ALEA JACTA EST
Μένει να αποδειχθεί το φαιδρό της υπόθεσης εντός τριών μηνών το διαπραχθέν αδίκημα που με τόση μαεστρία προτάθηκε ως βάσιμο και κυρίως το στιβαρό αντίβαρο της κόλασης κλειδί γαλλικό στο πιο ξεχειλωμένο ταβάνι σφίγγει διακριτικά το έρεβος πριν να βρέξει. Μετά το αλυσοπρίονο φάλτσα ηχεί μεσάνυχτα κακοποιώντας όλους τους κολασμένους αστούς και δεν ακυρώνει καμία προηγούμενη απόφαση που απαγόρευε την εκτός της σάρκας Ποιητική. Βαρύ μου φαίνεται όλο το συνονθύλευμα στον Άδη από πραιτοριανούς υποστηρικτές των δικτατόρων μέχρι τον τελευταίο κλητήρα που έπαιζε πρέφα ποιος καθορίζει το σπέρμα που θα μπει στη μήτρα καθότι άτεκνη η υφήλιος εδώ και χιλιάδες αιώνες. Βρέφη εφταμηνίτικα των πιο αδιόρατων ουρανών υποψιάζομαι το σύνδρομο του αναποφάσιστου γονέα υπάρχουν ακόμη άγγελοι εμφανώς ταλαιπωρημένοι που σουλατσάρουν τα βράδια σε ένα ποτήρι αλκοόλ. ΕΜΦΥΤΕΥΜΑ ΑΡΙΘΜΩΝ Ούτε που το σκέφτηκα αλλά να είπα να ανακαινίσω τον ουρανό γι’ αυτό εκλιπαρώ τη Φιλοσοφία να στοχοποιήσει τη σκέψη μου. Και δεν μιλάω για τις εξισώσεις που λύνουν μόνο οι ψυχοπαθείς επειδή υπάρχουν και εξαιρέσεις για παράδειγμα ένας πνιγμένος που είδε όλα τα δεκαδικά ψηφία να στροβιλίζονται στα κύματα και τον άγνωστο χ στη βάρκα. Δεν είμαι πλέον αναποφάσιστος κάθε συμβάν είναι αυθύπαρκτο τουτέστιν προέκυψαν εξώγαμα που απεχθάνονται το κήρυγμα. Έτσι όπως τα είχα υπολογίσει οι κλειδούχοι έξω απ’ τη θύρα διακατέχονται από νεποτισμό. ΠΙΣΤΑ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ Αφού το υπογάστριο καταλαμβάνει το ένα πέμπτο του ουρανού κι εκπυρσοκρότησε η θνητότητα χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις αποφάνθηκα σε άπταιστα ελληνικά: «Την ειμαρμένην ουδ’ αν είς εκφύγοι». Μέχρι αποδείξεως του εναντίου έχω δικαίωμα να ραδιουργώ ψόφιος τα βράδια μετά το ματς καταρρίπτοντας τα αεροπλάνα που προσγειώνονται στο μαξιλάρι. Βέβαια, αν ήθελα να πλατειάσω θα έστρωνα μεταχειρισμένα σεντόνια να δοκιμάσω τις αντοχές των τροχών και τη δικαιοσύνη του σύμπαντος. ΝΑΡΘΗΚΕΣ ΑΝΩ ΑΚΡΩΝ «ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν» Παρμενίδης Έτσι όπως κεραυνοβόλησε η παλάμη σφίγγοντας τα χάχανα του κόσμου είμαι, ψιθύρισα, ένας διεθνής ψεύτης κι ακόμη με κράζει η τέταρτη εξουσία με θάβει μέσα σε κεφαλαία γράμματα μα είναι ανέντιμο να υποδύεσαι ρόλους και μετά να φοράς κόκκινη χλαμύδα (όσοι κατάλαβαν, κατάλαβαν τι εννοώ). Τι πλανήτες να βγουν από μέσα μου τι βαγόνια να παρκάρουν στον δρόμο ανοίγω τη βρύση και διψώ θανάσιμα η Έβδομη τέχνη θα με ευγνωμονεί. Και πού ήταν τόσο καιρό τα εφετεία να εκδικάσουν αυτή τη σοβαρή υπόθεση έχω να θρέψω μεταχειρισμένα βιβλία κορυφογραμμές απάτητων ποιημάτων φτύνοντας πάνω στον χαρτοφύλακα λίγο πριν φωσφορίσουν τα περιπολικά. Ό, τι μου αναλογεί θα το νικελώσω μιλώντας σε κωφάλαλους ουρανοξύστες και πίσω γυμνές οι φλεγμονές της γης στα αμφιθέατρα να ξημεροβραδιάζονται. Τι ζητούσε ο Παρμενίδης τα χαράματα μέσα σε ένα ξεδοντιασμένο κουφάρι; DEUS SIVE NATURAE Όταν μετά από πολλά χρόνια τα χρυσόψαρα σπάσουν τη γυάλα ένα κορίτσι θα παίζει τυφλόμυγα κι ένα αγόρι θα κυλάει το τσέρκι ο δρόμος γεμάτος ψαροκόκαλα η στέγη μου ξεδοντιασμένη. Απόπειρα να πρασινίσει η ερημιά και να γονατίσουν οι θάλασσες κι ο κάλυκας στο δίπλα οικόπεδο θα γυροφέρνει μια μυρμηγκοφωλιά αγριομέλισσες σε παράταξη μάχης ανάσκελα στο χορτάρι ο Spinoza κοιτώντας με κιάλια τον Θεό. Κι εγώ θ’ αμολάω το μαύρο σκυλί να ρεγουλάρει την κατάσταση. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ Ιδού η σκαπάνη και ο αμφορέας παρακμάζουν σε μια αποθήκη τα μανίκια μου μόνο να σηκώσω να μερεμετίσω μερικά σκοτάδια να ‘χω καβάτζα για τα γεράματα πέραν αυτού άγονο το έδαφος τ’ αποτσίγαρα στην αποχέτευση. Και ύστερα η αρνητική εκδοχή όλων των μονοψήφιων αριθμών που μετά τη βροχή στεγνώνουν τώρα δεν ξέρω πια τι να μετρήσω ή σε ποιες εποχές να επενδύσω. Ένα χάρτινο πουλί βάζω σημάδι και τα καταγράφω όλα στον φακό. Η ΛΙΣΑΒΟΝΑ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Το άλλοθι του δικού μου θανάτου ανθισμένος κήπος τον Σεπτέμβρη όμως τα ρήγματα του δωματίου σαν κόκκινα νωπά τριαντάφυλλα μέσα στο κήτος που βρυχάται. Απ’ το αίμα αναβλύζει παιδίσκη με βυσσινιά την κοιλάδα της μνήμης ετοιμάζοντας σπονδές στον Ορφέα μα δεν είναι καιρός για πειράματα. Και πού είναι τα ξεβαμμένα άλογα με τις άμαξες του φθινοπώρου τόσα διηγήματα χωρίς καν φθόγγους που ξεβράστηκαν απ’ τη θάλασσα κι απέμειναν αδιάβαστα τοπία; Θρύψαλα και το αναβράζον δισκίο στο στομάχι κάποιου νέου δυνάστη και το φως να μπαίνει νυσταγμένο από μια χαραμάδα των κυττάρων χωράνε σε λίγα μόνο τετραγωνικά όλα τα δεκαδικά αλιτήρια ψηφία. Παρκάρισμα αριστερά του χάους. ΡΗΓΜΑΤΑ ΣΤΑ ΕΝΔΟΤΕΡΑ Περιορίζομαι να μην εκτεθώ σε ανθρωποθυσίες και σφάγια και στο βάθος θνητός κήπος ή μια άλλη ανάγνωση της γης κι ο κόσμος συνομήλικός μου κατά τη θεωρία των αριθμών. Η μνήμη η έσχατη φιλενάδα με τα εννιά αγέννητα μωρά της μέσα σε βράχους ερωτοτροπεί ανατέλλει όταν δύει η ποίηση εκλιπαρώντας την υστεροφημία. Κάθετες και ευθείες γραμμές συναντιούνται στην απόγνωση σε μολυσμένα κλειστά δωμάτια βγάζουν διάγγελμα οι εξισώσεις το εμβαδόν του χάους αμίλητο. Τελευταία δεν βρίσκουν φλέβα να αντλήσουν λίγη επανάσταση. ΤΟ ΠΟΡΝΕΙΟ Το πρόβλημα με το κομμένο ρεύμα υφίσταται μονάχα στο κορμί μου άνω κάτω η Λιοσίων κι η Αχαρνών το ταριχευμένο ρετιρέ διαμέρισμα με τις πολυτελείας λευκές πόρνες. Ακούγεται το ανυπόφορο «τέλειωνε» και πάλι σύμφωνα με κάποιες φήμες τα δάχτυλα τρεμόπαιζαν από ηδονή στη σκάλα ανηφόριζαν τα φεγγάρια κλείνοντας τον εξωτερικό διακόπτη. Σκεφτόμουν τα πουλιά στο κλουβί πόσο θα ήθελαν την ελευθερία τους ύστερα μπήκα κι εγώ ασθμαίνοντας και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. ΤΟ ΔΟΚΑΝΟ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Το ψάρι ολούθε έμπαζε νερά όπως και το αίμα κάτουρο κατάπιε το σπέρμα ο ουρανός έτσι που εμβρόντητη η φύση αναθεωρούσε τη στάση της. Το χαμομήλι ακροβολιζόταν δίπλα στη σβηστή πανσέληνο ακόμα κι η μνήμη συμφωνούσε πως έπρεπε να εκσυγχρονιστεί. Η γη λαθρέμπορος της Ιστορίας χλεύαζε την αναίδεια των στιγμών και τότε ξαφνικά η λεωφόρος γέμισε ανισόπεδα γυμνά πτώματα. Το μέλλον φάλαγγα κωφάλαλων γλιστρά στην τσέπη με τα κέρματα το παρόν ιχνηλάτης του τίποτα φτύνοντας στο χώμα μοναξιές. Μια σιλουέτα μπήκε στο δωμάτιο κι αναποδογύρισε όλο το παρελθόν. ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΣ Δεν είναι η γλώσσα που έπρεπε να ξεριζωθεί συνήθως οι κόλακες πεθαίνουν τελευταίοι είναι τα έδρανα που χρήζουν επιδιόρθωσης κι ολόκληρο το εποικοδόμημα της πολιτείας. Στο κάτω – κάτω η υπομονή μου εξαντλήθηκε έξω απ’ την πόρτα μου εξόκειλε υπερωκεάνιο παντού αποκόμματα και ριπές φωνηέντων τα σύμφωνα σε μάζωξη λίγο πριν τη λοβοτομή. Ξυστά πέρασε η σφαίρα απ’ τον μηχανοδηγό μεσολάβησαν κάτι Τρωικά κι η θερμοκρασία σκαρφάλωσε στο φουγάρο της αμαξοστοιχίας το βράδυ στις ειδήσεις είπαν για εκτροχιασμό. ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ Τα απωθημένα μου δεν βγαίνουν εύκολα βυθίζονται καθημερινά στο υπογάστριο ο ήλιος βέβαια εξακολουθεί να ανατέλλει λιγοστεύοντας κατά πολύ τις πιθανότητες να μπήκα μεσάνυχτα στο τελευταίο τρένο. Στα μεγάλα ύψη που χαραμίζω τη γραφή δεν ευδοκιμούν οι γυμνοί πρωτόπλαστοι πνευμόνια φθισικά επιμένουν να αναπνέουν και ιστιοφόρα διαρρηγνύουν τα πανιά τους ενώ πεζοί καταφθάνουν οι αγγελιοφόροι με φλεγμονές καρφιτσωμένες στην είδηση. Ο χρόνος πάντα ορμητήριο της μονοτονίας δύσκολα περιορίζεται σε δέκα τετραγωνικά μάζα είναι και η τελική φθορά του σώματος το ανεύρυσμα στην αορτή της αιωνιότητας. Βρέθηκαν τα καρφιά αναίμακτα στον τοίχο κι εγώ να ασχολούμαι ακόμη με την Ποίηση. ΕΠ’ ΩΜΟΥ Ξάφνου μια χήνα με αργό βηματισμό στάθηκε στην πύλη του στρατοπέδου κι ο ιδρώτας κύλησε απ’ τον ουρανό μπαίνοντας στο δέρμα των φαντάρων. Η ιστορία της γης ένα τραπεζομάντιλο απλωμένο στο σκοινί της αιωνιότητας με σχεδιασμένες φλέβες στο ύφασμα έξω βαθιά μεσάνυχτα και περιπολίες. Κι όμως υπάρχει πέρασμα στο φως αρκεί να ξεζουμίσεις την ειμαρμένη και το λαθρεμπόριο της μεταφυσικής ασχέτως αν ο χρόνος σε χλευάζει. Με το όπλο επ’ ώμου βαδίζω σκυφτός μέσα απ’ τον λαβύρινθο της Ιστορίας. ΩΔΗ ΣΕ ΜΙΑ ΤΡΥΠΙΑ ΚΑΛΤΣΑ Εκεί λοιπόν θα λογοδοτήσεις δεν είναι δική μου δουλειά οι απειλές ούτε και τα εκτροφεία βοοειδών δεν είναι καθόλου έτσι όσα γράφω βρέθηκαν τα πειστήρια της ενοχής πάνω στο καθαρό σεντόνι εκτείνομαι το κεφάλι μου ορθογώνιο τρίγωνο θέλει καλαμπόκι για πρόγευμα το σκυλί μου κονσέρβα από μενεξέ μέσα στο ένα μου μάτι ωτοασπίδες τι να σου λέω μετά για τη βροχή πλημμύρισε τα καθώς πρέπει σαλόνια αν σφύριζαν λίγο παραπάνω τα τρένα και ο χορός του Ζαλόγγου διαρκούσε έως ότου παλιώσουν τα εσώρουχά σου τότε θα έκανα κομμάτια τη θάλασσα και θα έδινα τα ιμάτιά της στα ψάρια. Έτσι πενθώ την τρύπια μου κάλτσα και τρέχω στη μοδίστρα να τη μαντάρω. ΤΟ ΕΛΑΦΙ Διασπορά ψευδών ειδήσεων μα πιο πολύ ο ορθολογισμός όταν μετράς τις βδομάδες και σου φαίνονται ασήκωτες με το σύννεφο στην πλάτη και την Ιστορία διακορευτή του ακατοίκητου βίου σου. Κι όμως υπάρχει βαρύτητα κι ένα ελάφι στην Πάρνηθα που αναπαράγεται συνεχώς. Η νύχτα των πιθανοτήτων έτσι όπως εγώ τις μέτρησα με το πιστόλι στον κρόταφο και την ερημιά μπρούμυτα. Κι ό, τι περίσσεψε στην πυρά να τραφούν λίγο κι οι φλόγες. ΑΝΤΙΔΟΤΟ Όταν μιλώ με τους ζωντανούς ξεκαρδίζομαι από τα γέλια είναι γιατί αγνοώ την ύπαρξη ή τη βρίσκω λίγο ντεμοντέ. Μετά γονατίζω στο δάπεδο και μπουσουλάω σαν νήπιο περίεργο που ακόμα υπάρχω έστω και σαν χαλκομανία. Το πρόβλημα της σελήνης εντοπίζεται στην έκλειψή της τότε είναι που οι φλέβες της αιμορραγούν και φλέγονται. Το αντίδοτο της κάθε μνήμης δεν είναι η πραγματικότητα είναι η αναίδεια των χρωμάτων που διαλαλούν την άνοιξη. Πάω να κλείσω το παράθυρο αρκετά υπέφερα απ’ τα φώτα γράφω τώρα αυτό το ποίημα και είμαι εν δυνάμει νεκρός. ΖΕΣΤΑ ΜΟΛΥΒΙΑ Δυο φωνήεντα με ψόφιους ήχους τα τσιγάρα μου έγιναν μούσκεμα αλγεβρικές εξισώσεις σαν τσεκούρια κατακρεουργούν την πολυκοσμία. Το πρόβλημα της τεκμηρίωσης όλων των μεγαλόσχημων θανάτων προϋποθέτουν μια λογική ελέφαντα κι έναν διανοούμενο στη μήτρα (θυμήσου τι έλεγες ως έμβρυο). Ευδαίμονες οι γενιές του λίθου γιατί πάνω του λάξευαν τη ζωή μετά η αιμομιξία με τον σίδηρο ξεπέρασε κάθε βαρβαρότητα. Μη έχοντας καμιά αυταπάτη σωριάστηκα σ’ ένα υγρό πάτωμα κι άκουγα τα πιστόλια τα ζεστά να γυροφέρνουν την κοιλιά μου ο ουρανός μύριζε φρέσκο αίμα κι εγώ αξύριστος βούτηξα μέσα. ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΟΎ ΛΟΓΟΥ Να τελειώσουμε με τη μόδα των λέξεων που περνούν βιαστικά απ’ το παράθυρο και μ’ αφήνουν σύξυλο να τις διαβάζω. Βγάζουν μια φλόγωση χειμωνιάτικα σαν κεριά που φωτίζουν την Ανταρκτική. Βέβαια, το δωμάτιό μου είναι ενυδρείο στο πάτωμα κολυμπούν χρυσόψαρα στο γραφείο μουτζουρωμένα χαρτιά. κι αν γονατίσεις πνίγεσαι απ’ τη σιωπή. Κι όταν μετά από αιώνες με ξεθάψουν ένα ονειροπαρμένο λείψανο θα βρούνε λιγάκι τεμπέλικο, λιγάκι τσιτωμένο να απαγγέλω καταθλιπτικά ποιήματα και να καρφώνω λέξεις στον άνεμο. ΑΠΝΕΥΣΤΙ Όπως το κεφάλι που γέρνει και το κοιτούν κοράκια μετά πίνει νερό απ’ τα χάη κι ο ήλιος αλλάζει πλευρό έτσι που η άνοιξη χλευάζει την οποιαδήποτε παραφωνία και τα μικρά κορίτσια γυμνά πνίγουν το ουρλιαχτό τους. Όπως το μολύβι που λιώνει δίπλα στα ξερά χαμομήλια ανάμεσα στο καυσαέριο κι η Αίγινα μπαταρισμένη ακροβατεί στο ελάχιστο με τα ωάρια στη θάλασσα και το φως στη θερμοκοιτίδα. Η φωνή μου πτώμα βυθού επιμένει να με γρονθοκοπεί ψάχνοντας υγρούς φθόγγους ύστερα επωάζει ενεστώτες που κλίνονται απνευστί στο τέλος αμολάει το σκυλί κι όλα γίνονται έρεβος. Ο δρομέας από τη Σπάρτη σκόνταψε σ’ αυτό το ποίημα. ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΟΝ Οξυδερκής μνήμη μόνο για προσάναμμα έτσι που την κατάντησαν οι αγρυπνίες κι απέτυχαν να την εκφράσουν οι λέξεις. Να εφαρμοσθεί ο νόμος του σύμπαντος οι μεταφυσικές βόλτες στην Καλλιδρομίου χαράματα με τα χέρια στις άδειες τσέπες. Και η άνοιξη να αφήσει τα οδοφράγματα και να ασχοληθεί επιτέλους με το εφικτό. QUI TACET CONSENTIT Έτσι η εξομολόγηση ακούει τον χαμηλό μου ήχο όπως ακούει η άβυσσος τον ιδρώτα της ανηφόρας κι η αορτή περιστρέφεται γύρω από το κεφάλι πικρίζει λίγο το ζεστό αίμα αλλά υποφέρεται ύστερα ρέει στο φρέσκο χορτάρι και φωσφορίζει. Τα νύχια του απροσδιόριστου με κατακρεουργούν εντούτοις το τοπίο παραμένει αρκετά νηφάλιο ξοπίσω εκδηλώνονται στάσεις και πραξικοπήματα ιδού και το εγχειρίδιο της μοντέρνας Μεταφυσικής από Χάιντεγκερ μέχρι τις ωοθήκες της ανυπαρξίας. Για όλα αυτά προσκομίσαμε έναν τυχαίο διαβάτη ως τον πιο αξιόπιστο κι αντικειμενικό συνομιλητή. ΑΚΡΑΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ Ο συνομήλικος πλανήτης αιμορραγούσε έτριζαν τα οδοφράγματα του καλοκαιριού μετά πέρασε το τρόλεϊ και τα ισοπέδωσε. Αυτές τις μέρες σκεφτόμουνα τη φθορά που άφησε πίσω του αυτός ο καύσωνας κι αν οι ψυχές επιπλέουν στον υδράργυρο. Όπως ο ουρανός λίγο πριν τη μαυρίλα του λύνει τις πιο δύσκολες φωτεινές εξισώσεις και το άδειο σταχτοδοχείο επαναπαύεται. Ηχούν οι σάλπιγγες των νέων κοριτσιών κι εγώ επωάζω στα κίτρινα χαρτιά μου μια ακραία μετεωρολογική κατάσταση. ΕΞΩΜΗΤΡΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ Η είσοδος σε οποιαδήποτε στοά είναι προθάλαμος της μοναξιάς τι να πούμε επιπλέον για το αίμα που παγιώθηκε μέσα στη φωνή κι ο ήλιος κούρνιασε από νωρίς. Κι αν αύριο ανοίξουν οι δρόμοι που οδηγούν στις αρτηρίες σου και κάνουν στα νεογνά ενδοφλέβια ένα παράξενο κήτος ετοιμάζεται να αποτεφρωθεί στην πλατεία αντί λοιπόν πτώματα και αηδίες βγάλε μια κραυγή ικανοποίησης που ακόμα κι ο έρωτας αμόλησε τα σκυλιά του για να διασωθεί. Η κεντρομόλος δύναμη της γης περνάει σύρριζα απ’ την καρδιά τα καραβόσκοινα δένουν το φως η άβυσσος πλαγιάζει με την τέφρα. Κι η μοναξιά μαζεύει τα κομμάτια που άφησες ψάχνοντας την έξοδο. ΑΛΚΟΤΕΣΤ Νύχτωσε μόνο μέσα σε παρένθεση έξω ο ήλιος εριστικά μας κοιτάζει τον ίσκιο του κατατεμαχίζοντας κι ο ιδρώτας στάζει ακατάσχετος από τα μάγουλα βαθιά στο χώμα. Ξαφνικά πλημμύρισαν οι δρόμοι με καβουρδισμένη μαύρη πίσσα κι ένιωθα το σώμα να φυλλορροεί δυο μέρες τώρα άνοιγα μπουκάλια και μεθούσα με την υγρή άβυσσο το πτώμα μου ψάχνοντας στη γη και την ψυχή μου στα ποιήματα. Ξεχάστε αυτά που σας έλεγα πριν ο ήλιος δεν επιβιώνει στο αλκοόλ. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΚΗΝΗ Έτσι καθώς καθάριζε το αίμα μέσα απ’ τα νεφρά του σύμπαντος και δόθηκε το σήμα για εκκένωση βρέθηκα στην τελευταία σκηνή του πιο απάνθρωπου δράματος να τρυπάνε τη φύση με βελόνες κι ο δρόμος κινούμενο κάρβουνο. Η οργή έπνιξε τις κραυγές της σ’ όλο το μάκρος της διαδρομής βρέθηκαν μερικά πτώματα κι αναζητούνται τα αντίγραφα. Γι’ αυτό και οι σκαπάνες χτυπούν τις πιο ανυπεράσπιστες λέξεις μερικές φορές και τη θάλασσα. Περνούσα από τα καμένα σπίτια και κατάλαβα τη σύγχρονη Ιστορία μέσα σε τρεις εφιαλτικές ώρες ανήσυχος μετά αυτοπυρπολήθηκα. ΑΝΑΡΡΟΦΗΣΗ Το αδιόρατο ψεύδος σφίγγει σαν τανάλια περιστρεφόμενοι ουρανοί σε αποδόμηση ως την επόμενη ανακοίνωση που θα βγάλω κοιτώντας σκονισμένα κάδρα στον τοίχο θέλει κομμένο στα τέσσερα τον οισοφάγο και αναρρόφηση κατάμαυρου καυσαερίου έχω βέβαια στην κοιλιά μου δυο τέρατα σαν άλλοθι για τον επερχόμενο χειμώνα λέω λοιπόν να σκαρφαλώσω στις λέξεις καταμεσής να κείτομαι στις ονειρώξεις είμαι αυτό που δεν θα ήθελε ο κόσμος μέσα στη μνήμη μου φωλιάζουν πουλιά όμως πάντα αντιπαραβάλλομαι με κάτι που μοιάζει με εκτροχιασμένο τρένο κι ο σταθμάρχης νομίζει πως κινείται. Μη διακόπτετε την ανηφόρα του νου αναβλύζουν ταπεινωμένες οι σκέψεις μαζί με τη Μεταφυσική που βρυχάται και εκτίθεται εις τον αιώνα τον άπαντα. ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ Μια τόση δα αιφνίδια διακοπή και το κρανίο παίρνει τα πάνω του μια κεντρομόλος δύναμη υφαρπάζει τα χρονοντούλαπα της Ιστορίας ύστερα το τίποτα καιροφυλακτεί καθώς διαμελίζονται τα εσώρουχα και κόβονται στα δυο οι ωοθήκες. Οι όρκοι που παίρνω διαρκούν όσο ένας υπνάκος το μεσημέρι τα αστικά φωνήεντα αναπαλαιώνω μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων τα στριμώχνω κάτω στο χορτάρι κι αποποιούμαι τις ποινικές ευθύνες. Εν τέλει η φύση είναι κυκλοθυμική εκτός κι αν εγώ πλήττω νυχτιάτικα κι αντί να ρεγουλάρω τα χέρια μου τα αφήνω να ξηλώνουν τις ράγες άλλωστε δεν συγκρούονται πια τρένα γλιτώνουμε έτσι και τα εγκεφαλικά. Δεν καταλαβαίνω πώς βρέθηκα εδώ να χαριεντίζομαι με αυτό το κρανίο. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ Σαν τεθλασμένη γραμμή που χτυπάει κόκκινο καθώς το αίμα μου γινόταν αποικία μικροβίων και καιροφυλακτούσε νυχθημερόν η γάγγραινα ιδού ο νεόκοπος αλαλάζων μεταμοντερνισμός ορειβατώντας στα πιο αλλοπρόσαλλα ποιήματα στα ηλεκτροφόρα καλώδια του υπερρεαλισμού δαγκώνοντας ένα ώριμο πολυκαιρισμένο μήλο που μοιάζει απαράλλακτα με το υποσυνείδητο και εδραιώνεται σε δέντρο με αντιανεμικά κλαδιά εν τούτοις όταν το δαγκώνεις ποτέ δεν αμαρτάνεις μα διολισθαίνεις σε ένα ανισόπεδο παραλήρημα όπου οι κράχτες μεταμορφώνονται σε μοναχούς. Και δίχως κανένα ίχνος ντροπής ή μεταμέλειας αφήστε με να υποτροπιάσω σε ένα λευκό χαρτί. ΑΣΥΜΜΕΤΡΗ ΑΠΕΙΛΗ Στον Έ. Κ. Κάτι λευκά σκυλιά έφτυναν καταμεσής της λεωφόρου ο δεξιός ψάλτης βάλτωνε στις ράγες του προαστιακού στις τσέπες μου φύτρωναν απαγορευμένα ευαγγέλια ανάμεσα στα κόκαλά μου σχηματιζόταν μια χαράδρα βυθιζόμουν εκ του ασφαλούς στο στόμα του σύμπαντος κι ήθελε πολύ να ξημερώσει. Επ’ ώμου λοιπόν το σύννεφο και ντουγρού για την άβυσσο. ΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ Μα τι τέλος πάντων συμβαίνει ποια η προέλευση του θορύβου και το υλικό της σιωπής; Ωσάν να έψαχνα καταφύγιο να γλιτώσω από τα βάσανα έσπασα όλα τα χρονόμετρα και ορίστε τα αποτελέσματα: η ύπαρξη ποικιλοτρόπως μόνη εγκλωβισμένη στο ασανσέρ πατάει το κουμπί κινδύνου. Κι οι ένοικοι κι αυτοί μόνοι ανταποκρίθηκαν αστραπιαία κι έτσι γίναμε συνάθροιση μια φαινομενικής εκεχειρίας. Πίσω βέβαια απ’ τους τοίχους η ίδια μονότονη μελαγχολία πανομοιότυπες κοφτές ανάσες περιμένοντας να ξημερώσει. Μια διακοπή του ρεύματος επανέφερε την κανονικότητα. ΚΑΥΣΩΝΑΣ Αναπτύσσοντας ταχύτητα το λεωφορείο περνώντας μπροστά από διαφημίσεις και ετοιμόρροπα γκρίζα ξενοδοχεία αφήνοντας δυο επιβάτες στην Ελευσίνα και τους άλλους στη μέση του δρόμου κι η λεωφόρος να μυρίζει σουβλάκια από τις καντίνες της εθνικής οδού ξημέρωμα Κυριακής, κλειστά περίπτερα και μια λάβα να καίει την άσφαλτο (σαράντα υπό σκιά πάλι σήμερα) στην Αττική ανυπόφοροι οι καύσωνες πιο πολύ η ερημιά του δεκαπενταύγουστου η οροφή του κόσμου υπό αμφισβήτηση η φωνή μου μήτρα κυτταρικών θανάτων ακάθεκτος προελαύνει ο Τριπτόλεμος ένα βενζινάδικο μου χαλάει τον συνειρμό. Χάνω απ’ τα μάτια μου τον οδηγό όταν τον ξαναβρίσκω είναι πια μεσημέρι κι ετοιμάζομαι να βουτήξω στη θάλασσα. ΔΟΣΟΜΕΤΡΗΤΗΣ ΛΕΞΕΩΝ Στα τείχη ακροβολίζονται οι τσουκνίδες και σκέψου την ακριβώς αντίθετη εκδοχή να παίρνεις φαλάγγι διεφθαρμένα φωνήεντα να κόβεις τα δέντρα με ποιητικό πριόνι και μέσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση μην ξεχάσεις εκείνη τη μικρή εκκρεμότητα να αναμετρηθείς στα μαρμαρένια αλώνια με ό, τι πιο μαύρο κυκλοφορεί στην πιάτσα ακόμα και με τα εσώψυχα που κυοφορείς. Κι έτσι απόλυτα εξιλεωμένος να λησμονήσω κατά πού πέφτουν οι εξωμήτριες κόρες μου λοιπόν από σήμερα περιφέρομαι αόμματος και τα φεγγάρια αμέτρητοι θολωτοί τάφοι που ψάχνουν ένα αργοπορημένο ξημέρωμα. Το δόσιμο ήταν μια επιπλέον μαύρη τρύπα. ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΑΥΑΓΟΣΩΣΤΕΣ Το πρωί βρήκανε τη λογική κομμάτια και το φτερό του κόκορα στον δρόμο εισχώρηση στον πυρήνα του κήτους σαν ερωτική διείσδυση στην άβυσσο κι ύστερα πακτωλός άσπρου αίματος που δεν σ’ αφήνει να πενθήσεις λιγάκι. Που τρίβεται στο δέρμα του ύφαλου εκείνο το χαμένο στη μνήμη ναυάγιο κι είναι ορατό από τον μικρό φεγγίτη κάτι σαν αναβίωση αρχαίου δράματος με τον χρόνο μόνιμο συνιδιοκτήτη. Μέσα στη λέμβο κάποιοι διασωθέντες στρίβουν τσιγάρα και με κοιτάζουν. ΦΛΕΓΜΟΝΗ ΤΟΥ ΜΗ ΕΙΝΑΙ Τα εσώρουχα της νύχτας αγρυπνούσαν περιμένοντας μια κατακόκκινη φλέβα κι εγώ επώαζα όλες τις διάνοιες της γης παρότι στειρωμένος με πιστοποιητικό. Γεμάτος από κωφάλαλους ο δρόμος εκλιπαρούσαν για μερικά φωνήεντα και τα κορίτσια γυμνά στις αποβάθρες πορνεύονταν από τα δεκατρία τους. Ο χρόνος μού έκανε αντιπερισπασμό αργότερα έλυνε μαθηματικές εξισώσεις τέλος άνοιξε το φερμουάρ του ουρανού βαθιά χαράματα και εκσπερμάτωσε. Τα αίμα σαν παλιρροιακό κύμα έτρεχε ανεβάζοντας στα ύψη τη φλόγωση κι η διεθνής συνωμοσία των χρωμάτων έβγαζε στο κλαρί τον ορθολογισμό. Αμοντάριστο πλάνο δεν υπήρξα ποτέ μόνο δυισμό κουβαλούσα στον σάκο. ΠΝΟΗ ΩΡΑΙΟΠΑΘΟΥΣ ΠΡΩΙΝΟΥ Τα άγραφα του νόμου είναι πουλιά στα σύννεφα εκτροχιασμένα και έντομα που φυτοζωούν στο δέρμα. Κι αν θέλεις στη γη να ξεδιψάσεις μπάσε στη θλίψη σου λιμάνια και ήχους από οξύφωνα βατράχια. Οι τρύπες του χάους να καταργηθούν ερπύστριες να σαρώσουν το ανέλπιδο στα ύψη η αρτηριακή πίεση ζωής. Ξοπίσω μεταλλαγμένες πεταλούδες με ύφος δέκα και βάλε καρδιναλίων παίρνουν φαλάγγι την όποια αισθητική. Το υπέρβαρο τοπίο ξελάφρωσε ασυγκράτητη τέμνεται η ωραιοπάθεια και βοσκάει το σύμπαν τη βαρύτητα. ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ Αγάπη είναι ο άδειος κάλυκας του περίστροφου το εκκρεμές που ψηλαφεί την πραγματικότητα η ιστορία ενός παροπλισμένου δεξαμενόπλοιου το πικρό χορτάρι που τρέφεται η μεσαία τάξη. Κι εμείς μέσα στα κλειστοφοβικά εντευκτήρια μέρες αμέτρητες μηρυκάζοντας ορθολογισμό ενώ έξω ο έρωτας να σκαρφαλώνει στο φεγγάρι και στα καπνισμένα φουγάρα της χαλυβουργικής. Η μάζα του σύμπαντος ένα μικρό ψαροκόκαλο θαμμένο στον ανισόπεδο κόμβο Μεταμόρφωσης πιο πέρα γαβγίζουν οι αυγουστιάτικες μοναξιές μάταια αντηχώντας στα αυτιά των κωφάλαλων. Αγάπη είναι το βαρομετρικό χαμηλό της ερήμου ο ανήσυχος φοιτητής που μετρά τις φωτοτυπίες ο έρπης που στρογγυλοκάθισε και στα δύο χείλη τα σπάνια ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης. ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Οι χειρονομίες μέσα στις άδειες πόλεις σάμπως να εκλιπαρούνε για συντροφιά τα αυτοκίνητα παράλυτα στην άσφαλτο σαλεύουν με τα φανάρια τους σβησμένα αλλά το πιο τρομερό είναι η προσφυγιά των καθημερινά καταδιωκόμενων λέξεων ολόσωμες να σπαρταράνε στις πλατείες - ποιήματα για πώληση ποτέ δεν έγραψα - κι ενώ το αστικό των έντεκα καταφθάνει μεταφέροντας τη νύστα των επιβατών. Δεν είμαστε θρόισμα πυροβόλου όπλου να εκτελούμε αθόρυβα το πεπρωμένο μας μα όταν βραδιάζει αποδεκατίζουμε χάπια ώσπου να στεγνώσει η λύπη στο πάτωμα ύστερα ενός λεπτού σιγή για τα περαιτέρω για τα συρματοπλέγματα της αποξένωσης. Κοιτάζω το ξερό βερνίκι των νυχιών σου και την πιάτσα των ταξί που αυξάνονται δεν ξεχωρίζω πια αφίξεις από αναχωρήσεις εγώ που ποτέ δεν ήμουν κάτι συγκεκριμένο μονάχα έπασχα από εξαγριωμένη νεότητα τώρα πάνω στο κορμί σου απανθρακώνομαι ασχέτως αν ποτέ πραγματικά δεν υπήρξα. ΚΙ ΑΝ ΑΝΤΕΞΑ Τίποτα δεν θα χωρέσει τη φωνή που πλημμύρισε το δωμάτιο ξεχείλισαν τα σταυροδρόμια της γης με κάθε λογής λεκτικές υπερβολές κι όσο σε χάνω απ’ την παλινδρόμηση τόσο σ’ αγγίζω μέσα στα ποιήματα στις σελίδες των αποχωρισμών πάνω σε ακρογωνιαίους λίθους κι απόκοσμες νυχτερινές εξάρσεις. Τα αδιάβροχα ετοιμάζονται να μπουν πάνω στα σώματα των δημίων η σιωπή του ερημωμένου δάσους και τα τσιγάρα ποτισμένα με αλκοόλ. Η υγρασία κυκλοφορεί στις φλέβες στάζουν απόψε τα αδιέξοδά μας κι αν άντεξα είναι γιατί ήμουν μικρός για να κατανοήσω την έκταση της ήττας. ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ Μια καταιγίδα που περιμετρικά σπάει σε φέτες σαν καταβύθιση της πιο πειναλέας τελετουργίας η υγρασία αρπάζεται από το πόμολο της πόρτας κι είναι σαν τον ταριχευμένο ασκητή της ερήμου όπως η θύμηση έξω από το έρημο ταχυδρομείο. Τώρα μπορείς να ψηλαφίσεις τις σημειώσεις σου να δέσεις με επίδεσμο το κατάλευκο στόμα τους να αναστρέψεις τη φορά εισόδου στο νοσοκομείο απολύτως βέβαιος για την αύρα της αιωνιότητας. ΤΟ ΙΖΗΜΑ ΠΟΥ ΑΦΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ Αφότου η θάλασσα καιγόταν σαν τσιγαρόχαρτο κι ο οιωνοσκόπος σαβούρωνε όλη τη μεσαία τάξη κατέφθασε η νέα διχοτόμηση της ανθρωπότητας βουτηγμένη στις εκκρίσεις των γαστρικών αδένων πανευτυχής για το λιωμένο μολύβι που εκτόξευε έχοντας μια γρατζουνιά αποδιοπομπαίου τράγου έναν τρύπιο πνεύμονα κατάφυτο από κυψελίδες. Με κοίταζες περίλυπο να ασκητεύω στο κορμί μου εξοστρακισμοί κυττάρων από την οπίσθια θύρα πάνω στο δέρμα να αποξηραίνω τα οδοφράγματα ρωτώντας συνεχώς τις εφημερεύουσες νοσοκόμες κατά πού πέφτει το παυσίλυπο της αμνημοσύνης. ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ Όταν μέσα στο έρεβος αιμορραγεί ο χρόνος κι εγκάρσιες τομές χαράζουν τον ισημερινό όταν το θρόισμα της θάλασσας δονεί τον ήλιο και τα πεύκα παρατάσσονται σε θέση μάχης όταν η υπηκοότητα του σπέρματος έχει δρόμο μέχρι να αφομοιωθεί από την κανονικότητα κι ο προβολέας πέσει σε αρχέγονα εγκαύματα είναι καιρός για επαναπροσδιορισμό της ζωής στο μέτρο βέβαια που δεν επηρεάζει τη μνήμη. Μετά τη συγκομιδή της ίδιας μας της ύπαρξης ας ξεσπάσουμε σε αυθόρμητα χειροκροτήματα ξέροντας καλά πως τίποτα δεν μένει για πάντα εκτός από δυο τρία στραπατσαρισμένα κόκαλα που κοσμούν στοργικά τους πρωινούς κήπους. ΕΠΙΚΛΗΣΗ Σ’ ΕΝΑ ΦΟΒΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ Ο φόβος – ο ετεροθαλής αδερφός μου - που κατεβάζει σφηνάκια τα μεσάνυχτα ποτίζοντας χειρόγραφα και περγαμηνές αφήνει διάκενα ανάμεσα στα σύννεφα και απομυθοποιεί την απάτη της μέρας που καταπιάνεται με ό,τι δεν τον αφορά από θεατρινισμούς μέχρι κορναρίσματα χώνεται στους ιστούς του κάτω κόσμου και στον βυθό που αυτοκτονούν οι δύτες στη ραχοκοκαλιά του αδηφάγου κενού στις φλέβες της ιδιωτικής μου μοναξιάς μετά παίρνει τον δρόμο της επιστροφής κατά τις πέντε και μισή, φορώντας γάντια για να μην αφήσει κανένα σημάδι ενοχής κι εγώ σ’ ένα ξέστρωτο βρόμικο κρεβάτι να σωριάζομαι αυτάρκης από ημικρανίες. ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Η γενιά μου ένα ηλίθιο βλαχοτονικό σύστημα με εμβαδόν όσο δυο φορτηγά με ρολά υγείας τοίχοι με συνθήματα που χρήζουν ψυχαναλυτή καταμεσής του δρόμου σώβρακα και φανέλες. Στα τσακίδια όλοι οι μοντέρνοι εργασιομανείς τα υψηλής διανόησης ανθεκτικά πυρότουβλα λέξεις ψόφιες καμώνονται πως είναι αρμόδιες να αποδελτιώσουν την παραπαίουσα αισθητική. Μη με διακόπτεις όταν τουφεκίζω αποτσίγαρα στην ουσία τα εμπλουτίζω με έναστρες μνήμες. ΑΒΥΣΣΟΣ ΔΥΟ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ Δεν είναι του χαρακτήρα μου να εκλιπαρώ αλλά δώστε μου φεγγάρια να τα μαγαρίσω αλεξικέραυνα να τα ταράξω στις καταιγίδες να αποδείξω ότι το κάρβουνο είναι πιο χλωμό κι απ’ την ομίχλη που εμποτίζει το παράθυρο το σάλιο σου να καταπιώ σαν προκαταρκτικό του έρωτα που εκσπερματώνει στα κουφάρια κι ο ιδρώτας να φτύνει θειάφι στα φορέματα μια άρρητη συνεκφορά να αρθρώσω κι εγώ τη νύχτα αυτή που οι διακόπτες δεσμεύονται στο πιο εκκωφαντικό σκοτάδι της χιλιετίας. Ύστερα οι φάλαγγες της Ιστορίας θα ηχήσουν κι όποιος προλάβει να σώσει το τομάρι του εντούτοις τα πιο διεγερμένα σπερματοζωάρια θα διεισδύσουν στους απροστάτευτους κόλπους ενώ στα αμφιθέατρα οι φοιτητές ανυποψίαστοι θα βοσκάνε γνωσιολογική εαρινή αποβλάκωση κι όταν σφυρίξουν τα τρένα για το παιδομάζωμα στο βάθος της ψυχής μου θα γίνει της πουτάνας. Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ Λαθρέμπορος του κίβδηλου παραδείσου ορτύκια φλυαρούν με τους πρωτόπλαστους κωφάλαλοι διαδηλώνουν στη Νοηματική μετά τους ψεκάζουν τα σοφά εντομοκτόνα ανέκαθεν ήμουν θεατής του ολοκαυτώματος ήμουν η φλόγωση του πιο ξενέρωτου φιλιού ή ακόμα ένα τελείως ανεπαίσθητο μαχαίρι που ματώνει το λεπίδι του πάνω στο αφρολέξ. Μέσα σε μια θερμοκοιτίδα συγκατοικούνε οστεοβλάστες και κάθε λογής νεκρά κύτταρα φιλήδονα ενίοτε και άλλοτε πάλι φοβισμένα όλα τα εμπεριέχω μα κυρίως σπασμένα μάτια για να μη βλέπω το φρικτό τέλος που έρχεται. ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ Ίσως εγκαθιδρύσω αποικία στα μάτια σου στερεότυπο δεν είναι η φωνή μου αλλά εσύ που όλα τα ορατά τα έκανες ακριβοθώρητα έτσι θα επιβιώσεις στο φως της μετριότητας με δαίμονες αχαρτογράφητους κι αριθμούς ύστερα θα γίνει χίλια κομμάτια το φεγγάρι κι οι φλέβες του μια κατακόκκινη υδρορροή το πρωί θα αδειάζω τασάκια στον ακάλυπτο και της νιότης σκουριασμένες σιδερόβεργες. Ώσπου να τιθασεύσω τα ερπετά του μυαλού να συντρίψω τους παγετώνες του μέλλοντος κι εκείνη την κυριακάτικη αιθαλομίχλη σου θα σε κατακρημνίζω οριζοντίως και καθέτως μέσα σε μια καθημερινή στέρφα αιωνιότητα. ΤΟ ΠΟΥΛΙ Τι απέγινε εκείνο το δυστυχισμένο πουλί που φώλιαζε χρόνια κάτω από το στρώμα έξω απ’ το τζάμι το είδα τελευταία φορά ρακένδυτο να τετραγωνίζει τη μοναξιά έκτοτε βυθίστηκε μέσα στη μνήμη μου. Δεν έχω καμιά ένδειξη για την τύχη του ανίχνευσα τα φτερά του στη Μεταφυσική μα ήταν μια αναμενόμενη απογοήτευση ένα ναρκοπέδιο κατακόρυφων πτώσεων. Χρειάζεται αναψηλάφηση της Ιστορίας να πάψω να ολισθαίνω στον ορθολογισμό τα λόγια μου να συντριβούν στα σύννεφα να παρακμάσει πρωτίστως κάθε αλαζονεία μήπως και βρεθεί εκείνο το δύστυχο πουλί. ΑΙΜΟΚΑΘΑΡΣΗ Είναι αδύνατη η μεταφορά της θλίψης μέσα σε φρεσκοπλυμένα πουκάμισα η αποφόρτιση της Κυριακάτικης μέρας από τη μελαγχολία όλης της βδομάδας πρόκειται για μη αναστρέψιμο θάνατο σ’ έναν κόσμο χωρίς αντανακλαστικά. Το μέλλον σαν το αχαλίνωτο κενοτάφιο αφοπλισμένο και αρκούντως πνιγηρό πριν καλά-καλά στεγνώσει απ’ τη βροχή περιχαρακώνεται σε μια μικρή αχιβάδα τα σπλάχνα του ανήλιαγα και πένθιμα προσαρμοσμένα στην καινούργια εποχή. Αιμορραγία στο σώμα που συνωστίζεται μέσα στις ακαθαρσίες του πνεύματος. ΑΣΩΤΟΣ ΥΙΟΣ Το υποκείμενο μιας γερασμένης νιότης ένας άσωτος υιός που εφευρίσκει μέρες να ξεχαρβαλώσει όλο το οικοδόμημα το σώμα του να βάλει σε χαρτοφυλάκιο στη λάσπη να επενδύσει, στη γυμνότητα στην αίθουσα του γκρεμισμένου σινεμά. Η μνήμη μικρή φιλαρμονική ορχήστρα περιχαρακώνοντας τις έρημες πλατείες με πιάνο, τσέλο και ξεκούρντιστα βιολιά μετά στην αρχαία αγορά να ξεβρακωθεί να αποφορτίσει το μελαγχολικό κλίμα. Και βλέποντας το σήμερα να καταρρέει ν’ αγκιστρωθεί στο θράσος του μέλλοντος ξεσκίζοντάς μου τον σιδερωμένο γιακά. ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ Έχω γατιά να συντηρήσω μια κουρελού να υφάνω να βάλω το τρένο στις ράγες έτσι εύκολα δεν ξεμπερδεύω. Κι από τότε που η φωνή κολυμπάει στα παράσιτα από τότε που τα νεφρά μου ενώθηκαν με τα οστά βρήκα επιτέλους τον έρωτα να παρακμάζει στη σιωπή την άβυσσο να περνά ξυστά απ’ το τρύπιο μαξιλάρι. Αν πρέπει να δηλώσω ρητά την εξαφάνισή μου θα ζητήσω αναψηλάφηση όλων των ποιημάτων μου και μετά θα εξαϋλωθώ. ΚΛΙΝΗΡΗΣ Καταχείμωνο εισέρχομαι σε θερμοκήπιο όχι σαν ψάρι που σπαρταράει χαράματα ούτε σαν το αποκεφαλισμένο μπλε κοράκι που βόσκει ημιλιπόθυμο στις υγρές ράγες μα σαν ένα εξουδετερωμένο περίστροφο με όλη του την αβάστακτη προϊστορία τότε που βλαστημούσα κι ας μην ήξερα πόσο κοστίζει τελικά ο ενταφιασμός μου. Πιστή ερωμένη δεν μου απέμεινε καμία ακόμα και η ταχύτητα της γραφής εξόκειλε και μένω κατάμονος σε τούτο τον πλανήτη με φωσφορίζοντα ονόματα στο δεξί χέρι ενώ στο άλλο θραύσματα από λαμαρίνες να στριμώχνονται κάτω από τη μασχάλη επωάζοντας μνήμες και γεγονότα τρομερά. Όλα τα απορριφθέντα λάθη με πονούνε ειδικότερα αυτά που δεν τα γνώρισα καλά και οι σκαπάνες τα έβγαλαν στην επιφάνεια έτσι που να μην μπορώ πια να κλείσω μάτι παρά να κάθομαι κλινήρης στο παράθυρο και να καταστρώνω τον επόμενο χαμό μου. Η ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ Μη διακόπτετε την αγοραπωλησία του ήλιου άραγε θα ξαφνιαστούν οι κορφές του Ολύμπου η τέταρτη διάσταση των απανταχού χρωμάτων ακόμα η αναίδεια της κάθε λογής μεταφυσικής ιδού και τα πειστήρια της βιωματικής γραφής ξοπίσω να διαδηλώνουν φρέσκοι παράδεισοι και το φεγγάρι ο θυρωρός των πρωτόπλαστων. Τότε πήρα τον λόγο και έσπασα τη φλεγμονή σηκώνοντας στους ώμους μου τα φωνήεντα ενώ τα ωάρια της αβύσσου έψαχναν τη μήτρα για να επωάσουν τον πιο ψυχρό ορθολογισμό κι ανάμεσα στις κλωστές και τις κουβαρίστρες διέκρινα αγέρωχη τη χαράδρα του Βίκου ύστερα ακούμπησα τα ιμάτιά μου στο χώμα σίγουρος για τη γυμνότητα των ορυχείων. Σαν τετραγωνισμένος κύκλος έμοιαζε η φύση κι από ψηλά έπεφτε μια ακατονόμαστη βροχή. ΔΕΝ ΞΕΡΩ Δεν ξέρω ποιος άναψε τη φωτιά πάνω στην ακμή της ξηρασίας δεν ξέρω να περιορίζω τη μνήμη όταν αυτή απρόσμενα εισβάλλει ούτε να της αφαιρώ το μεδούλι δεν ξέρω πώς παίζεται η φρίκη ποιος μοιράζει τους ρόλους τι λέξεις συμπυκνώνουν το κενό ιδιαίτερα αυτό που είναι ορατό όταν πλακώνει η άγρια νύχτα δεν ξέρω τι λογής οντότητα είμαι αν έχω σώας τα φρένας ακόμη ή αν παρεκκλίνω μέχρι αηδίας δεν ξέρω να σε μεταχειρίζομαι είμαι μάλλον εραστής πιστός αντέχω τις ένοχες συγγνώμες και κυρίως όσες σε αθωώνουν δεν ξέρω να λειτουργώ αλλιώς έτσι θα παραμείνω για πάντα ένα σφαχτάρι του ιππόδρομου. ΔΡΟΜΕΑΣ Νευρικός κλονισμός στα χέρια όταν κρατούν την απουσία μου στα σεντόνια φαρδιά εγκαύματα αποκαλύπτουν το εύρος του κενού που μπαίνει από το παράθυρο τα σπλάχνα μου κοιτώ αφηρημένα κομψοτέχνημα του θανάτου, λέω για τις δύσκολες βροχερές μέρες είναι απόγευμα, η άνοιξη αργεί διπλώνω τις κάλτσες μου ήρεμα ακούω απ’ το ραδιόφωνο μουσική συμβίωση αναγκαστική με μένα όσο κι αν τελώ υπό αμφισβήτηση δεν είμαι και για πολλές φλυαρίες στις φλέβες τα αποκαλυπτήρια της μέχρι τώρα διαδρομής μου φουσκώνουν οι καρποί που αγγίζω σαν βρεγμένοι και ετοιμόγεννοι παραμένω δρομέας του ουρανού που δεν κόβει ποτέ του το νήμα. ΜΑΤΑΙΩΣΗ Να ματαιώσουμε την ομαλή ροή της υφηλίου και τα τηλεοπτικά δίκτυα που τη σιγοντάρουν την ακατάσχετη αιμορραγία των ψυχιατρείων από τους καθώς πρέπει δηλωμένους τρελούς την κάμερα που απαθανατίζει χωρίς συστολή τις ερωτικές επιδόσεις της τρομερής εξουσίας. Να ματαιώσουμε τις σημαίες που ανεμίζουνε κατάστικτες από μοναξιά στα δημόσια κτίρια τις βραδινές επελάσεις ταγμάτων κουνουπιών πάνω στο χέρι μιας κατάκοιτης ηλικιωμένης την απεραντοσύνη του χαώδους σύμπαντος που εισχωρεί τις νύχτες σε ευαίσθητες ψυχές. Να ματαιώσουμε τον εφησυχασμό της ζωής και την ανασφάλεια της έννοιας του θανάτου τα αδιάφορα βλέμματα των μικρών παιδιών που επεξεργάζονται το αβέβαιο μέλλον τους το ουρλιαχτό που ακούγεται από το ισόγειο τα ξημερώματα μιας κρύας βροχερής μέρας. Να ματαιώσουμε τη ματαίωση της άνοιξης από τους αλιτήριους παραχαράκτες της γης τα μισοσκότεινα καταγώγια της μελαγχολίας που συνωστίζονται ταλαιπωρημένα σώματα τα κατώτερα συμπλέγματα των βασανιστών τη στιγμή που εξευτελίζουν τα θύματά τους. Να ματαιώσουμε τη δική μου σαχλή φωνή που νομίζει ότι κατέχει τη μοναδική αλήθεια. ΤΡΙΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Μας κουμαντάρουν οι πέτρες στα νεφρά μας εξαϋλώνουν οι φλεγμονές του τίποτα δεν μπορούμε να ουρήσουμε τη μοναξιά ούτε να στραπατσάρουμε πια τον θάνατο η ζωή κυλάει σαν το αναπηρικό αμαξίδιο ο χρόνος επινοεί καινούργιες αυταπάτες το υπερηχογράφημα θολώνει πάλι τα νερά οι νοσοκόμες φορώντας άσπρες μπλούζες προετοιμάζουν το έδαφος για την άβυσσο η θεραπευτική αγωγή απέτυχε παταγωδώς πηδάμε απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου σε μια νέα απροσδιόριστη τρίτη διάσταση. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΑ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΑ Πρώτα εκείνη του αντιμίλησε μετά έπιασε τον ήλιο να κρατηθεί ξαφνιάστηκε από τη φωτοχυσία ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα κι η φύση σε απόλυτη νηνεμία. Κλότσησε τον τενεκέ με μανία με την περηφάνεια της στο ζενίθ. Ο σαρωτής της μνήμης ξέσπασε σαν να επρόκειτο για ξεκαθάρισμα τα κορμιά μαζεύτηκαν στην πυλωτή και περίμεναν με ανυπομονησία. Αυτή ξαφνιάστηκε και τον κοίταζε με όλο το ερημωμένο βλέμμα της στον δρόμο έτρεχαν τα ασθενοφόρα να προλάβουν κάποια ευθανασία. Ωστόσο δεν έλεγε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της δεοντολογίας θυσίαζε το αριστερό της ημισφαίριο στον κατακερματισμένο χωροχρόνο και το δεξιό στην αντιληπτική πλάνη. Σε λίγο ξημέρωνε ένας άλλος κόσμος έλκηθρα έσπαζαν τον γύψο του κακού πολυφωνικά σχήματα στα κύτταρά της εξημέρωναν τα συσσωρευμένα πάθη. Τότε αυτός γέλασε ανακουφισμένος και βγήκε για την πρωινή του βόλτα.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|