Το να γράφεις όταν έχει ξαστεριά
αποτελεί μια έμμεση παραδοχή της γύμνιας των σημείων στίξης: ρωτάς και σου απαντάνε παγόβουνα θαυμάζεις τα σαράβαλα λεωφορεία κάνεις παύση κατόπιν συνεννόησης κλείνεις σε παρένθεση τη μοναξιά Κι άμα ξενυχτάς στο Βόρειο Πόλο έλα να με βρεις στη Μαδαγασκάρη να ξεριζώνω τις τροπικές σαβάνες έκτοτε να γνωρίζεις πως η Γεωγραφία δεν είναι μόνο αυτά που ονειρεύεσαι έχει και βαθύ υπόβαθρο στη μνήμη Όταν θα πέσεις λιπόθυμος στο χώμα από τη φωτοχυσία κάποιου πρωινού αγόρασε έναν πιο μεγάλο υπνόσακο κι άρχισε να ανηφορίζεις στο φεγγάρι
0 Comments
Το ποίημα δομείται με πρόκες
πρέπει να ξέρεις να καρφώνεις αλλιώς γεμίζει το χαρτί αίματα Και μη νομίζεις πως τελείωσες μετά αρχίζουν τα πιο δύσκολα να ξεκαρφώνεις μερικές λέξεις και να τις πετάς στα σκουπίδια να ξελαφρώσει λίγο το ποίημα Στο τέλος αναρωτιέσαι πότε θα σε σταυρώσουν οι κριτικοί Τα θηρία που κρατάς
ποτέ δε σε γνώρισαν Ζωολογικός κήπος με λιοντάρια αόρατα τι θα γίνει λοιπόν όταν αγκαλιαστείτε; Δεν έχω χρήματα ξαναμπές στο κλουβί εδώ έξω κινδυνεύεις από αληθινά λιοντάρια. Με μερικά πτώματα
είναι αδύνατον να μιλάς Υπάρχει κακό προηγούμενο να χοροπηδάνε χαράματα - κι άντε να συνεννοηθείς - Τι φταίει λοιπόν που ακόμα βασανίζομαι; Και μη δίνεις σημασία στα προσεχώς έργα - είναι όλα ακατάλληλα - Ανήλικος ήμουν πάντα κι από θαύμα γλίτωνα τώρα δένω κόμπο το φως το συντομότερο πεθαίνω Κοιτώ ατημέλητα βιβλία είμαι τόσο αφοσιωμένος στις λευκές τους σελίδες (Πάλι με ψεματάκια έβγαλα το μεροκάματο) Έλα να δεις τα τίποτα
να γίνονται κουρέλια κοντολογίς χειμώνιασε σου ‘χω έτοιμο ρούχο μοναξιά πακεταρισμένη χιλιάδες σώματα γυμνά κι ακόμα δεν ξημέρωσε Άμα ανοίγουν οι ουρανοί πάει να πει πως κόπηκα καταιγίδα αιμοπετάλια και οι στίχοι μούσκεμα Πάω για αρθροσκόπηση σήκωνα πολλά ποιήματα καθημερινά στους ώμους λέω πια να ξεμπερδεύω με την πολλή ευαισθησία Καταληκτική ημερομηνία:
οι δύο επόμενες δεκαετίες Ωραία ερήμωση της όρασης επειδή τα χρώματα είναι τυφλά δεν μπαίνουν ποτέ στο άνθος κι άντε μετά να αμαρτήσεις «Πρέπει να συνηθίσεις να γελάς λύπη υπάρχει μόνο απέναντι» Κατά βάση κι εγώ συμφωνώ να πεθαίνουμε όλοι με δόσεις να προλαβαίνουμε βρε αδερφέ να κάνουμε τις διακοπές μας Τόσες φορές μελλοθάνατος κι ακόμη να με διαβάσεις Γύρνα στη συνήθεια
σαν να ‘τανε καφές Αισθάνομαι τελευταία τη γειτνίαση του νου με τις παρενθέσεις βγαίνω συχνά εκτός κι άντε να ξαναγράψω Κι ακόμη χειρότερα όταν πλειοψηφεί το εγώ και σπάω τις λέξεις βγαίνουν οι αντωνυμίες πάντα προσωπικές Προφάσεις εν αμαρτίαις πάντοτε υπήρχανε ο χρόνος μόνο θα δείξει τη νικημένη σελίδα Μια μέρα που λέτε θα πλημμυρίσει ο αέρας με δημιουργικές γραφές και σεμινάρια στίχων (ξεκλειδώνεται η ποίηση;) Όταν έρθει αυτή η στιγμή
- ξέρετε καλά εσείς - το τσίμπημα της βελόνας βαθιά στον ουρανίσκο άλλοι το θεωρούν σημάδι ελεγχόμενου πνιγμού άλλοι βέβαιη αποδήμηση Εγώ με τις πιτζάμες μου σε κρεβάτι νοσοκομείου εκεί που κοιτάς τη λάμπα να ξερνάει μικρόβια και μυρωδιές κολόνιας λεμονιού ξεθυμασμένης Πυρετός πάλι σήμερα τρελαίνει τον υδράργυρο τρύπες μαύρες στο ταβάνι γι’ αυτό και δε λέω ψέματα Ο τελευταίος στη λίστα ας τραβήξει την κουρτίνα Φώναζα μέχρι το πρωί
όμως όλα στη θέση τους η πανσέληνος καμένη πιο μαύρη απ’ τη θύμηση το σώμα της εξατμισμένο Πώς είναι δυνατόν εγώ το τοπίο της γυμνότητας να κοιτώ ένα πουκάμισο; Τα ηχεία στη διαπασών και οι ιοί στο μαξιλάρι (το νου σας μην εκτεθούμε) Ερχόταν κάθε Κυριακή ο χαφιές με την περούκα στην εκκλησία γρύλιζε στο γήπεδο βωμολοχούσε έψαχνε μια ηρωική έξοδο - τζάμπα τόσα σεμινάρια; - Δεν είμαι κουφάρι δέντρου να μου κρεμάνε πάνω μου της μοναξιάς τα κλοπιμαία Όπως βλέπεις οι κλωστές
κρέμονται απ’ το τζάμι Έραψαν πρώτα τον τοίχο να μην ακούγονται φωνές έραψαν μετά το πάτωμα να μη φυτρώνουν χόρτα μάνταραν και το ταβάνι να μην κοιτάμε ουρανό Στην αυλή μαύρες γάτες φέρετρα για κατοικίδια Ρε παιδιά, αλλάξτε χρώμα πάρτε άσπρη κουβαρίστρα και ξαναράψτε το δωμάτιο Λοιπόν
σήμερα θα μιλήσω για ομπρέλες κροτίδες και θάνατο (μαζεύτηκαν όλα) Υπ’ άλλες συνθήκες θα ήμουν πουλί τρωκτικό ή ο άνεμος ίσως και άγαλμα με κομμένο λαιμό Τώρα λιωμένη σάρκα στα σύννεφα εξατμίζομαι αργά Μέσα του ‘70 σ’ ένα SCANIA κι ο εισπράκτορας εξουσία θέλω να ξεχάσω αυτή τη σκηνή Από τότε βγάζω εισιτήριο Ενεστώτας:
είμαι νεκρός Παρατατικός: κάποτε ζούσα Μέλλοντας: θα αναστηθώ Αόριστος: ξύπνησα τρομαγμένος Παρακείμενος: έχει ξημερώσει; Υπερσυντέλικος: είχα εφιάλτες Ξέχασα να συστηθώ:
είμαι ο άνθρωπος που βρήκατε νεκρό. Τώρα γιατί με κοιτάτε βαρεθήκατε τη ζωή; *** Επέτειος γενεθλίων μου: σβήνω εκατομμύρια κεριά κι ανάβω ένα τσιγάρο. *** Υποψήφιος διδάκτωρ αμαρτωλών ποιημάτων: όταν συνουσιάζομαι με γυμνές συλλαβές απ’ την κλειδαρότρυπα με μπανίζουν οι στίχοι. Να σας θυμίσω τις ομπρέλες
που έκλειναν ανεξήγητα όταν άρχιζε η βροχή; Τους τραυματίες των ουρανών στα φεγγάρια – χειρουργεία; Μόνος είδα τα ψαλίδια να κόβουν τον ομφάλιο λώρο του λευκού μεσημεριού και τα περιστέρια στα σύρματα να γίνονται άγγελοι Έκτοτε το χιόνι μοιάζει γάζα που απορροφά τα αίματα Ο δικός μου χρόνος είναι άνθος μιας μουγκής λευκότητας γι’ αυτό τα λόγια λιμνάζουν σε ανακυκλωμένο χαρτί γι’ αυτό η ομορφιά σκοντάφτει στη θηριωδία του γήρατος Περιπέτεια που γεννήθηκα ήταν όλα κλειστός δρόμος κι ο έρωτας επιτραπέζιο παιχνίδι Εκεί θα καταλήξουμε κάποτε θνητοί με δύο ψυχές - ρεζέρβες πάντα χρειάζονται - Θέλω τώρα λίγη αλήθεια τον ίλιγγο μιας πεταλούδας κι ένα θάνατο χωρίς αστερίσκο Πότε ναι και πότε όχι
για τον ίδιο ακριβώς λόγο που όταν επιστρέφω και έχω χάσει τα κλειδιά με περιμένει το δίλημμα: να στήσω αντίσκηνο ή να γκρεμίσω το σπίτι; Αν τρυπήσεις τα σύννεφα θα στάξουν σπουργίτια από παλιά φθινόπωρα όμως εγώ φεύγω με ήλιο και επιστρέφω με βροχή γιατί επιμένω να εκτρέφω τραγωδίες στην πόρτα μου Τελικά περνούν τα χρόνια κι ακόμη να βρω τα κλειδιά Κάποιες νύχτες που βαριέμαι
ανάβω με ένα στουπί την όραση και την αφήνω μονάχη να καίει μετά αυτοπυρπολούμαι κι εγώ Τότε ξετυλίγονται μπροστά μου όλα τα χρώματα της Πατησίων από Κυψέλη μέχρι Εξάρχεια ανεβαίνω στις κεραίες των τρόλεϊ χωρίς αποσιωπητικά και τελείες ξαναγράφω τη νεότερη ιστορία φλέγονται οι κάδοι σκουπιδιών χημικά από τότε που γεννήθηκα ποιος μπάτσος έφτυσε στο κρεβάτι αλλάζω πλευρό και λαγοκοιμάμαι φτάνω ξημερώματα στη Βικτώρια μπερδεύομαι με τους πρόσφυγες κι όταν ξυπνώ είμαι στην Ομόνοια να πουλώ σουσαμένια κουλούρια Ξέχασα να σας πω για το όνειρο βράχηκε και του άλλαξα σεντόνια Όλα κάποτε θα ξεφτίσουν
μια μέρα θα σπάσει το φως κανένας δε θα με βρει ίσως μόνο τη φωνή μου αποθέσω στην εξώπορτα να την ακούνε οι περαστικοί τα έρημα καλοκαίρια Αλλά εσύ ψάξε με ξανά όταν νυχτώνει στα βιβλία στις εκδόσεις του χάους συνηθίζω να βρίσκομαι διαβάζοντας τα ποιήματα που δεν έγραψα ποτέ Με άλλα λόγια αναπνέω
κι ας μην είμαι ζωντανός πηδάω για επιβεβαίωση στις εσχατιές του ποίησης πάνω σε λέξεις κουφάρια δεν είναι δα και δύσκολο να συνθλίψω τα φωνήεντα (κραυγές υπάρχουν παντού) κι όταν εκτίθεμαι δημοσίως σβήνω και το καλοριφέρ να ξεπαγιάσουν οι σκελετοί Έτσι πενθώ εγώ το ελάχιστο την τέχνη που σπαταλήθηκε σε μια απορριφθείσα συλλογή φόρος τιμής στα ποιήματα που τελείωσαν πριν γραφτούν και στα άλλα τα ανέκδοτα που πέθαναν από εγκατάλειψη Ίσως ξεκουρδιστεί ο ήλιος
και τότε πολύχρωμα λαμπάκια πέσουν στη γη αιμόφυρτα Περί του πρακτέου τώρα: ανάβεις ή δεν ανάβεις φώτα στη διάρκεια του ύπνου σου αλλάζεις πλευρό και κοιμάσαι ή μετράς τα σκοτάδια σαν τα μαύρα πρόβατα; Κι ένα ακόμη τελευταίο: όταν η ποίηση έρχεται γυμνή γιατί τη θεωρείς εύκολη; Χθες το πρωί μπήκα στο τραμ χιλιάδες επόμενες στάσεις και ποτέ δεν έμπαινε ο ήλιος - πώς γίνεται να είμαι νεκρός και να μου ζητάνε εισιτήριο; - Να πέφτεις απ’ τον ουρανό
στα βαγόνια του τρένου κάθε νύχτα μετά το μεθύσι στο εγγυώμαι, δε θα πονέσεις ειδάλλως γύρνα στο τίποτα και μη με ξαναενοχλήσεις Ο ουρανός προϋποθέτει τρέλα αλκοόλ απροσδιόριστων βαθμών και μη νομίζεις πως οι άγγελοι δε θα πληρώσουν εισιτήριο φτάνει να τους κόψεις τα φτερά και θα προσγειωθούν στις ράγες Εν κατακλείδι, βαρέθηκα τα ύψη τους εσπερινούς και τα σφάγια αφήστε με να πέσω ανάσκελα στην αγκαλιά κάποιου πρόσφυγα Σχέδια για το παρελθόν
να ξαναζήσω τα βράδια μέσα στο σώμα σου τα λόγια ξεκλείδωτα να μπούνε στα αυτιά να καταλήξω ρούχο φορεμένο πάνω σου ν’ αγκαλιαζόμαστε κάτω απ’ την ομπρέλα να πέφτει ο παράδεισος γυμνός απ’ τον ουρανό Στο τέλος να μαζέψουμε όλες τις υποσχέσεις να τις ξαναζεστάνουμε τώρα που οι θρομβώσεις φράζουν τις φλέβες και το στόμα σφραγίζει Να ξεμπλοκάρει η μνήμη και να φιληθούμε αμήχανα σαν να ‘ταν η πρώτη φορά Δεν πρόκειται ν’ ανοίξω διάλογο
με το μουγκό ταχυδρόμο άλλωστε τα γράμματα που φέρνει μιλάνε από μόνα τους: μυρίζουν από χιλιόμετρα σιωπή Επίσης τα γραμματόσημα στραβά φαίνεται πως ο αποστολέας τα κόλλησε κάπως πρόχειρα Ξέρω καλά πως η μοίρα μου είναι να διαχειρίζομαι χαρτιά μα οι λέξεις τους φλεγμονές που σπάνε όταν τις διαβάζω Όμως είναι αλήθεια πως άργησα οι νέες τεχνολογίες με ξεπέρασαν τώρα μέσα από γυάλινη οθόνη λαμβάνω ηλεκτρονικά γράμματα με γενναίο πλεόνασμα σιωπής Εν ευθέτω χρόνω
λέω να την κάνω μόλις βρω ουρανό χιλιάδες καρφιά νηστικά στον τοίχο τανάλια το φεγγάρι ξεριζώνει τη γη τρύπια σύννεφα αχθοφόροι μνήμης όλα παγωμένα ακόμη κι ο άνεμος τρίζει απόψε τόση λευκότητα πώς να την πιω κολόνες πάγου γίνονται ψίχουλα τα λόγια στο χαρτί χιονισμένη χλόη Κι είναι αλήθεια πως λέω να βουλιάξω στο αποψινό χιόνι Λυρισμό το λένε τώρα
να ανοίγεις ομπρέλα ενώ βρέχει σφαίρες με την υποσημείωση πως ο χειρότερος εχθρός είναι το παράλογο Το τέλος μου φαντάζει σαχλό να καταπίνω πέτρες για πρωινό κι άμα λοξοδρομήσει καμία να τη ρίχνω στο νεροχύτη Ήταν πια όλα παγωμένα στο τασάκι απολιθώματα έτσι κατέληξα στον κήπο πρηνής με ένα μαχαίρι Ποιος μανιακός με βύθισε στην τρύπα του κενού να χουφτώνω το χώμα να ενδύομαι τη λάσπη ποιοι μου σφράγισαν το σωλήνα του οισοφάγου; Η ψυχή μου πετάχτηκε σαν τρομαγμένο σπουργίτι Στο δικό μου δρόμο
σαράβαλα φορτηγά που μουγκρίζουν Μετά το έρεβος ράβει την όραση όταν χαράζει μαζεύω παλιοσίδερα απ’ τον ουρανό Μαύρο σκυλί ο χρόνος ιδίως τα απογεύματα που στάζει δειλινό απ’ το παράθυρο Είμαι πολύ δειλός να μαδάω μαργαρίτες το σώμα μου μια περιπέτεια αιώνων και αντικείμενο σφαγής Έτσι λοιπόν πορεύομαι σε παγωμένο δρόμο χωμένος σ’ ένα παλτό |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|