Κρατάς στο χέρι το εισιτήριο
Δεν είχες ξαναδεί ηθοποιούς Ανήσυχος ο παπάς του χωριού Πιστεύει πως ήρθαν οι δαίμονες Οι θεατές με παγωμένη γκαζόζα Ακροβολίζονται στο καφενείο. Είμαι δειλός και κρύβομαι Πίσω απ’ την ευτραφή κυρία Αρχίζει τώρα η παράσταση Νομίζω ότι με χειροκροτούν Πριν από λίγο άλλαξαν έργο Κάπου το ξέρω το σενάριο Μου θυμίζει κάτι δικό μου Κρίμα που είμαι ξυπόλητος Με γρατζουνιές στο γόνατο Αλλιώς θ’ ανέβαινα στο πάλκο. Απέξω περνούσαν φέρετρα Πάνω σε στολισμένες άμαξες Πήδηξες με φόρα στην πρώτη Άρχισες να κουνάς τα γκέμια Τρέχω ανήσυχος να σε φτάσω Στον δρόμο μπανανόφλουδες Κι ανοιχτά κλουβιά με γορίλες Τρακάρεις σ’ ένα αυτοκίνητο Κατεβαίνει η πρωταγωνίστρια Και σε χαστουκίζει βρίζοντας. Εδώ τελειώνει απότομα το έργο Κι εγώ θα είμαι ο κομπάρσος Σε κάθε περιπλανώμενο θίασο Να κοιτώ με παιδική αφέλεια Το γρατζουνισμένο μου γόνατο Και να μην μπορώ να σε φτάσω. ''Υπό το μηδέν'' (2017)
0 Comments
Τα ευρήματα του δωματίου λιγοστά. Ο ένοικος ετύγχανε ενδεής. Εγώ στη θέση του θα υιοθετούσα γάτες και θα προσέδιδα στο όνειρο ρεαλισμό. Μια ακατοίκητη ζωή ποτέ δεν είναι μετρήσιμη. Το δυστύχημα είναι να είσαι νάρκισσος και να μην υπάρχει καθρέφτης.
Συνεχίζω την ενδοσκόπηση. Ο υλικός κόσμος ένα θεόρατο πιθάρι του μελανόμορφου ρυθμού. Τις νύχτες έβγαιναν από μέσα οι καταπιεσμένες νεότητες και εντρυφούσαν στη χειρουργική. Γι’ αυτό και εκσφενδονίζονταν από το παράθυρο αιχμηρά εργαλεία. Το άρωμα του φεγγαριού μπορεί να σε παραπλανήσει. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός φωτεινού κήπου.. Με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την ανθοφορία του. Τα άγραφα του νόμου είναι πουλιά
στα σύννεφα εκτροχιασμένα και έντομα που φυτοζωούν στο δέρμα Κι αν θέλεις στη γη να ξεδιψάσεις μπάσε στη θλίψη σου λιμάνια και ήχους από οξύφωνα βατράχια Οι τρύπες του χάους να καταργηθούν ερπύστριες να σαρώσουν το ανέλπιδο στα ύψη η αρτηριακή πίεση ζωής Ξοπίσω μεταλλαγμένες πεταλούδες με ύφος δέκα και βάλε καρδιναλίων παίρνουν φαλάγγι την όποια αισθητική Το υπέρβαρο τοπίο ξελάφρωσε ασυγκράτητη τέμνεται η ωραιοπάθεια και βοσκάει το σύμπαν τη βαρύτητα α’
Εδώ στον Βόλο βρέχει. Απέραντα χιλιόμετρα μοναξιάς. Η Ποίηση σε αναμονή κι η άνοιξη μια παρατεταμένη ψευδαίσθηση. β’ Δεύτερη μέρα στον Βόλο. Στα τσιπουράδικα ο χαμένος παράδεισος. Βλέπω τις τοιχογραφίες του Θεόφιλου. Με πνίγουν τα χιονισμένα βουνά. Ο Παγασητικός στην ομίχλη. Η νύχτα σε πλήρη οργασμό. γ’ Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη μοιάζει με λέξη βουτηγμένη στο αίμα. Ο Βόλος ό, τι είχε σου το έδωσε. Τώρα κλείσε τα παράθυρα, κατέβασε τα ρολά και άνοιξε την ντουλάπα να βγούνε οι σκελετοί. Το πιο πικρό ποτήρι δεν το ήπια
διστάζω να πω περισσότερα έχασα και δυο δάχτυλα τελευταία έτσι συνεχίζω να ασκούμαι στην υπερπήδηση της λύπης μου αυτό προϋποθέτει λίγο χρώμα και μερικές σταγόνες ρεαλισμού Κι όλα αυτά πάνω σ’ ένα χαρτί με λέξεις αρκούντως χαλαρές και την αλήθεια στη διαπασών Μετά θα ξεζουμίσω το σύννεφο κι όταν μπει επιτέλους η άνοιξη θα πιω μονορούφι το πικρό ποτήρι |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|