα άφηνε αβοήθητα μετά την έκδοσή τους. ΧΙΟΝΙΖΕΙ Εμείς οι άτυχοι των Αθηνών δεν βλέπουμε χιόνι ούτε στον ύπνο μας μόνο βολοδέρνουμε μέσα σ’ εφιάλτες και σε γκρίζες βροχερές μέρες ενώ στη Λάρισα και στην Κοζάνη χιονάνθρωποι υψώνονται στην πλατεία σε κοιτάζουν και ξαναγίνεσαι παιδί. Για εμάς εδώ των Αθηνών δεν ξέρω τι σωτηρία υπάρχει ίσως να μαδήσουμε το φελιζόλ για να αισθανθούμε ότι χιονίζει. ΣΙΔΝΕΫ Ξημερώνει στο Σίδνεϋ εδώ είναι ακόμη έντεκα ποτέ δεν θα καταφέρω να αφήσω τα ίχνη μου στο νότιο ημισφαίριο μονάχα θα φαντάζομαι το λιμάνι με τη γέφυρα και το κτίριο της όπερας. Νυχτώνει πια στο Σίδνεϋ κι εδώ είναι μεσημέρι βλέπω από το παράθυρο το φεγγάρι να γδύνεται στον Ειρηνικό ωκεανό. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ Όταν πολτοποιούνται βιβλία πέφτει σκοτάδι στην πολιτεία ανοίγουν τρύπες στο σύμπαν επέρχεται ραγδαίως η σήψη. Οι συγγραφείς τους νεκροί περιφέρονται στα χαλάσματα ψάχνοντας σπασμένες λέξεις για να τις συναρμολογήσουν οι αναγνώστες μένουν άστεγοι έρμαια πιστωτικών ιδρυμάτων και της κρατικής αναλγησίας. Τα βιβλία έχουν συναισθήματα δεν είναι άμορφη μάζα χαρτιού. ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Δεν είμαι κριτικός μεταφραστής ούτε εκδότης ξενόγλωσσος μεταπτυχιακός διδακτορικός δεν μένω εξωτερικό ούτε ταξιδεύω δεν έχω περιοδικά και ιστοσελίδες δεν επισκέπτομαι κομματικά γραφεία δεν είμαι γελαστός μήτε κοινωνικός. Είμαι μόνο ποιητής (κι αυτό υπό αίρεση.) ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΘΗΛΥΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Α. Η ΜΟΝΑΞΙΑ Η μοναξιά λοιπόν αναγνώστη μου είναι μια χλωμή φιγούρα στα Εξάρχεια με το σώμα της σακατεμένο το άδειο πρωινό βαγόνι του τραμ ο λαχειοπώλης στον σταθμό Λαρίσης ένα παιδί που ζητάει τη μάνα του ο τουρίστας με τη σκηνή στον ώμο που αποβιβάστηκε στην άγονη γραμμή ένας υποθετικός συλλογισμός μέσα στις βέβαιες καταφάσεις το αστέρι που ξεχάστηκε να δύσει η εθνική οδός μια χιονισμένη Κυριακή τα παγκάκια της πλατείας τον Αύγουστο η ψυχή σου τις νύχτες με ψιλόβροχο που περιφέρεις σ’ ένα υγρό δωμάτιο το ουρλιαχτό απ’ την απέναντι πολυκατοικία το γάβγισμα του σκύλου που τον παράτησαν ο νυχτοφύλακας κοιτάζοντας τον ουρανό οι άδειες κερκίδες του γηπέδου στον αγώνα που οριστικά αναβλήθηκε ο τρομαγμένος πρόσφυγας της Ζήνωνος η γόπα στο φαράσι του οδοκαθαριστή ο διορισμένος δάσκαλος σε ορεινό σχολείο οι αφίσες στις κολόνες μετά τις εκλογές οι περίπατοι στο πάρκο κάτω από βροχή οι φωνές που σκελέτωσαν στο τηλέφωνο το σύννεφο που ξέφυγε απ’ την πορεία του και έπεσε στη θάλασσα με γδούπο οι ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου το αποχαιρετιστήριο φιλί των εραστών τα μνήματα των νεκροταφείων όταν ο δυνατός βοριάς σβήνει τα καντήλια η ανία και η απροσδιόριστη πλήξη σε μια συγκέντρωση που δεν ήθελες να πας η ηδονή από σκελετωμένα κορίτσια που πουλάνε φτηνά το κορμί τους τα παραμελημένα βρέφη στα μαιευτήρια οι θάλαμοι των νοσοκομείων και φυλακών τα δάκρυ που έσταξε πάνω στη μοκέτα κι άφησε για πάντα το αποτύπωμά του ο μεθυσμένος που παραπαίει τα ξημερώματα ένα λουλούδι που φύτρωσε στην αυλή σου το μοναδικό όνομα στο ψηφοδέλτιο ο απολυμένος φαντάρος που γυρίζει σπίτι του τα ατέλειωτα βράδια με νικοτίνη κι αλκοόλ. Το παρατεταμένο σφύριγμα του τρένου λίγο πριν τον εκτροχιασμό του ο μεταμεσονύχτιος ρόγχος του θανάτου. Β. Η ΠΟΙΗΣΗ Η Ποίηση ακροβατεί μεσάνυχτα σε σκοινί παίρνει εξιτήριο απ’ τις φυλακές ανηλίκων μαζεύεται αργά στο σπίτι τα καλοκαίρια αλητεύοντας με τους μαστροπούς ποιητές πηγαίνει μόνη της διακοπές σε μικρά νησιά κατασκηνώνει στα ενδότερα της ψυχής μας. Είναι σεντόνι λερωμένο από παράνομη σχέση φορέας αντίδρασης στην οποιαδήποτε εξουσία μια σχολική εκδρομή κάποτε στην Αίγινα ένας κατακερματισμός ονείρων και διαθέσεων ένας φανός θυέλλης σε δύσκολους καιρούς μια γραβάτα παρείσακτη σε ροκ συναυλία το λουλούδι στον Επιτάφιο σε μωβ απόχρωση μια διαδήλωση με καταιγισμό δακρυγόνων ένας περίπατος στην εξοχή όταν σουρουπώνει ο χαφιές που παρακολουθεί τον λυρισμό μας η πρόωρη ωρίμανση μιας έφηβης κοπέλας ο μετανάστης που οδηγείται στο περιπολικό χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια στον ουρανό τα αποκεφαλισμένα αγάλματα των μουσείων ο συνωστισμός στα χειρουργεία της επαρχίας οι σαρκικοί έρωτες σε μισοσκότεινα ξενοδοχεία κι οι πελάτες να είναι δύστροποι και φοβικοί η ομπρέλα που έσπασε την ώρα της νεροποντής το νεοκλασικό σπίτι με τον καταπράσινο κήπο περικυκλωμένο από πενταόροφες πολυκατοικίες μια κρύα κομπρέσα στο μέτωπο που ψήνεται το γράμμα που στάλθηκε χωρίς γραμματόσημο ένα κλάσμα δευτερολέπτου πριν την ανυπαρξία. Η Ποίηση είναι ένα βήμα προς τον γκρεμό και δύο προς τη λύτρωση ή και το αντίθετο το πρώτο κλάμα του βρέφους μετά τον τοκετό κι η τελευταία επιθυμία τη στιγμή του θανάτου. Γ. Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ Η έμπνευσή είναι σαν το τρένο: πότε είναι γεμάτο από επιβάτες και πότε άδειο στριγγλίζει στις γραμμές. Η έμπνευση δεν επιδιώκεται έρχεται σαν τον απρόσκλητο επισκέπτη και φεύγει στην κορύφωση της γιορτής. Πάντα εμμονική με τις αρχές της δεν θέλει πίεση ούτε βιασύνες πάντα ακριβής με τα ωράρια εργασίας κοιμάται στον καναπέ τα χαράματα. Γυμνή τα καλοκαίρια στις παραλίες ταΐζει τα περιστέρια σ’ ένα πάρκο κοιτάζει το ουράνιο τόξο στον ορίζοντα μετά από μια ανοιξιάτικη βροχή. Δεν περιχαρακώνεται σε κλισέ του τύπου «πρέπει» και «οπωσδήποτε» κρατά αποστάσεις από την εξουσία πίνει αλκοόλ σ’ ένα άδειο δωμάτιο ανασύρει απ’ το συρτάρι φωτογραφίες. Είναι ένας αδέσποτος σκύλος στην πόλη τον χαϊδεύουν μα κανείς δεν τον υιοθετεί γιατί φοβούνται τη συγκατοίκηση μαζί του. Η έμπνευση δεν χωράει στη ζωή σου όταν έχει εξευτελιστεί από τις υποκλίσεις θέλει αγέρωχη ψυχή να φωλιάσει κι αδιάφθορες ιδέες για να συμπορευθεί. Δεν διδάσκεται στα φοιτητικά αμφιθέατρα ούτε αναβλύζει από σελίδες βιβλίων. Είναι αυτάρεσκη κι ακριβοθώρητη ερωμένη μόνη κυκλοφορεί στις ροκ συναυλίες οδηγεί ένα μπλε ποδήλατο στην εξοχή μαζεύει μικρά κοχύλια από τη θάλασσα συνομιλεί με το φεγγάρι χωρίς μεταφραστή. Η έμπνευση λοιπόν είναι μέσα σου αρκεί να ξέρεις να την ξεκλειδώσεις. Δ. Η ΝΥΧΤΑ Βγαίνει σεργιάνι με φτηνό παλτό περνάει μπροστά από θαμπές βιτρίνες αντιστέκεται στο σήμα του περιπολικού κυκλοφορεί χωρίς επίσημα έγγραφα και ψάχνει να τα βρει στον ουρανό διαπληκτίζεται στο μπαρ με το φεγγάρι αναπνέει αργά και βήχει ακατάπαυστα κρατάει μαχαίρι για να κόβει τη σιωπή. Είναι αναδυόμενη πόρνη στην παραλιακή γράφει τετράστιχα για ανέφικτους έρωτες θέλει να γαντζωθεί στο τελευταίο βαγόνι παραπατά μέσα σε αντικατοπτρισμούς λέει ανέκδοτα στα πάρκα με μεθυσμένους φωτογραφίζεται δίπλα σε υπονόμους λερώνει τα σεντόνια της απ’ τις ονειρώξεις καταπατά όλα τα εσκαμμένα σχήματα ασχημονεί με τις υποψήφιες ελπίδες αφουγκράζεται τους ζητιάνους στον δρόμο αναζητά τη σκιά της στα στέκια της βροχής παίζει τυφλόμυγα μέσα στο πηχτό σκοτάδι διαβάζει ποιήματα στο φως της σελήνης έχει τα χέρια της υψωμένα στο άπειρο καταναλώνει οινόπνευμα και χάπια αϋπνίας ψάχνει την ψυχή της μέσα στην ερημιά. Η νύχτα μοιάζει με τη δική σου μοναξιά είναι απόφαση ζωής και αγγελτήριο θανάτου. Ε. Η ΨΥΧΗ Σαν πεταλούδα τα βράδια δραπετεύει πετώντας μέσα σε συνειρμούς ονείρων και τα χαράματα χτυπάει το τζάμι. Είναι μικροσκοπική σαν μόριο αέρα έχει απαλά μαλλιά νεογέννητου βρέφους μια χαρακιά στο μέτωπο από σουγιά προσπαθεί να κρατηθεί από μια ανεμώνη γίνεται δροσοσταλίδα την ώρα της αυγής. Ακροβατεί σε πριονισμένο σκοινί υπνοβατεί κατά τη διάρκεια της μέρας ρίχνει κρυφές ματιές στα αγόρια παραφράζει τα λόγια των ψυχολόγων είναι επικίνδυνα μόνη και πάντα μαζί με τη σκιά ενός ανύποπτου θανάτου. Διανθίζει τον δρόμο της με τριαντάφυλλα κι ύστερα ακολουθεί το κρυφό μονοπάτι που την οδηγεί στον σίγουρο γκρεμό. Υπόσχεται υστεροφημία στους ποιητές δίνει το χέρι σε ανήμπορους ανθρώπους λικνίζεται μέσα σε σύννεφα ομίχλης συνομιλεί με τους άστεγους των πόλεων επισκέπτεται ασθενείς των νοσοκομείων πίνει ούζα ανήμερα της Πρωτομαγιάς δυσανασχετεί με τα προγράμματα σπουδών παίζει μπάλα στο τερέν του παραδείσου φτιάχνει χάρτινα λευκά καραβάκια και τα βάζει να επιπλέουν στη στεριά κοιτάζει τα αεροπλάνα που της μοιάζουν φοράει αραχνοΰφαντη ζακέτα τον χειμώνα λούζεται με τα φυλλώματα των δέντρων βαδίζει στις καρμανιόλες των λεωφόρων πουλάει χαρτομάντιλα στα φανάρια δεν έχει χρώμα, θρησκεία, φύλο, όνομα ξεπουλιέται στα σκλαβοπάζαρα της ζωής ρίχνει βέλη ειρήνης στις διαδηλώσεις μειδιά στο ενδεχόμενο της αθανασίας ρωτάει για το αυτεξούσιο της ύπαρξής φιλοσοφεί μόνη της βαθιά χαράματα επικαλείται τον Πλάτωνα στα δύσκολα (ο κόσμος των Ιδεών πολύ θα την βόλευε) υιοθετεί τα αδέσποτα ζωάκια του πάρκου υπερασπίζεται τους άσημους καλλιτέχνες παίρνει τους δρόμους ξημέρωμα Κυριακής μαθαίνει στην ψυχή της να κολυμπάει αρωματίζει τον ιδρώτα της με κιτρολέμονο παρατηρεί την αταξία του σύμπαντος και συμμετέχει σε πλανητικές συνευρέσεις. Αργοπορεί κάποιες φορές στα ραντεβού της λόγω κυκλοφοριακού χάους στους ουρανούς. ΣΤ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ Στο σώμα σου το ακατέργαστο υλικό της δημιουργίας στα μάτια σου η φωτεινότητα του ήλιου αξόδευτη στα μαλλιά σου το ανέμισμα των ερημικών νησιών στο στόμα σου μια ανοιξιάτικη κοιλάδα ολάνθιστη στο φιλί σου ένα ποτάμι που ρέει στην απεραντοσύνη στα χέρια σου το τρυφερό άγγιγμα των αστερισμών στα λόγια σου παρθένοι ήχοι ελπιδοφόρου μέλλοντος στο όχι σου βαρύς χειμώνας στη μέση του καλοκαιριού. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΩΣ ΜΗ ΟΝ Την επομένη του θανάτου μου δεν θα με αναζητήσει κανένας. Αλλά και την ημέρα της κηδείας το φέρετρο ασυνόδευτο θα μπει βαθιά στο φρεσκοσκαμμένο χώμα στον διπλανό τάφο οι συγγενείς θα θρηνούν φωναχτά τον νεκρό εμένα θα με πενθεί το ξεροβόρι γιατί ήμουν στη ζωή πάντα μόνος ένας παρείσακτος στο πλήθος μια απουσία μη αναστρέψιμη. Την επομένη του θανάτου μου δεν θα θυμάται κανείς ότι υπήρξα. ΔΙΚΑΙΩΣΗ Στο βάθος του μαγαζιού μια άδεια καρέκλα δυο θαμώνες συζητούσαν για το καλοκαίρι. Πάει καιρός που λείπει από τη θέση του χθες τον μνημονεύσαμε καθώς πίναμε ούζα μετά ο καθένας τράβηξε για το σπίτι του απορροφημένος από την καθημερινότητα. Δεν είχε κανέναν συγγενή να τον θυμάται μονάχα σε αυτό το ποίημα βρήκε δικαίωση. ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΝΩΡΊΣ Ποτέ δεν στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο μόνο τους νεκρούς κοιτούσα απ’ το παράθυρο που αύξαναν δραματικά τα τελευταία χρόνια τον Παύλο, τον Αλέξη, τον Ηλία, τον Γιάννη μετά έβγαινα στους δρόμους τουρτουρίζοντας μιλούσα με τα αδέσποτα, τα έπαιρνα αγκαλιά έλεγα μέσα μου «πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι» κι όταν επέστρεφα σπίτι ήμουν κι εγώ νεκρός. Ποτέ δεν στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο ποτέ δεν ήμουν «κανονικός» σαν τους άλλους μόνο κατακρεουργούσα στίχους τις νύχτες. ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ Την ημέρα του θανάτου μου οι φοιτητές θα σηκώνουν πλακάτ σύννεφα θα σκεπάζουν τον ουρανό ένας φαντάρος αργοπορημένος θα τρέχει να προλάβει το τρένο ο άνεμος θα παρασέρνει χαρτοκιβώτια τα πλοία θα σκουριάζουν στο Πέραμα η Αλίκη θα περιφέρεται στις πιάτσες ψάχνοντας ευκατάστατους πελάτες το φθινόπωρο θα εισβάλλει δριμύ με σημαντικές απώλειες θα κλείνει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τα ραδιόφωνα θα παίζουν ρεμπέτικα οι ποιητές θα συνεχίζουν να γράφουν ακόμα πιο καταθλιπτικά ποιήματα κι εγώ ξαπλωμένος στο φέρετρο θα υποδύομαι ότι είμαι ζωντανός. Την ημέρα του θανάτου μου θα ψάχνω ταβέρνα για να μεθύσω. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ έναν θάλαμο νοσοκομείου με τον υδράργυρο στα ύψη και στο απέναντι διαμέρισμα να ετοιμάζουν τις βαλίτσες για τις καλοκαιρινές διακοπές ενώ στο παγκάκι του πάρκου δυο νέα παιδιά να φιλιούνται. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου χωρίς κανένα επισκεπτήριο από φίλους ή από συγγενείς έχοντας πάντα στο μαξιλάρι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη μορφή της μάνας σου όταν τελείωνε το Γυμνάσιο. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ ένα κεντρικό νοσοκομείο και στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας να ουρλιάζουν τα ασθενοφόρα μεταφέροντας ετοιμοθάνατους ενώ κάποιοι χαμένοι τουρίστες να ζητούν επίμονα πληροφορίες για το πού πέφτει η Ακρόπολη. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος στην εντατική του νοσοκομείου μέσα στα πιο άγρια χαράματα σκέψου πως η φύση κι η μοίρα δεν ήταν καθόλου γενναιόδωρες μα μείνε με τη χαρά ότι έζησες τις μικρές καθημερινές στιγμές έστω και με πριονισμένα φτερά. ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ ΑΠΩΝ Όταν εγώ αμετάκλητα θα λείπω θα είναι ο κόσμος κρεατομηχανή που αλέθει τις ανθρώπινες σάρκες οι άστεγοι έχοντας φύλλα πορείας θα ανηφορίζουν προς τον ουρανό οι δρόμοι καθαρτήρια πτωμάτων. Στις πιάτσες του έρωτα οι άγγελοι θα εκδίδονται χωρίς προφυλάξεις στο Μεταξουργείο θα ψιλοβρέχει και η Χριστίνα με τα δύο ανήλικα στην έξοδο ενός σούπερ μάρκετ θα εκλιπαρεί για λίγη κατανόηση. Στα γυμναστήρια νεανικά κορμιά θα καταδυναστεύουν το σώμα τους στην αυταπάτη της ωραιοπάθειας στις φυλακές ανηλίκων η μοναξιά θα βαράει γερμανικό νούμερο πάνω σε γκρι λερωμένα σεντόνια. Όταν εγώ αμετάκλητα θα λείπω οι στίχοι μου δεμένοι στο φεγγάρι θα χαιρετούν τα διαστημόπλοια κι η γη μια βραδυφλεγής κουκίδα μέσα στα αζήτητα του σύμπαντος θα καμώνεται ότι τάχα υπάρχει. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Όταν βραδιάζει κοιτώ προς τα πάνω και είναι πια περασμένα μεσάνυχτα. Από την εντατική ανηφορίζουν ψυχές άλλες ντυμένες με κατάλευκο χειμώνα κι άλλες κουβαλώντας την ανυπαρξία μυρωδιές περιχαρακώνουν το σύμπαν διαπερνώντας και την ίδια την Ποίηση. Βαδίζω ατάραχος μέσα απ’ τα βουνά σαν μετανάστης που τα ‘χει χάσει όλα και δεν τον περιμένει καμιά πατρίδα. Υπόστρωμα χιονιού σκεπάζει τη χώρα τους μακρινούς γαλαξίες και τη μνήμη. Η θλίψη υποτροπιάζει καθώς ακούγεται η αντήχηση του τρένου των δώδεκα που μεταφέρει τα ακατοίκητα σώματα. Υπολείμματα σπασμένων κρυστάλλων ανάμεσα στα σύννεφα και στη μοναξιά κι οι λεπτοδείχτες σε ξέφρενη πορεία. Οι ώρες περνούν χωρίς κάτι αξιόλογο μια μονοτονία διαχέεται στον ουρανό προετοιμάζοντας το κατάλληλο έδαφος. Ακούω το τρίξιμο του κλειδιού στη θύρα με αθόρυβα βήματα μην ξυπνήσει κανείς εξαϋλώνομαι ενώ έξω λιώνουν οι πάγοι. ΛΥΠΑΜΑΙ Λυπάμαι για τους ανθρώπους που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο δίχως ταυτότητα και σημεία αναγνωρίσεως και πέθαναν μετά από μέρες χωρίς να παρευρεθεί κανείς στην κηδεία. Λυπάμαι για όσους χάθηκαν στις δαιδαλώδεις στοές της πόλης και ξέχασαν να επιστρέψουν σπίτι χωρίς να τους αναζητήσουν στο τηλέφωνο. Λυπάμαι για όσους βρέθηκαν παγωμένοι κάτω από το γεναριάτικο φεγγάρι και το πρωί απλώς το φορτηγάκι του δήμου τους περισυνέλεξε για τα περαιτέρω. Λυπάμαι για αυτούς που δεν έδωσαν σημάδια ζωής για καιρό και οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία από τη μυρωδιά του διαμερίσματος. Λυπάμαι για τα αθώα θύματα των πολέμων που θα μείνουν για πάντα αμνημόνευτα μέσα στην κρεατομηχανή της Ιστορίας. Λυπάμαι όμως και για μένα που ίσως βρεθώ κάποτε στην ίδια θέση. ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ Μόνος σε θάλαμο νοσοκομείου με το φως της λάμπας αναιμικό και τον βραδινό αέρα να μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο. Χωρίς απογευματινό επισκεπτήριο χωρίς συγγενείς, χωρίς έναν φίλο περιμένει την επιστροφή στο σπίτι στους τέσσερις έρημους τοίχους στην αφωνία της κλειστής κάμαρας. Κι όταν σύντομα πάλι μεταφερθεί στο ίδιο επαρχιακό νοσοκομείο ίδια πρόσωπα γιατρών, ίδιες λάμπες ίδιο κροτάλισμα των μελλοθάνατων. ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ Την πρώτη νύχτα εκεί κάτω στο χώμα μακριά απ’ το δωμάτιο και τη γάτα μου ανάσκελα να κοιτώ την οροφή της γης με κοστούμι που δεν είχα φορέσει ποτέ ακίνητος και χωρίς δυνατότητα εξόδου. Τέτοια ώρα στην πόλη θα διασκεδάζουν νέα κορίτσια θα ερωτεύονται το φεγγάρι σφριγηλά αγόρια θα ρουφούν το αλκοόλ στις πιάτσες θα ακμάζουν οι συναλλαγές στους δρόμους θα αυξάνεται η ταχύτητα. Κι εγώ θ’ ακούω το θρόισμα των δέντρων μαζί με το αλύχτισμα αδέσποτων σκυλιών θα κρυώνω υπερβολικά δίχως καλοριφέρ θα υποφέρω από έναν δυνατό πονοκέφαλο πρώτη φορά χωρίς καφέ, ποτό και τσιγάρα. Πώς θα περάσω τόσα βράδια σε καραντίνα πώς θ’ αντέξω να μην ξαναγράψω ποιήματα; ΓΙΑΤΙ Τι μου απέμειναν ακόμη μέχρι το φινάλε ; Πέντε έξι ζεστά ανυπόφορα καλοκαίρια μερικά αδιόρθωτα ποιήματα στο συρτάρι κάτι παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες με τα ίχνη της νεότητας αδιαπραγμάτευτα το άρωμά σου γυμνό πάνω στα σεντόνια. Και βέβαια ένα αναπάντητο αγχωμένο γιατί. ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Θα φύγουμε μια νύχτα αχτένιστοι κι αξύριστοι μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη υπερπλήρεις αποτυχιών χωρίς ερωτικές εμπειρίες με μάτια βαθουλωμένα να ατενίζουν τον ουρανό έξω θα φυσάει μανιασμένα στον δρόμο αυτοκίνητα με νυσταγμένους προβολείς στην ψυχή κρύα φθινόπωρα. Θα φύγουμε ασυνόδευτοι από μια παρακείμενη πόρτα αφήνοντας πριν ένα μήνυμα που δεν θα διαβαστεί ποτέ αυτουργοί της ανυπαρξίας και των δύσκολων θανάτων τα ίχνη μας σε παγκάκια και τηλεφωνικούς θαλάμους σε αποτσίγαρα της μοναξιάς τυλιγμένοι σε βαρύ παλτό με δυο ξηλωμένες τσέπες. Θα φύγουμε αμετάκλητα και κανείς δεν θα αναζητήσει ποτέ ξανά το όνομά μας παρά μόνο ο ταχυδρόμος και τ’ αδέσποτα της γειτονιάς. Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΣΕΙΡΑ Ένας-ένας αποχωρεί αθόρυβα οι υπόλοιποι το μαθαίνουμε με καθυστέρηση εβδομάδων κάνουμε μερικούς μορφασμούς για τη ματαιότητα του κόσμου μετά πάμε στις δουλειές μας σκύβουμε σε αδιάφορα χαρτιά ή κοιτάζουμε παγερές οθόνες. Όταν έρθει κι η δική μας σειρά ίσως να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μαθευτεί η απώλεια ίσως να μην κοινοποιηθεί ποτέ. Γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που δεν προνόησαν για το μετά ή δεν τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να αφήσουν κάποιο στίγμα τους. Στο μεταξύ τα γραφεία τουρισμού θα διοργανώνουν ταξίδια αναψυχής οι νύχτες θλιμμένες όπως πάντοτε η άνοιξη θα μπαίνει στην ώρα της. Και βέβαια ο θάνατος θα συνεχίζει να συμπεριφέρεται επαγγελματικά. ΚΑΤΑΜΑΤΑ Ταξίδευε μόνος στο τελευταίο βαγόνι η νύχτα βαριά και θανατηφόρα σαν τη ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει. Κανείς φίλος δεν τον αποχαιρέτησε ούτε και κανένας θα τον περιμένει. Χωρίς βαλίτσες και εκκρεμότητες κοιτάζει συνέχεια από το παράθυρο κατάματα τον θεοσκότεινο ουρανό. ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ Ήξερε ότι σε λίγο θα πεθάνει μάζεψε λοιπόν τα ρούχα του και τα έβαλε σε μαύρες σακούλες κράτησε μόνο δυο φανελάκια ένα παντελόνι και το πουκάμισο που του έκανε δώρο στα γενέθλια η κοπέλα με το χλωμό πρόσωπο. Πέταξε και όλα τα βιβλία του εκτός από εκείνο του Σαχτούρη που έλεγε για το άσπρο περιστέρι που καθόταν στο παράθυρό του. Κοίταξε μετά τυχαία τον ουρανό ήταν γεμάτος με παλιά ρολόγια που είχαν γυρίσει όλα ανάποδα με αυτά τ’ απελπισμένα ρολόγια που έδειχναν τον βέβαιο θάνατο. ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ Όταν οδεύεις προς τον θάνατο κάνεις το παν για να τον αντιμετωπίσεις: διαμελίζεις το σώμα σου στα σκυλιά σκορπάς την ψυχή σου στην άβυσσο. Σε δεύτερο χρόνο αναρωτιέσαι αν ήσουνα πράγματι κάτι αναμενόμενο ή μια ακανόνιστη παρουσία στην κοινωνία. Ο αέρας φυσά σαν πυρωμένο σίδερο χαράματα στα πεζοδρόμια της Αχαρνών πολυεθνικές μοναξιές ζητιανεύουν ζωή κι εσύ οδεύεις σ’ έναν ανεπίστρεπτο θάνατο. Τα ασθενοφόρα παραλαμβάνουν συνεχώς αντισώματα των δικών σου νεκρών κυττάρων. ΘΑΝΑΤΟΙ Θάνατοι, θάνατοι καθημερινά: θάνατοι επιφανών και σπουδαίων στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με χιλιάδες στεφάνια στην κηδεία θάνατοι ασήμαντων στα αζήτητα των περιφερειακών νοσοκομείων βδομάδες στοιβαγμένοι στα ψυγεία. Κι εγώ βγάζω από τη ναφθαλίνη γάντια, κασκόλ και ένα πουλόβερ πανέτοιμος για να αντιμετωπίσω το δριμύ ψύχος του νεκροθαλάμου. ΤΡΕΙΣ ΚΗΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ Τρεις κηδείες και μια βροχή. Έτσι τελείωσε αυτή η μέρα. Μα οι νεκροί δεν πέθαναν απαγγέλλουν Αναγνωστάκη: «Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο» Στο τέλος μας χαιρέτησαν και επέστρεψαν σπίτι τους. ΕΤΣΙ ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Έτσι θα φύγουμε, όπως οι πλασιέ που δεν πούλησαν τίποτα σήμερα όπως τα τρένα με άδεια καθίσματα. Είναι και η βροχερή ατμόσφαιρα που επιτείνει τους αποχωρισμούς δοκιμάζεται η αντοχή της νύχτας και τα τασάκια στο πάτωμα μαύρα. Δεν θα προλάβουμε να κοιταχτούμε θα απωλέσουμε την ιδεολογία μας η άνοιξη θα προελαύνει ακάθεκτη μέσα από τα παρτέρια της μνήμης ο ουρανός εφημερεύον νοσοκομείο με βαρύτατης μορφής περιστατικά. Όταν ο πόνος στο στήθος ενσκήψει θα αρχίσει η σταδιακή αναχώρηση. ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ Την επομένη του θανάτου μου όλα θα είναι ακριβώς τα ίδια αεροπλάνα θα ίπτανται ψηλά ενώ στο έδαφος τα μυρμήγκια θα κουβαλάνε τα ψίχουλα και οι γάτες της γειτονιάς όπως πάντα θα περιμένουν να τις ταΐσουν ξηρή τροφή. Στο παγκάκι θα ερωτεύονται δυο έφηβοι του δίπλα σχολείου ο άνεμος θα κλοτσά με μανία τους κάδους των απορριμμάτων ο ήλιος με χαλασμένα δόντια θα μασουλάει ένα κουλούρι. Εγώ θα κοιτάζω με αμηχανία το λευκό μάρμαρο του τάφου θα το ανοίγω κρυφά τα βράδια και θα πηγαίνω στο περίπτερο για μπύρες και βαριά τσιγάρα. ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Έξω απ’ το νοσοκομείο ο ουρανός έσταζε φθορά κάτι σκιές ξενυχτούσαν – άραγε σε τι ελπίζοντας; Απ’ το παράθυρο κοιτούσε την αδειανή λεωφόρο ένας πεζοπόρος τη διέσχιζε με βιαστικό βάδισμα ύστερα χανόταν πίσω απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες η ομίχλη επώαζε το επερχόμενο δύσκολο τέλος χωρίς συγγενείς να τον επισκέπτονται ούτε φίλοι μονάχα μια φωτογραφία στο μαξιλάρι με εκείνη που κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται κι αν υπάρχει. Το φως του θαλάμου υποτονικό φωτίζει τη θλίψη διέρχονται αστραπιαία απ’ το μυαλό του τα τρένα αυτά που δεν σταμάτησαν ποτέ για να τον πάρουν η άνοιξη επελαύνει ραγδαίως και απαστράπτουσα ακούγονται γραμμόφωνα μέσα στο βαθύ σκοτάδι τα άσπρα σεντόνια προετοιμάζουν την αναχώρηση. Στις τέσσερις κάποιος ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα μπήκε στο δωμάτιο και επιβεβαίωσε τον θάνατο. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ Η ΒΡΟΧΗ Στον Γιώργο Ιωάννου Η αποψινή ατέλειωτη βροχή ποιος ξέρει πότε θα ξημερώσει γύρω μου γκρεμισμένα σπίτια νάιλον ξεφτισμένα σύννεφα. Κάποιες φορές νιώθω τη γη να πάλλεται στο μαξιλάρι μου ανάβω πολύχρωμα τσιγάρα πετώ με ελαττωματικά φτερά. Όταν σταματήσει αυτή η βροχή θα αποπληρώσω το δάνειό μου. Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ Στον Γιάννη Κοντό Οι ποιητές πεθαίνουν μόνοι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με τα σύνεργα της ήττας. Ολομόναχοι χωρίς χέρι βοηθείας μουντζουρώνοντας λευκά χαρτιά και κοιτάζοντας ψηλά το ταβάνι. Όταν ξημερώσει ανασταίνονται με μερικές εκδορές στα δάχτυλα. Το βράδυ όμως ξαναπέφτουν μέσα στον λάκκο των λεόντων. ΤΙ ΗΘΕΛΑ Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο Τι ήθελα εγώ σε τούτα τα νησιά περπατώντας σε άγονες παραλίες μ’ έναν κόμπο να με καταπίνει με το φως του ήλιου υπό αίρεση και τον ουρανό σκέτο ναυάγιο - τι ήθελα εγώ σε τέτοια τοπία; Τι ήθελα εγώ σ’ αυτή τη θάλασσα που σπάει σε χίλια δυο κομμάτια; Λουόμενοι κακοποιούν τα ψάρια ανατρέπονται γεμάτες οι βάρκες κύματα που ραπίζουν την ερημιά - τι ήθελα εγώ σε τέτοια θολά νερά; Θέλω μόνο μερικά άσπρα βότσαλα βαρέθηκα πια τις αιχμηρές πέτρες τα σύννεφα εγκαταστάθηκαν παντού τα χρώματα όλο και σκοτεινιάζουν το καλοκαίρι σε πλήρη αποσύνθεση - θέλω μόνο λιγοστά άσπρα βότσαλα. ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Στον Κώστα Παπαγεωργίου Φεύγουν οι ποιητές ήσυχα όπως οι ανέγγιχτες ομορφιές που ανεπαίσθητα προσπερνάνε χάνονται ένα ανοιξιάτικό πρωί κι είναι δύσκολο να τους εντοπίσεις φοράνε μαύρα ρούχα, ψηλό καπέλο ο ήλιος αναζητεί τα ίχνη τους μέσα στην κυκλοφορία των πόλεων στα παραπήγματα του ουρανού τώρα οι στίχοι τους δεν ηχούν μοιάζουν κηλίδες μαύρου αίματος κρεμασμένα χέρια στο άπειρο. Φεύγουν οι ποιητές αθόρυβα μ’ ένα γκρι σακίδιο στην πλάτη αφήνουν πίσω τους σκόρπια όνειρα και μια υπόσχεση ότι θα επανέλθουν. ALEA JACTA EST
Μένει να αποδειχθεί το φαιδρό της υπόθεσης εντός τριών μηνών το διαπραχθέν αδίκημα που με τόση μαεστρία προτάθηκε ως βάσιμο και κυρίως το στιβαρό αντίβαρο της κόλασης κλειδί γαλλικό στο πιο ξεχειλωμένο ταβάνι σφίγγει διακριτικά το έρεβος πριν να βρέξει. Μετά το αλυσοπρίονο φάλτσα ηχεί μεσάνυχτα κακοποιώντας όλους τους κολασμένους αστούς και δεν ακυρώνει καμία προηγούμενη απόφαση που απαγόρευε την εκτός της σάρκας Ποιητική. Βαρύ μου φαίνεται όλο το συνονθύλευμα στον Άδη από πραιτοριανούς υποστηρικτές των δικτατόρων μέχρι τον τελευταίο κλητήρα που έπαιζε πρέφα ποιος καθορίζει το σπέρμα που θα μπει στη μήτρα καθότι άτεκνη η υφήλιος εδώ και χιλιάδες αιώνες. Βρέφη εφταμηνίτικα των πιο αδιόρατων ουρανών υποψιάζομαι το σύνδρομο του αναποφάσιστου γονέα υπάρχουν ακόμη άγγελοι εμφανώς ταλαιπωρημένοι που σουλατσάρουν τα βράδια σε ένα ποτήρι αλκοόλ. ΕΜΦΥΤΕΥΜΑ ΑΡΙΘΜΩΝ Ούτε που το σκέφτηκα αλλά να είπα να ανακαινίσω τον ουρανό γι’ αυτό εκλιπαρώ τη Φιλοσοφία να στοχοποιήσει τη σκέψη μου. Και δεν μιλάω για τις εξισώσεις που λύνουν μόνο οι ψυχοπαθείς επειδή υπάρχουν και εξαιρέσεις για παράδειγμα ένας πνιγμένος που είδε όλα τα δεκαδικά ψηφία να στροβιλίζονται στα κύματα και τον άγνωστο χ στη βάρκα. Δεν είμαι πλέον αναποφάσιστος κάθε συμβάν είναι αυθύπαρκτο τουτέστιν προέκυψαν εξώγαμα που απεχθάνονται το κήρυγμα. Έτσι όπως τα είχα υπολογίσει οι κλειδούχοι έξω απ’ τη θύρα διακατέχονται από νεποτισμό. ΠΙΣΤΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ Αφού το υπογάστριο καταλαμβάνει το ένα πέμπτο του ουρανού κι εκπυρσοκρότησε η θνητότητα χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις αποφάνθηκα σε άπταιστα ελληνικά: «Την ειμαρμένην ουδ’ αν είς εκφύγοι». Μέχρι αποδείξεως του εναντίου έχω δικαίωμα να ραδιουργώ ψόφιος τα βράδια μετά το ματς καταρρίπτοντας τα αεροπλάνα που προσγειώνονται στο μαξιλάρι. Βέβαια, αν ήθελα να πλατειάσω θα έστρωνα μεταχειρισμένα σεντόνια να δοκιμάσω τις αντοχές των τροχών και τη δικαιοσύνη του σύμπαντος. ΝΑΡΘΗΚΕΣ ΑΝΩ ΑΚΡΩΝ «ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν» Παρμενίδης Έτσι όπως κεραυνοβόλησε η παλάμη σφίγγοντας τα χάχανα του κόσμου είμαι, ψιθύρισα, ένας διεθνής ψεύτης κι ακόμη με κράζει η τέταρτη εξουσία με θάβει μέσα σε κεφαλαία γράμματα μα είναι ανέντιμο να υποδύεσαι ρόλους και μετά να φοράς κόκκινη χλαμύδα (όσοι κατάλαβαν, κατάλαβαν τι εννοώ). Τι πλανήτες να βγουν από μέσα μου τι βαγόνια να παρκάρουν στον δρόμο ανοίγω τη βρύση και διψώ θανάσιμα η Έβδομη τέχνη θα με ευγνωμονεί. Και πού ήταν τόσο καιρό τα εφετεία να εκδικάσουν αυτή τη σοβαρή υπόθεση έχω να θρέψω μεταχειρισμένα βιβλία κορυφογραμμές απάτητων ποιημάτων φτύνοντας πάνω στον χαρτοφύλακα λίγο πριν φωσφορίσουν τα περιπολικά. Ό, τι μου αναλογεί θα το νικελώσω μιλώντας σε κωφάλαλους ουρανοξύστες και πίσω γυμνές οι φλεγμονές της γης στα αμφιθέατρα να ξημεροβραδιάζονται. Τι ζητούσε ο Παρμενίδης τα χαράματα μέσα σε ένα ξεδοντιασμένο κουφάρι; DEUS SIVE NATURAE Όταν μετά από πολλά χρόνια τα χρυσόψαρα σπάσουν τη γυάλα ένα κορίτσι θα παίζει τυφλόμυγα κι ένα αγόρι θα κυλάει το τσέρκι ο δρόμος γεμάτος ψαροκόκαλα η στέγη μου ξεδοντιασμένη. Απόπειρα να πρασινίσει η ερημιά και να γονατίσουν οι θάλασσες κι ο κάλυκας στο δίπλα οικόπεδο θα γυροφέρνει μια μυρμηγκοφωλιά αγριομέλισσες σε παράταξη μάχης ανάσκελα στο χορτάρι ο Spinoza κοιτώντας με κιάλια τον Θεό. Κι εγώ θ’ αμολάω το μαύρο σκυλί να ρεγουλάρει την κατάσταση. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ Ιδού η σκαπάνη και ο αμφορέας παρακμάζουν σε μια αποθήκη τα μανίκια μου μόνο να σηκώσω να μερεμετίσω μερικά σκοτάδια να ‘χω καβάτζα για τα γεράματα πέραν αυτού άγονο το έδαφος τ’ αποτσίγαρα στην αποχέτευση. Και ύστερα η αρνητική εκδοχή όλων των μονοψήφιων αριθμών που μετά τη βροχή στεγνώνουν τώρα δεν ξέρω πια τι να μετρήσω ή σε ποιες εποχές να επενδύσω. Ένα χάρτινο πουλί βάζω σημάδι και τα καταγράφω όλα στον φακό. Η ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Το άλλοθι του δικού μου θανάτου ανθισμένος κήπος τον Σεπτέμβρη όμως τα ρήγματα του δωματίου σαν κόκκινα νωπά τριαντάφυλλα μέσα στο κήτος που βρυχάται. Απ’ το αίμα αναβλύζει παιδίσκη με βυσσινιά την κοιλάδα της μνήμης ετοιμάζοντας σπονδές στον Ορφέα μα δεν είναι καιρός για πειράματα. Και πού είναι τα ξεβαμμένα άλογα με τις άμαξες του φθινοπώρου τόσα διηγήματα χωρίς καν φθόγγους που ξεβράστηκαν απ’ τη θάλασσα κι απέμειναν αδιάβαστα τοπία; Θρύψαλα και το αναβράζον δισκίο στο στομάχι κάποιου νέου δυνάστη και το φως να μπαίνει νυσταγμένο από μια χαραμάδα των κυττάρων χωράνε σε λίγα μόνο τετραγωνικά όλα τα δεκαδικά αλιτήρια ψηφία. Παρκάρισμα αριστερά του χάους. ΡΗΓΜΑΤΑ ΣΤΑ ΕΝΔΟΤΕΡΑ Περιορίζομαι να μην εκτεθώ σε ανθρωποθυσίες και σφάγια και στο βάθος θνητός κήπος ή μια άλλη ανάγνωση της γης κι ο κόσμος συνομήλικός μου κατά τη θεωρία των αριθμών. Η μνήμη η έσχατη φιλενάδα με τα εννιά αγέννητα μωρά της μέσα σε βράχους ερωτοτροπεί ανατέλλει όταν δύει η ποίηση εκλιπαρώντας την υστεροφημία. Κάθετες και ευθείες γραμμές συναντιούνται στην απόγνωση σε μολυσμένα κλειστά δωμάτια βγάζουν διάγγελμα οι εξισώσεις το εμβαδόν του χάους αμίλητο. Τελευταία δεν βρίσκουν φλέβα να αντλήσουν λίγη επανάσταση. ΤΟ ΠΟΡΝΕΙΟ Το πρόβλημα με το κομμένο ρεύμα υφίσταται μονάχα στο κορμί μου άνω κάτω η Λιοσίων κι η Αχαρνών το ταριχευμένο ρετιρέ διαμέρισμα με τις πολυτελείας λευκές πόρνες. Ακούγεται το ανυπόφορο «τέλειωνε» και πάλι σύμφωνα με κάποιες φήμες τα δάχτυλα τρεμόπαιζαν από ηδονή στη σκάλα ανηφόριζαν τα φεγγάρια κλείνοντας τον εξωτερικό διακόπτη. Σκεφτόμουν τα πουλιά στο κλουβί πόσο θα ήθελαν την ελευθερία τους ύστερα μπήκα κι εγώ ασθμαίνοντας και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. ΤΟ ΔΟΚΑΝΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Το ψάρι ολούθε έμπαζε νερά όπως και το αίμα κάτουρο κατάπιε το σπέρμα ο ουρανός έτσι που εμβρόντητη η φύση αναθεωρούσε τη στάση της. Το χαμομήλι ακροβολιζόταν δίπλα στη σβηστή πανσέληνο ακόμα κι η μνήμη συμφωνούσε πως έπρεπε να εκσυγχρονιστεί. Η γη λαθρέμπορος της Ιστορίας χλεύαζε την αναίδεια των στιγμών και τότε ξαφνικά η λεωφόρος γέμισε ανισόπεδα γυμνά πτώματα. Το μέλλον φάλαγγα κωφάλαλων γλιστρά στην τσέπη με τα κέρματα το παρόν ιχνηλάτης του τίποτα φτύνοντας στο χώμα μοναξιές. Μια σιλουέτα μπήκε στο δωμάτιο κι αναποδογύρισε όλο το παρελθόν. ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ Δεν είναι η γλώσσα που έπρεπε να ξεριζωθεί συνήθως οι κόλακες πεθαίνουν τελευταίοι είναι τα έδρανα που χρήζουν επιδιόρθωσης κι ολόκληρο το εποικοδόμημα της πολιτείας. Στο κάτω – κάτω η υπομονή μου εξαντλήθηκε έξω απ’ την πόρτα μου εξόκειλε υπερωκεάνιο παντού αποκόμματα και ριπές φωνηέντων τα σύμφωνα σε μάζωξη λίγο πριν τη λοβοτομή. Ξυστά πέρασε η σφαίρα απ’ τον μηχανοδηγό μεσολάβησαν κάτι Τρωικά κι η θερμοκρασία σκαρφάλωσε στο φουγάρο της αμαξοστοιχίας το βράδυ στις ειδήσεις είπαν για εκτροχιασμό. ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ Τα απωθημένα μου δεν βγαίνουν εύκολα βυθίζονται καθημερινά στο υπογάστριο ο ήλιος βέβαια εξακολουθεί να ανατέλλει λιγοστεύοντας κατά πολύ τις πιθανότητες να μπήκα μεσάνυχτα στο τελευταίο τρένο. Στα μεγάλα ύψη που χαραμίζω τη γραφή δεν ευδοκιμούν οι γυμνοί πρωτόπλαστοι πνευμόνια φθισικά επιμένουν να αναπνέουν και ιστιοφόρα διαρρηγνύουν τα πανιά τους ενώ πεζοί καταφθάνουν οι αγγελιοφόροι με φλεγμονές καρφιτσωμένες στην είδηση. Ο χρόνος πάντα ορμητήριο της μονοτονίας δύσκολα περιορίζεται σε δέκα τετραγωνικά μάζα είναι και η τελική φθορά του σώματος το ανεύρυσμα στην αορτή της αιωνιότητας. Βρέθηκαν τα καρφιά αναίμακτα στον τοίχο κι εγώ να ασχολούμαι ακόμη με την Ποίηση. ΕΠ’ ΩΜΟΥ Ξάφνου μια χήνα με αργό βηματισμό στάθηκε στην πύλη του στρατοπέδου κι ο ιδρώτας κύλησε απ’ τον ουρανό μπαίνοντας στο δέρμα των φαντάρων. Η ιστορία της γης ένα τραπεζομάντιλο απλωμένο στο σκοινί της αιωνιότητας με σχεδιασμένες φλέβες στο ύφασμα έξω βαθιά μεσάνυχτα και περιπολίες. Κι όμως υπάρχει πέρασμα στο φως αρκεί να ξεζουμίσεις την ειμαρμένη και το λαθρεμπόριο της μεταφυσικής ασχέτως αν ο χρόνος σε χλευάζει. Με το όπλο επ’ ώμου βαδίζω σκυφτός μέσα απ’ τον λαβύρινθο της Ιστορίας. ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΥΠΙΑ ΚΑΛΤΣΑ Εκεί λοιπόν θα λογοδοτήσεις δεν είναι δική μου δουλειά οι απειλές ούτε και τα εκτροφεία βοοειδών δεν είναι καθόλου έτσι όσα γράφω βρέθηκαν τα πειστήρια της ενοχής πάνω στο καθαρό σεντόνι εκτείνομαι το κεφάλι μου ορθογώνιο τρίγωνο θέλει καλαμπόκι για πρόγευμα το σκυλί μου κονσέρβα από μενεξέ μέσα στο ένα μου μάτι ωτοασπίδες τι να σου λέω μετά για τη βροχή πλημμύρισε τα καθώς πρέπει σαλόνια αν σφύριζαν λίγο παραπάνω τα τρένα και ο χορός του Ζαλόγγου διαρκούσε έως ότου παλιώσουν τα εσώρουχά σου τότε θα έκανα κομμάτια τη θάλασσα και θα έδινα τα ιμάτιά της στα ψάρια. Έτσι πενθώ την τρύπια μου κάλτσα και τρέχω στη μοδίστρα να τη μαντάρω. ΤΟ ΕΛΑΦΙ Διασπορά ψευδών ειδήσεων μα πιο πολύ ο ορθολογισμός όταν μετράς τις βδομάδες και σου φαίνονται ασήκωτες με το σύννεφο στην πλάτη και την Ιστορία διακορευτή του ακατοίκητου βίου σου. Κι όμως υπάρχει βαρύτητα κι ένα ελάφι στην Πάρνηθα που αναπαράγεται συνεχώς. Η νύχτα των πιθανοτήτων έτσι όπως εγώ τις μέτρησα με το πιστόλι στον κρόταφο και την ερημιά μπρούμυτα. Κι ό, τι περίσσεψε στην πυρά να τραφούν λίγο κι οι φλόγες. ΑΝΤΙΔΟΤΟ Όταν μιλώ με τους ζωντανούς ξεκαρδίζομαι από τα γέλια είναι γιατί αγνοώ την ύπαρξη ή τη βρίσκω λίγο ντεμοντέ. Μετά γονατίζω στο δάπεδο και μπουσουλάω σαν νήπιο περίεργο που ακόμα υπάρχω έστω και σαν χαλκομανία. Το πρόβλημα της σελήνης εντοπίζεται στην έκλειψή της τότε είναι που οι φλέβες της αιμορραγούν και φλέγονται. Το αντίδοτο της κάθε μνήμης δεν είναι η πραγματικότητα είναι η αναίδεια των χρωμάτων που διαλαλούν την άνοιξη. Πάω να κλείσω το παράθυρο αρκετά υπέφερα απ’ τα φώτα γράφω τώρα αυτό το ποίημα και είμαι εν δυνάμει νεκρός. ΖΕΣΤΑ ΜΟΛΥΒΙΑ Δυο φωνήεντα με ψόφιους ήχους τα τσιγάρα μου έγιναν μούσκεμα αλγεβρικές εξισώσεις σαν τσεκούρια κατακρεουργούν την πολυκοσμία. Το πρόβλημα της τεκμηρίωσης όλων των μεγαλόσχημων θανάτων προϋποθέτουν μια λογική ελέφαντα κι έναν διανοούμενο στη μήτρα (θυμήσου τι έλεγες ως έμβρυο). Ευδαίμονες οι γενιές του λίθου γιατί πάνω του λάξευαν τη ζωή μετά η αιμομιξία με τον σίδηρο ξεπέρασε κάθε βαρβαρότητα. Μη έχοντας καμιά αυταπάτη σωριάστηκα σ’ ένα υγρό πάτωμα κι άκουγα τα πιστόλια τα ζεστά να γυροφέρνουν την κοιλιά μου ο ουρανός μύριζε φρέσκο αίμα κι εγώ αξύριστος βούτηξα μέσα. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΎ ΛΟΓΟΥ Να τελειώσουμε με τη μόδα των λέξεων που περνούν βιαστικά απ’ το παράθυρο και μ’ αφήνουν σύξυλο να τις διαβάζω. Βγάζουν μια φλόγωση χειμωνιάτικα σαν κεριά που φωτίζουν την Ανταρκτική. Βέβαια, το δωμάτιό μου είναι ενυδρείο στο πάτωμα κολυμπούν χρυσόψαρα στο γραφείο μουτζουρωμένα χαρτιά. κι αν γονατίσεις πνίγεσαι απ’ τη σιωπή. Κι όταν μετά από αιώνες με ξεθάψουν ένα ονειροπαρμένο λείψανο θα βρούνε λιγάκι τεμπέλικο, λιγάκι τσιτωμένο να απαγγέλω καταθλιπτικά ποιήματα και να καρφώνω λέξεις στον άνεμο. ΑΠΝΕΥΣΤΙ Όπως το κεφάλι που γέρνει και το κοιτούν κοράκια μετά πίνει νερό απ’ τα χάη κι ο ήλιος αλλάζει πλευρό έτσι που η άνοιξη χλευάζει την οποιαδήποτε παραφωνία και τα μικρά κορίτσια γυμνά πνίγουν το ουρλιαχτό τους. Όπως το μολύβι που λιώνει δίπλα στα ξερά χαμομήλια ανάμεσα στο καυσαέριο κι η Αίγινα μπαταρισμένη ακροβατεί στο ελάχιστο με τα ωάρια στη θάλασσα και το φως στη θερμοκοιτίδα. Η φωνή μου πτώμα βυθού επιμένει να με γρονθοκοπεί ψάχνοντας υγρούς φθόγγους ύστερα επωάζει ενεστώτες που κλίνονται απνευστί στο τέλος αμολάει το σκυλί κι όλα γίνονται έρεβος. Ο δρομέας από τη Σπάρτη σκόνταψε σ’ αυτό το ποίημα. ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ Οξυδερκής μνήμη μόνο για προσάναμμα έτσι που την κατάντησαν οι αγρυπνίες κι απέτυχαν να την εκφράσουν οι λέξεις. Να εφαρμοσθεί ο νόμος του σύμπαντος οι μεταφυσικές βόλτες στην Καλλιδρομίου χαράματα με τα χέρια στις άδειες τσέπες. Και η άνοιξη να αφήσει τα οδοφράγματα και να ασχοληθεί επιτέλους με το εφικτό. QUI TACET CONSENTIT Έτσι η εξομολόγηση ακούει τον χαμηλό μου ήχο όπως ακούει η άβυσσος τον ιδρώτα της ανηφόρας κι η αορτή περιστρέφεται γύρω από το κεφάλι πικρίζει λίγο το ζεστό αίμα αλλά υποφέρεται ύστερα ρέει στο φρέσκο χορτάρι και φωσφορίζει. Τα νύχια του απροσδιόριστου με κατακρεουργούν εντούτοις το τοπίο παραμένει αρκετά νηφάλιο ξοπίσω εκδηλώνονται στάσεις και πραξικοπήματα ιδού και το εγχειρίδιο της μοντέρνας Μεταφυσικής από Χάιντεγκερ μέχρι τις ωοθήκες της ανυπαρξίας. Για όλα αυτά προσκομίσαμε έναν τυχαίο διαβάτη ως τον πιο αξιόπιστο κι αντικειμενικό συνομιλητή. ΑΚΡΑΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ Ο συνομήλικος πλανήτης αιμορραγούσε έτριζαν τα οδοφράγματα του καλοκαιριού μετά πέρασε το τρόλεϊ και τα ισοπέδωσε. Αυτές τις μέρες σκεφτόμουνα τη φθορά που άφησε πίσω του αυτός ο καύσωνας κι αν οι ψυχές επιπλέουν στον υδράργυρο. Όπως ο ουρανός λίγο πριν τη μαυρίλα του λύνει τις πιο δύσκολες φωτεινές εξισώσεις και το άδειο σταχτοδοχείο επαναπαύεται. Ηχούν οι σάλπιγγες των νέων κοριτσιών κι εγώ επωάζω στα κίτρινα χαρτιά μου μια ακραία μετεωρολογική κατάσταση. ΕΞΩΜΗΤΡΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ Η είσοδος σε οποιαδήποτε στοά είναι προθάλαμος της μοναξιάς τι να πούμε επιπλέον για το αίμα που παγιώθηκε μέσα στη φωνή κι ο ήλιος κούρνιασε από νωρίς. Κι αν αύριο ανοίξουν οι δρόμοι που οδηγούν στις αρτηρίες σου και κάνουν στα νεογνά ενδοφλέβια ένα παράξενο κήτος ετοιμάζεται να αποτεφρωθεί στην πλατεία αντί λοιπόν πτώματα και αηδίες βγάλε μια κραυγή ικανοποίησης που ακόμα κι ο έρωτας αμόλησε τα σκυλιά του για να διασωθεί. Η κεντρομόλος δύναμη της γης περνάει σύρριζα απ’ την καρδιά τα καραβόσκοινα δένουν το φως η άβυσσος πλαγιάζει με την τέφρα. Κι η μοναξιά μαζεύει τα κομμάτια που άφησες ψάχνοντας την έξοδο. ΑΛΚΟΤΕΣΤ Νύχτωσε μόνο μέσα σε παρένθεση έξω ο ήλιος εριστικά μας κοιτάζει τον ίσκιο του κατατεμαχίζοντας κι ο ιδρώτας στάζει ακατάσχετος από τα μάγουλα βαθιά στο χώμα. Ξαφνικά πλημμύρισαν οι δρόμοι με καβουρδισμένη μαύρη πίσσα κι ένιωθα το σώμα να φυλλορροεί δυο μέρες τώρα άνοιγα μπουκάλια και μεθούσα με την υγρή άβυσσο το πτώμα μου ψάχνοντας στη γη και την ψυχή μου στα ποιήματα. Ξεχάστε αυτά που σας έλεγα πριν ο ήλιος δεν επιβιώνει στο αλκοόλ. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΗΝΗ Έτσι καθώς καθάριζε το αίμα μέσα απ’ τα νεφρά του σύμπαντος και δόθηκε το σήμα για εκκένωση βρέθηκα στην τελευταία σκηνή του πιο απάνθρωπου δράματος να τρυπάνε τη φύση με βελόνες κι ο δρόμος κινούμενο κάρβουνο. Η οργή έπνιξε τις κραυγές της σ’ όλο το μάκρος της διαδρομής βρέθηκαν μερικά πτώματα κι αναζητούνται τα αντίγραφα. Γι’ αυτό και οι σκαπάνες χτυπούν τις πιο ανυπεράσπιστες λέξεις μερικές φορές και τη θάλασσα. Περνούσα από τα καμένα σπίτια και κατάλαβα τη σύγχρονη Ιστορία μέσα σε τρεις εφιαλτικές ώρες ανήσυχος μετά αυτοπυρπολήθηκα. ΑΝΑΡΡΟΦΗΣΗ Το αδιόρατο ψεύδος σφίγγει σαν τανάλια περιστρεφόμενοι ουρανοί σε αποδόμηση ως την επόμενη ανακοίνωση που θα βγάλω κοιτώντας σκονισμένα κάδρα στον τοίχο θέλει κομμένο στα τέσσερα τον οισοφάγο και αναρρόφηση κατάμαυρου καυσαερίου έχω βέβαια στην κοιλιά μου δυο τέρατα σαν άλλοθι για τον επερχόμενο χειμώνα λέω λοιπόν να σκαρφαλώσω στις λέξεις καταμεσής να κείτομαι στις ονειρώξεις είμαι αυτό που δεν θα ήθελε ο κόσμος μέσα στη μνήμη μου φωλιάζουν πουλιά όμως πάντα αντιπαραβάλλομαι με κάτι που μοιάζει με εκτροχιασμένο τρένο κι ο σταθμάρχης νομίζει πως κινείται. Μη διακόπτετε την ανηφόρα του νου αναβλύζουν ταπεινωμένες οι σκέψεις μαζί με τη Μεταφυσική που βρυχάται και εκτίθεται εις τον αιώνα τον άπαντα. ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ Μια τόση δα αιφνίδια διακοπή και το κρανίο παίρνει τα πάνω του μια κεντρομόλος δύναμη υφαρπάζει τα χρονοντούλαπα της Ιστορίας ύστερα το τίποτα καιροφυλακτεί καθώς διαμελίζονται τα εσώρουχα και κόβονται στα δυο οι ωοθήκες. Οι όρκοι που παίρνω διαρκούν όσο ένας υπνάκος το μεσημέρι τα αστικά φωνήεντα αναπαλαιώνω μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων τα στριμώχνω κάτω στο χορτάρι κι αποποιούμαι τις ποινικές ευθύνες. Εν τέλει η φύση είναι κυκλοθυμική εκτός κι αν εγώ πλήττω νυχτιάτικα κι αντί να ρεγουλάρω τα χέρια μου τα αφήνω να ξηλώνουν τις ράγες άλλωστε δεν συγκρούονται πια τρένα γλιτώνουμε έτσι και τα εγκεφαλικά. Δεν καταλαβαίνω πώς βρέθηκα εδώ να χαριεντίζομαι με αυτό το κρανίο. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ Σαν τεθλασμένη γραμμή που χτυπάει κόκκινο καθώς το αίμα μου γινόταν αποικία μικροβίων και καιροφυλακτούσε νυχθημερόν η γάγγραινα ιδού ο νεόκοπος αλαλάζων μεταμοντερνισμός ορειβατώντας στα πιο αλλοπρόσαλλα ποιήματα στα ηλεκτροφόρα καλώδια του υπερρεαλισμού δαγκώνοντας ένα ώριμο πολυκαιρισμένο μήλο που μοιάζει απαράλλακτα με το υποσυνείδητο και εδραιώνεται σε δέντρο με αντιανεμικά κλαδιά εν τούτοις όταν το δαγκώνεις ποτέ δεν αμαρτάνεις μα διολισθαίνεις σε ένα ανισόπεδο παραλήρημα όπου οι κράχτες μεταμορφώνονται σε μοναχούς. Και δίχως κανένα ίχνος ντροπής ή μεταμέλειας αφήστε με να υποτροπιάσω σε ένα λευκό χαρτί. ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΑΠΕΙΛΗ Στον Έ. Κ. Κάτι λευκά σκυλιά έφτυναν καταμεσής της λεωφόρου ο δεξιός ψάλτης βάλτωνε στις ράγες του προαστιακού στις τσέπες μου φύτρωναν απαγορευμένα ευαγγέλια ανάμεσα στα κόκαλά μου σχηματιζόταν μια χαράδρα βυθιζόμουν εκ του ασφαλούς στο στόμα του σύμπαντος κι ήθελε πολύ να ξημερώσει. Επ’ ώμου λοιπόν το σύννεφο και ντουγρού για την άβυσσο. ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ Μα τι τέλος πάντων συμβαίνει ποια η προέλευση του θορύβου και το υλικό της σιωπής; Ωσάν να έψαχνα καταφύγιο να γλιτώσω από τα βάσανα έσπασα όλα τα χρονόμετρα και ορίστε τα αποτελέσματα: η ύπαρξη ποικιλοτρόπως μόνη εγκλωβισμένη στο ασανσέρ πατάει το κουμπί κινδύνου. Κι οι ένοικοι κι αυτοί μόνοι ανταποκρίθηκαν αστραπιαία κι έτσι γίναμε συνάθροιση μια φαινομενικής εκεχειρίας. Πίσω βέβαια απ’ τους τοίχους η ίδια μονότονη μελαγχολία πανομοιότυπες κοφτές ανάσες περιμένοντας να ξημερώσει. Μια διακοπή του ρεύματος επανέφερε την κανονικότητα. ΚΑΥΣΩΝΑΣ Αναπτύσσοντας ταχύτητα το λεωφορείο περνώντας μπροστά από διαφημίσεις και ετοιμόρροπα γκρίζα ξενοδοχεία αφήνοντας δυο επιβάτες στην Ελευσίνα και τους άλλους στη μέση του δρόμου κι η λεωφόρος να μυρίζει σουβλάκια από τις καντίνες της εθνικής οδού ξημέρωμα Κυριακής, κλειστά περίπτερα και μια λάβα να καίει την άσφαλτο (σαράντα υπό σκιά πάλι σήμερα) στην Αττική ανυπόφοροι οι καύσωνες πιο πολύ η ερημιά του δεκαπενταύγουστου η οροφή του κόσμου υπό αμφισβήτηση η φωνή μου μήτρα κυτταρικών θανάτων ακάθεκτος προελαύνει ο Τριπτόλεμος ένα βενζινάδικο μου χαλάει τον συνειρμό. Χάνω απ’ τα μάτια μου τον οδηγό όταν τον ξαναβρίσκω είναι πια μεσημέρι κι ετοιμάζομαι να βουτήξω στη θάλασσα. ΔΟΣΟΜΕΤΡΗΤΗΣ ΛΕΞΕΩΝ Στα τείχη ακροβολίζονται οι τσουκνίδες και σκέψου την ακριβώς αντίθετη εκδοχή να παίρνεις φαλάγγι διεφθαρμένα φωνήεντα να κόβεις τα δέντρα με ποιητικό πριόνι και μέσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση μην ξεχάσεις εκείνη τη μικρή εκκρεμότητα να αναμετρηθείς στα μαρμαρένια αλώνια με ό, τι πιο μαύρο κυκλοφορεί στην πιάτσα ακόμα και με τα εσώψυχα που κυοφορείς. Κι έτσι απόλυτα εξιλεωμένος να λησμονήσω κατά πού πέφτουν οι εξωμήτριες κόρες μου λοιπόν από σήμερα περιφέρομαι αόμματος και τα φεγγάρια αμέτρητοι θολωτοί τάφοι που ψάχνουν ένα αργοπορημένο ξημέρωμα. Το δόσιμο ήταν μια επιπλέον μαύρη τρύπα. ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΕΣ Το πρωί βρήκανε τη λογική κομμάτια και το φτερό του κόκορα στον δρόμο εισχώρηση στον πυρήνα του κήτους σαν ερωτική διείσδυση στην άβυσσο κι ύστερα πακτωλός άσπρου αίματος που δεν σ’ αφήνει να πενθήσεις λιγάκι. Που τρίβεται στο δέρμα του ύφαλου εκείνο το χαμένο στη μνήμη ναυάγιο κι είναι ορατό από τον μικρό φεγγίτη κάτι σαν αναβίωση αρχαίου δράματος με τον χρόνο μόνιμο συνιδιοκτήτη. Μέσα στη λέμβο κάποιοι διασωθέντες στρίβουν τσιγάρα και με κοιτάζουν. ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΜΗ ΕΙΝΑΙ Τα εσώρουχα της νύχτας αγρυπνούσαν περιμένοντας μια κατακόκκινη φλέβα κι εγώ επώαζα όλες τις διάνοιες της γης παρότι στειρωμένος με πιστοποιητικό. Γεμάτος από κωφάλαλους ο δρόμος εκλιπαρούσαν για μερικά φωνήεντα και τα κορίτσια γυμνά στις αποβάθρες πορνεύονταν από τα δεκατρία τους. Ο χρόνος μού έκανε αντιπερισπασμό αργότερα έλυνε μαθηματικές εξισώσεις τέλος άνοιξε το φερμουάρ του ουρανού βαθιά χαράματα και εκσπερμάτωσε. Τα αίμα σαν παλιρροιακό κύμα έτρεχε ανεβάζοντας στα ύψη τη φλόγωση κι η διεθνής συνωμοσία των χρωμάτων έβγαζε στο κλαρί τον ορθολογισμό. Αμοντάριστο πλάνο δεν υπήρξα ποτέ μόνο δυισμό κουβαλούσα στον σάκο. ΠΝΟΗ ΩΡΑΙΟΠΑΘΟΥΣ ΠΡΩΙΝΟΥ Τα άγραφα του νόμου είναι πουλιά στα σύννεφα εκτροχιασμένα και έντομα που φυτοζωούν στο δέρμα. Κι αν θέλεις στη γη να ξεδιψάσεις μπάσε στη θλίψη σου λιμάνια και ήχους από οξύφωνα βατράχια. Οι τρύπες του χάους να καταργηθούν ερπύστριες να σαρώσουν το ανέλπιδο στα ύψη η αρτηριακή πίεση ζωής. Ξοπίσω μεταλλαγμένες πεταλούδες με ύφος δέκα και βάλε καρδιναλίων παίρνουν φαλάγγι την όποια αισθητική. Το υπέρβαρο τοπίο ξελάφρωσε ασυγκράτητη τέμνεται η ωραιοπάθεια και βοσκάει το σύμπαν τη βαρύτητα. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ Αγάπη είναι ο άδειος κάλυκας του περίστροφου το εκκρεμές που ψηλαφεί την πραγματικότητα η ιστορία ενός παροπλισμένου δεξαμενόπλοιου το πικρό χορτάρι που τρέφεται η μεσαία τάξη. Κι εμείς μέσα στα κλειστοφοβικά εντευκτήρια μέρες αμέτρητες μηρυκάζοντας ορθολογισμό ενώ έξω ο έρωτας να σκαρφαλώνει στο φεγγάρι και στα καπνισμένα φουγάρα της χαλυβουργικής. Η μάζα του σύμπαντος ένα μικρό ψαροκόκαλο θαμμένο στον ανισόπεδο κόμβο Μεταμόρφωσης πιο πέρα γαβγίζουν οι αυγουστιάτικες μοναξιές μάταια αντηχώντας στα αυτιά των κωφάλαλων. Αγάπη είναι το βαρομετρικό χαμηλό της ερήμου ο ανήσυχος φοιτητής που μετρά τις φωτοτυπίες ο έρπης που στρογγυλοκάθισε και στα δύο χείλη τα σπάνια ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης. ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Οι χειρονομίες μέσα στις άδειες πόλεις σάμπως να εκλιπαρούνε για συντροφιά τα αυτοκίνητα παράλυτα στην άσφαλτο σαλεύουν με τα φανάρια τους σβησμένα αλλά το πιο τρομερό είναι η προσφυγιά των καθημερινά καταδιωκόμενων λέξεων ολόσωμες να σπαρταράνε στις πλατείες - ποιήματα για πώληση ποτέ δεν έγραψα - κι ενώ το αστικό των έντεκα καταφθάνει μεταφέροντας τη νύστα των επιβατών. Δεν είμαστε θρόισμα πυροβόλου όπλου να εκτελούμε αθόρυβα το πεπρωμένο μας μα όταν βραδιάζει αποδεκατίζουμε χάπια ώσπου να στεγνώσει η λύπη στο πάτωμα ύστερα ενός λεπτού σιγή για τα περαιτέρω για τα συρματοπλέγματα της αποξένωσης. Κοιτάζω το ξερό βερνίκι των νυχιών σου και την πιάτσα των ταξί που αυξάνονται δεν ξεχωρίζω πια αφίξεις από αναχωρήσεις εγώ που ποτέ δεν ήμουν κάτι συγκεκριμένο μονάχα έπασχα από εξαγριωμένη νεότητα τώρα πάνω στο κορμί σου απανθρακώνομαι ασχέτως αν ποτέ πραγματικά δεν υπήρξα. ΚΙ ΑΝ ΑΝΤΕΞΑ Τίποτα δεν θα χωρέσει τη φωνή που πλημμύρισε το δωμάτιο ξεχείλισαν τα σταυροδρόμια της γης με κάθε λογής λεκτικές υπερβολές κι όσο σε χάνω απ’ την παλινδρόμηση τόσο σ’ αγγίζω μέσα στα ποιήματα στις σελίδες των αποχωρισμών πάνω σε ακρογωνιαίους λίθους κι απόκοσμες νυχτερινές εξάρσεις. Τα αδιάβροχα ετοιμάζονται να μπουν πάνω στα σώματα των δημίων η σιωπή του ερημωμένου δάσους και τα τσιγάρα ποτισμένα με αλκοόλ. Η υγρασία κυκλοφορεί στις φλέβες στάζουν απόψε τα αδιέξοδά μας κι αν άντεξα είναι γιατί ήμουν μικρός για να κατανοήσω την έκταση της ήττας. ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ Μια καταιγίδα που περιμετρικά σπάει σε φέτες σαν καταβύθιση της πιο πειναλέας τελετουργίας η υγρασία αρπάζεται από το πόμολο της πόρτας κι είναι σαν τον ταριχευμένο ασκητή της ερήμου όπως η θύμηση έξω από το έρημο ταχυδρομείο. Τώρα μπορείς να ψηλαφίσεις τις σημειώσεις σου να δέσεις με επίδεσμο το κατάλευκο στόμα τους να αναστρέψεις τη φορά εισόδου στο νοσοκομείο απολύτως βέβαιος για την αύρα της αιωνιότητας. ΤΟ ΙΖΗΜΑ ΠΟΥ ΑΦΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ Αφότου η θάλασσα καιγόταν σαν τσιγαρόχαρτο κι ο οιωνοσκόπος σαβούρωνε όλη τη μεσαία τάξη κατέφθασε η νέα διχοτόμηση της ανθρωπότητας βουτηγμένη στις εκκρίσεις των γαστρικών αδένων πανευτυχής για το λιωμένο μολύβι που εκτόξευε έχοντας μια γρατζουνιά αποδιοπομπαίου τράγου έναν τρύπιο πνεύμονα κατάφυτο από κυψελίδες. Με κοίταζες περίλυπο να ασκητεύω στο κορμί μου εξοστρακισμοί κυττάρων από την οπίσθια θύρα πάνω στο δέρμα να αποξηραίνω τα οδοφράγματα ρωτώντας συνεχώς τις εφημερεύουσες νοσοκόμες κατά πού πέφτει το παυσίλυπο της αμνημοσύνης. ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ Όταν μέσα στο έρεβος αιμορραγεί ο χρόνος κι εγκάρσιες τομές χαράζουν τον ισημερινό όταν το θρόισμα της θάλασσας δονεί τον ήλιο και τα πεύκα παρατάσσονται σε θέση μάχης όταν η υπηκοότητα του σπέρματος έχει δρόμο μέχρι να αφομοιωθεί από την κανονικότητα κι ο προβολέας πέσει σε αρχέγονα εγκαύματα είναι καιρός για επαναπροσδιορισμό της ζωής στο μέτρο βέβαια που δεν επηρεάζει τη μνήμη. Μετά τη συγκομιδή της ίδιας μας της ύπαρξης ας ξεσπάσουμε σε αυθόρμητα χειροκροτήματα ξέροντας καλά πως τίποτα δεν μένει για πάντα εκτός από δυο τρία στραπατσαρισμένα κόκαλα που κοσμούν στοργικά τους πρωινούς κήπους. ΕΠΙΚΛΗΣΗ Σ’ ΕΝΑ ΦΟΒΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Ο φόβος – ο ετεροθαλής αδερφός μου - που κατεβάζει σφηνάκια τα μεσάνυχτα ποτίζοντας χειρόγραφα και περγαμηνές αφήνει διάκενα ανάμεσα στα σύννεφα και απομυθοποιεί την απάτη της μέρας που καταπιάνεται με ό,τι δεν τον αφορά από θεατρινισμούς μέχρι κορναρίσματα χώνεται στους ιστούς του κάτω κόσμου και στον βυθό που αυτοκτονούν οι δύτες στη ραχοκοκαλιά του αδηφάγου κενού στις φλέβες της ιδιωτικής μου μοναξιάς μετά παίρνει τον δρόμο της επιστροφής κατά τις πέντε και μισή, φορώντας γάντια για να μην αφήσει κανένα σημάδι ενοχής κι εγώ σ’ ένα ξέστρωτο βρόμικο κρεβάτι να σωριάζομαι αυτάρκης από ημικρανίες. ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Η γενιά μου ένα ηλίθιο βλαχοτονικό σύστημα με εμβαδόν όσο δυο φορτηγά με ρολά υγείας τοίχοι με συνθήματα που χρήζουν ψυχαναλυτή καταμεσής του δρόμου σώβρακα και φανέλες. Στα τσακίδια όλοι οι μοντέρνοι εργασιομανείς τα υψηλής διανόησης ανθεκτικά πυρότουβλα λέξεις ψόφιες καμώνονται πως είναι αρμόδιες να αποδελτιώσουν την παραπαίουσα αισθητική. Μη με διακόπτεις όταν τουφεκίζω αποτσίγαρα στην ουσία τα εμπλουτίζω με έναστρες μνήμες. ΑΒΥΣΣΟΣ ΔΥΟ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ Δεν είναι του χαρακτήρα μου να εκλιπαρώ αλλά δώστε μου φεγγάρια να τα μαγαρίσω αλεξικέραυνα να τα ταράξω στις καταιγίδες να αποδείξω ότι το κάρβουνο είναι πιο χλωμό κι απ’ την ομίχλη που εμποτίζει το παράθυρο το σάλιο σου να καταπιώ σαν προκαταρκτικό του έρωτα που εκσπερματώνει στα κουφάρια κι ο ιδρώτας να φτύνει θειάφι στα φορέματα μια άρρητη συνεκφορά να αρθρώσω κι εγώ τη νύχτα αυτή που οι διακόπτες δεσμεύονται στο πιο εκκωφαντικό σκοτάδι της χιλιετίας. Ύστερα οι φάλαγγες της Ιστορίας θα ηχήσουν κι όποιος προλάβει να σώσει το τομάρι του εντούτοις τα πιο διεγερμένα σπερματοζωάρια θα διεισδύσουν στους απροστάτευτους κόλπους ενώ στα αμφιθέατρα οι φοιτητές ανυποψίαστοι θα βοσκάνε γνωσιολογική εαρινή αποβλάκωση κι όταν σφυρίξουν τα τρένα για το παιδομάζωμα στο βάθος της ψυχής μου θα γίνει της πουτάνας. Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ Λαθρέμπορος του κίβδηλου παραδείσου ορτύκια φλυαρούν με τους πρωτόπλαστους κωφάλαλοι διαδηλώνουν στη Νοηματική μετά τους ψεκάζουν τα σοφά εντομοκτόνα ανέκαθεν ήμουν θεατής του ολοκαυτώματος ήμουν η φλόγωση του πιο ξενέρωτου φιλιού ή ακόμα ένα τελείως ανεπαίσθητο μαχαίρι που ματώνει το λεπίδι του πάνω στο αφρολέξ. Μέσα σε μια θερμοκοιτίδα συγκατοικούνε οστεοβλάστες και κάθε λογής νεκρά κύτταρα φιλήδονα ενίοτε και άλλοτε πάλι φοβισμένα όλα τα εμπεριέχω μα κυρίως σπασμένα μάτια για να μη βλέπω το φρικτό τέλος που έρχεται. ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ Ίσως εγκαθιδρύσω αποικία στα μάτια σου στερεότυπο δεν είναι η φωνή μου αλλά εσύ που όλα τα ορατά τα έκανες ακριβοθώρητα έτσι θα επιβιώσεις στο φως της μετριότητας με δαίμονες αχαρτογράφητους κι αριθμούς ύστερα θα γίνει χίλια κομμάτια το φεγγάρι κι οι φλέβες του μια κατακόκκινη υδρορροή το πρωί θα αδειάζω τασάκια στον ακάλυπτο και της νιότης σκουριασμένες σιδερόβεργες. Ώσπου να τιθασεύσω τα ερπετά του μυαλού να συντρίψω τους παγετώνες του μέλλοντος κι εκείνη την κυριακάτικη αιθαλομίχλη σου θα σε κατακρημνίζω οριζοντίως και καθέτως μέσα σε μια καθημερινή στέρφα αιωνιότητα. ΤΟ ΠΟΥΛΙ Τι απέγινε εκείνο το δυστυχισμένο πουλί που φώλιαζε χρόνια κάτω από το στρώμα έξω απ’ το τζάμι το είδα τελευταία φορά ρακένδυτο να τετραγωνίζει τη μοναξιά έκτοτε βυθίστηκε μέσα στη μνήμη μου. Δεν έχω καμιά ένδειξη για την τύχη του ανίχνευσα τα φτερά του στη Μεταφυσική μα ήταν μια αναμενόμενη απογοήτευση ένα ναρκοπέδιο κατακόρυφων πτώσεων. Χρειάζεται αναψηλάφηση της Ιστορίας να πάψω να ολισθαίνω στον ορθολογισμό τα λόγια μου να συντριβούν στα σύννεφα να παρακμάσει πρωτίστως κάθε αλαζονεία μήπως και βρεθεί εκείνο το δύστυχο πουλί. ΑΙΜΟΚΑΘΑΡΣΗ Είναι αδύνατη η μεταφορά της θλίψης μέσα σε φρεσκοπλυμένα πουκάμισα η αποφόρτιση της Κυριακάτικης μέρας από τη μελαγχολία όλης της βδομάδας πρόκειται για μη αναστρέψιμο θάνατο σ’ έναν κόσμο χωρίς αντανακλαστικά. Το μέλλον σαν το αχαλίνωτο κενοτάφιο αφοπλισμένο και αρκούντως πνιγηρό πριν καλά-καλά στεγνώσει απ’ τη βροχή περιχαρακώνεται σε μια μικρή αχιβάδα τα σπλάχνα του ανήλιαγα και πένθιμα προσαρμοσμένα στην καινούργια εποχή. Αιμορραγία στο σώμα που συνωστίζεται μέσα στις ακαθαρσίες του πνεύματος. ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ Το υποκείμενο μιας γερασμένης νιότης ένας άσωτος υιός που εφευρίσκει μέρες να ξεχαρβαλώσει όλο το οικοδόμημα το σώμα του να βάλει σε χαρτοφυλάκιο στη λάσπη να επενδύσει, στη γυμνότητα στην αίθουσα του γκρεμισμένου σινεμά. Η μνήμη μικρή φιλαρμονική ορχήστρα περιχαρακώνοντας τις έρημες πλατείες με πιάνο, τσέλο και ξεκούρντιστα βιολιά μετά στην αρχαία αγορά να ξεβρακωθεί να αποφορτίσει το μελαγχολικό κλίμα. Και βλέποντας το σήμερα να καταρρέει ν’ αγκιστρωθεί στο θράσος του μέλλοντος ξεσκίζοντάς μου τον σιδερωμένο γιακά. ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ Έχω γατιά να συντηρήσω μια κουρελού να υφάνω να βάλω το τρένο στις ράγες έτσι εύκολα δεν ξεμπερδεύω. Κι από τότε που η φωνή κολυμπάει στα παράσιτα από τότε που τα νεφρά μου ενώθηκαν με τα οστά βρήκα επιτέλους τον έρωτα να παρακμάζει στη σιωπή την άβυσσο να περνά ξυστά απ’ το τρύπιο μαξιλάρι. Αν πρέπει να δηλώσω ρητά την εξαφάνισή μου θα ζητήσω αναψηλάφηση όλων των ποιημάτων μου και μετά θα εξαϋλωθώ. ΚΛΙΝΗΡΗΣ Καταχείμωνο εισέρχομαι σε θερμοκήπιο όχι σαν ψάρι που σπαρταράει χαράματα ούτε σαν το αποκεφαλισμένο μπλε κοράκι που βόσκει ημιλιπόθυμο στις υγρές ράγες μα σαν ένα εξουδετερωμένο περίστροφο με όλη του την αβάστακτη προϊστορία τότε που βλαστημούσα κι ας μην ήξερα πόσο κοστίζει τελικά ο ενταφιασμός μου. Πιστή ερωμένη δεν μου απέμεινε καμία ακόμα και η ταχύτητα της γραφής εξόκειλε και μένω κατάμονος σε τούτο τον πλανήτη με φωσφορίζοντα ονόματα στο δεξί χέρι ενώ στο άλλο θραύσματα από λαμαρίνες να στριμώχνονται κάτω από τη μασχάλη επωάζοντας μνήμες και γεγονότα τρομερά. Όλα τα απορριφθέντα λάθη με πονούνε ειδικότερα αυτά που δεν τα γνώρισα καλά και οι σκαπάνες τα έβγαλαν στην επιφάνεια έτσι που να μην μπορώ πια να κλείσω μάτι παρά να κάθομαι κλινήρης στο παράθυρο και να καταστρώνω τον επόμενο χαμό μου. Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ Μη διακόπτετε την αγοραπωλησία του ήλιου άραγε θα ξαφνιαστούν οι κορφές του Ολύμπου η τέταρτη διάσταση των απανταχού χρωμάτων ακόμα η αναίδεια της κάθε λογής μεταφυσικής ιδού και τα πειστήρια της βιωματικής γραφής ξοπίσω να διαδηλώνουν φρέσκοι παράδεισοι και το φεγγάρι ο θυρωρός των πρωτόπλαστων. Τότε πήρα τον λόγο και έσπασα τη φλεγμονή σηκώνοντας στους ώμους μου τα φωνήεντα ενώ τα ωάρια της αβύσσου έψαχναν τη μήτρα για να επωάσουν τον πιο ψυχρό ορθολογισμό κι ανάμεσα στις κλωστές και τις κουβαρίστρες διέκρινα αγέρωχη τη χαράδρα του Βίκου ύστερα ακούμπησα τα ιμάτιά μου στο χώμα σίγουρος για τη γυμνότητα των ορυχείων. Σαν τετραγωνισμένος κύκλος έμοιαζε η φύση κι από ψηλά έπεφτε μια ακατονόμαστη βροχή. ΔΕΝ ΞΕΡΩ Δεν ξέρω ποιος άναψε τη φωτιά πάνω στην ακμή της ξηρασίας δεν ξέρω να περιορίζω τη μνήμη όταν αυτή απρόσμενα εισβάλλει ούτε να της αφαιρώ το μεδούλι δεν ξέρω πώς παίζεται η φρίκη ποιος μοιράζει τους ρόλους τι λέξεις συμπυκνώνουν το κενό ιδιαίτερα αυτό που είναι ορατό όταν πλακώνει η άγρια νύχτα δεν ξέρω τι λογής οντότητα είμαι αν έχω σώας τα φρένας ακόμη ή αν παρεκκλίνω μέχρι αηδίας δεν ξέρω να σε μεταχειρίζομαι είμαι μάλλον εραστής πιστός αντέχω τις ένοχες συγγνώμες και κυρίως όσες σε αθωώνουν δεν ξέρω να λειτουργώ αλλιώς έτσι θα παραμείνω για πάντα ένα σφαχτάρι του ιππόδρομου. ΔΡΟΜΕΑΣ Νευρικός κλονισμός στα χέρια όταν κρατούν την απουσία μου στα σεντόνια φαρδιά εγκαύματα αποκαλύπτουν το εύρος του κενού που μπαίνει από το παράθυρο τα σπλάχνα μου κοιτώ αφηρημένα κομψοτέχνημα του θανάτου, λέω για τις δύσκολες βροχερές μέρες είναι απόγευμα, η άνοιξη αργεί διπλώνω τις κάλτσες μου ήρεμα ακούω απ’ το ραδιόφωνο μουσική συμβίωση αναγκαστική με μένα όσο κι αν τελώ υπό αμφισβήτηση δεν είμαι και για πολλές φλυαρίες στις φλέβες τα αποκαλυπτήρια της μέχρι τώρα διαδρομής μου φουσκώνουν οι καρποί που αγγίζω σαν βρεγμένοι και ετοιμόγεννοι παραμένω δρομέας του ουρανού που δεν κόβει ποτέ του το νήμα. ΜΑΤΑΙΩΣΗ Να ματαιώσουμε την ομαλή ροή της υφηλίου και τα τηλεοπτικά δίκτυα που τη σιγοντάρουν την ακατάσχετη αιμορραγία των ψυχιατρείων από τους καθώς πρέπει δηλωμένους τρελούς την κάμερα που απαθανατίζει χωρίς συστολή τις ερωτικές επιδόσεις της τρομερής εξουσίας. Να ματαιώσουμε τις σημαίες που ανεμίζουνε κατάστικτες από μοναξιά στα δημόσια κτίρια τις βραδινές επελάσεις ταγμάτων κουνουπιών πάνω στο χέρι μιας κατάκοιτης ηλικιωμένης την απεραντοσύνη του χαώδους σύμπαντος που εισχωρεί τις νύχτες σε ευαίσθητες ψυχές. Να ματαιώσουμε τον εφησυχασμό της ζωής και την ανασφάλεια της έννοιας του θανάτου τα αδιάφορα βλέμματα των μικρών παιδιών που επεξεργάζονται το αβέβαιο μέλλον τους το ουρλιαχτό που ακούγεται από το ισόγειο τα ξημερώματα μιας κρύας βροχερής μέρας. Να ματαιώσουμε τη ματαίωση της άνοιξης από τους αλιτήριους παραχαράκτες της γης τα μισοσκότεινα καταγώγια της μελαγχολίας που συνωστίζονται ταλαιπωρημένα σώματα τα κατώτερα συμπλέγματα των βασανιστών τη στιγμή που εξευτελίζουν τα θύματά τους. Να ματαιώσουμε τη δική μου σαχλή φωνή που νομίζει ότι κατέχει τη μοναδική αλήθεια. ΤΡΙΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Μας κουμαντάρουν οι πέτρες στα νεφρά μας εξαϋλώνουν οι φλεγμονές του τίποτα δεν μπορούμε να ουρήσουμε τη μοναξιά ούτε να στραπατσάρουμε πια τον θάνατο η ζωή κυλάει σαν το αναπηρικό αμαξίδιο ο χρόνος επινοεί καινούργιες αυταπάτες το υπερηχογράφημα θολώνει πάλι τα νερά οι νοσοκόμες φορώντας άσπρες μπλούζες προετοιμάζουν το έδαφος για την άβυσσο η θεραπευτική αγωγή απέτυχε παταγωδώς πηδάμε απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου σε μια νέα απροσδιόριστη τρίτη διάσταση. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΑ Πρώτα εκείνη του αντιμίλησε μετά έπιασε τον ήλιο να κρατηθεί ξαφνιάστηκε από τη φωτοχυσία ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα κι η φύση σε απόλυτη νηνεμία. Κλότσησε τον τενεκέ με μανία με την περηφάνεια της στο ζενίθ. Ο σαρωτής της μνήμης ξέσπασε σαν να επρόκειτο για ξεκαθάρισμα τα κορμιά μαζεύτηκαν στην πυλωτή και περίμεναν με ανυπομονησία. Αυτή ξαφνιάστηκε και τον κοίταζε με όλο το ερημωμένο βλέμμα της στον δρόμο έτρεχαν τα ασθενοφόρα να προλάβουν κάποια ευθανασία. Ωστόσο δεν έλεγε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της δεοντολογίας θυσίαζε το αριστερό της ημισφαίριο στον κατακερματισμένο χωροχρόνο και το δεξιό στην αντιληπτική πλάνη. Σε λίγο ξημέρωνε ένας άλλος κόσμος έλκηθρα έσπαζαν τον γύψο του κακού πολυφωνικά σχήματα στα κύτταρά της εξημέρωναν τα συσσωρευμένα πάθη. Τότε αυτός γέλασε ανακουφισμένος και βγήκε για την πρωινή του βόλτα. ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
Η ηθοποιία ποτέ δεν ήταν ποίηση. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Φανταστείτε δυο αυτόχειρες στη βροχή. Ανάμεσά τους ο θιασάρχης να μετρά τις εισπράξεις της βραδιάς. Μετά πηγαίνουν σπίτι μούσκεμα κι ολοκληρώνουν τον ρόλο στο δωμάτιο. Η γάτα τούς κοιτά απορημένη. Ξαπλώνει πάνω στο στήθος τους και ακούει τους σφυγμούς της καρδιάς. Υπάρχουν πολλών ειδών θάνατοι. Ο πιο ανώδυνος θέλει πείρα και λιωμένες σόλες στα παπούτσια. Περιμένοντας να σταματήσει η βροχή σκέφτομαι ότι ποτέ δεν υπήρξα. Τουλάχιστον έτσι όπως φαίνομαι. Ο σκηνοθέτης έβαλε το χεράκι του. Τέλος πάντων να μη σας ταλαιπωρώ. Είναι άλλοι πολύ πιο αρμόδιοι να ερμηνεύσουν τα θεατρικά. Εγώ απλώς αποστειρώνω τις λέξεις όταν αρχίζω να υποκρίνομαι. ΚΛΕΙΣΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ Εν αναμονή του τέλους μου. Σε πλειστηριασμό οι ορμόνες. Πέρα από την πλάκα πενθώ τα μονίμως χαμένα χρόνια. Ίλιγγος της τελευταίας στιγμής. Ίσως ήμουν ένα περιστατικό από τα χιλιάδες καθημερινά στα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Κάτι που δεν παίρνει ανάλυση γιατί στραβώνουν οι αισθητήρες. Η επικόλληση των ροών μνήμης θυμίζει πολιτιστικά δρώμενα σε άδειες παγωμένες πλατείες. Και βέβαια η μισάνοιχτη πόρτα που οδηγεί στον μονόδρομο. Τα πιο αντιποιητικά πλάσματα οι ποιητές την ώρα του θανάτου. ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙΡΟΥ Τελικά απέτυχαν οι προβλέψεις. Ο σπασμένος ορίζοντας στο βάθος αποδείχτηκε ανίκανος να πονέσει. Έτσι θα σηκώσω εγώ το βάρος της επόμενης πρόγνωσης καιρού. Άλλωστε τα φορτωμένα σύννεφα δεν παγιδεύονται απ’ την επιστήμη. Δεν νοείται σταγόνα ελεγχόμενη το βλέπεις στα μουσκεμένα ρούχα. Ποτέ δεν συμβαίνει το αντίστροφο. Αυτό που ονομάζουμε υγρασία έχει κάθε λόγο να κρατά ομπρέλα. Ειδάλλως ακυρώνεται το ποίημα. Κι αν δεν έχεις τίποτα να χάσεις θα υποστείς τον ήχο της σταγόνας. Εγώ βέβαια θα έχω ήδη στεγνώσει. ΤΟ ΤΡΕΛΟ ΜΟΥ ΞΥΡΑΦΙ Σαν να λέμε το ξυράφι και ο κόσμος του. Το ακαριαίο σοκ του κοψίματος και η τομή αλλεπάλληλα εγκεφαλικά. Μόνο από ειρωνεία δεν πεθαίνεις. Κατά τ’ άλλα σου ξυρίζουν τα κρίματα με ακρίβεια χειρουργικής επέμβασης κι όποιος αντέξει την ευθύνη του αίματος. Επειδή ποτέ δεν μάθαμε να πενθούμε ξεριζώνουμε οτιδήποτε δεν είναι δικό μας στο τέλος πληρώνουμε τον λογαριασμό: δυο μπαταρισμένα υπερωκεάνια σέρνουν στα δικαστήρια τον ναυπηγό. Εδώ κάπου τελειώνει η διήγηση. Το δικό μου σημάδι υπερφίαλο όπως πάντα λίγο απέχει απ’ το να με βγάλει τρελό. ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΜΕΤΡΗΜΑΤΟΣ Πολλές φορές από ένα σταματημένο ρολόι βγάζουμε πιο χρήσιμα συμπεράσματα από ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για τον χρόνο. Κανονικά θα έπρεπε να μην υπάρχουν λέξεις. Παρά ταύτα ξέρω να ξεχειλώνω το τραγούδι. Μονάχα μια επανάληψη του αχ είναι αρκετή. Βέβαια δεν υπάρχουν ενοχοποιητικά στοιχεία για να αποφανθούμε αν η θλίψη έχει ρεφρέν. Τελικά ό, τι και να κάνεις πάντα θα σπας πιάτα. Ο πρωινός καφές θα σε παραπέμπει στον Θεό να επιληφθεί αυτός για όλα τα περαιτέρω. Κατάλαβα από καιρό πως τα κομμένα δάχτυλα μετρούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον χρόνο. ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ ΑΣΘΕΝΗ Η νύχτα λύνει τα χέρια της όρασης. Ποτέ δεν συμβαίνει το αντίθετο. Είναι εκνευριστικό να ψάχνεις ουρανό και να βρίσκεις στραγγισμένα σύννεφα. Η συνταγογραφία που προτείνεται δεν ενδείκνυται για τον ασθενή. Τον τοποθετώ σε δοκιμαστικό σωλήνα. Πρώτη φορά συνομιλώ με ένα κύτταρο. Τα χειρότερα μικρόβια μην τα φοβάσαι ξέρουν να βόσκουν και πάνω στο δέρμα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το νερό και γιατί εξακολουθεί να με μιμείται. Κι αν ακόμα ήθελα να αφυδατωθώ με περιορίζουν τα μουσκεμένα σπίρτα. Σε τελική ανάλυση προτείνω ευθανασία. Η μεγάλη μου αγωνία δεν είναι πού πηγαίνω αλλά αν ακόμη εξακολουθώ να έρχομαι. ΤΥΦΛΟΣ Κάθε Σεπτέμβρη τα φώτα σπάνε πιο εύκολα. Εξάλλου κανείς δεν θέλει να δει τα συντρίμμια. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ποιότητα της μοναξιάς: το σκουλήκι στο χώμα που σέρνεται αδιάφορα τα εγκαταλελειμμένα ορυχεία εξαγωγής θλίψης. Όμως το παρόν είναι ανυπεράσπιστο και κινδυνεύει. Δεν δαπανώ άλλο μελάνι να εξιστορώ ανακρίβειες. Μου αρκεί που και το φετινό φθινόπωρο είμαι τυφλός. ΠΛΑΝΟ ΕΠΙΣΚΕΥΗΣ Ευτυχώς δεν κινδυνεύεις με λιντσάρισμα παρότι η αλήθεια κρέμεται από μια κλωστή. Στην ουσία η μνήμη σού επιδαψιλεύει χρόνο να επιδιορθώσεις τις ρόδες της μοτοσικλέτας. Τα φρένα ποτέ δεν παθαίνουν υπερκόπωση. Η προϊστορία αυτού του ανθρώπου στη σέλα περνάει μέσα από ένα δερμάτινο μπουφάν και καταλήγει στην πιο σκουριασμένη αλυσίδα. Πενήντα δύο χρόνια αλητείας στα σύννεφα κι ούτε ένα αερόστατο να σηκώσει τη θλίψη. Όπως βλέπετε κι απόψε επισμαλτώνω σώματα. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Ίσως να μην υπάρξει ποτέ μια δεύτερη φορά. Γιατί ο Σεπτέμβρης είναι πάντα επώδυνος και ειδικά τις νύχτες που πλησιάζει το τέλος. Δυο πεταμένα ντεπόν κάτω απ’ το κρεβάτι κι η χαλασμένη βρύση που πρέπει να κλείσεις. Οι αρτηρίες σαν κλειστό αιμάτινο κύκλωμα. Όμως πάντα ξεχνώ το σωσίβιο στο μπαλκόνι. Κατά γενική ομολογία τα χέρια είναι νεκρά. Μένει να το επιβεβαιώσουν οι γραφολόγοι. Αυτό σημαίνει σπατάλη άσκοπων χειραψιών και σωροί λέξεων στον δοκιμαστικό σωλήνα. Νομίζω ότι η φύση του ανθρώπου με οδηγεί στην πιο υποκειμενική γραφή της Ιστορίας. Ακόμα κι οι χρονολογίες θέλουν επαλήθευση. Καμιά επιστήμη δεν θα μου φέρει το καλοκαίρι τουλάχιστον έτσι όπως το βίωσα εγώ φέτος. ΙΣΟΠΑΛΗ ΗΛΙΚΙΑ Κι όμως κάτι με κάνει έξαλλο. Ίσως γιατί από παιδί άναβα φωτιές αλλά δεν έβλεπα το μονοπάτι. Τελευταία κατασκηνώνω στο χαλί. Όλο το βράδυ κόβω νήματα. Με όλα αυτά που συμβαίνουν η ενηλικίωση μοιάζει φορτηγό. Μετρώ τα διαφυγόντα σώματα. Εδώ που τα λέμε ποιος είμαι εγώ που θα καθορίσω τα μελλούμενα; Μερικές φορές σταυρώνω τα χέρια και δεν περιμένω απολύτως τίποτα. Η σήψη που λέγαμε εμφανίζεται όταν η αφή αναμειχθεί με την ακοή. Τότε αγγίζεις ήχους σπασμένους. Η ομοιότητα του λίγου με το πολύ είναι ένα άδειο βάζο χωρίς νερό. Στον πάτο κατοικοεδρεύουν πόνοι. Η ισοπαλία θα ήταν μια τίμια λύση. ΑΤΑΚΕΣ Περιορίζομαι σε μερικές ατάκες. Ο ουρανός ασφυκτιά από βροχή. Υπό την απειλή των πολυβόλων το ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εντός δύο ωρών ο απολογισμός. Βέβαια κανείς δεν ήθελε τα λύτρα. Κατά λάθος βρέθηκα αντιμέτωπος με το πιο απαισιόδοξο σενάριο - φταίει και η θεατρική μου ένδεια - Ο πιο υπολογίσιμος αντίπαλος απέχει δεκάδες στάδια απ’ το τερέν. Στον μεγεθυντικό φακό οι ψιχάλες. Αρκεί που δεν διψάσαμε για όλα. Ποτέ δεν ήμουν υπεράνω θεών. Εναπόθεσα τις ελπίδες στον φάρο. Αποποιούμαι οποιαδήποτε ευθύνη. Όσοι με διαβάζετε στρίψτε δεξιά και θα συναντήσετε τη γάτα μου. ΟΡΑΣΗ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΥΦΛΟΥΣ Γιατί βιάζεσαι να υποδυθείς την απουσία; Η φυγή δεν έχει να κάνει με την όραση. Ο, τι δεν βλέπουμε αυτό μας ταξιδεύει. Και κανείς τυφλός δεν έπεσε απ’ τα σύννεφα. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να οραματίζεσαι τα κουρέλια της παιδικής ηλικίας κι η ψυχολογία να σηκώνει τα χέρια ψηλά.. Ίσως ένα σπασμένο γρανάζι της μνήμης επαναφέρει τη λογική στη θέση της. Παρά ταύτα ξεκινώ ασκήσεις ορθοφωνίας να απαγγέλω δυνατά αυτά που δεν είδα. Κι έτσι ο δρόμος θα είναι πάντα με στροφές. Περισσότερο όμως με απασχολεί η νύχτα που δεν αποκαθηλώνεται ποτέ πριν την αυγή γιατί και το σκοτάδι θέλει μια ήπια διαχείριση. Εν τέλει τα μάτια είναι φυλακή του σώματος. Μη με κοιτάς λοιπόν έτσι κατάματα αν θέλεις πραγματικά την ελευθερία σου. ΘΗΤΕΙΑ Τα πενήντα χρόνια θητείας μου στο νερό κι απέμεινα ένας στεγνός γραφειοκράτης. Δεν ξέρω τι σημαίνει να βρίσκεσαι σε κύκλο και να περιεργάζεσαι συνέχεια τετράγωνα. Ίσως ο φόβος επιστροφής στο ίδιο σημείο. Περνάνε οι βδομάδες κι οι κρεμασμένοι σκυμμένοι τα βράδια σε ένα γραμμόφωνο ακούνε όλη τη ζωή τους να ξεδιπλώνεται. Κάποτε με κοιτούν αστραπιαία οι κίνδυνοι κι εγώ αλλάζω καρέκλα για να τους ξεφύγω. Απορημένος τεντώνω το νευρικό σύστημα ή άλλες φορές το πνίγω σ’ ένα ποτήρι κρασί. Τελικά οι Δευτέρες είναι επικίνδυνες μέρες γιατί με οδηγούν με ακρίβεια σε λήθαργο. Οι σωσίες μου με ακολουθούν καθημερινά ακόμα και στα υπόγεια γκαράζ της πόλης. Κι όταν βραδιάζει κοιμούνται στον καναπέ ανάμεσα σε γάζες, ιώδια και βλαστήμιες. Όπως καταλαβαίνετε δεν έχω πια πρόσωπο μονάχα μια λακκούβα βαθιά στο μέτωπο κι ένα ηλεκτρικό καλώδιο για τα περαιτέρω. ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΟΣ Και όπως ήταν φυσικό αντέδρασα σαν τον μαραθωνοδρόμο στο νήμα που και μετά τον τερματισμό τρέχει. Πίσω του ακολουθούν ιπτάμενα τρένα μύγες, κουνούπια και βρόμικος αέρας. Με βλέπει ο αφέτης και χαμογελά. Υπάρχουν αθλήματα χωρίς φινάλε και οι συμμετέχοντες κυνηγημένοι. Ούτε κουβέντα βέβαια για απονομές. Κι οι θεατές επισφραγίζουν την ήττα. Προσπαθώ να ταξινομήσω τον χρόνο σε μικρά φακελάκια πράσινου τσαγιού. Δεν υφίσταται θέμα απώλειας βάρους. Ο ρόλος μου πολύ πιο συγκεκριμένος. Κάθε νύχτα καρφώνω στο άπειρο παρανομαστές ουρανίων κλασμάτων. Και ο ύπνος γεμίζει με μετεωρίτες. Με βρίσκει το πρωί ακόμη να τρέχω μέσα σε ένα βαθύ προκάλυμμα ομίχλης προάγγελος της μεταθανάτιας τιμωρίας. ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ Έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταμαι. Μονάχα σεντόνια διπλώνω σε ένα ιδεατό ξενοδοχείο. Δεν θέλω να περνιέμαι απλώς για ένα πρωθύστερο σχήμα. Δεν θέλω επίσης να νομίζετε πως μου αρέσουν τα θαύματα. Δεν έχω καμία αρμοδιότητα να μιλώ για το μαράζι της γης. Το αίμα στο τελευταίο βαγόνι ισοδυναμεί με αποχαιρετισμό. Κι οι καταστάσεις δύσκολες περισσότερο όταν δεν γράφω. Ανάμεσα στο έαρ και στο φως πάντα παρεμβάλλεται το χιόνι. Ίσως κάποτε να μας βρούνε μέσα σε ένα σπασμένο γυαλί. Κι απ’ έξω τα δεκαδικά ψηφία. Η αλήθεια βρίσκεται στη μέση. Γιατί κι ο Θεός έχει τρυπάνι που το ενεργοποιεί όταν θέλει. Εδώ σταματώ την ανάγνωση. Για όλα υπάρχει μια εκεχειρία. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Το κέντρο του αίματος με πολιορκεί. Λίγη φαντασία κι ανοίγω νοσοκομείο. Το τραύμα ένας ανισόπεδος κόμβος σε αυτοκινητόδρομο ταχείας σήψης. Αντίλαλοι του Λειβαδίτη αντηχούν. Ψάχνω πάντα την αλητεία του στίχου. Τη βρίσκω στη μούντζα των ποιητών. Στο φώτο φίνις η ανεπάρκειά τους. Κι αν η γλώσσα είναι το χειρουργείο της κάθε εκδοτικής υπερπαραγωγής προτιμώ τα υπόγεια οινομαγειρεία. Γιατί το αίμα κάποτε γίνεται κρασί. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ Δεν είναι το φεγγάρι που υποτροπιάζει δεν είναι ο Μινώταυρος της Ιστορίας. Το κομβικό σημείο βρίσκεται αλλού. Για παράδειγμα υποδύεσαι τη βαλίτσα που ξεχειλίζει από υπερπόντια ταξίδια. Η αναχώρηση ορίζεται για τις δώδεκα. Το χέρι σου και πάλι υποβασταζόμενο. Το γήρας δεν πληρώνει ποτέ εισιτήριο. Με τις πιο μετριοπαθείς προβλέψεις θα χρειαστούμε καμιά δεκαριά πλοία. Οι ενδιαφερόμενοι αρκούντως ψυχροί. Πέραν αυτού καμία άλλη ενημέρωση. Πώς αλλιώς να σου μιλήσω πατρίδα; Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΤΡΟΦΗ Σε καρέκλα τρέχω τα τελευταία μου χιλιόμετρα. Κάτι φωτοτυπίες με κοιτούν αποκαρδιωτικά. Έχω πλήρη ορατότητα της αυτοκτονίας μου. Άλλες φορές πάλι πέφτω σε βαθιά περισυλλογή. Στον τοίχο ανάποδα παρελαύνουν οδοφράγματα. Το οινόπνευμα κυλάει μαρτυρικά στον οισοφάγο. Διαρροή μιας ανεπαίσθητης εγκεφαλικής τρέλας. Μόνο τα μαλλιά μου διασώζονται απ’ την παρακμή. Κι ο κρεμασμένος σκύβει να δει απ’ το παράθυρο το περιπολικό της τροχαίας που τον καταδιώκει. ΤΟ ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ Είμαστε σφρίγος πικραμένων σωμάτων που παίζουνε πιάνο κάτω απ’ τη βροχή περιμένοντας κάποιες καλές ειδήσεις. Από μέρες τα υπερωκεάνια σφυρίζουν και δεν έχουν κανένα πια ενδιαφέρον τα επιπλωμένα δωμάτια του βυθού. Η σκουριά στροβιλίζεται στα κύματα τεράστια όστρακα ανοίγουν και κλείνουν καταπίνοντας τους διασωθέντες ναυαγούς. Προς το παρόν φορώντας μακριά ποδιά καταπιάνομαι με το σερβίρισμα φυκιών. ΑΣΠΙΡΙΝΕΣ Η δίψα για ουρανό συνεπάγεται βροχή. Υπάρχουν όρια ακόμα και στον θάνατο. Να κλείσεις βιαστικά τις αποσκευές σου και να γυρίσεις ανάποδα τον Σεπτέμβρη. Στην τελική να αγαπήσεις τη μοναξιά. Νομίζω όμως ότι απέτυχα παταγωδώς. Το βλέπω καθημερινά στα ποιήματα. Δεν μου δίνουν πια σημασία τα κόμματα. Στο βάθος αναποδογυρισμένα φωνήεντα προέκταση ενός παιδικού τραύματος. Οι εποχές αλλάζουν, ποτέ χωρίς φθορά. Το καταλαβαίνω καλύτερα όταν ξενυχτάω. Στο ίδιο σημείο κολλάει η αιωνιότητα. Δεν ανταποκρίνεται στο ηλεκτρικό φως. Υπό άλλες συνθήκες θα έλεγα πως ζω τώρα πληρώνω την ασυδοσία της μνήμης. Το αποδέχομαι και συνεχίζω να φλυαρώ αγοράζοντας απ’ το περίπτερο ασπιρίνες. ΕΧΕΙ ΠΛΑΚΑ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ Γιατί αλήθεια τόσος θόρυβος; Υπάρχουν σπασμένα τζάμια στο χάος; Κι αν τελικά μαζέψουμε τα γυαλιά σε πόσα χρόνια θα ξαναφυτρώσουν; Θα έπρεπε να ζούμε μόνιμα εδώ. Έχει πλάκα να γεννιέσαι αόρατος και στην πορεία να αποκτάς δέρμα. Βέβαια κανείς δεν ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τα σώματα για να διευκολύνουν τη φθορά. Κι αν πιάσουν κάποτε φωτιά ποιος θα παίξει με τις φλόγες; Θα ζητήσω και πάλι απ’ τη νύχτα να μου σακατέψει τη μνήμη. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ Υπάρχει κάτι που μου διαφεύγει. Φοβάμαι την αντίστροφη μέτρηση κι ακόμα δεν ενηλικιώθηκα. Που σημαίνει ότι απαιτείται κόπος για να μετατρέψουμε τον πόνο σε ακίνδυνο χειρουργικό εργαλείο. Το νευρικό σύστημα κλονίζεται. Παρά ταύτα ο χρόνος δεν έχει Θεό μονάχα καταναγκαστικά έργα. Παραμένω θιασάρχης της μοναξιάς. Οι ρόλοι υπό συνεχή αμφισβήτηση. Αρκεί ένα τσαλακωμένο εισιτήριο για να εκτραχύνει την κατάσταση. Μετά αρχίζουν τα πολύ δύσκολα. Όταν νυχτώνει αδειάζει ο εξώστης. Κατά μια άλλη εκδοχή τελειώσαμε. Στο επανιδείν - αν και αμφιβάλλω. ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ Γιατί λοιπόν συνεχώς αμφιβάλλεις; Η φορά του ανέμου ποτέ δεν ήταν ίδια. Σύμφωνα με τους ειδικούς αποτύχαμε να εκμαιεύσουμε όραση απ’ τα σπασμένα. Η διχοτόμος του κάθε βραδινού πόνου περνάει πάντα από την παιδική ηλικία. Ίσως το πρόβλημα να βρίσκεται αλλού. Σε έναν ανυπεράσπιστο σβησμένο στίχο. Δεν αρκεί η συμπόρευση με την αιωνιότητα ούτε αυτό που λέμε αντίστροφη μέτρηση. Μερικά πράγματα δεν χρειάζονται νυστέρι. Όπως για παράδειγμα ο μουντός ουρανός. Άπαξ και πλημμυρίσουν τα ποιήματα δεν τα σώζει καμία σύγχρονη τεχνολογία. Προτιμώ λοιπόν τα άδεια πουκάμισα από τη γοητεία ενός φαιδρού σώματος. ΑΚΥΡΩΣΗ Υπάρχει κάποιο υποκατάστατο; Για αυτή τη δίψα μιλάω που καρφώνεται στον οισοφάγο και την καταλαβαίνεις νύχτα. Κάποιες φορές πέφτει ο γενικός. Τότε τα νεύρα σμπαραλιάζουν η όραση χτυπάει ενέσεις. Ωστόσο όλοι βλέπουν το τέλος μέσα στα ασιδέρωτα πουκάμισα. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια. Η αποχώρηση συντεταγμένη. Κι έρχεται μετά το τζιτζίκι να ακυρώσει τη σκυταλοδρομία. ΣΕ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΠΤΩΣΗ Η νύχτα σε τεντωμένο σκοινί. Όλοι πρέπει να ισορροπήσουν. Άλλοι πατώντας στην επιείκεια άλλοι σ’ ένα βυσσινί σύννεφο. Από κάτω καιροφυλακτούν οι πιο επικίνδυνες λοιμώξεις. Σε περίπτωση ανάγκης καλέστε τα εφημερεύοντα ψυχιατρεία. Εκεί να δεις άλματα στο κενό ακόμα και στον Ινδικό ωκεανό. Και δεν πέφτουν μόνο άνθρωποι κατακρημνίζονται και ιδέες. Κι άντε μετά να φιλοσοφήσεις. Από παντού αναβλύζουν γκρεμοί. Ο πιο επώδυνος είναι της ζωής. (Καλύτερα να μετράς απουσίες παρά τα σπασμένα κομμάτια σου.) ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤΑΘΜΟ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ Μεταξύ του γκρίζου και του λευκού προτιμώ τα εμπριμέ τραπεζομάντιλα. Δηλαδή πάλι ξεκινήσαμε λάθος κι άντε μετά να μιλήσεις ψιθυριστά. Αυτό δεν είναι καν δικαιολογία αλλά μια πληρωμένη απάντηση. Χρειαζόμαστε επειγόντως ναυαγούς και ένα ανύπαρκτο σχέδιο πλοήγησης. Στον θάνατο χτυπάμε κάρτα από τα πιο άγρια χαράματα δεν υπάρχει καμιά μεσοβέζικη λύση. Εξίσου προβληματικό είναι και το κενό. Ο πραγματικός ίλιγγος του χάους. Ένας έμπειρος ταχυδακτυλουργός θα το χειριστεί με νηφαλιότητα βγάζοντας κομήτες απ’ το καπέλο του. Όμως ο τυχαίος αναγνώστης θα ρίξει τις ευθύνες στον σελιδοδείκτη. Τελικά έχουν δίκιο οι χορτοφάγοι που υπερασπίζονται τα αυτονόητα. ΙΑΤΡΙΚΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ Το αίμα είναι ο μηχανοδηγός του σύμπαντος. Μέσα στα αιμοσφαίρια ριζώνουν οι ράγες. Κι επειδή όλοι οι πλανήτες είναι κατοικήσιμοι (τουλάχιστον αυτό λέει ο κατασκευαστής τους) πληθαίνουν και οι εν δυνάμει εκτροχιασμοί. Απόδειξη όλων των παραπάνω ισχυρισμών τα εργοστάσια παραγωγής ψευδαισθήσεων. Στο υποσυνείδητο κατοικοεδρεύει το χάος. Αυτό που ονομάζουμε και τρίτη διάσταση. Κανένας θεός δεν σώζεται με αιμοκάθαρση. Θα χρειαστούν και μερικές λοβοτομές. ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΟ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ Στο μεταξύ μηρυκάζω τον ήλιο κι είμαι υπεύθυνος για την έκλειψη. Αεροπλάνα γαντζώνουν τον ουρανό. Μονίμως τα δυο χέρια μου ίπτανται. Δεν υπάρχει πιο μονότονη στάση. Σιγά - σιγά ανακαλύπτω τον ίλιγγο και πέφτω στη χαοτική του τρύπα. Η μνήμη το εισιτήριο στην κόλαση. Δεν αναλύω άλλο, όλα προβλέψιμα. Ακόμα κι ο εντοπισμός του χάους. Ό, τι κατατρώει τη μέσα μου σάρκα προκαλεί ένα βίαιο χασμουρητό. Μαύρες σοκολάτες σαν τα σπλάχνα και το ποίημα τεχνητός δορυφόρος. Μετά την εκτόξευση ανοίγω μπύρες για να γιορτάσω την εξαΰλωσή μου. . ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ Κατά βάθος υπάρχουν δρόμοι στον λαβύρινθο της Ιστορίας και δοκιμασμένα ηρεμιστικά. Τα νεύρα περιχαρακώνονται πίσω από κάτι συμπεράσματα περιμένοντας την τελική κρίση. Καταλαβαίνω πια πως νυχτώνει κι αναπολώ την παιδική ηλικία. Έχει κι έναν διαβολεμένο αέρα που σμπαραλιάζει τις αορτές. Περιμένοντας λίγη δικαιοσύνη να στάξει από τα πεδία μαχών παίρνω σβάρνα τις ημερομηνίες των πιο μεγάλων επαναστάσεων. Μου ξεφεύγουν τα ονόματά τους μάλλον γιατί είναι αβάπτιστες. Ωστόσο δεν είχα ποτέ παρελθόν για να δικαιολογήσω τη μνήμη. Μετά ανάβει ένα λιπόθυμο φως κι έχω αρχίσει να τουρτουρίζω. ΦΑΣΜΑΤΟΣΚΟΠΙΟ Το πάθος είναι πυρπολημένο δωμάτιο. Ο καπνός διασκορπίζεται στο σύμπαν βγαίνοντας από την κλειδαρότρυπα. Πιάνω το σκοτάδι και το πολτοποιώ. Το σιωπητήριο ελαφρύ σαν πούπουλο. Μόλις που κατάφερα ν’ ανοίξω διάλογο με την ξεκοιλιασμένη από χρόνια μνήμη. Το ένα μου χέρι παραχαράσσει το φως το άλλο βολοδέρνει στις καμπύλες σου. Εκβράζονται πνιγμένοι στα σκαλοπάτια. Θέτω σε λειτουργία το χρονόμετρο κι αποτελειώνω κάτι παλιά μερεμέτια. Ο φωτογραφικός φακός με απαθανατίζει την ώρα που ο εγκέφαλος γίνεται στάχτη. Δεν είμαι επιζών ούτε και αγνοούμενος. Παίρνω ταξί μήπως και προλάβω το ματς. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ Με μονωτική ταινία τυλίγεις τη θλίψη. Αντιδράς μόνο κατόπιν συνεννόησης. Δίνεις την εντύπωση ενός περαστικού κάθε απόγευμα ακριβώς την ίδια ώρα. Γίνεσαι το συνώνυμο της αμφιβολίας. Κρυμμένος σε παιδικές φωτογραφίες πίσω από αγάλματα και περιορισμούς υποσκάπτεις το σκοτάδι του δωματίου. Οι λέξεις ακροβολίζονται στο πάτωμα. Κι ο ψυχίατρος σου χτυπάει την πόρτα κρατώντας με νόημα ένα χρονόμετρο. ΕΠΙΖΩΝ ΕΝΟΣ ΤΡΟΧΑΙΟΥ Υπάρχουν λέξεις που δεινοπαθούν ανόργανα όργανα κάθε ηλικίας. Στο ταβάνι ο οχετός της σελήνης προειδοποιεί για τα μελλούμενα. Κονσέρβες φασόλια για τη μοναξιά κι η παραπληροφόρηση στην πρίζα. Επιμένω να καταπατώ τον ουρανό αστροναύτης δεύτερης ευκαιρίας. Όσο για τον έρωτα, εγγαστρίμυθος κανιβαλίζει πάνω στο πτώμα του. ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΜΕ ΣΥΝΤΑΓΗ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ Ίσως να ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Κάποτε πέφτω θύμα μιας αυστηρά ελεγχόμενης ομιλίας και τότε ηχούν στα αυτιά μου λεκτικοί περιορισμοί. Κάποιες φορές πηγαινοέρχομαι μέσα στην κουζίνα. Η όσφρηση υποδηλώνεται με το καμένο φαγητό. Παρά ταύτα η ισοπέδωση ποτέ δεν ήταν γευστική. Ο μεθεπόμενος στίχος φαντάζει αποκομμένος κι εγώ αναρρώνω γύρω από τοίχους με αυτοκόλλητα (ναι ρε, είμαι αποκομμένος από όλους, τι θέλεις;) Καλά το κατάλαβα ότι δεν κυκλοφορεί στην αγορά κανένα ακριβές αντίγραφό μου. Μόνο κάτι πέτρες όταν τις σηκώνεις, σπάνε από ανείπωτη μοναξιά. Από κει και μετά ο καθένας τραβάει τον δρόμο του. Ό, τι και να γίνει θα υπάρχω. Στο χάος ή στο χαρτί. Περί του αντιθέτου δεν διαθέτω ακριβείς πληροφορίες μονάχα κάτι πνιγμένα φωνήεντα βαθιά χαράματα. ΩΔΗ ΤΩΝ ΚΑΡΚΙΝΙΚΏΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ Κατά βάση ο καρκίνος είναι μια αίρεση. Το καταλαβαίνεις καλύτερα τα βράδια όταν κάνεις ενδοσκόπηση στα κύτταρα. Η θρησκεία του σώματος αποδομείται. Όταν βιώνεις το τέλος με χρονοδιάγραμμα τα μάτια πέφτουν στο πάτωμα σπασμένα. Ο κόσμος ορίζεται από μια άλλη εξουσία της συνεχούς μετάστασης και του θανάτου. Σε προχωρημένο στάδιο διαβάζεις Νίτσε και σκίζεις όλα τα αδημοσίευτα ποιήματα. Όσο για τη νεότητα, ένας απέραντος όγκος μέσα στα σεντόνια της χημειοθεραπείας. Στην αυλή μια βροχή ποτίζει τη γλάστρα στην ψυχή ένας θυρωρός κλείνει την πόρτα. ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ Αυτό που λέμε αδύνατο σημείο είναι η τρίτη ηλικία ανεστραμμένη. Κατά βάθος μια σπασμένη λωρίδα κυκλοφορίας στο νευρικό σύστημα. Μετά η νταλίκα διπλώνει. Ανακοπή. Αρκεί να μη χαθούν οι ισορροπίες. ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ Αλλεργίες όχι μόνο την άνοιξη. Μ’ ενοχλούν οι ρίζες στο δέρμα και οι κατά λέξη αποστηθίσεις. Πέρασε και αυτή η εβδομάδα. Ο ψυχίατρος αγύριστο κεφάλι φοράει τα χειρουργικά γάντια και καθαρίζει τον σκληρό δίσκο. Η μοναξιά θέλει συντήρηση και ο στίχος ανοξείδωτη γραφή. Εκδρομή λοιπόν στην εξοχή μέσα στον λάκκο των λεόντων. ΕΡΩΤΑΣ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ Ο καλύτερος φίλος είναι η μοναξιά γύρω της διέρχονται ποταμόπλοια. Οι ενεστώτες απαρχαιωμένοι χρόνοι. Εν τω μεταξύ νυχτώνει στο διάστημα και κινδυνεύει η ταχύτητα του φωτός. Περιμετρικά πλανάται η απουσία σου. Χορταριασμένα πολυβολεία χάσκουν σήραγγες προεκτείνονται στο τίποτα. Εδώ τελειώνει άδοξα αυτό το ποίημα χωρίς να καταφέρω ακόμη να σε βρω. ΠΟΙΗΣΗ ΒΑΘΟΥΣ
Ποίηση βάθους. Συμπόσιο με κεριά και στείρες λέξεις. ΕΥΦΗΜΟΝ ΜΝΕΙΑ Εύφημον μνεία θα κάνω στη μοναξιά που με αντέχει. ΑΓΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Άγρια χρόνια. Γυρεύεις στο παρελθόν κάποια ελπίδα. ΟΠΟΙΟΣ ΠΡΟΛΑΒΕΙ Όποιος προλάβει να ρίξει μες στη φωτιά τη θύμησή του. ΣΚΑΚΙ Δύο τη νύχτα. Το σώμα και η ψυχή παίζουνε σκάκι. ΤΕΡΜΑ Τ’ ΑΣΤΕΙΑ Τέρμα τ' αστεία. Νόμιζα πως ήμουν φως μα είμαι σκότος. ΣΕ ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ Αυτό που μένει παλεύει να γαντζωθεί σε ένα βλέμμα. ΠΙΑΝΟ Έρημοι δρόμοι. Ακούω τη μοναξιά να παίζει πιάνο. ΑΝΤΕΧΩ Νύχτα με μάσκες. Η θλίψη στη διαπασών κι όμως αντέχω. ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Αυτός ο κόσμος σφάζεται από παλιά. Για μια ιδέα. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Όλοι οι ποιητές προετοιμάζουν κρυφά τον θάνατό τους. ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΣΗ Γράφω ποίηση σημαίνει πως συναντώ τη μοναξιά μου. ΟΤΑΝ ΝΥΧΤΩΝΕΙ Όταν νυχτώνει τ’ αντικαταθλιπτικά γίνονται στίχοι. ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ Φίλε, σε δέρνουν τα γουρούνια του κράτους για το καλό σου. ΣΥΝΕΡΓΟΣ Παραδέξου το είσαι κι εσύ συνεργός στην ωμή βία. ΤΟ ΜΕΝΟΥ Κιμάς γαρίδας επιδόρπιο φόβου κι όποιος αντέξει ΠΟΣΤΑΡΕΙ Ποστάρει γατιά και χαζά ποιήματα: αρέσει πολύ ΡΟΥΒΑΣ Να ‘μουνα Ρουβάς πόσα likes θα ‘παιρνα σε μισή ώρα ΧΑΡΑΜΑΤΑ Γράφω χαϊκού τα κρεμώ χαράματα στην πανσέληνο. Η ανάγκη για σωτηρία περνάει απ’ τα τοιχώματα μιας σχισμής. Σκοτεινής στο βάθος με κόλπο για ελλιμενισμό ποντοπόρων πλοίων. Κατά την άφιξή τους ηχούν οι σάλπιγγες της αποκάλυψης. Οι επιβάτες με σηκωμένους φαλλούς χαιρετάνε απ’ το κατάστρωμα. Τους υποδέχονται πλήθη ωαρίων ημίγυμνα και αποφασισμένα για όλα. Τα ξενοδοχεία διανυκτερεύουν με λογικές τιμές. Υγρά τα σύννεφα, υγρά στα σεντόνια. Οργασμοί υπεράνω υποψίας, του ιερέα, του δασκάλου, του δικαστή. Βογγητά αντίστασης στον χρόνο και στον θάνατο, ανάσες κοφτές, ισοπεδωτικές διαπερνούν τους τοίχους. Έξω οι κράχτες μετρούν το μεροκάματο με κίτρινα δάχτυλα απ’ τη νικοτίνη. Ψηλά το φεγγάρι χαϊδεύεται, ελλείψει παθιασμένων εραστών.
Είναι πια ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει σωτηρία στους ουρανούς. Είναι επίσης προφανές ότι η Δευτέρα Παρουσία περνάει απ’ τα τοιχώματα μιας σχισμής. Τις μέρες του Αυγούστου συναντώ πολλούς μοναχικούς ανθρώπους στην Αθήνα: άλλους να περιφέρονται αναίτια στους δρόμους βυθισμένοι στις σκέψεις τους, άλλους να ξαποσταίνουν σε παγκάκια κάτω από δέντρα ψάχνοντας απεγνωσμένα λίγη σκιά, άλλους μέσα σε λεωφορεία και τραμ με προορισμό κάποια κοντινή παραλία, άλλους το βραδάκι στα θερινά σινεμά, περιποιημένους και καλοντυμένους κι ας μην έχουν δίπλα τους κανέναν να γοητέψουν, άλλους στα απέναντι μπαλκόνια των πολυκατοικιών να κοιτάζουν ώρες ατέλειωτες τ’ αστέρια νομίζοντας πως είναι νησιά κι ο ουρανός θάλασσα.
Από αυτούς άλλοι επέλεξαν να είναι μόνοι και άλλοι αναγκάστηκαν χωρίς να το θέλουν. Για τους πρώτους η μοναξιά είναι δημιουργική, για τους δεύτερους καταστροφική. Η πλειοψηφία των μοναχικών ανθρώπων τον Αύγουστο ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Είναι αυτοί που η φύση και η μοίρα τους φέρθηκε δίχως οίκτο. Μ’ αρέσει να παρατηρώ την έρημη πόλη και τους λιγοστούς ανθρώπους της τέτοια εποχή. Την αξιοπρέπεια που επιδεικνύουν σε κάθε τους κίνηση, το θλιμμένο βλέμμα τους που κρύβει απουσία ζωής, την απόπειρα να μιλήσουν σε κάποιον λέγοντας έστω μία συγγνώμη επειδή τον σκούντηξαν κατά λάθος μέσα στο μετρό, τα βιαστικά τους βήματα όταν περνούν έξω από ταξιδιωτικά γραφεία. Η μοναξιά του Αυγούστου δεν έχει χρώμα, ηλικία και φύλο ούτε καταγωγή και μόρφωση. Έχει μονάχα μια μαύρη στάμπα στο μέτωπο για να ξεχωρίζει από μακριά. Είναι βασίλισσα και δούλα, πόρνη και αγία. Κοιτάει τον θάνατο κατάματα και περιμένει ήρεμα να τον βιώσει. Είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που δεν τόλμησες ποτέ να χαιρετήσεις. Αυτός που όταν τον δεις τον Σεπτέμβριο θα τον προσπεράσεις ως μη κανονικό, ιδιόρρυθμο και μυστικοπαθή. Μέχρι τον επόμενο Αύγουστο που μπορεί να βρεθείς κι εσύ στη θέση του και τότε πια θα είναι πολύ αργά για αλαζονείες και εγωισμούς. ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΑΝΑΠΟΔΑ ΠΕΤΟΥΝ
Η τέχνη του υπαρκτού κι αν μπορείς να δεις τον κόσμο ανάποδα έχει καλώς αλλιώς βροχές οριζόντιες Κι όταν πνιγούν τα σύννεφα θα σε κοιτώ στα μάτια είτε άγγελος είσαι είτε φτηνό πυροτέχνημα Φταίνε κι οι ωραίοι γκρεμοί με τις μαλακές βελόνες -τόσα βουνά κάπνισα κι ούτε ένας βράχος στραβός- Αυτό που νομίζουμε αίμα είναι πιο διάφανο απ’ το νερό ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ Ο θόρυβος του τέλους (η αρχή είναι πάντα ήσυχη) Μόνο να σώσω τους ήχους από ξεφωνημένες σιωπές Κι άλλωστε δεν ωφελεί πια να ξεριζώσω τα αυτιά μου Το αναπόφευκτο κραυγάζει μην του στερείς τη δυναμική Δε θα σε ακούσει κανείς (τόση φασαρία για κάτι απλό) ΣΧΕΔΙΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ Σχέδια για το παρελθόν να ξαναζήσω τα βράδια μέσα στο σώμα σου τα λόγια ξεκλείδωτα να μπούνε στα αυτιά να καταλήξω ρούχο φορεμένο πάνω σου ν’ αγκαλιαζόμαστε κάτω απ’ την ομπρέλα να πέφτει ο παράδεισος γυμνός απ’ τον ουρανό Στο τέλος να μαζέψουμε όλες τις υποσχέσεις να τις ξαναζεστάνουμε τώρα που οι θρομβώσεις φράζουν τις φλέβες και το στόμα σφραγίζει Να ξεμπλοκάρει η μνήμη και να φιληθούμε αμήχανα σαν να ‘ταν η πρώτη φορά ΡΑΒΕ ΞΗΛΩΝΕ Όπως βλέπεις οι κλωστές κρέμονται απ’ το τζάμι Έραψαν πρώτα τον τοίχο να μην ακούγονται φωνές έραψαν μετά το πάτωμα να μη φυτρώνουν χόρτα μάνταραν και το ταβάνι να μην κοιτάμε ουρανό Στην αυλή μαύρες γάτες φέρετρα για κατοικίδια Βρε παιδιά, αλλάξτε χρώμα πάρτε άσπρη κουβαρίστρα και ξαναράψτε το δωμάτιο ΔΕ ΦΕΥΓΩ ΑΚΟΜΑ Με μερικά πτώματα είναι αδύνατον να μιλάς Υπάρχει κακό προηγούμενο να χοροπηδάνε χαράματα -κι άντε να συνεννοηθείς- Τι φταίει λοιπόν που ακόμα βασανίζομαι; Και μη δίνεις σημασία στα προσεχώς έργα -είναι όλα ακατάλληλα- Ανήλικος ήμουν πάντα κι από θαύμα γλίτωνα τώρα δένω κόμπο το φως το συντομότερο πεθαίνω Κοιτώ ατημέλητα βιβλία είμαι τόσο αφοσιωμένος στις λευκές τους σελίδες (Πάλι με ψεματάκια έβγαλα το μεροκάματο) Έβγαλε φιρμάνι ότι αντιστέκεται
με αξιοπρέπεια στη απόρριψη φτηνές δικαιολογίες του συρμού άλλωστε ζει τη δική του καταβύθιση από τότε που γύρισε στην Αθήνα κατάφερε να ισορροπεί στο σκότος πουλώντας την ψυχή του στη στιγμή μετά δεν υπάρχει αλλά και υπάρχει όταν προλογίζει δικά του ποιήματα γι’ αυτό άλλωστε βγαίνει στον κήπο για να ξεριζώσει τις ανησυχίες του Πληρώνεται με ποσοστά θανάτου κάθε χαράματα ακριβώς στις έξι ο κόσμος μοιάζει τρύπιο δοχείο μα συνεχίζει να το γεμίζει ελπίδες γιατί σημασία έχει η προσπάθεια Γελούσε ασταμάτητα χωρίς να ξέρει τι εκπροσωπεί και ποιος αλήθεια είναι η μπογιά του έχει από καιρό περάσει τα οράματά του έχουν πια ξεχειλώσει στο τέλος έκλαιγε για να μην πλήττει σίγουρα αύριο θα τον έχουν ξεχάσει τη θέση του θα πάρει ένας άλλος θεός δεν υπάρχουν χατίρια
που να μη τα ζήλεψα θα στα πω κι από κοντά μα τι θέλεις τέτοια ώρα περιμένω την εγγραφή ωστόσο κάτσε φρόνιμα έχω μέρες να ονειρευτώ - μια άρνηση ένα τίποτα - δευτερευόντως κατοικώ εκεί που συνήθως μένω σε λέξεις εκτός συνόρων ιδέες χαμηλού ρίσκου ήμουν ανέκαθεν βαρετός πιο από κάτω δε γίνεται ναι ήμουν αυτό που θες - σε μακάβρια έκδοση - και θα συνεχίσω να ρέω στα χαρακώματά σου σε διακόπτουν πράγματα αφύσικα
εσύ εκεί να λερώνεις την άβυσσο κι ό, τι χαθεί θα ‘χει απλά χαθεί μη ζορίζουμε καμιά λαιμητόμο ας μιλάμε γι’ αυτά που δε θα ‘ρθουν ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς άλλη μια μάχη από νωρίς χαμένη - εδώ πνίγεσαι στα πιο ρηχά νερά - φταίμε κι εμείς που δε σκουπίσαμε έχουμε κατά συρροή αποδεκατιστεί δικαιολογίες δεν υπάρχουν για όλα - τις κακές ειδήσεις πρώτα πες μου κι αμέσως έρχομαι να κρεμαστώ - το ξέρω πως έγινε το αδιαχώρητο πάτα το πλήκτρο να εξαφανιστώ κι αν υπήρχε κάτι πολύ πιο μόνιμο θα ήμουν πάντα σε διαθεσιμότητα - το πάντα αντιστοιχεί στο ποτέ - Λαθρέμπορος του κίβδηλου παραδείσου
ορτύκια φλυαρούν με τους πρωτόπλαστους κωφάλαλοι διαδηλώνουν στη Νοηματική μετά τους ψεκάζουν τα σοφά εντομοκτόνα ανέκαθεν ήμουν θεατής του ολοκαυτώματος ήμουν η φλόγωση του πιο ξενέρωτου φιλιού ή ακόμα ένα τελείως ανεπαίσθητο μαχαίρι που ματώνει το λεπίδι του πάνω στο αφρολέξ Μέσα σε μια θερμοκοιτίδα συγκατοικούνε οστεοβλάστες και κάθε λογής νεκρά κύτταρα φιλήδονα ενίοτε και άλλοτε πάλι φοβισμένα όλα τα εμπεριέχω μα κυρίως σπασμένα μάτια για να μη βλέπω το φρικτό τέλος που έρχεται Κείνο κει το ξυραφάκι στο μπάνιο έχει δύο λεπίδες ελευθερίας: μια κοφτερή και μια σκουριασμένη. Κοιτάζω συνεχώς στο πάτωμα. Ίσως βρω το καπάκι του να του κόψω τη φόρα μια και καλή.
Κι όμως υπάρχουν ακόμη γεγονότα διπλωμένα στο ντουλάπι. Μετά από τόσα χρόνια τα απεγκλωβίζω και ζητώ να μάθω πληροφορίες για την τύχη τους. Άλλα διέφυγαν στην Αίγυπτο, άλλα στην Παλαιστίνη, το πιο ηχηρό σε μια βραχονησίδα του Αιγαίου κοιτάζοντας ανυποψίαστο τα απέναντι παράλια. Αν είσαι υπνωτισμένος, άγαμος και κρατούμενος μέσα στο σπίτι σου κινδυνεύεις με μερικό αφανισμό. Αν εξαγοράσεις τη νύχτα με τέσσερα χάπια αδυνατίσματος, σου φτάνει ένα μαχαίρι να το μπήξεις στον κρόταφο. Κι αν δε σου λείψει πια η ζωή, σημαίνει πως απώλεσες τον προορισμό σου. Σχεδόν ίδιοι είμαστε, οι ιδιοκτήτες κι οι υπηρέτες. Ο ένας ζηλεύει την τύχη του άλλου. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται όμως πως επιβιώνει αυτός που μένει ανεπηρέαστος απ’ τον θόρυβο της πόρτας. Τετραγωνάκια, κύκλοι, σκισμένα χαρτονομίσματα, με μια μικρή προσθήκη ευφυΐας. Στον πάνω όροφο παίζουν χαρτιά με τον θάνατο, στον κάτω γεωμετρούν τη θλίψη. Κι εγώ κρατώ ίσες αποστάσεις από τις μεσοτοιχίες. Το βόμβισμα της μέλισσας όταν μπαίνει στο δωμάτιο είναι μια σύνοψη του θρήνου των αποχωρισμών. Η διαφορά μη τη σφήκα είναι ότι αυτή περιφέρεται ακόμη και σκοτωμένη. Στον δρόμο ακούω βήματα βατραχανθρώπων, εντός μου ανθίζουν δύτες ωκεανών κι είμαι ακόμη στην ξηρά. Φαντάζομαι τι σύννεφα κυκλοφορούν στον βυθό και τι ψάρια κολυμπάνε στο φεγγάρι. Μπορεί να φαίνομαι εμμονικός λόγω ηλικίας, μπορεί να εμφανίζω συμπτώματα αρτηριοσκλήρωσης, όμως δεν υπέγραψα κανένα συμβόλαιο με τον υλικό κόσμο. Απεναντίας υφαρπάζω όποια ιδεοληψία συναντώ στα ποιήματα, την ευπρεπίζω και παρακολουθώ τη νοηματική της μετάλλαξη προς την ανυπαρξία. Την πρώτη νύχτα εκεί κάτω στο χώμα
μακριά απ’ το δωμάτιο και τη γάτα μου ανάσκελα να κοιτώ την οροφή της γης με κοστούμι που δεν είχα φορέσει ποτέ ακίνητος και χωρίς δυνατότητα εξόδου Τέτοια ώρα στην πόλη θα διασκεδάζουν νέα κορίτσια θα ερωτεύονται το φεγγάρι σφριγηλά αγόρια θα ρουφούν το αλκοόλ στις πιάτσες θα ακμάζουν οι συναλλαγές στους δρόμους θα αυξάνεται η ταχύτητα Κι εγώ θ’ ακούω το θρόισμα των δέντρων μαζί με το αλύχτισμα αδέσποτων σκυλιών θα κρυώνω υπερβολικά δίχως καλοριφέρ θα υποφέρω από έναν δυνατό πονοκέφαλο πρώτη φορά χωρίς καφέ, ποτό και τσιγάρα Πώς θα περάσω τόσα βράδια σε καραντίνα πώς θ’ αντέξω να μην ξαναγράψω ποιήματα; Γυρνώντας με τα πόδια από τα Πατήσια έκοψα με σουγιά τον ομφάλιο λώρο του ονόματός μου, κατά το ήμισυ άλλαξα τη φωταγώγηση του δωματίου, κρύφτηκα στον βυθό του Γενάρη κι από κει σας γράφω. Ο λόγος που μετατοπίστηκε το φορτίο της ποιητικής ύλης δεν είναι γνωστός, το μόνο που υποπτεύομαι είναι η δολιοφθορά. Πιθανόν να υπάρχουν μάρτυρες κάπου στην Φολέγανδρο ή στο Μαίναλο. Η έντονη τριχοφυία της μνήμης απαιτεί ξυραφάκι δύο λεπίδων.
Είναι τόσο άσχετα αυτά που γράφω με την επίσκεψη στα Πατήσια όσο η σχέση μου με το Βυζάντιο. Τουλάχιστον εκεί δεν πλήττεις, όλο ευνουχισμοί και μηχανορραφίες. Εδώ ενοικιαστήρια και αποχωρισμοί. Σχεδόν ίδιοι πέντε δεκαετίες, αυξάνουμε το ωράριο της μοναξιάς μας. Στην πολυκατοικία ο θυρωρός χωλαίνει, οι ένοικοι υπεράνω κριτικής. Άλλοι με θυμήθηκαν κι άλλοι με πέρασαν για πλασιέ. Η κυρία Φανή μου έψησε καφέ και άρχισε τις ανακρίσεις: « Πότε θα φύγεις για το μεγάλο ταξίδι που έλεγες, δε βαρέθηκες το τσιμέντο;» Άρχισα να καπνίζω ασταμάτητα, μπέρδευα τις εξισώσεις με τις ανισώσεις, παντού αχθοφόροι αριθμοί με κουβαλούσαν. Όλα τα μαθηματικά που ήξερα τα εναπόθεσα σ’ αυτή τη σκηνή που έμελλε να είναι κι η τελευταία. Αισθανόμουν λιμό για το χάος, έβλεπα το σκοτάδι σταματημένο στην πόρτα. Χαιρετηθήκαμε κι άρχισα να βαδίζω στην άσφαλτο. Η θερμοκρασία αρνητική. ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Λίγοι άνθρωποι με πίστεψαν: Ο μεθυσμένος παλαιοπώλης Ο σταθμάρχης των τρένων Και μια ξυπόλητη γυναίκα. Ο πρώτος γιατί του αγόρασα Όλες τις διεγερμένες μνήμες Ο δεύτερος επειδή με είδε Να ξαπλώνω πάνω στις ράγες Και η γυναίκα διότι λέει Κατασκευάζω θλιβερές εικόνες Πάνω στη γυμνή άσφαλτο. Εγώ όμως δεν τους πιστεύω Το μόνο που ακόμα καταφέρνω Είναι να ξυπνώ τα μεσάνυχτα Και να καρφώνω στο χαρτί Τα δυο μου χέρια. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο άνθρωπος με τις μπότες Ήξερε να σκοτώνει τη χαρά: Την ποδοπατούσε γελώντας. Ο άνθρωπος με το καπέλο Πάντα αγαπούσε τις σκιές: Τις έκρυβε στη φόδρα του ήλιου. Ο άνθρωπος με το παλτό Τουρτούριζε μπροστά στο τζάκι: Είχε έναν πάγο στην καρδιά του. Ο άνθρωπος με το μακό Ήταν πάντοτε των άκρων: Έγραφε ποιήματα χωρίς χέρια. Ο άνθρωπος με τα μαύρα Περπατούσε στο δρόμο σφυρίζοντας: Μάλλον πενθούσε χωρίς να το ξέρει. ''Εκτός εαυτού'' (2016) Τι να απέγιναν τα κορίτσια
που συναντηθήκαμε κάποτε στην έξοδο κάποιου σταθμού; Η Αντιγόνη στο Μοναστηράκι η Ελεάννα στα Κάτω Πατήσια η Κατερίνα στον Άγιο Δημήτριο η Έφη, ξημερώματα στο Θησείο Τα φιλιά στις κυλιόμενες σκάλες τα γέλια στα εκδοτήρια εισιτηρίων τα λόγια τη στιγμή της επιβίβασης Τι απέγιναν τα τρένα, οι ελεγκτές και οι μηχανοδηγοί της νιότης μας; Γελάει ο θυμωμένος άνεμος
Αναποδογυρίζουν τα βαρέλια Ο δρόμος αναμασά τη λάσπη Το γατί κλαίει στα κεραμίδια Σκοράρει στο κενό ο θάνατος Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Σιδερένια πουλιά στις κολόνες Μετά πηγαίνουν στην εκκλησία Μοσχοβολούν τα ρούχα τους Αστράφτουν και τα φτερά τους Στη φάτνη σκοτωμένα βρέφη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα Γυρίζει ανάποδα το δέντρο Καρφώνεται στη θάλασσα Καράβια σημαιοστολισμένα Μεταφέρουν τους νεκρούς Τους αποθέτουν στο λιμάνι Τα μάτια τους ακόμη ζωντανά Στάζουν φρέσκο χιονοπόλεμο Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Σκύλοι έξω απ’ τα κλουβιά Προπονούν τα δόντια τους Κατασπαράζουν την παγωνιά Ξεθάβουν το μαύρο κόκαλο Και το τινάζουν στα σύννεφα Βρίσκει στο μάγουλο τον Θεό Δονείται απ’ τον κρότο η γη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα των ποιητών. Η Ποίηση δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα
Περιφέρεται μονάχη της στα χαλάσματα σαν τρωκτικό ντυμένη με κουρέλια ή αλυσοδεμένη στα κελιά των φυλακών κι απέξω άστεγοι για συμπαράσταση καταναλώνει κουτιά με αμφεταμίνες και συναναστρέφεται με την απελπισία πυροβολώντας τα στολισμένα δέντρα κατασκηνώνει σε ακατοίκητα υπόγεια ουρλιάζοντας και βρίζοντας τις νύχτες χειρουργεί στίχους χωρίς αναισθητικό κι αναποδογυρίζει στροφές για πλάκα στο τέλος ξεριζώνει παγωμένες ρίμες Ο ποιητής δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα Πεθαίνουμε καθημερινά
άλλος τελείως μόνος του άλλος αγκαλιά με μια γάτα άλλος με μια τηλεόραση Πεθαίνουμε πολλές φορές χωρίς τη συγκατάθεση μας *** Όταν εγώ θα λείπω οι σημερινοί εικοσάρηδες θα είναι μεσήλικες Όταν αυτοί θα λείπουν οι φοιτητές θα ειρωνεύονται τα γηρατειά νομίζοντας πως είναι αθάνατοι Κι εγώ θα είμαι ήδη μια αμνημόνευτη απουσία *** Δε θα προλάβω να γράψω μυθιστόρημα δε θα προλάβω να γράψω δοκίμιο Δε θα προλάβω να απατήσω την ποίηση *** Τώρα που με διαβάζεις να ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ Περιέχομαι σε έναν ευρύτερο στίχο που ατυχώς δεν τον κατάλαβες ποτέ *** Προσθήκη βιογραφικού: δε μας χέζεις , ρε φβ; *** Με μισό κιλό βιολογικό κρασί βλέπεις τα ΜΑΤ αγγελούδια και την Ποίηση παρθέν *** Αποφάσισα να γράφω μικρά ποιήματα Οι πολλοί στίχοι χρειάζονται ξενύχτια κι εγώ μόλις έπεσα εκ νέου – πάλι - σε λήθαργο ** Η διόρθωση των ποιημάτων είναι πιο επώδυνη από τη γραφή: μπουκάρει η λογική και τα ισοπεδώνει όλα ** Χαράματα επέδραμαν οι μπάτσοι στο Κουκάκι κι όλα τα βοθροκάναλα τους δίνουνε φιλάκι. ick here to edit. Ο φόβος – ο ετεροθαλής αδερφός μου -
που κατεβάζει σφηνάκια τα μεσάνυχτα ποτίζοντας χειρόγραφα και περγαμηνές αφήνει διάκενα ανάμεσα στα σύννεφα και απομυθοποιεί την απάτη της μέρας που καταπιάνεται με ό, τι δεν τον αφορά από θεατρινισμούς μέχρι κορναρίσματα χώνεται στους ιστούς του κάτω κόσμου και στον βυθό που αυτοκτονούν οι δύτες στη ραχοκοκαλιά του αδηφάγου κενού στις φλέβες της ιδιωτικής μου μοναξιάς μετά παίρνει τον δρόμο της επιστροφής κατά τις πέντε και μισή, φορώντας γάντια για να μην αφήσει κανένα σημάδι ενοχής κι εγώ σ’ ένα ξέστρωτο βρόμικο κρεβάτι να σωριάζομαι αυτάρκης από ημικρανίες Κάποια μέρα θα πατήσω στη σελήνη
να ξέρεις ότι δεν πενθώ με τα φαρμάκια μονάχα τα κλείνω σε διαστημόπλοιο κι είμαι τόσο πρόθυμος να διαπρέψω στη διαγραφή των ιστορικών χρόνων - η ειρωνεία είναι πως δε ζω το παρόν - κι οι εποχές εξακοντίζουν δηλητήριο Κι όταν με το καλό βγει η απόφαση για καταπάτηση ακατοίκητου πλανήτη κάτι άλλο θα βρεθεί να ταράξει τη γη ίσως ένα λαχάνιασμα παλιού ποδηλάτου (το είχα αγοράσει σε πλειστηριασμό) Άλλωστε, αυτός ο κόσμος ανέκαθεν ήταν βουτηγμένος στα παλιοσίδερα - τόσο μέταλλο ούτε στη φωνή μου - Πάρε αιμοπετάλια και δώσε μου λέξεις Μέχρι να ξοδευτώ στο κενό
θα σου στέλνω καρτ ποστάλ να σου ανεβαίνει ο πυρετός μετά γυμνή στο χαμαιτυπείο ανεστραμμένο είδωλο ηθικής κι η μοναξιά στη διαπασών Πώς έγινε και ξημέρωσε; Τα υπόλοιπα θα στα διηγηθώ όταν θα έχει πανσέληνο ή αλλιώς νύχτα των μιασμάτων (Δεκέμβρη μήνα αιμόφυρτο) Θεέ μου, όχι άλλο εμφύλιο μπουχτήσαμε από αυθεντίες κι ούτε ένα αδειανό πουκάμισο να φορέσεις μην κρυώσεις Ποτέ δε στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο
μόνο τους νεκρούς κοιτούσα απ’ το παράθυρο που αύξαναν δραματικά τα τελευταία χρόνια τον Παύλο, τον Αλέξη, τον Ηλία, τον Γιάννη μετά έβγαινα στους δρόμους τουρτουρίζοντας μιλούσα με τα αδέσποτα, τα έπαιρνα αγκαλιά έλεγα μέσα μου «πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι» κι όταν επέστρεφα σπίτι ήμουν κι εγώ νεκρός Ποτέ δε στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο ποτέ δεν ήμουν σαν τους άλλους «κανονικός» Γ. Γ. (6-12-19) Μερικά ποιήματα μοιάζουν
με αεροπλάνα που πέφτουν τα χαράματα στη θάλασσα. Μάταια τα σωστικά συνεργεία ψάχνουν τα συντρίμμια τους μόνο κάτι χαρτιά επιπλέουν δίπλα στο πτώμα του ποιητή. Οι υπόλοιποι στίχοι στο βυθό μαζί με όλους τους επιβάτες και τα μέλη του πληρώματος. (19-5-16) |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|