Όποτε αλλάζει ο καιρός
ξεκουρδίζω τη θλίψη μου λέω, δεν μπορεί, θα ανθίσω λυπάμαι όμως αμέσως μετά που πούλησα το παρελθόν γιατί ο δικός μου θάνατος δεν έχει ήλιους και βροχές σύννεφα και ανεμοθύελλες με βάζει κάτω στο πάτωμα και με ποδοπατά όλη νύχτα Πολλές φορές πιάνομαι απ’ τα χερούλια των άστρων σαν μια ετερόφωτη λυχνία μα ύστερα, λέω, αλίμονο φέρτε μου πίσω το σκοτάδι να το φορέσω κατάσαρκα Ας μελαγχολήσουμε πάλι αφού τεκμηριώσαμε το γιατί
0 Comments
Στο ίδιο ξενοδοχείο μετά από χρόνια
Στο ίδιο δωμάτιο με το ίδιο κρεβάτι Η μόνη αλλαγή που παρατήρησα Ήταν μια λάμπα νέας τεχνολογίας Κατά τ’ άλλα, πουλιά στο πάτωμα Φεγγάρια στο βάθος του καθρέφτη Σκόνες χόρευαν πάνω στα σεντόνια Η φωνή σου κλεισμένη στην ντουλάπα. Στη μία βγαίνουν και τα φαντάσματα Σιγοκλαίνε σαν τα ορφανά βρέφη Με βλέπουν απ’ την κλειδαρότρυπα Κι εγώ γυμνός από συναισθήματα Αρπάζω ένα και το φορώ κατάσαρκα Στη ρεσεψιόν ακούγονταν ουρλιαχτά Ο αέρας τσάκιζε τους ευκαλύπτους Όλη η ζωή μου σε αναπαράσταση. Και στον τοίχο η ίδια μαύρη αράχνη Ύφαινε το πέπλο του θανάτου μου. Η τελευταία πράξη
φιλί κόκκινο υποδόριο αν το δεις να γίνεται αίμα ξήλωσε τις αρτηρίες άσε να ακούγεται μόνο ο σεισμός του οργασμού μετά βγάλε τις πιτζάμες επίλεξε το σωστό γκρεμό μήπως και δούμε ξέφωτο Να το πούμε πιο απλά: μπουχτίσαμε από έρωτα διψάμε για Μεταφυσική Ο στατικός χρόνος που γύρευα μου εμφανίστηκε σε κάτι φοιτητικές φωτογραφίες, ξεχασμένες σ’ ένα συρτάρι με βελόνες και κουβαρίστρες:
- Σε μια συναυλία των Κατσιμίχα στα Γιάννενα, την ώρα που κατέβαζα αλκοολικά φεγγάρια κι η φίλη μου με ξενέρωνε πίνοντας «Ζεστά ποτά». - Πρωτοετής με τα ψυχολογικά μου τραύματα στο σακίδιο, χωμένος ένα εικοσιτετράωρο στην παραλία του Μυλοπότα. Όταν γύρισα στην Αθήνα, είχα απωλέσει την εφηβεία μου. - Ανασκαλεύοντας παλιές μνήμες μια Κυριακή πρωί στο Μοναστηράκι, μέσα σε παλιατζίδικα και ακούγοντας Καζαντζίδη από έναν πειρατικό σταθμό. - Ένα απόγευμα του Γενάρη στην προβλήτα του λιμανιού μετρώντας τα πλοία που αναχωρούσαν για τα νησιά , γεμάτα φορτηγά και φαντάρους. Πάνω μου ο ουρανός έτοιμος να εκσπερματώσει χιόνι και στο βάθος ένας μικροπωλητής που τουρτούριζε. Τώρα ο χρόνος που μου απομένει δεν αποτυπώνεται σε χαρτί, παρά μόνο στους γκρίζους κροτάφους και στους σοβάδες του δωματίου. Αν δεν έχω να φάω λέξεις
βγαίνω νύχτα στο δρόμο να πενθήσω την ασιτία μου και μη νομίζεις ότι βολεύομαι με καμιά φέτα φεγγάρι οι πλανήτες δεν τρώγονται τουλάχιστον έτσι ωμοί έχω μπόλικους στο ψυγείο Άλλες φορές πάλι χορτάτος ξαπλώνω στο πάτωμα και πενθώ τη φλυαρία μου (πού βρέθηκαν τόσα επίθετα παρενθέσεις και ρήματα;) γι’ αυτό και τα συρτάρια μου είναι γεμάτα από ψαλίδια και κάθε είδους κοπτικά Τη φωνή μου δεν τη ζυγίζω σαν να ήταν σακί με πατάτες την αφήνω εντελώς ελεύθερη ν’ αδυνατίζει και να παχαίνει - άλλωστε ποτέ δεν έγραψα κατά παραγγελία ποιήματα - Είδα πολλούς ανθρώπους απ’ το βάθος τους.
Όπως είναι πραγματικά φανερώνονται μόνο όταν απελπίζονται . Τότε επιδίδονται σε μοναχικούς περιπάτους μπροστά από αστραφτερές βιτρίνες που σε καλούν να τις επισκεφτείς από κοντά. Μετά πηγαίνεις σπίτι κι ακουμπάς τα νεύρα σου στο τραπέζι . Τα πλένεις τα σκουπίζεις και τα ξαναφοράς σαν να ήταν ρούχα που ποτέ δεν παλιώνουν ενώ εσύ παλιώνεις κάθε φορά που ζητάς εξηγήσεις από τις βιτρίνες. Πολλών ειδών άνθρωποι γυρεύουν συντροφιά . Μην απατάσαι όταν τους βλέπεις να γελούν : στην ουσία εξοντώνονται από τις συνεχείς μυϊκές συσπάσεις στο βάθος του πυρήνα τους. Απομένει να δείχνεις κατανόηση … Κομμένα πόδια βαδίζουν ανάποδα
και τότε ακούς τον αντίλαλό σου αργότερα μαζεύεις λιωμένα δόντια Αυτό σημαίνει πέφτουμε στο στόμα του πιο ηλιοφώτιστου γκρεμού τα σκοτωμένα μάτια μου άνοιξαν εν τέλει βρέχει ο ουρανός μπογιά Τα χρώματα τα ρουφώ απ’ τη μύτη αίμα δεν έχει σήμερα – ορκίζομαι - έχει χιλιάδες εκτυφλωτικά κύτταρα και μονάχα μια σπασμένη αρτηρία που έκλεισε άρον άρον και αυτή Η αξονική του κόσμου είναι έτοιμη περιμένω την εκτύπωση κι ύστερα θα ξεκοκαλίσω όλα μου τα ποιήματα Κατά τη διάρκεια της βροχής
θ’ αγκαλιάσω δυο σώματα: το ένα νεκρό υπό προϋποθέσεις το άλλο ζωντανό με περιορισμούς. Κι όταν σταματήσει να βρέχει θα κρατώ δυο άδεια πουκάμισα με τον ιδρώτα των σωμάτων. Αρκεί το μεσοδιάστημα του ποιήματος να ορίζεται από δυο τριζόνια και μια τσουκνίδα.
Ο ρεαλισμός ως ρεύμα, ποτέ δεν ευτύχησε να εδραιωθεί. Πάντα παρεμβάλλονταν κάτι υπέρ που τον έπαιρναν φαλλάγι. Μέσα σ’ έναν ατροφικό στίχο θα βρεις όλες τις αντιφάσεις: να ξημεροβραδιάζεσαι σε καναπέ με λουλούδια και να πεθαίνεις σε χέρσο κρεβάτι. να σέρνεσαι στις παρυφές της ανυπαρξίας και να τη γλιτώνεις όταν η ζωή δείξει μεταμέλεια. να καμώνεσαι την αδιάφθορη βροχή ενώ πλησίον της ραδιουργούν τα σύννεφα. να μαγαρίζεις το μαύρο της σοκολάτας προσελκύοντας όλα τα πολύχρωμα ζωύφια. Κι όπως απλά ερχόμαστε Με άλλη διάσταση μένουμε Η παράσταση δεν τελείωσε Η πόρτα πάντα μισάνοιχτη Τον κόσμο αυτόν τον αίολο Θα τον ξαναβρείς στο χαρτί. Αν μπορέσεις να χωρέσεις σε πέντε λέξεις όλη την έρημο, θα πει ότι η ποίηση σε χρειάζεται ακόμη. Μην πατάτε πια το δρόμο
Του προκαλείτε τραύματα Απ’ το ρυθμικό βηματισμό Κι από κάτω όλοι οι νεκροί Υποφέρουν από πονοκέφαλο. Μέσα στο ποινικό μου μητρώο
φωλιάζουν κάθε είδους πουλιά ώσπου μια νύχτα τα είδα αθρόα να σκάβουν στο χάος για νερό Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πνιγώ στο σκοτάδι της αναρρόφησης ανακαλύπτω μια δεύτερη εκδοχή να δοκιμάζεις να πετάς γυμνός όταν η άνοιξη κλωτσά τις λέξεις Κάποιες φορές νιώθω στα χέρια τη διγλωσσία της γραφής μου άλλα να λες την ώρα του τοκετού κι άλλα την ώρα της αιμορραγίας Οι στίχοι σε γεμίζουν με ρόζους βγαίνεις το πρωί απ’ την εντατική στην κορύφωση του δράματος Με γερανό μεταφέρεται η θλίψη φοβάμαι να τη χρεωθώ ολόκληρη σας καλώ να βάλετε ένα χεράκι να ξεμπλοκάρει λίγο το ποίημα Όταν η ποίηση κερδίζει το λαχείο
κάποιες λέξεις χάνουν τη ζωή Ως εδώ σύντροφοι, τα παρατάω καταθέτω τη συλλογή μου σε σας ώσπου να τη διαβάσετε θα είμαι ένα δεκαδικό ψηφίο στον άνεμο τζάμι παλιού αστικού λεωφορείου Ανοίγω από σήμερα παρένθεση κι επισυνάπτω στην παραίτησή μου τέσσερα σύννεφα για μάρτυρες Γιατί αλήθεια, είναι ωραία η σιωπή όταν δεν έχεις άλλα παγόβουνα Κάτι συμβαίνει με τις αυταπάτες. Τις μακιγιάρουμε και μετά κλεινόμαστε στο δωμάτιο για τα περαιτέρω. Τη στιγμή που πρέπει τετραγωνίζουμε τη θλίψη και συλλαμβάνουμε τις αισθήσεις με τα κέρατα του ταύρου. Οπλοφορούμε κατά περίπτωση καθώς ο ρους της Ιστορίας γράφεται με μεγαλογράμματες σκιές. Άδεια μένει η θέση του μηχανοδηγού και η αυλή του πατρικού μου σπιτιού. Αλλά πάλι, λέω, δεν μπορεί, θα βρεθεί ο αντικαταστάτης γιατί η θάλασσα είναι πάντα η ίδια. Είτε μεσογειακή είτε ωκεάνια ξέρει να εκβράζει επαναστάτες. Κι η μυρωδιά του κατακαλόκαιρου μέσα στο Μάρτη το αποδεικνύει.
Κι εγώ θαυμαστής της εργασίας των μυρμηγκιών τους ρίχνω μερικά ψίχουλα. Μετά διευθετώ τις αποσκευές μου και ξυπνάω από τις αυταπάτες. Απορίας άξιον το βούισμα των λιμνών μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Αλλά κι αν ακόμη το ατελεύτητο πάθος μου δεν είναι σε θέση να αυτολογοκριθεί ελλείψει ωτοασπίδων, δεν είναι δα κι έγκλημα να καταθέτουμε λίγη Μεταφυσική μεσούντος του χάους. Άλλωστε, ποτέ μέχρι τώρα στην ανθρώπινη ιστορία δε χρειάστηκε να επέμβει ένας Θεός για να σώσει τα αυτονόητα, γιατί απλά δεν υπήρχε. Πάντα τα άπειρο εγκαθίδρυε αποικίες.
Η σοφία του κόσμου εναποτίθεται σε δυο λέξεις: νεκρά κύτταρα. Κατοικήσιμα ή όχι αδιάφορο. Όπως και να ‘χει, το καρκίνωμα της μνήμης μένει κι η παρατεταμένη ασφυξία. Δεν είναι ατμόσφαιρα αυτή. Θάνατοι με πηχυαίους τίτλους και αποδόμηση του μπλε. Ως αντιπερισπασμός το ζευγάρωμα των δελφινιών. Εγώ πάντως βλέπω τον Goya να απεικονίζει το βασιλιά της Ισπανίας σαν έναν κοινό φούρναρη. Παγκόσμια μέρα της Ποίησης
Σπάνιο είδος προς εξαφάνιση Απούλητες συλλογές στα ράφια Φτιάχνουν βουνό νεκρών λέξεων Έρωτας κάτω από γυμνό στίχο Συνουσιάζεται με μιαν αράχνη. Κάποτε θα μας διαβάσουν τυχαία Μια Κυριακή στο Μοναστηράκι Θα μας ξεφυλλίσουν στα γρήγορα Και θα σχολιάσουν με σαρκασμό: - Πόσο αδικημένοι είναι οι ποιητές Τους καταπίνει το μαύρο σκοτάδι - Πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι Που δεν τους ανακάλυψαν ποτέ. Κι έτσι όπως κατακεραυνώνεται το φρέαρ, βγαίνουν στην επιφάνεια όλα τα παλίμψηστα. Να γράφεις ερωτικά σημειώματα όταν εκατομμύρια ψυχές βασανίζονται, θέλει παλμούς ανεμοθύελλας. Από το πρώτο κιόλας λεπτό ο καθρέφτης γίνεται τζάμι, διπλής όψεως η μοναξιά διαπερνά ακόμη και τη μέλισσα. Ζητητέον εν τέλει το ρυάκι – της γης το υγρό έρεβος – με ό, τι κι αν σημαίνει αυτό για τα ελάχιστα εναπομείναντα καλοκαίρια. Να τρυγάς τη φεγγαράδα και να μαζεύεις όλα της τα ψέματα.
Ο αέρας καταμετρητής του περίπατου στον πάνω κόσμο: η απρόσμενη συνάντηση με τον Heidegger έξω από μια μπυραρία κι οι φυσαλίδες του Χρόνου στο ποτήρι που έμοιαζαν με την αμηχανία του Είναι πριν το πέρασμα στο Μηδέν. Επιπροσθέτως δεν είναι κι άσχημη ιδέα να μεθάς χωρίς καν να το γνωρίζεις. Μετά κλείσαμε την πόρτα κι ο καθένας το δρόμο του. Οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας σημειώθηκαν τυχαία.
Τα πάντα λοιπόν ελέγχονται μέχρι να αποκαλυφθεί ο πάτος κι ένα δυο κλαδάκια ουρανού με ακατέργαστα σύννεφα Ενίοτε και οι φθόγγοι της αμφισβήτησης όλων των ποιημάτων. Σήμερα σε είδα στη διαδήλωση
μ’ εκείνα τα στρογγυλά γυαλιά ακόμα δεν ξεμπέρδεψα μαζί σου Είναι τώρα μέρες που δε γράφω φταίει κι η άνοιξη που με λοιδορεί ο έρωτας είναι το καθεστώς τρόμου που βιώνουμε όταν πια χωρίζουμε τα υπόλοιπα θεωρίες συνωμοσίας Να υποθέσω πως με είδες κι εσύ πως πρόσεξες τα κομμένα μαλλιά είναι τρομερό να συναντιέσαι ξανά ύστερα από τόσα πολλά χρόνια στο Μοναστηράκι, στο ίδιο σημείο που συνήθως δίναμε τα ραντεβού Τα σουβλατζίδικα στη θέση τους ο πλανόδιος λαχειοπώλης εκεί μόνο η Ακρόπολη πιο θλιμμένη και κάτι πρόσφυγες που πεινάνε Μετά χάθηκες μέσα στο πλήθος κι εγώ έμεινα να χαζεύω ένα σκυλί που με κοιτούσε επίμονα στα μάτια Πληθυντικά ρήματα
Αδέσποτων στροφών Ροκανίζουν την κλίση τους Ουσιαστικά παντός καιρού Θύματα της πτώσης τους Ο ρόλος μου διακριτικός Σ’ ένα χαρτί ποτισμένο Με κονιάκ νεκρών αστέρων Μεθυσμένα κόμματα Παραπατούν στις λέξεις Αποπλανούν μια παρένθεση Στίχοι υπό προθεσμία Πηδούν απ’ το τετράδιο Ξαναγράφονται με μπογιά Συνθήματα στους τοίχους Ποιήματα του δρόμου Παράνομοι μετανάστες Χαράματα στο μεταγωγών Μέσα σε απούλητα βιβλία Επαναπατρίζονται βίαια Κι ο ποιητής στο εδώλιο Για παραμέληση της τέχνης. Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο
Στα ποιήματα που γράφω Δε φτύνεις τα κουκούτσια Ούτε καθαρίζεις το φλούδι Τα καταπίνεις ολόκληρα Το πρωί στα εφημερεύοντα Σου κάνουν πλύση ηθικής Με αρπάζει ο χρόνος
και με βουτάει σε δοχείο με κάτι μαύρα πουλιά αυτά συνεχώς τιτιβίζανε ώσπου πιάνω ένα απ’ το λαιμό «με ενοχλείς» του λέω αυτό άνοιξε την αγκαλιά του και με κατάπιε Στο ειρηνοδικείο μας περίμενε ο Θεός: από το πουλί έβγαλε τα φτερά και μου τα φόρεσε σ’ αυτό έδωσε τα ποιήματά μου Έκτοτε αλιεύω ιπτάμενες λέξεις Όπου κι αν κοιτάξεις
ανήλικα μάτια στον ήλιο σκληρές κουρτίνες μετά να τηρηθεί το πρωτόκολλο Κι όπως έσκαβα στο δέρμα με βρήκαν τα μεσάνυχτα να αφοδεύω ποτάμια λέξεις Όλα αυτά στο παρασκήνιο Στο προσκήνιο ο Καβάφης έσβηνε ένα ένα τα κεριά Τόσος ντόρος για την άνοιξη
κι ούτε ένα πράσινο φύλλο Το φως κατήφορος του σκότους λαμπαδιάζει με την πρώτη βροχή οι φίλοι μου είχαν κάποτε φτερά κι η ψυχή έναν αυτόματο πιλότο Έτσι, για την ιστορία τα αναφέρω μήπως και ξεκαρφώσω μνήμες οι νεκροί μονάχα με ζορίζουν λίγο Η επιδημία της άνοιξης φλερτάρει με κάτι ξεριζωμένα αγριόχορτα Ε λοιπόν, επειδή βαρέθηκα
δεν απαντώ πια σε ερωτήσεις του στυλ ποιος είσαι, υπάρχεις πόσο απέχεις απ’ τον ουρανό; Κι ούτε υποδύομαι το φιλόσοφο που θεωρεί την ανυπαρξία ζωή επειδή ερωτοτροπεί με τις σκιές Κατά βάθος διαθέτω αισθήματα και μια ποίηση αεροδρόμιο που απογειώνονται ετοιμοθάνατοι για να κρυφτούν στο υπερπέραν Τι άλλο θέλεις πια να μάθεις δεν καταλαβαίνεις ότι είμαι απών; Την άνοιξη δεν την εκτιμάς
αν δεν τη φορέσεις πάνω σου κι οπωσδήποτε νηστικός ειδάλλως μη διαμαρτύρεσαι που σε έβρεξαν τα σύννεφα Όπως και να δεις τις εποχές στο τέλος κάποιος πληρώνει εκ του αποτελέσματος κρίνεσαι όλα μα όλα έχουν ένα τίμημα γι’ αυτό ας περάσουμε απέναντι να δαγκώσουμε και λίγο φύση τόσα χρόνια μασούσαμε ιδέες Αν δεν κολλήσεις την άνοιξη στη σπονδυλική σου στήλη θα βλέπεις πάντα χιονισμένα τα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια Οι μεγάλες αλήθειες δε λέγονται
γιατί κονταίνουν από φθόνο δεν είναι δα και μικρό πράγμα να παίρνουν τη δόξα του άλλου Όλες οι αλήθειες, αγαπητοί μου κάνουν πάταγο όταν παλιώσουν πηδάνε από φωνήεν σε φωνήεν τρυπάνε τα πρησμένα σύμφωνα Δε συνηθίζονται ποτέ οι αλήθειες μονάχα κάτι ελάχιστα ψήγματα βρυκολακιάζουν τα μεσάνυχτα κι η φωνή τους γίνεται αγρυπνία Οι αλήθειες δεν είναι λίγες ή πολλές είναι η μία και μοναδική ανάγκη να πενθούμε δημοσίως τον έρωτα κι η ακροτελεύτια λέξη του θανάτου |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|