Όχι να το παινευτώ, αλλά ξεμπέρδεψα
μ’ εκείνα τα παλιά γραμμόφωνα που έπαιζαν τραγούδια για το Θεό μετά ήρθαν τα πικάπ κολλούσε η βελόνα τους στα σύννεφα το έδωσα λοιπόν σ’ έναν παλαιοπώλη και τα πουκάμισα μαζί ξέρετε, αυτά με τα αίματα που τα έπλεναν οι άγγελοι με ζεστό νερό κι έρχονταν οι έρωτες και τα λέρωναν - αλίμονο, οι ουρανοί ένα σφαγείο - Το θέμα είναι τι γίνεται μετά ποιο κόκκινο κρασί θα επαναστατήσει ποιες Πρωτομαγιές θ’ αλλάξουν χρώμα (αν καταλαβαίνεις τι σου λέω) και πόσοι θεοί θα πέσουν αιμόφυρτοι
0 Comments
Κι αν νομίζεις πώς κάπνισα
τον έσω κόσμο σε μια τζούρα είναι σπασμένα τα χείλια μου και τα ρουθούνια από γυαλί Δεν έχει κάπου ν’ ακουμπήσω την έξω ενοικιαζόμενη αγάπη ετούτες οι κοτρόνες στράβωσαν κι όμως ακόμη να τις καταπιώ Το ότι με σέρνει το ρυμουλκό δεν πάει να πει ότι τη γλίτωσα γιατί κι οι ναυτικοί στα ναυάγια συμπεριφέρονται σαν ποιητές Εγώ θα μιλήσω για γκρεμούς ή στο φινάλε για τον υπνοβάτη που του έλεγες μια καληνύχτα κι αυτός ανέβαινε στα δέντρα (Ό, τι είπαμε μεταξύ μας , ε; ) Τελευταία κοιμάμαι μ’ ένα σκιάχτρο
και με το αίμα του ραντίζω τα σύννεφα γι’ αυτό είμαι τόσο τρυφερός μαζί του δεν ήξερα τη τρέλα μου πού να ξοδέψω Το σκιάχτρο είναι ένας άγγελος στη γη το τρίτο μάτι μιας ζωηρής πεταλούδας τη βασανίζω να μου πει τα μελλούμενα κι όταν ωριμάσει της μαδάω τα φτερά Αυτό το σκιάχτρο δεν είναι καν θηρίο θα μπορούσε να τρώει σε χρυσό δίσκο του αλλάζω κάθε μέρα το νερό στο βάζο και τελικά πνίγεται μέσα στο φωταγωγό Είμαι τόσο έτοιμος να αυτολογοκριθώ όσο διαρκεί αυτό το απαίσιο ποίημα Το έμαθες το τροπάριο
να κόβεις φέτες τη μέρα γιατί το παν δεν είναι η κολλητή σου μπλούζα ή το ξυρισμένο κεφάλι μα η άδεια σου κοιλιά η πείνα δε σβήνεται με τα οκτάωρα ύπνου δε μασιέται ο οργασμός Και επιπλέον οι κάδοι μούσκεμα απ’ τη βροχή άλλη μια νύχτα ασιτία δόντια που ακονίζονται στο σφύριγμα τ’ ανέμου Λοιπόν τέρμα τα αστεία δε βγαίνεις απ’ το ποίημα αν δε σου κάνω το τραπέζι Ο άνθρωπος με τις μπότες
Ήξερε να σκοτώνει τη χαρά: Την ποδοπατούσε γελώντας. Ο άνθρωπος με το καπέλο Πάντα αγαπούσε τις σκιές: Τις έκρυβε στη φόδρα του ήλιου. Ο άνθρωπος με το παλτό Τουρτούριζε μπροστά στο τζάκι: Είχε έναν πάγο στην καρδιά του. Ο άνθρωπος με το μακό Ήταν πάντοτε των άκρων: Έγραφε ποιήματα χωρίς χέρια. Ο άνθρωπος με τα μαύρα Περπατούσε στο δρόμο σφυρίζοντας: Μάλλον πενθούσε χωρίς να το ξέρει. ''ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ'' (2015) Αφού οι λέξεις στρογγυλοκάθησαν
αφού οι γκρεμοί κατάντησαν αιώρες δε θα σου πω άλλο ανέκδοτο το τελευταίο μιλούσε για ποιητές που ανοίξανε τα χέρια τους κι έκαναν αλεξίπτωτο το φεγγάρι το πρωί μάζεψαν κάτι κομμάτια να περισπωμένες σαν μαύρα φίδια κυρίως όμως νεκρά συναισθήματα και μην ακούς τους ερημίτες κάποια μέρα θα γίνουν αριθμοί - το παρατράβηξαν με τις νηστείες - θα ‘ρθουν εποχές σκέτη Ανταρκτική οι ουρανοί θα στάζουνε παγάκια «Μια μέρα» μου λες «όλοι θα φύγουν κι αντίστροφα όλοι θα γυρίσουν» Έμεινα αμίλητος να κοιτώ εσένα Φωτιά που καίει τα σώματα
και τι να πρωτοσβήσεις Για την αφή της φλόγας μίλησα για τις στάχτες ακόμη περιμένω τον πυρετό στα υπνοσέντονα σαράντα βαθμοί υπό σκιά σαράντα κάτω απ’ τη μασχάλη κιτρίνιασε από νωρίς ο ουρανός και τα μικρόβια στο στρώμα κι ούτε πυροσβεστήρας να σπάσει λίγο τη μονοτονία οι δυο ζωές δε φτάνουνε γιατί ο δικός μας κόσμος έχει αλλιώτικους ρυθμούς τίποτα άλλο δεν είμαστε παρά ο σπόρος δέκα λέξεων σακατεμένων ως επί το πλείστον κι ο ποντικός του Κάφκα στο τελευταίο δωμάτιο Ξεκαθάρισμα λογαριασμών και μετά η θάλασσα να πνιγούνε τα αντιβιοτικά Κι έτσι όπως έσκαβα τη νύχτα
παρουσιάστηκε μπροστά μου ο Θουκυδίδης, μου λέει «φύγε δε βλέπεις που φθινοπώριασε κι οι βάρβαροι ντύθηκαν παιδιά;» Ξαφνικά άρχισα να μικραίνω ώσπου έγινα μαύρη κουκίδα σ’ ένα νέο παγκόσμιο χάρτη μετά τραβήξαμε άλλο δρόμο αυτός για τα πεδία των μαχών εγώ στα μπαρ έπινα τους αιώνες ξαναβρεθήκαμε στην Αμφίπολη κάποιο πρωινό του Δεκέμβρη «όχι ξανά πόλεμο» μου φώναξε «δε βλέπεις πως και τα ποιήματα μεταμορφώθηκαν σε αγχόνες;» Καταμεσής του Θεού
(υπάρχω, δεν υπάρχω) περιμένει κι ο μπόγιας να μαζέψει τα πτώματα τα υπόλοιπα στο εφετείο Αν δικαιωθώ έχει καλώς αν όχι, σας υπόσχομαι να μην ξαναενοχλήσω το αξιότιμο ακροατήριο Επί τη ευκαιρία να συστηθώ: δε γνωρίζω τ’ όνομά μου έχω δυο παιδιά στην κοιλιά και μια γάτα στο κρεβάτι κατά τα λοιπά βρέχει πολύ κι έγινε μούσκεμα το ποίημα Αν κατάλαβα καλά
είμαι ο θάνατος με δύο όψεις - αυτή που ίπταται σαν τη μέλισσα πάνω απ’ τα ρολόγια κι η άλλη η πονηρή που σε αρπάζει μέχρι να πεις κύμινο Έχω πειστεί πια πως καμία Γραμματική δεν ενδιαφέρεται να με εντάξει στο κλιτικό της σύστημα μονάχα οι μηχανόβιοι με κουβαλάν στη σέλα κι οι πιλότοι των μαχητικών αλλά και χωρίς αυτούς σας υπόσχομαι ότι θα έτρωγα το φαί μου άκου – δεν έχω πατρίδα κάτι ψευτοσύνορα μόνο στο Ιράκ και στη Συρία και μετά βαρύς χειμώνας δικαιούμαι λοιπόν λίγο παραπάνω ουρανό και μερικούς στίχους να με αποκαταστήσουν Γι’ αυτό να αμφιβάλλεις
μέχρι το φως να τσακιστεί μέχρι η σιγουριά της ζωής να γίνει μετέωρο ένστικτο αλλιώς την έβαψες, μεγάλε όλα τα αντικαταθλιπτικά δε σε σώζουν απ’ την τρέλα τουλάχιστον μη χρεωθείς τη ρετσινιά του μόνιμου δεν ήταν γραφτό να γίνεις αιφνιδιασμός της Ιστορίας στα ψιλά γράμματα ίσως ν’ αφήσεις το στίγμα σου και στα αζήτητα τη θλίψη Α όχι, πρωτοφανές
να κόβονται χέρια δυναμώνει ο άνεμος τα παρασύρει στα νεκροταφεία Δεν είναι που σήμερα με μάζεψαν νεκρό είναι που ο σεισμός με κατάπιε κι ύστερα με απήγαγε ο Θεός κι άρχισα το κλάμα (πού με πάει νυχτιάτικα;) Αλλάζω προσκέφαλο αρκετά αλήτεψα στα υπαίθρια μουσεία Λοιπόν τις Τετάρτες
ανακαινίζω μνήμες δε λέω μπαούλα μη γίνω γραφικός Τις Πέμπτες αμήχανα υπογράφω θανάτους ξεκαρφώνω τον ήλιο και τον τυφλώνω Παρασκευές λοιπόν πάνω στο κρεβάτι αραδιάζω τα νούμερα που θα κληρώσουν Το Σάββατο πλούσιος τραβάω την κουρτίνα ανήσυχος για μένα με τόσους εφιάλτες Τίποτα δεν είναι πιο φρικτό
απ’ τους έρημους σταθμούς που τουρτουρίζουν μεσάνυχτα Γι’ αυτό και τα ποιήματα στριμώχνονται στις ράγες περιμένοντας κάποιο σφύριγμα όλα όμως το πρωί αυτοκτονούν Κατά τις οκτώ περνάει το τρένο και στρίβει για να μην τα πατήσει Μα πιο πολύ
η συνείδηση μετράει σωρηδόν οι πέτρες λιντσάρουν το φως έπρεπε να τυφλώσω δυο τρία ποιήματα - εκεί να δεις Νόμπελ - μελλοθάνατες λέξεις των μπλε σαλονιών μετά τα σπίρτα κι η αυτοπυρπόληση Μόνο τις νύχτες μη μας ξεχνάτε είναι μακρύς ο δρόμος μέχρι τη δικαίωση Να εκτοξευθεί η λέξη
σαν αμερικάνικος πύραυλος στου μασόνου το κεφάλι να πέσει κυριακάτικα και στοπ πια στα μαγειρεία με τα αχνιστά επίθετα - κατά βάση ήμουν πεζός μα δεν το έδειχνα ποτέ - Ποίηση στην εποχή μας σημαίνει προπαγάνδα του αστικού κατεστημένου - εμ τι νόμιζες, θα σε άφηνα; - πούστη θάνατε σε διάβασα μετά σ’ έκοψα φετούλες μη γίνομαι άλλο χυδαίος Ακολουθεί κριτική ανάλυση σκέτος ενταφιασμός σου πάλι τον γλίτωσα το στίχο εσείς να δούμε τώρα ποια λέξη θα βάλετε κάτω να την πατάτε μέχρι θανάτου Με νύχια και με δόντια
εγώ ποιητής κι εσύ τίποτα όλοι οι υπόλοιποι περαστικοί μη θέλεις λόγια πιο απλά - ρε, πού να βρω αντίλαλο να ξέρει την προπαίδεια; - Όλοι, μα όλοι γκρεμιζόμαστε κι ούτε ένας να μας μαζέψει Μη μου αφήσετε τηλέφωνο συγγενείς και κηδειόχαρτα τη σιγουριά της ήττας θέλω κι ένα κενό εκατό μέτρων να ασκούμαι ανενόχλητος στη χρεοκοπία της γραφής Δεν αντέχω άλλο μουγκρητό
εντός μου ψήνεται το τέρας τρίποδο και εξαδάκτυλο ας πάει κάποιος να του πει ότι τέρμα οι παρεξηγήσεις άλλωστε πια μεγαλώσαμε για να είμαστε τόσο εγωιστές Έτσι που ξαγρυπνούσε
μέσα στο στόμα μου νόμιζα πως έφτυνα καρφιά τα μάζευα με το φαράσι - πού καιρός για εμφυτεύσεις στίχων στο οργωμένο χώμα; - Μια μέρα που λέτε την βρήκα σ’ ένα μπαρ «κοίτα να πνιγείς» μου λέει «στο ίδιο μ’ εμένα ποτήρι» μ’ άλλα λόγια χανόμαστε ή περπατάμε στο Θησείο στις γραμμές του τρένου Βέβαια για να σοβαρευτούμε κανείς δε θέλει μπλεξίματα μ’ έναν εκτροχιασμένο ποιητή ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ
Τα απολύτως αναγκαία: την οδοντόκρεμα να βουρτσίζω εξογκώματα σπασμένων δοντιών (τις ρίζες που απέμειναν στο δαγκωμένο φεγγάρι) τα γυαλιά μυωπίας να παρατηρώ διακριτικά εξόφθαλμους θανάτους - τις Κυριακές στο σταθμό πεσμένους στις ράγες - τα ισόπαλα βράδια να δικαιώνω την αγρύπνια μέχρι παρεξηγήσεως « αφήστε με να βάζω την αϋπνία προσάναμμα» μα κυρίως εμένα να δημιουργώ αντίλαλους στο άδειο δωμάτιο με σημεία στίξης μεταλλικά υπόλογος στην Ποίηση ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ Κοίτα να αγαπηθείς στη λίμνη του ελάχιστου με προβοσκίδα αιρετική δυο χρονών ενήλικο βυθισμένο φεγγάρι Τα σίδερα πάλλονται ανιδιοτέλεια το λες ή ξεφτισμένο μοτέρ όπως και να το δεις οι μηχανές έχουν ζωή Είπαμε, δε σε ξέρω καθιερώθηκα πια να γεννώ Λουδοβίκους αβύζαχτα παιδιά σε λάθος περιβάλλον Επί του πρακτέου χειμώνιασε, δε βλέπεις; Τραβώ κουπί αεροπόρου με αντιανεμικό μπουφάν ιδανικός αυτόχειρας ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ Στην πρίζα οι ουρολοιμώξεις να κατουράς μωρά κοβάλτια γι’ αυτό και σου απαγορεύω τις γονυκλισίες στη θάλασσα και τα εν αγνοία μου βογκητά Μετά με ρωτάς για τον καιρό και τους μυωπικούς χειμώνες πρηστήκανε οι φτέρνες μου στα μενεξεδένια στρώματα τη φωνή μου τη στερήθηκα κι ακόμα να βρω αντίβαρο να εξισορροπήσει την άνοιξη Ρε μπαγάσα δεν είσαι ποίηση να νιώσεις πώς τιθασεύεται το μαρτύριο της ξαστεριάς το χλωροφόρμιο θα ταίριαζε σε μια τέτοια φάλτσα βραδιά ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ Λιώνω, λιώνω σαν τσίχλα κολλημένη σε ηλεκτρική λάμπα εκεί μικρόβια να δεις κυρίως όμως σκοτάδια μασούν την ασπαρτάμη ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ Ναι, το ξέρω πως ήμουν σύννεφο καταρρακτώδης βροχή σιδερένια γι’ αυτό κι έσκασα με κρότο στη γη ανάμεσα σε ξεκοιλιασμένα σώματα Λάθος που δε γεννήθηκα σκοτάδι να μη βλέπω το διάσπαρτο έρεβος τώρα εξοκείλω σε γυμνά οικόπεδα γεμάτα με βυθισμένα υπερωκεάνια Κι επιτέλους, αφήστε με να πεθάνω τρώγοντας σύκα κάτω απ’ τη μηλιά ΚΟΜΙΣΤΗΣ Α τι ωραία που είναι τα ψάρια ναυτοπρόσκοποι του ενυδρείου σε διατεταγμένη μπλε υπηρεσία (σάμπως να ήξεραν τι κάνουν;) Κι αν λειτουργώ σαν κομιστής του έσω μαυρισμένου κόσμου αναμειγνύοντας λάθος χρώματα τις εμμονές μου πλήρωσα ακριβά δεν ήμουν ποτέ προβοκάτορας πινελιές παροξυσμού εκτόξευα τα υπόλοιπα θα πουν οι ειδικοί όταν ξεπουπουλιάσουν το ποίημα τη φωνή μου αλλού στέλνοντας και τη δικογραφία στα τάρταρα Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ Στην πρώτη δημοτικού αύριο ξυρισμένος και με καλαθάκι - ποια προπαίδεια και αηδίες - λίγη αυλή θέλω και τραμπάλες μια τυρόπιτα απ’ το κυλικείο την Εβελίνα να μ’ αγκαλιάσει το χάρακα της δασκάλας μου κι ύστερα τη μάνα στην πόρτα να με περιμένει να σχολάσω ασχέτως αν απέχει το σχολείο δυο βήματα από τον ουρανό ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ Σημείο εκκίνησης η νύχτα τυφλή κλωτσιά στο άπειρο κι αν πεινάσει ο ουρανός δε βιάζομαι πια να πεθάνω ξέφτισαν και τα ψέματα αυτά λοιπόν για σήμερα τα υπόλοιπα όταν βουλιάξουν τα υπερωκεάνια μέσα μου κι άμα πέσουν ανάσκελα τα πούπουλα της ηδονής τόσος ντόρος κι ούτε δυο δόντια σπασμένα μια πέτρα με τρυφερή υφή οι ελπίδες είναι τηλεσκόπια ό, τι κι αν σημαίνει αυτό κι εγώ ο υπερβάλλων ζήλος που τσεκουρώνει λέξεις ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ Έτσι που τα κατάφερες τζάμπα οι ελεημοσύνες - τα δέντρα δεν είναι άπορα ούτε οι πνοές ελικοδρόμια για προσγειώσεις ρουτίνας Και καλά οι γονυκλισίες κι οι σπασμένες Κυριακές τα ξενύχτια πού τα βάζεις; Γι’ αυτό λέω να φεύγω - αν με καταλαβαίνεις κοστίζει ακριβά ο χρόνος ΤΑ ΡΕΥΜΑΤΑ Φτηνός σουρεαλισμός στις εσχατιές του στίχου βαθαίνουν τα ορυχεία της εσκαμμένης ποίησης (είμαι το αναβράζον ρήμα ο διακορευτής της μετοχής) Σώφρον είναι να σωπαίνεις και τότε βλέπεις καθαρά ανεμοστρόβιλους ποτάμια σωρηδόν επαναστάσεις - όχι πια της Ιστορίας - Πού μας πάνε επιτέλους τα ρεύματα της Τέχνης; Έτσι κι αλλιώς τ’ αγάλματα ποτέ δεν τραγουδάνε ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ Ε λοιπόν τζάμπα οι ανεμόσκαλες μόνο το φεγγάρι κατεβαίνει νεκρό είναι κι οι καπνοδόχοι ρουφήχτρες κι αλίμονο πώς μας ξεγέλασαν έτσι; Όχι πως βιάστηκα νωρίς να πεθάνω ούτε που είχα σεντς στην τσέπη μου υπάρχω ή δεν υπάρχω ιδού το θέμα ποιος θα το απαντήσει με ειλικρίνεια; Γι’ αυτό σου λέω, δε γνωριζόμαστε είμαστε ακόμη εν δυνάμει ζωντανοί PLAN B’ Έτσι που την κατάντησαν τη θάλασσα θα πνιγόμαστε μόνο κατά παραγγελία κι οι ναυαγοί μια απέραντη διαδήλωση θα βαδίζουν στην επιφάνεια του νερού πηδώντας όλα τα συρματοπλέγματα αν βέβαια ρωτήσεις τους ψαράδες θα σε παραπέμψουν στο Ευαγγέλιο - θαύματα δε γίνονται, να το ξέρετε - μας θέλουν ζωντανούς για νεροκουβαλητές ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ Τα οικόπεδα του τίποτα προλειαίνουν ανασκαφές σε πήραν χαμπάρι μεγάλε να εξασκείσαι στα τόξα όταν το σύμπαν ολοφύρεται είναι μια δύσκολη υπόθεση και ποτέ δεν είναι αργά να καβατζώσεις τον ουρανό έχει ο εξώστης άλλη θέα ορίζοντας τετράκλινος εσύ κι οι τρεις Μοίρες ανάσκελα σε οργασμό όποιος αμφιβάλλει ας δει τα αποτυπώματα στο χαλί και τον θρεμμένο ποντικό να βολτάρει στα σύννεφα πάντως από τις ανασκαφές κανένα άγαλμα δεν κατάφερε να νιώσει πως το αγαπούν ΠΡΟΝΟΙΑ Μειδίαμα το λένε τώρα; κι ύστερα ποιος τρέχει να μαζεύει τα γυαλιά; Εγώ πάντως άδειασα τις ευαισθησίες μου σ’ ένα πλαστικό βάζο και πορεύομαι ήσυχος για την αιώνια σιωπή ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ Καλά λοιπόν το έλεγα πως έπρεπε να δοκιμάσω: στο μηδέν ο θάνατος δεν μπορεί να περιμένει Ας αφήσουμε λοιπόν τις συνεχόμενες αναβολές μια μόνο φορά χρειάζεται κι ύστερα «Μη φοβάσαι!» πιάσε τη λέξη απ’ το λαιμό επιτέλους να μπει ένα τέλος στην ξηρασία του ποιήματος |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|