ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ
Τα απολύτως αναγκαία: την οδοντόκρεμα να βουρτσίζω εξογκώματα σπασμένων δοντιών (τις ρίζες που απέμειναν στο δαγκωμένο φεγγάρι) τα γυαλιά μυωπίας να παρατηρώ διακριτικά εξόφθαλμους θανάτους - τις Κυριακές στο σταθμό πεσμένους στις ράγες - τα ισόπαλα βράδια να δικαιώνω την αγρύπνια μέχρι παρεξηγήσεως « αφήστε με να βάζω την αϋπνία προσάναμμα» μα κυρίως εμένα να δημιουργώ αντίλαλους στο άδειο δωμάτιο με σημεία στίξης μεταλλικά υπόλογος στην Ποίηση ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ Κοίτα να αγαπηθείς στη λίμνη του ελάχιστου με προβοσκίδα αιρετική δυο χρονών ενήλικο βυθισμένο φεγγάρι Τα σίδερα πάλλονται ανιδιοτέλεια το λες ή ξεφτισμένο μοτέρ όπως και να το δεις οι μηχανές έχουν ζωή Είπαμε, δε σε ξέρω καθιερώθηκα πια να γεννώ Λουδοβίκους αβύζαχτα παιδιά σε λάθος περιβάλλον Επί του πρακτέου χειμώνιασε, δε βλέπεις; Τραβώ κουπί αεροπόρου με αντιανεμικό μπουφάν ιδανικός αυτόχειρας ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ Στην πρίζα οι ουρολοιμώξεις να κατουράς μωρά κοβάλτια γι’ αυτό και σου απαγορεύω τις γονυκλισίες στη θάλασσα και τα εν αγνοία μου βογκητά Μετά με ρωτάς για τον καιρό και τους μυωπικούς χειμώνες πρηστήκανε οι φτέρνες μου στα μενεξεδένια στρώματα τη φωνή μου τη στερήθηκα κι ακόμα να βρω αντίβαρο να εξισορροπήσει την άνοιξη Ρε μπαγάσα δεν είσαι ποίηση να νιώσεις πώς τιθασεύεται το μαρτύριο της ξαστεριάς το χλωροφόρμιο θα ταίριαζε σε μια τέτοια φάλτσα βραδιά ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ Λιώνω, λιώνω σαν τσίχλα κολλημένη σε ηλεκτρική λάμπα εκεί μικρόβια να δεις κυρίως όμως σκοτάδια μασούν την ασπαρτάμη ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ Ναι, το ξέρω πως ήμουν σύννεφο καταρρακτώδης βροχή σιδερένια γι’ αυτό κι έσκασα με κρότο στη γη ανάμεσα σε ξεκοιλιασμένα σώματα Λάθος που δε γεννήθηκα σκοτάδι να μη βλέπω το διάσπαρτο έρεβος τώρα εξοκείλω σε γυμνά οικόπεδα γεμάτα με βυθισμένα υπερωκεάνια Κι επιτέλους, αφήστε με να πεθάνω τρώγοντας σύκα κάτω απ’ τη μηλιά ΚΟΜΙΣΤΗΣ Α τι ωραία που είναι τα ψάρια ναυτοπρόσκοποι του ενυδρείου σε διατεταγμένη μπλε υπηρεσία (σάμπως να ήξεραν τι κάνουν;) Κι αν λειτουργώ σαν κομιστής του έσω μαυρισμένου κόσμου αναμειγνύοντας λάθος χρώματα τις εμμονές μου πλήρωσα ακριβά δεν ήμουν ποτέ προβοκάτορας πινελιές παροξυσμού εκτόξευα τα υπόλοιπα θα πουν οι ειδικοί όταν ξεπουπουλιάσουν το ποίημα τη φωνή μου αλλού στέλνοντας και τη δικογραφία στα τάρταρα Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ Στην πρώτη δημοτικού αύριο ξυρισμένος και με καλαθάκι - ποια προπαίδεια και αηδίες - λίγη αυλή θέλω και τραμπάλες μια τυρόπιτα απ’ το κυλικείο την Εβελίνα να μ’ αγκαλιάσει το χάρακα της δασκάλας μου κι ύστερα τη μάνα στην πόρτα να με περιμένει να σχολάσω ασχέτως αν απέχει το σχολείο δυο βήματα από τον ουρανό ΕΝ ΣΥΝΤΟΜΙΑ Σημείο εκκίνησης η νύχτα τυφλή κλωτσιά στο άπειρο κι αν πεινάσει ο ουρανός δε βιάζομαι πια να πεθάνω ξέφτισαν και τα ψέματα αυτά λοιπόν για σήμερα τα υπόλοιπα όταν βουλιάξουν τα υπερωκεάνια μέσα μου κι άμα πέσουν ανάσκελα τα πούπουλα της ηδονής τόσος ντόρος κι ούτε δυο δόντια σπασμένα μια πέτρα με τρυφερή υφή οι ελπίδες είναι τηλεσκόπια ό, τι κι αν σημαίνει αυτό κι εγώ ο υπερβάλλων ζήλος που τσεκουρώνει λέξεις ΠΕΡΙ ΦΥΓΗΣ Έτσι που τα κατάφερες τζάμπα οι ελεημοσύνες - τα δέντρα δεν είναι άπορα ούτε οι πνοές ελικοδρόμια για προσγειώσεις ρουτίνας Και καλά οι γονυκλισίες κι οι σπασμένες Κυριακές τα ξενύχτια πού τα βάζεις; Γι’ αυτό λέω να φεύγω - αν με καταλαβαίνεις κοστίζει ακριβά ο χρόνος ΤΑ ΡΕΥΜΑΤΑ Φτηνός σουρεαλισμός στις εσχατιές του στίχου βαθαίνουν τα ορυχεία της εσκαμμένης ποίησης (είμαι το αναβράζον ρήμα ο διακορευτής της μετοχής) Σώφρον είναι να σωπαίνεις και τότε βλέπεις καθαρά ανεμοστρόβιλους ποτάμια σωρηδόν επαναστάσεις - όχι πια της Ιστορίας - Πού μας πάνε επιτέλους τα ρεύματα της Τέχνης; Έτσι κι αλλιώς τ’ αγάλματα ποτέ δεν τραγουδάνε ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ Ε λοιπόν τζάμπα οι ανεμόσκαλες μόνο το φεγγάρι κατεβαίνει νεκρό είναι κι οι καπνοδόχοι ρουφήχτρες κι αλίμονο πώς μας ξεγέλασαν έτσι; Όχι πως βιάστηκα νωρίς να πεθάνω ούτε που είχα σεντς στην τσέπη μου υπάρχω ή δεν υπάρχω ιδού το θέμα ποιος θα το απαντήσει με ειλικρίνεια; Γι’ αυτό σου λέω, δε γνωριζόμαστε είμαστε ακόμη εν δυνάμει ζωντανοί PLAN B’ Έτσι που την κατάντησαν τη θάλασσα θα πνιγόμαστε μόνο κατά παραγγελία κι οι ναυαγοί μια απέραντη διαδήλωση θα βαδίζουν στην επιφάνεια του νερού πηδώντας όλα τα συρματοπλέγματα αν βέβαια ρωτήσεις τους ψαράδες θα σε παραπέμψουν στο Ευαγγέλιο - θαύματα δε γίνονται, να το ξέρετε - μας θέλουν ζωντανούς για νεροκουβαλητές ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ Τα οικόπεδα του τίποτα προλειαίνουν ανασκαφές σε πήραν χαμπάρι μεγάλε να εξασκείσαι στα τόξα όταν το σύμπαν ολοφύρεται είναι μια δύσκολη υπόθεση και ποτέ δεν είναι αργά να καβατζώσεις τον ουρανό έχει ο εξώστης άλλη θέα ορίζοντας τετράκλινος εσύ κι οι τρεις Μοίρες ανάσκελα σε οργασμό όποιος αμφιβάλλει ας δει τα αποτυπώματα στο χαλί και τον θρεμμένο ποντικό να βολτάρει στα σύννεφα πάντως από τις ανασκαφές κανένα άγαλμα δεν κατάφερε να νιώσει πως το αγαπούν ΠΡΟΝΟΙΑ Μειδίαμα το λένε τώρα; κι ύστερα ποιος τρέχει να μαζεύει τα γυαλιά; Εγώ πάντως άδειασα τις ευαισθησίες μου σ’ ένα πλαστικό βάζο και πορεύομαι ήσυχος για την αιώνια σιωπή ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ Καλά λοιπόν το έλεγα πως έπρεπε να δοκιμάσω: στο μηδέν ο θάνατος δεν μπορεί να περιμένει Ας αφήσουμε λοιπόν τις συνεχόμενες αναβολές μια μόνο φορά χρειάζεται κι ύστερα «Μη φοβάσαι!» πιάσε τη λέξη απ’ το λαιμό επιτέλους να μπει ένα τέλος στην ξηρασία του ποιήματος
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|