Γυρνώντας με τα πόδια από τα Πατήσια έκοψα με σουγιά τον ομφάλιο λώρο του ονόματός μου, κατά το ήμισυ άλλαξα τη φωταγώγηση του δωματίου, κρύφτηκα στον βυθό του Γενάρη κι από κει σας γράφω. Ο λόγος που μετατοπίστηκε το φορτίο της ποιητικής ύλης δεν είναι γνωστός, το μόνο που υποπτεύομαι είναι η δολιοφθορά. Πιθανόν να υπάρχουν μάρτυρες κάπου στην Φολέγανδρο ή στο Μαίναλο. Η έντονη τριχοφυία της μνήμης απαιτεί ξυραφάκι δύο λεπίδων.
Είναι τόσο άσχετα αυτά που γράφω με την επίσκεψη στα Πατήσια όσο η σχέση μου με το Βυζάντιο. Τουλάχιστον εκεί δεν πλήττεις, όλο ευνουχισμοί και μηχανορραφίες. Εδώ ενοικιαστήρια και αποχωρισμοί. Σχεδόν ίδιοι πέντε δεκαετίες, αυξάνουμε το ωράριο της μοναξιάς μας. Στην πολυκατοικία ο θυρωρός χωλαίνει, οι ένοικοι υπεράνω κριτικής. Άλλοι με θυμήθηκαν κι άλλοι με πέρασαν για πλασιέ. Η κυρία Φανή μου έψησε καφέ και άρχισε τις ανακρίσεις: « Πότε θα φύγεις για το μεγάλο ταξίδι που έλεγες, δε βαρέθηκες το τσιμέντο;» Άρχισα να καπνίζω ασταμάτητα, μπέρδευα τις εξισώσεις με τις ανισώσεις, παντού αχθοφόροι αριθμοί με κουβαλούσαν. Όλα τα μαθηματικά που ήξερα τα εναπόθεσα σ’ αυτή τη σκηνή που έμελλε να είναι κι η τελευταία. Αισθανόμουν λιμό για το χάος, έβλεπα το σκοτάδι σταματημένο στην πόρτα. Χαιρετηθήκαμε κι άρχισα να βαδίζω στην άσφαλτο. Η θερμοκρασία αρνητική.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|