ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
ΓΑΤΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ Λίγο πριν αρχίσει η βροχή πάντα πνίγομαι σε μια κόλλα ανακυκλωμένο χαρτί βάζω τη θλίψη για αυτόματο πιλότο κλειδώνομαι μέσα στο άδειο δωμάτιο βλέποντας στους τοίχους την εγκατάλειψη καθώς προχωρά η ώρα φυλλομετρώ αριθμούς συνθήματα που απώλεσαν τη δυναμική τους ετοιμάζομαι για μια γραμμική ολονυκτία ανυπεράσπιστος από θεούς κι ανθρώπους τακτοποιώντας στο συρτάρι νεκρά ποιήματα μιας εποχής που δεν θέλω να θυμάμαι σβήνω τη λάμπα και επιδίδομαι στην πτώση καλώντας όλα τα διαθέσιμα ασθενοφόρα τοκίζω στο διηνεκές την οροφή των ονείρων μήπως και εισπράξω καμιά αναπηρική σύνταξη επιτρέπω το κυνήγι των κόκκινων ελαφιών δηλαδή του αίματος και των παραγώγων του δεν υπογράφω δηλώσεις μετανοίας ή κατοικίας γιατί απλά λίγο πριν ξεκινήσει η βροχή μεταναστεύω εκεί που ποτέ δεν έχει βρέξει και πάντα στο τέλος ξυπνώ ξεκούρδιστος με μια στεγνή σφουγγαρίστρα στο πάτωμα κι ένα ανοιχτό βιβλίο πλατωνικής φιλοσοφίας ενώ η γάτα μου έχει λυσσάξει απ’ την πείνα απολύτως βέβαιη ότι έμπλεξε με θεότρελο. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Οι γυναίκες της ζωής μου ήταν άρωμα φτηνού μπουκαλιού παραμεθόριο γερμανικό νούμερο σε φυλάκιο του Έβρου το ανώνυμο ουρλιαχτό ξημερώματα από το νοσοκομείο η ανθοδέσμη που ξεράθηκε πρόωρα στο βάθος της μνήμης τα παπούτσια τους που άφησαν αποτύπωμα στο λευκό χαλί νύχτες κρύες υπεράνω οποιουδήποτε λογικού συνειρμού βαπόρι με σημαία ευκαιρίας και τρένο ολικού εκτροχιασμού η κορδέλα στα μαλλιά τους την ώρα του αποχαιρετισμού το κατακάθι του αλκοόλ στα παγκάκια της μεγάλης πλατείας η αναβράζουσα παρακεταμόλη σ’ ένα μισοάδειο ποτήρι νερό οι φωτεινοί σηματοδότες στην απέραντη λεωφόρο της θλίψης τα Σαββατοκύριακα με την αποδόμηση όλης της βδομάδας τα κυκλάκια καπνού και ο ξερόβηχας που έσπαγε τα τζάμια το παρακράτος με τους πράκτορες σε διατεταγμένη υπηρεσία οι ματαιωμένες συναυλίες λόγω κακών καιρικών συνθηκών τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με τους ξενέρωτους τίτλους οι προσφυγικές ροές που ανακόπτονταν με βία στα σύνορα η αναπάντεχη πρώτη φορά και η αμηχανία που τη συνόδευε η φωνή του τηλεφωνητή πίσω απ’ το ξεχαρβαλωμένο καλώδιο τα ξενοδοχεία της μιας διανυκτέρευσης στην πλατεία Βάθης τα τσιμπιδάκια που μάζευα τα πρωινά κάτω από το κρεβάτι τα ακροτελεύτια των ποιημάτων σαν αυτό που τώρα διαβάζεις. ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΝΩ Όσο μεγαλώνω ακούω ντραμς τα μεσάνυχτα τη χαρμολύπη βλέπω να στοιβάζεται στον νεροχύτη ύστερα τα αναλγητικά μουσκεμένα στον ουρανό ποτέ δεν έμαθα να αγαπώ - όχι κατ’ ανάγκη τη ζωή εντός μου συστέλλονται και διαστέλλονται οι ίσκιοι γνωμάτευσαν οι γιατροί τη μεταφυσική μου ήττα στο πάτωμα κι απόψε η γνωστή σφουγγαρίστρα να διαπραγματεύεται σκληρά με τον υπερρεαλισμό κι οι δύο υπήρξαν για αιώνες έξω από την Τέχνη με πεντακόσια είκοσι καταστήματα αντιποιητικών. Όσο μεγαλώνω μεταναστεύω σε ημερολόγια του ’40 σε αστεροειδείς με ληξιπρόθεσμα συμπεράσματα κάθε νύχτα στο Κρατικό Νίκαιας για να παρατηρώ το απέναντι σχολείο που κάποτε είχα υπηρετήσει και να που η νοσταλγία κατέληξε σε αυτοπυρπόληση τέρμα τα ασθενοφόρα, τα ράμματα κι οι εντατικές τα λογοκριμένα ποιήματα πάσχουν από μοναξιά κι από ένα χέρι που θέλει διακαώς να τα ξαναγράψει. Όσο μεγαλώνω χαζεύω με τις πάπιες στη λιμνούλα διοχετεύω ηθική στα μελανιασμένα μου γόνατα δεν σκέφτομαι καθόλου τις σπασμένες αρτηρίες ούτε τα ανεπίδοτα γράμματα που έμειναν αδιάβαστα παίρνω συνέντευξη από μια καθώς πρέπει κυρία (αυτή που μνημονεύω στο ποίημα «Αποτέφρωση») κατά πάσα πιθανότητα πάσχω από οξύ ρομαντισμό ή συγκρούομαι με κάθε λογής παλιομοδίτικα τρένα περιμένοντας να χειροτονηθούν οι καινούργιοι ιερείς να εξομολογηθούν όλα τα κλιμάκια των υπουργείων και ίσως και ο δεύτερος καταϊδρωμένος μου εαυτός. Όσο μεγαλώνω αμφιβάλλω για τους αποχωρισμούς (δεν είναι καθόλου αποχωρισμοί – μάλλον σημάδια προεξαγγελτικά μιας επερχόμενης επανεκκίνησης) αλλά και για τα φθινόπωρα που δεν έχουν ενδιαφέρον πέραν των συνηθισμένων οριζόντιων βροχοπτώσεων το μόνο σίγουρο είναι η τρύπια άνοιξη στο Πέραμα και το μούχρωμα που αναποδογυρίζει όλες τις ψυχές. Όσο μεγαλώνω ταΐζω ερπύστριες και ξεθάβω μανιτάρια μπουκάρω ασυνείδητα σε συνέδρια για το περιβάλλον ανακυκλώνομαι σε κάδους των αστικών απορριμμάτων κι όλα αυτά νομίζοντας πως έχω μέρες μπροστά μου ένας άνθρωπος με επιβαρυμένο συναισθηματικό μητρώο που έμπλεξα μέσα στα παρακλάδια της κανονικότητας το πρωί υπερφίαλος και το βράδυ μια μάζα στο κενό εκ του ασφαλούς μιλώντας όταν οξειδώνομαι στο αλκοόλ τότε απ’ το ρετιρέ του Ζωγράφου εξακοντίζω δημηγορίες έχοντας στα σωθικά μου το μαρτύριο του συμβιβασμού και στα μάτια μια συνθηκολόγηση που σπάει καθρέφτες όσο λοιπόν μεγαλώνω γίνομαι δουλέμπορος της λογικής σε χώρα στιγματισμένη απ’ το προπατορικό αμάρτημα μετράω χρυσόψαρα που απεμπόλησαν την αλμυρή φύση ή διεισδύω καλοκαιριάτικα σε ωάρια βαθείας καταψύξεως ωστόσο τα αντανακλαστικά μου λειτουργούν και σήμερα από αύριο δεν ξέρω τι συνεννοήσεις θα κάνει ο θυρωρός ελπίζω βέβαια να μου επιτρέψει να ανέβω ξανά στον έκτο. Όσο μεγαλώνω γίνομαι εκτελεστικό όργανο της μοναξιάς εμφιαλώνω τις ανασφάλειές μου σε μποτίλια στο πέλαγος προεξοφλώ τη ραγδαία μου πτώση διοργανώνοντας πάρτυ κάθε Σάββατο βράδυ στην υπόγεια διάβαση του Παντείου κι από πάνω τ’ αμάξια να ποδοπατούν την όποια αισθητική αναμοχλεύω τετριμμένα σενάρια επιστημονικής φαντασίας για δήθεν εξωγήινους που πιάστηκαν με ποσότητα ηρωίνης εγκαινιάζω φέρετρα σε κηδείες που δεν άντεξαν την κριτική κι οι συγγενείς ενσωματώθηκαν με τον νεκρό στην ίδια κάσα μετά ξέπλυναν την αμαρτωλή ζωή τους με ζεστή ψαρόσουπα μιλώντας ψιθυριστά μην ταράξουν την ησυχία της γειτονιάς ενώ ο ήλιος χανόταν πίσω από κάτι εκτός σχεδίου οικόπεδα που οι ιδιοκτήτες τους θα βρίσκονται σε κάποιο γηροκομείο ή στα μικρά επαρχιακά καφενεία με τους πεσμένους σοβάδες και την καπνίλα να κάνει ακροβατικά πάνω από τα τασάκια όσο μεγαλώνω θέλω ο χρόνος να με εκλιπαρεί να τον σώσω να κυκλοφορεί ρακένδυτος σε εμποροπανήγυρη της Λάρισας πίσω του να τρέχουν οι γιατροί με ορούς, οξυγόνο κι ενέσεις κι εγώ στη γωνιά να παρακολουθώ την επέλαση του γήρατος. Όσο μεγαλώνω περιτριγυρίζομαι από άσχετα υποκείμενα προσεληνώνομαι ανώμαλα στην ωμοπλάτη του σύμπαντος αγοράζω πιστοποιητικό φρονημάτων από έναν μικροπωλητή γράφομαι στα συσσίτια του δήμου και στις κοινωνικές δομές εκεί συναντώ όλες τις συνομοταξίες των άστεγων φίλων μου άλλοι με κουρέλια, άλλοι με γραβάτα, άλλοι χωρίς πρόσωπο ένα διαμπερές τραύμα στο μαλακό υπογάστριο της μνήμης στο τέλος επιλέγω τον βαρκάρη που θα με περάσει απέναντι απαγγέλλοντας στη διαδρομή τα πιο σαχλά μου ποιήματα και πετώντας στη θάλασσα τις βαρύγδουπες μεγαλοστομίες. ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Θέλω να μου επιτραπεί επιτέλους να μιλήσω για τους αγοραίους έρωτες στο Μεταξουργείο για τα αυλακωμένα πρόσωπα των γυναικών και την μπόχα που βγαίνει απ’ τα πορνοστάσια μαζί με κάτι ξεθυμασμένα εμπριμέ σκυλάδικα για τους μαστουρωμένους οπαδούς των ομάδων που ξεχύνονται στην Κολωνού μετά τον αγώνα λογχίζουν κατάστηθα τα σύννεφα της Κυριακής σηκώνοντας στον ώμο την αμαρτία της νύχτας ύστερα οι φαντάροι αποτελειώνουν το σκηνικό πατώντας πάνω σε κάτουρα και σικέ βογγητά. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις πόρνες που καθηλώθηκαν σε ένα κρεβάτι ακρωτηριασμένες από τα βίτσια των ανώμαλων και πνίγηκαν στο βαθύ κόκκινο φως της λάμπας για τις άλλες που ουρλιάζουν στην Ακομινάτου κρατώντας χαράματα στα χέρια τους ένα μωρό για όσες κάνουν πιάτσα σε βρόμικα πεζοδρόμια υπό το αυστηρό βλέμμα της χαμένης νεότητας για Νιγηριανές που υποθήκευσαν το σώμα τους σε ένα STUDIO του μεταμοντέρνου οργασμού που βάραγαν υπερωρίες στα σπίτια της Ιάσονος ενώ έξω ακούγονταν ασθενοφόρα και περιπολικά για τη γάγγραινα που κουβαλούν στις ψυχές τους οι μορφωμένες καλλονές του ανατολικού μπλοκ που ψαρεύουν λιώμα πελάτες στην πλατεία Αυδή και τους μεταφέρουν σε ετοιμόρροπα ξενοδοχεία. Για την απόλυτη εμπορευματοποίηση του έρωτα δίπλα σε σύριγγες και ακατέργαστη μαριχουάνα για αγγέλους εκφορτωτές της νοθευμένης δόσης καπνίζοντας νωχελικά τη μαυρίλα των ουρανών για τσαλακωμένα κορμιά στην είσοδο του μετρό αναμένοντας τον πρώτο συρμό για τον παράδεισο. ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΑΒΙΛΗ Θέλω να μου επιτραπεί επιτέλους πια να μιλήσω για την καντίνα εδώ και κάτι χρόνια στη Μαβίλη δίπλα στην αποστειρωμένη αμερικάνικη πρεσβεία και τον χαφιέ με το καπέλο που με παρακολουθεί πίνοντας ξενέρωτα φτηνά ποτά έξω από τον Λώρα κι εγώ απέναντι στο Flower να κοιτώ τη φοιτήτρια που ψάχνει απεγνωσμένα να γνωρίσει έναν εραστή. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις στοιβαγμένες ψυχές στον κάδο της θλίψης εκεί που το πρώτο τροχοφόρο λακτίζει τη μέρα και που πίσω απ’ τα βαριά τσιγάρα μετεωρίζονται αζήτητα σώματα στο φορείο ενός ασθενοφόρου για την καθιστική διαμαρτυρία του σαξοφωνίστα που νόμιζε πως οι ήχοι είναι πουλιά στα σύννεφα για τις αναιμικές ωδές της μεταμεσονύχτιας λύπης για τα φεγγάρια ολικής έκλειψης χωρίς ρομαντισμό που τριγυρίζουν ανήσυχα στη Βασιλίσσης Σοφίας χωρίς κανένα ίχνος ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτή την έρημη χώρα που αιώνες ψυχανεμίζεται ανάμεσα στα καθώς πρέπει καλλιστεία της εξουσίας και στα χρονόμετρα των ντοπαρισμένων πολιτών της για τις ήττες που έγιναν νίκες και πλέον ξεχάστηκαν για μένα που το πρωί πάνω στα καλώδια των τρόλεϊ ισορροπώ χωρίς ποτέ να φτάνω στον προορισμό μου και που τη νύχτα θα ξαναέρθω στην Πλατεία Μαβίλη. ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ Κατά πάσα πιθανότητα είμαι ακόμη εδώ μ’ έναν καφέ και δυο τρεις μεταλλάξεις όπως καταλάβατε είμαι ο ιός των φτωχών υπεύθυνα εισβάλλοντας στη μοναξιά τους. Κι αν μιλώ στο πρώτο ενικό πρόσωπο είναι γιατί αναλαμβάνω όλη την ευθύνη όση μου αναλογεί κι όση μου φόρτωσαν αυτοί που ήθελαν την αποδόμησή μου εγώ βέβαια δεν επηρεάζομαι από τέτοια συνεχίζω να αυτοσαρκάζομαι ως συνήθως να λέω τα πράγματα με το όνομά τους παίρνοντας αποστάσεις απ’ τα καθημερινά. Περίπου έτσι λοιπόν με αντιλαμβάνομαι δεν διαθέτω άλλο αισθητήριο αυτογνωσίας προσπαθώ πάντοτε να μην υπερβάλλω κι αυτό μου δίνει μια αληθινή ικανοποίηση τα βράδια όμως συνθλίβομαι στο κρεβάτι είμαι γυμνός ολότελα με τον εαυτό μου κι αρχίζω τη μουρμούρα για να επιβιώσω πιάνω κουβέντα με το κουνούπι στον τοίχο του λέω τον πόνο μου και τι ζόρια τραβάω δεν μου απαντάει στην αρχή, με θεωρεί λίγο αρέσκεται να δείχνει την προβοσκίδα του το κόκκινο αίμα που κουβαλά μέσα του όταν αλλάζω πλευρό με πολιορκεί έντονα ελέγχει τις αντιδράσεις μου, με γραπώνει εγώ του ξεφεύγω και ανοίγω το παράθυρο μάχη σώμα με σώμα, στο τέλος βουτάω από τον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας με περιθάλπουν τα αδέσποτα της γειτονιάς μου στρώνουν ένα πελώριο λευκό σεντόνι για να διαχειριστούν την αθωότητά μου όταν ξυπνώ βρίσκομαι ανάμεσα σε άλλους τους υπενθυμίζω ότι τίποτα δεν με σταματά και ότι θα εξακολουθώ να μολύνω τα πλήθη όσο υπάρχουν κοινωνίες χωρίς οράματα και άνθρωποι με μειωμένα αντανακλαστικά. ΟΤΑΝ Όταν η άνοιξη εισχωρήσει στην ανεμόσκαλα και οι έρωτες δρομολογήσουν τη λησμονιά όταν σε μια χαραμάδα πνιγούν τα ναυπηγεία κι οι εμπειρογνώμονες δηλώσουν μεταμέλεια όταν όλοι οι σοφοί αποδεχτούν τη μοίρα τους μένοντας μονάχα με ένα αδειανό πουκάμισο όταν οι πρόσφυγες μετοικίσουν στα σύννεφα λανσάροντας καινούργια ήθη στις καταιγίδες όταν οι τρελοί πιστέψουν ότι έχουμε χειμώνα και ξεχυθούν στα βουνά για την επιβεβαίωση όταν τα οικόσιτα του ουρανού αναστατωθούν από τις πλείστες παραλλαγές του παραδείσου όταν αρθεί η εμπιστοσύνη στο οξυγόνο της γης θα έρθω να σε βρω κι ας ξέρω ότι δεν υπάρχεις. Όταν οι λαθραίοι μαραθωνοδρόμοι ξεκινήσουν με ιαχές και αλλόκοτα σαλπίσματα στον αιθέρα όταν ξεσπάσουν πόλεμοι ανάμεσα στις φατρίες που ελέγχουν την παγκόσμια αποβλάκωσή μας όταν ο άνεμος προσδώσει στη ζωή σου ταραχή και ακουστούν από τα μεγάφωνα κούφια λόγια όταν οι ένοικοι των πολυκατοικιών συγκλίνουν σε μια νέα οπτική της μεταμεσονύχτιας θλίψης όταν εξοπλιστούν τα κύματα με βαριές αλυσίδες κι αναποδογυρίσουν τα πλοία που συνάντησαν όταν ο ήλιος μεταδώσει στο σύμπαν μια ελπίδα και οι σημαίες των γηπέδων πέσουν λιπόθυμες θα έρθω να σε βρω ακόμα κι ας είσαι οπτασία. Όταν το αντικανονικό προσπέρασμα της σιωπής προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στα αγάλματα όταν η σήψη του κορμιού φτάσει έως το κόκαλο προκαλώντας κάποια ανερμήνευτη φαντασίωση όταν οι τυμβωρύχοι λέξεων πιαστούν αδιάβαστοι την ώρα που τα βιβλία θα ρίχνονται στην πυρά όταν ο πρώτος έρωτας ζητήσει διαπιστευτήρια για να του επιτραπεί η είσοδος στην αιωνιότητα όταν οι αντοχές της φύσης κρεμαστούν σε κλωστή και ανάψουν τα φωτάκια ενός κομμένου δέντρου όταν οι αλυσίδες της κάθε καταπίεσης σπάσουν τη στιγμή που ακουστούν σύσσωμα τα εγερτήρια όταν τα υπερηχητικά αεροπλάνα γίνουν καπνός θα έρθω να σε συναντήσω σφυρίζοντας αδιάφορα. ΓΡΑΦΩ Γράφω γι’ αυτούς που χάθηκαν μέσα στον πανικό αξύριστοι και τρομαγμένοι χωρίς εισιτήριο εξόδου που ανάβανε φτηνά τσιγάρα κι έκαιγαν τον ουρανό παίρνοντας μέρος στον πιο επικίνδυνο μαραθώνιο ντυμένοι με προπολεμικά ρούχα και μαύρα καπέλα φευγάτοι αγγελιοφόροι μη φυσικών καταστροφών που έραβαν τα νεύρα τους για να μην τεντώνονται κουνώντας προκλητικά τις δύο μεταλλικές κεραίες που εξαφανίζονταν για μέρες και έβαζαν αγγελίες οι συγγενείς τους στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό κι όταν ξαφνικά επέστρεφαν, πάντα έπεφτε βροχή για όλους τους ακατανόητους λόγους που έβγαζαν μπροστά από τα σταθμευμένα απορριμματοφόρα και υπό τους ήχους των σειρήνων των περιπολικών που αυθαδίαζαν σε όσους θεωρούσαν κανονικούς και καταμετρούσαν ύστερα τις αντιδράσεις τους που αγκομαχούσαν όταν ξυπνούσαν απ’ το μεθύσι κάνοντας αναγραμματισμούς με τα ονόματά τους και πίνοντας τις τελευταίες σταγόνες του ποτηριού που ζωγράφιζαν ακαταλαβίστικα σχήματα με θεούς για να πάρουν τάχα την υπερκόσμια ευλογία τους ολόκληρα μυαλά κατεστραμμένα από τη μοναξιά βαρώντας γερμανικό νούμερο τα Σαββατοκύριακα ενώ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαιναν μυρωδιές ασυνάρτητων συνειρμών αναμειγμένες με καυσαέριο που κλίνανε ανώμαλα ρήματα ενώ ομαλά γινόταν η κυκλοφορία των τροχοφόρων στους ουρανούς που ξάπλωναν ανάσκελα στις αποβάθρες του μετρό μένοντας ασάλευτοι για ώρες, μέχρι να ξημερώσει. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Όταν τα φθινόπωρα διάβαζα Σαρτρ και περπάταγα στους δρόμους της Κυψέλης καπνίζοντας άφιλτρα κομμένα τσιγάρα όταν ένιωθα στο πετσί μου τον Μεσαίωνα διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων - ήταν ωραίες εποχές για μαζοχισμό - μετά αγόραζα όλες τις ληγμένες κονσέρβες και τους πολιτικούς χάρτες της Αφρικής με τις δύσκολες σε προφορά πρωτεύουσες όταν τα συμπεράσματα εξάγονταν αυθαίρετα κάτω απ’ την πίεση του αλκοολούχου ποτού και τα πτυχία τσουβαλιάζονταν στο πατάρι όταν ο νεροχύτης γέμιζε με παραισθήσεις ένοχα μυστικά και ποιήματα χωρίς τίτλο - έξω έριχνε παχύρευστο κόκκινο χιόνι - όταν πήγαινα στην έκθεση βιβλίου για πλάκα χωρίς να έχω στην τσέπη ούτε μία δραχμή όταν από τη μεσοτοιχία άκουγα σκυλάδικα ή τη θεοσεβούμενη γειτόνισσα να πηδιέται με τον υπάλληλο του διπλανού φούρνου κι όταν το τέρας που είχα στα σωθικά μου με είχε φλομώσει στα προκάτ συνθήματα μπορούσα ακόμη να αφουγκράζομαι τη γη και να μεθώ με τα «Παραμύθια» του Μάλαμα. Τώρα κοιτάζοντας ξανά το βιογραφικό μου μονάχα εκδιδόμενες λέξεις πόρνες ποζάρουν και χειμωνιάτικα απομεσήμερα στην ομίχλη. ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ Επειδή υπάρχουν δουλειές για να τελειώσω όπως να τακτοποιήσω στο συρτάρι τις λέξεις επειδή τα νούμερα δεν βγαίνουν όπως παλιά και χρειάζεται να εφεύρω καινούργια πλάνα επειδή ο αποχωρισμός σηματοδοτεί θάνατο αλλά κανείς δεν προθυμοποιείται να πεθάνει επειδή το φως διαθλάται χωρίς προφυλάξεις και υπάρχει κίνδυνος εκτυφλωτικής έκρηξης επειδή οι ανακατατάξεις της ιδεολογίας μου δεν είναι καθόλου μια προσωπική υπόθεση επειδή καμιά λύπη δεν ανάγεται στη λογική και ειδικά όταν έρχεται λίγο πριν ξημερώσει επειδή ο ορισμός της κανονικότητας ποικίλει ανάλογα με το υπόβαθρο της κάθε κοινωνίας επειδή οι ανθηρές μέρες έχουν πια παρέλθει και υποκαθίστανται από πνιγηρά φθινόπωρα επειδή η διαχωριστική γραμμή της ζωής μου βρίσκεται ανάμεσα στο μηδέν και στο τίποτα επειδή ο άνεμος ποτέ δεν φυσά εκεί που θέλω ακόμα κι αν αναποδογυρίσω όλο το Αιγαίο επειδή τέλος πάντων μέσα σ’ αυτό το ποίημα δεν περιμένω να βρω ειλικρινείς απαντήσεις θα επικεντρωθώ μονάχα στα πιο απαραίτητα όπως να καθαρίσω το συρτάρι από τις λέξεις. ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Μιλώ για τα παιδιά των αναγκαστικών αποχωρισμών που με δάκρυα στα μάτια εγκαταλείπουν τη χώρα τους μπαίνοντας μέσα σε βαγόνια προς άγνωστη κατεύθυνση για όσα έμειναν και συνωστίζονται μέσα σε καταφύγια το ένα δίπλα στο άλλο, κοιτώντας κατάματα τον θάνατο ενώ θα έπρεπε να παίζουν στα προαύλια των σχολείων για το τρομαγμένο βλέμμα τους που πλανάται στο κενό ανήμπορα να συνειδητοποιήσουν το ζοφερό τους μέλλον για τις κούκλες που δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και θα γίνουν στάχτη από μια αδέσποτη χειροβομβίδα για τα σκυλάκια, τις γατούλες, τις μικρές χελώνες τους που θα τα περιμένουν να επιστρέψουν κάποτε στο σπίτι για την ενηλικίωσή τους που θα είναι πολύ πιο γρήγορη και -αλίμονο- γεμάτη θραύσματα από πυροβολισμούς Μιλώ για τα μικρά παιδιά των πιο αδυσώπητων εποχών που θα μαζεύουν από τον δρόμο παρατημένες σφαίρες ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ Έβγαλε φιρμάνι ότι αντιστέκεται με αξιοπρέπεια στην απόρριψη φτηνές δικαιολογίες του συρμού άλλωστε ζει τη δική του καταβύθιση από τότε που γύρισε στην Αθήνα κατάφερε να ισορροπεί στο σκότος πουλώντας την ψυχή του στη στιγμή μετά δεν υπάρχει αλλά και υπάρχει όταν προλογίζει δικά του ποιήματα γι’ αυτό άλλωστε βγαίνει στον κήπο για να ξεριζώσει τις ανησυχίες του. Πληρώνεται με ποσοστά θανάτου κάθε χαράματα ακριβώς στις έξι ο κόσμος μοιάζει τρύπιο δοχείο μα συνεχίζει να το γεμίζει ελπίδες γιατί σημασία έχει η προσπάθεια. Γελούσε ασταμάτητα χωρίς να ξέρει τι εκπροσωπεί και ποιος αλήθεια είναι η μπογιά του έχει από καιρό περάσει τα οράματά του έχουν πια ξεχειλώσει στο τέλος έκλαιγε για να μην πλήττει. Σίγουρα αύριο θα τον έχουν ξεχάσει τη θέση του θα πάρει κάποιος άλλος. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ Τι απέγιναν τα συνθήματα στους τοίχους άραγε ικανοποιήθηκαν σε μερικά σημεία ή σβήστηκαν από τα συνεργεία του δήμου τη βροχή και τις οικοδομικές εταιρείες; Τι απέγιναν τα αποτυπώματα στο παγκάκι γραμμένα με ανεξίτηλους μαρκαδόρους πού πήγαν τα καθίσματα των λεωφορείων που φιλοξένησαν τον βραδινό ιδρώτα μας; Τι απέγιναν οι γάτες του Εθνικού Κήπου και οι νεαρές τουρίστριες που τις τάιζαν τι έμεινε από τις κραιπάλες του Σαββάτου και τις ηλιόλουστες βόλτες της Κυριακής; Τι απέγιναν άραγε οι ελάσσονες ποιητές και τα βιβλία τους που ελάχιστοι διάβασαν αλλά κι αυτοί με διακρίσεις και βραβεία που μέσα σε μια νύχτα σίγησαν οριστικά; Τι απέγιναν όλοι οι μελαγχολικοί έρωτες σε ποια νοσοκομεία σήμερα στοιβάζονται σε ποια αδειανά δωμάτιο να ξεπαγιάζουν σε τι θάνατο να εξασκούνται καθημερινά; ΤΟ ΡΗΜΑΓΜΑ Οι ήρωες των ποιημάτων μου ημιθανείς μέσα σε νταλίκες μεταφορικών εταιρειών αδέσποτοι σκύλοι μεσάνυχτα στην πιάτσα που πωλούνται όλα τα ακατέργαστα πάθη γερόντια με θλίψη του τελευταίου σταδίου χωρίς φράγκα και άλλες κουτοπονηριές λιγάκι άξεστοι με την καθεστηκυία τάξη και κυρίως αλητήριοι εραστές του κενού. Δαπανούν αλόγιστες ώρες στη μοναξιά τους αντιγράφοντας τις κινήσεις των μερμηγκιών λύνουν σταυρόλεξα και δύσκολους γρίφους κοιτώντας από το παράθυρο τον φωταγωγό διεισδύουν στα χαρακώματα της Ιστορίας για να ξορκίσουν την καταπιεσμένη εφηβεία σε μια στάλα νερό πνίγουν φρικτές εμμονές ανίκανοι να υπερασπιστούν την Ποίηση. Τα ποιήματά μου δεν έχουν ούτε ήρωες ούτε αερόστατα με ντεκόρ ροζ συννεφάκια είναι ροκ μπαρ με αλκοολικούς άνεργους κι όλο το ρήμαγμα της περασμένης ζωής. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ ‘87 Στη μνήμη των χλωμών σελίδων που προσπαθούν να καλλωπισθούν και τις χτυπάει αλύπητα το χιόνι. Κουρέλια τριγυρνάνε στην ομίχλη ορφανά στους έρημους δρόμους ακολουθώντας τα δευτερόλεπτα. Τα παπούτσια μου σκοντάφτουν σε λόφους τυχαίων σκουπιδιών το παλτό μου βυθίζεται στη νύχτα. Βαρύς χειμώνας άνευ αιτιολόγησης προσποιούμαι τον ρακοσυλλέκτη δεν βοηθάνε και τα αρθριτικά μου. Στη μνήμη αυτών που ηττήθηκαν όχι εκλιπαρώντας τις εξουσίες αλλά πολεμώντας με τα αισθήματα. Με το ωχ του γκρίζου χρώματος ξυπνώντας ένα σακατεμένο πρωινό και το ράδιο κολλημένο στα βραχέα. Το χιόνι διεισδύει στον οισοφάγο μετά στα πιο μαύρα μου ποιήματα. ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Σήμερα σε είδα στη διαδήλωση μ’ εκείνα τα στρογγυλά γυαλιά ακόμη δεν ξεμπέρδεψα μαζί σου. Είναι τώρα μέρες που δεν γράφω φταίει κι η άνοιξη που με λοιδορεί ο έρωτας είναι το καθεστώς τρόμου που βιώνουμε όταν πια χωρίζουμε τα υπόλοιπα θεωρίες συνωμοσίας. Να υποθέσω πως με είδες κι εσύ πως πρόσεξες τα κομμένα μαλλιά είναι τρομερό να συναντιέσαι ξανά ύστερα από τόσα πολλά χρόνια στο Μοναστηράκι, στο ίδιο σημείο που συνήθως δίναμε τα ραντεβού. Τα σουβλατζίδικα στη θέση τους ο πλανόδιος λαχειοπώλης εκεί μόνο η Ακρόπολη πιο θλιμμένη και κάτι πρόσφυγες που πεινάνε. Μετά χάθηκες μέσα στο πλήθος κι εγώ έμεινα να χαζεύω ένα σκυλί που με κοιτούσε επίμονα στα μάτια. ΚΑΜΕΡΕΣ Κάμερες παντού σε απευθείας μετάδοση στα ουρητήρια και στους καμπινέδες στα νοσοκομεία και στου οίκους ανοχής στις ανισόπεδες διαβάσεις του ουρανού στη γυμνότητα του παρθενικού υμένα στο χαρτί που γράφω θλιμμένα ποιήματα στα δοκιμαστήρια των μαγαζιών ρούχων στις αέναες κυκλοθυμικές μου εξάρσεις στις αποκλίνουσες παιδικές συμπεριφορές στον βυθό της θάλασσας και του κενού στην ακρόαση της ανατρεπτικής μουσικής στα βαθιά σκοτάδια του εγκεφάλου μου σε κηδείες, σε μνημόσυνα και σε εκταφές υπό τον φόβο της απόδρασης του νεκρού στην αριστερή τσέπη του παντελονιού ελέγχοντας τη συμπεριφορά του μορίου στους πίνακες ανακοινώσεων του σχολείου στις τσάντες των καθηγητών και μαθητών στα εκλογικά βιβλιάρια, στις ταυτότητες στη μεταμεσονύχτια αποπνικτική μοναξιά. ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ Κάποιες νύχτες που βαριέμαι ανάβω με ένα στουπί την όραση και την αφήνω μονάχη να καίει μετά αυτοπυρπολούμαι κι εγώ. Τότε ξετυλίγονται μπροστά μου όλα τα χρώματα της Πατησίων από Κυψέλη μέχρι Εξάρχεια ανεβαίνω στις κεραίες των τρόλεϊ χωρίς αποσιωπητικά και τελείες καταγράφω τη νεότερη ιστορία φλέγονται οι κάδοι σκουπιδιών χημικά από τότε που γεννήθηκα ποιος μπάτσος έφτυσε στο κρεβάτι αλλάζω πλευρό και λαγοκοιμάμαι φτάνω ξημερώματα στη Βικτώρια μπερδεύομαι με τους πρόσφυγες κι όταν ξυπνώ είμαι στην Ομόνοια να πουλώ σουσαμένια κουλούρια. Ξέχασα να σας πω για το όνειρο βράχηκε και του άλλαξα σεντόνια. Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΕΑ Οι στίχοι μου δεν είναι σφάγια στο τσιγκέλι είναι ζωντανοί οργανισμοί με ψυχή που παλεύουν σκληρά για το μεροκάματο όταν πέφτει ο ήλιος κλείνονται στο δωμάτιο και προετοιμάζονται για την αγρυπνία με βαριά ποτά και μνήμη που θερίζει στα μάτια τους αιματοβαμμένα τοπία στο σώμα τους ιδρώτας απ’ την αγωνία. Οι στίχοι μου δεν είναι ανέφικτες ουτοπίες είναι μικροί αλήτες του πεζοδρομίου που πουλάνε τα εσώψυχά τους στη σιωπή όταν ξημερώνει μπαίνουν στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο για άγνωστο προορισμό αποβιβάζονται στο τέρμα κάθε προσδοκίας βρίζοντας σκαρφαλώνουν μέχρι τον ήλιο μετά συντρίβονται με πάταγο στη λεωφόρο. Οι στίχοι μου είναι η μοναξιά του δρομέα που τερματίζει τελευταίος χωλαίνοντας. ΦΤΗΝΗ ΖΩΗ Ζούμε μια ζωή φτηνή υποχρεώσεις, γήπεδο, αλητεία δίνουμε τα χαράματα ρεσιτάλ θανάτου κυκλοφορούμε χωρίς σημεία αναγνωρίσεως μπαίνουμε πάντα στο τελευταίο βαγόνι προσφάτως αποκτήσαμε και θέα στην άβυσσο πρόσβαση δεν έχουμε στα αστικά σαλόνια μόλις που αποφύγαμε μια άστοχη σφαίρα σαν έμβρυα κλοτσάμε στην κοιλιά της πόλης πρόωρος τοκετός διαψευσμένων ελπίδων δικαίως ζητούμε λίγη υπέρβαση αρνήσεις εισπράττουμε απ’ τα όνειρα παραμένουμε ακόμη συλλέκτες ρυτίδων παράνομοι μετανάστες σε σπίτια ξεκλείδωτα προβάδισμα παίρνουμε στη λίστα του τίποτα. Όμως εσύ μη μου λυπάσαι αύριο κανείς δεν θα σε θυμάται ούτε ο άνεμος που σου γρατσούνισε το μέτωπο. ΒΙΑΙΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Ο μπόγιας έμπαινε από την αριστερή πόρτα του παραδείσου και φοβέριζε τους νεκρούς η αντοχή μου για θέματα τέτοια εξαντλήθηκε με περιμένει σύσσωμος ο Ιούνης να με γδάρει από τον δρόμο βλέπω νέα παιδιά με θράσος να διεκδικούν εξαίσια φρικτά φεγγαρόφωτα μου κάνουν like κάτι άσχετοι μεγαλόσχημοι που διεκδικούν, λέει, μια πολιτική καριέρα στην Αμερική ποδοπατούν μαύρα κεφάλια και σπρώχνουν τον κόσμο στην αποβλάκωση η βία δεν είναι προνόμιο της άρχουσας τάξης παντού ενεδρεύει κι από παντού αναδύεται σε πέντε τέρμινα θα ξέρω ποιος με αντιπαθεί να του αντιτάξω ένα θερμό πλατύ χαμόγελο. Τέλος πάντων ο φόβος εκτείνεται ολόσωμος σε μια διαφορετική απροσάρμοστη κοινωνία. ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ Περιμένοντας λοιπόν την επόμενη μέρα την επόμενη άνοιξη για να ακριβολογήσω αγόρασα ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο κι άρχισα να ανηφορίζω προς τον ουρανό. Δεν υπήρχαν φανάρια ούτε οδική σήμανση μονάχα κάτι βέλη με οδηγούσαν κατευθείαν στην αγκαλιά ενός υπερτροφικού σύννεφου. Μετά ξεκίνησε να βρέχει, έγινα μούσκεμα - φορούσα κι ένα μακό μαύρο φανελάκι - δεν υπήρχε ψυχή να μου δώσει μια πετσέτα γύρω μου οι πλανήτες κοιτούσαν αδιάφορα παρά ταύτα συνέχισα την ποδηλατοδρομία. Όταν βγήκα απ’ τον γαλαξία ήμουν στεγνός με κάτασπρα όμως μαλλιά και μακριά γένια σταμάτησα ένα διερχόμενο ταξί και μπήκα μετά δεν θυμάμαι και πολλά, μόνο ότι χιόνιζε. Τελικά δεν ξημέρωσε γιατί έσκισα το ποίημα όσο για την άνοιξη μάλλον θα αργήσει πολύ. Η ΜΑΡΙΑ Η Μαρία των ποιημάτων με το διχτυωτό καλσόν ανέβηκε τη σκάλα άνοιξε τη βαριά πόρτα και εξαϋλώθηκε. Μετά ακούστηκαν βογγητά το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα έξω η άνοιξη λυσσομανούσε. Βγήκα στο μπαλκόνι να ανασάνω έσπασα στα δύο το φεγγάρι και το πήρα για ενέχυρο. Η Μαρία έκλαιγε ασυγκράτητα δεν είχα άλλο ουρανό δεν είχα τίποτα άλλο να της δώσω. Το πρωί οι οδοκαθαριστές μάζεψαν όλα τα γυαλιά και το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε ένα τεράστιο βιβλιοπωλείο. Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ Όνομα δεν είχε πια μόνο μνήμες στην τσέπη ίδια διαδρομή καθημερνά Μοναστηράκι - Εξάρχεια έπεφτε χιόνι από ψηλά σκελέτωναν οι νεραντζιές ζούσε τον δικό του Εμφύλιο Δεκέμβρης όπως παλιά στον δρόμο νεκρά φύλλα η πλατεία παγοδρόμιο. Πάντοτε με ένα κονιάκ καυτηρίαζε τον ουρανίσκο ξερίζωνε το παρελθόν πνίγοντας με το κασκόλ τα ατροφικά του μάγουλα. Ένα σκυλί ακολουθούσε γάβγιζε χωρίς κάποιο λόγο κι έπεφτε από ψηλά χιόνι ίσως και χαρτοπόλεμος (αδυνατώ να τα ξεχωρίσω.) Και όταν τον πλησίασα άρχισε γρήγορα να λιώνει όπως όλοι οι χιονάνθρωποι που δεν έχουν κανένα μέλλον. ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Κι αυτό το καλοκαίρι μόνος σε μια πόλη που ψυχορραγεί άδεια παγκάκια στην πλατεία σκιές στο έλεος του καύσωνα στις πιάτσες νυσταγμένα ταξί. Τα βράδια για καμιά μπύρα στο καφενείο του Παναγιώτη με δυο τρεις ακόμα θαμώνες καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα κάτω από μια χλωμή σελήνη. Στο σπίτι αδύνατος ο ύπνος τι να σου κάνει ο ανεμιστήρας είναι και τα κουνούπια αρκετά τα χαράματα στο μπαλκόνι κοιτώντας την απεραντοσύνη. Κι αυτό το καλοκαίρι μόνος διαβάζοντας δύσκολα βιβλία ενώ η ζωή χαμοκυλιέται αλλού στην Ψιλή Άμμο της Σερίφου και στα κάμπινγκ της Αμοργού. ΤΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΡΙΑ Κάθε Ιούλιο γερνάω μέσα στα δοκιμαστήρια λίγο μεγαλύτερη κοιλίτσα πιο πολλές άσπρες τρίχες μια επιπλέον ρυτίδα. Τα παντελόνια στενά οι μπλούζες εφαρμοστές μα εγώ εκεί επιμένω στα νεανικά μαγαζιά να νιώσω εφηβικό κορμί έστω για ένα τέταρτο. Μα όταν επιστρέφω σπίτι με σχεδόν άδεια χέρια σπάω μεμιάς τον καθρέφτη και υπόσχομαι ποτέ πια να μην αγοράσω ρούχα. Αλλά τον επόμενο Ιούλιο ξέρω καλά πως θα ξαναμπώ στα ίδια πάλι δοκιμαστήρια να νιώσω για ένα τέταρτο ότι δεν γέρασα και υπάρχω. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η άνοιξη θα μπορούσε να ήταν το άρωμα της σελήνης χαράματα ή ένα μικρό κατάλευκο δωμάτιο. Κάποτε παίζαμε στις πλαγιές με τα αετώματα του σύννεφου πιάναμε τις βροχές απ’ τα μαλλιά μαζί με σκουριασμένες λαμαρίνες αναθυμιάσεις καλοσύνης ηχούσαν κι έτρεχαν τα έντομα να κρυφτούν στα παλιά βαγόνια του σταθμού. Η Αλόννησος και η Σαντορίνη δυο βράχια σπασμένο πέλαγος ξαδέλφη τους η Αστυπάλαια μετά έγιναν αντικατοπτρισμός. Τελευταία αφήνω τη Σαλαμίνα το αποπαίδι του κάθε χάρτη που δίνεται για αντιπαροχή. Ο θάνατος δεν είναι δίγλωσσος εμείς τον αντιμετωπίζουμε έτσι. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Η Ποίηση δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα. Περιφέρεται μονάχη της στα χαλάσματα σαν τρωκτικό ντυμένη με κουρέλια ή αλυσοδεμένη στα κελιά των φυλακών κι απέξω άστεγοι για συμπαράσταση καταναλώνει κουτιά με αμφεταμίνες και συναναστρέφεται με την απελπισία πυροβολώντας τα στολισμένα δέντρα κατασκηνώνει σε ακατοίκητα υπόγεια ουρλιάζοντας και βρίζοντας τις νύχτες χειρουργεί στίχους χωρίς αναισθητικό κι αναποδογυρίζει στροφές για πλάκα στο τέλος ξεριζώνει παγωμένες ρίμες. Ο ποιητής δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα. ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ Λίγοι διαβάζουν τα ποιήματά μου: καμιά εικοσαριά διαδικτυακοί φίλοι ο άνεμος που μπαίνει απ’ τις γρίλιες η σκόνη στο περιθώριο του βιβλίου ένα κουνούπι που βαρέθηκε το αίμα. Άλλωστε τι κέρδος μπορεί να έχουν από κάποιον που μιλάει για θάνατο για νύχτες που οδηγούν σε αδιέξοδα πνιγμένο από την υπαρξιακή αγωνία; Τι ενδιαφέρουν τα δικά μου δράματα τους μέσους κανονικούς ανθρώπους; ΙΟΥΛΙΔΑ Άδεια η Σόλωνος. Έχουνε μείνει τα αποτυπώματα των φοιτητών στις στάσεις και δυο σκυλιά (τα ίδια εδώ και χρόνια) ξαπλωμένα στο γρασίδι του Πνευματικού Κέντρου. Παρακάτω ένας άστεγος κοιμάται στο παγκάκι πιστεύοντας πως βρίσκεται σε κατάστρωμα πλοίου. Φέτος δεν θα πάω στην Τζια. Θα περιφέρομαι μεσάνυχτα στις κεντρικές αρτηρίες και θα φωτογραφίζω τις λακκούβες στην άσφαλτο νομίζοντας πως είναι ψάρια. Η ΓΕΩΡΓΙΑ Η Γεωργία του Λαγκαδά με τις απανωτές απώλειες ανέβηκε τη σκάλα άνοιξε τη βαριά πόρτα και εξαϋλώθηκε. Μετά ακούστηκαν βογγητά το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα ο βαρδάρης λυσσομανούσε. Ο βιαστής βγήκε στο μπαλκόνι έσπασε στα δύο το φεγγάρι και το πήρε για ενθύμιο. Η Γεωργία έκλαιγε ασταμάτητα δεν είχε άλλο ουρανό δεν είχε τίποτα πια δικό της. Το πρωί οι οδοκαθαριστές μάζεψαν όλα τα γυαλιά και το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε ένα απέραντο δικαστήριο. ΦΑΛΤΣΟ ΒΙΟΛΙ Με κοιτούν οι στίχοι των ποιημάτων μου πότε κλαίνε και πότε σιωπούν έχουν στα χέρια τους τη ματαιότητα και μέσα στην άρνηση φοβισμένα πουλιά δείχνουν τα σιδερένια δόντια τους μετά κλειδώνονται στη μοναξιά τριγύρω πετούν εκτυφλωτικά αεροπλάνα εγώ ανεβαίνω ασυνόδευτος στον ουρανό δυο κορίτσια μετρούν τα χρόνια τους ένας χαρταετός χρωματίζει το τοπίο. Οι άνθρωποι είναι πολύ ευτυχισμένοι σαν ερπετά γλιστράνε στο σκοτάδι από κάπου ακούγεται ένα φάλτσο βιολί. ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ Τελευταία αναπολώ τα καλοκαιρινά πρωινά των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα ο παγοπώλης κουβαλούσε τον φρέσκο πάγο η γειτόνισσα καθάριζε πράσινα φασολάκια τα αγόρια της γειτονιάς ξυπνούσαμε νωρίς με μια ξεφούσκωτη μπάλα ψάχναμε αλάνες οι δρόμοι τελείως άδειοι από αυτοκίνητα ο πλανόδιος με τα ζαχαρωτά καρπούζια την ίδια πάντα ώρα στην κεντρική πλατεία λίγο αργότερα εμφανιζόταν και ο ψαράς οι γάτες νιαούριζαν, η μέρα μύριζε ιώδιο στα παγκάκια αποτυπώματα άδολου έρωτα στην ψυχή κατακάθια πρώιμης εφηβείας. Με κοντό παντελονάκι και γρατζουνιές οριοθετούσαμε την ελπίδα του μέλλοντος. ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Τούτο το καλοκαίρι ήταν γεμάτο απώλειες: πρώτα ο Σπυρόπουλος, μετά ο Μπασιάκος πριν λίγες μέρες πάει κι ο Χριστιανόπουλος. Αυτό το καλοκαίρι πέρασε χωρίς μουσική δίχως ένα ποίημα της προκοπής να γράψω δεν ταιριάζουν αυτές οι μέρες στη ζωή μου θέλουν κήπους για να ξανάρθει η έμπνευση μικρούς έρωτες και μούσκεμα των ματιών σπασμούς τα ξημερώματα στην πολυθρόνα. Τώρα βολεύομαι στις εσχατιές του πλήθους περιμένοντας να μου κουνήσουν το δάχτυλο όλοι οι τυχάρπαστοι φίλοι και οι βολεμένοι. 12.000 Μ.Χ Όταν μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια θα είμαστε ανύπαρκτοι απ’ την Ιστορία -ίσως κανέναν πολιτικό να θυμούνται κι αυτόν ονομαστικά- όταν στον ουρανό θα συνωστίζονται μικρά διαστημόπλοια κι η ταχύτητα του φωτός θα συνθλίβει τη γήινη μοναξιά, όταν οι επιστήμονες θα τα έχουν ανακαλύψει όλα, κοντολογίς όταν το σύμπαν θα είναι μία λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας και ο γαλαξίας μας επαρχιακή πόλη, τότε θα σε περιμένω κάτω από τις ασπίδες των μωβ σύννεφων να διασχίσουμε την οροσειρά του απείρου σίγουροι για την αιωνιότητα της στιγμής. Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΛΠΑΖΕΙ Να είναι είκοσι τρία κι εσύ ογδόντα πέντε να την κοιτάς απ’ το μπαλκόνι που πίνει καφέ ενώ εσύ να κατεβάζεις χάπια για την πίεση όλος της ο κόσμος ένα λευκό τριαντάφυλλο ο δικός σου μια μαύρη επερχόμενη καταιγίδα ανέμελη να αστειεύεται με τις δυο φίλες της εσύ να συνομιλείς με τους τέσσερις τοίχους αυτή να χάνεται στην ασφάλεια της ηλικίας ενώ ο δικός σου λαβύρινθος να έχει ξεκινήσει όλοι οι δρόμοι να οδηγούν στην αγκαλιά της ενώ εσύ ξέρεις ποιο μονοπάτι ήδη διανύεις. Να είναι το μέλλον που δεν θα βιώσεις ποτέ γιατί σε λίγο θα γίνεις μια οριστική απουσία. Ο ΣΚΥΛΟΣ Όταν περνάω απ’ τα στριπτιζάδικα μεσάνυχτα στη Λεωφόρο Συγγρού σκέφτομαι πως η ζωή είναι τραβεστί που κάνει πιάτσα στον πρώτο τυχόντα ύστερα μου ανοίγει την καρδιά της νομίζοντας πως είναι ακόμη ζωντανή. Έντρομος στρίβω δεξιά και χάνομαι στους άδειους δρόμους της Καλλιθέας ενώ μια σκιά διακριτικά με ακολουθεί. Ίσως είναι ο σκύλος απ’ την κόλαση. ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ Όσο μεγαλώνεις πετάς ρούχα και βιβλία κυρίως όμως ιδεολογίες. Το σπίτι σου μοιάζει με δωμάτιο ξενοδοχείου με τα τελείως απαραίτητα. Τα βράδια βυθίζεσαι στην ασιτία της μνήμης ξυπνάς χωρίς το σώμα σου. Ίσως σε πέντε τέρμινα να μην έχεις πια ηλικία μόνο ένα ισχνό αποτύπωμα. ΥΠ’ ΑΤΜΟΝ Υπάρχουν κάτι ποιήματα διαστημόπλοια μακρόσυρτα, σκοτεινά και ανεξιχνίαστα ποιήματα που σε βομβαρδίζουν με τρόμο οι λέξεις τους μια αναστροφή της ευτυχίας ποτάμια που εκβάλλουν στο αναπόφευκτο. Υπάρχουν κάτι ποιήματα ακρωτηριασμένα θα είναι πάντα υπ’ ατμόν και εκτός θέματος. ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ Αποπνικτική ατμόσφαιρα σήμερα η ζέστη εισχωρεί στον οισοφάγο και κατακαίει την παλινδρόμηση. Περνώ έξω από την πολυκατοικία καινούργιες γλάστρες στο μπαλκόνι το διαμέρισμα θα νοικιάστηκε πάλι η κλωτσιά στο σπασμένο κάγκελο με αποτρέπει να δεχτώ ότι λείπεις στον αριθμό 39 πάντα θα επιστρέφω με ένα παρελθόν σε αποσύνθεση με ένα μέλλον δυνητικά νεόκοπο. Θα ξαναέρθω με την πρώτη βροχή μέχρι τότε θα λιώνω στον καύσωνα ξενυχτώντας σε σπασμένο μπαλκόνι. ΤΙΠΟΤΑ Οι οδοκαθαριστές τ’ ουρανού με γάντια και μεγάλη σκούπα σαρώνουν βιαίως την αιωνιότητα. Στην πόλη πέφτει ψιλή βροχή ακούγεται ένα θλιμμένο πιάνο. Τι καλοκαίρι κι αυτό, σκέτη απάτη δεν ψάχνω τίποτα, ούτε περιμένω. Ο ΑΛΛΟΣ Αυτός εκεί ο άνθρωπος στο καφενείο πάντοτε πιωμένος και μελαγχολικός διαβάζοντας μια πρωινή εφημερίδα με κέρματα στην τσέπη κι έναν σουγιά που φοβάται να δει κατάματα τον ήλιο κλεισμένος σε μια αδιάβροχη οδύνη είναι ο άλλος αδικημένος μας εαυτός. Όταν τον δείτε να βγαίνει μη μιλήσετε δεν ξέρει άλλη λέξη από τη μοναξιά. ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΠΡΩΤΩΝ ΒΟΗΘΕΙΩΝ Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας γιατί αιμορραγούν δυο πουλιά καταμεσής του κεντρικού δρόμου χωρίς γλώσσα και πατρίδα. Φέρτε τα αμέσως στο στούντιο να τα ταΐσουμε μαγειρεμένες ειδήσεις και να τους γλυκάνουμε τα τραύματα με το χαμόγελο των παρουσιαστών. ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑ Δεν είχε μερίδιο στις λογοτεχνικές χαρές ο απολογισμός της παρουσίας του πενιχρός. Λίγοι ομότεχνοι τον γνώριζαν από την πιάτσα κι ακόμα λιγότεροι είχαν διαβάσει τα έργα του για βραβεία, διακρίσεις, κριτικές ούτε λόγος. Κι όμως έγραφε υψηλού επιπέδου ποιήματα απλώς δεν είχε τον τρόπο να τα υπερασπιστεί και τα άφηνε αβοήθητα μετά την έκδοσή τους. ΧΙΟΝΙΖΕΙ Εμείς οι άτυχοι των Αθηνών δεν βλέπουμε χιόνι ούτε στον ύπνο μας μόνο βολοδέρνουμε μέσα σ’ εφιάλτες και σε γκρίζες βροχερές μέρες ενώ στη Λάρισα και στην Κοζάνη χιονάνθρωποι υψώνονται στην πλατεία σε κοιτάζουν και ξαναγίνεσαι παιδί. Για εμάς εδώ των Αθηνών δεν ξέρω τι σωτηρία υπάρχει ίσως να μαδήσουμε το φελιζόλ για να αισθανθούμε ότι χιονίζει. ΣΙΔΝΕΫ Ξημερώνει στο Σίδνεϋ εδώ είναι ακόμη έντεκα ποτέ δεν θα καταφέρω να αφήσω τα ίχνη μου στο νότιο ημισφαίριο μονάχα θα φαντάζομαι το λιμάνι με τη γέφυρα και το κτίριο της όπερας. Νυχτώνει πια στο Σίδνεϋ κι εδώ είναι μεσημέρι βλέπω από το παράθυρο το φεγγάρι να γδύνεται στον Ειρηνικό ωκεανό. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ Όταν πολτοποιούνται βιβλία πέφτει σκοτάδι στην πολιτεία ανοίγουν τρύπες στο σύμπαν επέρχεται ραγδαίως η σήψη. Οι συγγραφείς τους νεκροί περιφέρονται στα χαλάσματα ψάχνοντας σπασμένες λέξεις για να τις συναρμολογήσουν οι αναγνώστες μένουν άστεγοι έρμαια πιστωτικών ιδρυμάτων και της κρατικής αναλγησίας. Τα βιβλία έχουν συναισθήματα δεν είναι άμορφη μάζα χαρτιού. ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Δεν είμαι κριτικός μεταφραστής ούτε εκδότης ξενόγλωσσος μεταπτυχιακός διδακτορικός δεν μένω εξωτερικό ούτε ταξιδεύω δεν έχω περιοδικά και ιστοσελίδες δεν επισκέπτομαι κομματικά γραφεία δεν είμαι γελαστός μήτε κοινωνικός. Είμαι μόνο ποιητής (κι αυτό υπό αίρεση.) ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΘΗΛΥΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Α. Η ΜΟΝΑΞΙΑ Η μοναξιά λοιπόν αναγνώστη μου είναι μια χλωμή φιγούρα στα Εξάρχεια με το σώμα της σακατεμένο το άδειο πρωινό βαγόνι του τραμ ο λαχειοπώλης στον σταθμό Λαρίσης ένα παιδί που ζητάει τη μάνα του ο τουρίστας με τη σκηνή στον ώμο που αποβιβάστηκε στην άγονη γραμμή ένας υποθετικός συλλογισμός μέσα στις βέβαιες καταφάσεις το αστέρι που ξεχάστηκε να δύσει η εθνική οδός μια χιονισμένη Κυριακή τα παγκάκια της πλατείας τον Αύγουστο η ψυχή σου τις νύχτες με ψιλόβροχο που περιφέρεις σ’ ένα υγρό δωμάτιο το ουρλιαχτό απ’ την απέναντι πολυκατοικία το γάβγισμα του σκύλου που τον παράτησαν ο νυχτοφύλακας κοιτάζοντας τον ουρανό οι άδειες κερκίδες του γηπέδου στον αγώνα που οριστικά αναβλήθηκε ο τρομαγμένος πρόσφυγας της Ζήνωνος η γόπα στο φαράσι του οδοκαθαριστή ο διορισμένος δάσκαλος σε ορεινό σχολείο οι αφίσες στις κολόνες μετά τις εκλογές οι περίπατοι στο πάρκο κάτω από βροχή οι φωνές που σκελέτωσαν στο τηλέφωνο το σύννεφο που ξέφυγε απ’ την πορεία του και έπεσε στη θάλασσα με γδούπο οι ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου το αποχαιρετιστήριο φιλί των εραστών τα μνήματα των νεκροταφείων όταν ο δυνατός βοριάς σβήνει τα καντήλια η ανία και η απροσδιόριστη πλήξη σε μια συγκέντρωση που δεν ήθελες να πας η ηδονή από σκελετωμένα κορίτσια που πουλάνε φτηνά το κορμί τους τα παραμελημένα βρέφη στα μαιευτήρια οι θάλαμοι των νοσοκομείων και φυλακών τα δάκρυ που έσταξε πάνω στη μοκέτα κι άφησε για πάντα το αποτύπωμά του ο μεθυσμένος που παραπαίει τα ξημερώματα ένα λουλούδι που φύτρωσε στην αυλή σου το μοναδικό όνομα στο ψηφοδέλτιο ο απολυμένος φαντάρος που γυρίζει σπίτι του τα ατέλειωτα βράδια με νικοτίνη κι αλκοόλ. Το παρατεταμένο σφύριγμα του τρένου λίγο πριν τον εκτροχιασμό του ο μεταμεσονύχτιος ρόγχος του θανάτου. Β. Η ΠΟΙΗΣΗ Η Ποίηση ακροβατεί μεσάνυχτα σε σκοινί παίρνει εξιτήριο απ’ τις φυλακές ανηλίκων μαζεύεται αργά στο σπίτι τα καλοκαίρια αλητεύοντας με τους μαστροπούς ποιητές πηγαίνει μόνη της διακοπές σε μικρά νησιά κατασκηνώνει στα ενδότερα της ψυχής μας. Είναι σεντόνι λερωμένο από παράνομη σχέση φορέας αντίδρασης στην οποιαδήποτε εξουσία μια σχολική εκδρομή κάποτε στην Αίγινα ένας κατακερματισμός ονείρων και διαθέσεων ένας φανός θυέλλης σε δύσκολους καιρούς μια γραβάτα παρείσακτη σε ροκ συναυλία το λουλούδι στον Επιτάφιο σε μωβ απόχρωση μια διαδήλωση με καταιγισμό δακρυγόνων ένας περίπατος στην εξοχή όταν σουρουπώνει ο χαφιές που παρακολουθεί τον λυρισμό μας η πρόωρη ωρίμανση μιας έφηβης κοπέλας ο μετανάστης που οδηγείται στο περιπολικό χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια στον ουρανό τα αποκεφαλισμένα αγάλματα των μουσείων ο συνωστισμός στα χειρουργεία της επαρχίας οι σαρκικοί έρωτες σε μισοσκότεινα ξενοδοχεία κι οι πελάτες να είναι δύστροποι και φοβικοί η ομπρέλα που έσπασε την ώρα της νεροποντής το νεοκλασικό σπίτι με τον καταπράσινο κήπο περικυκλωμένο από πενταόροφες πολυκατοικίες μια κρύα κομπρέσα στο μέτωπο που ψήνεται το γράμμα που στάλθηκε χωρίς γραμματόσημο ένα κλάσμα δευτερολέπτου πριν την ανυπαρξία. Η Ποίηση είναι ένα βήμα προς τον γκρεμό και δύο προς τη λύτρωση ή και το αντίθετο το πρώτο κλάμα του βρέφους μετά τον τοκετό κι η τελευταία επιθυμία τη στιγμή του θανάτου. Γ. Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ Η έμπνευσή είναι σαν το τρένο: πότε είναι γεμάτο από επιβάτες και πότε άδειο στριγγλίζει στις γραμμές. Η έμπνευση δεν επιδιώκεται έρχεται σαν τον απρόσκλητο επισκέπτη και φεύγει στην κορύφωση της γιορτής. Πάντα εμμονική με τις αρχές της δεν θέλει πίεση ούτε βιασύνες πάντα ακριβής με τα ωράρια εργασίας κοιμάται στον καναπέ τα χαράματα. Γυμνή τα καλοκαίρια στις παραλίες ταΐζει τα περιστέρια σ’ ένα πάρκο κοιτάζει το ουράνιο τόξο στον ορίζοντα μετά από μια ανοιξιάτικη βροχή. Δεν περιχαρακώνεται σε κλισέ του τύπου «πρέπει» και «οπωσδήποτε» κρατά αποστάσεις από την εξουσία πίνει αλκοόλ σ’ ένα άδειο δωμάτιο ανασύρει απ’ το συρτάρι φωτογραφίες. Είναι ένας αδέσποτος σκύλος στην πόλη τον χαϊδεύουν μα κανείς δεν τον υιοθετεί γιατί φοβούνται τη συγκατοίκηση μαζί του. Η έμπνευση δεν χωράει στη ζωή σου όταν έχει εξευτελιστεί από τις υποκλίσεις θέλει αγέρωχη ψυχή να φωλιάσει κι αδιάφθορες ιδέες για να συμπορευθεί. Δεν διδάσκεται στα φοιτητικά αμφιθέατρα ούτε αναβλύζει από σελίδες βιβλίων. Είναι αυτάρεσκη κι ακριβοθώρητη ερωμένη μόνη κυκλοφορεί στις ροκ συναυλίες οδηγεί ένα μπλε ποδήλατο στην εξοχή μαζεύει μικρά κοχύλια από τη θάλασσα συνομιλεί με το φεγγάρι χωρίς μεταφραστή. Η έμπνευση λοιπόν είναι μέσα σου αρκεί να ξέρεις να την ξεκλειδώσεις. Δ. Η ΝΥΧΤΑ Βγαίνει σεργιάνι με φτηνό παλτό περνάει μπροστά από θαμπές βιτρίνες αντιστέκεται στο σήμα του περιπολικού κυκλοφορεί χωρίς επίσημα έγγραφα και ψάχνει να τα βρει στον ουρανό διαπληκτίζεται στο μπαρ με το φεγγάρι αναπνέει αργά και βήχει ακατάπαυστα κρατάει μαχαίρι για να κόβει τη σιωπή. Είναι αναδυόμενη πόρνη στην παραλιακή γράφει τετράστιχα για ανέφικτους έρωτες θέλει να γαντζωθεί στο τελευταίο βαγόνι παραπατά μέσα σε αντικατοπτρισμούς λέει ανέκδοτα στα πάρκα με μεθυσμένους φωτογραφίζεται δίπλα σε υπονόμους λερώνει τα σεντόνια της απ’ τις ονειρώξεις καταπατά όλα τα εσκαμμένα σχήματα ασχημονεί με τις υποψήφιες ελπίδες αφουγκράζεται τους ζητιάνους στον δρόμο αναζητά τη σκιά της στα στέκια της βροχής παίζει τυφλόμυγα μέσα στο πηχτό σκοτάδι διαβάζει ποιήματα στο φως της σελήνης έχει τα χέρια της υψωμένα στο άπειρο καταναλώνει οινόπνευμα και χάπια αϋπνίας ψάχνει την ψυχή της μέσα στην ερημιά. Η νύχτα μοιάζει με τη δική σου μοναξιά είναι απόφαση ζωής και αγγελτήριο θανάτου. Ε. Η ΨΥΧΗ Σαν πεταλούδα τα βράδια δραπετεύει πετώντας μέσα σε συνειρμούς ονείρων και τα χαράματα χτυπάει το τζάμι. Είναι μικροσκοπική σαν μόριο αέρα έχει απαλά μαλλιά νεογέννητου βρέφους μια χαρακιά στο μέτωπο από σουγιά προσπαθεί να κρατηθεί από μια ανεμώνη γίνεται δροσοσταλίδα την ώρα της αυγής. Ακροβατεί σε πριονισμένο σκοινί υπνοβατεί κατά τη διάρκεια της μέρας ρίχνει κρυφές ματιές στα αγόρια παραφράζει τα λόγια των ψυχολόγων είναι επικίνδυνα μόνη και πάντα μαζί με τη σκιά ενός ανύποπτου θανάτου. Διανθίζει τον δρόμο της με τριαντάφυλλα κι ύστερα ακολουθεί το κρυφό μονοπάτι που την οδηγεί στον σίγουρο γκρεμό. Υπόσχεται υστεροφημία στους ποιητές δίνει το χέρι σε ανήμπορους ανθρώπους λικνίζεται μέσα σε σύννεφα ομίχλης συνομιλεί με τους άστεγους των πόλεων επισκέπτεται ασθενείς των νοσοκομείων πίνει ούζα ανήμερα της Πρωτομαγιάς δυσανασχετεί με τα προγράμματα σπουδών παίζει μπάλα στο τερέν του παραδείσου φτιάχνει χάρτινα λευκά καραβάκια και τα βάζει να επιπλέουν στη στεριά κοιτάζει τα αεροπλάνα που της μοιάζουν φοράει αραχνοΰφαντη ζακέτα τον χειμώνα λούζεται με τα φυλλώματα των δέντρων βαδίζει στις καρμανιόλες των λεωφόρων πουλάει χαρτομάντιλα στα φανάρια δεν έχει χρώμα, θρησκεία, φύλο, όνομα ξεπουλιέται στα σκλαβοπάζαρα της ζωής ρίχνει βέλη ειρήνης στις διαδηλώσεις μειδιά στο ενδεχόμενο της αθανασίας ρωτάει για το αυτεξούσιο της ύπαρξής φιλοσοφεί μόνη της βαθιά χαράματα επικαλείται τον Πλάτωνα στα δύσκολα (ο κόσμος των Ιδεών πολύ θα την βόλευε) υιοθετεί τα αδέσποτα ζωάκια του πάρκου υπερασπίζεται τους άσημους καλλιτέχνες παίρνει τους δρόμους ξημέρωμα Κυριακής μαθαίνει στην ψυχή της να κολυμπάει αρωματίζει τον ιδρώτα της με κιτρολέμονο παρατηρεί την αταξία του σύμπαντος και συμμετέχει σε πλανητικές συνευρέσεις. Αργοπορεί κάποιες φορές στα ραντεβού της λόγω κυκλοφοριακού χάους στους ουρανούς. ΣΤ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ Στο σώμα σου το ακατέργαστο υλικό της δημιουργίας στα μάτια σου η φωτεινότητα του ήλιου αξόδευτη στα μαλλιά σου το ανέμισμα των ερημικών νησιών στο στόμα σου μια ανοιξιάτικη κοιλάδα ολάνθιστη στο φιλί σου ένα ποτάμι που ρέει στην απεραντοσύνη στα χέρια σου το τρυφερό άγγιγμα των αστερισμών στα λόγια σου παρθένοι ήχοι ελπιδοφόρου μέλλοντος στο όχι σου βαρύς χειμώνας στη μέση του καλοκαιριού. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΩΣ ΜΗ ΟΝ Την επομένη του θανάτου μου δεν θα με αναζητήσει κανένας. Αλλά και την ημέρα της κηδείας το φέρετρο ασυνόδευτο θα μπει βαθιά στο φρεσκοσκαμμένο χώμα στον διπλανό τάφο οι συγγενείς θα θρηνούν φωναχτά τον νεκρό εμένα θα με πενθεί το ξεροβόρι γιατί ήμουν στη ζωή πάντα μόνος ένας παρείσακτος στο πλήθος μια απουσία μη αναστρέψιμη. Την επομένη του θανάτου μου δεν θα θυμάται κανείς ότι υπήρξα. ΔΙΚΑΙΩΣΗ Στο βάθος του μαγαζιού μια άδεια καρέκλα δυο θαμώνες συζητούσαν για το καλοκαίρι. Πάει καιρός που λείπει από τη θέση του χθες τον μνημονεύσαμε καθώς πίναμε ούζα μετά ο καθένας τράβηξε για το σπίτι του απορροφημένος από την καθημερινότητα. Δεν είχε κανέναν συγγενή να τον θυμάται μονάχα σε αυτό το ποίημα βρήκε δικαίωση. ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΝΩΡΊΣ Ποτέ δεν στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο μόνο τους νεκρούς κοιτούσα απ’ το παράθυρο που αύξαναν δραματικά τα τελευταία χρόνια τον Παύλο, τον Αλέξη, τον Ηλία, τον Γιάννη μετά έβγαινα στους δρόμους τουρτουρίζοντας μιλούσα με τα αδέσποτα, τα έπαιρνα αγκαλιά έλεγα μέσα μου «πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι» κι όταν επέστρεφα σπίτι ήμουν κι εγώ νεκρός. Ποτέ δεν στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο ποτέ δεν ήμουν «κανονικός» σαν τους άλλους μόνο κατακρεουργούσα στίχους τις νύχτες. ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ Την ημέρα του θανάτου μου οι φοιτητές θα σηκώνουν πλακάτ σύννεφα θα σκεπάζουν τον ουρανό ένας φαντάρος αργοπορημένος θα τρέχει να προλάβει το τρένο ο άνεμος θα παρασέρνει χαρτοκιβώτια τα πλοία θα σκουριάζουν στο Πέραμα η Αλίκη θα περιφέρεται στις πιάτσες ψάχνοντας ευκατάστατους πελάτες το φθινόπωρο θα εισβάλλει δριμύ με σημαντικές απώλειες θα κλείνει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τα ραδιόφωνα θα παίζουν ρεμπέτικα οι ποιητές θα συνεχίζουν να γράφουν ακόμα πιο καταθλιπτικά ποιήματα κι εγώ ξαπλωμένος στο φέρετρο θα υποδύομαι ότι είμαι ζωντανός. Την ημέρα του θανάτου μου θα ψάχνω ταβέρνα για να μεθύσω. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ έναν θάλαμο νοσοκομείου με τον υδράργυρο στα ύψη και στο απέναντι διαμέρισμα να ετοιμάζουν τις βαλίτσες για τις καλοκαιρινές διακοπές ενώ στο παγκάκι του πάρκου δυο νέα παιδιά να φιλιούνται. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου χωρίς κανένα επισκεπτήριο από φίλους ή από συγγενείς έχοντας πάντα στο μαξιλάρι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη μορφή της μάνας σου όταν τελείωνε το Γυμνάσιο. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ ένα κεντρικό νοσοκομείο και στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας να ουρλιάζουν τα ασθενοφόρα μεταφέροντας ετοιμοθάνατους ενώ κάποιοι χαμένοι τουρίστες να ζητούν επίμονα πληροφορίες για το πού πέφτει η Ακρόπολη. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος στην εντατική του νοσοκομείου μέσα στα πιο άγρια χαράματα σκέψου πως η φύση κι η μοίρα δεν ήταν καθόλου γενναιόδωρες μα μείνε με τη χαρά ότι έζησες τις μικρές καθημερινές στιγμές έστω και με πριονισμένα φτερά. ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ ΑΠΩΝ Όταν εγώ αμετάκλητα θα λείπω θα είναι ο κόσμος κρεατομηχανή που αλέθει τις ανθρώπινες σάρκες οι άστεγοι έχοντας φύλλα πορείας θα ανηφορίζουν προς τον ουρανό οι δρόμοι καθαρτήρια πτωμάτων. Στις πιάτσες του έρωτα οι άγγελοι θα εκδίδονται χωρίς προφυλάξεις στο Μεταξουργείο θα ψιλοβρέχει και η Χριστίνα με τα δύο ανήλικα στην έξοδο ενός σούπερ μάρκετ θα εκλιπαρεί για λίγη κατανόηση. Στα γυμναστήρια νεανικά κορμιά θα καταδυναστεύουν το σώμα τους στην αυταπάτη της ωραιοπάθειας στις φυλακές ανηλίκων η μοναξιά θα βαράει γερμανικό νούμερο πάνω σε γκρι λερωμένα σεντόνια. Όταν εγώ αμετάκλητα θα λείπω οι στίχοι μου δεμένοι στο φεγγάρι θα χαιρετούν τα διαστημόπλοια κι η γη μια βραδυφλεγής κουκίδα μέσα στα αζήτητα του σύμπαντος θα καμώνεται ότι τάχα υπάρχει. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Όταν βραδιάζει κοιτώ προς τα πάνω και είναι πια περασμένα μεσάνυχτα. Από την εντατική ανηφορίζουν ψυχές άλλες ντυμένες με κατάλευκο χειμώνα κι άλλες κουβαλώντας την ανυπαρξία μυρωδιές περιχαρακώνουν το σύμπαν διαπερνώντας και την ίδια την Ποίηση. Βαδίζω ατάραχος μέσα απ’ τα βουνά σαν μετανάστης που τα ‘χει χάσει όλα και δεν τον περιμένει καμιά πατρίδα. Υπόστρωμα χιονιού σκεπάζει τη χώρα τους μακρινούς γαλαξίες και τη μνήμη. Η θλίψη υποτροπιάζει καθώς ακούγεται η αντήχηση του τρένου των δώδεκα που μεταφέρει τα ακατοίκητα σώματα. Υπολείμματα σπασμένων κρυστάλλων ανάμεσα στα σύννεφα και στη μοναξιά κι οι λεπτοδείχτες σε ξέφρενη πορεία. Οι ώρες περνούν χωρίς κάτι αξιόλογο μια μονοτονία διαχέεται στον ουρανό προετοιμάζοντας το κατάλληλο έδαφος. Ακούω το τρίξιμο του κλειδιού στη θύρα με αθόρυβα βήματα μην ξυπνήσει κανείς εξαϋλώνομαι ενώ έξω λιώνουν οι πάγοι. ΛΥΠΑΜΑΙ Λυπάμαι για τους ανθρώπους που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο δίχως ταυτότητα και σημεία αναγνωρίσεως και πέθαναν μετά από μέρες χωρίς να παρευρεθεί κανείς στην κηδεία. Λυπάμαι για όσους χάθηκαν στις δαιδαλώδεις στοές της πόλης και ξέχασαν να επιστρέψουν σπίτι χωρίς να τους αναζητήσουν στο τηλέφωνο. Λυπάμαι για όσους βρέθηκαν παγωμένοι κάτω από το γεναριάτικο φεγγάρι και το πρωί απλώς το φορτηγάκι του δήμου τους περισυνέλεξε για τα περαιτέρω. Λυπάμαι για αυτούς που δεν έδωσαν σημάδια ζωής για καιρό και οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία από τη μυρωδιά του διαμερίσματος. Λυπάμαι για τα αθώα θύματα των πολέμων που θα μείνουν για πάντα αμνημόνευτα μέσα στην κρεατομηχανή της Ιστορίας. Λυπάμαι όμως και για μένα που ίσως βρεθώ κάποτε στην ίδια θέση. ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ Μόνος σε θάλαμο νοσοκομείου με το φως της λάμπας αναιμικό και τον βραδινό αέρα να μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο. Χωρίς απογευματινό επισκεπτήριο χωρίς συγγενείς, χωρίς έναν φίλο περιμένει την επιστροφή στο σπίτι στους τέσσερις έρημους τοίχους στην αφωνία της κλειστής κάμαρας. Κι όταν σύντομα πάλι μεταφερθεί στο ίδιο επαρχιακό νοσοκομείο ίδια πρόσωπα γιατρών, ίδιες λάμπες ίδιο κροτάλισμα των μελλοθάνατων. ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ Την πρώτη νύχτα εκεί κάτω στο χώμα μακριά απ’ το δωμάτιο και τη γάτα μου ανάσκελα να κοιτώ την οροφή της γης με κοστούμι που δεν είχα φορέσει ποτέ ακίνητος και χωρίς δυνατότητα εξόδου. Τέτοια ώρα στην πόλη θα διασκεδάζουν νέα κορίτσια θα ερωτεύονται το φεγγάρι σφριγηλά αγόρια θα ρουφούν το αλκοόλ στις πιάτσες θα ακμάζουν οι συναλλαγές στους δρόμους θα αυξάνεται η ταχύτητα. Κι εγώ θ’ ακούω το θρόισμα των δέντρων μαζί με το αλύχτισμα αδέσποτων σκυλιών θα κρυώνω υπερβολικά δίχως καλοριφέρ θα υποφέρω από έναν δυνατό πονοκέφαλο πρώτη φορά χωρίς καφέ, ποτό και τσιγάρα. Πώς θα περάσω τόσα βράδια σε καραντίνα πώς θ’ αντέξω να μην ξαναγράψω ποιήματα; ΓΙΑΤΙ Τι μου απέμειναν ακόμη μέχρι το φινάλε ; Πέντε έξι ζεστά ανυπόφορα καλοκαίρια μερικά αδιόρθωτα ποιήματα στο συρτάρι κάτι παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες με τα ίχνη της νεότητας αδιαπραγμάτευτα το άρωμά σου γυμνό πάνω στα σεντόνια. Και βέβαια ένα αναπάντητο αγχωμένο γιατί. ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Θα φύγουμε μια νύχτα αχτένιστοι κι αξύριστοι μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη υπερπλήρεις αποτυχιών χωρίς ερωτικές εμπειρίες με μάτια βαθουλωμένα να ατενίζουν τον ουρανό έξω θα φυσάει μανιασμένα στον δρόμο αυτοκίνητα με νυσταγμένους προβολείς στην ψυχή κρύα φθινόπωρα. Θα φύγουμε ασυνόδευτοι από μια παρακείμενη πόρτα αφήνοντας πριν ένα μήνυμα που δεν θα διαβαστεί ποτέ αυτουργοί της ανυπαρξίας και των δύσκολων θανάτων τα ίχνη μας σε παγκάκια και τηλεφωνικούς θαλάμους σε αποτσίγαρα της μοναξιάς τυλιγμένοι σε βαρύ παλτό με δυο ξηλωμένες τσέπες. Θα φύγουμε αμετάκλητα και κανείς δεν θα αναζητήσει ποτέ ξανά το όνομά μας παρά μόνο ο ταχυδρόμος και τ’ αδέσποτα της γειτονιάς. Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΣΕΙΡΑ Ένας-ένας αποχωρεί αθόρυβα οι υπόλοιποι το μαθαίνουμε με καθυστέρηση εβδομάδων κάνουμε μερικούς μορφασμούς για τη ματαιότητα του κόσμου μετά πάμε στις δουλειές μας σκύβουμε σε αδιάφορα χαρτιά ή κοιτάζουμε παγερές οθόνες. Όταν έρθει κι η δική μας σειρά ίσως να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μαθευτεί η απώλεια ίσως να μην κοινοποιηθεί ποτέ. Γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που δεν προνόησαν για το μετά ή δεν τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να αφήσουν κάποιο στίγμα τους. Στο μεταξύ τα γραφεία τουρισμού θα διοργανώνουν ταξίδια αναψυχής οι νύχτες θλιμμένες όπως πάντοτε η άνοιξη θα μπαίνει στην ώρα της. Και βέβαια ο θάνατος θα συνεχίζει να συμπεριφέρεται επαγγελματικά. ΚΑΤΑΜΑΤΑ Ταξίδευε μόνος στο τελευταίο βαγόνι η νύχτα βαριά και θανατηφόρα σαν τη ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει. Κανείς φίλος δεν τον αποχαιρέτησε ούτε και κανένας θα τον περιμένει. Χωρίς βαλίτσες και εκκρεμότητες κοιτάζει συνέχεια από το παράθυρο κατάματα τον θεοσκότεινο ουρανό. ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ Ήξερε ότι σε λίγο θα πεθάνει μάζεψε λοιπόν τα ρούχα του και τα έβαλε σε μαύρες σακούλες κράτησε μόνο δυο φανελάκια ένα παντελόνι και το πουκάμισο που του έκανε δώρο στα γενέθλια η κοπέλα με το χλωμό πρόσωπο. Πέταξε και όλα τα βιβλία του εκτός από εκείνο του Σαχτούρη που έλεγε για το άσπρο περιστέρι που καθόταν στο παράθυρό του. Κοίταξε μετά τυχαία τον ουρανό ήταν γεμάτος με παλιά ρολόγια που είχαν γυρίσει όλα ανάποδα με αυτά τ’ απελπισμένα ρολόγια που έδειχναν τον βέβαιο θάνατο. ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ Όταν οδεύεις προς τον θάνατο κάνεις το παν για να τον αντιμετωπίσεις: διαμελίζεις το σώμα σου στα σκυλιά σκορπάς την ψυχή σου στην άβυσσο. Σε δεύτερο χρόνο αναρωτιέσαι αν ήσουνα πράγματι κάτι αναμενόμενο ή μια ακανόνιστη παρουσία στην κοινωνία. Ο αέρας φυσά σαν πυρωμένο σίδερο χαράματα στα πεζοδρόμια της Αχαρνών πολυεθνικές μοναξιές ζητιανεύουν ζωή κι εσύ οδεύεις σ’ έναν ανεπίστρεπτο θάνατο. Τα ασθενοφόρα παραλαμβάνουν συνεχώς αντισώματα των δικών σου νεκρών κυττάρων. ΘΑΝΑΤΟΙ Θάνατοι, θάνατοι καθημερινά: θάνατοι επιφανών και σπουδαίων στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με χιλιάδες στεφάνια στην κηδεία θάνατοι ασήμαντων στα αζήτητα των περιφερειακών νοσοκομείων βδομάδες στοιβαγμένοι στα ψυγεία. Κι εγώ βγάζω από τη ναφθαλίνη γάντια, κασκόλ και ένα πουλόβερ πανέτοιμος για να αντιμετωπίσω το δριμύ ψύχος του νεκροθαλάμου. ΤΡΕΙΣ ΚΗΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ Τρεις κηδείες και μια βροχή. Έτσι τελείωσε αυτή η μέρα. Μα οι νεκροί δεν πέθαναν απαγγέλλουν Αναγνωστάκη: «Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο» Στο τέλος μας χαιρέτησαν και επέστρεψαν σπίτι τους. ΕΤΣΙ ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Έτσι θα φύγουμε, όπως οι πλασιέ που δεν πούλησαν τίποτα σήμερα όπως τα τρένα με άδεια καθίσματα. Είναι και η βροχερή ατμόσφαιρα που επιτείνει τους αποχωρισμούς δοκιμάζεται η αντοχή της νύχτας και τα τασάκια στο πάτωμα μαύρα. Δεν θα προλάβουμε να κοιταχτούμε θα απωλέσουμε την ιδεολογία μας η άνοιξη θα προελαύνει ακάθεκτη μέσα από τα παρτέρια της μνήμης ο ουρανός εφημερεύον νοσοκομείο με βαρύτατης μορφής περιστατικά. Όταν ο πόνος στο στήθος ενσκήψει θα αρχίσει η σταδιακή αναχώρηση. ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ Την επομένη του θανάτου μου όλα θα είναι ακριβώς τα ίδια αεροπλάνα θα ίπτανται ψηλά ενώ στο έδαφος τα μυρμήγκια θα κουβαλάνε τα ψίχουλα και οι γάτες της γειτονιάς όπως πάντα θα περιμένουν να τις ταΐσουν ξηρή τροφή. Στο παγκάκι θα ερωτεύονται δυο έφηβοι του δίπλα σχολείου ο άνεμος θα κλοτσά με μανία τους κάδους των απορριμμάτων ο ήλιος με χαλασμένα δόντια θα μασουλάει ένα κουλούρι. Εγώ θα κοιτάζω με αμηχανία το λευκό μάρμαρο του τάφου θα το ανοίγω κρυφά τα βράδια και θα πηγαίνω στο περίπτερο για μπύρες και βαριά τσιγάρα. ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Έξω απ’ το νοσοκομείο ο ουρανός έσταζε φθορά κάτι σκιές ξενυχτούσαν – άραγε σε τι ελπίζοντας; Απ’ το παράθυρο κοιτούσε την αδειανή λεωφόρο ένας πεζοπόρος τη διέσχιζε με βιαστικό βάδισμα ύστερα χανόταν πίσω απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες η ομίχλη επώαζε το επερχόμενο δύσκολο τέλος χωρίς συγγενείς να τον επισκέπτονται ούτε φίλοι μονάχα μια φωτογραφία στο μαξιλάρι με εκείνη που κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται κι αν υπάρχει. Το φως του θαλάμου υποτονικό φωτίζει τη θλίψη διέρχονται αστραπιαία απ’ το μυαλό του τα τρένα αυτά που δεν σταμάτησαν ποτέ για να τον πάρουν η άνοιξη επελαύνει ραγδαίως και απαστράπτουσα ακούγονται γραμμόφωνα μέσα στο βαθύ σκοτάδι τα άσπρα σεντόνια προετοιμάζουν την αναχώρηση. Στις τέσσερις κάποιος ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα μπήκε στο δωμάτιο και επιβεβαίωσε τον θάνατο. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ Η ΒΡΟΧΗ Στον Γιώργο Ιωάννου Η αποψινή ατέλειωτη βροχή ποιος ξέρει πότε θα ξημερώσει γύρω μου γκρεμισμένα σπίτια νάιλον ξεφτισμένα σύννεφα. Κάποιες φορές νιώθω τη γη να πάλλεται στο μαξιλάρι μου ανάβω πολύχρωμα τσιγάρα πετώ με ελαττωματικά φτερά. Όταν σταματήσει αυτή η βροχή θα αποπληρώσω το δάνειό μου. Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ Στον Γιάννη Κοντό Οι ποιητές πεθαίνουν μόνοι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με τα σύνεργα της ήττας. Ολομόναχοι χωρίς χέρι βοηθείας μουντζουρώνοντας λευκά χαρτιά και κοιτάζοντας ψηλά το ταβάνι. Όταν ξημερώσει ανασταίνονται με μερικές εκδορές στα δάχτυλα. Το βράδυ όμως ξαναπέφτουν μέσα στον λάκκο των λεόντων. ΤΙ ΗΘΕΛΑ Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο Τι ήθελα εγώ σε τούτα τα νησιά περπατώντας σε άγονες παραλίες μ’ έναν κόμπο να με καταπίνει με το φως του ήλιου υπό αίρεση και τον ουρανό σκέτο ναυάγιο - τι ήθελα εγώ σε τέτοια τοπία; Τι ήθελα εγώ σ’ αυτή τη θάλασσα που σπάει σε χίλια δυο κομμάτια; Λουόμενοι κακοποιούν τα ψάρια ανατρέπονται γεμάτες οι βάρκες κύματα που ραπίζουν την ερημιά - τι ήθελα εγώ σε τέτοια θολά νερά; Θέλω μόνο μερικά άσπρα βότσαλα βαρέθηκα πια τις αιχμηρές πέτρες τα σύννεφα εγκαταστάθηκαν παντού τα χρώματα όλο και σκοτεινιάζουν το καλοκαίρι σε πλήρη αποσύνθεση - θέλω μόνο λιγοστά άσπρα βότσαλα. ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Στον Κώστα Παπαγεωργίου Φεύγουν οι ποιητές ήσυχα όπως οι ανέγγιχτες ομορφιές που ανεπαίσθητα προσπερνάνε χάνονται ένα ανοιξιάτικό πρωί κι είναι δύσκολο να τους εντοπίσεις φοράνε μαύρα ρούχα, ψηλό καπέλο ο ήλιος αναζητεί τα ίχνη τους μέσα στην κυκλοφορία των πόλεων στα παραπήγματα του ουρανού τώρα οι στίχοι τους δεν ηχούν μοιάζουν κηλίδες μαύρου αίματος κρεμασμένα χέρια στο άπειρο. Φεύγουν οι ποιητές αθόρυβα μ’ ένα γκρι σακίδιο στην πλάτη αφήνουν πίσω τους σκόρπια όνειρα και μια υπόσχεση ότι θα επανέλθουν.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|