Το συμπέρασμα έχει πολλές αναγνώσεις
copy paste και μετά στο καλάθι αχρήστων που μ’ ένα «βάλτο» νόμιζες πως θα με ρίξεις κι όπως πληροφορούμαι χάθηκαν τα κλειδιά μαζί με τα αξεσουάρ της δήθεν λογοκρισίας Τώρα αναπολώ τα ξεκούρδιστα πορτοκάλια μιας ντεμοντέ ακρωτηριασμένης νεότητας από τα Χαυτεία μέχρι την πλατεία Αμερικής σύρριζα να με πλαγιοκοπούν τα αυτοκίνητα εκπέμποντας τα πιο οικολογικά καυσαέρια Ένα οικοδομικό τετράγωνο στην εντατική
0 Comments
Στην αίθουσα του κατάμεστου δικαστηρίου, μια γυναίκα εκλιπαρούσε για Τέχνη. Κι όπως οι δικαστές ξεδίπλωναν τις ερωτήσεις τους και ένιωθες ότι δεν είχαν διαβάσει ποτέ Παπαδιαμάντη, εμφανίστηκε ένας μάρτυρας υπεράσπισης απαγγέλλοντας Λειβαδίτη. Κι εκείνη από ένστικτο κατάλαβε πως θα αθωωθεί.
Οξυδερκής μνήμη μόνο για προσάναμμα
έτσι που την κατάντησαν οι αγρυπνίες κι απέτυχαν να την εκφράσουν οι λέξεις Να εφαρμοσθεί ο νόμος του σύμπαντος οι μεταφυσικές βόλτες στην Καλλιδρομίου χαράματα με τα χέρια στις άδειες τσέπες Και η άνοιξη να αφήσει τα οδοφράγματα και να ασχοληθεί επιτέλους με το εφικτό Στα σωθικά μου χιονίζει λάσπη
κι ο τυφλοπόντικας της γειτονιάς παίρνει σβάρνα τα οινομαγειρεία Κάποτε τα κεριά θα σβήσουν αθόρυβα θα βγω απ’ την κρυψώνα χορτασμένος και πιωμένος να ζήσω μια δεύτερη εφηβεία εκδιωγμένος από τον παράδεισο Και από τη συντέλεια γεννιέται η σωτηρία. Μόνο που δεν τολμώ να τη σκεφτώ ακρωτηριασμένη.
Υπάρχουν μερικές συμπτώσεις που δεν αφορούν κανέναν. Λόγου χάρη να συναντήσεις στον δρόμο τη ζωή κι αυτή να σε προσπεράσει. Και να νομίσεις πως έζησες μέχρι τα βαθιά γεράματα. Η χορεύτρια θα παραμείνει εκστατική κοιτάζοντας το φεγγάρι. Το πρωί ξυπόλητη θα παραδώσει το πνεύμα. Δύο πράγματα στοιχίζουν ακριβά: οι πίνακες του Picasso και το φωτοστέφανο της αιωνιότητας. Κι αν είσαι μπατίρης, βολεύεσαι με λίγο μπλε ουρανό. Το αποκορύφωμα της σοφίας είναι να την αγνοήσεις τελείως. Και να καταχωνιάσεις τα βιβλία σου στην ντουλάπα με τα ρούχα. Γιατί κι η νεότητα πάσχει από γηρατειά. Κυρίως, όταν ανακαλύπτει τον θάνατο στη ταχύτητα της ασφάλτου. Όπως το κεφάλι που γέρνει
και το κοιτούν κοράκια μετά πίνει νερό απ’ τα χάη κι ο ήλιος αλλάζει πλευρό έτσι που η άνοιξη χλευάζει την οποιαδήποτε παραφωνία και τα μικρά κορίτσια γυμνά πνίγουν το ουρλιαχτό τους Όπως το μολύβι που λιώνει δίπλα στα ξερά χαμομήλια ανάμεσα στο καυσαέριο κι η Αίγινα μπαταρισμένη ακροβατεί στο ελάχιστο με τα ωάρια στη θάλασσα και το φως στη θερμοκοιτίδα Η φωνή μου πτώμα βυθού επιμένει να με γρονθοκοπεί ψάχνοντας υγρούς φθόγγους ύστερα επωάζει ενεστώτες που κλίνονται απνευστί στο τέλος αμολάει το σκυλί κι όλα γίνονται έρεβος Ο δρομέας από τη Σπάρτη σκόνταψε σ’ αυτό το ποίημα Ξάφνου μια χήνα με αργό βηματισμό
στάθηκε στην πύλη του στρατοπέδου κι ο ιδρώτας κύλησε απ’ τον ουρανό μπαίνοντας στο δέρμα των φαντάρων Η ιστορία της γης ένα τραπεζομάντιλο απλωμένο στο σκοινί της αιωνιότητας με σχεδιασμένες φλέβες στο ύφασμα έξω βαθιά μεσάνυχτα και περιπολίες Κι όμως υπάρχει πέρασμα στο φως αρκεί να ξεζουμίσεις την ειμαρμένη και το λαθρεμπόριο της μεταφυσικής ασχέτως αν ο χρόνος σε χλευάζει Με το όπλο επ’ ώμου βαδίζω σκυφτός μέσα απ’ τον λαβύρινθο της Ιστορίας. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|