Από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα
Σε μια σπηλιά γεννήθηκα εδώ και κάτι αιώνες τα καλοκαίρια πέρασαν σαν να ‘τανε χειμώνες. Κανένας δεν ανέλαβε να με ενημερώσει πως ζω σε μια ψευδαίσθηση, ούτε και να με σώσει. Με αλυσίδες ήμουνα απ’ το λαιμό δεμένος κι έμενα εκεί ακίνητος και εξουθενωμένος. Σκιές στον τοίχο έβλεπα αργά να περπατάνε μου φαίνονταν σαν άνθρωποι που μόνοι τους μιλάνε. Μία φωτιά σιγόκαιγε, για ήλιο την περνούσα πίσω μου πόρτα άνοιγε, θα ‘βγαινα αν μπορούσα. Κανένας δεν ερχότανε να με ελευθερώσει το χέρι να μου έπιανε, λιγάκι να με νιώσει. Μα ξάφνου ένας φιλόσοφος σε μένα πλησιάζει απ΄ τα δεσμά με έλυσε, πάνω στη γη με βγάζει. «Σε ένα ψέμα έζησες καημένε φιλαράκο θεριό είχες στα μάτια σου και στην ψυχή σου δράκο». Δεν είναι πάντα αληθινά όλα αυτά που βλέπεις η όραση σε απατά, σου κρύβει τη ζωή κι εσύ μαζεύεις τις κλωστές μιας ξηλωμένης τσέπης και τις κρεμάς στον ουρανό σαν έρθει το πρωί.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|