Σε φωνάζουν όλοι Ιστορία 2017
Περιμένοντας μονάχη στη στάση Το λεωφορείο της μάχης των οκτώ Περνάνε νταλίκες με σκοτωμένους Στάζουν τα αίματα στην άσφαλτο Ένα αεράκι διώχνει τις μυρωδιές Παράταξη ιδρωμένων στρατιωτών Καλοκαίρι πλάι στις φραγκοσυκιές Αναβολή σύρραξης λόγω καύσωνα Μ’ ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι Ψάχνεις την αιωνιότητα μιας σκιάς Πουλάς το λιωμένο σώμα του ήλιου Για φτηνό γαλάκτωμα στην παραλία Το βράδυ ανοίγεις τρύπα στην άμμο Και θάβεις την βαριά πανοπλία σου Νομίζοντας πως ο πόλεμος τελείωσε Ξυπνάς το πρωί αιχμάλωτος σε κελί. Με φωνάζουν όλοι Ιστορία 2017 Όταν δραπετεύσω θα είναι χειμώνας Κι εσύ στη στάση του λεωφορείου Θα μετράς απώλειες μέσα στο χιόνι.
0 Comments
Το τυπικό προσόν του ράφτη
να ράβει της γης το μέλλον αργότερα να ξηλώνει τα μανίκια δε λέω ψέματα, το είδα χθες όταν κατηφόριζα την Ερμού Μετά σπίτι ακρωτηριασμένος έψαχνα πιτζάμες αϋπνίας το πάτωμα γέμισε κλωστές καφέδες και κονσερβοκούτια Δέκα μποφόρ όνειρα ολόγυμνα που πέφτουν απ’ το φεγγάρι δεν είναι αγάλματα σε κουτί παρόλα αυτά μην τα κλαις υπάρχει ο ράφτης να τα ντύσει Σε μεταγενέστερες εποχές θ’ ανακαλύψουν τα ίχνη μας στα παγκάκια του πάρκου, σκαλισμένα πάνω στο ξύλο ή στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του φεγγαριού, τις νύχτες του Γενάρη. Μπορεί και σε κάποια μουντζουρωμένα χαρτιά που ξεχάστηκαν στο συρτάρι αλλά κυρίως σ’ εκείνη την έρημη χελιδονοφωλιά στο μπαλκόνι μου.
Ηθικό πλεονέκτημα:
να είσαι νηστικός και να ταΐζεις λύκους Θαύματα δε γίνονται έτσι ανάλογα με τις ορέξεις μας - ξέρετε εσείς οι λίγοι - τα πολλά σώματα φοβάμαι Εμένα ο χρόνος με λυπάται ασχέτως αν τον ταπείνωσα μόνο τα βράδια μου συμβαίνει να κατεβάζω άσπρο πάτο όλες του τις φαντασιώσεις Κι άμα τραβήξει μαχαίρι ξέρω κι εγώ από μέταλλα δυο σκουριασμένα ρολόγια και το λεπτοδείχτη φονιά Κι ακόμα κάτι για φινάλε: ο κόσμος δεν τελειώνει εδώ μετά από μας το τίποτα θα καμώνεται ότι υπάρχει ΜΕΡΙΔΙΟ
Έξω φυσάει, δεν υπάρχεις πουθενά μέσα στην πόλη τ’ αυτοκίνητα περνάνε κρύο κι απόψε την ψυχή μου διαπερνά και της αλήθειας μου τα πλάνα όλα σπάνε. Γκρίζα τα σπίτια, έχει αρχίσει η βροχή κοιτώ ψηλά στον ουρανό μία σημαία είναι αλλόκοτη αυτή η εποχή ψάχνω τα ίχνη σου στην άδεια προκυμαία. Μου ‘λεγες θα ‘ρθουνε Δευτέρες φωτεινές σου ‘λεγα όλες οι Δευτέρες είναι ένα κανείς δεν ξέρει ποιος ορίζει τις στιγμές και τι θα φέρουνε οι μέρες στον καθένα. Μου ‘λεγες είναι ο καιρός μια αναλαμπή σου ‘λεγα όλοι οι καιροί είναι το ίδιο ό, τι δε χάθηκε θα έρθει να σε βρει βάλε σημάδι και περίμενε μερίδιο. Υπόθεση πέντε λεπτών
να ξεμπλοκάρω τα σύννεφα να πλημμυρίσουμε χιόνι να παίζουν ροκ στην πλατεία ν’ αρχίσει επιτέλους η ζωή Οι άστεγοι στα πεζοδρόμια να νομίζουν πως βρίσκονται στα διαμερίσματα του Θεού η όραση να βαφτεί άσπρη και τα σκοτάδια να αρθούν Τότε και μόνο τότε νομίζω πως είμαι έτοιμος να σωθώ Το απόστημα όταν σπάσει
χύνεται ποτάμι το πύον δηλαδή μπαίνεις κόκκινος και βγαίνεις ασπρομάλλης Γι’ αυτό προτιμώ τα μάτια των πληθυντικών σωμάτων οι ενικοί φίλοι μου διαβάζουν ακόμα με λάμπα πετρελαίου Το δόντι αποικία μικροβίων κι Ιστορία το αντιβιοτικό μα εγώ προτιμώ τους ιούς που συχνάζουν στα βιβλία Ζητώ τη φωνή μου λοιπόν να με τυφλώσουν οι λέξεις παζάρια δεν κάνω σήμερα που σακάτεψα τα χέρια μου Γελάει ο θυμωμένος άνεμος
Αναποδογυρίζουν τα βαρέλια Ο δρόμος αναμασά τη λάσπη Το γατί κλαίει στα κεραμίδια Σκοράρει στο κενό ο θάνατος Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα Σιδερένια πουλιά στις κολόνες Μετά πηγαίνουν στην εκκλησία Μοσχοβολούν τα ρούχα τους Αστράφτουν και τα φτερά τους Στη φάτνη σκοτωμένα βρέφη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα Γυρίζει ανάποδα το δέντρο Καρφώνεται στη θάλασσα Καράβια σημαιοστολισμένα Μεταφέρουν τους νεκρούς Τους αποθέτουν στο λιμάνι Τα μάτια τους ακόμη ζωντανά Στάζουν φρέσκο χιονοπόλεμο Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα Σκύλοι έξω απ’ τα κλουβιά Προπονούν τα δόντια τους Κατασπαράζουν την παγωνιά Ξεθάβουν το μαύρο κόκαλο Και το τινάζουν στα σύννεφα Βρίσκει στο μάγουλο το Θεό Δονείται απ’ τον κρότο η γη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα Τα Χριστούγεννα των ποιητών. Ο σκύλος κοιτάζει τη φάτνη Μυρίζει τα χνώτα των προβάτων Κάθεται πλάι στο μικρό Χριστό. Το χιόνι σκεπάζει τη σπηλιά Πέφτει μια παγωνιά θανάτου Πίνει μαύρο γάλα το βρέφος Απ’ τις οι θηλές της αβύσσου Κανείς δε σταματά να το δει Ο σκύλος ντυμένος σε πόρνη Ζητάει σκυφτός συγχώρεση Για τις βαθιές δαγκωματιές Στις γυμνές σάρκες της γης. Κοντεύει πια να ξημερώσει Σαρώνουν το πάρκο οι σκιέρ Απρόσκλητοι απ’ τον ουρανό Οι τρεις Μάγοι θέλουν άστρο Τα άχυρα μηχανή κουρέματος Βελάζουν από πείνα τα πρόβατα Θερίζει ψυχές το γυάλινο χιόνι Κι ο σκύλος κοιτάζει το βρέφος Ολομόναχο να αργοπεθαίνει. Στόχος πρώτος:
να κλειδώνω την πόρτα και ν’ ανοίγω τα παράθυρα Στόχος δεύτερος: να πέφτω στη φωτιά ενώ βρέχει ασταμάτητα Στόχος τρίτος: να χαμηλώνω τον πήχη και να περνά από κάτω Στόχος τέταρτος: να φασκιώνω τη ζωή την ώρα που πεθαίνω Στόχος πέμπτος: να ζητώ απ’ τη μάνα μου να με ξαναγεννήσει Όπως βλέπετε είμαι κι εγώ ένας
απ’ τους εκατοντάδες νεκρούς η σπασμένη φτέρνα του σκότους κοιτώντας κατάματα το δήμιό μου Κι ήρθε η ώρα της απαγγελίας δεν είναι η Ποίηση στιφάδο και αλατοπίπερο αλαζονείας Μπαινοβγαίνουν φέρετρα στο σπίτι θα σβήσω λοιπόν το ηλεκτρικό μέχρι να καταργηθούν τα βραβεία - τι άλλο περίμενες ν’ ακούσεις – έτσι θ’ απαλλάξω τους κριτικούς από μια τόσο μίζερη ασχολία καθότι βαριούνται οι καημένοι να με διαβάζουν καθημερινά Είναι φορές
που ανάβω τα σύννεφα τα λαμπαδιάζω μετά κοιμάμαι Όσο για τις στάχτες στα μάτια σκότος γυαλιά στο πάτωμα εκδορές στο ταβάνι Κι άμα γλιτώσω θα με ξαναβρείς στα χαρακώματα να καταπίνω λέξεις πρώτη φορά νηστικός για καθαρό ουρανό Μπορώ να αμφιβάλλω
για το τέλος του κόσμου «Κύριε των δυνάμεων» πνίξε τη φωνή μου ειδάλλως σου ‘χω σουξέ βλαστήμιες δημοσίως μα είναι φοβερό να διαγράφω στίχους και ν’ ακούγονται βιολιά Μ’ αρέσουν οι εκδρομές στα παρθένα σκοτάδια συγκεκριμένα τα πόδια σου κι άμα πηδήξω στη λύπη μου δίνεις δυο δάχτυλα σπασμένης νύχτας Θα σε κλείσω στο ποίημα και δε θ’ αμφιβάλλω καθόλου για τα ψέματα που διακινείς Ξέχασα να σας πω
για την τρύπα της βελόνας ακόμη κι οι θεοί περνάν από μέσα της το πώς βγαίνουν είναι το θέμα Αν καταλάβατε μου είναι δύσκολο να κεντάω τη μεταφυσική σταυροβελονιά υπό άλλες συνθήκες θα ξεζούμιζα την ύπαρξη τώρα μου χρειάζεται μια γενναία έξοδος Μας τέλειωσαν και οι μύθοι κι ακόμη υπνοβατώ με τις ριγέ πιτζάμες μου Στο κάτω - κάτω χέστηκα αν δε με πιστεύει κανείς Με χαιρέτησε ο Ατρέας
μα εγώ το χαβά μου ν’ ανοίγω ασκούς με πάγο Κι έτσι όπως κοιτούσα αυτούς που φεύγανε μια μέρα, λέω, θα λιώσω και τότε θα τα πούμε έξω απ’ τα ανάκτορα Πάω λοιπόν ν’ αμαρτήσω κυρίως όμως να σκίσω όλα μου τα διπλώματα Η ζωή δε συλλαβίζεται με μυκηναϊκά αλφάβητα Αδιέξοδο
ώσπου μια νύχτα στα εφημερεύοντα γνώρισα την Καίτη πού να ‘ξερε πως άνοιγα λαγούμια για να τη θάψω φώναζε κι έμοιαζε άγαλμα βρόμικου πάρκου αιμόφυρτη κρατώντας υπομάλης το τέλος του κόσμου Όσες φορές κι αν κόπηκα με ξυράφι το ποίημα θα ‘ναι εδώ να δώσει διέξοδο στις έξι τα χαράματα Το διά ταύτα:
μην αναπνέεις απ’ τα μάτια θα τυφλωθείς Κι ακόμη: υπάρχω δε σημαίνει αναπνέω - είναι τζούφιος ο αέρας - Έτσι που τα κατάφερες
να θριαμβολογείς στο κενό την ώρα της κηδείας μου Εντάξει, όχι άλλη κατάθλιψη λίγο φεγγάρι χρειάζεται κι ένα σύννεφο με ζελατίνα - παρακαλώ μην προτρέχετε δε μίλησα για χρυσάνθεμα - Δεν ξέρω, δεν αγαπώ πια κι έχω έναν ύπνο ανήσυχο κάθε Πέμπτη αυτοχειριάζομαι είμαι και κάπως απαιτητικός Την Ποίηση τη βρήκα ανάσκελα να με διαβάζει απνευστί κάθε συνειρμός καλοδεχούμενος Δε σου ζητώ κάτι παραπάνω τα υπόλοιπα στα βιβλιοπωλεία Κι αν ακόμη αρνείσαι τη χαρά
βλέπω στα σκοτάδια σου μια σπίθα - αρπάζεις τα σπίρτα και καίγεσαι - (δε συνοψίζω πιο πολύ τη θλίψη) Κλείνω αυτόν τον απολογισμό μ’ ένα προσωπικό αδιέξοδο: όταν ήμουν παιδί έπινα λέξεις και πάθαινα αφυδάτωση τώρα που γερνώ τραβώ κουπί και βγαίνω πάντα πνιγμένος Κι όταν κοιμάμαι αναστηλώνω το κτίριο του σχολείου μου Ο οίστρος του ανθρώπου
που παρέδωσε στη θρησκεία παιδιά, γνώση, συναισθήματα Αν θες να σωθείς κοίτα ψηλά να μιλήσεις με καμιά βροχή και τράβα νύχτα στην Ομόνοια να συναντήσεις μικρούς θεούς Τίποτα δεν είναι πιο σίγουρο από ένα τίποτα με αστερίσκο Γι’ αυτό σου λέω, αμάρτησε να ‘χεις να λες πως υπάρχεις το μετά είναι σκέτη αυταπάτη κι ένας τρόπος να πεθαίνεις Ούτε σφυριά ούτε αλυσοπρίονα
ο κρότος του θανάτου ελεγχόμενος και τ’ αεροπλάνα κάθε Δευτέρα σκαρφαλώνουν στον ουρανό Τέτοιο σκηνικό θα το ζήλευαν και τα ποιήματα του Καρούζου «Λοιπόν, ελάτε να μελαγχολήσουμε αφήστε στην άκρη τα προσχήματα είσαστε ή δεν είσαστε συνένοχοι αυτής της εκκωφαντικής σιωπής; Καπνίστε ελεύθερα, συγκατοικήστε συνουσία δυο σπασμένων φωνών κι ο κόσμος άβυσσος με καθρέφτη» Πώς να κοιτάξω το πρόσωπό μου που έγινε διάδρομος προσγείωσης; Καμιά φορά σκοτώνω τα λόγια μου
μπροστά στα ανοιχτά πόδια σου αγγίζω το καλσόν σου και βάζω φωτιά τότε μπαίνει λαχανιασμένος ο άνεμος κι απενεργοποιεί τις ορέξεις μου Βέβαια θα μου πείτε: «και τι έχασες;» ποτέ ο παράδεισος δεν ήταν όμορφος και οπωσδήποτε τόσο καθαρός μονάχα πέτρες και χόρτα φυτρώνουν κι άγγελοι αξύριστοι για μέρες Μα εγώ ξέρω καλά πως θα σωθώ χωρίς να χρειαστεί να σε σκοτώσω Κάποιος θα μου πει:
γύρνα τα κλοπιμαία σκίσε τα διπλώματα κάποιος δε θα διστάσει θα τραβήξει το χαλκά να εξαϋλωθεί η ψυχή κι άμα γυρίσει ο τροχός θα διηγηθώ τα υπόλοιπα κουράγιο χρειάζεται και μερικές εισπνοές Μια μέρα θα πέσουμε λιπόθυμοι στον ουρανό με μαξιλάρι τα σύννεφα ηρωική έξοδος στο κενό ωραία να καίγονται αλσύλλια και πλανήτες θα πέσουν και τα τείχη αυτά που υψώθηκαν ανάμεσα στα σώματα κι ερήμωσαν τα μάτια Αυτά λοιπόν για αρχή επιφυλάσσομαι προσεχώς να αποκηρύξω το ποίημα Στον Άλκη Αλκαίο
Φυσάει αδιαφορία μες στην πόλη τα πλοία των ερώτων μας πεθαίνουν οι μύστες της ερήμου πια σωπαίνουν σε μια καρέκλα η ζωή σου όλη. Κακόηθες μελάνωμα ο χρόνος σου τράβηξε την τσόχα ένα βράδυ υπνόσακο ανοίγεις στο σκοτάδι κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό και μόνος. Σαν φρύγανα ξοδεύονται οι ώρες το σκαν απ’ του αιώνα την παράγκα σ’ ένα ποτάμι πέφτεις τώρα μάγκα χάνεις τα μαύρα μάτια της Ντολόρες. Αγύριστο κεφάλι δίνει ρέστα γεμίζει μέχρι πάνω το ποτήρι ζητάει η Ιστορία χαρακίρι του έρωτα τα πάθη πάλι πες τα. Γεμάτος ο παράδεισος με κιφ μαροκινό της Ρόζας η σκιά σ’ ακολουθάει κλεισμένα τα διόδια, δεν έχει ουρανό κι η Πάργα ορφανή σε χαιρετάει. Γράψαμε ποιήματα στις δύο τα μεσάνυχτα
Για τα ξεδοντιασμένα φέρετρα των τάφων Που χάσκουν ανάσκελα στο μαλακό χώμα Για τα κατακόκκινα σύννεφα που στάζουν Απ’ τις ανοιχτές πληγές τους οινόπνευμα Για τα ερημωμένα παγκάκια των πάρκων Που κοιμούνται γυμνά κάτω απ’ τη σελήνη Για τα σπασμένα μεσημέρια της Κυριακής Με θραύσματα μιας ολόκληρης βδομάδας Για τα νεοκλασικά ξενοδοχεία της επαρχίας Και το βιαστικό οργασμό των δέκα λεπτών Για τα απαγορευμένα φωνήεντα της σιωπής Μέσα στο δωμάτιο κοιτάζοντας το ταβάνι Για την ξαφνική άφιξη της θλίψης το πρωί Όταν σου ταχυδρομούν πια το τέλος σου Για τις απέραντες σιδηροδρομικές ράγες Που δεν τις πάτησε ποτέ κανένα τρένο Για τα νοσοκομεία της γενικής εφημερίας Που στοιβάζουν τις μοναξιές στα ράντζα Για τους φαντάρους με τα φύλλα πορείας Και ένα πακέτο τσιγάρα στη δεξιά τσέπη Για τις υπόγειες διαβάσεις των λεωφόρων Πνιγμένες απ’ τα γκράφιτι και τα κάτουρα Για καράβια που βουλιάζουν στον ουρανό Κι αεροπλάνα που πετάνε στη θάλασσα Για τα τσουβαλιασμένα όχι των εραστών. Γράψαμε ποιήματα στις έξι τα χαράματα Για όλους τους θανάτους υπεράνω υποψίας. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|