Σε τέτοιους βυθούς
υπάρχουν ατέλειωτα χρυσάνθεμα αρκεί να έχεις βγάλει στη σέντρα τις παπαρούνες * Φυσικά και δεν πτοούμαι· έριξα όλο τον υπερρεαλισμό στη χύτρα της κουζίνας τώρα αν θα πήξει το φαγητό εξαρτάται από τη λογοκρισία * Η καλή-κακή μέρα φαίνεται από το βράδυ: κατά πόσο δηλαδή το σκότος υπερτερεί των λαμπυρίδων * Θαύματα δεν παράγονται έτσι θέλει καμικάζι αντανακλαστικά κι ένα μυαλό οδοστρωτήρα * Τον προηγούμενο καιρό συγκατοικούσα με τον φόβο αυτού που δεν ήθελα να έρθει Τώρα που άλλαξα διαμέρισμα αναρωτιέμαι αν ήρθε ποτέ αυτό πού διακαώς ποθούσα
0 Comments
Μεταξύ του γκρίζου και του λευκού
προτιμώ τα εμπριμέ τραπεζομάντιλα. Δηλαδή πάλι ξεκινήσαμε λάθος κι άντε μετά να μιλήσεις ψιθυριστά. Αυτό δεν είναι καν δικαιολογία αλλά μια πληρωμένη απάντηση. Χρειαζόμαστε επειγόντως ναυαγούς και ένα ανύπαρκτο σχέδιο πλοήγησης. Στον θάνατο χτυπάμε κάρτα από τα πιο άγρια χαράματα δεν υπάρχει καμιά μεσοβέζικη λύση. Εξίσου προβληματικό είναι και το κενό. Ο πραγματικός ίλιγγος του χάους. Ένας έμπειρος ταχυδακτυλουργός θα το χειριστεί με νηφαλιότητα βγάζοντας κομήτες απ’ το καπέλο του. Όμως ο τυχαίος αναγνώστης θα ρίξει τις ευθύνες στον σελιδοδείκτη. Τελικά έχουν δίκιο οι vegans που υπερασπίζονται τα αυτονόητα. Αυτή η εξιστόρηση του εγώ
είναι που θα μας φάει ύστερα βγαίνουν οι αλήθειες από τον φωταγωγό κι από συνήθεια τις πιστεύουμε τίποτα δεν προμηνύει θύελλα μετά τραβάς το καλώδιο κι αρχίζει η περισυλλογή το θετικό της υπόθεσης είναι η αποδόμηση του μυαλού - αυτό κι αν σηκώνει συζήτηση - Τελευταία πάντως δε με παίρνουν στα σοβαρά ούτε οι ίδιοι μου οι στίχοι Στον Σωκράτη Μάλαμα
Πάντα μόνοι γυρνάμε τα ξημερώματα έξω από σπίτια με βαριά κουδούνια που κάποτε περάσαμε το κατώφλι τους. Πάντα μόνοι πλαγιάζουμε σε άδεια κρεβάτια την ώρα που η βροχή υγραίνει τους ύπνους μας ανασαίνοντας αργά και βασανιστικά. Μόνοι στα πάρκα και στις λεωφόρους τα ίχνη μας αφήνουμε στα πεζοδρόμια με βήματα ανάπηρα και νωθρά. Μόνοι στις εξοχές τα καλοκαίρια στις παραλίες κάποιων άγονων νησιών κοιτάζοντας τα πλοία να βουλιάζουν βαθιά στα κύματα. Ερχόμαστε και φεύγουμε μόνοι γιατί σκληρές εξουσίες αποδομούν τα όνειρα και μας αφήνουν γυμνούς, χωρίς οίκτο πεταγμένους στους τέσσερις ορίζοντες ριγμένους στην πυρά μιας πρόωρης γήρανσης. ''Χρεοκοπία ιδεών'' (2014) Κι όταν συνηθίσουν τα δάχτυλα
να βουτάνε στο μαύρο σκοτάδι πάει να πει πως απαγκιστρώθηκα από τα χιλιοφορεμένα σουξέ Τραβώντας μετά το καλώδιο εκρήγνυται όμορφα το σύμπαν (να ‘ξερες τι σου ‘χω για φινάλε) Πάντως θεωρώ μεγάλο ατόπημα την προσελήνωση σε λευκό χαρτί - βάλτε και λίγο κίτρινο χρώμα να λαμπαδιάσουν τα σύννεφα - Κανονικά θα ‘πρεπε τόση ώρα να μου είχε αφαιρεθεί ο λόγος να μιλήσει και κανένας ειδικός (αστροναύτης ή ωρολογοποιός) Το συμπέρασμα σε άλλο ποίημα Υπάρχουν μικρές στιγμές στο σώμα σου
Βουτηγμένες σε υδράργυρο θερμομέτρου Ώρες κολλημένες με μονωτική ταινία Στις ρωγμές του ιδρωμένου καλοκαιριού Περιμένοντας στο λιμάνι να προσδέσει Γενναιόδωρο το πλοίο της επιστροφής Αλάτια στο πρόσωπο και λίγη ομίχλη Κλειδωμένη καλά μέσα στις αποσκευές Και τα ζευγάρια οκλαδόν στην προβλήτα Ν’ αποχαιρετούν το τελευταίο φεγγάρι. Να πεθαίνεις κάθε χρόνο Σεπτέμβρη Δεν είναι ποτέ μια εύκολη επιλογή Και οπωσδήποτε καθόλου τυχαία Κι αυτό που μένει πάνω στα τραπέζια Είναι κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες Να διεκδικούν μια θέση στο άλμπουμ Δύο κουτάκια μπίρας μισογεμάτα Γιατί ήθελες να φιλιόμαστε ξεμέθυστοι Και το συνεχές λάλημα του πετεινού Που σε έκανε να ξυπνάς τρομαγμένη. Υπάρχουν στιγμές που δεν έχεις σώμα Θα ανέβεις στο πλοίο σχεδόν αόρατη Κι εγώ θα κοιμάμαι με ένα αντίγραφο Και το άρωμά σου στα λευκά σεντόνια. ''Υπό το μηδέν'' (2017) Οι γυναίκες των ποιημάτων μου
Όταν με έβλεπαν άλλαζαν δρόμο Κρύβονταν σε λεκτικά σχήματα Σε παρενθέσεις και εισαγωγικά Πάντα βιαστικές και ακατάδεχτες Χάνονταν στη βουή του πλήθους Κι έμενε στο χαρτί το άρωμά τους Οι γυναίκες των ποιημάτων μου Μάλλον δε με αγάπησαν ποτέ Άρχισε να βρέχει απ’ τα χαράματα
Μάνα εξ ουρανού για τους κήπους Κι ο πατέρας με ρούχα της δουλειάς Ανάβει ένα τσιγάρο να ξαποστάσει Επίσημη υποδοχή του φθινοπώρου Στη γειτονιά με τα λιωμένα σπίτια Απ’ τις φετινές ζέστες τ’ Αυγούστου Θάμπωσαν τα τζάμια των αμαξιών Και τα φώτα ξεκοιλιάζουν τη μνήμη Ο θάνατος συγκαταλέγεται σ’ αυτήν. Νεκρός απ’ την προϊστορική εποχή Δε θυμάσαι τις χάλκινες πανοπλίες Τα κουφάρια των νέων στρατιωτών Σκορπισμένα στα πεδία του πόνου Τον γιο σου που έβλεπε τα καράβια Να ξεφορτώνουν το αβέβαιο μέλλον Πέθανες από τότε άγνωστες φορές Κηδείες με στεφάνια και επισήμους Κι άλλες που έμειναν στα αζήτητα Μα πιο πολύ κηδείες αγνοουμένων Με ταυτοποίηση μονάχα της ψυχής. Εν πάση περιπτώσει τώρα πάλι ζεις Και βγήκες με ρούχα της δουλειάς Να ξανακερδίσεις το μεροκάματο. ''Υπό το μηδέν'' (2017) Όπως πάντα να γράφουμε ποιήματα
να συνηθίζουμε κάπως με τη λύπη τη φωνή μας εξασκώντας στο κενό μ’ άλλα λόγια να συρράπτουμε φόβο και κυρίως μεταμεσονύχτιες κραυγές Ειδάλλως ας επιστρέψουμε στο φως στις πασαρέλες των φωτομοντέλων Ας μην ταλαιπωρούμε την ποίηση υπάρχουν δεκάδες άλλοι τρόποι να βγάλει κανείς τα εσώψυχά του Υπό την προϋπόθεση να φυσήξει λίγο. Αλλιώς ο χρόνος πελαγοδρομεί σε φάλτσους αιώνες. Έπειτα ποιος ακύρωσε τον θάνατο hic et nunc? Και μην ακούτε τη νεότητα που σφαδάζει αβοήθητη. Γιατί ποτέ η ανθρωπότητα δεν είχε ηλικία. Μετά είδα τη νύχτα να παίζει τυφλόμυγα με καμιά δεκαριά παραθεριστές. Όπως και να το δεις, η σκέψη του ελάσσονος καλοκαιριού αρκεί να σπάσει τους πάγους. Κι επειδή ακόμη το σεληνόφως είναι υπό διωγμό, σκέφτηκα να αποδομήσω την ποίηση. Ο Ιούλιος δεν ήταν ποτέ βολικός με την τέχνη. Στα παραθαλάσσια θέρετρα ευδοκιμούν τα ξυράφια. Αυτά που χαρακώνουν τις συμπτώσεις. Όπως σήμερα που σας μιλώ.
Ο συνομήλικος πλανήτης αιμορραγούσε
έτριζαν τα οδοφράγματα του καλοκαιριού μετά πέρασε το τρόλεϊ και τα ισοπέδωσε Αυτές τις μέρες σκεφτόμουνα τη φθορά που άφησε πίσω του αυτός ο καύσωνας κι αν οι ψυχές επιπλέουν στον υδράργυρο Όπως ο ουρανός λίγο πριν τη μαυρίλα του λύνει τις πιο δύσκολες φωτεινές εξισώσεις και το άδειο σταχτοδοχείο επαναπαύεται Ηχούν οι σάλπιγγες των νέων κοριτσιών κι εγώ επωάζω στα κίτρινα χαρτιά μου μια ακραία μετεωρολογική κατάσταση Η αλήθεια έχει πολλές αναγνώσεις
και πρέπει να σπάσεις τους κωδικούς αλλιώς μπαίνεις στη λογική του χάους διαβάζοντας χειρόγραφα πεπαλαιωμένα Και πρέπει να αφανισθείς πολλές φορές ώσπου να ακούσεις τη φωνή σου να ηχεί γιατί το σκοτάδι δεν έχει απομιμήσεις μονάχα βασανισμένα το πρωί ποιήματα Το συμπέρασμα έχει πολλές αναγνώσεις
copy paste και μετά στο καλάθι αχρήστων που μ’ ένα «βάλτο» νόμιζες πως θα με ρίξεις κι όπως πληροφορούμαι χάθηκαν τα κλειδιά μαζί με τα αξεσουάρ της δήθεν λογοκρισίας Τώρα αναπολώ τα ξεκούρδιστα πορτοκάλια μιας ντεμοντέ ακρωτηριασμένης νεότητας από τα Χαυτεία μέχρι την πλατεία Αμερικής σύρριζα να με πλαγιοκοπούν τα αυτοκίνητα εκπέμποντας τα πιο οικολογικά καυσαέρια Ένα οικοδομικό τετράγωνο στην εντατική Στην αίθουσα του κατάμεστου δικαστηρίου, μια γυναίκα εκλιπαρούσε για Τέχνη. Κι όπως οι δικαστές ξεδίπλωναν τις ερωτήσεις τους και ένιωθες ότι δεν είχαν διαβάσει ποτέ Παπαδιαμάντη, εμφανίστηκε ένας μάρτυρας υπεράσπισης απαγγέλλοντας Λειβαδίτη. Κι εκείνη από ένστικτο κατάλαβε πως θα αθωωθεί.
Οξυδερκής μνήμη μόνο για προσάναμμα
έτσι που την κατάντησαν οι αγρυπνίες κι απέτυχαν να την εκφράσουν οι λέξεις Να εφαρμοσθεί ο νόμος του σύμπαντος οι μεταφυσικές βόλτες στην Καλλιδρομίου χαράματα με τα χέρια στις άδειες τσέπες Και η άνοιξη να αφήσει τα οδοφράγματα και να ασχοληθεί επιτέλους με το εφικτό Στα σωθικά μου χιονίζει λάσπη
κι ο τυφλοπόντικας της γειτονιάς παίρνει σβάρνα τα οινομαγειρεία Κάποτε τα κεριά θα σβήσουν αθόρυβα θα βγω απ’ την κρυψώνα χορτασμένος και πιωμένος να ζήσω μια δεύτερη εφηβεία εκδιωγμένος από τον παράδεισο Και από τη συντέλεια γεννιέται η σωτηρία. Μόνο που δεν τολμώ να τη σκεφτώ ακρωτηριασμένη.
Υπάρχουν μερικές συμπτώσεις που δεν αφορούν κανέναν. Λόγου χάρη να συναντήσεις στον δρόμο τη ζωή κι αυτή να σε προσπεράσει. Και να νομίσεις πως έζησες μέχρι τα βαθιά γεράματα. Η χορεύτρια θα παραμείνει εκστατική κοιτάζοντας το φεγγάρι. Το πρωί ξυπόλητη θα παραδώσει το πνεύμα. Δύο πράγματα στοιχίζουν ακριβά: οι πίνακες του Picasso και το φωτοστέφανο της αιωνιότητας. Κι αν είσαι μπατίρης, βολεύεσαι με λίγο μπλε ουρανό. Το αποκορύφωμα της σοφίας είναι να την αγνοήσεις τελείως. Και να καταχωνιάσεις τα βιβλία σου στην ντουλάπα με τα ρούχα. Γιατί κι η νεότητα πάσχει από γηρατειά. Κυρίως, όταν ανακαλύπτει τον θάνατο στη ταχύτητα της ασφάλτου. Όπως το κεφάλι που γέρνει
και το κοιτούν κοράκια μετά πίνει νερό απ’ τα χάη κι ο ήλιος αλλάζει πλευρό έτσι που η άνοιξη χλευάζει την οποιαδήποτε παραφωνία και τα μικρά κορίτσια γυμνά πνίγουν το ουρλιαχτό τους Όπως το μολύβι που λιώνει δίπλα στα ξερά χαμομήλια ανάμεσα στο καυσαέριο κι η Αίγινα μπαταρισμένη ακροβατεί στο ελάχιστο με τα ωάρια στη θάλασσα και το φως στη θερμοκοιτίδα Η φωνή μου πτώμα βυθού επιμένει να με γρονθοκοπεί ψάχνοντας υγρούς φθόγγους ύστερα επωάζει ενεστώτες που κλίνονται απνευστί στο τέλος αμολάει το σκυλί κι όλα γίνονται έρεβος Ο δρομέας από τη Σπάρτη σκόνταψε σ’ αυτό το ποίημα Ξάφνου μια χήνα με αργό βηματισμό
στάθηκε στην πύλη του στρατοπέδου κι ο ιδρώτας κύλησε απ’ τον ουρανό μπαίνοντας στο δέρμα των φαντάρων Η ιστορία της γης ένα τραπεζομάντιλο απλωμένο στο σκοινί της αιωνιότητας με σχεδιασμένες φλέβες στο ύφασμα έξω βαθιά μεσάνυχτα και περιπολίες Κι όμως υπάρχει πέρασμα στο φως αρκεί να ξεζουμίσεις την ειμαρμένη και το λαθρεμπόριο της μεταφυσικής ασχέτως αν ο χρόνος σε χλευάζει Με το όπλο επ’ ώμου βαδίζω σκυφτός μέσα απ’ τον λαβύρινθο της Ιστορίας. Ούτε που το σκέφτηκα αλλά να
είπα να ανακαινίσω τον ουρανό γι’ αυτό εκλιπαρώ τη Φιλοσοφία να στοχοποιήσει τη σκέψη μου. Και δε μιλάω για κάτι εξισώσεις που λύνουν μόνο οι ψυχοπαθείς επειδή υπάρχουν και εξαιρέσεις για παράδειγμα ένας πνιγμένος που είδε όλα τα δεκαδικά ψηφία να στροβιλίζονται στα κύματα και τον άγνωστο χ στη βάρκα. Δεν είμαι πλέον αναποφάσιστος κάθε συμβάν είναι αυθύπαρκτο τουτέστιν προέκυψαν εξώγαμα που απεχθάνονται το κήρυγμα. Έτσι όπως τα είχα υπολογίσει οι κλειδούχοι έξω απ’ τη θύρα διακατέχονται από νεποτισμό. Η άνοιξη θα μπορούσε να ήταν
το άρωμα της σελήνης χαράματα ή ένα μικρό κατάλευκο δωμάτιο Κάποτε παίζαμε στις πλαγιές με τα αετώματα του σύννεφου πιάναμε τις βροχές απ’ τα μαλλιά μαζί με σκουριασμένες λαμαρίνες αναθυμιάσεις καλοσύνης ηχούσαν κι έτρεχαν τα έντομα να κρυφτούν στα παλιά βαγόνια του σταθμού Η Αλόννησος και η Σαντορίνη δυο βράχια σπασμένο πέλαγος ξαδέλφες τους η Αστυπάλαια μετά έγιναν αντικατοπτρισμός Τελευταία αφήνω τη Σαλαμίνα το αποπαίδι του κάθε χάρτη που δίνεται για αντιπαροχή Ο θάνατος δεν είναι δίγλωσσος εμείς τον απομυθοποιούμε Όταν λες διανοούμενος
και εννοείς ξιφομάχο βγάζεις αμέσως τα γυαλιά και κλείνεις το βιβλίο Δεν μπορώ νυχτιάτικα να βασανίζομαι με λέξεις προτιμώ λίγα αίματα να στάξουν στο σεντόνι Άλλωστε εδώ και χρόνια ζούμε στον Μεσαίωνα (τι να σου κάνει η Τέχνη;) Είμαστε σφρίγος πικραμένων σωμάτων
που παίζουνε πιάνο κάτω απ’ τη βροχή περιμένοντας κάποιες καλές ειδήσεις. Από μέρες τα υπερωκεάνια σφυρίζουν και δεν έχουν κανένα πια ενδιαφέρον τα επιπλωμένα δωμάτια του βυθού. Η σκουριά στροβιλίζεται στα κύματα τεράστια όστρακα ανοίγουν και κλείνουν καταπίνοντας τους διασωθέντες ναυαγούς. Προς το παρόν φορώντας μακριά ποδιά καταπιάνομαι με το σερβίρισμα φυκιών. Σε καρέκλα τρέχω τα τελευταία μου χιλιόμετρα.
Κάτι φωτοτυπίες με κοιτούν αποκαρδιωτικά. Έχω πλήρη ορατότητα της αυτοκτονίας μου. Άλλες φορές πάλι πέφτω σε βαθιά περισυλλογή. Στον τοίχο ανάποδα παρελαύνουν οδοφράγματα. Το οινόπνευμα κυλάει μαρτυρικά στον οισοφάγο. Διαρροή μιας ανεπαίσθητης εγκεφαλικής τρέλας. Μόνο τα μαλλιά μου διασώζονται απ’ την παρακμή. Κι ο κρεμασμένος σκύβει να δει απ’ το παράθυρο το περιπολικό της τροχαίας που τον καταδιώκει. Click here to edit Παγκόσμια ημέρα της Ποίησης
Σπάνιο είδος προς εξαφάνιση Απούλητες συλλογές στα ράφια Φτιάχνουν βουνό νεκρών λέξεων Έρωτας κάτω από γυμνό στίχο Συνουσιάζεται με μιαν αράχνη. Κάποτε θα μας διαβάσουν τυχαία Μια Κυριακή στο Μοναστηράκι Θα μας ξεφυλλίσουν στα γρήγορα Και θα σχολιάσουν με σαρκασμό: - Πόσο αδικημένοι είναι οι ποιητές Τους καταπίνει το μαύρο σκοτάδι - Πόσο ευτυχισμένοι οι άνθρωποι Που δεν τους ανακάλυψαν ποτέ. ''Υπό το μηδέν'' (2017) |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|