Ο θόρυβος του τέλους
(η αρχή είναι πάντα ήσυχη) Μόνο να σώσω τους ήχους από ξεφωνημένες σιωπές Κι άλλωστε δεν ωφελεί πια να ξεριζώσω τα αυτιά μου Το αναπόφευκτο κραυγάζει μην του στερείς τη δυναμική Δε θα σε ακούσει κανείς τόση φασαρία για κάτι απλό
0 Comments
Το φεγγάρι δαμάσκηνο ξερό
σε ένα ψάθινο καλαθάκι θα το χαρίσω στα αδέσποτα να γλυκαθούν κι αυτά λίγο η βροχή θα προσθέσει πείνα καθώς θα πέφτει ασταμάτητα κι η θάλασσα υπόγειο γκαράζ των απανταχού πνιγμένων Mη μου κάνετε κανένα like είμαι κι εγώ ένας άστεγος βαρυποινίτης του φέισμπουκ Της πίστης τα τερτίπια
θαύματα αποδημητικά μπετονιέρες θανάτου Στον ουρανό χιλιάδες κύκνοι προσμένουν την υπνοβασία σου να σε δουν χαράματα αιμάτινη κηλίδα στη φτερούγα τους και να χρονομετράς την ύλη το φως να γίνει αντιξοότητα μέχρι εντελώς να μαυρίσει σαν κούφιο σπασμένο δόντι - πρωινή ανώδυνη εξαγωγή - δηλαδή να ονειρεύεσαι σώα και να ξυπνάς φαρμακωμένη Όσο ψάχνεις στηρίγματα τόσο πέφτεις στην ανυπαρξία θέλω να πω πως τελειώσανε και τα ρημάδια τα θαύματα Όταν διαβάζεις την ιστορία σου
αναίσθητος στο πάτωμα τρώγοντας σοβάδες απ’ το ταβάνι είναι γιατί πληθαίνουν τα σύννεφα και χτίζονται παντού λαβύρινθοι Ή με διαφορετικά λόγια φτάσαμε αισίως στο παρά πέντε τόσα ποιήματα που γράφτηκαν και κανένα δεν κατάφερε ν’ αποτυπώσει αυτήν την ώρα Ο καθένας βιώνει το τέλος του με τον δικό του προσωπικό τρόπο Το κολύμπι
προϋποθέτει ιδιαίτερο θράσος κι ένα κοφτερό μαχαίρι για τα περαιτέρω Η καλύτερη οργανωμένη πλαζ είναι η ανυπαρξία όλες οι ομπρέλες κι οι ξαπλώστρες παραμένουν διαθέσιμες Κάποιοι λουόμενοι αγωνιούν για τα παιδιά τους μήπως τα καταπιεί το κύμα εμένα με ξερνάει πάντα στην ακτή στην κοιλιά της μάνας μου Για πρώτη φορά ίσως έκανα ηλιοθεραπεία τόσα χρόνια μ’ έπνιγαν οι σκιές των στίχων μου Μετά το μπάνιο βάλτωσα στην άμμο και κοίταζα τα καράβια να περνούν Μπορείς αν θέλεις να σωθείς
με δυο κατάγματα στο στίχο κι ένα ξερίζωμα της στροφής Στην Ποίηση ειπώθηκαν όλα δεν έχει πια άλλο ξεζούμισμα Κι οι ποιητές ας μη ξενυχτάμε μόνο πρόκες πατάμε το πρωί και αμέτρητες νεκρές λέξεις Έπεσα απ’ το μπαλκόνι
Με βρήκαν στο λαγούμι Να διαβάζω ποιήματα Επέτειος γενεθλίων μου Δεν ήθελα να ξαναγεννηθώ «Αφήστε με στο σκοτάδι» Τότε ξεκίνησε να βρέχει Ασφαλίτες με περίστροφα Ζητούσαν ποινικό μητρώο Δίπλα μια λίμνη τύψεων «Εγώ σκότωσα τον ήλιο Φέρτε τα μαύρα γυαλιά». Φρουροί συγκεντρώθηκαν Έξω απ’ την πολυκατοικία Κι ο δικαστής με το πούρο Μετά μου ξύρισαν τα γένια Κάτι άνθρωποι με μπότες Ποδοπατούσαν την άνοιξη Έκοψα τον ομφάλιο λώρο Και κολύμπησα στο δρόμο Βρέθηκα σε ένα σχολείο Οι μαθητές έπαιζαν μπάλα Με το κομμένο κεφάλι μου Στο τέλος απλά το έφαγαν. Κι όταν μπήκαν στην τάξη Απήγγειλαν αυτό το ποίημα Για τη σημερινή επέτειο. edit. Κατά βάση μιλώ στα πνεύματα
του δάσους και των φωνηέντων γι’ αυτό και πάντα μ’ έπνιγαν τα βατόμουρα και τα έψιλον Χρειάζομαι τεχνητή αναπνοή (μιας που στέρεψε το οξυγόνο και αποψιλώθηκαν οι λέξεις) και λίγα δευτερόλεπτα σιωπής Ώρα να πηδήξουμε στο κενό
ανάμεσα σε δυο ίδιες λέξεις κι ο γδούπος απ’ την πτώση ν’ ανατινάξει όλη την πρόταση Η συνήθεια της επανάληψης μόνο με κρότο ανατρέπεται - ξέμεινα κι από επιχειρήματα - Σε τόσο δύσκολους καιρούς η ησυχία δεν ωφελεί κανέναν Κι όταν ερημώσει το ποίημα να ξεκινήσει κι η επανάσταση (του δικού μας μέσα κόσμου) Οι υπόλοιποι στον Καιάδα
συντροφιά με μιαν αράχνη δυο ευτραφή ποντικάκια και το ποινικό μητρώο τους Και ξέχνα τις ισοτιμίες του δολαρίου με το ευρώ τα φεστιβάλ της ποίησης κι εμένα που κρατώ σφυρί να τσεκουρώνω τις λέξεις Κάτι ήξεραν οι Σπαρτιάτες από σπηλιές και βάραθρα Επιτέλους, η αλήθεια σε α΄ενικό:
«Τι άλλο θέλετε να σας πω; έχω χάσει δυο δάχτυλα τα χνώτα μου μυρίζουν φαρμάκι» Μετά, πήγε ν’ αναπνεύσει χαρτί ποτισμένο μ’ αλκοολικούς στίχους κι έγραψε αυτό το λειψό ποίημα ΤΑ ΦΤΕΡΑ
Σ ένα καθρέφτη ραγισμένο απ’ τα χρόνια μέσα σε λίμνες, σε ποτάμια και βυθούς ψάχνω να βρω της ομορφιάς σου τα τελώνια και τους αρχαίους των ματιών σου θησαυρούς. Τα πιτσιρίκια παίζουν μπάλα στην πλατεία χρηματιστήρια κινούνται πτωτικά μου είχες πει ότι η ζωή είναι αλητεία και ότι οι έρωτες θυμίζουν ξωτικά. Λέξεις αδέσποτες λογχίζουν τον αιθέρα λόγια του τίποτα ανάβουν πυρκαγιά κι εγώ να λέω, ξημερώνει άλλη μέρα όμως το σώμα σου να λείπει μακριά. Στην τηλεόραση ξανά το ίδιο έργο μπαίνει η άνοιξη, μυρίζουν οι αυλές είναι αργά για να σε βρω, σε λίγο φεύγω οι αμαρτίες του μυαλού είναι πολλές. Μας έχουν πάρει τα φτερά κι όμως πετάμε σε ακατοίκητους και γκρίζους ουρανούς δως μου το χέρι σου μαζί να ξαναπάμε στου παραδείσου τους απάτητους γκρεμούς. Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας
γιατί αιμορραγούν δυο πουλιά καταμεσής του κεντρικού δρόμου χωρίς γλώσσα και πατρίδα Φέρτε τα αμέσως στο στούντιο να τα ταΐσουμε μαγειρεμένες ειδήσεις και να τους γλυκάνουμε τα τραύματα με το χαμόγελο των παρουσιαστών Η άσπρη γάτα του γείτονα
Κάθε πρωί εξερευνά την αυλή μου Νομίζει πως ανακάλυψε την Αμερική. Ο ουρανός άνοιγε σαν τραπεζομάντιλο
Έστρωναν τα πουλιά τραπέζι αγάπης Άναβαν φωτιές με τη φλόγα του ήλιου Γίνονταν τα σύννεφα απέραντες ψησταριές Πάνω τους πετούσαν μέλισσες μεθυσμένες Το κρασί έρεε λευκό απ’ τους αιώνες Έπεφτε με δύναμη στις στέγες των σπιτιών Στο δρόμο έστηναν υπαίθριο γλέντι Χόρευαν τα αυτοκίνητα με τις νεραντζιές Έβγαζαν οι ορίζοντες κραυγή θριάμβου Ρίγανη και λεμόνι έραιναν τον ουρανίσκο Έκαιγαν από έρωτα τα στήθη των κοριτσιών Αεράκι με αρώματα νεογέννητης θάλασσας Αερόστατα ένωναν τους δύο κόσμους. Πάλι φέτος εκτελώ χρέη διαμεσολαβητή. Ο βοσκός φυλάει τα πρόβατα
Ο ποιητής τις ανασφάλειές του. Τα φαντάσματα έπιασαν δουλειά Στα πιο ακατοίκητα ξενοδοχεία Το φεγγάρι του Απρίλη θαμπό Το δάκρυ σου κι αυτό πνιγμένο Οι ζωντανοί ήσυχοι στο δρόμο Περιμένουν το άσπρο καράβι Οι νεκροί ανήσυχοι στο χώμα Ψάχνουν το Μεγάλο Σάββατο Ανάβουν σπίρτα για την ψύχρα Σβήνουν τις λάμπες για σιγουριά Πάνε κρυφά στο προποτζίδικο Ρίχνουν ομαδικά δελτία θανάτου Κερδίζουν εκατομμύρια ελπίδες Πέφτουν στη γη απ’ τον ουρανό Το πρωί τις παρασέρνει η βροχή Σ’ ένα μεγάλο ποτάμι με αίμα. Κι εγώ που δεν ήμουν ποιητής Όλη τη νύχτα μετρούσα πρόβατα Στα πολυσύχναστα ξενοδοχεία. Η πιο λευκή ουτοπία κερδίζει την αθανασία
ο πιο λευκός θάνατος παπούτσια ορειβασίας Όσο κι αν δοκίμασα να κακοποιήσω τη ζωή έπεφτα συνέχεια σε καλοκαιρινά φεγγαρόφωτα μετά τραβούσα από το αυτί όλα τα παγόβουνα Πάντως η λευκότητα που σας έλεγα πρωτύτερα γεννά τα αυγά της σε καταθλιπτικό περιβάλλον εξ ου τα σκοτάδια των περισσότερων στίχων μου Δεν απολογούμαι καθόλου, απλά αναρωτιέμαι γιατί βλέπω ολόκληρη την Ποίηση ασπρόμαυρη Έμαθα ότι σήμερα θα πεθάνω
Ετοίμασα τις βαλίτσες μου Κι άνοιξα ένα λάκκο να μπω Τα μυρμήγκια κουβαλούσαν Ψίχουλα στις φωλιές τους Πάνω σε λευκές μαργαρίτες Τα σκαθάρια ερωτεύονταν Έβγαιναν απ’ το καβούκι τους Τα σαλιγκάρια να δουν το νεκρό Στις τρεις και μισή η κηδεία Πλήθη συνέρρεαν κλαίγοντας Αγγελτήρια του θανάτου μου Τοιχοκολλούσαν στον ουρανό. «Μα καλά, ποιοι είναι αυτοί; Εγώ δεν έχω τόσους συγγενείς» «Μα εσείς δε λέγατε πάντοτε Ότι τα ποιήματα είναι παιδιά σας;» Είμαι ο τροφοδότης λογαριασμός της νύχτας
ο παρκαδόρος υπόγειου γκαράζ στην κόλαση η εγκατάλειψη μαραθωνοδρόμου πριν τερματίσει η κλειστή πόρτα της Ποίησης για το ευρύ κοινό ο πειρατικός σταθμός της δεκαετίας του ογδόντα ο Καίσαρ Εμμανουήλ στο ποίημα του Καββαδία η εννοιολογική σύγχυση στο μυαλό της φοιτήτριας το τσαλακωμένο πουκάμισο του ανέραστου εργένη η θεατρική ομάδα μιας αποτυχημένης παράστασης η κορύφωση του δικού μου υπαρξιακού δράματος Κάθε που αδειάζει η πόλη
νομίζω πως ανατινάζομαι καβαλάω ένα ποδήλατο κι ανεβαίνω στον ουρανό Με πολιορκούν οι άνεμοι μ’ αρέσουν και τα σύννεφα οπότε παίζω με τις ώρες τραβώ την περόνη του χρόνου αυτός εκρήγνυται γελώντας Αμέσως η αντιτρομοκρατική ανακρίνει τους στίχους μου το μόνο που ανακαλύπτει είναι μεθυσμένους αγγέλους και δυο ξυραφάκια ρεζέρβα Όταν μακρύνουν τα γένια μου θα έχει γεννηθεί το ποίημα θα ξαναγεμίσει τότε η πόλη με ξεφούσκωτα ποδήλατα Πενθώ τα ποιήματα του τίποτα
γιατί ξέρουν καλά πως δε γλιτώνουν απ’ το αναπόφευκτο της ανυπαρξίας Μα περισσότερο πενθώ το τίποτα γιατί δεν έχει ούτε ένα στίχο να δώσει KΥΡΙΑΚΗ, 24
Μεταξύ σφύρας και άκμονος εγκυμονεί η Μεγάλη Εβδομάδα. Αν θα γεννήσει θεό ή διάβολο εξαρτάται απ’ τα συμφραζόμενα. Εγώ πάντως ξέρω πως οι τοκετοί κρύβουν μέσα τους ένα(αρκετό) θάνατο και κάθε-η Ανάσταση μια(οριστική) φθορά. Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 25 Άσπρες τρίχες μαλλιών στο πληκτρολόγιο Κι όμως μπαίνει η άνοιξη Μ. ΤΡΙΤΗ, 26 Κατά τη διαδικασία εκταφής Διαπιστώθηκε ο θάνατός του: Τρία χρόνια θαμμένος ζούσε Τις τελευταίες του στιγμές Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 27 Άσε με, θεέ να ελευθερωθώ Δε βλέπεις που οι άνθρωποι Μονάζουν στο κλουβί τους Χωρίς να έχουν καταλάβει Ποιος είναι ο θηριοδαμαστής Και ποιος ο γελωτοποιός; Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 28 Γιατί φοβάσαι το θάνατο; Δεν σου υπόσχεται πλούτη Ούτε [κι] ανεκτίμητα τιμαλφή Που κινδυνεύουν με διάρρηξη Την ησυχία σου θα βρεις εκεί Χωρίς αιτήσεις και παράβολα Σε πέντε λεπτά ξεμπερδεύεις Με όλους τους ανεπιθύμητους Θα σε δικάζει μόνο ο άνεμος Και θα σε ξεπλένει η βροχή Γιατί φοβάσαι το θάνατο; Σκάψε το λάκκο σου και μπες Ακμαίος και ανεπιτήδευτος Κανείς δε μισεί τους νεκρούς Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 29 Στις τσέπες του μπουφάν Κρύβω δυο χέρια θάνατο Αν αγγίξω το σήμερα Θα σπάσουν τα ρολόγια Αν αγγίξω το αύριο Θα λιώσουν τα φεγγάρια Γι’ αυτό αγγίζω το χθες Μήπως διαρραγεί η μνήμη Κι αρχίσω να θυμάμαι Τον ατελεύτητο βίο μου Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 30 Βάζω τα χέρια μου στο μελάνι Ξεπετιέται μια μαύρη θάλασσα Ρίχνω τη φωνή μου στο καλάθι Αναδύονται ραγισμένες λέξεις Δίνω την ψυχή μου στο διάβολο Εισπράττω μεταθανάτια τιμωρία Πιάνω την άνοιξη απ’ το σβέρκο Απαγγέλλω αισιόδοξα ποιήματα ΚΥΡΙΑΚΗ, 1 (Πάσχα) Το σίγουρο είναι πως υπάρχουμε Είτε σαν σώμα αποκεφαλισμένο Είτε σαν σύννεφο εκτός πορείας Είτε τέλος σαν κάποια υπόσχεση Που δόθηκε σε αόριστο χρόνο Κι έμειναν οι λέξεις ξεφτισμένες Να κρέμονται απ’ το φωταγωγό. Το σίγουρο είναι πως υπάρχουμε Πολύ περισσότερο απ’ ό, τι πριν. (Απρίλης, 2016) Όσο καλουπώνω τη γραφή μου
τόσο αυτή με σνομπάρει Είναι γιατί οι κριτικοί ξεπουπούλιασαν τα ποιήματα και μου άφησαν αλλεργίες * Να ενώνεις δυο μηδενικά είναι συγκόλληση του απείρου Και κάτι άλλο ακόμη: τη κενό δεν το περιχαρακώνεις αυτό συνέχεια θα ανθίσταται κυρίως θ’ ανάβει πυροτεχνήματα να το προσέξει το σκότος * Μέσα σε εισαγωγικά πεθαίνουμε κι η ζωή βολτάρει αλλού * Όταν ο χαμός σε βρίσκει ανέτοιμο πάρε τσεκούρι κι αποκεφάλισέ τον * Γενικά να αγαπάς τις εφημερίδες σε πενθούν πριν ακόμη γεννηθείς Δεν είναι το μαχαίρι που λιανίζει φεγγάρια
ούτε το νεογνό της άνοιξης σαββατιάτικα που υπερασπίζεται αλκοολούχα ξενύχτια Είναι η γονιμότητα τ’ ουρανού το πρωί να μιλήσει για βαθυστόχαστες βροχές και οι πόρτες των παλιών διαμερισμάτων ορθάνοιχτες στους μοντέρνους καιρούς Όταν ο ήλιος αρνείται να συμπράξει παίζουμε τα άπαντα στη ρώσικη ρουλέτα αργότερα σπάμε ήσυχα τα δόντια μας Μ’ άλλα λόγια πειθαρχούμε στη μόδα όμως τα βράδια γκρεμίζουμε το ταβάνι Πέρα από τα προσωπικά δράματα
και τα λόγια που προλειαίνουν θλίψη αναζητούμε δυο δάχτυλα φωσφορικά αυτά που φωτίζουν τις κατακόμβες τις κρύες νύχτες της περισυλλογής Δεν είναι εύκολη υπόθεση ο έρωτας ακόμη κι αν βρεις το αντικλείδι του σε περιμένει στη γωνία ο αντίλαλος η διαφορετική εκδοχή της μοναξιάς γιατί ο εαυτός σου είναι πάντα ένας Τελικά το ένστικτο της ελευθερίας υπερισχύει κάθε άλλου αγγίγματος και το πρωί δυο σπασμένα δάχτυλα ουρλιάζουν πάνω σε λευκά σεντόνια Κι εμείς σαν ξένοι να κοιταζόμαστε |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|