Ξέρω ότι τα σφουγγάρια
δε σβήνουν μόνο το χρόνο κι αν τα βρέξεις με ιδρώτα διαγράφουν και την άνοιξη γι’ αυτό δε διστάζω να λέω πως το σύννεφο θα σε πνίξει αν το αφήσεις αδιάβαστο Η θάλασσα είναι σταγόνα μπροστά στην αιωνιότητα και το ποίημα ένα τίποτα αμέσως μετά την ανάγνωση Γι’ αυτό σου λέω αποφάσισε αν θα κολυμπήσεις στο χαρτί ή θα μουτζουρώνεις ουρανό
0 Comments
Μου ‘μοιασες πολύ
αίμα που κυλάς στο χάος κάποτε ήσουν νερό όταν χόρευες στα πόδια μου κι έσταζε το καλοκαίρι Είναι κι αυτός ένας τρόπος να μιλήσω για τη νεότητα αυτή την αγέραστη πόρνη που ακόμη της χρωστάω την παλινδρόμησή μου έχει χιλιάδες μάτια τυφλά τον ουρανό για αλητεία και το τραύλισμα της ήβης Δεσποινίς των δολοπλοκιών υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εξαπατήσετε το αίμα Περιμένοντας την Καθαρή Δευτέρα καθάρισα τα τζάμια, έπλυνα τη μοναξιά, ντύθηκα άγγελος κι ανέβηκα στον ουρανό. Εκεί με περίμενε η ψυχή μου, χρόνια τώρα προσμένοντας τη συνάντηση. Της εξήγησα ότι έκανα το παν για να την αποφύγω, δεν ήθελα συναναστροφές με ασώματες γυναίκες. Από περιέργεια μονάχα θέλησα να τη δω, με έπεισαν και τα βιβλία του Πλάτωνα.
Το πρώτο βράδυ ήταν ψυχρή, το δεύτερο μου έπιασε το χέρι, το τρίτο δε θυμάμαι από την πολλή ηδονή. Μετά προσγειώθηκα απότομα στο κρεβάτι με κομμένα φτερά και φωτοστέφανο αμαρτίας. Την Kαθαρή Δευτέρα θα πετάξω αετό για να την ξαναβρώ… Είδα στον ύπνο μου ότι με διδάσκανε μετά από εκατό χρόνια στη Φιλοσοφική. Έντρομος βγήκα στο μπαλκόνι κι απ’ την ταραχή μου βούτηξα στο κενό. Με περιμάζεψε ο Σολωμός και με παρακάλεσε να μην του πάρω τη θέση. Του υποσχέθηκα πως θα κάνω ό, τι περνούσε απ’ το χέρι μου. Έτσι, λοιπόν, πήγα στου Ζωγράφου και πυρπόλησα το κτίριο.
Όταν ξύπνησα, έσκισα το βραδινό ποίημα που μιλούσε για υστεροφημία. Έχω χάσει δυο πέναλτι
κι άμα αστοχήσω ξανά θα γεμίσει το χορτάρι με μαύρες πεταλούδες Δεν ξέχασα να σκοράρω απλά τώρα τελευταία πάσχω από ηττοπάθεια κι η εξέδρα όλο βρίζει Επιπλέον σκοτείνιασε κι οι προβολείς πέφτουν στον τερματοφύλακα που με κοιτά στα μάτια Είμαι έτοιμος για το γκολ σουτάρω πολύ βιαστικά κι η μπάλα σκαρφαλώνει στο μαρτιάτικο φεγγάρι Το σφύριγμα της λήξης βρήκε το ματς ισόπαλο χωρίς κανένα νεωτερισμό και την Ποίηση στάσιμη Δώσαμε τα συνθηματικά στους άυπνους σκοπούς
Παρασκευή βράδυ όταν οι πυγολαμπίδες γκρέμιζαν το σκοτάδι γύρω απ' το βάλτο με τους βατράχους και μετά στο φυλάκιο να μουρμουρίζουμε τα γυάλινα εμβατήρια με το μυαλό μας στην Αθήνα κι οι κουκουβάγιες άκουγαν βουβές το στεναγμό της αντίπερα όχθης και τα ποντίκια στρογγυλοκάθιζαν στις τρύπες των πολυβολείων βγάζοντας άναρθρες κραυγές σαν το στρίγγλισμα των μαγισσών όταν χάσουν τις συνταγές τους. Απ' αυτό το φυλάκιο κοιτάζω τις βλέβες του φεγγαριού φορώντας τα τρύπια μου άρβυλα κι οι φαντάροι στους δρόμους του χωριού να ματώνουν τα μολυβένια όνειρά τους όταν θυμούνται το πρώτο φιλί σε κάποια εκδρομή. Ένας ουρανός στυγνός κι αμίλητος σαν ταφόπετρα μια ζωή φτιαγμένη στα μέτρα των λίγων κι οι πολλοί καταδικάζονται στη μοίρα του Σίσυφου. Χαρακωμένα εορτολόγια και μέρες σκοτεινές και το ρολόι παρατημένο στ' άχυρα του χθες καθώς μιλούσαμε στ' αγέννητα ελληνόπουλα μέσα απ' τα μακρόστενα ορύγματα που δεν τέλειωναν κι από πάνω ένας γκρίζου ουρανός σκεπάζει τα τοπία της εγκατάλειψης. Σωροί από πέτρες καλύπτουν τις σκέψεις μας τα φορτηγά ανέβηκαν στους ώμους της υπομονής ρίχνοντας πετρέλαιο μέσα στο αίμα και το λιμάνι βαμμένο με σκούρα χρώματα. Σάββατο βράδυ συνάντησα το Βασίλη στα σοκάκια της Μύρινας, μετά η βροχή με οδήγησε σε κάτι σινεμά της σάρκας. Τώρα που η Αθήνα είναι μακριά, μέσα στα όνειρα είμαι μόνος, δεν έχω εσένα - φεγγάρι. Από την ενότητα ''Λήμνος'' της συλλογής ''Ο Σκοπευτής της μνήμης'' (2013) Εδώ ο χρόνος είναι μια μάζα σιδερικών
ολόκληροι στίχοι πάνε για ανακύκλωση Εκεί το οικόπεδο με τις περισπωμένες κι η επανεμφάνιση του κουρέα της χλόης Τι είναι αυτά που γράφω τώρα τελευταία; Νομίζω πως χρειάζομαι αγρανάπαυση κι ένα τρακτέρ να περάσει από πάνω μου μήπως και καταφέρω να ξαναφυτρώσω Οι λέξεις μοιάζουν με καλώδια τηλεφώνων
όλο και μπερδεύονται οι γραμμές τους όλο και χάνουν καθημερινά το νόημά τους ακούς συνεχώς παράσιτα και ακροάσεις και πάντα στο τέλος μια παρατεταμένη σιγή Σε ένα άλλο ποίημα είχα γράψει: οι λέξεις είναι αχθοφόροι σκουπιδιών μοιάζουν περισσότερο με αποφάγια από το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας νηστίσιμες από ποικιλίες θανάτων Τώρα πια έχω κατασταλάξει οριστικά: οι λέξεις δεν είναι τίποτα άλλο από λέξεις είναι ο εαυτός σου τη στιγμή της κραυγής Εδώ που φτάσαμε, σύντροφοι
με μιαν άδεια βαλίτσα στο χέρι και δυο ναυαγισμένα μάτια - Θα ακουστεί πεζό αυτό που θα πω αλλά το ταξίδι ολοκληρώθηκε τώρα απομένει ο απολογισμός και το ξενοδοχείο που θα στεγάσει τον έρωτα τόσων χαμένων βραδιών Επίσης να προσθέσω πως η λύπη ποτέ δεν ήταν πόρνη βιαστική πάντα στα ποιήματα διανυκτέρευε και το πρωί πήγαινε στην Ομόνοια να ενσωματωθεί με τους άστεγους Επιπλέον όταν πενθείς καθημερινά τις ίδιες μεταμορφώσεις του μαύρου πάει να πει πως είσαι σε σωστό δρόμο - ο θάνατος δεν είναι διαφορετικός - Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ εδώ πού φτάσαμε δεν πετάμε τίποτα γιατί όλα ήταν μια αφορμή για Ποίηση Όταν κοιτάς την αλήθεια
με το σταγονόμετρο τη βρίσκεις καχεκτική μετά αραδιάζεις ψέματα πως είμαι τάχα ξέφτι που κρέμεται απ’ το χάος Θ’ ανατινάξουν τη γη οι άγγελοι με τα μαύρα κι ο σφαγμένος πετεινός η πιο μεγάλη αλήθεια Τη φτωχή μου φωνή
έχω πάψει να ακούω ούτε μέσα στο ποίημα ούτε στα ουρητήρια γράφω τώρα τελευταία σε δεύτερο ενικό κάτι σαν alter ego κραυγές και βλαστήμιες είναι που έχασα το τρένο της αιώνιας αναχώρησης κι είπα μέσα μου «έχω ψωμιά ακόμη μέχρι το επόμενο» κι όταν ακούσεις κρότους από παγόβουνα σημαίνει πως ξύπνησα από λήθαργο Οραματίζομαι λοιπόν εκείνη τη μέρα που από μικρός αγνοώ με γειτνίαση στο τίποτα και βέβαια τη στιγμή που θα «πρέπει» να ορίσω τη συντέλεια πάνω σε λευκό χαρτί τα πιο δύσκολα, ρε φίλε δε θα τα πω δημοσίως αντικλείδια της φωνής μου θα βρεις στα χαλάσματα και κυρίως σ’ ένα γαμώτο όσο για την υστεροφημία μην τη ζορίζεις ακόμη σε πέντε - έξι τέρμινα θα ξέρουμε αν υπάρχει ΤΑΞΙΔΙΑ
Αλήτευες τα βράδια στο Χαλέπι και διάβαζες του Όμηρου τα έπη πρωί ακροβατούσες στην Περσία και γνώριζες του κόσμου τη σοφία. Καθόσουνα στη Λιλ τα μεσημέρια και άκουγες της δύσης τα χαμπέρια στη Γάνδη τ’ απογεύματα μεθούσες την άνοιξη να πιάσεις δεν μπορούσες. Χαμένη στις σκιές του Βερολίνου θυμόσουνα το άγγιγμα εκείνου στους δρόμους τώρα είσαι της Βεγγάζης κανείς δε σε ακούει, μη φωνάζεις. Στο Τόκιο τον έρωτα γυρεύεις με κόκκινες μπογιές τον μασκαρεύεις γυρνάς αγκαλιασμένη στο Καράκας μαζί μ’ ένα υποκείμενο της πλάκας. Τώρα ανεβαίνεις σ’ άδειο φορτηγό χαράματα και πας στον ουρανό οι θύτες κι οι αστοί σε χαιρετούν κι οι νύχτες απ’ το χέρι σε κρατούν. Τέτοιες απόπειρες να λείπουν
μη βάζεις λέξεις σε εισαγωγικά εννοώ μην τις μαντρώνεις μέσα σε ελευθεριακούς στίχους Στο τέλος θα τις μακελέψουν τα ίδια σου τα ιδεολογήματα Θα συμβούν ξανά τα ίδια
τα θηρία πάντα πεινασμένα Μπουκόφσκι και ξερό ψωμί Θα συντριβεί ο μουγγός λύκος και η κηδεμονία των δασών του ο χρόνος με μακό φανελάκι θα σπαρταράει μαχαιρωμένος μια έρημος με τυφλές πρόκες και κάτι ραγισμένες πυραμίδες Σήμερα δεν έχω έμπνευση μονάχα ξεριζώνω τσίκνες που αιωρούνται στο ποίημα Κλείνω τα βράδια το φως
και ιδιωτικώς κραυγάζω την παραδοχή της ήττας την αλήθεια που μοιάζει με τρακαρισμένο σύννεφο πρέπει να ξέρεις από λύπη - είναι ωραία τα τραύματα μέσα απ’ την υψικάμινο - Επειδή ποιώ λαβύρινθους τρέμουν τα δάχτυλά μου κι είναι αδύνατον να σώσω τους καθώς πρέπει στίχους Εν αναμονή του εφικτού να διεκδικήσω δυο ζωές κι έναν ασυνήθιστο θάνατο Το βαρίδι του άλλου μου εαυτού
είναι η ποίηση που θα με φάει γι’ αυτό και δεν κοιμάμαι πια Το πρωί θα με βρουν αγκαλιά με το σώμα του καλοριφέρ τουρτουρίζοντας από μοναξιά ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου τα δόντια μου στο πάτωμα (όλη τη νύχτα έκανα εξαγωγές) Χιλιάδες λέξεις πάνω στο χαρτί τελικά μόνο μία ερωτεύτηκα - δεν ξέρω αν κατάλαβες ποια - Επιλογή πρώτη:
ν’ αφήσω στον άνεμο κάτι απ’ τη φωνή μου τις λέξεις μου ρε Επιλογή δεύτερη: ν’ ανοίξω παρένθεση και να χωθώ μέσα μέχρι το θαυμαστικό να χάσει τα ίχνη μου Επιλογή τρίτη: να ξεμείνω από κόμματα κι όλοι οι απόστροφοι για άλλη μια φορά να φανούν γενναιόδωροι Επιλογή τέταρτη: να κάνω ένα σχόλιο για τα σημεία στίξης και η Γραμματική να βγάλει ανακοίνωση ότι είμαι τρομοκράτης Επιλογή πέμπτη: να γεμίσω το χαρτί με σκοτωμένες λέξεις να τις φυσήξω δυνατά για να επαληθεύσω αν έγινα άνεμος Έτσι που πενθείς κύριε τάδε
πίσω απ’ τα κοκάλινα γυαλιά με προσοχή να μη σπάσει καμιά σιδερωμένη ρυτίδα Έτσι που η φωνή μου έγινε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο και τη μαζεύουν τα πρωινά οι οδοκαθαριστές του δήμου Έτσι που η αλητεία εξόκειλε κι έμεινε μια τρύπια φόρμα κι αυτός ο έντονος κνησμός απ’ το ακρυλικό της ύφασμα Έτσι που η στιγμή εξερράγη χωρίς ο βιολιστής να ενδώσει σε καμιά αλλοίωση του ήχου κι έπεφταν σωρηδόν οι νότες Έτσι που τέλος πάντων υπάρχω αναπνέοντας μόνο με βελόνες και τ’ αντικλείδια των ουρανών σκούριασαν από την ακινησία Είπα να γράψω αυτό το ποίημα μα αλήθεια, ποιος το διαβάζει; Ωστόσο προτιμώ το φαρμάκι
ό, τι ακούγεται δεν είναι κρότος είναι η μέσα μου πικρή ζωή αυτά που ακόμα μουντζουρώνω και καμιά φορά ο ίδιος ο στίχος άλλοτε πάλι ένας λαβύρινθος κι ο μίτος σακατεμένη λέξη Ωστόσο προτιμώ την αρμύρα ό, τι αγγίζεται δεν είναι δέρμα είναι η έξω μου γλυφή ζωή το τίποτα σ’ ένα λευκό χαρτί και κάποτε η ίδια η Ποίηση άλλοτε πάλι ένα εργοστάσιο κι ο εργάτης σπασμένο ρήμα Ωστόσο προτιμώ καφέ γλυκό Ξέμεινα πάλι από ριζικό
γραφιάς δεύτερης γενιάς κι όταν σηκώνω τηλέφωνο κάτι καθαρευουσιάνοι σαμποτάρουν τη φωνή μου Αλλά θα αλλάξουν οι καιροί με παγόβουνα τυραννίας θα μοιάζουν τα δευτερόλεπτα αλλού εσύ, αλλού η ποίηση γιατί κι η ωραία επαιτεία ζητιανεύει στον ύπνο της Θα βγούνε όλα στο φως τα καλοθρεμμένα σκοτάδια που τυφλώνουν την όραση τα επιληπτικά ποδήλατα θα πέσουν απ’ τον ουρανό και τότε να δεις τραυματίες σπασμένοι στίχοι με το κιλό - η πιο λευκή σελίδα κερδίζει - Η Μεταφυσική του Όντος με πνίγει. Ψάχνει διέξοδο στις αλάνες και στα πάρκα. Του αγοράζω ένα γλειφιτζούρι να το καλοπιάσω. Χάνεται απ’ τα μάτια μου. Το αναζητώ στα ράφια βιβλιοπωλείου, μου είπαν ότι πουλήθηκε. Γράφομαι σε σεμινάρια φιλοσοφίας, καμία ένδειξη. Ρωτώ τους υπερήλικες άνδρες, μου μιλάνε για θάνατο. Επισκέπτομαι τα νοσοκομεία, πήρε εξιτήριο. Το είδαν με τις βαλίτσες στο χέρι στο αεροδρόμιο, δεν πρόλαβα την πτήση.
Περίλυπος επιστρέφω σπίτι και σκέφτομαι. Τις χαμένες μέρες, τις ατέλειωτες νύχτες. Είχε δίκιο ο Παρμενίδης: «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι». Ώστε εδώ κρυβόταν τόσο καιρό; Υπομένω
το μαρτύριο της όσφρησης να μυρίσει ο αέρας απαγορευμένες σιωπές να γελάω με την πείνα μου Πείνα είναι η απώλεια του κατοικήσιμου ουρανού να ψάχνεις για αθανασία και να εγκυμονείς θάνατο Γι’ αυτό και μπορώ να ονειρεύομαι καρβέλια ξεροψημένων σύννεφων την Αλεξάνδρεια και την Ιθάκη όντας θνητός εξ ανάγκης Περαιτέρω διευκρινίσεις όταν βγω απ’ το σώμα μου Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που κρύβονται στο σώμα τους
βγάζουν ένα σακούλι δάκρυα απ’ τα σπλάχνα τους και τα χαρίζουν αφειδώς στους θλιμμένους. Ακροβατούν στην αερογέφυρα της ψυχής τους τις μεταμεσονύχτιες ώρες, όταν το φως της κάμαρας τρυπάει απ’ τους κραδασμούς του πόνου. Ζούνε σ’ ένα τεχνητό σκοτάδι, εκούσια επιλεγμένο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες για ενθύμια και μνήμες που έβγαλαν ρίζες απ’ την πολυχρησία. Παίζουν σκάκι με αντίπαλο κάποια σκιά και φορώντας ένα γκρι ουρανό για κεφάλι κάνουν σκέψεις για την ένταση της επόμενης βροχής. Μιλούν με τον αντίλαλο των κυττάρων τους και περιφέρονται σαν ζητιάνοι με σκισμένα ρούχα έξω απ’ το μέγαρο συνεδριάσεων της ζωής τους. Έχουν εξομαλύνει τη σχέση τους με το χρόνο και περιμένουν ένα τυχαίο γεγονός που θα τους απαλλάξει απ’ την παρουσία του. Κι όταν ωραίοι και μόνοι θα εγκαταλείπουν τον κόσμο μπαίνοντας σ’ ένα άλλο σώμα, αιώνιο και άφθαρτο όλοι οι θλιμμένοι της γης θα χειροκροτούν γιατί ξέρουν καλά τι σημαίνει το πέρασμα αυτό. ''Χρεοκοπία ιδεών'' (2014) Μέσα στην παρένθεση
ξανά ο άνεμος βαλτός μου δροσίζει την πλάτη Η θλίψη διαχειρίσιμη ενσωματώνεται στο φως μια ανάπαυλα είναι αυτή σκουριασμένα φωνήεντα με δυο χιλιόμετρα ήλιο μέχρι να τον διασχίσεις θα έχουν αλλάξει πολλά Πάντως εγώ υπερίπταμαι χωρίς αυτόματο πιλότο πάνω από τα ποιήματα Θα αρχίσω να αναπνέω
όπως οι στίχοι που έγραψα σελίδες καθαρού οξυγόνου κυρίως όμως σταγόνες αναπάντεχου φθινοπώρου Η αλήθεια είναι πως μετά την πρώτη ψυχρολουσία ξαναβρήκα τη φωνή μου να ορθώσω στο τίποτα έσπασα κάτι παγόβουνα κι έπιασα πάλι το στυλό Φταίει λίγο κι η μοναξιά που τρυπιέται με βελόνες αλλιώς θα κατασκήνωνα για πάντα στην Αλάσκα Συνεχίζω να τυφλώνομαι με αποπνιχτικές λέξεις |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|