Η παλάμη μου κλειστή
γρονθοκοπεί τη φωνή κυρίως όμως την άνοιξη Παρά ταύτα εγώ ελπίζω να ανοίξουν οι ουρανοί να ενωθούν οι ορίζοντες άλλωστε χωρίς πυξίδες πιο εύκολα πορεύομαι Προς το παρόν κείτομαι στην τυραννία της μνήμης από θαύμα ακόμη επιζών με τα γυαλιά στο πάτωμα και την ερήμωση παντού Κάποιος θα βρει κάποτε τους σπασμένους φθόγγους πίσω από το υποσυνείδητο
0 Comments
Ακούω τελευταία για ύψη
που βούτηξαν στο κενό μετά κοιμούνται ήσυχα στα παγκάκια του πάρκου Σε χρόνια σακατεμένα το να τη γλιτώνεις μόνο με κάνα δυο γρατζουνιές δεν είναι και τόσο τυχαίο Προϋποθέτει φαντασία ωστόσο στην εκτύπωση θα γεμίσουν με αίματα οι σελίδες του βιβλίου Η αλήθεια είναι πως παραπαίω
πρέπει να ομολογήσω την αιτία όποτε κάνει κρύο φοράω σουξέ από τραγούδια μέχρι κι εμένα δε μου αρέσουν οι βλαστήμιες αλλά μου αναλογεί μια κόλαση να υποθέσω πως κι η αναπνοή πρέπει να κρατά τις αποστάσεις στον επόμενο τόνο η ώρα είναι να φύγουν όλοι οι ανεπιθύμητοι κι αν μείνει καμιά βελόνα μέσα στο δέρμα αυτού του ποιήματος δε θα τρυπηθούν οι αναγνώστες Χρειάζεται να κάνω διάλειμμα να φορέσω και κανένα πουλόβερ Θαυμάζω τους ηλικιωμένους
που ζουν μόνοι τους με μια γάτα συντροφιά και πεθαίνουν μόνοι τους ένα αυγουστιάτικο δειλινό. Που περνάνε μέρες μέχρι ν’ ανακαλύψουν το θάνατό τους΄ οι γείτονες πιστεύουν ότι λείπουν σε διακοπές ο ταχυδρόμος ρίχνει τους λογαριασμούς κάτω απ’ την πόρτα κι η σύνταξη του μήνα καταβάλλεται κανονικά απ’ την τράπεζα. Θαυμάζω τους ηλικιωμένους που δε φοβήθηκαν τη μοναξιά που συμφιλιώθηκαν με τον εαυτό τους που προτίμησαν την ελευθερία απ’ την υποταγή. Οι μέρες τους περνούσαν φυσιολογικά: τις Κυριακές στην εκκλησία τις Τετάρτες στη λαϊκή τα Σάββατα στο θέατρο τα καλοκαίρια στην Αιδηψό΄ οι νύχτες τους όμως ήταν μια άσκηση θανάτου. Κάποτε τους επισκέπτονταν κάτι μακρινά ανίψια που κάθονταν λίγο και μετά έφευγαν απορροφημένοι απ’ τις δουλειές τους. Με τους γείτονες έλεγαν μια καλημέρα - τίποτα παραπάνω. Σ’ ένα δωμάτιο παλιό, γεμάτο μνήμες ζούσαν. Εδώ γνώρισαν τον πρώτο έρωτα που τις περισσότερες φορές ήταν κι ο τελευταίος. Θυμούνται τις ετοιμασίες που έκαναν και το χτυποκάρδι όταν πλησίαζε η ώρα της συνάντησης. Τώρα πια ετοιμάζονται για τη Μεγάλη Ώρα που από μικροί ξόρκιζαν με χίλιους τρόπους. Έχουν βάλει τα καλά τους ρούχα σε μια κρεμάστρα και πάνω στο μπαούλο κάτι άσπρα σεντόνια σιδερωμένα. Έχουν σφουγγαρίσει το πάτωμα κι έχουν πλύνει τα πιάτα οι κατσαρόλες τακτοποιημένες στη σειρά η κουζίνα μυρίζει θυμάρι και δεντρολίβανο. Η μόνη τους έννοια είναι τι θ’ απογίνουν οι δυο λεμονιές στην αυλή κι ο βασιλικός στο περβάζι. Θαυμάζω τους ανθρώπους που δε ζήτησαν πολλά απ’ τη ζωή τους μόνο μια γάτα, δυο δέντρα και λευτεριά. ''Χρεοκοπία ιδεών'' (2014) Ξεβράκωτος ουρανός Πρωτοχρονιάς
Αφοδεύει κουραμπιέδες από τσιμέντο Ασπρίζουν τα τραπεζάκια της πόλης Χιόνι ακόμη και στα σεντόνια μου Φτιάχνω μπάλες από παγωμένη άχνη Τις τοποθετώ σε χωνάκια παγωτού Γλείφω τη μία και γεύομαι θάνατο Τρώω την άλλη και αυτοπυρπολούμαι Με την τρίτη υπογράφω ανακωχή Τις υπόλοιπες δώρο σε εορτάζοντα. Μετά κόβω τη βασιλόπιτα του νεκρού Πρώτο κομμάτι τω αγνώστω θεώ Δεύτερο στο καινούργιο μου σπίτι Τα υπόλοιπα στη μνήμη των ποιητών Που κολύμπησαν σε βαθιά ποτήρια. Ένα διπλό ουίσκι στον Ντύλαν Τόμας Που βρήκε το πρωτοχρονιάτικο φλουρί. ''Υπό το μηδέν'' (2017) Γελάει ο θυμωμένος άνεμος
Αναποδογυρίζουν τα βαρέλια Ο δρόμος αναμασά τη λάσπη Το γατί κλαίει στα κεραμίδια Σκοράρει στο κενό ο θάνατος Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Σιδερένια πουλιά στις κολόνες Μετά πηγαίνουν στην εκκλησία Μοσχοβολούν τα ρούχα τους Αστράφτουν και τα φτερά τους Στη φάτνη σκοτωμένα βρέφη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Γυρίζει ανάποδα το δέντρο Καρφώνεται στη θάλασσα Καράβια σημαιοστολισμένα Μεταφέρουν τους νεκρούς Τους αποθέτουν στο λιμάνι Τα μάτια τους ακόμη ζωντανά Στάζουν φρέσκο χιονοπόλεμο Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Σκύλοι έξω απ’ τα κλουβιά Προπονούν τα δόντια τους Κατασπαράζουν την παγωνιά Ξεθάβουν το μαύρο κόκαλο Και το τινάζουν στα σύννεφα Βρίσκει στο μάγουλο τον Θεό Δονείται απ’ τον κρότο η γη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα των ποιητών. ''Υπό το μηδέν'' (2017) Μαζεύω πακέτα από τσιγάρα
Για το χριστουγεννιάτικο δέντρο Πουλιά με κοιτάνε που γράφω Αρπάζω ένα και το κάνω στολίδι Άρχισε να κλαίει με λυγμούς «Σ’ αγαπώ, γι’ αυτό σε κρέμασα». Φυσούσε απ’ το σπασμένο τζάμι Κάποιο παιδί μπήκε στο δωμάτιο Το κρύο τού περόνιαζε τα χέρια Οι ήρωές του είχαν πια πεθάνει Μα εγώ μάζευα μικρές καρφίτσες Και τις έβαζα στα τσιγαρόκουτα Τα πουλιά με κοιτούσαν παράξενα Να τρυπώ τα χάρτινα ποιήματα Μετά βγήκα στον δρόμο κι έτρεχα Ώσπου με αναγνώρισε ο Θεός Και με μεταμόρφωσε σε πουλί. Τώρα με δύο σώματα ανεβαίνω Στο δέντρο του θανάτου μου. ''Υπό το μηδέν'' (2017) |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|