Στη Δήμητρα Χριστοδούλου
Όταν βραδιάζει κοιτώ προς τα πάνω και είναι πια περασμένα μεσάνυχτα. Από την εντατική ανηφορίζουν ψυχές άλλες ντυμένες με κατάλευκο χειμώνα κι άλλες κουβαλώντας την ανυπαρξία μυρωδιές περιχαρακώνουν το σύμπαν διαπερνώντας και την ίδια την Ποίηση. Βαδίζω ατάραχος μέσα απ’ τα βουνά σαν μετανάστης που τα ‘χει χάσει όλα και δεν τον περιμένει καμιά πατρίδα. Υπόστρωμα χιονιού σκεπάζει τη χώρα τους μακρινούς γαλαξίες και τη μνήμη. Η θλίψη υποτροπιάζει καθώς ακούγεται η αντήχηση του τρένου των δώδεκα που μεταφέρει τα ακατοίκητα σώματα. Υπολείμματα σπασμένων κρυστάλλων ανάμεσα στα σύννεφα και στη μοναξιά κι οι λεπτοδείχτες σε ξέφρενη πορεία. Οι ώρες περνούν χωρίς κάτι αξιόλογο μια μονοτονία διαχέεται στον ουρανό προετοιμάζοντας το κατάλληλο έδαφος. Ακούω το τρίξιμο του κλειδιού στη θύρα με αθόρυβα βήματα μην ξυπνήσει κανείς εξαϋλώνομαι ενώ έξω λιώνουν οι πάγοι.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|