Άρχισε να βρέχει απ’ τα χαράματα
Μάνα εξ ουρανού για τους κήπους Κι ο πατέρας με ρούχα της δουλειάς Ανάβει ένα τσιγάρο να ξαποστάσει Επίσημη υποδοχή του φθινοπώρου Στη γειτονιά με τα λιωμένα σπίτια Απ’ τις φετινές ζέστες τ’ Αυγούστου Θάμπωσαν τα τζάμια των αμαξιών Και τα φώτα ξεκοιλιάζουν τη μνήμη Ο θάνατος συγκαταλέγεται σ’ αυτήν. Νεκρός απ’ την προϊστορική εποχή Δε θυμάσαι τις χάλκινες πανοπλίες Τα κουφάρια των νέων στρατιωτών Σκορπισμένα στα πεδία του πόνου Τον γιο σου που έβλεπε τα καράβια Να ξεφορτώνουν το αβέβαιο μέλλον Πέθανες από τότε άγνωστες φορές Κηδείες με στεφάνια και επισήμους Κι άλλες που έμειναν στα αζήτητα Μα πιο πολύ κηδείες αγνοουμένων Με ταυτοποίηση μονάχα της ψυχής. Εν πάση περιπτώσει τώρα πάλι ζεις Και βγήκες με ρούχα της δουλειάς Να ξανακερδίσεις το μεροκάματο. ''Υπό το μηδέν'' (2017)
0 Comments
Όπως πάντα να γράφουμε ποιήματα
να συνηθίζουμε κάπως με τη λύπη τη φωνή μας εξασκώντας στο κενό μ’ άλλα λόγια να συρράπτουμε φόβο και κυρίως μεταμεσονύχτιες κραυγές Ειδάλλως ας επιστρέψουμε στο φως στις πασαρέλες των φωτομοντέλων Ας μην ταλαιπωρούμε την ποίηση υπάρχουν δεκάδες άλλοι τρόποι να βγάλει κανείς τα εσώψυχά του |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|