Δεν μπορώ να το εξηγήσω
πώς τα ύψη γκρεμοτσακίστηκαν οι μεγάλοι έρωτες έγιναν σκυλιά και το μαύρο διασώθηκε πάλι μεσούντος του καλοκαιριού Το μόνο που επιπλέει ακόμη είναι το φεγγάρι ταχυδρόμος κι ένας υπνόσακος στην Αμοργό και βέβαια ο Ντύλαν Τόμας σ’ ένα μακρόστενο ποτήρι απ’ την τελευταία μου συλλογή
0 Comments
Μόνο που λύσσαξε το ψέμα
να καβατζώσει αλήθειες Μην τρέμεις πολύ κινδυνεύει το μυαλό αν κουνηθεί σεισμός αν δεν τρελαθεί βάλτος κανονικός Στο φινάλε σκέτη απάτη παράβολο δεν πλήρωσες στον κάθε βαρκάρη (περίμενες να σε περάσει;) Επί του παρόντος άμα πεινάσω για ουρανό δαγκώνω το σκότος Υπάρχει ψέμα κατά προσέγγιση; Αυτό λοιπόν το μικρό δέος
ανάσκελα στο τίποτα - μη νομίζεις ότι σε αδικώ σου δείχνω κατευθείαν γκρεμό - Αλλά μην το παίρνεις σοβαρά δεν είμαστε δα και ξένοι κατά λάθος τα δευτερόλεπτα πυροβόλησαν στο ψαχνό κοίτα τι ενεστώτες σου χαρίζω ακόμη κι ο Κάστρο ξαναζεί Στο τέλος δικαιούμαι όνειρο πριν μείνω από καύσιμα - Τα υπόλοιπα μην τα υπονοήσεις
θα τα δεις μπροστά σου απόψε ξυράφια σε ριγέ ουρανό κουράγιο, θα ξημερώσει - Έτσι δε κερδίζονται τα νιάτα μονάχα η αντίστροφη μέτρηση για τη λαιμητόμο - Εντάξει λοιπόν το ξαναείδες το έργο τι περίμενες να σου διδάξει; Πάμε λοιπόν να πεθάνουμε επειδή σ’ αγαπώ μη μου φέρεις αντίρρηση μέσα στο ποίημα πολλά λέγονται απ’ έξω να δούμε ποιος κερδίζει Κι επειδή το εννοώ πως φεύγω θα ήταν ωραίο να αυτολογοκριθώ Είναι μάταιο να σε λένε τρελό
κι εσύ να κρύβεσαι στη λογική του πιο ακραίου τεχνοκράτη Κι αν σ’ αρέσουν οι σταγόνες κοίτα να κάνεις μακροβούτια στις λιμνούλες των σύννεφων γιατί κι οι πανάκριβες πισίνες κρύβουν στον πάτο τους γκρεμό Τα υπόλοιπα για σένα τ’ αγνοώ ξέρω μονάχα πως τα χέρια μου σε αποτύπωσαν σε ένα χαρτί Στο μεταξύ οι πεθαμένοι
μοίρασαν κάτι αυτόγραφα μετά έφαγαν τα γέλια τους (τόσο καιρό κι ούτε νύχτα που να μη δικαιώθηκαν) Στην ουσία τη γλίτωσαν απ’ όλους τους κοπρίτες αυτούς που διαδίδουν πως η ζωή είναι υπόθεση κάποιας χαρτορίχτρας ή ασύρματου τηλεφώνου Μ’ αυτά και μ’ αυτά λέω να ξεπουληθώ στο διάολο Οπότε αν το θυμηθείς
πότισε τις αϋπνίες μου και άναψε το στουπί μετά πιάσου απ’ της γης το πιο ψηλό καπέλο δε φαντάζεσαι τι ίσκιος κυκλοφορεί στην πιάτσα Και πριν χαθείς τελείως στο όπιο της μετάφρασης βγάλε στο κλαρί τη λέξη που φώναξε «πνίγομαι» και κοίτα να της φερθείς όπως ο άνεμος στη φωτιά Να τελειώνουμε επιτέλους με τους σνομπ γραφιάδες Εν αγνοία μου
θα λύσω το μίτο και τότε θα δεις να σέρνονται τα γήινα ξόανα μετά οι πέτρες θα με χτίσουν ως τον ουρανό Αν φταίω λίγο είναι οι μύθοι που ξετυλίγονται και γεννούν φως αφού το ξέρεις ότι θα φύγουμε άλλοι μπρούμυτα άλλοι γονατιστοί κανείς μας όμως χωρίς όραση Γι’ αυτό σου λέω ξερίζωσε τα μάτια Τώρα δεν έχω μνήμη
μόνο φαγωμένα χέρια δυο πεταλούδες μάτια και αυτοπυρπόληση Τι στο καλό συμβαίνει; ποιος τιθασεύει ποιητές με ενήλικο μαστίγιο; γιατί δε νομίζω βέβαια πως ακόμη ωρίμασα απλά κάνα δυο φωτιές πρόσθεσα στο ποίημα για τα απαραίτητα εφέ Πρέπει να το πω ξεκάθαρα: το φτερό που ξεκόλλησε καθόλου μην το φοβάσαι Και μην ακούς τα παγόβουνα που σπάνε στο σκοτάδι η δική μας ζωή δεν έχει φώτα δευτερόλεπτα μόνο κουφά αλλά μια μέρα θα εξερευνήσω μ’ ένα ποδήλατο τον ουρανό και τότε να δεις αγγέλους μποτιλιαρισμένους στα σύννεφα - μη συνεχίσω και εκτεθώ - Τα υπόλοιπα στο αεροδρόμιο Υποτίθεται πως μπαίνω
στα ενδότερα του γέλιου βγαίνω μετά μ’ ένα φακό Πώς έγινε και μ’ αγάπησες εσύ που κρατούσες σουγιά έσφαζες τα συναισθήματα εν τάχει μη γίνεσαι νύχτα κι ό, τι αυτό συνεπάγεται σε θέλω τίτλο ποιήματος που δε θα διαβάσει κανείς Μετρίου αναστήματος ομορφιά
Υπάκουο ζώο του σφαγείου Με καθημερινούς ρετρό θανάτους Σε είδα να κοιτάς πίσω απ’ το τζάμι Κατοικίδιο της επανάστασης Αυτόφωτο βεγγαλικό που σβήνει Πορνείο της διπλανής πόρτας Πρώτη φορά χωρίς στηθόδεσμο Αντιγράφεις τη γύμνια του κόσμου Τη μέρα που καταδικάζεσαι ερήμην Για εξέγερση της συλλογικής μνήμης Το πορτρέτο σου ανέσυρα για λίγο Και τώρα το ξαναβάζω στο συρτάρι Αναπαυτικά να ξεκουραστεί Δίπλα σε παλιά περιοδικά μόδας Κουβαρίστρες και αντικαταθλιπτικά Μια καλή οπωσδήποτε συντροφιά Για τα γηρατειά που έρχονται. Αν όμως τα αρχικά μου ήταν ΚΚ
θα ασπαζόμουν τον κομμουνισμό αν ΑΑ θα πνιγόμουν στην αναρχία Σύντροφοι σας περιμένω στη βροχή χωρίς αδιάβροχο και ψεύτικες ιδέες κατοικώ σε κατεδαφισμένη παράγκα το όνομά μου χαμένη επανάσταση κάθε Νοέμβρη επιστρέφω στο χώμα να παραλάβω την αλληλογραφία Κι επειδή τα αρχικά μου είναι ΓΓ σας δίνω τη Γάτα μου για επισκευή και τα «Γιατί» για μεταμόσχευση Όλα μπορεί να συμβούν
στις λέξεις που νομίζεις πως είναι όλες ίδιες αξίζει λοιπόν να δεις ποιες σε κοιτούν κατάματα δεν είναι δα και λίγο το ποίημα να ομορφύνει και να γεμίσει από φως Κι έτσι θα ξαναγράψεις για το χαρούμενο σύννεφο με τους καλούς θανάτους για τη μοναξιά δε λέω τόσα έχουν ειπωθεί το μόνο που αμφιβάλλω είναι για τα κόμματα - ποτέ δε θα ισιώσουν - Καλύτερα να ανησυχείς
όταν οι άλλοι δε μιλούν μόνο έτσι υπολογίζεις την ποιότητα της σιωπής Και σου το λέω εγώ που μέτρησα τις νύχτες σαν να ‘τανε χιλιόμετρα Και τα δωμάτια κρύβουν μια υπομονή ως το τέλος Και για να μην το ξεχάσω η γη ποτέ δεν λοξοδρόμησε από έναν τυχαίο θόρυβο Μα έγινε σμπαράλια από κάτι ξενέρωτες σιωπές Περί τα τέλη του φωτός
έκλεισα τα πατζούρια η νύχτα δε μεγαλώνει είναι έτοιμο θηρίο η λύπη μονάχα αυξάνει κοτζάμ σιδηρόδρομος κι ακόμη είναι έντεκα κι αν δεις τις παρενθέσεις που πέταξα στο πάτωμα ο φόβος φταίει - άκουσε έτσι εγώ ξελαφρώνω Το φως ό, τι κι αν λέει
εδώ θα μαρτυρήσει πιο σκοτεινιά δε γίνεται Γιατί ανάμεσα στο θάνατο που θέλεις και στη ζωή που μισείς δύο είναι οι κόσμοι κι ο Πλάτωνας στριμωγμένο φρικιό Όπου αλητεύουνε ιδέες υψώνονται οδοφράγματα φέρτε μου Μεταφυσικές στο δρόμο να ανάβω σαν να ‘τανε φεγγάρια (Χωρίς παρεξήγηση παραμένω ορθολογιστής) Αν χαλάσει το χιόνι
θα βγω στο δρόμο αχτένιστος εσκιμώος με δίπλωμα φυγής Κι αν αρέσω στο χρόνο θα τραβήξω κουπί το πολύ – πολύ να χάσω τα δυο μου χέρια Σκασίλα μου λοιπόν έχω ρεζέρβες πολλές για όλα τα απρόοπτα Αίλουρος των ουρανών
με σκισμένο παντελόνι και φωτογραφική μηχανή σύννεφα ολάνθιστοι κήποι και με λίγη βροχή γίνεσαι φθινόπωρο που βρυχάται για αύριο δεν ξέρω κάτι θα σου τηλεφωνήσω όμως ξεριζώνοντας το καλώδιο τούτο σημαίνει αναμονή προπάντων όμως θάνατο κατά τα λοιπά λυπάμαι για την απλόχερη μοναξιά 9 Νοεμβρίου 1989
Ανάμεσα στη γη και σε μένα παρεμβάλλεται ένας κρατήρας ο Θεός απλά τον παρατηρεί παίρνουν φωτιά οι προβλέψεις: Θα μαστουρώσουν οι άγγελοι απ’ τη βενζίνη των προσευχών; Ποιος είπε πως η επανάσταση θα σταυρώσει τα χέρια της; Εν συντομία, τι κόσμο θέλουμε; Εγώ βέβαια δεν είμαι σίγουρος ακόμη και για την ηλικία μου πόσο μάλλον για την ανατροπή τα ίδια λέγαμε σε άλλη γλώσσα τα τείχη δεν γκρεμίζονται άλλο να ξεκουραστούν τα τσιμέντα κι οι ποιητές να γίνουν στάχτη απ’ την αποτέφρωση των λαών. Έστω κι έτσι ακόμη ζω
και μετά η κατεδάφιση σ’ έναν κόσμο φαγωμένο γυρνώντας σαν τα σκυλιά Προφανώς και ηττήθηκα χωρίς κανένα προσχέδιο ή έστω μιαν ανεμόσκαλα Δεν παραδίνομαι εύκολα νομίζω πως το κατάλαβες έτσι σκουριασμένος βγαίνω κατά τις δώδεκα στην πόλη ξεκολλάω τα ενοικιαστήρια από την οδό Αναπαύσεως κι αργεί πολύ να ξημερώσει Τι διάολο ποίηση γράφω κι ούτε ένας αναγνώστης να μου θυμίσει ότι δε ζω; Βέβαια εγώ δεν παίζω
με τα μηδενικά ελλείμματα όχι γιατί το αίμα μου παγώνει όχι γιατί η άλλη μου ζωή έχει ξεμείνει από βράδια Είναι που σφαδάζει η γη χαράματα στο χώμα κι η πείνα βαράει κόκκινο είναι που οι κοινοί θνητοί με φλόμωσαν στο ψέμα Άλλωστε δεν έχει νόημα να μιλάμε για τα θύματα - δε θέλω να σας κουράσω - Στη διαπασών η πείνα
υπό μάλης η σάρκα οδεύει στο στομάχι υποθετικά σε έφαγα σε αντίξοες συνθήκες - κανίβαλο δεν ήθελες; - Κατά τις τρεις και μισή θα εγκυμονώ χειμώνες ανισόπεδους γκρεμούς κι ένα σκυλί υπόδειγμα για κάθε νοικοκύρη Στην ουσία δε γέννησα ποτέ αυτοκράτορες μόνο μερικά ρεμάλια με σακίδια στην πλάτη κι ουρανό για βιολιστές Θαύματα δεν υπάρχουν μόνο αχόρταγα στόματα να καταπίνουν ποιητές Ευτυχώς που λύσαμε
το γόρδιο δεσμό και φράξαμε την άβυσσο Φαντάζεστε να καπνίζαμε κάτι στριφτά σύννεφα να βόσκαμε την άνοιξη σε ξυρισμένα λιβάδια να τρώγαμε την αθανασία χωρίς αλατοπίπερο Ευτυχώς πεθάναμε νέοι κι επομένως καθαροί Καθόλου δεν έφερα αντιρρήσεις
μπήκα στο αυτοκίνητο μύριζε ο δρόμος βενζίνη έβαλα μπρος και φυγαδεύτηκα με ρώτησε ο άγγελος: «καλά, δεν ντρέπεσαι τέτοια ώρα να τα βάζεις με τους ουρανούς;» Τότε κατάλαβα πώς ήμουν σκότος που δεν έκανε ούτε για προσευχή κι ενώ ήμουν έτοιμος να αναληφθώ «όχι» μου είπε «κράτα πισινή μην ξοδεύεσαι για ένα τίποτα το κενό ποτέ δε γέμισε με ποίηση» |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|