ΑΠΟΦΟΡΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Μέσα στο ποινικό μου μητρώο φωλιάζουν κάθε είδους πουλιά ώσπου μια νύχτα τα είδα αθρόα να σκάβουν στο χάος για νερό Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πνιγώ στο σκοτάδι της αναρρόφησης ανακαλύπτω μια δεύτερη εκδοχή να δοκιμάζεις να πετάς νεκρός όταν η άνοιξη κλωτσά τις λέξεις Κάποιες φορές νιώθω στα χέρια τη διγλωσσία της γραφής μου άλλα να λες την ώρα του τοκετού κι άλλα την ώρα της αιμορραγίας Οι στίχοι σε γεμίζουν με ρόζους βγαίνεις το πρωί απ’ την εντατική στην κορύφωση του δράματος Με γερανό μεταφέρεται η θλίψη φοβάμαι να τη χρεωθώ ολόκληρη σας καλώ να βάλετε ένα χεράκι να ξεμπλοκάρει λίγο το ποίημα ΑΞΟΝΙΚΗ Κομμένα πόδια βαδίζουν ανάποδα και τότε ακούς τον αντίλαλό σου αργότερα μαζεύεις λευκά δόντια Αυτό σημαίνει πέφτουμε στο στόμα του πιο ηλιοφώτιστου γκρεμού τα σκοτωμένα μάτια μου άνοιξαν εν τέλει βρέχει ο ουρανός μπογιά Τα χρώματα τα ρουφώ απ’ τη μύτη αίμα δεν έχει σήμερα – ορκίζομαι - έχει χιλιάδες εκτυφλωτικά κύτταρα και μονάχα μια σπασμένη αρτηρία που έκλεισε άρον άρον και αυτή Η αξονική του κόσμου είναι έτοιμη περιμένω την εκτύπωση κι ύστερα θα ξεκοκαλίσω όλα μου τα ποιήματα
0 Comments
Αφότου η θάλασσα καιγόταν σαν τσιγαρόχαρτο
κι ο οιωνοσκόπος σαβούρωνε όλη τη μεσαία τάξη κατέφθασε η νέα διχοτόμηση της ανθρωπότητας βουτηγμένη στις εκκρίσεις των γαστρικών αδένων πανευτυχής για το λιωμένο μολύβι που εκτόξευε έχοντας μια γρατζουνιά αποδιοπομπαίου τράγου έναν τρύπιο πνεύμονα κατάφυτο από κυψελίδες Με κοίταζες περίλυπο να ασκητεύω στο κορμί μου εξοστρακισμοί κυττάρων από την οπίσθια θύρα πάνω στο δέρμα να αποξηραίνω τα οδοφράγματα ρωτώντας συνεχώς τις εφημερεύουσες νοσοκόμες κατά πού πέφτει το παυσίλυπο της αμνημοσύνης Λίγο πριν αρχίσει η βροχή πάντα πνίγομαι
σε μια κόλλα ανακυκλωμένο χαρτί βάζω τη θλίψη για αυτόματο πιλότο κλειδώνομαι μέσα στο άδειο δωμάτιο βλέποντας στους τοίχους την εγκατάλειψη καθώς προχωρά η ώρα φυλλομετρώ αριθμούς συνθήματα που απώλεσαν τη δυναμική τους ετοιμάζομαι για μια γραμμική ολονυκτία ανυπεράσπιστος από θεούς κι ανθρώπους τακτοποιώντας στο συρτάρι νεκρά ποιήματα μιας εποχής που δε θέλω να θυμάμαι σβήνω τη λάμπα και επιδίδομαι στην πτώση καλώντας όλα τα διαθέσιμα ασθενοφόρα τοκίζω στο διηνεκές την οροφή των ονείρων μήπως και εισπράξω καμιά αναπηρική σύνταξη επιτρέπω το κυνήγι των κόκκινων ελαφιών δηλαδή του αίματος και των παραγώγων του δεν υπογράφω δηλώσεις μετανοίας και κατοικίας γιατί απλά λίγο πριν ξεκινήσει η βροχή μεταναστεύω εκεί που ποτέ δεν έχει βρέξει και πάντα στο τέλος ξυπνώ ξεκούρδιστος με μια στεγνή σφουγγαρίστρα στο πάτωμα κι ένα ανοιχτό βιβλίο νεοπλατωνικής φιλοσοφίας ενώ η γάτα δίπλα μου έχει λυσσάξει από την πείνα απολύτως βέβαιη ότι έμπλεξε με έναν θεότρελο. Λυπάμαι για τους ανθρώπους
που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο δίχως ταυτότητα και σημεία αναγνωρίσεως και πέθαναν μετά από μέρες χωρίς να παρευρεθεί κανείς στην κηδεία. Λυπάμαι για όσους χάθηκαν στις δαιδαλώδεις στοές της πόλης και ξέχασαν να επιστρέψουν σπίτι χωρίς να τους αναζητήσουν στο τηλέφωνο. Λυπάμαι για όσους βρέθηκαν παγωμένοι κάτω από το γεναριάτικο φεγγάρι και το πρωί απλώς το φορτηγάκι του δήμου τους περισυνέλεξε για τα περαιτέρω. Λυπάμαι για αυτούς που δεν έδωσαν σημάδια ζωής για καιρό και οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία από τη μυρωδιά του διαμερίσματος. Λυπάμαι για τα αθώα θύματα των πολέμων που θα μείνουν για πάντα αμνημόνευτα μέσα στην κρεατομηχανή της Ιστορίας. Λυπάμαι όμως και για μένα που ίσως βρεθώ κάποτε στην ίδια θέση. Καλάβρυτα 28-10-2019 Όσο μεγαλώνω χαζεύω με τις πάπιες στη λιμνούλα
διοχετεύω ηθική στα μελανιασμένα γόνατά μου δε σκέφτομαι καθόλου τις σπασμένες μου αρτηρίες ούτε τα ανεπίδοτα γράμματα που έμειναν αδιάβαστα παίρνω συνέντευξη από μια καθώς πρέπει κυρία (αυτή που μνημονεύω στο ποίημα «Αποτέφρωση») κατά πάσα πιθανότητα πάσχω από τσαλακωμένο ρομαντισμό ή συγκρούομαι με κάθε λογής παλαιομοδίτικα τρένα περιμένοντας να ανοίξουν τα κατηχητικά σχολεία να εξομολογηθούν όλα τα κλιμάκια της αντιτρομοκρατικής κι ίσως ο δεύτερος καταϊδρωμένος μου εαυτός επίσης αμφιβάλλω για τα καλοκαίρια των αποχωρισμών (δεν ήταν καθόλου αποχωρισμοί – μάλλον κηδειόχαρτα προεξαγγελτικά μιας επερχόμενης εκκωφαντικής παραίτησης) αλλά και για τα φθινόπωρα που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον πέραν των συνηθισμένων οριζόντιων βροχοπτώσεων το μόνο σίγουρο είναι η ματαιωμένη άνοιξη στο Πέραμα και το μούχρωμα που αναποδογυρίζει τις ψυχές όσο για τα τσιγάρα έχουν βγάλει από καιρό απαγορευτικό χαρμανιάζοντας οι καρδιογράφοι των νοσοκομείων κι οι ταξιτζήδες της διαδρομής Αεροδρόμιο – Σύνταγμα Όσο μεγαλώνω ακούω ντραμς τα μεσάνυχτα
τις χαρμολύπες βλέπω να στοιβάζονται στον νεροχύτη ύστερα τα αναλγητικά μουσκεμένα στον ουρανό κανείς δε μου έμαθε πώς αγαπάνε, όχι κατ’ ανάγκη τη ζωή εντός μου συστέλλονται τα σωθικά και διαστέλλονται οι ίσκιοι γνωμάτευσαν οι γιατροί τη μεταφυσική μου ήττα στα κάγκελα κι απόψε και στο πάτωμα η σφουγγαρίστρα να διαπραγματεύεται με τον υπερρεαλισμό υπάρχω άλλωστε και έξω από την Τέχνη με 520 καταστήματα αντιποιητικών και τον Μάρκο Αυρήλιο στη βιβλιοθήκη Όσο μεγαλώνω μεταναστεύω σε ακατοίκητα ημερολόγια του ’40 φιμωμένους αστεροειδείς και ληξιπρόθεσμα συμπεράσματα κάθε νύχτα στο Κρατικό Νίκαιας, όχι σαν ασθενής αλλά για να αγναντεύω το απέναντι σχολείο που κάποτε υπηρέτησα στις απαγορευμένες ταινίες σύννεφα της πρόωρης εφηβείας με ζαρτιέρες και ολίγη μελαγχολία και να που η αναζήτηση κατέληξε σε παιδοκτονία τέρμα τα ασθενοφόρα, τέρμα τα ράμματα κι οι εντατικές τα λογοκριμένα ποιήματα πάσχουν από μοναξιά κι από ένα χέρι για να τα ξαναγράψει Θέλω να μου επιτραπεί, επιτέλους, να μιλήσω
για τους οίκους ανοχής στο Μεταξουργείο για τα αυλακωμένα πρόσωπα των γυναικών και την μπόχα που βγαίνει απ’ τα πορνοστάσια μαζί με κάτι ξεθυμασμένα εμπριμέ σκυλάδικα για τους μαστουρωμένους οπαδούς των ομάδων που ξεχύνονται στην Κολωνού μετά τον αγώνα λογχίζουν κατάστηθα τη συννεφιά της Κυριακής σηκώνοντας στον ώμο την αμαρτία της νύχτας ύστερα οι φαντάροι αποτελειώνουν το σκηνικό πατώντας πάνω σε κάτουρα και σικέ βογγητά Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις πόρνες που καθηλώθηκαν σε ένα κρεβάτι ακρωτηριασμένες από τα βίτσια των ανώμαλων και πνίγηκαν στο βαθύ κόκκινο φως της λάμπας για τις άλλες που ουρλιάζουν στην Ακομινάτου κρατώντας χαράματα στα χέρια τους ένα μωρό για όσες κάνουν πιάτσα σε βρόμικα πεζοδρόμια υπό το αυστηρό βλέμμα της χαμένης νεότητας για Νιγηριανές που υποθήκευσαν το σώμα τους σε ένα STUDIO του μεταμοντέρνου οργασμού που βάραγαν υπερωρίες στα σπίτια της Ιάσονος ενώ έξω ακούγονταν ασθενοφόρα και περιπολικά για τη γάγγραινα που κουβαλούν στις ψυχές τους οι μορφωμένες καλλονές του ανατολικού μπλοκ που ψαρεύουν λιώμα πελάτες στην πλατεία Αυδή και τους μεταφέρουν σε ετοιμόρροπα ξενοδοχεία Για την απόλυτη εμπορευματοποίηση του έρωτα δίπλα σε σύριγγες και ακατέργαστη μαριχουάνα για αγγέλους εκφορτωτές της νοθευμένης δόσης καπνίζοντας νωχελικά τη μαυρίλα των ουρανών για τσαλακωμένα κορμιά στην είσοδο του μετρό αναμένοντας τον πρώτο συρμό για τον παράδεισο Ψεκασμένες βιβλιοθήκες σχολείων
αυτιά μαθητών, γλώσσες δασκάλων Στο προαύλιο σπασμένα φωνήεντα σμίγουν με αιμόφυρτους αριθμούς δηλώνοντας το ανέφικτο της γνώσης Έπεσα απ’ το μπαλκόνι
Με βρήκαν στο λαγούμι Να διαβάζω ποιήματα Επέτειος γενεθλίων μου Δεν ήθελα να ξαναγεννηθώ «Αφήστε με στο σκοτάδι» Τότε ξεκίνησε να βρέχει Ασφαλίτες με περίστροφα Ζητούσαν ποινικό μητρώο Δίπλα μια λίμνη τύψεων «Εγώ σκότωσα τον ήλιο Φέρτε τα μαύρα γυαλιά». Φρουροί συγκεντρώθηκαν Έξω απ’ την πολυκατοικία Κι ο δικαστής με το πούρο Μετά μου ξύρισαν τα γένια Κάτι άνθρωποι με μπότες Ποδοπατούσαν την άνοιξη Έκοψα τον ομφάλιο λώρο Και κολύμπησα στον δρόμο Βρέθηκα σε ένα σχολείο Οι μαθητές έπαιζαν μπάλα Με το κομμένο κεφάλι μου Στο τέλος απλά το έφαγαν. Κι όταν μπήκαν στην τάξη Απήγγειλαν αυτό το ποίημα Για τη σημερινή επέτειο. ''Υπό το μηδέν'' (2017) Μερικά πράγματα αφορούν το χάος
πάνω του θεμελιώνουμε τα σπίτια μας Να είσαι εδώ και χρόνια άστεγος και να σου ζητάνε οικοδομική άδεια Το ταλαίπωρο σώμα σου ασφυκτιά: τη μια με σπασμένη οδοντοστοιχία την άλλη με κηδεμόνα ρυθμιζόμενο Όπως κι αν το δεις, η ζωή είναι αλλού κι έχει αμέτρητες μυϊκές συσπάσεις Εκεί που αμαυρώνεις τον ουρανό μαζεύεις δίπλα σου κοπάδια άστρων με μια μοναδική πειστικότητα Και είναι απίστευτη η φωτεινότητα του κάθε λογής καταφρονημένου Αν εξαιρέσεις κάποια αγάλματα όλα τα υπόλοιπα χρειάζονται αγάπη “Ακτινογραφία θώρακος” ( 2019) Θέλω να μου επιτραπεί, επιτέλους, να μιλήσω
για την καντίνα εδώ και κάτι χρόνια στη Μαβίλη δίπλα στην αποστειρωμένη αμερικάνικη πρεσβεία και τον χαφιέ με το καπέλο που με παρακολουθεί πίνοντας ξενέρωτα φτηνά ποτά έξω από τον Λώρα κι εγώ απέναντι στο Flower να κοιτώ τη φοιτήτρια που ψάχνει απεγνωσμένα να γνωρίσει έναν εραστή - όχι βέβαια σαν εμένα που αποπνέω κουλτουρίλα - Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις στοιβαγμένες ψυχές στον κάδο της μοναξιάς εκεί που το πρώτο τροχοφόρο λακτίζει τη μέρα και που πίσω από τα βαριά τσιγάρα μετεωρίζονται αζήτητα σώματα στο φορείο κάποιου ασθενοφόρου για την καθιστική διαμαρτυρία του σαξοφωνίστα που νόμιζε πως οι ήχοι είναι πουλιά στα σύννεφα για τις αναιμικές ωδές της μεταμεσονύχτιας λύπης για τα φεγγάρια ολικής έκλειψης χωρίς μοντερνισμό που τριγυρίζουν ανήσυχα στη Βασιλίσσης Σοφίας χωρίς κανένα ίχνος ανταποδοτικής δικαιοσύνης Γι’ αυτή την έρημη χώρα που αιώνες ψυχανεμίζεται ανάμεσα στα καθώς πρέπει καλλιστεία της εξουσίας και στα χρονόμετρα των ντοπαρισμένων πολιτών της για τις ήττες που έγιναν νίκες και πλέον ξεχάστηκαν για μένα που το πρωί πάνω στα καλώδια των τρόλεϊ ισορροπώ χωρίς ποτέ να φτάνω στον προορισμό μου και που τη νύχτα θα επιστρέψω στην Πλατεία Μαβίλη Στη Δήμητρα Χριστοδούλου
Όταν βραδιάζει κοιτώ προς τα πάνω και είναι πια περασμένα μεσάνυχτα. Από την εντατική ανηφορίζουν ψυχές άλλες ντυμένες με κατάλευκο χειμώνα κι άλλες κουβαλώντας την ανυπαρξία μυρωδιές περιχαρακώνουν το σύμπαν διαπερνώντας και την ίδια την Ποίηση. Βαδίζω ατάραχος μέσα απ’ τα βουνά σαν μετανάστης που τα ‘χει χάσει όλα και δεν τον περιμένει καμιά πατρίδα. Υπόστρωμα χιονιού σκεπάζει τη χώρα τους μακρινούς γαλαξίες και τη μνήμη. Η θλίψη υποτροπιάζει καθώς ακούγεται η αντήχηση του τρένου των δώδεκα που μεταφέρει τα ακατοίκητα σώματα. Υπολείμματα σπασμένων κρυστάλλων ανάμεσα στα σύννεφα και στη μοναξιά κι οι λεπτοδείχτες σε ξέφρενη πορεία. Οι ώρες περνούν χωρίς κάτι αξιόλογο μια μονοτονία διαχέεται στον ουρανό προετοιμάζοντας το κατάλληλο έδαφος. Ακούω το τρίξιμο του κλειδιού στη θύρα με αθόρυβα βήματα μην ξυπνήσει κανείς εξαϋλώνομαι ενώ έξω λιώνουν οι πάγοι. Όταν τα φθινόπωρα διάβαζα Σαρτρ
και περπάταγα στους δρόμους της Κυψέλης καπνίζοντας άφιλτρα κομμένα τσιγάρα όταν ένιωθα στο πετσί μου τον Μεσαίωνα διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων - ήταν ωραίες εποχές για μαζοχισμό - μετά αγόραζα όλες τις ληγμένες κονσέρβες και τους πολιτικούς χάρτες της Αφρικής με τις δύσκολες σε προφορά πρωτεύουσες όταν τα συμπεράσματα εξάγονταν αυθαίρετα κάτω απ’ την πίεση του αλκοολούχου ποτού και τα πτυχία τσουβαλιάζονταν στο πατάρι όταν ο νεροχύτης γέμιζε με παραισθήσεις ένοχα μυστικά και ποιήματα χωρίς τίτλο - έξω έριχνε παχύρευστο κόκκινο χιόνι - όταν πήγαινα στην έκθεση βιβλίου για πλάκα χωρίς να έχω στην τσέπη ούτε μία δραχμή όταν από τη μεσοτοιχία άκουγα σκυλάδικα ή τη θεοσεβούμενη γειτόνισσα να πηδιέται με τον υπάλληλο του διπλανού φούρνου κι όταν το τέρας που είχα στα σωθικά μου με είχε φλομώσει στα προκάτ συνθήματα μπορούσα ακόμα να αφουγκράζομαι τη γη και να μεθώ με τα «Παραμύθια» του Μάλαμα Τώρα κοιτάζοντας ξανά το βιογραφικό μου μονάχα εκδιδόμενες λέξεις πόρνες ποζάρουν και χειμωνιάτικα απομεσήμερα στην ομίχλη Κρατάς στο χέρι το εισιτήριο
Δεν είχες ξαναδεί ηθοποιούς Ανήσυχος ο παπάς του χωριού Πιστεύει πως ήρθαν οι δαίμονες Οι θεατές με παγωμένη γκαζόζα Ακροβολίζονται στο καφενείο. Είμαι δειλός και κρύβομαι Πίσω απ’ την ευτραφή κυρία Αρχίζει τώρα η παράσταση Νομίζω ότι με χειροκροτούν Πριν από λίγο άλλαξαν έργο Κάπου το ξέρω το σενάριο Μου θυμίζει κάτι δικό μου Κρίμα που είμαι ξυπόλητος Με γρατζουνιές στο γόνατο Αλλιώς θ’ ανέβαινα στο πάλκο. Απέξω περνούσαν φέρετρα Πάνω σε στολισμένες άμαξες Πήδηξες με φόρα στην πρώτη Άρχισες να κουνάς τα γκέμια Τρέχω ανήσυχος να σε φτάσω Στον δρόμο μπανανόφλουδες Κι ανοιχτά κλουβιά με γορίλες Τρακάρεις σ’ ένα αυτοκίνητο Κατεβαίνει η πρωταγωνίστρια Και σε χαστουκίζει βρίζοντας. Εδώ τελειώνει απότομα το έργο Κι εγώ θα είμαι ο κομπάρσος Σε κάθε περιπλανώμενο θίασο Να κοιτώ με παιδική αφέλεια Το γρατζουνισμένο μου γόνατο Και να μην μπορώ να σε φτάσω. ''Υπό το μηδέν'' (2017) Τα ευρήματα του δωματίου λιγοστά. Ο ένοικος ετύγχανε ενδεής. Εγώ στη θέση του θα υιοθετούσα γάτες και θα προσέδιδα στο όνειρο ρεαλισμό. Μια ακατοίκητη ζωή ποτέ δεν είναι μετρήσιμη. Το δυστύχημα είναι να είσαι νάρκισσος και να μην υπάρχει καθρέφτης.
Συνεχίζω την ενδοσκόπηση. Ο υλικός κόσμος ένα θεόρατο πιθάρι του μελανόμορφου ρυθμού. Τις νύχτες έβγαιναν από μέσα οι καταπιεσμένες νεότητες και εντρυφούσαν στη χειρουργική. Γι’ αυτό και εκσφενδονίζονταν από το παράθυρο αιχμηρά εργαλεία. Το άρωμα του φεγγαριού μπορεί να σε παραπλανήσει. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός φωτεινού κήπου.. Με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την ανθοφορία του. Τα άγραφα του νόμου είναι πουλιά
στα σύννεφα εκτροχιασμένα και έντομα που φυτοζωούν στο δέρμα Κι αν θέλεις στη γη να ξεδιψάσεις μπάσε στη θλίψη σου λιμάνια και ήχους από οξύφωνα βατράχια Οι τρύπες του χάους να καταργηθούν ερπύστριες να σαρώσουν το ανέλπιδο στα ύψη η αρτηριακή πίεση ζωής Ξοπίσω μεταλλαγμένες πεταλούδες με ύφος δέκα και βάλε καρδιναλίων παίρνουν φαλάγγι την όποια αισθητική Το υπέρβαρο τοπίο ξελάφρωσε ασυγκράτητη τέμνεται η ωραιοπάθεια και βοσκάει το σύμπαν τη βαρύτητα α’
Εδώ στον Βόλο βρέχει. Απέραντα χιλιόμετρα μοναξιάς. Η Ποίηση σε αναμονή κι η άνοιξη μια παρατεταμένη ψευδαίσθηση. β’ Δεύτερη μέρα στον Βόλο. Στα τσιπουράδικα ο χαμένος παράδεισος. Βλέπω τις τοιχογραφίες του Θεόφιλου. Με πνίγουν τα χιονισμένα βουνά. Ο Παγασητικός στην ομίχλη. Η νύχτα σε πλήρη οργασμό. γ’ Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη μοιάζει με λέξη βουτηγμένη στο αίμα. Ο Βόλος ό, τι είχε σου το έδωσε. Τώρα κλείσε τα παράθυρα, κατέβασε τα ρολά και άνοιξε την ντουλάπα να βγούνε οι σκελετοί. Το πιο πικρό ποτήρι δεν το ήπια
διστάζω να πω περισσότερα έχασα και δυο δάχτυλα τελευταία έτσι συνεχίζω να ασκούμαι στην υπερπήδηση της λύπης μου αυτό προϋποθέτει λίγο χρώμα και μερικές σταγόνες ρεαλισμού Κι όλα αυτά πάνω σ’ ένα χαρτί με λέξεις αρκούντως χαλαρές και την αλήθεια στη διαπασών Μετά θα ξεζουμίσω το σύννεφο κι όταν μπει επιτέλους η άνοιξη θα πιω μονορούφι το πικρό ποτήρι Η πιο λευκή ουτοπία κερδίζει την αθανασία
ο πιο λευκός θάνατος παπούτσια ορειβασίας Όσο κι αν δοκίμασα να κακοποιήσω τη ζωή έπεφτα συνέχεια σε καλοκαιρινά φεγγαρόφωτα μετά τραβούσα από το αυτί όλα τα παγόβουνα Πάντως η λευκότητα που σας έλεγα πρωτύτερα γεννά τα αυγά της σε καταθλιπτικό περιβάλλον εξ ου τα σκοτάδια των περισσότερων στίχων μου Δεν απολογούμαι καθόλου, απλά αναρωτιέμαι γιατί βλέπω ολόκληρη την Ποίηση ασπρόμαυρη I
Τα επιπόλαια χιόνια χόρεψαν πολύ σήμερα πάνω στο ξερό δέρμα, μπήκαν στα νύχια και κατασκήνωσαν σε μάρμαρα λεκιασμένα βάφοντάς τα μ’ ένα χρώμα αθανασίας. Όλα αυτά τα είδαμε και χαρήκαμε: επιτέλους το βρώμικο παρόν ξεπλύθηκε τώρα μπορούμε να ρίχνουμε βέλη ειρήνης και να χαράζουμε πάνω σε πάγους τα συνθήματα τα ταπεινά. (Αθήνα, 1986) ''Ανάπηροι δρομείς'' (2012) Μα τι τέλος πάντων συμβαίνει
ποια η προέλευση του θορύβου και το υλικό της σιωπής; Ωσάν να έψαχνα καταφύγιο να γλιτώσω από τα βάσανα έσπασα όλα τα χρονόμετρα και ορίστε τα αποτελέσματα: η ύπαρξη ποικιλοτρόπως μόνη εγκλωβισμένη στο ασανσέρ πατάει το κουμπί κινδύνου Κι οι ένοικοι κι αυτοί μόνοι ανταποκρίθηκαν αστραπιαία κι έτσι γίναμε συνάθροιση μια φαινομενικής εκεχειρίας Πίσω βέβαια απ’ τους τοίχους η ίδια μονότονη μελαγχολία πανομοιότυπες κοφτές ανάσες περιμένοντας να ξημερώσει Μια διακοπή του ρεύματος θα επανέφερε την κανονικότητα Όνομα δεν είχε πια
μόνο μνήμες στην τσέπη ίδια διαδρομή καθημερνά Μοναστηράκι - Εξάρχεια έπεφτε χιόνι από ψηλά σκελέτωναν οι νεραντζιές ζούσε τον δικό του Εμφύλιο Δεκέμβρης όπως παλιά στον δρόμο νεκρά φύλλα η πλατεία παγοδρόμιο. Πάντοτε με ένα κονιάκ καυτηρίαζε τον ουρανίσκο ξερίζωνε το παρελθόν πνίγοντας με το κασκόλ τα ατροφικά του μάγουλα. Ένα σκυλί ακολουθούσε γάβγιζε χωρίς κάποιο λόγο κι έπεφτε από ψηλά χιόνι ίσως και χαρτοπόλεμος (αδυνατώ να τα ξεχωρίσω) Και όταν τον πλησίασα άρχισε γρήγορα να λιώνει όπως όλοι οι χιονάνθρωποι που δεν έχουν κανένα μέλλον. Στο μεταξύ μηρυκάζω τον ήλιο
κι είμαι υπεύθυνος για την έκλειψη. Αεροπλάνα γαντζώνουν τον ουρανό. Μονίμως τα δυο χέρια μου ίπτανται. Δεν υπάρχει πιο μονότονη στάση. Σιγά – σιγά ανακαλύπτω τον ίλιγγο και πέφτω στη χαοτική του τρύπα. Η μνήμη το εισιτήριο στην κόλαση. Δεν αναλύω άλλο, όλα προβλέψιμα. Ακόμα κι ο εντοπισμός του χάους. Ό, τι κατατρώει τη μέσα μου σάρκα προκαλεί ένα βίαιο χασμουρητό. Μαύρες σοκολάτες σαν τα σπλάχνα και το ποίημα τεχνητός δορυφόρος. Μετά την εκτόξευση ανοίγω μπύρες για να γιορτάσω την εξαΰλωσή μου. Πενθώ τα ποιήματα του τίποτα
γιατί ξέρουν καλά πως δε γλιτώνουν από το αναπόφευκτο της ανυπαρξίας Μα περισσότερο πενθώ το τίποτα γιατί δεν έχει ούτε έναν στίχο να δώσει Κάποτε θα φυτρώσουν στον κήπο ξυράφια. Ο τενεκές κάτω από τη βρύση θα γεμίσει πέτρες. Εκ του αποτελέσματος κρίνονται τα πάντα. Και ειδικά τον Μάιο που ανθίζουν οι αλήθειες.
Οι λέξεις, αν τις καλοκοιτάξεις, είναι μια εξαιρετική περίπτωση αυτοκαταστροφής. Μόνο που κοστίζει η γραφική ύλη. Και πού να εκτρέψεις μετά τις ευαισθησίες σου; Πάντως, έχουν δίκιο οι κάθε λογής γυρολόγοι, που εξηγούν τα φαινόμενα με έναν απίστευτο κυνισμό. Και δεν έπιασαν ακόμη οι ζέστες. Σκέψου να ήσουν η ταχύτητα του φωτός κι ο Ιούλιος μεσοχείμωνα. Κι αυτή η πράσινη του λιβαδιού τσόχα που χαρτοπαίζουν όλα τα μηρυκαστικά του σύμπαντος. Σ’ αυτά τα μέρη κυκλοφορούν μόνο αστροναύτες και κατά καιρούς, αθόρυβες ροζ μέλισσες. ήσυχη τη συνείδησή μου, τουλάχιστον όσον αφορά τα μικρά. Για τα μεγάλα, ας επιληφθούν οι αρμόδιοι. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|