Ο φόβος – ο ετεροθαλής αδερφός μου -
που κατεβάζει σφηνάκια τα μεσάνυχτα ποτίζοντας χειρόγραφα και περγαμηνές αφήνει διάκενα ανάμεσα στα σύννεφα και απομυθοποιεί την απάτη της μέρας που καταπιάνεται με ό, τι δεν τον αφορά από θεατρινισμούς μέχρι κορναρίσματα χώνεται στους ιστούς του κάτω κόσμου και στον βυθό που αυτοκτονούν οι δύτες στη ραχοκοκαλιά του αδηφάγου κενού στις φλέβες της ιδιωτικής μου μοναξιάς μετά παίρνει τον δρόμο της επιστροφής κατά τις πέντε και μισή, φορώντας γάντια για να μην αφήσει κανένα σημάδι ενοχής κι εγώ σ’ ένα ξέστρωτο βρόμικο κρεβάτι να σωριάζομαι αυτάρκης από ημικρανίες
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|