Απαραίτητη η καθημερινή χαρά
Και με τη σφραγίδα γνησιότητας Πρόγραμμα αναπτέρωσης ελπίδων Διαθέσιμα τα αποθεματικά γέλιου Η ευτυχία σε βιτρίνες νεωτερισμών Περίσσευμα ηδονής σε καλά χέρια. Το μεσημέρι προστρέχω στον ήλιο Βάζω μια σκάλα για να τον φτάσω Γεμίζει ο ουρανός από εγκαύματα Σημάδια τύφλωσης στα χελιδόνια Καλώ αμέσως την πυροσβεστική Μου στέλνει ένα σύννεφο βροχής. Απαραίτητη η καθημερινή λύπη Και με πιστοποιητικό ποιότητας Αύξηση των εξαγωγών κλάματος Η μελαγχολία υπεράνω κριτικής Ο θάνατος σε συσκευασία δώρου Πλεόνασμα βιασμένης μοναξιάς. Το βράδυ προστρέχω στη μνήμη Με κοντό παντελονάκι και μαχαίρι Κατασφάζω την παιδική αθωότητα Γεμίζει το δωμάτιο με τραύματα Μπαίνω ξυπόλητος στο φαρμακείο Μου χορηγούν ισχυρό ορό λήθης. ''Υπό το μηδέν'' (2017)
0 Comments
Απόλυτος μονάρχης της ελευθεριότητάς μου
Διαφημίζω παιδικές πάνες για την ακράτεια Με κοιτούν σχιζοφρενικά τάγματα κουνουπιών Σε επιφυλακή οι χονδρέμποροι του μεσονυχτίου. Αναμενόμενο το αποτέλεσμα της καταβύθισης: Ένας ουρανός με αρχαία προϊστορικά ναυάγια. Επείγουσα μετάγγιση αίματος
όλα τα υπόλοιπα άνευ σημασίας ή όταν μπαίνεις στην κλιμακτήριο και νιώθεις τα βράδια εφίδρωση το δράμα της ύπαρξης εν όψει χωρίς καμιά πιθανότητα ίασης Κάποτε θα τελειώνει ο χρόνος σε λίγα δευτερόλεπτα σκοτάδι πολλοί οι παραλήπτες του κενού πέφτουν στην άβυσσο με γδούπο κι ούτε ένας γερανός για βοήθεια - τζάμπα και η ετήσια συνδρομή - Πιες λοιπόν το μηδέν άσπρο πάτο (ακολουθούν αιώνια λεπτά σιγής) Μικρά συννεφάκια περιπλανώμενα έχασαν το δρόμο
ξέχασαν την πυξίδα σπίτι. Όμως σήμερα έχει ζέστη καίνε τα τσιμέντα και οι σάρκες συνεχείς αναθυμιάσεις από χημικά όνειρα κρεμασμένα σε κεφάλια συμπιεσμένα όχι μόνο απ’ τα χρόνια όχι μόνο απ’ τις υποκλίσεις … Και τώρα θα γείρουμε ήσυχα – ήσυχα ν’ αποφασίσουμε για όλα : ό,τι ενδιαφέρει μόνο εμάς. Θα επωάσουμε τα νωθρά Σαββατόβραδα που εξουσιάζουν όλη τη σκέψη τις χλιαρές φωνές από στόματα προορισμένα να σιωπούν να ξεκλειδώνονται μόνο κατόπιν εντολής. Είναι όμορφο να γίνεσαι αόρατος έτσι που να εισχωρείς πολύ βαθιά χωρίς να καταναλώνεις επιχειρήματα. Όμως το σκηνικό παραμένει : σκόνη στα πεζοδρόμια ένας ήλιος ακατάλληλος για ύμνους τοίχοι χωρίς ασβέστη οι φωνές των παιδιών γερασμένες. Περιμέναμε μια βδομάδα αυτή την Κυριακή και τώρα που ήρθε απογειωθήκαμε πάνω απ’ τις σκέψεις μας ρίχνοντας στον τενεκέ τα θρύψαλα της χθεσινής αγωνίας. Στην άκρη της αυλής η γάτα αναρωτιέται αν φέτος θα έχουμε ζεστό καλοκαίρι στη γωνιά της ψυχής οι ιδέες σκοντάφτουν απ’ την υπερβολική φροντίδα. Αυτή η Κυριακή μου θύμισε κάτι βιβλία Γραμματικής και Ιστορίας σκισμένα στα προαύλια των σχολείων μεταλλικά κουτιά αναψυκτικών θαμμένα στην άμμο της παραλίας: οι γνώσεις και οι κονσέρβες έχουν το ίδιο τέλος. ''Ανάπηροι δρομείς'' (2012) Λάμπουν οι πέτρες, ο άνεμος, τα χέρια
στην περίσσια ορμή μιας πνοής γερμένου ήλιου που χασμουριέται ψάχνοντας ιάμβους μακρινούς σε μια ιαχή απόμακρη από κόσμο. Ωραία, ψημένη μυρωδιά φετινής άνοιξης με αποδέκτες τρυφερούς μορφασμούς ανώνυμων ζευγαριών. Στεφάνωσαν οι λέξεις μου τη λευκή παιδοβοή. Μικρές παλλόμενες στιγμές σαν νεανική φωτιά κουρσεύουν την ψυχή με άδολη σάρκα γλυκιάς ζωής. Όλα απ’ την αρχή . κι εμείς απ’ τη μέση προχωρούμε ως την απελπισμένη κραυγή. (1980) Να συνοψίσεις οκτώ οποιαδήποτε ένστικτα και να τους βιάσεις την ευαισθησία:
Ο τρόπος που αντιγράφεις το κενό είναι πιο άδειος κι από το αντιγραφόμενο υλικό. Κι όταν δεν υπάρχει δικαιοσύνη η απώλεια μοιάζει με ξινισμένο φαγητό που κανείς δε θέλει να φάει. Από τις παρεχόμενες υπηρεσίες που φοβάμαι, η μια μοιάζει με τάπητα αεροδρομίου για την άφιξη των χελιδονιών, η άλλη με ένα πέτρινο παρθεναγωγείο στα χρόνια της Κατοχής. Κι ο άνθρωπος που τα σχεδίασε με το χαϊδεμένο παιδί της γραφής που του αρέσουν τα παιχνίδια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βροχής επιμένω στη συλλογή ψεμάτων, αυτών που μοιάζουν με αληθινά και των υπολοίπων που είναι αληθινά. Το κράτος ποτέ δε δικαίωσε αυτή μου την εμμονή. Παρά με αφήνει μουσκεμένο στο περιθώριο να πουντιάζω απ’ το κλάμα. Η ευφορία που κρύβεται στις φράουλες μόνο με γυναικεία στήθη μπορεί να παρομοιαστεί: η μόνη διαφορά είναι στο χρώμα, αλλά και αυτό μπορεί να διευθετηθεί από έναν καλό ελαιοχρωματιστή. Όταν με παρέλαβαν οι νοσοκόμες φασκιωμένο δε γνώριζαν τίποτα από το ζοφερό μέλλον μου. Με τοποθέτησαν σε θερμοκοιτίδα και έκτοτε περιμένω το σφαγέα μου. Αν υπερεκτιμήσεις το διαμάντι θα βρεθείς ταπεινωμένος από μια μέλισσα. Γιατί το κεντρί της λάμψης είναι πιο αιχμηρό από αυτό ενός αθώου εντόμου. Η ασχήμια λοιπόν έχει ως γενεσιουργό αιτία τη βλακεία. Ενίοτε και τις θεωρίες της Αισθητικής. Και βέβαια να μην ξεχάσουμε και την πολιτική της διάσταση, καθ’ ότι λίγοι γνωρίζουν πως μία μέτρια κυβέρνηση είναι πιο αντιαισθητική από ένα σάπιο μήλο (άλλωστε το τελευταίο ως χρώμα έχει ιδιαίτερη ζήτηση). Όπως πάντα να γράφουμε ποιήματα
να συνηθίζουμε κάπως με τη λύπη τη φωνή μας εξασκώντας στο κενό μ’ άλλα λόγια να συρράπτουμε φόβο και κυρίως μεταμεσονύχτιες κραυγές Ειδάλλως ας επιστρέψουμε στο φως στις πασαρέλες των πρωϊνάδικων Ας μην ταλαιπωρούμε την ποίηση υπάρχουν δεκάδες άλλοι τρόποι να βγάλει κανείς τα εσώψυχά του Κατά πόσο το νερό θέλει σφυρί
για να καρφώσει το υδρογόνο του θα το απαντήσουν τα υποβρύχια Μονάχα λίγο οξυγόνο να υπάρχει για τις καθημερινές μας ανάγκες και ένας κατοικήσιμος πλανήτης Πάντως εγώ έχω μαζί μου πρόκες για πιθανή έλλειψη του υδρογόνου Για την προσφορά μου στο άπειρο
θα με μακαρίζουν οι ουρανοί ο δικός μου ήλιος πάντα σκοτεινός εγκυμονεί σαρκοβόρες βροχές Και το φτερούγισμα της ψυχής μια ήπια παρατεταμένη εκπνοή ώσπου να συναντήσει το Μηδέν σε ένα συνοικιακό καφενεδάκι να καπνίσουν ατέλειωτα τσιγάρα πριν πέσουν σε αιώνιο λήθαργο Κι εγώ απ’ το τζάμι θα κοιτάζω την αποδημία του φθινοπώρου μπαίνοντας σε εποχές παγετώνων Στον κάδο απορριμμάτων
μαζί με σερβιέτες και φλούδια τρία αποκηρυγμένα ποιήματα: ένα που μιλούσε για τη βροχή το άλλο αρκούντως θλιμμένο το τελευταίο λιγάκι ντεμοντέ Γι’ αυτό και ο ρακοσυλλέκτης όταν με προσοχή τα διάβασε πήρε τηλέφωνο στο σπίτι του να ρωτήσει αν είναι όλοι καλά Κρίσιμο εικοσιτετράωρο
Ο τρόμος στη διαπασών Ψίθυροι φευγαλέου έρωτα Πάνω στα άπλυτα σεντόνια Βουτιά του ήλιου στο κενό Κλαίει η ψυχή πριν φύγει Έχω αρχίσει και φοβάμαι Τακτοποιώ τις σκέψεις μου Χιλιόμετρα λευκές σελίδες Απονενοημένων γραφών Αμήχανα με κοιτά η γάτα Απ’ τον πίνακα ζωγραφικής Εισβολή μαύρου χρώματος Γεμίζει πένθος το δωμάτιο Ξαφνικά κόβεται η ανάσα Όλα προδικάζουν το τέλος Οι φλέβες μου στο τραπέζι Τις σκουπίζω απ’ τα αίματα Μετρώ χωρίς καθυστέρηση Τους χτύπους του ρολογιού Κλείνω το γενικό διακόπτη Είμαι αναμφίβολα νεκρός. Πετάγομαι γυμνός απ’ το σπίτι Στις κολόνες αγγελτήρια κηδείας Παίρνω ταξί για το νεκροταφείο «Πάμε στο λιμάνι» είπε ο οδηγός Με περίμενε ένα φορτηγό πλοίο Κρατώ τη φωτογραφία της μάνας Δεν είχα συγγενείς να με κλάψουν Μόνο πουλιά έκραζαν αδιάφορα Ανεβαίνω τη σκάλα χωρίς βαλίτσα Ξαφνικά ακούω απ’ τα μεγάφωνα: «Πέθανε ο καπετάνιος του νεκρού» Ένιωσα αλήθεια φοβερές τύψεις Σκέφτηκα να πέσω στη θάλασσα. Τότε βγαίνει απ’ τη φωτογραφία Η μητέρα με πλατύ χαμόγελο Μου βάζει πάγο στο πρόσωπο Κι από την αρχή με ξαναγεννά. ''Υπό το Μηδέν'' (2017) Τον ήλιο να τον κρατάς
απ’ τις βαθιές ρωγμές του να σε τυφλώνει το γκρίζο ουδέποτε η φωτεινότητα Οι ρίζες του σκότους ποτίζονται το μεσημέρι λίγο νερό στην έρημο μα πάντα τα μεσάνυχτα Μετά οι νεκρές καμήλες το φτέρνισμα απ’ τη σκόνη άμμος και στα δυο νεφρά Το συμπέρασμα λοιπόν όπως το εκλάβει ο καθείς Το φως δε με επισκέπτεται πια.
Απ’ τις χαραμάδες μπαίνει ομίχλη υγρασία περικλείει το δωμάτιο. Κάτω στο πάτωμα ψίχουλα μνήμης προσπαθούν να σκαρφαλώσουν στο κρεβάτι ρολόγια αναλωμένου χρόνου στο κομοδίνο. Ανοίγω το παράθυρο μήπως σωθώ. Φεγγάρια κρεμασμένα στις κολόνες σκιές στη γωνία σε παράταξη μάχης. Η μοναξιά περιφέρεται στις πλατείες διαπληκτίζεται με τον άνεμο ξιφομαχεί με τ’ άστρα της αυγής αναζητά την ταυτότητά της στη σιωπή. Εικόνες της ζωής μου σαν ακατάσχετη αιμορραγία θλίψης. ''Χρεοκοπία ιδεών'' (2014) Επείγουσα χειρουργική επέμβαση
σφαδάζουν οι μελλοθάνατες λέξεις όχι πως με νοιάζει για την τύχη τους άλλωστε σε τόσα πολλά ποιήματα που γράφονται στην εποχή μας θα τις ξανασυναντήσουμε σίγουρα το ζήτημα είναι στα νοήματά τους κι αν καταδέχομαι πια να παίζω με την αμφισημία που κουβαλάνε Η εκδοχή της πρώτης φοράς
μια παραλλαγή της τελευταίας Γιατί αμέτρητα είναι τα όρια ανάμεσα σε μένα και στο κενό ή αλλιώς ποτέ δε γεννήθηκα κι ας λένε κάποιοι το αντίθετο Η αμηχανία λοιπόν του τέλους αποτυπώνεται στα χέρια μου γράφω ολόκληρα κατεβατά κι επιστρέφω πάλι στην αρχή Ο κύκλος κλείνει προσωρινά: «δεν είμαι εδώ για κανέναν θα επανέλθω αναπαλαιωμένος» Οπωσδήποτε να έχεις
το φεγγάρι στο σακίδιο να το φας όταν πεινάς μετά από τόσο δρόμο Παρεμπιπτόντως έχασα δυο κιλά εξωστρέφειας δαγκώνοντας τις λέξεις Το αντίτιμο βέβαια κάτι σπασμένα δόντια και μια γλώσσα πανί Το τελικό ερώτημα: είσαι φορέας της τέχνης όταν βαρυστομαχιάζεις ή όταν μένεις νηστικός; Κατά πάσα πιθανότητα
γεννήθηκα ασπρομάλλης γιατί τη μέρα αυτή χιόνιζε κι η νοσοκόμα στα λευκά Μετά ήρθαν σκούρα χρόνια στρωμένος με πίσσα ο νους πέπλο θανάτου το φεγγάρι Τώρα κάθε πρωί που ξυπνάω βάφω τα μαλλιά μου λευκά για προσαρμογή στην ηλικία Από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα
Σε μια σπηλιά γεννήθηκα εδώ και κάτι αιώνες τα καλοκαίρια πέρασαν σαν να ‘τανε χειμώνες. Κανένας δεν ανέλαβε να με ενημερώσει πως ζω σε μια ψευδαίσθηση, ούτε και να με σώσει. Με αλυσίδες ήμουνα απ’ το λαιμό δεμένος κι έμενα εκεί ακίνητος και εξουθενωμένος. Σκιές στον τοίχο έβλεπα αργά να περπατάνε μου φαίνονταν σαν άνθρωποι που μόνοι τους μιλάνε. Μία φωτιά σιγόκαιγε, για ήλιο την περνούσα πίσω μου πόρτα άνοιγε, θα ‘βγαινα αν μπορούσα. Κανένας δεν ερχότανε να με ελευθερώσει το χέρι να μου έπιανε, λιγάκι να με νιώσει. Μα ξάφνου ένας φιλόσοφος σε μένα πλησιάζει απ΄ τα δεσμά με έλυσε, πάνω στη γη με βγάζει. «Σε ένα ψέμα έζησες καημένε φιλαράκο θεριό είχες στα μάτια σου και στην ψυχή σου δράκο». Δεν είναι πάντα αληθινά όλα αυτά που βλέπεις η όραση σε απατά, σου κρύβει τη ζωή κι εσύ μαζεύεις τις κλωστές μιας ξηλωμένης τσέπης και τις κρεμάς στον ουρανό σαν έρθει το πρωί. Κάτω απ’ το μαξιλάρι κυοφορούνται θύελλες
Αχτένιστες ερωμένες μιας παγερής βραδιάς Με διχτυωτό καλσόν και ξεκούμπωτα μάτια Πλήρες ξεχαρβάλωμα των ηθικών κανόνων Άλλωστε στον ύπνο συμβαίνουν τα καλύτερα Οδοφράγματα και ανατροπές καθεστώτων Μέχρι και αυτοκτονίες ηλικιωμένων κυριών Που βαρέθηκαν να περιμένουν το μοιραίο Βάφονται τα βράδια και πέφτουν στο κενό Από ένα μεσαιωνικό κυκλαδίτικο κάστρο Τα τολμηρότερα στη ζωή είναι θέμα ύψους Και η πτώση των αστεριών στα χαμόσπιτα Κι η κατρακύλα τ’ ουρανού απ’ το λοφίσκο Στο τέλος μαζεύουν όλοι τα κομμάτια τους Και τα κρεμάνε στα ηλεκτροφόρα καλώδια Υψηλή τάση ρεύματος σουβλίζει τα μηλίγγια Προεόρτιο μιας υποβόσκουσας πνευμονίας. Αλλάζω πλευρό μήπως και αναρρώσω Μπροστά μου ορθώνονται ψηλά τείχη Αερογέφυρες κρέμονται από μια κλωστή Ανήλικα σύννεφα τραυλίζουν από έρωτα Αεροπλάνα προσγειώνονται στην ταράτσα. Τελικά αλλάζω πρόσωπο και μαξιλάρι Γερνάω επικίνδυνα και φοβάμαι τα ύψη. Κάτι σημαίνουν όλα αυτά
τα μπλε σημάδια στο κουφάρι είναι οι θάλασσες του νεκρού που ξεβράζουν τα ανεκπλήρωτα Μα πιο μαύρα είναι τα μάτια συμπληγάδες απροσπέλαστες και το αίμα κορυφογραμμή του πιο ζοφερού μέλλοντος Γιατί οι δικοί μου πεθαμένοι ακόμα και τώρα ονειρεύονται έχουν χιλιάδες συνοδοιπόρους και μια σφαγμένη πανσέληνο για μεταμεσονύχτια χρήση Λυπάμαι βέβαια για το χώμα που θα τους αποσυνθέσει Θα ζήσω τίμια
χρόνια υπάλληλος στη λαχαναγορά ζυγίζοντας το θάνατο σαν σακί με πατάτες Μια μέρα λοιπόν εντελώς ηλιόλουστη η ζυγαριά θα κλατάρει - είναι γιατί δεν άντεξε τους πολλούς νεκρούς - Εγώ θα τακτοποιώ δεκαπέντε τσουβάλια ποιητικής ύλης κι όταν πια με το καλό εκραγούν οι λέξεις θα ‘χω δώσει το κλειδί στον επόμενο μανάβη Ένα άλογο με γυρόφερνε όλη νύχτα. Κάλπαζε του καλού καιρού. Το πρωί με μετέφεραν στον ιππόδρομο για εξακρίβωση ταυτότητας. Μαζεύτηκαν όλοι οι κριτικοί και με τάισαν σανό για να γράψω κανένα σαχλό στιχάκι.
Τότε κατάλαβα πως όλα μου τα ποιήματα δεν είχαν ποτέ διαβαστεί. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|