ΠΑΡΑΜΟΝΗ
Όλα τελειώνουν το πρωί και ξεκινούν πάλι το βράδυ τώρα ζητάω ένα χάδι που θα γλυκάνει την ψυχή. Τα σφαιριστήρια κλειστά έχει αρχίσει να χιονίζει τη μοναξιά μας ποιος ορίζει ποιος ρίχνει λάδι στη φωτιά. Στην άκρη κάθε φυλακής παραμονεύει το σκοτάδι πίνω νερό απ’ το πηγάδι πλένω το αίμα μιας πληγής. Στάζει μπογιά ο ουρανός που χρωματίζει τα πελάγη ένας πλανήτης εξερράγη είναι ο άνθρωπος μικρός. Παραμονή Πρωτοχρονιάς τα κέντρα θα ‘χουν πελατεία βγαίνω μια βόλτα στην πλατεία να δω το φως της σκοτεινιάς. Κι όταν ο χρόνος χρειαστεί το νούμερό του να αλλάξει θα κυβερνά η Νέα Τάξη τα ίχνη μας θα ‘χουν σβηστεί. ΑΝΑΣΑ Η ανάσα μου ζητάει το ξημέρωμα τη δικλείδα για να βγει απ’ το ξενέρωμα. Η ανάσα μου βαδίζει σ’ οδοφράγματα σ’ αποκλίνουσες συνήθειες και σε θραύσματα. Η ανάσα μου κοιτάζει την απόσταση που χωρίζει το κενό απ’ την υπόσταση. Η ανάσα μου ποζάρει στα χαλάσματα της την πέφτουν ασφαλίτες και μιάσματα. Η ανάσα μου χωλαίνει κι όμως ίπταται στο φεγγάρι και ποτέ δεν καταρρίπτεται. Η ανάσα μου ζεσταίνει τα αδέσποτα μπαινοβγαίνει σε βιώματα ευαίσθητα. Η ανάσα μου φωτίζει τα ενδότερα ξεδιαλύνει το σκοτάδι γρηγορότερα. Η ανάσα μου χαράζει ένα όραμα την αλήθεια δεν τη βλέπει σαν εμπόρευμα. Η ανάσα μου γυρεύει να γεμίσει τις οθόνες σου να ζεστάνει επισήμως τους χειμώνες σου. Η ανάσα μου παλεύει ν’ ακουμπήσει το στερέωμα είναι όνειρο, ελπίδα και δικαίωμα. Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Εκεί στην άκρη του γκρεμού ο ουρανός βρυχάται στάζει βροχή και στεναγμό και τα παλιά θυμάται. Τότε που ήτανε παιδί κι έβλεπε τους αγγέλους τα χιονισμένα τα βουνά στα πρόθυρα του τέλους. Μέσα στη νύχτα του Μαγιού ν’ ανθίζουνε ξυράφια και ένα άρωμα σιωπής από τα πάνω ράφια. Τα κουρασμένα ιδανικά που σέρνονταν στους δρόμους ξενυχτισμένες μουσικές από τους υπονόμους. Κι όλα τα τρένα της γραμμής Θεσσαλονίκη-Αθήνα μ’ ένα κουλούρι στρογγυλό για να κοπάσει η πείνα. Εκεί στην άκρη του γκρεμού ο ουρανός ραγίζει ρίχνει στη μνήμη σύννεφα και την ψυχή τη σκίζει. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Όλα πέρασαν και να ‘μαι λίγα πράγματα θυμάμαι ήταν ζόρικα τα χρόνια στην ομίχλη και στα χιόνια. Φευγαλέες οι αγάπες ψευδαισθήσεις και απάτες τώρα τίποτα δεν μένει και κανείς δεν περιμένει. Όλα πέρασαν με φόρα τα κατάπιε η κατηφόρα συζητήσεις και κραιπάλες κούφια βήματα στις σκάλες. Καλοκαίρια και χειμώνες που χαθήκαν στους αιώνες ό,τι και να πω δεν φτάνει την πληγή σου να γλυκάνει. Όσο και να προσπαθήσεις είναι δύσκολο να λύσεις την εξίσωση του κόσμου είναι αργά για δάκρυα φως μου. Όσο και να προσπαθήσεις το κενό δεν θα νικήσεις δεν υπάρχουνε σωτήρες τη ζωή σου λάθος πήρες. ΑΡΓΗΣΑ Άνοιξη κρυμμένη στο παλτό θάλασσα πνιγμένη στο ποτό άγγελοι στα πρόθυρα του σοκ έρωτες που έπαθαν αμόκ. Ώρες βουτηγμένες στη σιωπή είναι αργά για όλα, στο ‘χω πει φλόγες που καήκανε γυμνές πέσανε στου τρένου τις γραμμές. Μάχες που δεν είχανε εχθρό μόνο ένα όραμα σαθρό ρήτορες με πέτσινη φωνή χρόνια έχει ο ήλιος να φανεί. Σκόνη σε μια χώρα που πενθεί ποια ιδέα λάθος, ποια ορθή πλοία με θολό προορισμό δύο μίλια πριν απ’ τον χαμό. Βιάστηκες να φύγεις, να χαθείς μέσα στην ομίχλη να χωθείς άργησα πολύ για να σε δω κι όμως δεν τελειώνουν όλα εδώ. ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Έμεινα έξω απ’ τη ζωή κι έπεσα στο πηγάδι έδωσα τόπο στην οργή και μ’ έπιασε το βράδυ. Κι εσύ στην αναζήτηση μιας νέας ευτυχίας μέσα σε πόλεις βορινές και σε καρδιές κλειστές τα όνειρα ξεκούμπωτα στη δίνη του αέρα να σου χαράζουν το κορμί στις έξι το πρωί. Έμεινα μόνος να κοιτώ του ουρανού τη θέα μέχρι τα ξημερώματα χωρίς καμιά παρέα. Κι εσύ στην αναζήτηση μιας νέας ουτοπίας σε άλλους κόσμους μυστικούς σε ήλιους σκοτεινούς αδιάβαστο τετράστιχο στου χρόνου τη μανία με ένα δύσκολο γιατί να σε ακολουθεί. ΚΡΥΦΤΟ Νύχτες μαρτύριο σαν κολαστήριο δίνω αυτόγραφα στη μοναξιά είναι μεσάνυχτα μάτια ορθάνοιχτα ψάχνουν στο πάτωμα να βρουν νησιά. Βράδια ανήσυχα χέρια φιλήσυχα ψάχνουν το άγγιγμα του ουρανού σκότος ανέκφραστο όνειρο εύθραυστο μπαίνουν φαντάσματα βαθιά στον νου. Κι εσύ ποιος ξέρει πού να είσαι είναι αργά για να σε βρω το γλυκοχάραμα σκληρό παίζεις κρυφτό και προσποιείσαι. ΣΚΗΝΙΚΟ Όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος που πονάει σε μια ρημαγμένη γη η αγάπη ξεψυχάει. Όλα φεύγουν μια βραδιά, μες στον άνεμο σκορπάνε οι στιγμές απ’ τα παλιά απ’ το χέρι μας κρατάνε. Όλα έχουνε σκοπό και μια πιθανή αιτία σ’ έναν κόσμο σκοτεινό δεν υπάρχει αμαρτία. Όλα είναι μια κραυγή, ένα μακρινό αστέρι καταιγίδα η ζωή, ποιος να ξέρει τι θα φέρει. Όλα δρόμοι αδειανοί σε τοπίο ξεχασμένο βουρκωμένοι ουρανοί κι εγώ ακόμη σε προσμένω. Όλα είναι ποταμός που κυλάει στο μυαλό μας και η άνοιξη λυγμός απ’ το δάκρυ το δικό μας. Σ’ ένα τέτοιο σκηνικό ποιος κερδίζει και ποιος χάνει έχω δίπλα μου βουνό κι από πίσω μου λιμάνι. ΦΥΓΗ Σ’ ένα όνειρο βαθύ τη σκιά σου κυνηγάω δεν θυμάμαι τη μορφή μα ακόμη σ’ αγαπάω. Η ανάσα σου μπορεί τη σελήνη να γλυκάνει κι η ζωή σαν ιαχή τον αέρα να τρελάνει. Σε μια τέτοια εποχή όλα μοιάζουνε χαμένα είναι λάθος η στιγμή και τα λόγια προδομένα. Βυθισμένος στο χαρτί κάτι γράμματα σου γράφω ραγισμένο το γυαλί, με το αίμα υπογράφω. Ένα τρένο αδειανό αναμνήσεις κουβαλάει κι απ’ το τζάμι το θολό η ζωή μάς χαιρετάει. Στην ομίχλη των καιρών η αγάπη μοιάζει ρίσκο σ’ ένα θέατρο σκιών μια σε χάνω μια σε βρίσκω. Όταν έρχεσαι εσύ εγώ πάντοτε θα φεύγω σαν τρεμάμενη ψυχή το παρόν θα αποφεύγω. Όταν έρχομαι εγώ εσύ τη φωτιά θα σβήνεις σ’ έναν άγνωστο θεό το κορμί σου θα αφήνεις. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Όταν ο άνθρωπος περνά από την πόρτα της ζωής του βλέπει τον κόσμο μια σταλιά και νιώθει ρίγος στην ψυχή του. Όταν ο άνθρωπος μπορεί να δραπετεύει κάθε μέρα ποτέ δεν νιώθει την πληγή που του ανοίγει μία σφαίρα. Όταν ο άνθρωπος γερνά μπαίνει στο βάθος του χειμώνα εκεί που πάγους συναντά από το ψύχος του αιώνα. Όταν ο άνθρωπος νικά τις παραισθήσεις του μυαλού του απ’ την αρχή ξαναπατά τα μονοπάτια του κορμιού του. Είναι ο άνθρωπος πουλί, μέσα στον ίλιγγο πετάει μα όταν πιάνει η βροχή, σε ένα δέντρο ακουμπάει. Είναι ο άνθρωπος φωτιά που κατακαίει τα λιβάδια μα όταν βρει μια αγκαλιά κοιμάται ήσυχα τα βράδια. ΑΝΑΓΚΗ Αν ήμουν κάτι από αυτά που εσύ ποτέ σου δεν θα μάθεις δεν θα υπήρχανε θεριά στον πάνω κόσμο να δαμάσεις. Άμα δεν ήσουνα εσύ ο αρλεκίνος που δεν ξέρω θα είχα δυνατή φωνή το όνομά σου να προφέρω. Αν ήμουν ένας απ’ αυτούς που δεν χρειάζονται συστάσεις η αφροσύνη του κορμιού θα έπαιρνε πάντα παρατάσεις. Άμα δεν ήσουνα σκιά στα όνειρά μου να σε βάλω όλα θα ήταν φωτεινά μέσα στον κόσμο τον μεγάλο. Κι αν όλα αυτά που ιστορώ μοιάζουν καράβια μεθυσμένα όμως ποτέ δεν θα σου πω τα συναισθήματα για σένα. Κι αν η ανάγκη να πιαστώ από δυο λόγια που δεν είπες μου ξεριζώνει το μυαλό και η ψυχή γεμίζει λύπες. ΟΥΤΟΠΙΑ Απόγευμα, το σούρουπο βαρύ το μέλλον μου το έχω ντύσει πρόχειρα μεγάλωσα, αντέχω τη βροχή κεντάω στο χαρτί φτηνά εργόχειρα. Τα λόγια μου, αδιάφορα ηχούν ο έρωτας σκισμένο διαβατήριο αδιέξοδο, οι μνήμες μ’ οδηγούν σ’ ένα τρελό αφόρητο μαρτύριο. Μεσάνυχτα, ο κόσμος μια σταλιά ανάμεσα στη γη και στον παράδεισο παράτολμα μου σφίγγεις τη θηλιά ξημέρωσε κι εγώ πατώ στην άβυσσο. Ο φόβος μου, βαδίζει σε σκοινί κι ισορροπεί στην κόψη του ανεξήγητου κατάμονη και άρρωστη φωνή μιλάς στη μοναξιά του ανεκδιήγητου. Χάρτινα όνειρα, χάρτινα φεγγάρια πέφτω σ’ απόνερα, σε σβηστά φανάρια ψάχνω τα ίχνη σου σε κλειστά τοπία έξω φυσάει χαμό και ουτοπία. ΣΑΒΒΑΤΟ Σάββατο κοιτάς απ’ το παράθυρο όλη τη ζωή σου σε ριπλέι δρόμοι καρμανιόλες κι ένας άνεμος κάτω απ’ το υπόστεγο να κλαίει. Σάββατο μια λέξη ακατανόητη βγαίνει από στόμα μεθυσμένου σβήνω στο τασάκι αποτσίγαρα και τη μοναξιά του ηττημένου. Σάββατο φιγούρες στα αζήτητα στήνουνε χορό της ουτοπίας βράδια βουτηγμένα στο οινόπνευμα και στον πυρετό της εφηβείας. Σάββατο απόλυτο αδιέξοδο λέξεις κρεμασμένες στη σελήνη λάδια και βενζίνες στο οδόστρωμα λιώνω στο νερό μια ασπιρίνη. Σάββατο φθαρμένη υποσημείωση μέσα στο τετράδιο του χρόνου άγνωστη φωνή χωρίς ταυτότητα στη διαπασών του μικροφώνου. ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ Ποιος δάγκωσε του έρωτα το κόκκινο το μήλο. ποιος έβαλε το άρωμα του κόσμου σ’ ένα φύλλο. Ποιος έφυγε μεσάνυχτα και ήρθε μεσημέρι ποιος χάιδεψε την άνοιξη με παγωμένο χέρι. Ποιος φώτισε του δώματος τα άδυτα σκοτάδια ποιος γέμισε με χρώματα τα χιονισμένα βράδια. Ποιος άκουσε χαράματα τη θλίψη που γελούσε ποιος είδε τη μετέωρη κοιλάδα που ριγούσε. Ποιος κέρδισε το στοίχημα και έχασε το σώμα χωρίς κανένα αντάλλαγμα θα σ’ αγαπώ ακόμα. ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ Παράθυρο στη λογική ζητώ στις τρεις το βράδυ μα όταν κλείνει η φυλακή μπουκάρει το σκοτάδι. Ανάμεσα σε δυο κελιά ορθώνεται ένα τείχος και τα δικά σου τα φιλιά διαπερνά το ψύχος. Ηχεία στη διαπασών σιωπές των αγαλμάτων Ελλάς των πέντε θαλασσών και των πολλών κυμάτων. Η μνήμη θέλει χορηγό κι ο έρωτας μπαστούνι στο ίδιο έργο ναυαγώ τις νύχτες του Ιούνη. Δωμάτια αλκοολικά και δρόμοι καρμανιόλες αυτό που μένει τελικά δυο λέξεις όλες κι όλες. ΙΛΙΓΓΟΣ Αγρίεψε το όνειρο και πέφτει να πνιγεί στα κύματα που τρέχουν μανιασμένα ορθώνεται στον τοίχο ένα πελώριο γιατί ερίζουν τα οικεία από τα ξένα. Ανέμισα διάφανη σημαία πλαστική και έβγαλα στη φόρα τα γραμμένα ανάμεσα στο τίποτα και στην οχλοβοή υπάρχει ένα μέρος και για μένα. Ανήμερα της άνοιξης ξεσπάει μια βροχή και λούζει του θανάτου τους κρατήρες η μοναξιά του σώματος φωτίζει την πληγή κι ανοίγει τα καπάκια από τις μπύρες. Ενίοτε τα λάθη μου γυρεύουν αφορμή σαν ύαινες να με κατασπαράξουν κι οι έφηβοι τα κάγκελα πηδάνε με ορμή του σύμπαντος το χάος να ταράξουν. Είναι τα απογεύματα που τρέχω να κρυφτώ στου ίλιγγου την πιο ωραία ζάλη και πίσω μου το πέλαγος ανοίγεται βουβό θυμίζοντας την ώρα τη μεγάλη. ΑΡΝΗΣΗ Απαίτησα λιγάκι απ’ τη ζωή μου μια όαση με καθαρά νερά συνάντησα τη νύχτα της ερήμου στον άνεμο να δίνει μαχαιριά. Απαίτησα το τέλος του χειμώνα μια άνοιξη με διάφανο κορμί συνάντησα στο μπαρ ένα θαμώνα μεσάνυχτα μονάχος να θρηνεί. Απαίτησα στον ύπνο μου τα βράδια τα όνειρα να γίνονται λευκά συνάντησα ατέλειωτα σκοτάδια να πνίγουν της ψυχής μου τον νταλκά. Απαίτησα ένα ολόγιομο φεγγάρι του δρόμου να φωτίζει τις σκιές συνάντησα της μνήμης το κουφάρι να λιώνει απ’ του καιρού τις χαρακιές. Απαίτησα να έρθεις πιο κοντά μου να πιω του έρωτά σου το φιλί συνάντησα μια άρνηση μπροστά μου το βλέμμα σου να γίνεται απειλή. ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Είναι οι μέρες μου μονότονα ταξίδια για το Μαρόκο, το Περού, τη Νότια Κίνα μα το απόγευμα γυρνάω ξανά στα ίδια και ξαναβγαίνω για καφέ στην Ελευσίνα. Είναι οι νύχτες μου του δρόμου ερωμένες κάνουνε πιάτσα σε πολύβουα λιμάνια απ’ τους ανθρώπους και τη μοίρα ξεχασμένες και τα χαράματα κοιμούνται σε ντιβάνια. Είναι οι ώρες μου μια ψεύτικη συνήθεια σβήνω τα ίχνη της κι αυτή μ’ ακολουθάει πώς καταντήσαμε, ποια είναι η αλήθεια κι ο ουρανός είναι βαρύς, δε βοηθάει. Είναι τα χρόνια μου υπόγεια σφαιριστήρια πάντα χαμένος θα ‘μαι από το παιχνίδι όλη η ζωή μου προσφορά σ’ ενοικιαστήρια κόβω τον γόρδιο δεσμό μ’ ένα ψαλίδι. Έξω σφυρίζουνε της θύμησης τα τρένα είναι σκληρή η μοναξιά χωρίς εσένα μέσα στα ποιήματα σε ψάχνω τον χειμώνα πέντε αιώνες και δε φάνηκες ακόμα. ΛΕΥΤΕΡΙΑ Λευτέρωσε τα όνειρα να βγουν απ’ τα υπόγεια να ζήσουν ένα βράδυ της άνοιξης το άρωμα της Κυριακής το χάραμα και διώξε το σκοτάδι. Λευτέρωσε τα κύματα και πνίξε τα προσχήματα στη φόρα του αέρα η θλίψη έχει όριο το λάθος περιθώριο ν’ αλλάξει σε μια μέρα. Λευτέρωσε τον έρωτα να βγει απ’ τα ξενέρωτα τα ράφια της βιτρίνας στους δρόμους ειν’ τα θαύματα χορεύουνε τα τραύματα στον ήχο μιας Σειρήνας. Λευτέρωσε τα θέλω σου των «πρέπει» το μπουρδέλο σου βάλε το στη γωνία ξεπλήρωσε το θάνατο μ’ ένα φιλί αθάνατο και βγάλτον στην πορνεία. Η τυραννία του μυαλού είναι βαρίδι άσε τη σκέψη επιτέλους μοναχή να περπατήσει με σανδάλια στη βροχή αυτά που είχα να σου πω, στα είπα ήδη. ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ Είμαι εντός κι απ’ έξω μένω δεν έχω σπίτι και κοιμάμαι σ’ ένα δυάρι νοικιασμένο και την ανάσα μου φοβάμαι. Είμαι εδώ και παραπέρα μέσα στα έγκατα της πόλης έχει νυχτώσει κι είναι μέρα ζω σε αρχαίες ακροπόλεις. Είμαι παντού αλλά και λείπω σ’ ένα παγκάκι μένω απόψε έχω φυτέψει έναν κήπο τον εαυτό μου αν θέλεις κόψε. Είμαι στο φως και στο σκοτάδι μια αντανάκλαση του ήλιου πάω να πιω κι αυτό το βράδυ στο ταβερνάκι ενός φίλου. Όλα καλά και όλα χάλια τίποτα πλέον σταθερό γι’ αυτό κι εγώ αποχωρώ μα ξαναμπαίνω στο χορό κι ανοίγω άλλα δυο μπουκάλια. ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ Έρωτας απ’ τα μανταλάκια κρέμεται αυτό το καλοκαίρι βγάζω γλυκό απ’ τα βαζάκια δίνω στη θάλασσα το χέρι. Ρίχνω τα μάτια μου στον ήλιο πύρινη λάμψη με τυφλώνει πιάνω κουβέντα μ’ ένα φίλο για της αγάπης το αφιόνι. Μέσα σε τόσες αντιφάσεις βρίσκω μια ιδέα που με σώνει απ’ την πηγή θα ξεδιψάσεις αν οδηγείς χωρίς τιμόνι. Κάθομαι κάτω από την τέντα ρίχνω νερό μες στο ποτήρι είμαι νεκρός, δε λέω κουβέντα κάνω στο νου μου χαρακίρι. Όποιος περνάει τη ζωή του από την τρύπα μιας βελόνας πάντα τον βρίσκει ο χειμώνας ν’ ακροβατεί στη θύμησή του. ΣΑΒΒΑΤΟ Σάββατο σβησμένο αποτσίγαρο μέσα στο τασάκι του χειμώνα άνθρωποι περνάνε από δίπλα μου ξύπνησαν και άλλαξαν αιώνα. Σάββατο χαμένο διαβατήριο ρούχο απ’ το πανέρι των εμπόρων θύμα της ασφάλτου πάλι γίνομαι λεία και βορά των τροχοφόρων. Σάββατο μιλάς με την πανσέληνο ρίχνεις ένα κέρμα στο πηγάδι σέρνονται οι ψυχές μέσα στην άβυσσο δύσκολα περνάει κι αυτό το βράδυ. Σάββατο αδιάβαστο τετράστιχο πάνω σε εισιτήριο του τρένου θάνατο μυρίζεις και οινόπνευμα λόγια από στόμα μεθυσμένου. Σάββατο τι θέλεις από μένανε είμαι ναυαγός αρχαίου στόλου μέσα στο βυθό σου απόψε πνίγομαι και στη μοναξιά του κόσμου όλου. ΨΕΜΑ Παράξενο φθινόπωρο δυο βήματα απ’ τον Άδη χάθηκες στο σκοτάδι χωρίς να πεις μιλιά. Τα χρόνια που σου έδωσα τα πήρε όλα η νύχτα τα ζάρια τώρα ρίχτα σε ξένη αγκαλιά. Χαράματα στην άσφαλτο κοιτώντας το φεγγάρι η μέρα θα σε πάρει δε θα σε ξαναδώ. Στους δρόμους αυτοκίνητα βρισιές και διαφημίσεις έλα να με φιλήσεις πριν να σε ονειρευτώ. Ζωή του μεροκάματου αγάπη της αλμύρας σ’ ένα κουτάκι μπίρας βυθίζω τον καημό. Τραγούδια, ραδιόφωνα όλα μιλάν για σένα δώσε μου ένα ψέμα κι ας πέσει στον γκρεμό. ΕΡΩΤΑΣ Έρωτας μέσα στη βροχή σου έδωσε το χέρι κι εσύ αντί για ευχαριστώ του κάρφωσες μαχαίρι. Έρωτας βάζει πυρκαγιά και σου ‘καψε τα χείλη κι αντί να σβήσεις τη φωτιά άναψες το φιτίλι. Έρωτας μες στη παγωνιά με χάδια σε ζεσταίνει κι εσύ τον βάζεις στη γωνιά γυμνό να περιμένει. Έρωτας ρίχνει τουφεκιά στο πόδι σε λαβώνει κι αντί να δέσεις την πληγή την πλένεις με το χιόνι. Απόψε πιες τα στην υγειά της προδοσίας κι αύριο φίλησε τα χείλη της καθώς είσαι αιχμάλωτος στη μέση μιας θυσίας είναι ο έρωτας και φίλος και εχθρός. Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ Όταν κρύψει ο ήλιος την ομορφιά σου δως μου το κατακάθι απ’ τα φιλιά σου. Όταν σε δω να φεύγεις μη μου μιλήσεις μόνο τη μοναξιά σου να μου χαρίσεις. Όταν όλα τα βράδια κάτι σου λείπει πάρε τα όνειρά μου διώξε τη λύπη. Όταν τον εαυτό σου τον καταστρέψεις έλα ξανά σε μένα να τον γυρέψεις. Όταν ο κόσμος όλος γίνει κομμάτια θα ‘χεις να τον κοιτάζεις τα δυο μου μάτια. Όταν ο κόσμος όλος γίνει παγίδα θα ‘μαι ο ταξιδιώτης και η ελπίδα. ΜΙΣΗ ΖΩΗ Ο κόσμος είναι άδικος κι ο έρωτας κατάδικος κρυμμένος στη γωνία κι εσύ να ψάχνεις όριο στου νου το περιθώριο χωρίς ψυχή καμία. Η νύχτα θέλει αίματα κι η μέρα ξεμπερδέματα μαχαίρι και θυσία. κι εσύ σ’ ένα δωμάτιο πληρώνεις το γραμμάτιο και χάνεις την ουσία Ο χρόνος είναι άνεμος κι ο θάνατος ιπτάμενος στου δρόμου τα σφαγεία κι εσύ σε τρίτο πρόσωπο μιλάς με στυλ απρόσωπο χωρίς δικαιολογία. Η πόλη θέλει χρώματα φωτιά τα ξημερώματα κρασί και αμαρτία κι εσύ μια πιθανότητα μες στην αιωνιότητα να βρεις την ευτυχία. Μισή ζωή ολόκληρη φυγή ασπρόμαυρα φεγγάρια και μια σκιά να παίζει τώρα πια την τύχη σου στα ζάρια. Ο ΥΜΕΝΑΣ Στου κόσμου το τρελό το καρναβάλι ο άνεμος ο μόνος που νικά κι ο έρωτας μια χίμαιρα κρυμμένος στα εφήμερα γυρεύει απ’ τη ζωή σου δανεικά. Στου χρόνου τη σκληρή οφθαλμαπάτη ο φόβος πάντα βγαίνει νικητής κι ο άνθρωπος το πέρασμα στης νύχτας το συμπέρασμα με κλάματα στο τέλος της γιορτής. Στου δρόμου το ατέλειωτο ταξίδι νικάει της ασφάλτου η φωτιά κι εγώ της γης το άπειρο με βάδισμα ανάπηρο σκυμμένος σε κατάμαυρα χαρτιά. Οι νίκες και οι ήττες είναι ένα το πρόβλημα λοιπόν είναι αλλού στα θρύψαλα ενός μικρού γυαλιού που έκοψε του ήλιου τον υμένα. ΑΝ ΜΕ ΔΕΙΣ Αν με δεις να ξεφεύγω είναι μάλλον που φεύγω για αλλού στο τετράδιο σημάδια από άγονα βράδια του μυαλού. Αν με δεις να πεθαίνω είναι μάλλον που βγαίνω σ’ ένα φως μες στην έρημη χώρα είναι πέντε η ώρα ακριβώς. Αν με δεις να σωπαίνω είναι μάλλον που μπαίνω πιο βαθιά ραγισμένο το βάζο απ’ τη τσέπη μου βγάζω τα κλειδιά. Αν με δεις να δακρύζω είναι μάλλον που βρίζω τον καιρό κουρασμένα τα χρόνια να κουνήσω τα πιόνια δεν μπορώ. Δεν έχω αλήθεια να σου πω, δεν έχω ψέμα έξω φυσάει κι από ώρα ψιλοβρέχει ο ουρανός την αδικία δεν αντέχει μην την πουλήσεις την ψυχή σου σε κανένα. ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ Ήσουν εδώ κι έφυγες πάλι ήρθες για λίγο, λείπεις πολύ η μοναξιά πόσο μεγάλη μες στο σκοτάδι παίζει βιολί. Ήσουν νερό κι έγινες χώμα λόγια της άμμου στον ποταμό η ανατολή δεν έχει χρώμα πέφτει ο ήλιος σ’ έναν γκρεμό. Ήσουν φωτιά κι έγινες στάχτη αποκαΐδια σε μια στιγμή ο ουρανός μπροστά σε φράχτη βλέπει των άστρων την παρακμή. Ήσουν το φως κι έγινες βράδυ έσβησε η λάμπα στην οροφή η λησμονιά βάζει σημάδι όλα της μνήμης τα τιμαλφή. Ό, τι κι αν ήσουν, τώρα δεν είσαι ούτε του χρόνου μια αναλαμπή μέσα στο ποίημα τώρα πια κείσαι άγνωστης λέξης παραπομπή. ΕΚΤΟΣ Με την ταχεία της νυκτός φτάνω στα όρια του εκτός βγαίνω απ’ τη λίστα μπαίνω σε πλοίο της γραμμής όλα είναι ζήτημα τιμής τα λόγια σκίστα. Φεύγουμε αύριο γι’ αλλού στη μοναξιά ενός τρελού ρίχνουμε δίχτυα είμαστε η χώρα του παντός μα κατοικούμε προπαντός σε άδεια σπίτια. Με αυτοκίνητο μικρό σέρνω τον άνεμο νεκρό στη λεωφόρο γίνομαι η μύτη ενός καρφιού είναι το αγκάθι του σκορπιού θανατηφόρο. Αύριο ανοίγουμε πανιά για το τσουνάμι του ντουνιά χωρίς πυξίδα είμαστε γράμματα ψιλά που τα διαβάζεις με γυαλιά σ’ εφημερίδα. Είναι η ζωή μυστήριο χτυπάει σιωπητήριο μου έρχεται ναυτία διάτρητα τα όνειρα κι εσύ μες στα απόνερα να ψάχνεις την αιτία. ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ Θα σου καρφώσω στα μαλλιά τον ήλιο για να μπορείς στο σκοτάδι να λουστείς μα αν δαγκώσεις ένα σάπιο μήλο δε θα ‘χεις πια κάποιο θεό για φίλο ούτε σκοινιά από μένα να πιαστείς. Θα σου φορέσω ουρανό για μάτια για να μπορείς στο γαλάζιο να πνιγείς κι όλα τα λόγια θρύψαλα κομμάτια τέρμα οι όρκοι, τέρμα τα γινάτια πιάνει στεριά το βαπόρι της φυγής. Ο έρωτας φωτιά και σκόνη στου χρόνου το μπαλκόνι φουμάρει ένα παλιό χαρμάνι και θέλει να πεθάνει. Μα εγώ δε σε αφήνω μόνη να λιώνεις μες στο χιόνι τον άνεμο θα κυριέψω για να ‘ρθω να σε κλέψω. ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ Του Μάρτη τριαντάφυλλο, γαρύφαλλο του Μάη περσότερο από σένανε κανείς δε σ’ αγαπάει. Οι έρωτες περάσανε σαν σκόνη του αέρα σαρώσανε την άνοιξη, δεν έχει παραπέρα. Της μέρας αγριολούλουδο, της νύχτας πεφταστέρι περσότερο από σένανε κανένας δε σε ξέρει. Οι έρωτες περάσανε κι αφήσανε σημάδια σου πήραν το χαμόγελο, σε ρίξαν στα σκοτάδια. Κι εγώ που δεν κατάφερα ποτέ να σε γνωρίσω μ’ ένα ποτήρι θάλασσα τη δίψα μου θα σβήσω. ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ Το ναι της βεβαιότητας το δεν της ματαιότητας στο ίσως σκαρφαλώνουν να σώσουν τα προσχήματα απ’ τα πυροτεχνήματα που τα περικυκλώνουν. Ο νόμος της βαρύτητας το γκάζι της ταχύτητας στο δρόμο προχωράνε να πέσουν σε διάζωμα να κάνουν παιδομάζωμα σε όσους αγαπάνε. Κυνήγησα το άπειρο κι έπεσα σε ανάπηρο πλανήτη της δεκάρας κατάφερα το τίποτα με πνίξαν τα ανείπωτα τραγούδια της κιθάρας. ΣΤΡΑΦΙ Να ακουμπάς τις χαραυγές και να σε πνίγει ο αέρας κι όταν την άνοιξη ζητάς να σ’ αγκαλιάζει ένα τέρας Να δίνεις τόπο στην οργή και να σ’ αρπάζει ένα μίσος κι όταν τον έρωτα υμνείς να σε κυκλώνουνε τα ίσως Να δραπετεύεις απ’ το χθες αλλά στο σήμερα να λιώνεις κι όταν νομίζεις πως νικάς τον εαυτό σου να καρφώνεις Να έχεις φίλο το Θεό αλλά το διάβολο σημαία κι όταν παράδεισο κοιτάς να σε κολάζει μια ιδέα Φτάνει η άνοιξη αργά το καλοκαίρι πήγε στράφι του φθινοπώρου τα φιλιά ξεχειμωνιάζουνε στο ράφι ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ Σ’ έναν κόσμο αδιάφορο που δεν ξέρει πού πάει την ασχήμια του έκανα οδηγό και σημαία περπατώ ολομόναχος μες στην έρημη πόλη και μαζεύω απ’ την άβυσσο μια σπασμένη κεραία. Σ’ έναν κόσμο ανάπηρο που βαδίζει στο χάος στην αγρύπνια μου έδωσα διαστάσεις θριάμβου ξενυχτώ στο δωμάτιο και με βρίσκει η μέρα να πετάω αποτσίγαρα στα χωράφια του κάμπου. Σ’ έναν κόσμο περίεργο που δεν έχει αργίες του ζητώ μεροκάματο και μου δίνει ξυράφι κατοικώ σε διώροφο με κομμένο το ρεύμα ονειρεύομαι έρωτες, μα ξεμένω στο ράφι. Σ’ έναν κόσμο αναίσθητο που ‘χει χάσει το χρώμα διακρίνω ξεκάθαρα μια φωνή στο σκοτάδι οδηγώ δίχως δίπλωμα στις υγρές λεωφόρους με αρπάζει ο άνεμος, με πετά στο πηγάδι. Κατά λάθος σε γνώρισα, κατά λάθος σε χάνω μια τυχαία συνάντηση, μια τυχαία φυγή κι η ζωή ένα στοίχημα που ποτέ δεν το πιάνω είναι έξω χαράματα και με πνίγει η βροχή. ΜΝΗΜΕΣ «Θυμήσου τα ωραία καλοκαίρια που έκανες βουτιές στον ουρανό ζωγράφιζες καράβια στο κενό και φύτευες τον ήλιο στα παρτέρια. Θυμήσου του φθινόπωρου τα βράδια που έσταζαν σκουριά και καταχνιά κλεισμένη μες στο σπίτι απ’ τις εννιά ψηλάφιζες του τοίχου τα σκοτάδια. Θυμήσου του χειμώνα τα ταξίδια που κάναμε στις πίστες του χιονιού μετά στον καναπέ του σαλονιού σκαρώναμε ακατάλληλα παιχνίδια. Της άνοιξης θυμήσου τον αέρα που μύριζε αλκοόλ και γιασεμί η νύχτα σπαρταρούσε από ηδονή και άπλωνε τα δίχτυα της η μέρα.» «Γιατί δεν πας απέναντι να βρεις τη μοναξιά γιατί μετράς τον έρωτα με μνήμες και χαρτιά; Ποιος είπε πως οι όμορφες στιγμές θα διαρκούν μες στην αιωνιότητα και θα μας κυβερνούν;» ΜΕΡΙΔΙΟ Έξω φυσάει, δεν υπάρχεις πουθενά μέσα στην πόλη τ’ αυτοκίνητα περνάνε κρύο κι απόψε την ψυχή μου διαπερνά και της αλήθειας μου τα πλάνα όλα σπάνε. Γκρίζα τα σπίτια, έχει αρχίσει η βροχή κοιτώ ψηλά στον ουρανό μία σημαία είναι αλλόκοτη αυτή η εποχή ψάχνω τα ίχνη σου στην άδεια προκυμαία. Μου ‘λεγες θα ‘ρθουνε Δευτέρες φωτεινές σου ‘λεγα όλες οι Δευτέρες είναι ένα κανείς δεν ξέρει ποιος ορίζει τις στιγμές και τι θα φέρουνε οι μέρες στον καθένα. Μου ‘λεγες είναι ο καιρός μια αναλαμπή σου ‘λεγα όλοι οι καιροί είναι το ίδιο ό, τι δε χάθηκε θα έρθει να σε βρει βάλε σημάδι και περίμενε μερίδιο. ΤΑΞΙΔΙΑ Αλήτευες τα βράδια στο Χαλέπι και διάβαζες του Όμηρου τα έπη πρωί ακροβατούσες στην Περσία και γνώριζες του κόσμου τη σοφία. Καθόσουνα στη Λιλ τα μεσημέρια και άκουγες της δύσης τα χαμπέρια στη Γάνδη τ’ απογεύματα μεθούσες την άνοιξη να πιάσεις δεν μπορούσες. Χαμένη στις σκιές του Βερολίνου θυμόσουνα το άγγιγμα εκείνου στους δρόμους τώρα είσαι της Βεγγάζης κανείς δε σε ακούει, μη φωνάζεις. Στο Τόκιο τον έρωτα γυρεύεις με κόκκινες μπογιές τον μασκαρεύεις γυρνάς αγκαλιασμένη στο Καράκας μαζί μ’ ένα υποκείμενο της πλάκας. Τώρα ανεβαίνεις σ’ άδειο φορτηγό χαράματα και πας στον ουρανό οι θύτες κι οι αστοί σε χαιρετούν κι οι νύχτες απ’ το χέρι σε κρατούν. ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ Είναι μέρες που παιδεύομαι είναι νύχτες που τρελαίνομαι είναι ώρες που βυθίζομαι είναι χρόνια που γκρεμίζομαι. Είναι λόγια που φωνάζουνε είναι λέξεις που με σφάζουνε είναι μέτρα που βουίζουνε είναι ρίμες που με βρίζουνε. Είναι πάθη που κοχλάζουνε είναι λάθη που λιμνάζουνε είναι φίλοι που μ’ αρνήθηκαν είναι ιδέες που νικήθηκαν. Είναι μάτια που σκοτείνιασαν είναι χείλη που ωρίμασαν είναι μνήμες που κλειδώθηκαν είναι σκέψεις που σταυρώθηκαν Είναι η γη που καίει η μοναξιά που παραπαίει είναι η οσμή του χρόνου η σιγουριά του δολοφόνου. ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ Καρφώθηκες στην άκρη της σελήνης τα σύννεφα σου πλέκουν τα μαλλιά μονάχη μες στο σύμπαν της οδύνης γυρεύεις του απείρου τα φιλιά μα εσύ ποτέ δεν έμαθες να δίνεις. Ο χρόνος σού μαζεύει τα κομμάτια φτηνές στιγμές μιας άχαρης ζωής τον κόσμο τον κοιτάς με ξένα μάτια θα ήθελες το φως μα δεν μπορείς είναι αργά για αγάπες και γινάτια. Περάσανε γοργά τα καλοκαίρια χειμώνες σου παγώσαν την ψυχή στην άβυσσο κουνάς τα δυο σου χέρια τον έρωτα ζητάς απ’ την αρχή μα οι άγγελοι ακονίζουν τα μαχαίρια. Στο είδωλό σου βλέπεις τη Σαλώμη γυναίκα μιας μοιραίας εποχής τις νύχτες περπατά σε άσπρο χιόνι τις μέρες στην παλάμη της βροχής και σε κοιτά κρυφά απ’ το μπαλκόνι. Μείνε εκεί που είσαι, μη γυρίζεις άλλωστε εδώ πού να κρυφτείς δυόσμο και θυμάρι μου μυρίζεις άδικα το νου σου χαραμίζεις βγες στον ουρανό να ονειρευτείς. ΑΝΤΙΒΑΡΟ Δώσε μου ένα όνειρο για να μπορώ να ζήσω μία μικρή αναλαμπή κάτι σαν φως στην παρακμή το χρόνο να γυρίσω. Δώσε μου ένα αντίβαρο στου κόσμου τη ραστώνη να βγουν στη φόρα οι χαρές να στολιστούν οι ομορφιές ο νους να μην κρυώνει. Δώσε μου ένα κίνητρο να δείξω πως αντέχω του αρχαγγέλου τη ματιά του ουρανού την ξαστεριά βαρίδια να μην έχω. Δώσε μου ένα είδωλο να βλέπω στον καθρέφτη όταν ξυπνώ τα πρωινά κι έχω τα μάτια μου γυμνά κι όταν σκοτάδι πέφτει. Ξέχνα τα λόγια τα μεγάλα τις υποσχέσεις μες στη γυάλα να τις βυθίσουμε έλα να βγούμε στον αέρα να κοινωνήσουμε τη μέρα και ας χωρίσουμε. ΟΠΤΑΣΙΑ Μέσα σε χίλια ποιήματα την άνοιξη γυρεύω έχουν σκουριάσει οι εποχές, μονάχος μου χορεύω. Όλα τ’ ανεμολόγια μου λεν πως θα γυρίσεις χειμώνες και φθινόπωρα ξανά να μου χαρίσεις. Είχα ξεχάσει προ πολλού πώς είναι η μορφή σου σε είδα να χαμογελάς στο τέρμα της αβύσσου. Οι άγγελοι σου χάιδευαν τα κόκκινα μαλλιά σου μη φεύγεις, δεν τα είπαμε, μείνε λιγάκι, στάσου. Μέσα σε αποφθέγματα τον έρωτα ζητάω είναι βαθιά μεσάνυχτα, δεν έχω πού να πάω. Όλα τα οδοφράγματα μου λεν πως θα περάσεις από τη ζώνη του πυρός εμένα ν’ αγκαλιάσεις. ΞΗΜΕΡΩΣΕ Μόλις σταμάτησε να πέφτει η βροχή κι εσύ τις αμαρτίες σου μαζεύεις θεριό ανήμερο ο κόσμος και κραυγή σε μένανε θα βρεις ό, τι γυρεύεις. Αχαρτογράφητο το φως του δειλινού οι θύτες την ψυχή σου μαγαρίζουν κι εσύ ξυπόλητη στα δίχτυα του κενού μου λες αυτά τα λόγια που θερίζουν. Σε θέλω τώρα ή ποτέ ξημέρωσε κι ακόμα πίνω απ’ το καλώδιο του ΟΤΕ τη μοναξιά μου σου τη δίνω. ΛΟΓΙΑ Κοντεύω να ξεχάσω ότι ζω γυρίζω στις πλατείες τα χαράματα μονάχος με το σώμα μου μιλώ και παίζω την ψυχή κορώνα γράμματα. Μετρώ τη μοναξιά μου στο χαρτί ζητώ παρηγοριά μες στα ποιήματα το τέλος είναι εδώ και δεν αργεί με πνίγουν κάτι ηλίθια διλήμματα. Πηγαίνω κάθε βράδυ στο σταθμό τα τρένα προσπερνάνε με ταχύτητα χορεύω στης κραιπάλης το ρυθμό συντρίβομαι στου χρόνου τη βαρύτητα. Καρφώνω το φεγγάρι στο κενό φωτίζοντας του σύμπαντος τα πέρατα κι αυτό το παραμύθι σου φτηνό ξορκίζει τους αγύρτες και τα τέρατα. Λόγια ολόγυμνα, λόγια του αέρα όλα είναι θάνατος εδώ και παραπέρα. Λόγια του τίποτα, λόγια με ενέσεις ό, τι κι αν κάνεις στο φινάλε θα πονέσεις. ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ Περιμένεις μονάχη ένα τρένο φυγής τα χαράματα πίνεις το νερό της αυγής σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο που δεν ξέρει τι θέλει είσαι φως ανοιξιάτικο που μεθούν οι αγγέλοι. Παίζεις πάλι στα ζάρια τη φτωχή σου ζωή είσαι αμίλητη πάντα στου καιρού τη βοή δεν πιστεύεις σε θαύματα, δεν υπάρχουν σωτήρες μα για σένα ανοίγουνε του παράδεισου θύρες. Κολυμπάς στης αβύσσου τη μεγάλη φωτιά γίναν στάχτη τα λόγια και καμένα χαρτιά στου μυαλού τ’ αδιέξοδα κάθε βράδυ γυρίζεις το πρωί αδιάφορα στο γραφείο σφυρίζεις. Ακροβάτης ο χρόνος και λυμένος ο πόνος μην κοιτάς τα σκοτάδια με τα μαύρα γυαλιά το φεγγάρι θα δύσει κι ένας ήλιος θ’ ανθίσει η αγάπη γυρεύει παθιασμένα φιλιά. ΣΤΑ ΖΑΡΙΑ Στο χείλος της αβύσσου σε είδα μοναχή να λάμπεις σαν διαμάντι μετά από τη βροχή. Σου άπλωσα το χέρι, μου έδωσες χολή και κάτω απ’ το φεγγάρι να παίζει ένα βιολί. Τις μέρες του Γενάρη στ’ αστέρια ακουμπάς τις νύχτες του Ιούλη στον ήλιο κολυμπάς. Σου άγγιξα το σώμα, τραβήχτηκες πιο κει είναι η γη πηγάδι, το σύμπαν φυλακή. Φύγε προτού γυρίσεις, έλα πριν να χαθείς καλύτερα στον άσσο, παρά να μ’ αρνηθείς. Παίξε το νου στα ζάρια, διώξε τη λογική ο έρωτας νικάει, αρκεί να είσαι εκεί. ΕΜΦΥΤΗ ΡΟΠΗ Ηλία Λάγιε, σε βλέπω απ’ το μπαλκόνι να κάνεις σάλτο απελπισμένο στο κενό τα ποιήματά σου κάθε βράδυ κοινωνώ και με σκοτώνει της γραφής σου το αφιόνι. Σε ένα δώμα στους Αγίους Αναργύρους Αλέξη Ασλάνογλου, σε βρήκανε νεκρό αποκομμένο από του κόσμου τον συρμό δίπλα σε στίχους, σε καρφιά και σε αγίους. Τώρα τι μου ‘ρθε κι όλα αυτά τα αραδιάζω ίσως να έχω μία έμφυτη ροπή για κάτι ομότεχνους που έχουνε γραφεί τόσα και τόσα και νομίζω πως τους μοιάζω. ΑΠΩΝ Αν έχεις μνήμη ας τη να φύγει αν έχεις δρόμο έχω γκρεμό τρύπια σημαία νύχτα λαθραία δίνω αγάπη παίρνω χαμό. Αν έχεις χρόνο σου δίνω πόνο αν έχεις χώρα έχω φυγή λόγια ξυράφι μένω στο ράφι δίνω τα πάντα παίρνω οργή. Κι έτσι λοιπόν είμαι απών δε με πιστεύει κανένας πια βάζω φωτιά καίω χαρτιά μπαίνω σε βάρκα χωρίς κουπιά. Κι έτσι λοιπόν είμαι απών χωρίς πατρίδα χωρίς ψυχή πέφτει βροχή στάζει η πληγή το σύμπαν όλο θα εκραγεί. Ο ΚΟΣΜΟΣ Καθαρός ουρανός είναι ο κόσμος εκτός μα βαθιά στην ψυχή ψιλοβρέχει σφραγισμένα κελιά με κυκλώνουν αλλά όποιος χάνει τα πάντα, αντέχει. Βουτηγμένος στο φως είναι ο κόσμος αυτός μα τις νύχτες γλιστρά στο πηγάδι φοβισμένα κορμιά με αγγίζουν ξανά και μ’ αφήνουν το ίδιο σημάδι. Είναι ο κόσμος μικρός κι ο αέρας ζεστός σ’ έναν κύκλο γυρίζει η ζωή μου μα στο τέλος νικά η ψυχή που πονά παρ’ τη λύπη και έλα μαζί μου. ΜΝΗΜΗ Έξω φυσάει μανιασμένα μα η μορφή σου αυτό το βράδυ έρχεται μέσα στα σκοτάδια και μου ζητάει ένα χάδι. Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά σου ο ουρανός σου γερασμένος από τα σύννεφα της λήθης και σε κοιτάω σαστισμένος. Ήταν ο έρωτας μια πλάνη δεν είχα άστρο να σου δώσω πέρασαν γρήγορα τα χρόνια μα δε σε ξέχασα ωστόσο. Απόψε που σε ξαναβλέπω έχεις μια λάμψη που σκοτώνει ό, τι ξανάρχεται δε φεύγει ό, τι αγαπάμε δεν τελειώνει. Άσε με να ‘μαι στη ζωή σου μια φωτεινή μελαγχολία το ανοιχτό παράθυρό σου και μια υπαίθρια συναυλία. ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΟΣ ΕΡΩΤΑΣ Αφήστε με να λυτρωθώ σ’ ένα μπουκάλι μπύρα ανίκητος ο θάνατος κι ο έρωτας αλμύρα την άνοιξη να υποδυθώ μήπως και σε κερδίσω το αίνιγμα της ομορφιάς εγώ να σου το λύσω. Αφήστε με να ξοδευτώ στου αλκοόλ τη βρύση να ρέει οίνος άφθονος κι η νύχτα να κρατήσει να πέσω κάτω ανάσκελα μήπως και μπερδευτούμε ν’ ανθίσουνε οι θάλασσες, στα βάθη ν’ ανοιχτούμε. Κι όταν θα ξεμεθύσω θα είναι μεσημέρι μ’ ένα παλιό μαχαίρι τον έρωτα θα ξύσω. Η ΚΑΥΤΡΑ Είναι μεσάνυχτα και κάτι μέσα σε μια οφθαλμαπάτη βλέπω τα μάτια σου που κλαίνε και για τον έρωτα μου λένε. Από το χρώμα της σελήνης κλέβω τη λάμψη της οδύνης μπαίνεις σαν σφήνα στο μυαλό μου και ακουμπάς το όνειρό μου. Είναι μερόνυχτα που θέλω να δύω και να ανατέλλω μες στα σκοτάδια του κορμού σου και στα υπόγεια του νου σου. Έξω στην άδεια πολιτεία γράφω με άσπρη κιμωλία τις υποσχέσεις της αγάπης πάνω στους τοίχους της απάτης. Δως μου την καύτρα ενός φιλιού να ταξιδέψω για αλλού στου ουρανού τις ξαστεριές και στου απείρου τις στεριές. Σ’ ΕΝΑ ΔΥΑΡΙ Ζω σ’ ένα δυάρι χρόνια δέκα οκτώ είναι ετοιμόρροπο αλλά δεν το κουνώ. Όνειρα, ξενύχτια λόγια και φωνές τοίχοι που ξεφτίσανε εικόνες μαγικές. Ζω σ’ ένα δυάρι δίπλα στο σταθμό τρένα μου σφυρίζουνε κι εγώ τα χαιρετώ. Έρωτες, αγάπες πάθη, χωρισμοί φουλ το ραδιόφωνο και τίγκα η ζωή. Όλη η ζωή μου Βάθης – Αχαρνών ζω σε δυο δωμάτια αλλά είμαι απών. ΠΡΟΒΑ Χαράματα σ’ ένα σταθμό προβάρεις τη ζωή σου ξενύχτια, κρύα σώματα και φώτα της αβύσσου. Τα τρένα πάλι ξεκινούν ν’ αρπάξουνε τη μέρα κι εσύ καταναλώνεσαι με λόγια του αέρα. Τα μάτια σου διάφανες αυλαίες που ανοίγουν οι άγγελοι σου κλέβουνε τη λάμψη πριν να φύγουν. Στο δρόμο αυτοκίνητα τρακάρουν με τον πόνο κι εσύ χωρίς ταυτότητα εκδίδεσαι στο χρόνο. Πιάσε το σήμερα και βγάλε το στο φως είναι ο έρωτας της νύχτας αδερφός στάξε απ’ τα σύννεφα λίγη λησμονιά θα ‘ρθει η άνοιξη μέσα απ’ το χιονιά. ΔΥΟ ΚΥΤΤΑΡΑ Έξω στο δρόμο οι αλήτες τριγυρνούν κι έχουν στα μάτια τους μια φλόγα άγριας δύσης μου ‘λεγες θα ‘ρθουνε και χρόνια πιο καλά αρκεί την άνοιξη φτηνά να μην πουλήσεις. Άσωτοι άγγελοι ψηλά στον ουρανό πλέκουν στεφάνια με λουλούδια του θανάτου πάντα ρωτούσες αν υπάρχουνε πουλιά που μπαινοβγαίνουν στα μπαράκια του Σαββάτου. Μέσα σε υπόγεια παιδιά που ξενυχτούν κι έχουνε μάθει να ξεχνάνε τ’ όνομά τους όλα θα φτιάξουνε μου έλεγες συχνά όταν οι άνθρωποι αγαπήσουν τα κορμιά τους. Στον πάνω κόσμο κατοικούνε δυο ψυχές κανείς δεν τόλμησε ποτέ να τους μιλήσει έβαζες χρώματα στα σύννεφα του νου κι ένα πανί στη μοναξιά να αρμενίσει.. Έχουν αλλάξει οι εποχές κι είναι αργά πάλι να πάρουμε τα ίδια μονοπάτια μάζεψε τώρα από κάτω τα κομμάτια είναι ο έρωτας δυο κύτταρα νεκρά. ΣΩΤΗΡΙΑ Μόνος σε ένα καφενείο σαν του απείρου το πορνείο με δυο θαμώνες που καπνίζουν πίνουν αδιάκοπα και βρίζουν. Έξω η μορφή σου μαγκωμένη στου ουρανού την ειμαρμένη παίζει παιχνίδια με αγγέλους φτάνει στα όρια του τέλους. Μόνος σε ένα λεωφορείο σαν της ασφάλτου το θηρίο με δυο επιβάτες που μιλάνε για τον καιρό και ό, τι να ‘ναι. Έξω η φωνή σου σφηνωμένη σ’ ένα φεγγάρι καρφωμένη κρυφομιλάει στους πλανήτες και υποδύεται αλήτες. Έλα τώρα να σε σώσω το κορμί σου να καρφώσω στα πιο όμορφα σκοτάδια και στης άνοιξης τα βράδια. Έλα τώρα να σου δώσω όλα όσα θα πληρώσω για να σώσω την αγάπη απ’ του χρόνου την απάτη. ΣΤΑ ΑΔΥΤΑ Στου κόσμου τα ενδότερα θα σε εξερευνήσω να ρίξω φως στο θάνατο να σου τον αναστήσω. Κι ο χρόνος στην ατζέντα του να γράφει σημειώσεις περίπλοκους αλγόριθμους, στοιχεία και ενώσεις. Στα άδυτα του στεναγμού θα μπω για να σε σώσω το αχ της επανάστασης στον τοίχο θα καρφώσω. Κι ο χρόνος στα αζήτητα να μένει για αιώνες κλεισμένος σε δωμάτια, σε δίσκους και οθόνες. Στο χάρο δώσε κέρασμα και ασ’ τον να σε πάρει οι έρωτες ανθίζουνε κι εδώ και στο φεγγάρι. ΤΑ ΛΙΓΑ Σκέπασε η ομίχλη το πρωί όλα τα στενά της πολιτείας είμαι ο κομπάρσος μιας ταινίας από περασμένη εποχή. Ρίξε μου σκοινί για να πιαστώ από της αγάπης σου το ρίσκο ψάχνω να σε βρω μα δε σε βρίσκω μέσα στης αράχνης τον ιστό. Από τους Μουσώνες τ’ ουρανού πέφτει μια βροχή που με θερίζει κάπου ένα τρένο θα σφυρίζει μες στα ξημερώματα του νου. Δώσε μου σημάδια να σωθώ και μετά να πέσω στο κενό σου είσαι ο ιός μιας σπάνιας νόσου κι είμαι το κοράλλι στο βυθό. Άνθισαν οι κήποι της σελήνης μπαίνει ο Απρίλης για καλά πιάσε με σφιχτά, μη με αφήνεις διάλεξε τα λίγα απ’ τα πολλά. ΑΠ’ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ Φωνή μου ξεχασμένη και μουγκή ριγμένη στα σκουπίδια κανένας δεν υπάρχει να σου πει πως σ’ έχουν ζώσει φίδια. Ψυχή μου φοβισμένη και νωθρή μπλεγμένη στα σκοτάδια ο νους ακροβατεί σε μια στιγμή κι εσύ σε κρύα βράδια. Κραυγή μου πεταμένη στο κενό χωμένη στα υπόγεια του ίλιγγου το ποίημα θα σου πω και της φωτιάς τα λόγια. Ζωή μου κρεμασμένη στο σκοινί πνιγμένη στο ποτήρι η άνοιξη που ψάχνει να σε βρει θα κάνει χαρακίρι. Φεύγουν απ’ το λιμάνι χαράματα τα πλοία ανάβω για τσιγάρο μια άσπρη κιμωλία. Φεύγουν απ’ το λιμάνι χαράματα τα πλοία ανοίγω το συρτάρι και βγάζω τα βιβλία. ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΙΔΙΑ Πάλι στα ίδια ήρθαμε, κανένας δε ρωτά γιατί να ξαναζήσουμε το ίδιο καρναβάλι σκυμμένοι στις ιδέες μας και σε πολλά χαρτιά την πόλη θα φωτίσουμε με μια καινούργια ζάλη. Πάλι στα ίδια ήρθαμε, πάλι σε μια στιγμή τη νύχτα θα κυκλώσουμε μέσα σ’ ένα μπουκάλι κι όταν μεθύσει η άνοιξη και βγάλει μια κραυγή σημαίνει πως νικήσαμε τη θλίψη τη μεγάλη. Πάλι στα ίδια ήρθαμε, χωρίς αποσκευές όλα αυτά που ζήσαμε θα βγάλουμε στη φόρα με κρύα απογεύματα και με χλωμές βραδιές θ’ ανέβουμε του έρωτα την πιο γλυκιά ανηφόρα. Ό, τι στην άκρη άφησα, πάλι θα ξαναβρώ τα μάτια που αγάπησα μια ξεχασμένη νάρκη κανένας δεν κατάλαβε τι μ’ έφερε ως εδώ αυτό που τότε πέθανε, αύριο θα υπάρχει. ΔΡΟΜΟΣ Κλείνει ο δρόμος τα διόδια παίρνω σβάρνα τα στενά ψάχνω έξοδο κινδύνου στη μεγάλη ανηφοριά. Βήματα πάνω στο δρόμο που μυρίζουν πυρκαγιά λάθη όλης της ζωής μου με τουμπάρουν στη γωνιά. Είναι ο δρόμος μια συνήθεια τερματίζει στη σιωπή πέφτει κάθε που νυχτώνει μία κίτρινη βροχή. Οι νταλίκες μες στο δρόμο περπατάνε μοναχές και τα πάθη της ψυχής μου κόβουν γκάζι στις στροφές Ποιητής και ταξιδιώτης σ’ ένα δρόμο του χαμού με πατάνε οδοστρωτήρες και τα σφάλματα του νου. ΑΘΡΟΙΣΜΑ Σκουριάζει ο χρόνος σαν ποδήλατο παλιό σε όλα τα παζάρια το πουλώ κανείς τρελός δεν αγοράζει αυταπάτες σε ψάχνω τα χαράματα στις πιάτσες. Βαδίζει ο χρόνος σ’ ένα δρόμο σκοτεινό και δείχνει το κορμί του το γυμνό κανείς δε θέλει ν’ αγκαλιάσει ξένο σώμα κι εγώ σε ονειρεύομαι ακόμα. Η μνήμη άθροισμα από φοβισμένα βλέμματα που μας κοιτάν παράξενα και δε μιλάνε δως μου τα μάτια σου κι ας λένε πάλι ψέματα αυτά που ζήσαμε στέγη ζητάνε. ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΜΑΚΡΙΑ Σ έναν καθρέφτη ραγισμένο απ’ τα χρόνια μέσα σε λίμνες, σε ποτάμια και βυθούς ψάχνω να βρω της ομορφιάς σου τα τελώνια και τους αρχαίους των ματιών σου θησαυρούς. Τα πιτσιρίκια παίζουν μπάλα στην πλατεία χρηματιστήρια κινούνται πτωτικά μου είχες πει ότι η ζωή είναι αλητεία και ότι οι έρωτες θυμίζουν ξωτικά. Λέξεις αδέσποτες λογχίζουν τον αιθέρα λόγια του τίποτα ανάβουν πυρκαγιά κι εγώ να λέω, ξημερώνει άλλη μέρα όμως το σώμα σου να λείπει μακριά. Στην τηλεόραση ξανά το ίδιο έργο μπαίνει η άνοιξη, μυρίζουν οι αυλές είναι αργά για να σε βρω, σε λίγο φεύγω οι αμαρτίες του μυαλού είναι πολλές. Μας έχουν πάρει τα φτερά κι όμως πετάμε σε ακατοίκητους και γκρίζους ουρανούς δως μου το χέρι σου μαζί να ξαναπάμε στου παραδείσου τους απάτητους γκρεμούς. ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ Τα βράδια που ο άνθρωπος βαλτώνει στα νερά ξεκούμπωτοι οι έρωτες χορεύουν στα στενά. Κι εσύ που πάντα έψαχνες τ’ ανέμου την πνοή καπνίζεις αποτσίγαρα και χάνεις τη ζωή. Τα βράδια που οι άνθρωποι πεθαίνουν στη σειρά ανίκητος ο έρωτας το στέμμα του φορά. Κι εσύ που ονειρευόσουνα καράβια στη βροχή χαράματα στο σπίτι σου γυρίζεις μοναχή. Θα ‘ρχομαι σαν την άνοιξη κρυμμένος στην αυλή σου να διώχνω τα σκοτάδια σου, να κλέβω το φιλί σου. ΟΤΑΝ ΧΑΡΑΞΕΙ Μένω άγρυπνος τα βράδια στου κορμιού σου τα οδοφράγματα τα φεγγάρια κάνουν βόλτα στ’ ουρανού την πόρτα μου αφήνουνε σημάδια τα ξενύχτια και κατάγματα στης ανάμνησης το ρίσκο πάντοτε σε βρίσκω. Στα διλήμματα της πόλης το μυαλό μου στροβιλίζεται σε κυκλώνουν οι αγγέλοι να σου πιούν το μέλι σαν αέριο φορμόλης η αγάπη εξατμίζεται μοιάζει μ’ όνειρο και ψέμα το δικό σου βλέμμα. Κι όταν χαράξει θα ‘μαστε μαζί μες στο δωμάτιο με τη μουσική. Κι όταν χαράξει θα ‘μαστε αγκαλιά μέσα στο άπειρο και στη μοναξιά. ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΦΩΣ Θα σου απλώσω όλο μου το παρελθόν μπροστά στα πόδια σου, στο πάρτυ των χαλιών πέρασαν χρόνια μα η μνήμη μου κολλά στα άδεια Σάββατα που βγαίναμε κρυφά. Σκάρτος ο κόσμος κι η ζωή αναιμική πού είναι η κόλαση και πού η φυλακή μ’ είχες ρωτήσει αν υπάρχει μοναξιά σ’ ένα δωμάτιο που κρέμονται καρφιά. Τώρα τις νύχτες στα Εξάρχεια γυρνάς με το φεγγάρι και ουίσκι το κερνάς κι εγώ στο γκρίζο τ’ ουρανού ακροβατώ και αγναντεύω από κάτω το κενό. Δώσε μου φως και κάποια ποιήματα να σου διαβάζω στο σκοτάδι είναι ο έρωτας τυφλός κι ο στίχος φάρος φωτεινός για κάθε βράδυ. ΕΛΛΑΔΑ Η Ελλάδα των τραυμάτων στριμωγμένη στη γωνία χίλια χρόνια αλητεία και στο τέλος τιμωρία αυτουργός των ελλειμμάτων. Η Ελλάδα των θανάτων διαρκής αιμορραγία το πρωί στα χειρουργεία και το βράδυ στα πορνεία για τη δόση των χρημάτων. Η Ελλάδα των κομμάτων νοητή δημοκρατία φυτρωμένη στα βιβλία σαν αρχαία τραγωδία και σιωπή των αγαλμάτων. Η Ελλάδα των φευγάτων τελειωμένη ιστορία στο κλουβί με τα θηρία σαν κομπάρσος σε ταινία αιωρούμενων σωμάτων. Η Ελλάδα δακρυσμένη των ανείπωτων δραμάτων απ’ τα κόκαλα βγαλμένη κι απ’ το τίποτα πιασμένη ξεφτισμένων οραμάτων. ΑΜΑ Άμα τώρα δεν αφήσεις τη ζωή να σε πάει εκεί που ξέρει ν’ αλητεύει θα ‘σαι αύριο ένα άψυχο κορμί που μονάχο θα χορεύει. Άμα τώρα δώσεις λεία στα σκυλιά της αγάπης τα ολάνθιστα φεγγάρια θα ‘χεις ρίξει τη χειρότερη ζαριά κολλημένος στα φανάρια. Άμα πάλι καταντήσεις σαν αυτούς που αφήνουνε τη νύχτα να περάσει θα ‘χεις χάσει τους πιο όμορφους γκρεμούς κι ο καιρός θα σε δικάσει. ΑΝ ΗΜΟΥΝ Αν ήμουνα ο Άμλετ της Δανίας θα κέρδιζα το όσκαρ της ανίας ο ρόλος μου απείρως πια παιγμένος κι εγώ σ’ ένα σανίδι κρεμασμένος. Αν ήμουνα το γήπεδο του τένις θα έβλεπα τα στήθη της Ελένης την ώρα που κρατούσε τη ρακέτα κι ηχούσε απ’ την εξέδρα η τρομπέτα. Αν ήμουν ποιητής Μεσοπολέμου θα ήξερα τον ήχο του ανέμου την έντονη ζωή της Πολυδούρη τα παιδικά τα χρόνια του Σαχτούρη. Αν ήμουνα καράβι στο Αιγαίο στο πρώτο μου ταξίδι και μοιραίο θα βούλιαζα ανοιχτά της Σαντορίνης πιασμένος απ’ το χέρι μιας Ειρήνης. Αν ήμουνα του Παύλου η κιθάρα θα έπαιζα για σένα κάθε βράδυ να λιώσουνε του σύμπαντος οι πάγοι ν’ ανάψουνε τα πιο βαριά τσιγάρα. ΤΟ ΝΟΗΜΑ Εκεί που προσπαθούσα να ξορκίσω την ανία με τσίμπησε η μέλισσα της γνώσης κι η σοφία. Και άρχισα να σκέφτομαι το νόημα του κόσμου με δύο αποτσίγαρα κι ένα ματσάκι δυόσμου. Τη μέρα που γεννήθηκα με ρίξανε σε λάκκο εκεί να βασανίζομαι και να μην έχω πάτο. Τα βράδια κοιταζόμουνα στων άστρων τον καθρέφτη και έβλεπα τα σύννεφα να με φωνάζουν ψεύτη. Η άνοιξη προσπέρασε κρατώντας δεκανίκι κι ο θάνατος κατήγορος σε μια στημένη δίκη. Μονάχος τα χαράματα γυρίζω στις πλατείες τα δύσκολα γυρεύοντας και τις βαθιές αιτίες. Της μοίρας τα γραμμάτια τα πλήρωσα εν τέλει και έμεινα μ’ ένα ξερό στο χέρι μου καρβέλι. Ο χρόνος είναι αίνιγμα και η φωτιά παγίδα κι εγώ ένας απόκληρος που ψάχνει για πατρίδα. Στο δρόμο αυτοκίνητα, ψυχές φαρμακωμένες στου νου τα Σαββατόβραδα χιλιάδες ερωμένες. Της ύπαρξης το νόημα ποτέ δε θα το μάθεις κι ας μένεις στα Πετράλωνα και στην πλατεία Βάθης. ΔΕΝ ΕΧΩ Έχω τα χέρια μου στην τσέπη και το μυαλό μου στη φυγή έχω αυτό που δε μου πρέπει και κάνω βόλτες στη βροχή. Έχω διάφραγμα στη μνήμη και κάταγμα στη λογική είμαι του κόσμου τα αγρίμι που του σκυλέψαν την ψυχή. Έχω μπροστά μου ένα τσίρκο και πίσω μου μια φυλακή έχω γεράσει μα δε βρίσκω του εαυτού μου την πηγή. Έχω στη θάλασσα πετάξει κι έχω πνιγεί στον ουρανό ο χρόνος θα με υποτάξει και θα με ρίξει στο κενό. Δεν έχω τίποτα, λυπάμαι μη με πιστεύεις, είμαι αλλού πάντα στο άγνωστο πατάμε και στα κομμάτια ενός γυαλιού. Η ΚΥΡΑ Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά η άνοιξη ξυπνάει αργοσαλεύει η χαραυγή και ο Θεός ρωτάει: «Ποια είναι τούτη η κυρά που ‘χει για σκουλαρίκια του ουρανού την ξαστεριά και του βουνού τα ρείκια;» Η ομορφιά σου θ’ απλωθεί στου σύμπαντος τα δάση και ένας άτεγκτος κριτής το νου μου θα δικάσει: «Ποια είναι τούτη η κυρά που άφησες να φύγει που λαχταρούνε οι πολλοί και την ποθούν οι λίγοι;» Έλα ξανά σαν όνειρο μέσα στην αγκαλιά μου να αλωθεί σε μια βραδιά η πόλη του Πριάμου. Να ημερέψουν τα θεριά, να φωτιστούν οι βράχοι και να πιαστούν απ’ τη ζωή του κόσμου οι μονάχοι. ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ Κλεισμένα τα διόδια κι εσύ ρωτάς για ζώδια για έρωτες φαντάσματα κρυμμένα στα χαλάσματα. Στον δρόμο αποτσίγαρα κι εσύ ζητάς αντίδωρα να σώσεις τα προσχήματα χαμένη σε διλήμματα. Κομμένα τα καλώδια κι εσύ πηδάς εμπόδια κερδίζοντας το άπειρο στον κόσμο τον ανάπηρο. Η άνοιξη στο όριο κι εσύ στο περιθώριο γυρεύεις το ανέφικτο πιασμένη απ’ το ένστικτο. Το νόημα αυτού του κόσμου κατεδαφίζεται από μπρος μου κάθε φορά που βλέπω φάτσες να χαραμίζονται στις πιάτσες κάθε φορά που ξημερώνει γίνεται τ’ όνειρο αφιόνι. ΩΡΑ ΠΡΩΙΝΗ Κατά τις έξι θα περάσει να με πάρει από το σπίτι μ’ ένα όχημα θανάτου θα ‘ναι παράνομο, θαρρώ, το δίπλωμά του μα δε θα έχει κάποιο λόγο να μπλοφάρει. Εγώ θα μπω χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω με μια βαλίτσα αδειανή στο ένα χέρι στο άλλο όλη η ζωή μου σαν νυχτέρι έργο παλιό, προσφάτως ανακαινισμένο. Κι όταν σφαλίσει η πόρτα του αυτοκινήτου ένα τοπίο θα απλώνεται μπροστά μου μαύρα σκοτάδια θα γεμίσουν τα οστά μου αγριεμένη και στεντόρεια η φωνή του· κάποτε ήτανε τα όνειρα δικά μου τώρα μια τρύπα στο κενό του Απολύτου ΧΑΡΑΚΙΡΙ Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουνε παιδιά τις νύχτες αλητεύουνε στης πόλης τα στενά τους βρίσκει το ξημέρωμα να πίνουν τη βροχή μυρίζει ο κόσμος έρωτα, καπνό και αστραπή. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουνε παιδιά την άνοιξη ανθίζουνε και βγάζουνε φτερά πετάνε σε υψώματα, χαράδρες και γκρεμούς κι όταν στη γη συντρίβονται γυρεύουν ουρανούς. Μείνε για πάντα αυτό που είσαι και μην τους κάνεις το χατίρι αν κατά λάθος μεγαλώσεις θα σου ζητήσουν χαρακίρι. ΣΥΝΗΘΕΙΑ Είναι ο έρωτας συνήθεια κι η αγάπη αργεί μένω πάντοτε στα ίδια κάτω απ’ τη βροχή. Σύντομο το καλοκαίρι σκάρτη η ζωή είναι η άνοιξη μαχαίρι κόβει την πνοή. Είναι όλα μια συνήθεια σκέτη ξυραφιά πού να βρίσκεται η αλήθεια πού η ομορφιά. Αύριο θα με δικάσει η αστροφεγγιά ό, τι ήρθε θα περάσει φεύγω κι άντε γεια. Άσε τις υπεκφυγές ξέχνα το σκοτάδια κλείνει ο χρόνος τις πληγές και τις κάνει χάδια. ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ Έρημα ανείπωτα κορμιά, νύχτα στην οικουμένη και ο ντελάλης του Μαγιού ξεριζωμένο δέντρο. Έριξα φρένο στη στροφή να σπάσει το τιμόνι κι όλα του ανέμου τα θεριά στου φορτηγού το κέντρο. Στην Αλεξάνδρεια ξυπνά το μάτι του προφήτη και στα κλινοσκεπάσματα το φως του αποσπερίτη. Δώστε μου τον Αχέροντα να πιω σ’ ένα ποτήρι και στα βαθιά περάσματα να κάνω χαρακίρι. Άγονη είναι η ζωή όταν τη στροβιλίζεις σε ιδρωμένους ουραγούς που ‘χουν χορτάσει ψέμα. Τα τροχοφόρα τ’ ουρανού μου δείχνουνε το δρόμο που οδηγεί χαράματα στο άλικο το αίμα. Στη Μυτιλήνη σε κοιτά του πρόσφυγα το μάτι κι από το ύψος του γκρεμού του κόσμου οι φευγάτοι. Δώστε μου τον Αχέροντα να πιω σ’ ένα ποτήρι και στα βαθιά περάσματα να κάνω χαρακίρι. ΟΙ ΑΡΜΟΙ Τούτη τη νύχτα σκέφτομαι αν αύριο θα υπάρχω άνεμος, θάλασσα, αν θα ‘μια την αυγή. Βγάζω απ’ την τσέπη τα κλειδιά, ανοίγω το φεγγάρι σκέφτομαι άραγε τι είναι η ζωή. Κάθομαι πάνω σε καρφιά, ματώνει το κορμί μου φεύγουνε οι στιγμές σαν τρένα βιαστικά. Τίποτα δεν απόμεινε να δώσει λίγο χρώμα τ’ όνειρο έγινε μια μόνιμη σκιά. Σ’ όλο τον τοίχο σχήματα που σβήσαν απ’ το χρόνο δύσκολοι έρωτες που αφήσανε ρωγμές. Έξω απ’ τη γη ακούγονται τραντάγματα και κρότοι χάνονται σαν πουλιά μονάχες οι ψυχές. Είμαστε ένα σύννεφο και μια οφθαλμαπάτη της μέρας η πληγή κι όταν το σούρουπο φανεί και έρθει στο κρεβάτι θα σπάσουν οι αρμοί. ΤΟ ΛΟΙΠΟΝ Λόγια, σχέδια και πλάνα μέσα στα χαλίκια μας πουλάνε αυταπάτες φούμαρα και φύκια. Κάτι άσχετοι μας βρίζουν μέρα μεσημέρι είναι ο κόσμος ένα ψέμα και το φως νυστέρι. Βράχοι, πέτρες και νταμάρια σε τιμή ευκαιρίας είμαι το σβηστό φανάρι της κυκλοφορίας. Στα σκυλάδικα τα βράδια άθροισμα απόντων αγορές από κουπόνια κερδισμένων πόντων. Το λοιπόν ο χρόνος πληρωμένος φόνος το λοιπόν οι μήνες τελειωμένες μνήμες το λοιπόν οι ώρες διαλυμένες χώρες. ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ Είναι ο έρωτας κατάσταση αλκοολική χτισμένη κόλαση υπόθεση αρνητική χαμένη όραση είναι ο έρωτας μια φυλακή. Είναι ο έρωτας ανάβαση προσωπική σιγή απόλυτη παραίσθηση σαρωτική ζωή αφόρητη είναι ο έρωτας μία κραυγή. Είναι ένα σώμα με εγκαύματα με ανεπούλωτες πληγές και τραύματα. ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ Υπογραφές κι αφιερώσεις πίσω από το παραβάν είσαι αυτό που θα δηλώσεις ένα ασήμαντο συμβάν. Παραμονεύουν οι ιώσεις είναι χειμώνας, θα κρυώσεις φόρα το πέτσινο μπουφάν. Υπογραφές και αυταπάτες μέσα σε τρύπιο σελοφάν γέμισε η γη με ακροβάτες της μοναξιάς τους είμαι φαν. Μαστουρωμένοι τεχνοκράτες ψάχνουν για εύκολους πελάτες κι απ’ το μανίκι τούς τραβάν. ΣΗΜΑΔΙΑ Στα υψόμετρα της γης το μυστήριο της ψυχής παίρνει σβάρνα τους πλανήτες κι ερωτεύεται αλήτες. Και τις νύχτες που κοιτώ το σκοινί που ακροβατώ με τυλίγει μια ναυτία απ’ του νου μου τα φορτία. Στο μεταίχμιο του κενού τα φεγγάρια τ’ ουρανού παίρνουν θέση στην εξέδρα και γεμίζουν τη φαρέτρα. Και τα βράδια που ζητώ ένα δίχτυ να πιαστώ πέφτω πάνω σε αιτίες που μου φαίνονται αστείες. Πάντα μέσα στα σκοτάδια κρύβονται όλοι οι δρόμοι δίνει η άνοιξη σημάδια το κερί φωτίζει ακόμη. ΚΑΠΟΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ Κάποια Τετάρτη θα σε δω μετά από χρόνια έξω απ’ το σπίτι μου μονάχη να περνάς χωρίς ψυχή και με λυμένα τα κορδόνια και ένα σύννεφο στο χέρι να κρατάς. Κάποια Τετάρτη σε μια έρημη πλατεία τη μοναξιά σου θα τη βγάζεις στο σφυρί είναι η ζωή αλλού και όχι στα βιβλία κι ο ουρανός από καιρό αιμορραγεί. Κάποια Τετάρτη σ’ ένα κόκκινο φανάρι θ’ ανταμωθούμε ανταλλάσοντας ματιές μίσος κι υδράργυρο θα στάζει το φεγγάρι πάνω στην άσφαλτο θ’ ανάβουνε φωτιές. Κάποια Τετάρτη σε υπαίθρια συναυλία μέσα στο πλήθος και λιωμένη απ’ το ποτό θ’ αναπολείς την περασμένη εφηβεία κι η μουσική θα σου θολώνει το μυαλό. Αυτό το βράδυ γίνε ήλιος ανατέλλων κι έλα να ζήσουμε για πάντα το παρόν για μας δεν έχει παρελθόν ούτε και μέλλον άσε στην άκρη τα γινάτια των καιρών. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Σε καινούργιο διαμέρισμα με φως, νερό κομμένο παίρνεις απ’ τη νύχτα μέρισμα κι ένα κραγιόν λιωμένο. Με παλτό κατακαλόκαιρο και πρόωρη ρυτίδα αγκαλιάζεις το φθινόπωρο και χάνεις την παρτίδα. Κατά λάθος σ’ ένα σύστημα που ξέρει να ναρκώνει είσαι το σπασμένο απόστημα γεμάτο με αφιόνι. Με αλλαγμένο τώρα επώνυμο και μια οφθαλμαπάτη σε πλήθος ζητάς ανώνυμο να βρεις αυτό το κάτι. Σπάσε τον καθρέφτη με τα είδωλα κάνε τον κομμάτια ένα σου χαμόγελο θα ήθελα και τα δυο σου μάτια. ΤΟΚΕΤΟΣ Πόλη χωμένη στο παλτό της καλοκαίρι γκρίζες αφίσες τσαλακώνουνε τη μέρα ξύπνησα άσχημα ετούτη τη Δευτέρα σφάζω τον ήλιο μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι. Βλέπω τα πλοία που βουλιάζουν στο λιμάνι όλα τα λάθη της ζωής μου είναι ίδια μες στο δωμάτιο τα πιο όμορφα ταξίδια πράγμα αλλόκοτο του κόσμου το χαρμάνι. Λόγια γραμμένα σε παγκάκια και σε τοίχους δεν έχει τέλος του μυαλού η τυραννία βγαίνει η μνήμη κάθε βράδυ στην πορνεία και ξεπουλιέται ακριβά σε τυμβωρύχους. Κόβω το νήμα του καιρού μ’ ένα ξυράφι μπαίνω σε άδεια σκουριασμένα λεωφορεία στα πανηγύρια ξενυχτώ στην Ικαρία ήμουνα δύσκολος και ξέμεινα στο ράφι. Ό, τι απέμεινε κι αυτό μας χαιρετάει Μήλος, Αντίπαρος, Ηράκλειο και Δονούσα είναι η Ελλάδα μια κοιλιά εγκυμονούσα κάθε χαράματα νεκρά παιδιά γεννάει. ΡΟΥΤΙΝΑ Χτυπάει η σειρήνα του θαλάμου πετάγονται οι φαντάροι ξυπόλυτοι προφταίνω να ντυθώ με τη σκιά μου η ψύχρα του μυαλού είναι αφόρητη. Στον δρόμο βιασμένες ονειρώξεις γεμίζουν τα αμάξια με σπέρματα θερίζουνε της μνήμης οι λοιμώξεις πληρώνω τη ζωή πάντα με κέρματα. Ανώμαλοι μου κλείνουνε το μάτι και πιάνουν απ’ το χέρι την άνοιξη πληθαίνουνε του κόσμου οι φευγάτοι οι στίχοι κινδυνεύουν με διάρρηξη. Φτηνές διαφημίσεις στις κολόνες σαρώνει ο αέρας στο Πέραμα στην άβυσσο γλιστράνε οι αιώνες ποτέ δεν καταλήγω σε συμπέρασμα. Στη Σαντορίνη και στη Τζια με σιγοκαίει μια φωτιά και τον χειμώνα στην Αθήνα πέφτω σε μια φτηνή ρουτίνα ό, τι κι αν πω δε με πιστεύεις κι όλη τη νύχτα αγορεύεις. Η ΑΙΩΡΑ Είναι η ζωή μας όλη ένα φτηνό παιχνίδι που άλλοι συνεχώς κερδίζουν κι άλλοι ποτέ δεν έχει σημασία ο τόπος μα το ταξίδι και με κερνάς μισό τσιγάρο βαρύ Sante. Φεγγάρια αγορεύουν πάντοτε τέτοια ώρα γυμνοί στην παραλία είμαστε εγώ κι εσύ κρεμάω απ’ το δέντρο μία διπλή αιώρα απλώνεις το κορμί σου πάνω σ’ ένα πανί. Η γεύση της αρμύρας μπλέκεται στον αέρα η γλύκα του φιλιού σου στάζει απ’ τον ουρανό σε λίγο ξημερώνει, φέγγει μια νέα μέρα δεν έχει αλλού λιμάνι, μείνε για πάντα εδώ. ΤΟ ΛΑΘΟΣ Μέρα του πόνου, μέρα της ήττας της μοναξιάς μου το χτικιό είμαι σακάτης και σου φωνάζω να δεις του ανθρώπου το φευγιό. Πόλη του τρόμου, πόλη της βίας στη φυλακή σου θα κρυφτώ δως μου ακόμα μια ευκαιρία για να σωθώ ή να χαθώ. Νύχτα του σκότους, νύχτα της λύπης με κατακαίει μια φωτιά την γκρίζα στάχτη θα σου χαρίσω και του καιρού τη λησμονιά. Χώρα του φόβου, χώρα της μνήμης μη μου στερήσεις το νερό θέλω να βρέχει όταν πεθαίνω και να ‘χω πίσω μου βουνό. Όλα είναι χρόνος, όλα είναι δρόμος που δε σε βγάζουν πουθενά κι εγώ το λάθος αυτού του κόσμου που έχει αρχίσει να γερνά. ALTER EGO Κλεισμένος στο δωμάτιο μια νύχτα του Ιούλη κοιτώ απ’ το παράθυρο τον άλλο μου εαυτό γυμνό στα πεζοδρόμια να ρίχνει τη σκιά του κι εγώ να ονειρεύομαι φεγγάρια στο βυθό. Απέραντες οι θάλασσες, νησιά που τρεμοσβήνουν στη Σέριφο βολτάρουνε καράβια του χαμού ποτέ δεν ήμουν τίποτα, ποτέ δεν ήμουν κάτι μονάχα μια ανεμόσκαλα στο βάθος τ’ ουρανού. Αστέρια χαραμίζονται στο τζάμι του καθρέφτη πλανήτες συνωστίζονται στην ίδια γειτονιά κι εγώ που δε θυμόμουνα τι είχα να διαλέξω ανάμεσα στον θάνατο και σε πολλά χαρτιά. Δεν έχω άλλο όνομα, δεν έχω άλλη πατρίδα μη με αναζητήσετε, δεν είμαι πουθενά μέσα στου alter ego μου γυρίζω τα σκοτάδια και κολυμπώ χαράματα στου Αιγαίου τα νερά. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Μπροστά μου παρατάσσονται αθώα έντομα και πίσω μου τα χέρια του Πιλάτου. Μιλήστε μου ψιθυριστά για όλες τις βροχές να πιω το κατακάθι του θανάτου. Δώστε μου ένα αγρόκτημα να έχω να τρυγώ σταφύλια που γλυκαίνουνε τα χείλη. Και πριν το πρώτο χάραμα σκυμμένος να μετρώ τα αργύρια που σκόρπισαν οι φίλοι. Αυτά που δεν ακούγατε θα σας τα πω εγώ και τ’ άλλα που δε θέλατε να δείτε. Και προπαντός εκείνες τις ανούσιες Κυριακές που τρέχατε στη θλίψη να κρυφτείτε. Μεγάλωσα μα έμεινα ακόμα έφηβος φορώντας το σακίδιο στην πλάτη. Χαρίστε μου μια θάλασσα και τέσσερα κουπιά να τρέφω καρχαρίες στο κρεβάτι. Εγώ μες στο μαρτύριο του ύπνου θα κρυφτώ κανείς δε θα με βρει να με δικάσει. Θυμίστε μου το όνομα, οδό και αριθμό για να ‘ρθει η αλήθεια να φωλιάσει. ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ Βρέχει στου κόσμου τις πλατείες κι ο ουρανός αιμορραγεί πάντα ο έρωτας αργεί κι εσύ θα ψάχνεις τις αιτίες. Είναι ο χρόνος μια απάτη και το φιλί σου δανεικό τίποτα δε διεκδικώ παρά μονάχα μια Ιθάκη. Νύχτα, ξημέρωμα Σαββάτου μούσκεμα όλες οι σκιές έχουν γεμίσει οι ψυχές από το φως του αοράτου. Είναι η μνήμη μια παγίδα που με τυλίγει σε ιστό ό, τι κι αν πω είναι γνωστό δεν είσαι δω κι όμως σε είδα. Δεν έχει νόημα να ζεις μέσα σ’ ένα ψέμα δως μου το βλέμμα σου να πιω και ας είναι αίμα μπαίνει η άνοιξη ξανά, μην την αγνοήσεις παραδόξως σ’ αγαπώ, θα το συνηθίσεις. ΕΞΙ ΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ Έξι τα χαράματα παραπατάω στα στενά είναι καρφί η μοναξιά και μου τρυπάει το σώμα. Έξι τα χαράματα παραμιλάω απ’ το ποτό δεν έχει-ω κάπου να πιαστώ κι είναι σκοτάδι ακόμα. Μπαίνει η άνοιξη νωρίς κι εσύ αιώνες να φανείς δεν έχεις κάτι να μου πεις ούτε να με ρωτήσεις είναι η μνήμη πυρκαγιά κι η απουσία μαχαιριά στις πολιτείες του βοριά το στίγμα σου θ’ αφήσεις. Έξι τα χαράματα ο ουρανός αιμορραγεί πέφτει μια κόκκινη βροχή στα βρώμικα λιμάνια. Έξι τα χαράματα φεύγουν τα πλοία αδειανά κι όλοι οι μάγκες του ντουνιά ξεμείνανε-κατάντησαν χαρμάνια. ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ Μπαίνει το πλοίο μέσα στο λιμάνι κι εσύ γυρεύεις λίγη συντροφιά τον ουρανό κοιτάς απ’ το ταβάνι και τις πληγές μετράς απ’ τα καρφιά. Συνομιλείς τα βράδια με τ’ αστέρια και το πρωί γυρνάς στις αγορές σε τεμαχίζουν κοφτερά μαχαίρια έχεις πεθάνει άπειρες φορές. Τα καλοκαίρια πνίγεσαι στα δάση και τους χειμώνες παίρνεις τα βουνά ποιος θα βρεθεί θεός να σε δικάσει σε μια χαμένη βρίσκεσαι γενιά. Μ’ ένα ουίσκι κάτω απ’ το φεγγάρι και τα φανάρια της ζωής σβηστά περνάν μπροστά σου τέσσερις φαντάροι κι εσύ στην τρέλα δίνεις ποσοστά. Τώρα κρατάς στο χέρι μια σημαία και ανεμίζεις λόγια στο κενό σπάσε λοιπόν του νου σου την κεραία και της ψυχής σου άκου-μέτρα τον σφυγμό. ΤΟ ΑΡΩΜΑ Έχουνε φύγει όλοι κανείς δεν απαντά η πόλη στη φορμόλη με μίσος με κοιτά. Κλειστά τα καφενεία κι ο έρωτας απών μπροστά μου χειρουργεία τελειώσαμε λοιπόν. Αμάξια γκαζωμένα σε δρόμους του χαμού πηγαίνουν μανιασμένα στο τέρμα του γκρεμού. Οικόπεδα και πιάτσες μυρίζουν πυρκαγιά πηδάνε απ’ τις ταράτσες οι στίχοι κι άντε γεια. Κι αν μένουμε ακόμα στην ίδια γειτονιά μυρίζουμε το χώμα και κλαίμε στη γωνιά. Το άρωμα της θλίψης δεν έχει λογική το ξέρω, θα μου λείψεις μα εγώ θα είμαι εκεί. ΦΥΓΗ Σε λίγο θα νυχτώσει κι είναι κρίμα θα φύγεις απ’ τα μάτια μου μπροστά σκοτάδι θα τυλίγει την Αθήνα περίπτερα και μαγαζιά κλειστά. Χαμένη σ’ αριθμούς και αυταπάτες το τρένο των εννιά δε θα φανεί αλλάζουν προορισμό οι επιβάτες κι εσύ μιλάς με δανεική φωνή. Στους δρόμους αυτοκίνητα περνάνε δεν έχεις κάτι άλλο να μου πεις της μνήμης τα ταξίδια με νικάνε αιχμάλωτος μιας δύσκολης σιωπής. Τα ίχνη σου ζητώ σ’ όλες τις πιάτσες χαράματα δεν είσαι πουθενά πηδάνε οι ενοχές απ’ τις ταράτσες κι ο έρωτας αλλάζει γειτονιά. Τελειώνει και αυτό το καλοκαίρι φεγγάρια βουτηγμένα στο ποτό στων σύννεφων την άκρη περπατώ πού είσαι να μου πει κανείς δεν ξέρει. ΤΟ ΦΩΣ Όλα έχουν αλλάξει κι ο έρωτας καπνός απλήρωτο το νοίκι στο τέλος του μηνός στους τοίχους διαφημίσεις στην άσφαλτο γυαλιά δεν έχω άλλο χρόνο με πνίγει μια θηλιά. Όλα έχουν αλλάξει κανένας δε ρωτά πού είσαι, αν υπάρχεις και τι σε τυραννά μέσα απ’ την οθόνη χαρούμενες σκιές φιλτράρουνε τη φρίκη και σβήνουν πυρκαγιές. Το μόνο που έχει μείνει είναι αυτό το φως που μπαίνει απ’ το τζάμι στις έξι ακριβώς άνοιξε την ψυχή σου να στάξει η ομορφιά δώσε μου το φιλί σου και σπάσε τα καρφιά. ΚΛΕΙΣΤΟ Με ουίσκι κι ολοσκότεινα φεγγάρια ταξιδεύεις προσεχώς σ’ έναν κόσμο που τον παίξανε στα ζάρια και μικραίνει διαρκώς. Με λυμένα τα κορδόνια σου στον δρόμο και με δυνατή βροχή τις αλήθειες σου φορτώνεσαι στον ώμο και τις βγάζεις στο σφυρί. Με ατέλειωτα τσιγάρα και ξενύχτια τον παράδεισο ζητάς μα χαράματα μπερδεύεσαι σε δίχτυα και στην κόλαση πετάς. Με σκισμένη παιδική φωτογραφία και με μνήμη ξυραφιού στη ζωή σου κουβαλάς μια ουτοπία και το αγκάθι του σκορπιού. Με την άνοιξη κρυμμένη στο παλτό κι αναπτήρες ξεκινάς, μα είναι τ’ όνειρο κλειστό και οι θύρες. VITA Η ζωή μια πόρνη που βρίζει τα χαράματα όταν σχολάει με κοιτάει στα μάτια και της πιάνω το χέρι περπατάμε στον δρόμο εντελώς μοναχοί. Το φεγγάρι αρχίζει να σβήνει φορτηγά περνούν μανιασμένα την πηγαίνω στο σπίτι, ξεκλειδώνω την πόρτα αγκαλιά περπατάμε στο σαλόνι γυμνοί. Ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι κι η βροχή απ’ έξω να πέφτει μου ανοίγει τα πόδια κι εισχωρώ σαν θηρίο πεινασμένο από χρόνια για καινούργια ζωή. ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ Είναι ο χρόνος μια παγίδα κι η ζωή μια καταιγίδα η αγάπη προσπερνάει και φαρμάκι με κερνάει τίποτα δεν έχει μείνει δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη οι ανάσες στη φορμόλη με κοιτάζουνε δυο μάτια και με κάνουνε κομμάτια ένας ίσκιος με κυκλώνει και στην άβυσσο με χώνει. Μέσα στο λεωφορείο ανασαίνω σαν θηρίο με αγγίζουνε δυο χέρια και μου μπήγουνε μαχαίρια κατεβαίνουνε στη στάση και τον κόσμο έχω χάσει. Όταν ο δρόμος σου στενεύει και τα διόδια κλεισμένα ο εαυτός σου σε γυρεύει να του επιστρέψεις τα κλεμμένα. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΑΚΙΓΙΑΖ Είναι ο χρόνος ένας ανώμαλος τρελός και δολοφόνος. Μπαίνει στη σάλα κυκλοφορεί πάντα γυμνός και παίζει μπάλα. Είναι ο χρόνος της μοναξιάς το ουρλιαχτό κι ο ταχυδρόμος. Όλα τα βράδια βγαίνει από τρύπες σκοτεινές κι από πηγάδια. Είναι ο χρόνος ο πιο μεγάλος μαστροπός του νου ο τρόμος. Στριφογυρίζει μέσα σε αδέσποτα κορμιά και τα θερίζει. Σε μια ανύποπτη στιγμή που κάνει κρύο θα σου τραβήξει το χαλί και θα σου πει αντίο[. ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ Χωρίς καμιά αιτία τον δρόμο μου τραβώ θωπεύω τα σκοτάδια, παιδεύω τον καιρό. Χωρίς καμιά αιτία την άβυσσο τρυπώ Πε-α-τάω στον αέρα και πέφτω στο κενό. Χωρίς καμιά αιτία την άνοιξη τρυγώ μαζεύω τα φεγγάρια, τα ρίχνω στον γκρεμό. Χωρίς καμιά αιτία τον θάνατο καλώ τον βάζω στο σαλόνι και τον αποδομώ. Χωρίς καμιά αιτία το χέρι σου κρατώ στα δάση κολυμπάω, βαδίζω στο νερό. ΡΕΠΟ Έρωτες μέσα σε μπετόν, φιλιά σε καραντίνα όταν το φως σε ενοχλεί τράβηξε την κουρτίνα. Στο δρόμο αυτοκίνητα τη νύχτα ξεκοιλιάζουν κι όλα αυτά που ήξερες με παραμύθι μοιάζουν. Οι εποχές μυρίζουνε μούχλα και ναφθαλίνη και οι θεοί σε μια γωνιά μοιράζουν την ευθύνη. Είναι χαράματα κι η γη αντίστροφα γυρίζει της μοναξιάς σου η οργή το σύμπαν πριονίζει. Κάνε τον φόβο σου φωνή και την απόγνωση πανί δώσε στον θάνατο ρεπό και στη ζωή έναν σκοπό. ΤΟ ΑΓΡΙΜΙ Χειμώνιασε και οι ψυχές βγαίνουν στον δρόμο μοναχές να βρουν καμιά πατρίδα κι εσύ χωμένη στο παλτό μοιάζεις με όνειρο κλειστό που ακόμα δεν το είδα. Χειμώνιασε και οι ψυχές μπαίνουν στο τρένο μοναχές χαράματα και κάτι κι εσύ χωρίς προοπτική μοιάζεις με κρύα φυλακή και με οφθαλμαπάτη. Όταν το κρύο σου τρυπά το σώμα και τις λέξεις όσα σου είπα την αυγή πρέπει να τα πιστέψεις. Όταν το κρύο σου τρυπά το σώμα και τη μνήμη γίνε για μένα μια βραδιά του έρωτα το αγρίμι. ΑΛΛΑΓΗ ΣΕΛΙΔΑΣ Έρχεσαι πάντα νύχτα πέφτεις στου νου τα δίχτυα και σε γυαλιά κι ο ουρανός μολύβι την ομορφιά σου κρύβει και την πουλά. Χάνεσαι στο σκοτάδι βάζεις τη γη σημάδι να κρατηθείς κι όταν το φως ζυγώνει η μοναξιά σε λιώνει θα ηττηθείς. Ό, τι κι αν πω σωπαίνεις από τα όρη βγαίνεις κι απ’ τον βυθό κι εγώ που δε σε είδα γυρίζω τη σελίδα για να σωθώ. ΔΕΥΤΕΡΑ Μέσα στα μάτια σου πέφτει το σκότος έξω απ’ το σκότος καγχάζει η ζωή μπαίνει η άνοιξη χωρίς να ρωτήσει αν η αυγή θα σε βρει ζωντανή. Άδειος ο δρόμος, τα φώτα σβησμένα είναι ο χρόνος πανάρχαια ρωγμή χάνω το στίγμα σου και το φεγγάρι κακοφορμίζει του νου την πληγή. Ό, τι μου ανήκει δεν έχει σημαία ό, τι σε διώχνει το έχω γευθεί μες στο δωμάτιο οι τοίχοι βαμμένοι με το κραγιόν σου και με τη φυγή. Άλλη μια στείρα, θλιμμένη Δευτέρα μονάχα ακούγεται ένα σκυλί που απ’ την κόλαση ψάχνει τα ίχνη της ομορφιάς σου που έχουν χαθεί. ΔΙΑΡΡΟΗ Ήσουνα μέσα στη σιωπή λουλούδι φθινοπωρινό ξέρω ακόμα να πονώ χωρίς ποτέ να στο ‘χω πει. Έξω στον δρόμο μουσικές ακούγονται ένα σωρό κι όμως ακόμα δεν μπορώ να βρω αιτίες πειστικές. Έφευγες πάντα βιαστικά σαν άνεμος της αλλαγής και οι σταγόνες της βροχής χτυπάν το τζάμι ρυθμικά. Είναι η αγάπη διαρροή κι ο έρωτας της παρακμής στην ατυχία μιας στιγμής κρίνεται όλη η ζωή. Δως μου μια λέξη να πιαστώ από τ’ αστέρια τ’ ουρανού ό, τι απέμεινε στο νου φως μου σε σένα το χρωστώ. ΨΕΜΑ Ψυχές χωρισμένες στα δύο χειμώνας και έπιασε κρύο αστέρια σβησμένα τη νύχτα ιδέες πιασμένες σε δίχτυα. Οι δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια γερνάω και μένω στα ίδια κανείς δε ρωτά τι συμβαίνει στον άσσο ξανά οι θλιμμένοι. Ο χρόνος στημένη παγίδα την άνοιξη ακόμα δεν είδα πατρίδες με ξένες σημαίες κρατώντας σπαθιά και ρομφαίες. Φωνές των κυττάρων σπασμένες αλήθειες στα βράχια σκισμένες η πόλη μου κλείνει το μάτι με μπάζει κρυφά στο κρεβάτι. Όλα είναι ψέμα άλικο το αίμα και εσύ ακόμα να φανείς μένω σε δυάρι δίπλα στο φανάρι έλα να σου μάθω πώς να ζεις. ΔΙΧΤΥ Βρέχει κι απόψε, μη μιλάς τη λογική σου μη φοράς πάρε απ’ την άνοιξη το φως γίνε ένας έρωτας κρυφός. Τα ίχνη μας χαθήκανε οι σιωπές πνιγήκανε σ’ ένα δωμάτιο μια σταλιά η μοναξιά είναι βαριά. Μέσα σ’ αυτές την εποχές δεν έχω άλλες αντοχές οι πειρασμοί είναι πολλοί κι εξορισμένο το φιλί. Τα όνειρα ξοφλήσανε οι αναμνήσεις σβήσανε θα γίνω νύχτα να χωθώ μες στου μυαλού σου τον βυθό. Δως μου ένα δίχτυ να πιαστώ πες μου ένα λόγο να σωθώ αύριο θα ‘μαστε εκεί που δεν υπάρχει επιστροφή. Έλα να φύγουμε από δω πάμε σε άστρο φωτεινό μια ανάσα είναι η ζωή και η αλήθεια δανεική. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ Ξοδεύομαι τις χαραυγές στης πόλης το σφαγείο βαλτώνουνε τα όνειρα στης μνήμης τα απόνερα. Μια χαραμάδα είναι η ζωή κλεισμένη σε ψυγείο κι εγώ που ήθελα πολλά πέφτω στου χρόνου τη θηλιά. Αλλάζουνε ονόματα οι δρόμοι κι οι πλατείες το μέλλον είναι ένα σκυλί που το κλωτσάνε οι τρελοί. Στα μάτια μου κοιτάχτηκα και βρήκα τις αιτίες που δε μ’ αφήνουνε να δω της ομορφιάς σου τον βυθό. Μες στους χειμώνες περπατώ, μιλώ με το σκοτάδι αν είσαι πέλαγο ανοιχτό από το κύμα θα πιαστώ. Τις εμμονές μου έριξα στης λήθης το πηγάδι δως μου το χέρι σου ψυχή χόρεψε κάτω απ’ τη βροχή. Σ’ εποχές παραφροσύνης, μόνο ο έρωτας ανθεί τον παράδεισο ανοίγει με ολόχρυσο κλειδί. ΣΚΑΡΤΑ Νύχτες ατέλειωτες σ’ ένα δυάρι στάχτες στο πάτωμα και παγωνιά είναι ασήκωτα του νου τα βάρη και απροσπέλαστη η ερημιά. Νύχτες υπόγειες είναι η ζωή μου άσωτοι έρωτες, φτηνά ποτά και η απόσταση απ’ τη φυγή μου τέσσερα βήματα, χάος μετά. Σκάρτα τα λόγια σου, ψέμα οι λέξεις όλα μια θάλασσα χωρίς στεριά γίνε η άνοιξη κι έλα να κλέψεις από την άβυσσο την ομορφιά. ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ Παίρνει ο άνεμος τα λόγια και τη μουσική είναι ο έρωτας παγίδα κι ανοιχτή πληγή. Άκουσα να λεν για σένα ότι ξενυχτάς πως για τις χαμένες μέρες πάντοτε ρωτάς. Κάτω στα ξερά τα φύλλα πέφτει μια βροχή η αγάπη είναι πάθος που θα εκραγεί. Μου είπαν δυο πουλιά για σένα ότι με ζητάς τα χαράματα μονάχη πίνεις και μεθάς. Είναι ο χρόνος αλητεία, δρόμος και φυγή δεν υπάρχει αθανασία, όλα μια κραυγή. Άνοιξε τους ουρανούς σου κι έλα να με βρεις ό, τι η καρδιά ζητάει μην το αρνηθείς. ΤΑ ΑΠΟΦΟΡΙΑ Πάλι τα σύννεφα ανεβήκαν στου ουρανού την οροφή μπήκαν οι έρωτες και βγήκαν από του χρόνου το κλουβί. Της μοναξιάς τα κλοπιμαία είναι η φρίκη την αυγή καθώς κοιτάς στην προκυμαία το πλοίο να αιμορραγεί. Κλείνω τη γη σε ζελατίνα και την αγάπη στο κουτί μοιάζει με βρέφος η Αθήνα και μ’ ένα άγραφο χαρτί. Σαν του αιώνα λιποτάκτης σαν επιβάτης της φυγής ό, τι κι αν πω γίνεται φράχτης και το ξυράφι μιας πληγής. Ακροβατώ σε μια ιδέα που έχει λήξει από καιρό χωρίς πατρίδα και σημαία τα αποφόρια της φορώ. Η ΝΥΧΤΑ Η νύχτα είναι βάλσαμο για όσους δεν μπορούνε τη λογική τους να φορούν και με το φως να ζούνε. Κι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα να μπαίνει ο αέρας να χαρακώνει στο ψαχνό της μοναξιάς το τέρας. Η νύχτα είναι ξόδεμα ψυχών λησμονημένων το αποκούμπι του τρελού κι η ερημιά των τρένων. Και πίσω απ’ τα σύννεφα κρυμμένο το φεγγάρι να κάνει εξομολόγηση στο χιόνι του Γενάρη. Όποιος τη νύχτα ξαγρυπνά ξέρει να δραπετεύει στης μνήμης τα δωμάτια κι εκεί να αλητεύει. Η ΠΑΡΤΙΔΑ Ρίχνω την ομορφιά σου στο πηγάδι τη βγάζω τα χαράματα πνιγμένη μονάχος μου πενθώ κι αυτό το βράδυ τη Θάλεια, την Κίρκη, την Ελένη. Σκαλώνω στου κορμιού σου τα κοράλλια μεσάνυχτα κοιτώντας τη σελήνη κι ο έρωτας να γίνεται σμπαράλια στη Σέριφο, στη Κω, στη Σαντορίνη. Βγες απ’ τη φυλακή σου να σώσω την παρτίδα περάσανε αιώνες κι ακόμα δε σε είδα. ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ Βρέχει κι απόψε μες στο έρημο λιμάνι μια παγωνιά σαρώνει το μυαλό η μοναξιά είναι αστείρευτο ποτάμι που κάθε αυγή στην πλάτη κουβαλώ. Η Σαλονίκη μια πανάρχαια ερωμένη δίπλα η Ξάνθη κι η Κομοτηνή παίζουν μπιλιάρδο του ονείρου οι χαμένοι ίδιο το έργο, ίδια η σκηνή. Πού θα μας βγάλει, αλήθεια, αυτή η νύχτα μία σημαία κατεβαίνει απ’ τον ιστό από ένα σύννεφο βρεγμένο θα πιαστώ στο αλκοόλ όλα τα λάθη πνίχτα. ΔΙΚΑΙΩΣΗ Όταν οι δρόμοι είναι κλειστοί και η φωνή σου φυλακή έχει περάσματα ο καιρός αρκεί να θέλει ο άνεμος. Τη μέρα βρίσκομαι στη γη τις νύχτες βγαίνω στη ζωή μέσα στου ύπνου τα κελιά ο ουρανός με κουβαλά. Όταν ο χρόνος σε νικά βγάλε απ’ την τσέπη τα κλειδιά άνοιξε τέρμα το όνειρο δεν έχει τέλος πιο όμορφο. Ποτέ δεν ήμουνα αυτό που τη γραμμή ακολουθώ και ειδικά τις Κυριακές με κοινωνούν οι θύελλες. Παρίσι, Τέξας, Κοκκινιά απέχουν μόλις δυο λεπτά και στην επόμενη στροφή θα φτάσεις στη δικαίωση. ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ Έρχεται ο ύπνος την αυγή κρυφά και με τυλίγει κι όσοι δεν είδαν ουρανό η μοναξιά τους πνίγει. Ό, τι ανθίζει το πρωί ξεραίνεται το βράδυ σβησμένοι στίχοι στο χαρτί τραυλίζουν στο σκοτάδι. Στην ανεμόσκαλα του νου πουλιά σακατεμένα κι όσα δε φτάνει ο λογισμός αποδημούν στα ξένα. Η νύχτα είναι φυλακή και ο καιρός ξυράφι έρωτες που ξεχάστηκαν κι απόμειναν στο ράφι. Μέσα στη φωτιά του κόσμου γίνε η δροσιά θάλασσες και δάση δως μου κι όλα τα νησιά. ΕΝΔΟΧΩΡΑ Ώσπου να ‘ρθει εκείνη η ώρα να βρεθώ στην ενδοχώρα του αληθινού θα περάσουν δυο αιώνες με σιωπή και με χειμώνες άλτης του κενού. Κατά λάθος ήμουν ένας που δεν ήθελε κανένας να τον χρεωθεί ορειβάτης και αλήτης στα ψηλά βουνά της Οίτης ψάχνω το κλειδί. Κι όταν όλοι θα ‘ναι λιώμα θα αντέχω εγώ ακόμα για άλλες δυο ζωές δε φοβάμαι τα αγρίμια του θανάτου τα τσαλίμια και τις ερημιές. Επιβάτης του ανέμου και οικότροφος του Αίνου σε μια κορυφή τη στιγμή που θα με πάρει θα ξεπέφτει το φεγγάρι πάνω στη στροφή. Είναι ο έρωτας συνήθεια που χρειάζεται βοήθεια και η μνήμη ακροβάτης σε σαθρό σκοινί παραδόξως δε θυμάμαι τ’ όνομά μου και λυπάμαι που θα φύγω μία νύχτα καλοκαιρινή. Η ΕΔΕΜ Μ’ έχουνε κάνει ναυαγό και Πόντιο Πιλάτο της μοναξιάς τα κρίματα και κολυμπώ σε πάτο. Του πόνου τα σκιρτήματα και τ’ ουρανού τα πάθη μαρτύρια της άνοιξης και της ζωής αγκάθι. Μέθη στο ένα μου κορμί, στο άλλο αφροσύνη τίποτα απ’ όλα τα σωστά στο τέλος δε θα μείνει. Κι ό, τι απόψε έβαλα στον ύπνο για πυξίδα ξεβράζεται στη θάλασσα και μοιάζει με παγίδα. Θέλει κύμα το φεγγάρι και ο νους στεριά η Εδέμ μια αυταπάτη γίνεται φθορά. Πρόσφυγας χωρίς πατρίδα στη φυγή ζητώ να ξεφύγω από τη μοίρα και να λυτρωθώ. ΠΑΡΩΡΙΤΕΣ Εκεί στη θύελλα του νου, τ’ ανείπωτα συμβαίνουν όλος ο κόσμος γίνεται μια ανοιχτή πληγή και οι επαίτες τ’ ουρανού το χέρι τους απλώνουν από τα άστρα να πιαστούν κι από το φως να λιώνουν. Όταν ο ύπνος έρχεται γλυκά να σε τυλίξει πάρε βαθιά μια εισπνοή και ξέχνα τα παλιά σ’ ένα τετράδιο λευκό τη μοναξιά σου κρύψε και στον καιάδα του λυγμού τη λογική σου ρίξε. Και τα βαθιά χαράματα, την ώρα που πληθαίνουν οι παρωρίτες της ζωής, του φόβου τα θεριά βγες στ’ ανοιχτό παράθυρο και κοίτα τη σελήνη που κρύβει μες στα σπλάχνα της αξόδευτη οδύνη. ΣΕ ΦΤΗΝΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ Είναι η αγάπη ένα τρένο βιαστικό που τα χαράματα μας προσπερνάει βολτάρει άδειο στου απείρου το κενό και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού γλεντάει. Παίζει μπιλιάρδο με τους άσωτους υιούς και σε χαμόσπιτα μικρά τρυπώνει κι όταν ο άνεμος της πάρει τη λαλιά μεταμορφώνεται σε άσπρο χιόνι. Είναι η αγάπη καταφύγιο του φτωχού της μοναξιάς τα πιο ωραία λόγια ο ταχυδρόμος που θα φέρει ταραχή και του θανάτου τ’ ακριβά ρολόγια. Τρέχει ξυπόλητη σε στάδιο αδειανό και τη φωτίζει το χλωμό φεγγάρι ποιος θα ενδώσει στη βαθιά της αγκαλιά και ποιος την άρνηση σκυφτός θα πάρει. Όποιος αγόρασε ακριβά την ηδονή ξεχειμωνιάζει σε φτηνά κρεβάτια κι όποιος προτίμησε το φως απ’ τη φυγή βλέπει τον ήλιο με κλειστά τα μάτια. ΟΛΑ Όλα είναι ίδια αν τα ψάξεις δεν υπάρχει χρόνος να τ’ αλλάξεις. Όλα είναι δρόμος κι αμαρτία μέσα στο μυαλό σου η αιτία. Όλα είναι ψέμα και αλήθεια και ο εαυτός σου μια συνήθεια. Όλα είναι κάτι που σου μοιάζει [κι] η αρχή του τέλους σε τρομάζει. Όλα είναι ό, τι εσύ δηλώσεις φόρο σ’ ό, τι κάνεις θα πληρώσεις. Όλα είναι λόγια κι υποσχέσεις μέσα στη παγίδα σου θα πέσεις. Όλα σε φωνάζουν να γυρίσεις τα παλιά στην άκρη να αφήσεις. Όλα σε κοιτούν απ’ την οθόνη τίποτα στον κόσμο δεν τελειώνει. ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ Πάλι γυρνώ μεθυσμένος στους άδειους δρόμους σκοτάδι απ’ τον καπνό κυκλωμένος κι αυτό το βράδυ. Λείπεις κοντά δύο χρόνια μ’ ακολουθάει η σκιά σου θυμάμαι ακόμα τα λόγια και τ’ άρωμά σου. Πάλι γυρνώ μεθυσμένος μέσα στην πόλη που βράζει στη μοναξιά μου χαμένος έξω χαράζει. Τόσο καιρό περιμένω ένα σημάδι ν’ αφήσεις πατάω γκάζι και φρένο στις αναμνήσεις. Είναι ο χρόνος πια λίγος η απουσία μεγάλη νοιώθω στο σώμα μου ρίγος ανοίγω κι άλλο μπουκάλι. ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ Περίσσεψε ο θάνατος και παίρνει με μανία αποκαΐδια και ψυχές, φτώχεια και μεγαλεία. Παίρνει μανάδες και παιδιά κάτω στην Παλαιστίνη κι έναν σακάτη πρόσφυγα κάπου στη Μυτιλήνη. Παίρνει και του αρχάγγελου το φως και το τυφλώνει πλούτη, θυρίδες και λεφτά τα κάνει όλα σκόνη. Της Αφροδίτης τα μαλλιά λάφυρο τα κρατάει και τα αγρίμια τ’ ουρανού στο χάος τα πετάει. Κι εγώ που ήθελα ζωή, τι να την κάνω τώρα που έχω χάσει τα κλειδιά μέσα σ’ αυτή την μπόρα. Που με αυτά ξεκλείδωνα τις πόρτες της σελήνης και το φιδίσιο σου κορμί που τώρα αλλού το δίνεις. ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Μέσα στο σπίτι μεσάνυχτα τα παραθύρια ορθάνοιχτα στη μοναξιά μου βυθίζομαι και στο μηδέν χαραμίζομαι. Σφαγμένες λέξεις στο πάτωμα στη λογική μου αιμάτωμα κοιτάζω κάποιο φυλλάδιο κι ανοίγω τέρμα το ράδιο. Κάδρα παλιά με κοιτάζουνε οι ενοχές με δικάζουνε απ’ το ταβάνι οινόπνευμα στάζει μαζί με οδοντόκρεμα. Και του μυαλού τα φαντάσματα ψάχνουν να βρούνε περάσματα να εισχωρήσουν στα όνειρα να τα γεμίσουν με απόνερα. Σ’ ένα δωμάτιο εδώ και χρόνια ίδιες κουρτίνες, ίδια σεντόνια και τα χαράματα η απουσία ψάχνει παρέα και συνουσία. ΑΙΩΝΙΑ ΛΗΘΗ Του νου τα παραπτώματα γυρεύουνε πατρίδα μια τόση δα αχτίδα φωτίζει τους γκρεμούς. Η νύχτα είναι μαχαιριά στα σπλάχνα της σελήνης το φως σου μην το δίνεις σε ξένους ουρανούς. Μες στο κατακαλόκαιρο ακούω τη φωνή μου στο βάθος της ερήμου να ψάχνει για νερό. Του έρωτα η άρνηση τροφή για τους χαμένους στους τέσσερις ανέμους σε ψάχνω από καιρό. Η πιο μεγάλη σιωπή έρχεται και ριζώνει εκεί που ξημερώνει στο βάθος του μυαλού. Αν κάποτε χαράματα ξανασυναντηθούμε το τέλος μας θα δούμε στα μάτια ενός τρελού. Μέσα στην αιώνια λήθη επιπλέουνε τα πλήθη και τα λάθη τους μετράνε την αυγή όταν ξυπν ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ Στον Μάνο Ελευθερίου Η νύχτα είναι βάλσαμο, φυγή για τους μονάχους μέσα στα μάτια σε κοιτώ να πίνεις τη σιωπή κολύμπησες στα κύματα, περπάτησες στους βράχους και η ζωή σου άνεμος, φωτιά και αστραπή. Πήρα την άγονη γραμμή για να σε πλησιάσω σε ποια νησίδα κατοικείς, σε ποια μαρμαρυγή μα μέσα στο μανίκι σου έχεις κρυμμένο άσσο που ξεδιψούν οι άστεγοι κι όλοι οι ναυαγοί. Σ’ όλους εμάς απέμειναν κάτι φθαρμένοι στίχοι σ’ ένα γραμμόφωνο παλιό ν’ ακούγονται βραχνά κι από το βάρος της γραφής γκρεμίζονται οι τοίχοι κι ευωδιάζουν τ’ ουρανού τα ανήλιαγα στενά. ΣΤΗΜΕΝΑ Έξω βραδιάζει και φυσά λόγια κλεμμένα και μισά απόψε μου μιλάνε. Κι από το σκότος τ’ ουρανού βγαίνουν τ’ αγάλματα του νου πίνουνε και μεθάνε. Τα αυτοκίνητα περνούν οι μοναξιές με χειρουργούν τα λάθη μου πληρώνω. Στην άσφαλτο ισορροπώ κι όμως ακόμα σ’ αγαπώ δεν έχω άλλο δρόμο. Έμεινα ώρες να κοιτώ τον φοβισμένο μου εαυτό χωρίς να αρθρώσω λέξη. Κι από το βάθος του κενού βλέπω τα δέντρα ενός βουνού χαράματα στις έξι. Συννεφιασμένη Κυριακή είναι ο χρόνος φυλακή και η ζωή παγίδα. Θα είναι λίγο ό, τι κι αν πω όμως ακόμα σ’ αγαπώ δεν έχω άλλη ελπίδα. Όλα στημένα στριγγλίζουν δίπλα μου τα φρένα όλα φευγάτα αγάπες, έρωτες και νιάτα. TO ΦΙΝΑΛΕ Παραμονές της σιωπής είναι φτηνό ό, τι κι αν πεις για να με πείσεις. Παραμονές του πανικού βγαίνεις στο ξέφωτο του νου χωρίς αισθήσεις. Παραμονές της μοναξιάς μάθε στον κάδο να πετάς τις αναμνήσεις. Παραμονές του χωρισμού είσαι στη δίνη ενός σεισμού και ψάχνεις λύσεις. Δύο σώματα κοιτούν το φινάλε και μετρούν την απουσία όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος σαν γυαλί και υποκρισία. ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ Έρχεσαι κι όλο φεύγεις, στα λιμάνια τριγυρνάς μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη τους παραδείσους ψάχνεις και την κόλαση ζητάς σε μια τρελή οφθαλμαπάτη. Λόγια και υποσχέσεις, στο φινάλε μια σιωπή είναι η γη βαρύ φορτίο όλα αυτά που ήθελα να πω, στα έχω πει μένει μονάχα το αντίο. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, το φεγγάρι αιμορραγεί και στους τοίχους καρφωμένη η απουσία το καράβι των ερώτων ταξιδεύει στη βροχή κι η αγάπη κρεμασμένη στα μουσεία. ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ Χαράματα γυρίζοντας μέσα στην άδεια πόλη πάλι απ’ την αρχή ξανά μοιράζονται οι ρόλοι οι άσωτοι χρεώνονται όλη την Ιστορία κι οι μόνοι στα χαλάσματα παλεύουν με θηρία. Τα όνειρα που ζήσαμε δεν έχουν ασυλία ξεβράζονται σαν ναυαγοί σε πάρκα και σχολεία κι όσοι ακόμη αντέχουνε γυρεύουνε στον χάρτη να βρούνε τα φθινόπωρα και τις βροχές του Μάρτη. Φεύγουνε τα χρόνια κι όμως μένει μία αγκαλιά που περιμένει σ’ έρημους σταθμούς και σε λιμάνια των αμαρτωλών τα καραβάνια. ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ Είναι αργά για να κρυφτώ, είναι νωρίς για να ‘ρθω και τα διαστημόπλοια τρυπάνε το κενό η πελατεία τ’ ουρανού χωράει σ’ ένα κάδρο όλης της ανθρωπότητας τη θλίψη προσκυνώ. Οι ρίζες μου στη θάλασσα, τα μάτια στη σελήνη κι οι ουρανοί ξεβράζουνε φαρμάκι χθεσινό να ρίξουμε στην άβυσσο όλη τη σκοτοδίνη χειμώνες να χορτάσουμε κι αέρα βορεινό. Ωραία τα σκιρτήματα που μ’ έκανες να νιώσω ωραία και του σύμπαντος η μαύρη ομορφιά στις όχθες του Αχέροντα τα ναύλα θα πληρώσω και θα ξεπλύνω με κρασί τα δυο χοντρά καρφιά. Κι εσείς που αλητεύετε σε λάθος γαλαξίες δώστε μου πίσω τη ζωή και πάρτε τις αξίες. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ Η νύχτα ζυγώνει, ο φόβος λουφάζει λυμένο φεγγάρι στην άβυσσο σκάει χαμένοι πελάτες στου μπαρ τη ραστώνη κι η άνοιξη πάλι απόψε τα σπάει. Τριγύρω εικόνες ζορίζουν τη μνήμη ανέλπιδη μέρα σε λίγο χαράζει και όλα φευγάτα, μια μάζα ονείρων συνήθεια το λέω και δε με πειράζει. Ο δρόμος κι ο χρόνος, αιώνιοι φίλοι χωρίς προφυλάξεις φιλιούνται στα χείλη κι εγώ που φλερτάρω τους άγουρους μήνες στην πόρτα μου έξω ουρλιάζουν σειρήνες. ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Ο φόβος μου απόλυτο κενό μες στο στερέωμα της νύχτας αναφαίρετο δικαίωμα. Το λάθος μου η άστοχη επένδυση στο τίποτα μιλώντας κάθε βράδυ με τ’ ανείπωτα. Ο δρόμος μου γεμάτος από νάρκες τα χαράματα με αίματα στο μέτωπο και ράμματα. Το πάθος μου αγέλη ανεφάρμοστων προθέσεων αόριστων στιγμών και υποθέσεων. Ο έρωτας σήμα κινδύνου βυθισμένου βαποριού και το κραγιόν σου στο γυαλί του ποτηριού. ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ Το πουλί του παραδείσου μόνο του θρηνεί κάθε βράδυ στα Χαυτεία και λιμοκτονεί. Τσιλιαδόροι και προστάτες στην οδό Φυλής την ανάγκη μου τυφλώνουν χίλιοι προβολείς. Μετανάστες στη Βικτώρια τ’ όνειρο ζητούν χαραμίζονται τα νιάτα και μας χαιρετούν. Στα Εξάρχεια ξημερώνει φέγγουν οι σκιές σκουπιδιάρικα μαζεύουν ρίμες και ροκιές. Το ξυράφι του Απρίλη κόβει τη σιωπή και η άνοιξη ουρλιάζει δίχως να ντραπεί ΤΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ Φεύγουν τα τρένα απ’ τον σταθμό ψάχνω σημάδια στον ουρανό η γη γυρίζει και στενάζει τη λογική μου σμπαραλιάζει στο σύμπαν ακουμπώ. Στη Δραπετσώνα δύει το φως απ’ τα φουγάρα ένας λυγμός μπαίνει η άνοιξη στην πόλη ξαναμοιράζονται οι ρόλοι επαίτης του παντός. Φτάνει το πλοίο της γραμμής βλέπω το χρώμα της χαραυγής σ’ ένα ουίσκι επιπλέω όσα θυμάμαι δεν τα λέω στηλίτης της ζωής. Στη Σαλαμίνα και στο Σχιστό τη μοναξιά μου ακολουθώ παντού ακούγονται Σειρήνες και με σνομπάρουνε οι μήνες σε μια συνήθεια ζω. Τρίζουνε τα τσιμέντα κι εγώ δε λέω κουβέντα μένω σ’ ένα δυάρι κι η νύχτα με τουμπάρει. Ο ΧΑΜΕΝΟΣ Νύχτα αδύναμη, μέρα κατάστικτη οι ηττημένοι δε μιλούν για εξουσία μένουν οι μέτριοι, φεύγουν οι άριστοι και οι απόκληροι παθαίνουν αμνησία. Ό, τι ειπώθηκε κι ό, τι ξεχάστηκε θα καταπέσουνε στο ίδιο χωνευτήρι μοίρα αβάσταχτη, χώρα ανήμπορη πνίγεσαι αύτανδρη σε βρόμικο ποτήρι. Όσο κι αν γέλασα, όσο κι αν έκλαψα πάντα θα είμαι στο φινάλε ο χαμένος σύμπαν ανήσυχο, χάος διάσπαρτο βγαίνω χαράματα στον δρόμο ιδρωμένος. ΡΥΜΟΥΛΚΑ Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη κι εσύ λείπεις μένω σε δυάρι στην οδό της Λύπης με σκουντάνε του μυαλού τα τροχοφόρα δεν υπάρχουν στεγανά σ’ αυτή τη χώρα. Στην ομίχλη του καιρού μόνος γυρίζω παίζω μπάλα με το άσπρο και το γκρίζο η αφή σου τα σκοτάδια χαρακώνει πάντα ήμουνα του σύμπαντος το πιόνι. Κατακάθια στο ποτήρι μου αφήνω κάθε βράδυ μ’ ένα σέρτικο σε πίνω το φεγγάρι στο ταβάνι κύκλους κάνει ρυμουλκά με περιμένουν στο λιμάνι. ΑΛΙΚΟ ΑΙΜΑ Είναι αργά, δεν έχω μνήμη πέφτω στου χρόνου το καμίνι μπρος μου φωτιές, πίσω μου δάση κι αυτή η νύχτα θα περάσει. Μπαίνει το φως από τις γρίλιες ανοίγω άλλες δυο μποτίλιες βλέπω σκιές σε κάθε τοίχο απ’ τα τσιγάρα όλο βήχω. Τρεις και μισή, σ’ ένα βιβλίο τη μοναξιά μου αναλύω ήχους ακούω στο μπαλκόνι είναι ο φόβος που ζυγώνει. Μοιάζει το χάος με παιχνίδι κι η αγωνία με βαρίδι πρόκες τρυπάνε το ταβάνι πλοία σφυρίζουν στο λιμάνι. Πέφτει στη λίμνη το φεγγάρι και η σιωπή στο μαξιλάρι θέλει η νύχτα λίγο ψέμα κι η χαραυγή άλικο αίμα. Η ΠΗΓΗ Η διαδρομή μας μια σταλιά στου σύμπαντος τον χάρτη σαν τη νιφάδα του χιονιού στα όνειρα του Μάρτη. Μες στον καθρέφτη σου κοιτάς πώς πέρασαν τα χρόνια κι άφησαν πίσω τους σκουριά και βρόμικα σεντόνια. Η διαδρομή μας βιαστική σε λάθος συγκυρία σαν τον ζητιάνο στη βροχή σε άγνωστη πορεία. Μέσα σε δρόμους της φωτιάς χαράματα γυρίζεις και την ψυχή σου στη βουή του κόσμου χαραμίζεις. Τι να σου πω, δεν έχει χρώμα η σιωπή ούτε αντικλείδι του κορμιού η φυλακή άσε στην άκρη τα παλιά κι έλα μαζί μου υπάρχει πάντα μια πηγή στο βάθος της ερήμου. ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ Στην άδεια πόλη τριγυρίζω μεθυσμένος η απουσία σου τραντάζει τη σελήνη πέφτει μια κίτρινη βροχή κι εγώ χαμένος στου εαυτού μου την αστείρευτη οδύνη. Σβήνουν τα φώτα και σε λίγο ξημερώνει είναι ο έρωτας μια πράξη υποκρισίας έργα πορνό σε μια ασπρόμαυρη οθόνη κλέφτες και άγγελοι στον δρόμο της θυσίας. Όποιος αγάπησε πληρώνει τα σπασμένα και ξενυχτάει σε δωμάτια νοικιασμένα παίζει κρυφτό με του απείρου τα σκοτάδια κι έχει στο σώτης ήττας τα σημάδια. ΜΙΑ ΕΥΧΗ Στο πανηγύρι των τρελών θα κάνω μια ευχή να με κοιτάξει ο θάνατος όχι σαν κάτι ξένο να μου φερθεί ευγενικά, να με καλοδεχθεί σαν έναν άσωτο υιό, σαν φίλο ξεχασμένο. Φέρνει η άνοιξη βροχή και η σιωπή φθορά πίσω από τις καλαμιές κρύβονται οι θλιμμένοι μαζεύω τα κομμάτια μου, τα ρίχνω στην πυρά λικνίζονται παράξενα της γης οι κολασμένοι. Είναι οι αμαρτίες μας βούτυρο στο ψωμί πίσω μας συνωστίζονται άγγελοι και ρουφιάνοι από το χέρι ενός παιδιού θα πάρεις πληρωμή την ώρα που θα δένουνε τα πλοία στο λιμάνι. Μυρίζουνε οι λέξεις θυμάρι και σιωπή κι η νύχτα ολοένα μεγαλώνει βουλιάξανε στις λάσπες αυτά που σου ‘χα πει μονάχος ταξιδεύω σε βαγόνι. ΚΟΜΜΑΤΙΑ Όλοι αυτοί που στα γραφεία γυροφέρνουνε και στις οθόνες της ανίας μπαινοβγαίνουν είναι ανθρωπάκια πού δεν ξέρουν πού πηγαίνουνε και στη βλακεία του μυαλού τους επιμένουν. Είναι αυτοί που στα δελτία πιπιλίζουνε πέντε έξι λέξεις και νομίζουν πως μας πείθουν απ’ τα σκουπίδια τους ταΐζουν την υφήλιο και οι κυράτσες με γλυκόλογα τους γλύφουν. Όσοι χλευάζουνε την άνοιξη αδιάκοπα είναι ανέραστοι και άξεστοι κρετίνοι σφυρίζουν έξω από την κόλαση αδιάφορα κι έχουν τα μάτια τους κλειστά σε ναφθαλίνη. Είναι αυτοί που κάθε τόσο μας δικάζουνε και την αλήθεια πακετάρουν με κορδέλες στις συνεντεύξεις κάτι ψίχουλα μοιράζουνε κι ύστερα βγαίνουνε γυμνοί στις πασαρέλες. Μα εγώ δε θέλω να τους δω, είμαι κομμάτια κοιτάζω αλλού, εκεί που βγαίνει η σελήνη πάντα σε άστρωτα βολεύομαι κρεβάτια κι ακροβατώ στης ερημιάς τη σκοτοδίνη. ΣΤΑ ΜΠΑΡ Γυρνώντας μες την πόλη ξημερώματα θυμάται τη ζωή του και φρικάρει σαράντα χρόνια πέρασαν αθόρυβα στα μπαρ κάτω από κόκκινο φεγγάρι. Στις πιάτσες τον φωνάζανε Χαρίλαο οι φίλοι του τον έλεγαν Γρηγόρη κι αυτός στην προκυμαία πάντα πήγαινε να δει πότε θα φύγει το βαπόρι. Με στίγματα γεμάτο ήταν το σώμα του στα μάτια του κυλούσανε ποτάμια και μια φωτογραφία στην κωλότσεπη του έδειχνε του χρόνου τα πλοκάμια. Γελούσε με του κόσμου την αφέλεια πενθούσε με τον έρωτα που σβήνει σε ανήλιαγα κοιμότανε υπόγεια και έλιωνε στης μέρας το καμίνι. Τον βρήκανε πεσμένο σε μιαν άσφαλτο κι η άνοιξη τριγύρω του σκιρτούσε ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα την ώρα που μονάχος ξεψυχούσε. ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ Είχες τον φόβο αρχηγό, την άβυσσο πατρίδα πέρασαν χρόνια δίσεκτα κι ακόμα δε σε είδα άναψε φως στην ερημιά, λαμπιόνια στο σκοτάδι να βγούνε τα εσώψυχα απ’ το βαθύ πηγάδι. Είχες λιμάνι τη φωτιά, σωσίβιο τη νύχτα όλα τα λάθη τα παλιά στη λήθη τώρα ρίχτα μπαίνει η άνοιξη νωρίς, άνοιξε τα φτερά σου να φύγουνε τα σύννεφα, να πιούμε στην υγειά σου. Δώσε στη ζωή μια ευκαιρία κάποιος περιμένει στη γωνία είναι ο εαυτός σου που ζητάει τη χαρά του κόσμου να τρυγάει. ΒΡΕΧΕΙ ΠΑΛΙ Βρέχει πάλι στον σταθμό το κορμί σου πού γυρίζει τα ξενύχτια μου μετρώ και το κρύο με θερίζει. Σ’ ένα μάλλινο παλτό τυλιγμένος από χρόνια απ’ την άβυσσο κοιτώ να περνάνε τα βαγόνια. Βρέχει πάλι από νωρίς η μορφή σου ξεθωριάζει με παγάκια ή χωρίς το ποτήρι μου αδειάζει. Σ’ ένα γκρίζο φόντο ζω σαν χρυσόψαρο στη γυάλα τα σκοτάδια μου κρεμώ σε μια σκουριασμένη σκάλα. Είναι η μνήμη φυλακή και ο άνεμος ξυράφι ξημερώνει Κυριακή ό, τι γράφει, δεν ξεγράφει. ΣΒΑΡΝΑ Παίρνει σβάρνα ο αέρας της ανάμνησης το τέρας μες στους δρόμους τριγυρίζω μοναχός το ψιλόβροχο ποτίζει τα σκοτάδια και σφυρίζει τα μεσάνυχτα ο τελευταίος συρμός. Με κοιτάζουν τα φεγγάρια παίζω τη ζωή στα ζάρια και εσύ να είσαι μίλια μακριά κι όταν θα ‘χει ξημερώσει τ’ όνειρό μου θα ‘χει λιώσει μεθυσμένος παίρνω την ανηφοριά. Παίρνει σβάρνα ο αέρας της ανάμνησης το τέρας και η άνοιξη ακόμη πόσο αργεί κάνω βόλτα στις πλατείες στου μυαλού τις αλητείες και ακούω της αγάπης την κραυγή. ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΔΗΛΟΥ Πίνω τη θλίψη των ματιών σου και με τυλίγει μια οδύνη πες μου ποιος έχει την ευθύνη για την αλμύρα των χειλιών σου. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη η απουσία σου ξυράφι όλα τα λόγια πήγαν στράφι άλλη μια νύχτα στη φορμόλη. Περνάνε αδειανά τα τρένα βγαίνω στου χρόνου το μπαλκόνι δύσκολα απόψε ξημερώνει βάζεις φωτιά στου νου τα φρένα. Κυκλοφορείς μέσα στου κόσμου την ξεχασμένη εφηβεία με κυριεύει μια φοβία του ουρανού το χρώμα δως μου. Ίσως θα έπρεπε ξανά να γίνεις άγαλμα της Δήλου να σε βαφτίσω στα νερά του Ιορδάνη και του Νείλου. ΣΧΕΔΙΑ Περιμένοντας το χιόνι ρίχνω κάτασπρο σεντόνι να σκεπάσω τη φυγή σου και τη λάβα της αβύσσου. Ό, τι έσπειρες θερίζεις την αγάπη μη ζορίζεις έχει ο χρόνος μονοπάτια και το σύννεφο παλάτια. Φεύγουν αδειανά τα πλοία σε γυρεύω στα βιβλία στου μυαλού τις πυραμίδες και στης μνήμης τις θυρίδες. Δως μου μύθο, πάρε χάδι να σου διώξω το σκοτάδι ο καιρός είναι σχεδία και η θλίψη μελωδία. Ξημερώνει άλλη μέρα το κορμί σου πού γυρίζει ένα φύσημα του αέρα τη ζωή μας καθορίζει. ΣΤΗ ΦΟΡΜΟΛΗ Ο ουρανός είναι φυγή και η ανάγκη φυλακή τέσσερις πήγε και μισή κι ακόμα λείπεις. Βήματα ακούγονται βαριά πάνω σε ξύλινα σκαλιά είναι φαντάσματα ωχρά της χαρμολύπης. Είναι ο χρόνος μια σταλιά και η ζωή μας δυο λεπτά μπαίνει η άνοιξη κρυφά στην άδεια πόλη. Και στο δωμάτιο κοιτώ την οροφή και σε ζητώ στην απουσία κολυμπώ και στη φορμόλη. Άνεμος παίρνει την ψυχή και την καρφώνει στη σιωπή είναι τα ίχνη σου εκεί πάνω στο τζάμι. Και τη στιγμή που η αυγή σ’ ένα βαγόνι αιμορραγεί κυλάει η μνήμη βιαστική σαν το ποτάμι. ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ Βαδίζω στα χαλάσματα με ξέλυτα κορδόνια κατάστικτη η άνοιξη με άνθη του χαμού απόψε θα λαλήσουνε τα πέτρινα αηδόνια λιοντάρια θα ανέβουνε στο βάθρο του γκρεμού. Ατίθασος ο άνεμος θα σέρνει τους πνιγμένους βγαλμένο απ’ τα ηφαίστεια το φως του φεγγαριού της ήττας το αλφάβητο βορά για τους χαμένους το άγγιγμα του τίποτα στην άκρη του χεριού. Απόβαση στο άπειρο μεσάνυχτα και κάτι πλανόδιοι επιβήτορες βιάζουν τη σιωπή το άρωμα του κήπου μου τυλίγει το κρεβάτι αυτά που πάντα σκέφτομαι κανείς δε θα τα πει. Περίμενα δυο τέρμινα να βρω τη σκοτοδίνη μεγάλωσα απότομα, κοιτάζω τη φθορά κανένας για τα δύσκολα δεν παίρνει την ευθύνη το μαύρο απ’ το κόκκινο δεν έχει διαφορά. Αλλιώς το φανταζόμουνα αυτό το πανηγύρι την ώρα που γεννιόμαστε κανένας δε θρηνεί μα κάποτε απρόσμενα στερεύει το ποτήρι και γέρνουν απ’ τα σύννεφα θλιμμένοι οι γερανοί. ΕΑΡΙΝΟ Μύρισε άνοιξη ξανά λουλούδια στεφανώνουν τον αέρα μοσχοβολούν τα δειλινά και η ανάσα διώχνει τη φοβέρα. Μύρισε άνοιξη ξανά τα ρόδα διαλύουν το σκοτάδι πανηγυρίζουν τα βουνά και τα αγρίμια κρύβονται στον Άδη. Βγαίνω στους δρόμους του ουρανού δέντρα φυτρώνουν μέσα στο νου την ομορφιά σου τώρα κοιτώ κι από τη ζάλη παραπατώ. ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ Πάλι ξανά το ίδιο έργο είναι αργά για να σε βρω όποτε έρχεσαι εγώ φεύγω και στο μηδέν κυκλοφορώ. Δρόμοι γεμάτοι με ξυράφια σπίτια θυμίζουν φυλακές κόκκινα πληγωμένα ελάφια κάτω από κίτρινες βροχές. Είναι ο έρωτας σφαγείο που συνεχώς αιμορραγεί τα όνειρά μας στο ψυγείο μπαίνει μια άλλη εποχή. Όλα αλλάζουν κι είναι ίδια πόλεις κλεισμένες σε γυαλί περνάω μέσα από σκουπίδια πατάω πάνω σε χαλί. Δώσε μου φως, πάρε σκοτάδι έχω αρχίσει να γερνώ θα ξοδευτώ κι αυτό το βράδυ σ’ ένα δωμάτιο υγρό. ΣΕ ΜΙΑ ΓΟΥΛΙΑ Ο ήλιος τύφλωσε τα μάτια της σελήνης στα σταυροδρόμια τ’ ουρανού γυρνώ το παρελθόν μου την αυγή ξεχνώ και κολυμπώ στον πυρετό μιας σκοτοδίνης. Μπαίνει η άνοιξη κι εσύ είσαι ένα ψέμα με μια καρφίτσα τη ζωή τρυπώ πέρασαν χρόνια κι όμως σ’ αγαπώ έξω απ’ την πόρτα μου συγκρούονται δυο τρένα. Απ’ τον εξώστη ανεμίζει μια σημαία κι απ’ την ταράτσα το κενό κοιτώ κρύβω το μέλλον μου σε κιβωτό και σε ρωγμή τα όνειρά μου τα λαθραία. Έχει νυχτώσει κι είναι ακόμα μεσημέρι σ’ ένα δυάρι του εξήντα ζω στ’ άδεια πακέτα σε αναζητώ είναι αργά για να σε βρω στα ίδια μέρη. Περίμενε, μη φεύγεις ξαφνικά τα θαύματα δεν έχουνε πατρίδα σε μια γουλιά θα δεις τα ξωτικά του έρωτα να παίρνουν την παρτίδα. ΟΝΕΙΡΩΞΗ Τα πάντα ένα τίποτα κι η άνοιξη φτερούγισμα της μέλισσας το βούισμα του χρόνου τα ανείπωτα. Βουτάω σε απόνερα μπροστά στην τηλεόραση απώλεσα την όραση τη μνήμη και τα όνειρα. Αλώβητο το σύστημα με όλα τα προνόμια τα πάντα ίδια κι όμοια δε σπάει το απόστημα. Οι νύχτες μία σύνοψη του βίου μου του άχαρου ο έρωτας ονείρωξη στα πρόθυρα του ζάχαρου. Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ Παροπλισμένοι ποιητές σε χρόνια δίσεκτα κυοφορούν λόγια παρείσακτα ανόητα βραβεία, λέξεις κι αριστεία μπερδεύονται με κάποια αστεία. Παροπλισμένοι μουσικοί σε μέρες ύποπτες κυοφορούν νότες καχύποπτες στημένες συναυλίες, φώτα και λαγνεία στριμώχνονται σε μια γωνία. Η έμπνευση συχνάζει στα σαλόνια ημίγυμνη σε στάση προσοχής φοράει μία πρόχειρη κολόνια πουτάνα στον ρυθμό της εποχής. ΕΜΒΡΥΟ Κι όμως ξέρω ν’ αναλύω τις αιτίες που στοιβάζεσαι σαν σάκος στην ουρά περιμένοντας σωτήρες και μεσσίες να σε βγάλουν απ’ του χρόνου τη φθορά. Κι όμως ξέρω να κρατώ ισορροπίες και να έχω επαφές του συρφετού είδα σήμερα της μνήμης τις ταινίες που με ρίξανε στο βάθος του γκρεμού. Κι όμως ξέρω τι είναι αυτό που σε τρομάζει και σε μπάζει στην πιο άγρια μοναξιά κάθε βράδυ η αλήθεια σε δικάζει και σε δένει στην προβλήτα με σκοινιά. Κι όμως παίζεται η ζωή μου στην αρένα με χιλιάδες διψασμένους θεατές όλα είναι από αιώνες πια στημένα και ξεβράζομαι σε έρημες ακτές. Κι όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξέρω είμαι έμβρυο στο βάθος της κοιλιάς την οδύνη μου σε σένα την προσφέρω και μια γέννα απ’ τις στάχτες της φωτιάς. ΔΙΑΠΑΣΩΝ Αυτά λοιπόν ήταν τα νέα δεν έχω άλλα να σας πω η μνήμη γέμισε αφίσες και η ψυχή λιωμένες πίσσες είναι το τζάμι μου θαμπό. Ο κόσμος ένα μάτσο χάλια πατάει πάνω σε γυαλιά περιπλανώμενος αστέρας πέφτει στη γη σαν να ’ναι τέρας και μου θερίζει τη μιλιά. Με αγαπάνε οι πνιγμένοι και με μισούν οι ζωντανοί κάτι σκυλιά παίζουν μπιλιάρδο στου ουρανού το μαύρο κάδρο ρίχνω στην άβυσσο σκοινί. Πρώτη φορά νοσοκομείο να εγχειρήσω τη σιωπή απ’ το παράθυρο κρεμάλες οι εμμονές μου μαθουσάλες έχουν τον χρόνο καταπιεί. Ήρθε λοιπόν κι αυτή η ώρα που την περίμενα καιρό στη σέντρα μ’ έβγαλε το βράδυ το άγγιγμά της ήταν χάδι να της ξεφύγω δεν μπορώ. Διαπασών βάζω το ράδιο μυρίζει ο δρόμος πυρκαγιά σκοντάφτω πάνω σε καλώδια ποτέ δεν πλήρωσα διόδια φεύγω μονάχος κι άντε γεια. ΑΙΜΑΤΩΜΑ Η νύχτα είναι φόβος κι ο φόβος πυρκαγιά μαχαίρι το φιλί σου, το στόμα σου θηλιά. Δώσε μου μια ελπίδα, να βγω στον άνεμο να γίνω στην ψυχή σου λιμάνι απάνεμο. Η λάμπα αργοσβήνει μες στο δωμάτιο και η βροχή κυλάει σ’ ένα φρεάτιο. Ρήμαξε τη ζωή μας αυτή η άρνηση το τώρα θέλει θάρρος και αυταπάρνηση. Ξημέρωμα μονάχος στο κρύο πάτωμα στο δέρμα της συγνώμης ένα αιμάτωμα. Κάτσε για λίγο ακόμα, έστω για μια στιγμή να δω της μοναξιάς μου όλη την παρακμή. ΠΛΕΚΤΑΝΗ Κάτασπρο φουστάνι στο κενό ξέπλεκα μαλλιά μέχρι τους ώμους γράφεις στα κατάστιχα τους νόμους φλέγεσαι κρατώντας το πανό. Μάτια πίσω από το γυαλί άδολα κοιτάζουν τη σελήνη έχουν μια σκιά από οδύνη και του παραδείσου την πληγή. Δάχτυλα φτιαγμένα από πηλό άνευρα τεντώνονται στη μέρα σήκωσαν στην άβυσσο παντιέρα γνέφουν στο ποτάμι το θολό. Σώμα που λικνίζεται στο φως και ακροβατεί πάνω στο κύμα ψάχνει του ποιήματος τη ρίμα για να γίνει πόθος μου κρυφός. Γίνε οπτασία του μυαλού ένα αυγουστιάτικο λιμάνι έχω ναυαγήσει προ πολλού μες στης ομορφιάς σου την πλεκτάνη. ΠΕΡΙΠΟΥ ΕΤΣΙ Στον δρόμο φώτα νυσταγμένα χαράματα γυρεύω εσένα μποτίλιες γυάλινες σπασμένες υγρό φονιάς στους λεμφαδένες. Περίπου έτσι συνηθίζω τον εαυτό μου να εθίζω στου αλκοόλ την παραζάλη και στου αέρα την αιθάλη. Η μέρα λυγισμένο δέντρο στης απουσίας σου το κέντρο ανούσιες διαπιστώσεις εδώ στο χώμα να ριζώσεις. Περίπου έτσι παραπαίω στη μοναξιά δίχως να φταίω σιωπή ξυράφι με ουίσκι μια μαχαιριά ξυστά με βρίσκει. Όλοι στο ίδιο έργο αθώοι χειροκροτούνται στη σκηνή κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος κυκλοφορώ χωρίς φωνή κοιτώντας πάντα το ρολόι για να προλάβω τη ζωή. ΡΩΞΑΝΗ Ηλεκτρισμένοι από ώρα οι ουρανοί σε λίγο θα ξεσπάσει μαύρη καταιγίδα φέρε μου πίσω τη κλεμμένη μου φωνή πάρε τη σκάρτη που μου έδωσες ελπίδα. Ανώφελα περνούν οι μέρες κι ο καιρός τυλίγει την ψυχή μια κρύα απουσία πάντα στην πόρτα με ρωτά ο θυρωρός εάν υπάρχει στη ζωή μου μια ουσία. Κορίτσια του χαμού ποζάρουνε γυμνά γεμίζουν τα στενά φτηνά ξενοδοχεία ποιος ξέρει τώρα το κορμί σου πού γυρνά σε ποια ανήλιαγα και πένθιμα σφαγεία. Συχνάζουνε στα μπαρ πιωμένοι άγγελοι στις πιάτσες της Συγγρού θεοί και αμαρτίες έχω της μοίρας χαραγμένη την ουλή στα κύτταρά μου τις απόκρυφες αιτίες. Τις νύχτες ο αγέρας σπάει τη σιωπή γαβγίζουν τα σκυλιά στο έρημο λιμάνι αυτά που είχα να σου πω, στα έχω πει το όνομά σου Ζηνοβία ή Ρωξάνη. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ Θα’ ρθουνε μέρες βιαστικές από τον πυρετό θα καις στο σπίτι μόνη έξω αέρας θα φυσά θα ονειρεύεσαι νησιά και θα νυχτώνει. Θα’ ρθουνε βράδια φονικά ο χρόνος πάντα θα νικά τα όνειρά σου και η σιωπή στη διαπασών ένα κυνήγι μαγισσών θα ‘ναι η χαρά σου. Θα ‘ρθουνε άλλες εποχές κίτρινες όξινες βροχές γεμάτες λύπη κι εσύ αλλού, σε ξένη γη μια αξημέρωτη αυγή το φως θα λείπει. ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ Στης απουσίας την απέραντη σιγή ακροβατώντας σε σκοινί ισορροπίας οιωνοσκόπος σε μια πληγωμένη γη έριξες άγκυρα στα άκρα μιας πορείας Σε δρομολόγια χωρίς προορισμό σαν επιβάτης μιας ερημωμένης χώρας χρόνια απών απ’ της ζωής τον οργασμό μέσα κλεισμένος στο πιθάρι της Πανδώρας Άρρωστη πόλη μ’ ασπιρίνες κι ενοχές μάσκα φορώντας για να κρύψει την ασκήμια κι εσύ παρείσακτος σε άλλες εποχές παίζεις μπιλιάρδο με της νιότης τα αγρίμια. Νύχτες και νύχτες σε δωμάτια λερά σαν μετανάστης που δεν έχει πια πατρίδα πάνω στην πλάτη σου δυο δανεικά φτερά κι ένα σημάδι από πρόωρη ρυτίδα. Τελειώνουν τα οράματα μα εσύ κοιτάς κατάματα τον φωτογραφικό φακό για να ξορκίσεις το κακό. Μικραίνουν τα περάσματα πληθαίνουν τα χαλάσματα το παρελθόν σου σε γκρο πλαν και το παρόν σε σελοφάν. ΑΞΟΔΕΥΤΟ ΚΟΡΜΙ Σε τέτοιους άρρωστους καιρούς ό, τι σου πω δεν το ακούς μόνο σ’ ανύπαρκτους θεούς της λογικής πιστεύεις. Γέμισε η πόλη με καρφιά σταυρώσανε την ομορφιά κι εσύ σε ξένη αγκαλιά με μια σκιά χορεύεις. Έρχονται κρύες εποχές από τη μοναξιά θα κλαις και σ’ ένα άγαλμα θα λες τον πόνο σου τα βράδια. Και το πρωί μες στον σταθμό κάτω από γκρίζο ουρανό θα αγναντεύεις το κενό με την ψυχή σου άδεια. Σε όλους μια φορά θα έρθει η σειρά να βρούνε τη χαρά μα θα ‘ναι πια χειμώνας αξόδευτο κορμί μέσα σε φυλακή και η κάθε στιγμή ανέραστος αιώνας. ΚΟΨΕ ΤΗ ΦΟΡΑ Όταν η νύχτα στο φως παγιδευτεί όταν χαράξει νέα μέρα πάρε ανάσα, βγες απ’ τη φυλακή σήκωσε κόκκινη παντιέρα. Μέσα στους δρόμους βαδίζει η ζωή στης αλητείας τις πλατείες στων οριζόντων την καθαρή βροχή στων ηττημένων τις πορείες. Φεύγει ο χρόνος κι αφήνει ερημιά πάνω σε σώματα γερμένα σπρώξε τον φόβο, διώξε την καταχνιά υπάρχει μέλλον και για σένα. Άνοιξη μπαίνει στα βάθη της ψυχής μια χαραμάδα ελευθερίας είναι το τέλος μιας κρύας εποχής το λυκαυγές της Ιστορίας. Αυτά που ήρθαν, πάλι θα ξαναρθούν αν τα αφήνεις να περνάνε κόψε τη φόρα σ’ όσα σε τυραννούν και σε αυτά που σε γερνάνε. ΠΟΡΝΟΣΤΑΡ Κάθε βράδυ πάνω στο χαρτί άρρωστα φεγγάρια ζωγραφίζω έναν ουρανό βαμμένο γκρίζο στάζει μοναξιά στην αορτή. Φύτρωσαν στα χέρσα του μυαλού θάλασσες με πλοία βυθισμένα δώσε το κορμί σου και σε μένα και στις έξι φύγε για αλλού. Γέφυρες κοιτάζουν το κενό φούντο ετοιμάζουν τα γλαρόνια λύνω απ’ τα παπούτσια τα κορδόνια και σηκώνω κόκκινο πανό. Έρημες βιτρίνες στην Ερμού στο δωμάτιό σου πέφτει χιόνι πάντα ήσουν μέσα στην οθόνη μια κοινή γυναίκα του συρμού. Όταν ξημερώσει θα ‘ναι αργά απ’ τον πυρετό ν’ αρθρώσεις λέξη ψεύτικη του έρωτα είναι η έλξη και τα λάγνα μάτια σου νεκρά. ΝΥΧΤΩΣΕ Νύχτωσε, η πόλη ένα τίποτα η φωνή ζητάει τα ανείπωτα μπαίνω πιο βαθιά μέσα στο άπειρο χαιρετώ τον χρόνο τον ανάπηρο. Νύχτωσε κι ακόμα δεν τελείωσα μνήμες και αισθήσεις τις αλλοίωσα σ’ αδειανές πλατείες περιφέρομαι για τη δόξα δεν ενδιαφέρομαι. Νύχτωσε, ο φόβος έχει όνομα πιάνομαι στης μοναξιάς το δόλωμα έγιναν οι άνθρωποι αγάλματα κι η Ιστορία προχωρά με άλματα. Νύχτωσε, τα σύννεφα βουλιάζουνε οι αγύρτες χρήματα μου τάζουνε άλλη μία μέρα χωρίς σήμερα σκουριασμένα της ζωής τα σίδερα. Άγριος ουρανός, πιόνι κανενός άχρηστα χαρτιά, στάχτη στη φωτιά ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ (ή φάλτσα μπάντα) Τα χρόνια που περάσανε θλιμμένα τώρα στέκουν μέσα στον έρημο σταθμό και πια δε με αντέχουν. Τα χρόνια που περάσανε στον τοίχο με κρεμάσανε σαν πίνακα παλιό αδιάβαστο με πιάσανε. Τα χρόνια που σκουριάσανε ζητάνε εξηγήσεις πώς έφυγε έτσι η ζωή χωρίς να τη γνωρίσεις. Τα χρόνια που σκουριάσανε το τέλος προδικάσανε κι ας ήταν στην αρχή το στοίχημα το χάσανε. Κι εγώ που ήθελα τα πάντα κι ακόμα άλλα τόσα από αυτά τώρα καπνίζω δυο στριφτά ακούγοντας μια φάλτσα μπάντα. ΑΠΟΜΕΡΗ ΨΥΧΗ Απόμερη ψυχή, σβησμένο αποτσίγαρο όταν η άνοιξη στην άσφαλτο σκιρτάει. Απόμερη ψυχή, χωμένη σε υπόγεια ανήμπορη κοιτάς τον χρόνο να περνάει. Απόμερη ψυχή, ξεπλένεσαι στην άβυσσο όταν ο έρωτας διπλώνει σαν σημαία. Απόμερη ψυχή, ανάμεσα στο τίποτα ξαπλώνεις την αυγή σε άδεια προκυμαία. Απόμερη ψυχή, κραιπάλη τα χαράματα όταν τα όνειρα ξυπνάνε τρομαγμένα. Απόμερη ψυχή, της μέρας παραλήρημα στον δρόμο συναντάς ελάφια σκοτωμένα. Απόμερη ψυχή, τρυπώνεις στα χαλάσματα όταν κουρδίζονται στο σύμπαν τα ρολόγια. Απόμερη ψυχή, σαν σήμερα σε γνώρισα νικάς τη μοναξιά με πυρωμένα λόγια. Απόμερη ψυχή, της μνήμης το αντίβαρο όταν ο άνεμος λογχίζει τη σελήνη. Απόμερη ψυχή, μετέωρη απόφαση κανείς από τους δυο δεν παίρνει την ευθύνη. ΠΕΦΤΕΙ ΣΙΩΠΗ Πέφτει σιωπή, απ’ το παράθυρο χιονίζει σειρήνες περιπολικών σπάνε τον πάγο είναι το σύστημα που ζούμε ανθρωποφάγο μα η ανάγκη για ζωή λάθρα σφυρίζει. Πέφτει σιωπή, η μοναξιά γίνεται φέσι κατηφορίζουν τα φαντάσματα στην πόλη φτιάχνω με στίχους το πιο όμορφο βραχιόλι μα δεν υπάρχει χέρι για να το φορέσει. Πέφτει σιωπή, δρόμοι ανάσκελα κοιτάζουν τον ουρανό που ανοιγοκλείνει σαν αυλαία σε μια οθόνη ξενυχτά η νεολαία και οι αστοί τον όλεθρό τους ετοιμάζουν. Πέφτει σιωπή, ακροβασίες στο φεγγάρι κάνει ο θάνατος χαράματα στις έξι σ’ ένα κατάλευκο χαρτί γράφω μια λέξη τόσο αχνή που ο αέρας θα την πάρει. Πέφτει σιωπή, η ερημιά αγγίζει πάτο ένα αδέσποτο απ’ το κρύο τουρτουρίζει αυτόν τον κόσμο η ασχήμια τον ορίζει είναι αργά και δεν υπάρχει παρακάτω. ΟΥΤΟΠΙΑ Στα μάτια σου κοιτώ τη μοναξιά στο σώμα μου την άδεια μέρα σφυρίζουν στο λιμάνι ρυμουλκά δυο μύγες παίζουν στον αέρα. Ανάμεσα σε γη και ουρανό ανθίζουνε χλωμά φεγγάρια με βάρκες διασχίζω το κενό στο χάος αλιεύω ψάρια. Τα χείλη σου μια άγονη γραμμή τα χέρια μου θλιμμένοι στίχοι ακούγεται στον δρόμο μουσική και ένας βιολιστής να βήχει. Χαράματα κρατώ την οροφή της νύχτας και την ουτοπία μα ξέχασα να ζήσω τη ζωή βυθίζομαι σε γκρι τοπία. Ξυπόλητη χορεύεις στη βροχή και χάνεσαι βαθιά εντός μου ποτέ του ένας μόνος δεν μπορεί ν’ αλλάξει την τροχιά του κόσμου. ΕΡΗΜΙΤΕΣ Αμήχανα κοιτώντας τα ρολόγια βαδίζουνε σε δρόμους του χαμού αγρύπνια και ποτό μέσα στο αίμα μετέωροι στην άκρη του γκρεμού. Δραπέτες στις μεγάλες λεωφόρους της άνοιξης ταγμένοι εραστές μονάχοι συλλαβίζουνε τον τρόμο και δένουν το φεγγάρι με κλωστές. Κρυμμένοι στα δωμάτια της θλίψης ακούνε την ανάσα της ψυχής την όψη ζωγραφίζοντας στον τοίχο αυτής της αξημέρωτης ζωής. Με ένα κέρμα ψεύτικο στην τσέπη διωγμένοι από σχολεία και ναούς στα πάρκα περιφέρουνε το σώμα και ψάχνουμε για άγνωστους θεούς. Σε κάτασπρα κελιά ψυχιατρείων βρεθήκανε και φύγανε κρυφά περνώντας απ’ τον πήχη των ορίων υπόδικοι ερημίτες σε κλουβιά. ΣΚΗΝΙΚΟ Δεμένος σ’ ένα τίποτα με ψεύτικα σκοινιά το σκάω απ’ του χρόνου το σφαγείο γυρεύοντας τ’ ανείπωτα στη δίνη του χιονιά με όνειρα κλεισμένα στο ψυγείο. Χαμένος στη μετάφραση χωρίς εναλλαγή πενήντα χρόνια ένοικος της νύχτας γυρεύοντας μια πρόφαση σε λάθος εποχή ο Άσσος κι ο Βαλές της χαρτορίχτρας. Μπλεγμένος σε καλώδια μ’ αδύναμη φωνή ακόμα προσπαθώ να σου μιλήσω γυρεύοντας διόδια να βγω απ’ τη στενή τα ρόδα του κορμιού σου να μυρίσω. Κι εσύ αλλάζεις σκηνικό πότε σαλτάρεις στο κενό πότε επιστρέφεις έξω φυσάει μοναξιά κι όλα του Αυγούστου τα νησιά τα καταστρέφεις. Ο ΚΟΣΜΟΣ Είναι ο κόσμος ένα φως που σβήνει στην καταιγίδα και στη συννεφιά στο μαξιλάρι δίπλα η ασπιρίνη έχει γεμίσει το μυαλό καρφιά. Είναι ο κόσμος μια θαμπή λυχνία που τρεμοπαίζει όταν με φιλάς πιάνω μια θέση πάντα στη γωνία κι εσύ ανύποπτη χαμογελάς. Είναι ο κόσμος σινεμά που κλείνει άδεια καθίσματα από θεατές βγάζω τα ρούχα απ’ τη ναφθαλίνη στην εξορία όλοι οι ποιητές. Είναι ο κόσμος κοφτερό ξυράφι σκίζει τον έρωτα και τον πετά στης Ιστορίας το ξερό χωράφι κι εσύ μεθάς με δυνατά ποτά. Έξω βραδιάζει, οι καιροί αλλάζουν άρρωστες πόλεις, πάρκα αδειανά οι κλειδοκράτορες τη γη μοιράζουν κλείνομαι σπίτι από τις εννιά. ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ Μέρες αδέσποτες τρυπάνε το κρανίο αλυσοδένονται της μνήμης τα φεγγάρια είναι ο χρόνος δολερό κωλοχανείο κίναιδοι παίζουνε τις τύχες μας στα ζάρια. Σαλταρισμένοι εραστές των λεωφόρων αποσυνάγωγα κορμιά σ’ ένα παγκάκι δόσεις ληγμένες σιροπιών θανατηφόρων λιώνω τις νύχτες σαν να ήμουνα παγάκι. Απολυτήριο στρατού μοιάζει το τώρα παραμονεύουν οι ιώσεις της βλακείας φέρνουν οι μάγοι συμφορές και όχι δώρα χαμαιτυπεία με ωράριο διαρκείας. Διεφθαρμένο παρακράτος πακετάρει τα συναισθήματά μας και τα εξορίζει άψυχα λόγια κατεβάζω απ’ το πατάρι αίμα αθώων η ατμόσφαιρα μυρίζει. Αλεξικέραυνα ξορκίζουν την ελπίδα το καλοκαίρι θα ξανάρθει ό,τι κι αν γίνει έχει φυτρώσει στο μυαλό μια προβοσκίδα παίρνω το πλοίο τα γραμμής για Σαντορίνη. Η ΦΛΟΓΑ Έρωτας του σφαγείου, ανάσα βιαστική στον τοίχο αφιερώσεις, στο βάθος φυλακή φεγγάρια μεθυσμένα, στη γη παραπατούν τα χρόνια που περάσαν την πόρτα μου χτυπούν. Φώτα των λεωφόρων, σκοτάδια της ψυχής κοιτάζω απ’ το τζάμι τις στάλες της βροχής οθόνες νυσταγμένες, φυτά καχεκτικά μετά απ’ την κραιπάλη τι μένει τελικά. Κι όμως υπάρχει ακόμα μια φλόγα στην καρδιά αυτή που θα ζεστάνει τα βράδια τα νεκρά δώσε μου την πνοή σου να ζήσω απ’ την αρχή φυσάει μανιασμένα κι η άνοιξη αργεί. ΣΥΜΠΤΩΣΗ Φεύγουν οι βδομάδες και οι εποχές λόγια μαραζώνουνε στις φυλακές δύσκολοι καιροί για να ερωτευθείς μέσα στη βουή του κόσμου θα χαθείς. Ένστικτα κυκλώνουνε τη λογική πέφτει μια ανοιξιάτικη ψιλή βροχή θύμα της ασφάλτου πάλι γίνομαι σ’ ένα πρωινό μουντό βυθίζομαι. Δίχτυα δουλεμπόρων με πολιορκούν πάντα στο φινάλε οι κακοί νικούν βγαίνουνε σεργιάνι οι αναστολές όλα ανεφάρμοστα αυτά που λες. Φώτα στις βιτρίνες και μια ερημιά πίσω απ’ τις κουρτίνες σκυθρωπά κορμιά πέρασμα κλειστό, ψυχή ανώνυμη πάντα στο προσκήνιο οι επώνυμοι. Ζω αλλά αυτό είναι μια σύμπτωση έχω πέσει μάλλον στην περίπτωση τρένα ξεκινάνε από τον σταθμό άλλαξα διεύθυνση και αριθμό. ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ Η όψη της σελήνης, το βλέμμα του τυφλού ανθίζει η αλήθεια στα λόγια ενός τρελού. Ανέραστες αγάπες, φιλιά ηλεκτρικά στο τέλος του χειμώνα η άνοιξη νικά. Ο φόβος του αγνώστου, η νύχτα της ψυχής στα φύλλα του απείρου οι στάλες της βροχής. Διάφανες αυλαίες, κορμιά φωσφορικά στο τέλειωμα της μέρας το αύριο νικά. Κι εσύ που ταξιδεύεις σε γκρίζο ουρανό έλα στα όνειρά μου, μην πέφτεις στο κενό. Σε μια ζωή χαμένη υπάρχει ένα φως γίνε πυγολαμπίδα και έρωτας κρυφός. ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ‘80 Χάνονται οι μέρες στη βροχή και ένας κόμπος στην ψυχή επαρχία. Είναι ο χρόνος μια σκιά και τ’ απογεύματα βαριά στην πλατεία. Νύχτες χαμένες στο πιοτό αναρριχώμενο φυτό η αγάπη. Με μια ταινία του Κουνγκ Φου και ενός έρωτα κρυφού σαν ξυράφι. Πώς να μιλήσεις στη σιωπή κι η μοναξιά τι να σου πει ξεθωριασμένες Κυριακές κι από τον πυρετό να καις Πώς να μιλήσεις στο κενό κάτω από γκρίζο ουρανό άστεγα όνειρα θολά εγκλωβισμένα σε θηλιά. ΨΕΥΔΑΙΣΘΉΣΕΙΣ Είμαι χαμένος μέσα σ’ ένα περιθώριο έξω ουρλιάζουνε σειρήνες του θανάτου είναι αργά για να περάσω αυτό το όριο που οδηγεί στην αγκαλιά του αοράτου. Τζάμια σπασμένα, χειρουργεία σ’ ετοιμότητα οι προσδοκίες μετατέθηκαν στο μέλλον όλη η ζωή σου μια μεγάλη εκκρεμότητα μία συνάθροιση πανάκριβων μοντέλων. Νιάτα τρεκλίζουνε στη θέα της απόγνωσης πάνω στην άσφαλτο σημάδια από φρένα στοιχηματίζω στο αβέβαιο της πρόγνωσης με ξεπερνούν τα γεγονότα και τα τρένα. Γέμισαν άρρωστα μυαλά τ’ αναγνωστήρια κι η αμνησία σε πανάκριβα σαλόνια άγνωστα μάτια σε κοιτούν εκατομμύρια αναβοσβήνουνε πολύχρωμα λαμπιόνια. Αποτυπώνουν οι καθρέφτες ψευδαισθήσεις κάνε γυαλιά της εποχής σου τον σφυγμό δυο τρία λόγια από μένα να κρατήσεις και τα υπόλοιπα να ρίξεις στον γκρεμό. ΠΛΑΝΗ Είναι μαρτύριο το σιωπητήριο στο άδειο σπίτι νύχτες φαντάσματα γυαλιά και θραύσματα στον νεροχύτη. Σάββατα ύποπτα χρόνια καχύποπτα σ’ ένα κρεβάτι άστεγα όνειρα μες στα βαλτόνερα ψάχνουνε κάτι. Σ’ αγαπάω λοιπόν και ας είσαι απών και ας είσαι μια πλάνη ξημερώνει στη γη ένας ήλιος πληγή απ’ τον ώμο με πιάνει. ΕΧΑΣΑ Έχασα τα πάντα κι είναι μεσάνυχτα τα παραθύρια όλα ορθάνοιχτα Θέλησα να γίνω η έκτη αίσθηση μα τώρα βρίσκομαι σε παραίσθηση. Έχασα εσένα μα δεν το πίστεψα τη λογική μου στο τέλος λήστεψα. Έδωσα στον πόνο για φιλοδώρημα της μοναξιάς μου το μυθιστόρημα. Όταν ο πλανήτης καίγεται κι η αλήθεια τεμαχίζεται η ζωή σου χαραμίζεται. Όταν το φεγγάρι κρύβεται και η άνοιξη ζορίζεται η αγάπη στροβιλίζεται. ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ Μέσα στης πόλης τη βουή πόσο σου μοιάζει το σκοτάδι κι εγώ που ήθελα πολύ να δω το φως μια χαραυγή πέφτω στου χρόνου το πηγάδι. Μέσα απ’ της μνήμης το γυαλί βλέπω τα μάτια σου που κλαίνε κι εγώ που δεν έχω φωνή είμαι κομπάρσος στη σκηνή και τα μελλούμενα με καίνε. Τώρα τεντώνεις το σκοινί κάτω από δυνατή βροχή τι να σου πω, είναι αργά για εξηγήσεις και συγγνώμες είναι τα λάθη σου θεριά που έχουν ζώσει τους αιώνες. Η ΠΛΑΤΕΙΑ Σε μια πλατεία κάθισα λίγο να ξαποστάσω να πάρω τις ανάσες μου, την ώρα να περάσω. Ήταν γεμάτη φοιτητές, αιθέριες υπάρξεις ντρεπόσουνα κατάματα τη νιότη να κοιτάξεις. Θυμήθηκα αμφιθέατρα, πορείες, συγκεντρώσεις στο τέλος κάθε εξάμηνου να ψάχνω σημειώσεις. Κορίτσια σαν το κρύσταλλο, παιδιά της επαρχίας το μέλλον να στοιβάζουν στα βαγόνια μιας ταχείας. Μα ξάφνου μπάτσοι ήρθανε, την πέσανε στο πλήθος χωρίς κανένα έλεος, χωρίς κανένα ήθος. Πετάξανε και χημικά, μπαρούτιασε η πλάση κι όσα πριν λίγο έλεγα, τώρα τα ‘χω ξεχάσει. Δικαίωμα στο όνειρο δεν δίνει η εξουσία σε βάζει μες στο σύστημα και χάνεις την ουσία. Σε κυνηγά αλυπητα σε πάρκα και πλατείες κι εσύ τα ξημερώματα να ψάχνεις τις αιτίες. ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ Μέσα στα σπλάχνα της ζωής πάντα ριζώνει το σκοτάδι στο κατακάθι της αυγής μία κηλίδα από το βράδυ. Κι αν όλα αυτά που κυνηγώ γίνονται στάχτη κι απουσία πάντα εγώ θα σ’ αγαπώ δεν τη λυπάμαι τη θυσία. Μέσα στα βάθη τ’ ουρανού πάντα υπάρχει μια ψιχάλα στα χαρακώματα του νου όλα τα πάθη τα μεγάλα. Κι όταν η μνήμη εκραγεί και η ομίχλη σε κυκλώσει θα ‘χει αρχίσει η βροχή τίποτα πια δεν θα σε σώσει. Άσε στην άκρη τα παλιά δώσε στο φως μια ευκαιρία του παρελθόντος τη θηλιά λύσε και άλλαξε πορεία. ΔΙΚΑΙΩΜΑ Πεθαίνεις Σαββατόβραδο ξυπνάς την άλλη μέρα της Κυριακής τα όνειρα θερίζουν τον αέρα. Αδέσποτα φθινόπωρα το πάθος κυνηγάνε και όλα τα χαμόγελα πού είσαι σε ρωτάνε. Χορταίνεις από ηδονή πεινάς από αγάπη κι ο χρόνος να καραδοκεί σε ξέστρωτο κρεβάτι. Παλίρροια του λογισμού χαράματα βρυχάσαι τα λόγια που σου έλεγα ποτέ δεν τα θυμάσαι. Ο φόβος είναι έκτρωμα που σαν παγίδα μοιάζει και η ζωή δικαίωμα που όλα τα αλλάζει. ΚΙ ΑΝ Σ’ ΑΓΑΠΩ Σε ακουμπώ και πάνω μου γκρεμίζεσαι είναι αργά, δεν έχει άλλο τέρμα σε αυταπάτες γνώριμες βυθίζεσαι μοιάζει το φως με στραβωμένο κέρμα. Είναι αργά, καθόλου δεν με πίστεψες ό, τι κι αν πω το παίρνει ο αέρας ήρθες ξανά και τη ζωή μου λήστεψες η μοναξιά ορθώνεται σαν τέρας. Ό, τι κι αν πω, παρείσακτο κι αδιάφορο πέφτει βροχή, μουσκεύει όλη η πόλη τον δισταγμό σου ξέρω τον παράφορο να μου δοθείς, έχουν αλλάξει οι ρόλοι. Πέφτει βροχή, η μνήμη αδιέξοδο κι αν σ’ αγαπώ δεν έχει πια αξία το παρελθόν ζητά κινδύνου έξοδο κι η λογική παθαίνει ασφυξία. Κι αν σ’ αγαπώ ακούω ξένα βήματα έξω νυχτώνει, σβήνει το φεγγάρι την ομορφιά σου κλείνω σε ποιήματα των λιμανιών ανάβουνε οι φάροι. ΑΣΤΕΓΟΣ Είναι το μικρό πουλί που ξέμεινε μίλια μακριά απ’ το κοπάδι όλες οι στιγμές είναι που έσβησαν μέσα στου αιώνα το σκοτάδι. Όχλου είναι βοή χωρίς απόκριση σε μια χώρα που δεν έχει μέλλον εύπεπτη τροφή στην τηλεόραση είναι η πασαρέλα των μοντέλων. Είναι του καπνού μαύρο προπέτασμα στα διόδια της Ελευσίνας και του πρωινού το κρύο ξύπνημα για το μεροκάματο της πείνας. Έρημη φωνή σ’ ένα δωμάτιο δύσκολου ψυχρού μεσονυχτίου εύρημα φτηνό είναι τα ίχνη της στα πλοκάμια του διαδικτύου. Είναι μια υπόγεια διάβαση κι από πάνω της να πέφτει χιόνι δρόμοι που κανείς δεν τους περπάτησε και η μοναξιά να τους πλακώνει. Ρούχο πεταμένο στο διάστημα δίπλα στα συντρίμμια δορυφόρων θύμα κι ο αλήτης που ξεψύχησε στην ταχύτητα των τροχοφόρων. Είμαι και εγώ της νύχτας άστεγος πάνω μου φορτώνω την ευθύνη γρήγορα περνούν τα δευτερόλεπτα αύριο ποιος ξέρει τι θα μείνει. ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ Κι εγώ που νόμιζα πως ήσουνα κρυμμένη στις κατακόμβες του πιο γκρίζου ουρανού εσύ γυρνάς μες στα σκυλάδικα πιωμένη και στροβιλίζεσαι στη μέση του κενού. Κι εγώ που πίστευα πως μοιάζεις με αφιόνι που συσσωρεύεται στις φλέβες του καιρού εσύ κοιτάς τη λεωφόρο απ’ το μπαλκόνι σέρνοντας μόνη σου τα βήματα χορού. Κι εγώ που ήθελα την πίκρα σου ν’ αγγίξω χωρίς να σκέφτομαι το πριν και το μετά σ’ ένα μπουκάλι την αγρύπνια μου θα πνίξω και θα πετάξω την ελπίδα στη φωτιά. Κι εγώ που ήθελα το μέλλον να ενώσω με το παρόν σαν μια συγκόλληση ζωής τώρα τη μνήμη προσπαθώ να περισώσω από τον ήχο μιας μακρόσυρτης βοής. ΕΙΡΗΝΗ Έξω βρωμάει το χνώτο του πολέμου αίμα που στάζει από τον ουρανό έχουν πουλήσει τη γη σε δουλεμπόρους βγάζει η τρομπέτα έναν ήχο βραχνό. Βράδυ απόντων στην άδεια πολιτεία έρημα σπίτια, ακούγονται ριπές το καραβάνι προσφύγων σ’ ένα τρένο κρύες ανάσες, ατέλειωτες σιωπές. Άρρωστο σώμα βολτάρει στα καμένα πύραυλοι πέφτουν σε κάθε γειτονιά σε κατακόμβες κοιμούνται τα κορίτσια και κουβαλάνε μαζί την παρθενιά. Τάγμα θανάτου ξεχύνεται στους δρόμους άνοιξη μπαίνει και σφάζει την ψυχή ασθενοφόρα σαρώνουν το φεγγάρι στάζει φαρμάκι η νέα εποχή. Άνθρωποι μόνοι, γυρεύουν μια ελπίδα μα ο αιώνας σκληρός σαν το γυαλί ψάχνω καιρό, μα ακόμα δεν σε είδα πες μου, Ειρήνη, πού κρύβεις το φιλί. ΑΛΙΜΟΝΟ Αλίμονο στα νιάτα μας που πνίγονται θλιμμένα στις εκβολές των ποταμών, σε χιονισμένες ράχες κι από την πόλη να ηχούν τα μανιασμένα τρένα που ξεκινάνε το τρελό ταξίδι τους στις ράγες. Αλίμονο στ’ ανείπωτα τραγούδια του Σαββάτου που ξενυχτάνε άσκοπα μ’ ένα μπουκάλι μπύρα λικνίζοντας τις νότες τους στην πίστα του θανάτου και η μοναξιά να χύνεται στο πάτωμα πλημμύρα. Αλίμονο στον άνθρωπο που νόμισε πως έχει το σώμα του αθάνατο και την καρδιά του πέτρα μα απ’ τον φόβο λύγισε και άλλο δεν αντέχει και σκέπασε την άνοιξη με μια βαριά κουβέρτα. Αλίμονο στ’ αγέννητα φεγγάρια του αιώνα πίσω από σύννεφα βαριά και φοβισμένες λέξεις που έμειναν αφώτιστα, ανέραστα, και μόνα γυμνά κι ανυπεράσπιστα στου χρόνου τις ορέξεις. Κι εσύ που πάντα ήξερες να βγαίνεις κερδισμένη αλίμονο στον πάταγο της ήττας που σιμώνει τώρα νικάνε οι τρελοί, οι μύστες κι οι πνιγμένοι κι από την έρημο του νου ένας νοτιάς ζυγώνει.
0 Comments
ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ
Ένα ληγμένο καλοκαίρι περιφέρεται σε κήπους γκρεμισμένους ήρθε η ώρα ν’ αντικρίσεις τους προγόνους και τους ήλιους τους κρυμμένους άμορφες μάζες τη ζωή μας κυριεύουν και τη δίνουν στους προστάτες σε ένα τρένο ταξιδεύω για το μέλλον που δεν έχει επιβάτες. Τη λογική μου τη δωρίζω σε ανώνυμες φατρίες δουλεμπόρων και το κορμί μου τα χαράματα το βγάζω στην αιχμή των λεωφόρων σε μιαν ασπρόμαυρη οθόνη παροπλίζω τις καλύτερές μου μέρες στον Πειραιά από τη Δύση καταπλέουν της αβύσσου οι γαλέρες. Ερωτευμένα χελιδόνια ψάχνουν άνοιξη λευκή για να πιαστούνε απ’ τα εργοστάσια φουγάρα αναβλύζουν και τα μάτια με πονούνε ένα αδέσποτο παρόν κυκλοφορεί με μια σημαία ευκαιρίας πάντα θα είμαι στην ουρά και μακριά από τον όγκο μιας πορείας. Το καρναβάλι ήρθε πάλι κι οι αγύρτες την ανάσα σου πουλάνε μισοτιμής σε προσφορά και μιαν ανάπηρη πατρίδα προσκυνάνε ό, τι απόμεινε στη γη είναι ένα ψέμα και μια άρρωστη ειρήνη τώρα του σύμπαντος κοιτώ την οροφή και του Σεπτέμβρη το μπουρίνι. Αυτός ο κόσμος είναι ένα ουρλιαχτό που ξεδιπλώνει τα σπαθιά του κι εγώ της ήττας καβαλάρης που ιππεύει τη σκιά ενός θανάτου. ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟΝΙ Φεύγουν οι μέρες, με φαρμάκι με ποτίζουν και οι βοριάδες με χτυπούν απανωτά ποτέ δε μέτρησα ποια είναι τα σωστά έξω απ’ την πόρτα μου οι ρήτορες σφυρίζουν. Με την αγρύπνια μου θα ανταλλάξω βέρες θα αγκαλιάσω μιαν αρχαία προτομή πάντα ζητούσα την αιώνια τομή που θα μου διώξει τις σκιές και τις φοβέρες. Έρχονται νύχτες, με ξυράφι με χαράζουν βγαίνω στου σύμπαντος το φως να γιατρευτώ όλη η ζωή μου ένα ατέλειωτο κρυφτό με τους πλανήτες που στο τέλος με δικάζουν. Καταναλώνομαι σε άσχετα παιχνίδια με του μυαλού μου το ανίκητο θεριό άγγελοι λούζονται στης γης το πλυσταριό και μου προτείνουν υπερπόντια ταξίδια. Είναι ο χρόνος μια παγίδα που σκοτώνει μην τον αφήσεις να σε ρίξει στον γκρεμό όποιος τη μοίρα του στον τοίχο την καρφώνει πάντα θα είναι ένα ανδρείκελο και πιόνι και θα βαδίζει στου καιρού το χαλασμό. ΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ Έρχεται η νύχτα σαν δροσιά κι όλου του νου τα τραύματα μπαίνουν στο σπίτι να κρυφτούν οι αρετές με κυνηγούν. Τις αμαρτίες μου μετρώ και τις πετώ στην άβυσσο περιπλανιέμαι στο κενό τις κρύες αύρες προσκυνώ. Μες στου απείρου την ποδιά καίω της μνήμης τα’ άγραφα ένα αεράκι με χτυπά σπάω της γης την κλειδαριά. Καταπατώ τη λογική ειν’ ανοιχτές οι δίοδοι που οδηγούν στις ποταμιές και στης ψυχής τις ομορφιές. Η νύχτα ξέρει να τρυγά της μοναξιάς το άρωμα άσε τα μάτια σου ανοιχτά στων άστρων το στερέωμα. ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΙΣ Έρωτες, σώματα λειψά στις αποβάθρες και το φεγγάρι να περνά έχω μπροστά μου δυο βουνά και πίσω μου γκρεμούς κι ειδωλολάτρες. Άνθρωποι μόνοι περπατούν στην προκυμαία είναι ο ύπνος μια σταλιά με κάτι σύνεργα παλιά ξοδεύομαι στης νύχτας τα ωραία. Χρώματα, σχήματα, φωνές με κυριεύουν μ’ ένα μπουκάλι προσκυνώ αυτής της γης τον ουρανό κι οι άνεμοι ανάστροφα χορεύουν. Όνειρα χάλκινα ηχούν μες στη ζωή μου δρόμοι στρωμένοι με πληγές είναι μαχαίρι οι εποχές κι η άνοιξη μια μάσκα της ερήμου. Και η μορφή σου να ξυπνάει παραισθήσεις ποιος ξέρει τώρα ποια ανήθικη αγκαλιά σε περιπλέκει με ανόητα φιλιά, αυτά που έσπειρες μονάχη θα θερίσεις. Ο ΗΛΙΟΣ Της λογικής μου απαρνιέμαι το ξυράφι άγγελοι, ρήτορες την πόρτα μου χτυπούν οι υποσχέσεις σου δεν έχουν τι να πουν ζω στην ομίχλη και στου έρωτα το θειάφι. Τρένα περνούν με νυσταγμένους επιβάτες της Ιστορίας ξανανοίγω τα χαρτιά να ατενίσω την αρχαία λεβεντιά πέφτω σε φράχτες, σε γκρεμούς και σε προστάτες. Μ’ ένα χαμόγελο φθαρμένο σου μιλάω δε με ακούς, είναι αργά για να σωθείς κι εγώ αφήνομαι στους ήχους μιας χορδής μόνος κι απόψε τις αλήθειες μου πουλάω. Φώτα ανάπηρα χορεύουν σε σαλόνια είναι ο κόσμος μια συνήθεια φονική βάρβαρη λέξη που δεν έχει κλητική παίρνω τους δρόμους με λυμένα τα κορδόνια. Χωρίς ταυτότητα, χαρές και αναμνήσεις ξεχειμωνιάζω στου καιρού την παγωνιά είναι σκισμένα της αγάπης τα πανιά και οι αγύρτες μου ζητάνε εξηγήσεις. Οι ποιητές έχουν ξεμείνει από τσιγάρα έξω απ’ το σπίτι μου το έρεβος ηχεί σ’ αυτή τη μάχη δεν υπάρχει ανακωχή σέρνουν το μέλλον μας δυο γερασμένα κάρα. Ακροβατώ σ’ ένα ποτήρι τα χαράματα έχουν ξεφτίσει οι ιδέες και τα οράματα, όμως ο ήλιος που σε λίγο θα φανεί είναι μια ελπίδα και μια νέα αφορμή που θα γιατρέψει τις πληγές σου και τα τραύματα. ΣΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΤΟΝ ΜΠΕΡΝΤΕ Οι εποχές με μαστιγώνουν ανελέητα τα πρωινά κυκλοφορώ χωρίς ψυχή από το ράδιο ακούγονται σμυρνέικα κι η απουσία σου να στάζει σαν βροχή. Τα όνειρά μου επιπλέουν στα αζήτητα οι ουρανοί με πυρπολούν με πανικό την ομορφιά σου να κοιτάξω δε φοβήθηκα, οι μάγκες πια δε ζούνε στο Βοτανικό. Περιπολώ μ’ ένα φακό τα ξημερώματα στου κάτω κόσμου τις στοές και τα στενά μπαίνει η άνοιξη στην πόλη με αρώματα μα το φιλί σου κατοικεί στα ορεινά. Σε μια αρχαία τραγωδία περιφέρομαι σέρνω τα βήματα αλλόκοτου χορού την Αντιγόνη ή την Ελένη ερωτεύομαι, όλα γυρίζουν στην πυξίδα του καιρού. Κατακαλόκαιρο στην Αίγινα σε γνώρισα ήσουνα άστρο που δεν έδυε ποτέ της μοναξιάς μου τώρα ψάχνω τα ομόρριζα και ξενυχτώ στου καραγκιόζη τον μπερντέ. ΚΛΕΙΔΟΚΡΑΤΟΡΑΣ Φέγγουν χαράματα τα τρένα στην Ομόνοια ό, τι περάσαμε μαζί θα ζει αιώνια τώρα οι μνήμες μου σαρώνουν το μυαλό μπαίνω στο σπίτι το πρωί και δε μιλώ. Περιπλανήσεις και ανάπηρα χαμόγελα οι μέρες έρχονται και χάνονται ανώφελα μία σκιά που δε γνωρίζω προσκυνώ έχω μπροστά μου του απείρου το κενό. Καράβια φεύγουνε και βάρκες αρμενίζουνε τα όνειρά μας οι αγύρτες τα ορίζουνε από μια πρόχειρη σανίδα θα πιαστώ μία σημαία κατεβαίνει απ’ τον ιστό. Έξω απ’ την πόρτα μας οι ρήτορες σφυρίζουνε και κάτι άσχετοι πλανόδιοι μας βρίζουνε δεν έχω άλλες αντοχές να κρατηθώ πέφτω στης μοίρας τον απύθμενο βυθό. Με κατακλύζουνε προσθέσεις και γινόμενα μας απατούν οι εποχές και τα φαινόμενα το χρήμα έγινε μοντέρνος αυτοκράτορας του εαυτού μας μαστροπός και κλειδοκράτορας. ΚΡΥΦΗ ΕΛΠΙΔΑ Χορεύοντας ξυπόλητος στην άμμο της ερήμου είδα τον ήλιο να περνά και να μου δείχνει τις πληγές τώρα στο σκότος τριγυρνώ και στου καιρού τις αλλαγές και τα ξυράφια της ζωής ματώνουν το κορμί μου. Οι έρωτες ναυάγησαν στα πέλαγα του χρόνου κι η μυρωδιά σου αντηχεί σαν ένα όνειρο θαμπό δε βρίσκω λόγια της ψυχής ούτε κι απόψε να σου πω ψάχνω τα ίχνη σου να βρω στ’ αγκάθια κάποιου δρόμου. Υπόγειοι παράδεισοι και θύτες που σαρκάζουν ανόητοι μικροαστοί πάνω απ’ τα σύννεφα πετούν οι πληρωμένοι αυλικοί την ομορφιά καταπατούν κι οι μηχανές της λογικής τον ύπνο μου ταράζουν. Ανώφελα χαμόγελα που δίνουν υποσχέσεις στα πεζοδρόμια παιδιά που ζητιανεύουν τη χαρά είναι στα δόντια των θεών η αθωότητα βορά φόρα μια μάσκα πονηρή αν θέλεις να αρέσεις. Έχουν αλλάξει οι εποχές, πάρτο χαμπάρι είναι ο κόσμος ένα ατέλειωτο παζάρι, όμως υπάρχει ακόμα μια κρυφή ελπίδα που περπατάει στα βουνά χωρίς πυξίδα, της Ιστορίας τη σκουριά θα ανατρέψει κι όλου του Σύμπαντος τη γλύκα θα αρμέξει. ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ Τώρα που δύσκολα χαράζει δως μου να πιω την τελευταία σου γουλιά απ’ τ’ ουρανού σου τ’ ανοιξιάτικα φιλιά, η μοναξιά μου με τρομάζει. Σ’ αναζητώ στους γαλαξίες και στου απείρου το απόλυτο κενό είναι ο κόσμος ένα έκτρωμα φτηνό που μου ληστεύει τις αξίες. Η λογική μου με δικάζει, τα ξημερώματα τη λύτρωση ζητώ σε άδειους δρόμους λαβωμένος περπατώ και με τρυπάει το αγιάζι. Τον πανικό μου αγναντεύω είναι ο έρωτας παράξενη πληγή ένα αστέρι πολικό με χειρουργεί και στα χαλάσματα χορεύω. Όποιος μονάχος του γυρεύει την αγάπη παραπατά στα οδοφράγματα είναι κλεισμένα τα περάσματα κι όλα τα όνειρα απόμειναν στο ράφι. Η ΜΟΙΡΑΣΙΑ Σύννεφα σκέπασαν τους γκρίζους ουρανούς μου σκόνη στα πεζοδρόμια μέσα στης γης τα υπόγεια παίζει κρυφτό με μιαν αράχνη τώρα ο νους μου. Σύρματα πλέχτηκαν στων άστρων το μανδύα και στην ψυχή καλώδια κλεισμένα τα διόδια, βγάζει χρησμούς σ’ ένα παλάτι η Πυθία. Έρωτες πιάστηκαν στου χρόνου την απόχη ηχήσανε οι σάλπιγγες χαλάσανε οι πλάστιγγες, οι αντοχές μας τώρα γέρνουν σ’ ένα όχι. Άνθρωποι ψάχνουνε αλλού τους παραδείσους σκουριάσανε τα όνειρα πατάω σε λασπόνερα κι εσύ υποκλίνεσαι στο Μήδα και στους Κροίσους. Ποιος πήρε το χαμόγελο μπαίνει η άνοιξη με μαύρη φορεσιά ποτέ δεν ήμουνα καλός στη μοιρασιά, σκοντάφτω σ’ ένα σκόπελο. ΦΕΥΓΩ ΜΟΝΑΧΟΣ Παράξενα φθινόπωρα θροΐζουν στην αυλή μου πέφτω σε ξέρες και γκρεμούς και προσκυνάω τους βωμούς ποιος τη ζωή μας έκλεισε στα βάθη της ερήμου μη με ρωτήσεις να σου πω, είναι αργά για να σωθώ. Άρρωστες λέξεις σεργιανούν σε δρόμους λερωμένους είναι ο έρωτας φωτιά και η ανάγκη μας βαριά ένα τραγούδι σκοτεινό για όλους τους χειμώνες έρχεται νύχτα απ’ τα βουνά και παίρνει σβάρνα τα στενά. Άρνηση τώρα συναντώ και δύσκολους χειμώνες παραπατώ σ’ ένα σκαλί κι η μοίρα με πυροβολεί κατηφορίζω της σιωπής τους άγονους αιώνες έγινε η μέρα ουρλιαχτό και το παράθυρο κλειστό. Μία ανόητη κραυγή με πιάνει απ’ το χέρι οι αναμνήσεις πυρπολούν τις αντοχές και τις πουλούν τα σκλαβοπάζαρα του νου μου δίνουν το μαχαίρι να τεμαχίσω τις στιγμές και τις αρχαίες προτομές. Αυτό που μένει τελικά κανείς δεν το γνωρίζει είμαστε ίσκιοι βιαστικοί κάτω από δυνατή βροχή το πέρασμά μας μια πληγή που ο χρόνος τη θερίζει φεύγω μονάχος κι άντε γεια, μ’ έχουν κυκλώσει τα θεριά. Η ΜΟΝΑΞΙΑ Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε μοναχοί παραπατούν στις χαραυγές και στα χαλάσματα είναι η ανάσα τους μια κρύα προσευχή δεν έχει δρόμους η ζωή τους και περάσματα. Έχουν τη νύχτα για προστάτη κι αρχηγό και το φεγγάρι νικοτίνη κι αποτσίγαρο κάνουν ταξίδια με το νου στην Αμοργό και της Ελένης ψάχνουν να βρουν το αντίβαρο. Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε μοναχοί παίζουν κρυφτό στων αρχαγγέλων τα υπόγεια χωρίς ομπρέλα περπατούν μες στη βροχή και ξεφυλλίζουν τ’ ουρανού τα ημερολόγια. Βγαίνουν αλώβητοι απ’ του χρόνου τη φθορά δεν έχουν κάτι να κερδίσουν ή να χάσουνε γι’ αυτούς ο κόσμος είναι οδύνη και χαρά από μπροστά τους οι θεοί θα προσπεράσουνε. Η μοναξιά δεν έχει νόμους και αρχές είναι μια λέξη απροσάρμοστη και ξένη όταν εκεί ο εαυτός σου σε πηγαίνει δέξου τα δώρα της που μοιάζουν με πληγές. Η ΑΓΑΠΗ Γιατί να είναι η αγάπη μοιρασιά σ’ άλλους να δίνει απλόχερα και σ’ άλλους να μη δίνει κι εγώ που ήθελα της αύρας τη δροσιά πέφτω σ’ ένα πελώριο καμίνι που με πνίγει. Γιατί να είναι η αγάπη ένα σκοινί άλλοι να το ξελύνουνε και άλλους να τους δένει κι εγώ που έψαχνα μια αθώα ηδονή πέφτω μέσα στα κύματα κι ο άνεμος με δέρνει. Γιατί να είναι η αγάπη φυλακή άλλοι ελευθερώθηκαν και άλλοι στο κελί τους κι εγώ που χρόνια αναζητάω μια πηγή καίγομαι μες στων πόλεων τ’ ανέραστο φιλί τους. Γιατί να είναι η αγάπη μια φωτιά άλλοι να είναι η φλόγα της κι άλλοι τ’αποκαΐδια κι εγώ που ήμουνα των δέντρων τα κλαδιά τώρα καταναλώνομαι σ’ ανήθικα παιχνίδια. Είναι η αγάπη μία δύσκολη κραυγή που αντηχάει στου απείρου τα σκοτάδια όποιος την έμαθε στο φως τον οδηγεί όλους τους άλλους τους πετάει στα πηγάδια. ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ Οι πόλεις που σε τριγυρνούν μια μοναξιά σου χορηγούν κι εσύ αλλοτριώνεσαι τη νύχτα και υψώνεσαι. Ο κόσμος που σε προσπερνά τη λογική σου κυβερνά του δίνεις τον ιδρώτα σου είναι σβηστά τα φώτα σου. Οι δρόμοι που παραπατάς είναι παιδιά της ερημιάς γυρίζεις τα χαράματα με δανεικά οράματα. Ο έρωτας που σε νικά είναι γεμάτος φονικά κι εσύ στο περιθώριο ψάχνεις του νου το όριο. Είναι η ζωή μία σταλιά μες στου καιρού την αντηλιά βγες στο μπαλκόνι τ’ ουρανού να δεις το φως του δειλινού. ΜΑΥΡΟ ΤΡΕΝΟ Ακροβατώ σ’ ένα μπουκάλι και στου κόσμου τα καμένα ένα αεράκι μου τρυπάει την ψυχή και με πετάει στο κενό ψάχνω την άνοιξη να βρω και του πλανήτη τον απύθμενο βυθό παραπατώ σε τρικυμίες και στης πόλης την αρένα. Βλέπω μπροστά μου μια φωτιά και της πατρίδας τη σημαία ρίχνω στα έγκατα της γης τον ουρανό και τις πανάρχαιες πληγές είναι το όνειρο βαθύ και με πηγαίνει σε υπόγειες στοές έχω μπροστά μου ποταμό και στο μυαλό μου μια κεραία. Με κυνηγάει ένας βραχνάς την ώρα που σωπαίνω όταν νικάς τον ίσκιο σου σε παίρνει μαύρο τρένο. Ο ΒΡΑΧΟΣ Μένει μια γεύση από κρασί στα άδεια στόματά μας οι ουρανοί είναι μικροί να μας υποδεχτούν μέσα στην άνοιξη σκορπά το άσπρο άρωμά μας κι απ’ την εξέδρα οι σοφοί κέρματα μάς πετούν. Έχει περάσει η ζωή σαν μια οφθαλμαπάτη άθλιες μέρες του σκοινιού μας δείχνουν τη θηλιά είναι αργά για να φανείς κι εγώ γυρεύω κάτι που θα μου δώσει της ζωής την ύστερη γουλιά. Τρένα περνούν και φορτηγά έξω απ’ την αυλή μου μάσκες κραυγάζουν ρυθμικά και μου χαμογελούν άραγε ποια είναι η προσφορά και ποια η συμβολή μου σ’ αυτούς τους άστατους καιρούς που με πυροβολούν. Μ’ ένα τσιγάρο φονικό τη μοίρα μου ξορκίζω άγγελοι σπέρνουνε πληγές και φλέβες πυρκαγιάς δεν έχω κάπου να πιαστώ, το μέλλον συλλαβίζω που το χτυπάει από παντού ο λίβας κι ο βοριάς. Κι εσείς κοιμάστε ευλαβικά, τίποτα δε σας νοιάζει αύριο θα ‘σαστε σκιές αλλά δε σας πειράζει κι εγώ που ήθελα να δω τον κόσμο να αλλάζει παραπατώ στις χαραυγές κι ο βράχος με σκεπάζει. Ο ΧΡΟΝΟΣ Είναι ο χρόνος μία δύσκολη συνήθεια που αλητεύει στης ζωής μας τα σκοτάδια κανείς δεν ξέρει αν είναι ψέμα ή αλήθεια κι εγώ χαράματα μετράω τα σημάδια. Αιώνες φύγανε μ’ ένα σταυρό στην πλάτη άνθρωποι χάθηκαν σε μια στιγμή θριάμβου όλοι οι δρόμοι είναι στρωμένοι με αλάτι ακούω τώρα τον αχό ενός ιάμβου. Είναι ο χρόνος ένα δύσκολο φορτίο που επωμίζονται φτωχοί και μεγιστάνες βγάζω νερό από της λήθης το βυτίο για να ξεπλύνω του μυαλού μου τις αλάνες. Μέρες ξυπόλητες χορεύουν στα αγκάθια πλανήτες άγνωστοι εκπόρθησαν τον ήλιο είναι η μοίρα μας γραμμένη σε φυλλάδια που τα σκορπίσανε στον Τίγρη και στον Νείλο. Τι είναι ο χρόνος, ποιος μπορεί να τον ορίσει ποιος ειμ’ εγώ που του ζητάω εξηγήσεις η παρουσία μας στο άπειρο θα δύσει είναι καιρός τον εαυτό σου ν’ αγαπήσεις. ΣΕ ΓΚΡΙΖΑ ΧΑΡΤΙΑ Παράξενη πόλη, στα πλοκάμια σου γέρνω σπαράζω στη σάρκα σου σαν την αυγή που φέγγει κατάλευκη στα μέσα του Μάη λικνίζοντας χάμω το γυμνό της κορμί. Παράξενος κόσμος κι εγώ το αντίδοτο που βγάζει σε δρόμους της ερημιάς τα όργανα άρχισαν, χορεύουν οι σάλπιγγες κατάδικοι σπάνε τα κελιά της σκλαβιάς. Παράξενη πόλη, δεν ξέρω πού πάω σε πιάνω απ’ τον ώμο κι εσύ με κοιτάς καθώς αφουγκράζομαι τους ήχους της άνοιξης με σπρώχνεις πιο πέρα, στο φως μιας σκιάς. Παράξενος κόσμος, αρκεί ένα φύσημα να δώσει φτερά σ’ αυτούς που πονούν όταν το σούρουπο σκεπάζει τα είδωλα κι οι ρήτορες μόνοι τους ακόμα μιλούν. Τετάρτη σε γνώρισα στης πόλης τα έγκατα ο κόσμος σε κέρδισε κι εγώ τώρα πια αρπάζω τις δύσκολες κι ανέφικτες χίμαιρες ρουφάω το νέκταρ σου σε γκρίζα χαρτιά. ΟΝΕΙΡΟ ΗΣΟΥΝΑ Χάνομαι μέσα στων ματιών σου τους πλανήτες ακροβατώ σε ανθισμένους γαλαξίες μπαίνω χαράματα στις πύλες της σελήνης και μες στο σώμα σου μαθαίνω τις αξίες. Το άγγιγμά σου στον παράδεισο με πάει είσαι ο άνεμος που διώχνει τα σκοτάδια δως μου το χέρι σου να πάμε σ’ άλλα μέρη ν’ απαλλαγώ από του χρόνου τα σημάδια. Άνοιξη μπαίνει στη μικρή την πολιτεία φεύγει ο χειμώνας, μεγαλώνει τώρα η μέρα στην αγκαλιά σου αγναντεύω τους αιθέρες λόγια ηχούνε μες στο διάφανο αέρα. Βγαίνει ο ήλιος και τη λάμψη του χαρίζει είσαι το τέρμα της ζωής και η αρχή της η ομορφιά σου τους αιώνες θα φωτίζει και θα μου δίνει τη δροσιά απ’ την πηγή της. Μέσα σε κώδικες παράξενους σε βρήκα και στης Ελένης τα σκαλιά να τριγυρνάς τα καλντερίμια του Ολύμπου να τρυγάς όνειρο ήσουνα, ποτέ μου δε σε είχα. ΑΤΕΧΝΗ ΩΔΗ Να είσαι η αλήθεια που σκοτώνει γυρνώντας τα χαράματα γυμνή ο βράχος που ποτέ του δε παλιώνει της άβυσσου οι ατέλειωτοι γκρεμοί. Να μένεις σε μια θέση καρφωμένη κοιτώντας τους πλανήτες να περνούν να τρέχεις στις πλατείες ιδρωμένη ζητώντας τις χαρές που δε γερνούν. Να είσαι η φωτιά που δυναμώνει την ώρα που οι ρήτορες μιλούν του τρένου κάποιο αδειανό βαγόνι η γνώση που οι σοφοί πυροβολούν. Να δίνεις τα σημάδια σου στο χρόνο κι ο άνεμος απ’ έξω να φυσά κρατώντας το δισάκι σου στον ώμο να χάνεσαι στου δρόμου τα μισά. Να είσαι το φιλί που ξεμακραίνει καθώς οι ποιητές αυτοκτονούν της Τροίας η πιο όμορφη Ελένη του έρωτα τα λάθη που πονούν. Να κείτεσαι σε σκοτεινά δωμάτια φορώντας κοκαλάκι στα μαλλιά να δένεις την ψυχή σου σε κατάρτια περνώντας τη ζωή σου σε θηλιά. Να είσαι του απείρου το λαμπιόνι ο φόβος που φοβάται να κρυφτεί η αύρα που το σύμπαν χαρακώνει η γεύση, η ακοή και η αφή. Να λύνεις τα αινίγματα του κόσμου τη θάλασσα μονάχη να τρυγάς το άρωμα αποξηραμένου δυόσμου πολίτης στην πατρίδα και φυγάς. Όμως το ξέρεις ότι τίποτα δεν είσαι κι εγώ που νόμιζα πως σ’ είχα ξαναδεί τώρα στις Μούσες πλέκω άτεχνη ωδή, απ’ το τεφτέρι σου το όνομά μου σβήσε. ΑΝΟΙΞΗ ΜΠΑΙΝΕΙ Απόψε θα ‘ρθω να σε βρω χωρίς πυξίδα καταπατώντας κατηφόρες και γκρεμούς θα σ’ αντικρίσω να γυρνάς στους χαλασμούς κι εγώ θα κάνω στην αρχή πως δε σε είδα. Μόλις με δεις θα μου γυρίσεις το κεφάλι και θα μου πεις πως τα σκοτάδια σε νικούν λίγο πιο πέρα οι σειρήνες θα ηχούν κι εγώ θ’ ανοίγω το επόμενο μπουκάλι. Δεν έχει δίχτυα η ζωή για να πιαστούμε μονάχα φόβους κι ένα απύθμενο κενό τώρα τη νύχτα και τα άστρα κυβερνώ έλα ξανά απ’ την αρχή να γνωριστούμε. Είναι ο κόσμος μια μοντέρνα αυταπάτη που με γεμίζει με σημάδια και καπνούς ακροβατώ στης ερημιάς τους κεραυνούς ξάπλωσε δίπλα μου στο ίδιο το κρεβάτι. Άνοιξη μπαίνει με φανφάρες και σημαίες δεν έχω χρόνο, όλα γρήγορα περνούν οι αναμνήσεις με ουίσκι με κερνούν και τα αρώματα του νου με τυραννούν, έχουν σκουριάσει οι αξίες κι οι ιδέες. ΑΦΑΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Οι άσπρες μέρες σαν σκιές περάσανε μια πυρκαγιά μ’ ακολουθεί τα δειλινά έχω μπροστά μου ποταμό κι ένα βραχνά όλου του κόσμου οι χαρές σωπάσανε. Και η μορφή σου στου καιρού τ’ αζήτητα είναι αργά να σ’ αγαπήσω απ’ την αρχή πέφτει μια κρύα κι ανυπόφορη βροχή κι ο χρόνος προσπερνάει με ταχύτητα. Οι ουρανοί την πλάτη μου γυρίσανε παίρνω τους δρόμους και βαδίζω στα τυφλά βλέπω χαράματα τα σύννεφα διπλά και τα αστέρια από ώρα σβήσανε. Και το κορμί σου τριγυρνά αδέσποτο στις ερημιές και στα σκοτάδια τα βαριά έχει σκουριάσει της ζωής η κλειδαριά σ’ αναζητώ στης μοναξιάς το ξέφωτο. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη και με πνίγει η ιστορία μας θα μείνει αφανής σαν τον αχό ανυπεράσπιστης φωνής που σ’ έναν τοίχο σιδερένιο καταλήγει. ΕΦΥΓΕΣ Έφυγες για πάντα απ’ τη ζωή μου τώρα μονάχος τριγυρνώ στις χαραυγές, άφησες μια λάσπη της ερήμου πάνω στο σώμα μου κι αμέτρητες πληγές. Ήσουνα το κρίνο του Απρίλη και του Σεπτέμβρη τ’ αεράκι το ζεστό, σκούριασαν, σφραγίστηκαν τα χείλη και το παράθυρο απόμεινε κλειστό. Έφυγες και σβήσαν τα φεγγάρια ένα σκοτάδι περιφέρεται στη γη, παίζουνε την τύχη μου στα ζάρια αυτοί που σκότωσαν το φως σου μιαν αυγή. Ήσουνα νερό των αρχαγγέλων του παραδείσου η αβάσταχτη ομορφιά, γέμισε με τραύματα το μέλλον και του καιρού με χαρακώνει η ξυραφιά. Όλα τελειώσανε μια μέρα ποτέ δεν έψαξες τα ίχνη μου να βρεις σ’ αναζητώ στους διαδρόμους μιας κραυγής και στις δονήσεις του αέρα. ΚΕΝΟ Δως μου να πιω το φαρμάκι που πλανιέται στη γη είναι ο κόσμος αγκάθι κι η ζωή φονική άγριες νύχτες μ’ αρπάζουν, στον γκρεμό με πετούν τη μοναξιά μου δικάζουν, το κορμί μου τρυπούν. Είναι ο αέρας ξυράφι και το φως μια σταλιά γέμισε η μέρα με πάθη, τώρα είναι αργά να ανατρέψω τη μοίρα, την πνοή σου να βρω περιπολώ στον πυθμένα με σβησμένο φακό. Το παραπέντε ζυγώνει με κραυγές κι ιαχές πάντα θα είσαι το πιόνι σε παρτίδες φτηνές, η λογική με σαρώνει, σ’ άδειους δρόμους πατώ έγινε ο ήλιος αγχόνη και ο ύπνος θεριό. Μ’ ένα τσιγάρο βρεγμένο συλλαβίζω το χθες σ’ ένα υπόγειο μένω που ‘χει πόρτες κλειστές ακροβατώ σ’ έναν ίσκιο, στα σκοτάδια γυρνώ σ’ ένα πελώριο ρίσκο τον εαυτό μου πουλώ. Κι εσύ να λείπεις αιώνες, τη μορφή σου ζητώ σε λεξικά και κανόνες, στου μυαλού το βυθό, έγινες πέτρα και λάσπη, τ’ όνομά σου ξεχνώ η Ιστορία θα γράψει ένα ακόμα κενό. ΑΛΚΟΟΛ Να προσπερνάς κατάλευκη τις πύλες της αβύσσου και το φεγγάρι να σου ραίνει τα μαλλιά την πρώτη μας συνάντηση στο Ζάππειο θυμήσου ήταν βραδάκι Κυριακής και Πρωταπριλιά. Οι χαραυγές σε κέρδισαν κι ο ίσκιος του θανάτου είναι αργά για να σε βρω, έχεις χαθεί ποιος τη ζωή μας έριξε στα βάθη ενός βάλτου και το μικρό κυκλάμινο έχει ηττηθεί. Να ακουμπάς σε φυλλωσιές, σε όνειρα γενναία είναι ο κόσμος μια ολάνοιχτη πληγή έχουν σκουριάσει οι χαρές, της νιότης τα ωραία σ’ ένα παλτό τυλίγομαι, έρχεται βροχή. Μέσα σ’ ένα υπόγειο τις μέρες σου ξοδεύεις κι εγώ στης θύμησης το σπίτι κατοικώ για το μηδέν ολοταχώς μονάχη σου οδεύεις τις αντοχές μου κλείσανε σ’ ένα φορτηγό. Το όνομά σου αντηχεί σε έρημες πλατείες των αρχαγγέλων η πνοή σου λούζει την ψυχή πέφτει βαρύ το σούρουπο πάνω στις πολιτείες και ο καιρός ένα αλκοόλ φτηνό μου χορηγεί. ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ Το σώμα σου ακουμπά σ’ ένα αστέρι και τα μαλλιά σου πλέκει το κενό γίνεται ο κόσμος ένα άσπρο χέρι όταν την ομορφιά σου προσκυνώ. Η άνοιξη σου γνέφει μεθυσμένη και οι πλανήτες παίζουν κρυφτό σ’ ένα στενό η γη σε περιμένει να σου χαρίσει ένα φυλαχτό. Στα μάτια σου χορεύουν οι αιθέρες κι ο χρόνος έχει αλλάξει γειτονιά η λάμψη σου μου διώχνει τις φοβέρες καράβια ξεκινούν για τα νησιά. Η νύχτα σου χαϊδεύει τις στιγμές σου κι ο ύπνος σε κοιμίζει με φιλιά αγγέλοι ξεδιψάνε στις πηγές σου και στήνουν συναυλία τα πουλιά. Κι εγώ που ήθελα να σ’ αγκαλιάσω έχω ξεμείνει πάλι στη στεριά το πέλαγο αγναντεύω από μακριά, τον εαυτό μου απόψε θα δικάσω. Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ Λούζει στην άβυσσο η κυρά τα ξέλυτα μαλλιά της ο ουρανός τη λαχταρά κι ο ήλιος τη ζητάει κι εγώ που είδα τ’ ακριβό κατάλευκο κορμί της τώρα μονάχος τριγυρνώ στα βάθη της ερήμου. Μέσα στο άπειρο σκορπά το πορφυρό φιλί της οι γαλαξίες προσκυνούν και τρέμουν τα ερέβη κι εγώ που πρόλαβα το φως της σάρκας της να πιάσω τώρα στης γης τους χαλασμούς ξοδεύομαι τα βράδια. Η ομορφιά είναι μικρή στο σύμπαν να χωρέσει μα η δική σου ομορφιά τα σκότη ανατρέπει. Είναι ο χρόνος βιαστικός κι αλώνει τις ζωές μας μα στων ματιών σου την πηγή ο χρόνος ξεδιψάει. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ Πού ‘ναι τα μάτια σου απόψε που πεθαίνω σ’ αναζητώ σ’ ένα δωμάτιο μεθυσμένο, το άρωμά σου χαρακώνει τη σελήνη παραπατώ στης μοναξιάς μου το καμίνι. Πού ‘ναι τα χείλη σου απόψε που νομίζω πως ακουμπάω στης απόγνωσης το γκρίζο, η ομορφιά σου ζωγραφίζει τους πλανήτες κι εγώ μιλώ με τ’ ουρανού τους ερημίτες. Πού ‘ναι το σώμα σου απόψε που σωπαίνω μία σου λέξη να μου δώσεις περιμένω, το άγγιγμά σου αναταράζει τους αιθέρες πέφτω ξανά σε παραισθήσεις και φοβέρες, Πού ‘ναι η ανάσα σου απόψε που γυρίζω στη φυλακή μου και τον κόσμο δεν ορίζω, η μυρωδιά σου ανατρέπει τα σκοτάδια κι εγώ της μοίρας μου μετράω τα σημάδια. Όλα σε ψάχνουν και εσύ τα αποφεύγεις παίζεις κρυφτό με της ζωής μου τα συντρίμμια της λογικής μου κυνηγάω τα αγρίμια, από την πίσω πόρτα έρχεσαι και φεύγεις. ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ Ο ΔΡΟΜΟΣ Χρόνια νωχελικά και ασπιρίνες κυκλοφορώ μες στου μυαλού μου το βυθό βλέπω τον ήλιο πίσω από ζελατίνες με κυνηγάνε του απείρου οι Σειρήνες, μες στην ομίχλη του αιώνα θα χαθώ. Λόγια υστερικά και παραισθήσεις βγαίνω σεργιάνι στης ζωής μου τα στενά αυτά που ήθελες ποτέ δε θ’ αποκτήσεις είναι καιρός τη μοναξιά να συνηθίσεις, βάρβαροι έρχονται γυμνοί απ’ τα βουνά. Μάτια πάντα κλειστά με ταξιδεύουν στου εαυτού μου το απύθμενο κενό μέσα στα πάρκα οι αγύρτες ρητορεύουν την ομορφιά σου να πουλήσουν παζαρεύουν, ένα αστέρι πέφτει απ’ τον ουρανό. Τρένα που ξεκινούν γι’ άλλη πατρίδα τα όνειρά σου ραγισμένα στο σταθμό τώρα χαράματα γυρνάς χωρίς πυξίδα ακροβατείς σε μια πανάρχαια σανίδα, ο κόσμος άλλαξε οδό και αριθμό. Ήρθα μονάχος στη ζωή και φεύγω μόνος όλα τελειώνουν ξαφνικά ένα πρωί έχω στη μνήμη συνεχή διαρροή είναι ατέλειωτος του χωρισμού ο δρόμος. ΧΩΡΙΣ ΦΑΚΟ Φεύγουν οι ώρες κι εγώ γυρίζω στο δωμάτιο μοναχός με κυνηγάει του απείρου ο αχός, έρχονται μπόρες. Φεύγουν τα χρόνια δεν έχω κάπου να πιαστώ, είναι αργά έξω απ’ το σπίτι μου περνάνε φορτηγά, έρχονται χιόνια. Φεύγουν οι μέρες ένα αγκάθι μου τρυπάει το κορμί βλέπω μπροστά μου μιαν αρχαία προτομή, πέφτω σε ξέρες. Φεύγουν οι μήνες ένα αστέρι σκοτεινό με οδηγεί από καιρό ο ουρανός αιμορραγεί, πέφτω σε δίνες. Είναι ο κόσμος μια ουλή σε σώμα γερασμένο έχει σκουριάσει το φιλί, τίποτα δε προσμένω μη με ρωτήσεις να σου πω το αύριο τι θα φέρει περιπολώ χωρίς φακό στα ίδια πάντα μέρη. ΜΕ ΜΕΛΑΝΙ Έφυγες βράδυ Κυριακής ανώφελα χαμόγελα τώρα με ακουμπάνε μέσα στον ήχο μιας κραυγής γυρεύω την ανάσα σου κι οι ώρες με νικάνε. Όλα είναι ζήτημα τιμής μου έλεγες τη μέρα που σε έπιασα απ’ το χέρι μα η φωτιά της παρακμής σου κάρφωσε πισώπλατα της μοίρας το μαχαίρι. Έφυγες κι άφησες σιωπή τα όνειρα τυλίχτηκαν με κάτασπρο σεντόνι στάζει νερό η οροφή ανόητοι αυτοκράτορες αλώσαν την οθόνη. Όλα αλλάζουνε τροχιά τα λόγια σου βυθίστηκαν στης νύχτας το πηγάδι φεύγω μονάχος κι άντε γεια ποτέ δεν ακολούθησα του κόσμου το κοπάδι. Μπαίνουνε τα χαράματα τα πλοία στο λιμάνι κι εσύ κοιμάσαι τώρα αλλού, πίσω από κρύσταλλα γυαλιού προβάλλει ο ορίζοντας βαμμένος με μελάνι. ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟ Η απουσία σου τραντάζει τους αιθέρες Σάββατο βράδυ οι βιτρίνες με κοιτάζουν κρύα χαμόγελα λογχίζουνε τις μέρες οι ουρανοί την ησυχία μου ταράζουν. Φεύγει ο χρόνος με ταχύτητα μεγάλη βγαίνω περίπατο στου κόσμου τα καμένα τη λογική μου στης αγρύπνιας το μπουκάλι κλείνω χαράματα καθώς θυμάμαι εσένα. Στις συνοικίες της βροχής σ’ είχα γνωρίσει μάγοι ξενόφερτοι το αύριο πουλάνε είναι ο έρωτας ξενέρωτο μεθύσι έξω απ’ την πόρτα μου οι ρήτορες περνάνε. Ώρες βαριές που ξεψυχάνε στα ρολόγια ένα σκυλί κάτω απ’ τη γέφυρα γαβγίζει σύννεφα αδέσποτα κατάντησαν τα λόγια την ομορφιά σου τώρα ποιος την ατενίζει. Πλοία σφυρίζουνε, τουρίστες στο λιμάνι για Άγιο Κήρυκο, Καρλόβασι, Βαθύ αλλά εσύ από καιρό έχεις χαθεί ένα παράπονο αλλόκοτο με πιάνει. ΟΙ ΜΟΥΣΕΣ Μπήκε η άνοιξη νωρίς, κάτι με πνίγει ασθενοφόρα την αγρύπνια μου χαλάνε βγαίνω ξανά στου ουρανού σου το κυνήγι μάγοι με δώρα τη σελήνη ξεπουλάνε. Κρύα χαμόγελα χορεύουν τσιφτετέλι πάνω σε κράσπεδα υγρά και λερωμένα ποτέ δεν πλήρωσα του έρωτα τα τέλη άστρα ξεπέφτουνε στη γη μαχαιρωμένα. Παίρνω τους δρόμους, την ανάσα σου γυρεύω μία νταλίκα το ξημέρωμα πατάει από καιρό σ’ αυτό τον κόσμο περισσεύω ένας αλήτης βιαστικά με χαιρετάει. Γκρίζες φιγούρες στο σκοτάδι αργοσαλεύουν είναι η νύχτα ένα δύσκολο φορτίο οι ενοχές μου να ξεφύγουνε παλεύουν απ’ της ζωής το ματωμένο ενυδρείο. Σάρκες φτηνές την ηδονή τους μου δωρίζουν ποτέ δεν ήμουνα αυτός που αναζητούσες οι εποχές με κυνηγούν και μ’ αφορίζουν άλλους θεούς υπηρετούνε τώρα οι Μούσες. ΦΑΡΜΑΚΙ Στα μάτια σου κυλούσε η βροχή τώρα η άβυσσος ορμάει με μανία του ουρανού την ξαστεριά να καταπιεί, πάντα θα είμαι στη γωνία. Τα όνειρα κοιμούνται σε σταθμούς μία οδύνη τους πλανήτες κυριεύει παραπατάω στου μυαλού μου τους γκρεμούς, ένας πλανόδιος ρητορεύει. Πισώπλατα μου δίνουν μαχαιριά της μοναξιάς μου τα ατίθασα σκοτάδια έξω απ’ το σπίτι μου τα σύννεφα βαριά, έχω της μοίρας τα σημάδια. Ανόητες αγάπες προσπερνούν χώρες παράξενες γεννιούνται σε μια μέρα πρόσφυγες έγχρωμοι στο δρόμο τραγουδούν, με κυριεύει μια φοβέρα. Όλα αλλάξανε κι εσύ είσαι αλλού πίσω από κρύσταλλα, γυαλιά και λαμαρίνες έχω να δω την ομορφιά σου δύο μήνες στάζουν φαρμάκι τα κλαδιά του δειλινού. ΒΕΡΕΝΙΚΗ Με ταξιδεύεις στ’ ουρανού τα πλάτη της μοναξιάς μου σπάω τη θηλιά είσαι του κόσμου το γλυκό αλάτι κι εγώ τη γη κοιτώ χωρίς μιλιά να κολυμπά σε μια σκληρή οφθαλμαπάτη. Στάζουν τα χρόνια σαν παλιό δοχείο το καρναβάλι άρχισε ξανά σε γκρεμισμένο ζω ξενοδοχείο μα η μορφή σου τ’ άπειρο νικά της Ιστορίας απαρνιέται το σφαγείο. Τρένα περνάνε έξω απ’ την αυλή μου στον κάτω κόσμο δίνω μια σπρωξιά σ’ αναζητώ στα βάθη της ερήμου στου Ιονίου σε βρίσκω τα νησιά μέσα σ’ αρχαίους ατραπούς ηχεί η φωνή μου. Έρχονται μάγοι τώρα απ’ τη Δύση με λεγεώνες, δώρα κι αριθμούς το δυνατό τους φως θα σε λογχίσει θα κάψει δάση, μαντεία και βωμούς μα απ’ τις στάχτες σου το αύριο θ’ ανθίσει. Πριν πέντε χρόνια σ’ είχα δει στη Σαλονίκη σ’ ένα παζάρι το κορμί σου να πουλάς κι εγώ στην Αττική γυρνώ με δεκανίκι ψάχνοντας να βρω το νερό της λησμονιάς, Άννα σε λέγανε, θαρρώ, ή Βερενίκη. ΝΟΕΜΒΡΗΣ Έχει νυχτώσει από ώρα στην Αθήνα γκρίζες φιγούρες στη Σταδίου και στη Σίνα μες στου Νοέμβρη τις γωνίες σε γυρεύω, τα αυτοκίνητα μου δίνουν τη σκουριά τους ρίχνουν στο δρόμο την ανία τη βαριά τους κι εγώ στον κόσμο αυτό από χρόνια περισσεύω. Οι ουρανοί στάζουν φαρμάκι και μελάνι είναι το όνειρό μικρό και δε μου φτάνει κρύβομαι μέσα σ’ ακατοίκητες ημέρες, η ομορφιά σου εξαντλήθηκε και πάει σ’ αρχαίες πόλεις το κορμί της ξεπουλάει απ’ το λιμάνι ξεκινάνε οι γαλέρες. Ρίχνω το βλέμμα μου στης μνήμης τα καμένα άδεια βαγόνια από χαλασμένα τρένα μες σε σταθμούς τις απουσίες τους μετράνε, βάρβαροι βγαίνουν απ’ τις πύλες της αβύσσου το τελευταίο μας απόγευμα θυμήσου τώρα τα λόγια στη φωνή μου δε χωράνε. Άστεγα σύννεφα στο σύμπαν αιωρούνται οι αναμνήσεις μου τον ίσκιο τους φοβούνται παραπατώ στων οριζόντων τα σκοτάδια, φώτα χλωμά περιπολούν χωρίς φανάρι στης Ιστορίας το απύθμενο πιθάρι έχω στο μέτωπο της μοίρας τα σημάδια. Χώρες που σβήστηκαν για πάντα από το χάρτη τη μοναξιά μου στη χαρίζω τώρα, πάρτη κάθε χαράματα ραγίζει το φεγγάρι φεύγουν για Λήμνο οι καινούργιοι οι φαντάροι. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΟΝΟΙ Η άνοιξη σού χάιδεψε γλυκά το πρόσωπό σου και τις βλεφαρίδες και σκόρπισε σε πέλαγα βαθιά του έρωτα τις πρόωρες ρυτίδες. Τα μάτια σου φωτίζει η δροσιά οι κήποι σού δωρίζουν τ’ άρωμά τους μια χάντρα στο λαιμό σου θαλασσιά ξορκίζει τους πανάρχαιους θανάτους. Σε είδα στην αυλή μου να περνάς ντυμένη με κατάλευκο μανδύα τα πλάτη τ’ ουρανού να κυβερνάς να ψάχνεις της ζωής σου την αιτία. Καβάλα σε αέρα φτερωτό στου σύμπαντος τη γη να ταξιδεύεις κι εγώ όλα τ’ αστέρια να ρωτώ πού τάχα το κορμί σου το ξοδεύεις. Προσπέρασες χωρίς να πεις μιλιά κρατώντας μια πυξίδα στη μασχάλη μου πέρασες στο σώμα μια θηλιά και την ψυχή μου σ’ αδειανό μπουκάλι. Χαράματα γυρεύω να σε βρω σε δρόμους σκοτεινούς και σε πλατείες στου χρόνου επιπλέω τον αφρό σε άστεγες κοιμάμαι πολιτείες. Άνθρωποι μόνοι τριγυρίζουν, την αγάπη ζητούν μα οι καιροί είναι σκληροί και οργισμένοι τον εαυτό τους που γερνάει κάθε μέρα κοιτούν πες μου στο τέλος ποιος νικά και ποιος πεθαίνει. ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ Πόρτες, παράθυρα κλειστά και σφαλισμένα λάσπες στους δρόμους, στης Αθήνας τις πλατείες ψάχνω να βρω της μοναξιάς μου τις αιτίες, πλοία στον πάτο του βυθού ναυαγισμένα. Πόλεις που χάθηκαν στο πλήρωμα του χρόνου άσωτοι άγγελοι μοιράζουν υποσχέσεις βάλε μια μάσκα πονηρή για να αρέσεις, θύτες αμήχανοι στο τέλος κάποιου φόνου. Βάρβαροι άλωσαν τις πύλες της σελήνης λόγια μετέωρα στο σύμπαν αιωρούνται οι αναμνήσεις σου σε προσφορά πουλιούνται, ίχνη χαμένα στα στενά της Σαντορίνης. Φώτα περίεργα τυφλώσαν τα σκοτάδια έχει αρχίσει από ώρα να χιονίζει σ’ αυτό τον κόσμο την αγάπη ποιος ορίζει κι εγώ στο σώμα μου κοιτάω τα σημάδια. Νίκες και ήττες μόνο για τους κερδισμένους αυτό που μένει είναι μια οφθαλμαπάτη όνειρα γκρίζα κλειδωμένα στο ντουλάπι, ακροβατώ πάνω σε φάρους χαλασμένους. ΑΠΟΥΣΙΕΣ Ανάπηρα χαμόγελα την άνοιξη ιππεύουν ρίχνω το βλέμμα μου στη γη κι η ερημιά της με νικά τώρα ο χρόνος προσπερνά και μου γυρεύει δανεικά κάτι πλανόδιοι μουσικοί μονάχοι τους χορεύουν. Οι έρωτες κατάντησαν μια δύσκολη συνήθεια την ομορφιά σου αναζητώ στα σταυροδρόμια του μυαλού φεύγουν οι ώρες σαν θεριά κι εγώ πορεύομαι γι’ αλλού στην πόρτα μου στοιβάζονται της μνήμης τα σκουπίδια. Χαμένα απογεύματα στης πόλης την ανία κάτι φαντάροι βιαστικοί ψάχνουν μια εφήμερη ηδονή όλες οι λέξεις μου κοινές, έχει πετρώσει η φωνή στριμώχτηκαν τα βήματα στην νύχτας τη γωνία. Του κόσμου τα περάσματα κλεισμένα σε ντουλάπι παραπατώ σ’ ένα σκαλί και στης ψυχής μου το βυθό βγαίνω χαράματα γυμνός μέσα στο σύμπαν να κρυφτώ της νιότης μου τα όνειρα απόμειναν στο ράφι. Τα μάτια σου θυμάμαι να μου γνέφουν ένα ζεστό πρωί, κάποιας Πρωτομαγιάς τώρα η όψη σου σκληρή, κατάντησε σουγιάς κι οι απουσίες τη ζωή μου καταστρέφουν. ΟΛΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝΕ Τα όνειρά μου στο παζάρι ξεπουλώ μονάχος μου γυρίζω είναι αργά για να σωθώ απ’ τον καιρό τη μνήμη μου ξορκίζω. Καραδοκούν οι μεγιστάνες κι οι σοφοί τη μέρα μου ν’ αρπάξουν έχω στο νου μου σφηνωμένο ένα καρφί οι μπόρες θα με κάψουν. Διαδρομές που καταλήγουν στο κενό ανέραστοι χειμώνες του εαυτού μου τις αλήθειες προσκυνώ τους έρημους αιώνες. Λόγια αταίριαστα σε στόματα γυμνά γεμίζουν τις οθόνες άσωτοι άγγελοι που στάζουνε φωτιά γκρεμίζουν τους κανόνες. Όλα αλλάζουνε, τελειώσαν οι χαρές κρύφτηκε το φεγγάρι κι εγώ που ήθελα να ζήσω δυο φορές κόλλησα στο φανάρι. Σ’ ΑΝΑΖΗΤΩ Σ’ αναζητώ σ’ ένα πακέτο από τσιγάρα πεταμένα στα Σαββατόβραδα που μοιάζουν πεθαμένα στης λογικής μου τον ατέλειωτο βυθό. Σ’ αναζητώ σε παραισθήσεις και σε όνειρα λιωμένα στης μοναξιάς μου την υπόγεια αρένα σ’ όλες τοις λέξεις που φωνάζουν «σ’ αγαπώ». Σ’ αναζητώ στου αλκοόλ το τελευταίο το μπουκάλι μες στης ζωής μου τη σκουριά και την κραιπάλη σ’ ένα τραγούδι ξεχασμένο και παλιό. Σ’ αναζητώ στις λεωφόρους που σαρώνουνε τη μέρα σε μια κραυγή που διασχίζει τον αέρα μέσα στου σύμπαντος το φως το σκοτεινό. Σ’ αναζητώ στα θερινά τα σινεμά και τις πλατείες στου εαυτού μου τις μεγάλες αλητείες σ’ ένα παγκάκι σ’ έναν έρημο σταθμό. Σ’ αναζητώ στις φωσφορίζουσες ιδέες και στις πλάνες στου ανατέλλοντος ηλίου τις αλάνες στου παραδείσου το κατάλευκο κενό. Δεν είσαι πουθενά δε θα γυρίσεις να με βρεις ποτέ ξανά το σώμα σου ζητώ σ’ ένα δωμάτιο που γέμισε καπνό. ΣΕ ΑΡΧΑΙΕΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ Απ’ το λιμάνι ξεκινούν τα τελευταία πλοία Σέριφο, Σίφνο, Αμοργό, τη μοναξιά μου χειρουργώ άδειασε η πόλη και εγώ σκυμμένος σε βιβλία διεκδικώ κάποια χαρά μέσα σου χρόνου τη φθορά. Φώτα περίεργα τρυπούν τ’ Αυγούστου τα φεγγάρια ρίχνω το βλέμμα μου στη γη, με ξεκουφαίνει μια κραυγή τις αντοχές μας οι σοφοί τις παίξανε στα ζάρια έχει παγώσει το φιλί, κάπου γαβγίζει ένα σκυλί. Έρημοι δρόμοι με κοιτούν, με πιάνουν απ’ το χέρι Σίνα, Σταδίου, Πειραιώς, πέφτω στα δίχτυα του πυρός ένας βραχνάς μ’ ακολουθεί κι αυτό το καλοκαίρι κι εσύ να λείπεις μακριά, είναι τα όνειρα βαριά. Είναι η θύμηση φωτιά κι ο έρωτας ξυράφι τρέχω στο σπίτι να κρυφτώ από τον άλλο μου εαυτό και του κορμιού σου οι γραμμές τυλίχτηκαν στο θειάφι είναι αργά για να φανείς, είμαι κομπάρσος της σκηνής. Η νύχτα κατεβαίνει απ’ το δάσος της Πεντέλης σαρώνει αποβάθρες, λεωφόρους και πλατείες κι εσύ σε άλλους κόσμους και αστέρια ανατέλλεις τα ίχνη σου γυρεύω σε αρχαίες τραγωδίες. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Οι δρόμοι της νύχτας σε πήρανε τώρα μονάχος μου γυρίζω σ’ ένα τσίρκο οι μέρες που ήθελες φύγανε ακροβατώ στης αφροσύνης μου το ρίσκο. Τα λόγια που μου ‘λεγες τέλειωσαν μία οδύνη περιφέρεται στην πόλη οι φόβοι του κόσμου σε άρπαξαν είναι σκληρό της μοναξιάς μου το σεντόνι. Οι χώρες που λάτρευες σβήστηκαν έχουν αλλάξει τα τοπία και οι χάρτες τα ίχνη σου τώρα πια χάθηκαν τις αντοχές μου στις χαρίζω όλες, πάρτες. Τα μάτια σου άλλους κοιτάζουνε ένα ανίκητο κοπάδι με σαρώνει αγύρτες το σύμπαν σου τάζουνε ένας βοριάς την ησυχία μου σκοτώνει. Το μέλλον σκυμμένο πορεύεται στης Ιστορίας τα αλώβητα σοκάκια του πόνου το άρωμα γεύεται παίρνουν φωτιά των τραγουδιών μου τα στιχάκια. ΤΟ ΧΡΕΟΣ Άλλαξαν όλα, μια ομίχλη με τυφλώνει κρύος αέρας το κορμί μου μεταφέρει έχει αρχίσει το φυτίλι να τελειώνει το μέλλον γράφεται σε γυάλινο τεφτέρι είμ’ ο χαμένος σε παρτίδα δίχως πιόνι. Έφυγες βράδυ, τώρα δύσκολα χαράζει είναι ο έρωτας σκληρή οφθαλμαπάτη η απουσία σου το άπειρο τραντάζει και πριονίζει τ’ αδειανό μου το κρεβάτι έχω πιαστεί στης μοναξιάς μου το γρανάζι. Άλλαξαν όλα, η αγρύπνια με σαρώνει ο ουρανός ακροβατεί σ’ ένα σανίδι σ’ αυτό τον κόσμο ποιος πουλά και ποιος πληρώνει το παρελθόν μου με ξυρίζει σαν λεπίδι ένας ατίθασος βαρδάρης με κυκλώνει. Έφυγες βράδυ, δε μου είπες ούτε αντίο το άρωμά σου αναζητώ στους γαλαξίες είναι βαρύ της πολιτείας το φορτίο έχουν ξεφτίσει οι Ιδέες κι οι αξίες στάζει φωτιά από της μνήμης το βυτίο. Παίρνω τους δρόμους, απ’ την πόρτα σου περνάω είναι αργά, εδώ κανείς τώρα δε μένει πάνω σε πέτρες και σε χώματα πατάω έγινε η μέρα ακατοίκητη και ξένη κι εγώ ακόμη το ενοίκιο της χρωστάω. ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ Περίσσεψαν τα σίδερα, αγύρτες και ρουφιάνοι μου φόρεσαν χαράματα αγκάθινο στεφάνι. Τα φώτα σκοτεινιάσανε, ο ήλιος τώρα σβήνει της νιότης μου η θάλασσα κάηκε στο καμίνι. Υπόγεια δωμάτια προβάλλουν στη ζωή μου παρείσακτα φθινόπωρα στα βάθη της ερήμου. Οι πόλεις σ’ άδεια γήπεδα χορεύουν κάθε βράδυ έρωτες και χαμόγελα πνίγηκαν στο πηγάδι. Καράβια που σφυρίζουνε μπαίνουνε στο λιμάνι τη μνήμη μου λογχίζουνε κι ο ύπνος δε με πιάνει. Του φόβου μου τα έγκατα θερίζουν τα ξυράφια ποιος το κορμί μου έριξε σ’ απάτητα χωράφια. Ο χρόνος με προσπέρασε γυρνώντας το κεφάλι κι εγώ τα ξημερώματα ανοίγω ένα μπουκάλι. Αιώνες προσπεράσανε έξω απ’ την αυλή μου οι βάρβαροι αλώσανε τη γη και το φιλί μου. Στον κόσμο αυτό γεννήθηκα μ’ ένα βραχνά στην πλάτη υπόδικοι, κατάδικοι μου κλείσανε το μάτι. Τώρα στο περιθώριο πατώ της Ιστορίας τα ίχνη μου γυρεύοντας στα άκρα μιας πορείας. ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ Τα λόγια σου θυμάμαι τα χαράματα στους δρόμους ξενυχτάνε οι αλήτες είναι τα σύνορα κλειστά και τα φανάρια σου σβηστά, κολλήσανε οι δείχτες τελειώσανε τα θαύματα. Χαμένος στου μυαλού μου τα υπόγεια την άνοιξη κοιτάω που περνάει δεν έχω άλλες αντοχές, μ’ ακολουθούν οι πυρκαγιές, ο φόβος με νικάει με δένει με καλώδια. Τα μάτια σου γκρεμίζουν οδοφράγματα τη λάμψη τους δανείζουν στα φεγγάρια πες μου πού να ‘σαι τώρα πια, κωπηλατείς χωρίς κουπιά, σε παίξανε στα ζάρια γέμισε η μέρα τραύματα. Το μέλλον κατοικεί πίσω από σύρματα γαλέρες ξεκινούν απ’ το λιμάνι έχει αλλάξει ο καιρός, με σταματά ένας φρουρός, ζωή που ‘χει πεθάνει τις νύχτες μες στα ποιήματα. Κι εγώ που νόμιζα πως ήξερα ποιος είμαι τώρα γυρνάω στα χαλάσματα δεν έχει άλλα περάσματα, την ομορφιά σου αναζητώ μες στου ποτού μου το βυθό και σε φθαρμένα άσματα. ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΙΚΕ Κόσμος παράξενος κι η γη μια σταλιά ειμ’ ένα τίποτα κι εσύ μια σκιά φεύγουν καράβια, η σιωπή με νικά είναι ο έρωτας μια λέξη παλιά. Έξω στην πόλη μια οσμή πανικού άστρα σαλπάρουν για τα βάθη του νου πέρασε ο χρόνος σαν πουλί βιαστικό άφησε άβυσσο και ένα λυγμό. Λόγια χορεύουνε στον ίδιο ρυθμό πέφτει το σούρουπο, δεν είσαι εδώ μάγοι με δώρα τη ζωή μου τρυγούν άδεια βαγόνια το πρωί ξεψυχούν. Άστεγα όνειρα στις πιάτσες γυρνούν ώρες αδέσποτες στους δείχτες κολλούν μπαίνει η άνοιξη κι εγώ στη βροχή πνίγω της νιότης μου την άσπρη πηγή. Ό, τι κι αν πω, δε με ακούς τώρα πια άγριος άνεμος τη στέγη χτυπά ό, τι κι αν πω είναι παιχνίδι σικέ δρόμοι παράλληλοι δε σμίγουν ποτέ. ΑΝΤΕΝΕΣ Είμαι ένα κύμβαλο του κόσμου αλαλάζον που αντηχεί μες στα σκοτάδια του μυαλού κάθε μεσάνυχτα τα σύνορα αλλάζουν τώρα οι μνήμες της ζωής μου με δικάζουν δεν εισ’ εδώ, από καιρό είσαι αλλού. Είσαι της μοίρας η σκουριά και το σαράκι πού το κορμί σου το ξοδεύεις βιαστικά ειν’ ένα ψέμα το ταξίδι στην Ιθάκη παίρνω τους δρόμους μ’ ένα αδειανό δισάκι πες μου το τέρμα πού μας βγάζει τελικά. Είμαι μια άναρχη κραυγή που δεν ορίζω παραπατώ στου ουρανού σου το βυθό τον εαυτό μου και τον ήλιο πριονίζω όλα τα λάθη μου σε σένα τα χαρίζω την πυρκαγιά της άρνησής σου ακολουθώ. Εισ’ ένα δύσκολο φορτίο που λιμνάζει μέσα σε βάλτους και σ’ απόνερα θολά η λογική μου κάθε μέρα με τρομάζει τώρα που δύσκολα η άνοιξη χαράζει τα όνειρά μου ποιος στην άβυσσο πουλά. Είμαστε χνάρια του αέρα και αντένες που συλλαμβάνουν μόνο σήματα νεκρά μέσα σε πόλεις τριγυρνάμε τώρα ξένες όλες οι πόρτες που χτυπάμε κλειδωμένες και τα τραγούδια μας κι αυτά είναι μικρά. ΣΑΛΤΟ Πέρασ’ ο χρόνος και δεν ξέρω πού να πάω είναι ο κόσμος ένα δύσκολο θεριό τον εαυτό μου και τη μοίρα αγαπάω έχει στερέψει της αγάπης το νερό. Περιπολώ μες στου μυαλού μου τα σκοτάδια ακροβατώ σ’ έναν αρχαίο χαλασμό ειν’ ανυπόφορα της άνοιξης τα βράδια πέφτω ξανά σ’ έναν απύθμενο γκρεμό. Της μοναξιάς μου το ξυράφι με θερίζει βγαίνουν στους δρόμους οι σοφοί κι οι νικητές τα όνειρά μου ποιο σαράκι τα ορίζει χειροκροτούν απ’ την εξέδρα οι θεατές. Όλα τα λόγια που σου έλεγα θυμάμαι είναι αργά για να φανείς, έχω χαθεί τώρα απ’ τον ίσκιο μου να κρατηθώ φοβάμαι αυτό το έργο το ‘χω πάλι ξαναδεί. Κι όλοι οι ρήτορες κρεμνιούνται στα μπαλκόνια έχουν γεράσει μες στα πάρκα οι προτομές ειν’ ένα σάλτο η ζωή χωρίς κορδόνια γέμισε η πόλη με πολύχρωμα μπαλόνια κι εγώ μετράω του αιώνα τις στιγμές. ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΣ Βρέχει στου κόσμου τις γωνιές ο αέρας σβήνει κάπου ακούγονται πενιές πες μου τι θα μείνει. Είναι ο έρωτας φωτιά κι η ανάσα χιόνι σημαδεμένα τα χαρτιά πάντα ήμουν πιόνι. Όλα τα λάθη με νικούν το κορμί μου λιώνει τα όνειρά μου ναυαγούν ο άνεμος σαρώνει. Οι εποχές με προσπερνούν δεν υπάρχουν λόγια οι αναμνήσεις μου γερνούν μέσα σε υπόγεια. Ποιος ξέρει τώρα πού γυρνάς ποιος σε νανουρίζει μ’ έχει τυλίξει ένας βραχνάς ποιος θεός ορίζει. ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Παραμονές της άνοιξης γαλέρες ξεκινάνε για τα λιμάνια του χαμού και τους γκρεμούς της γης μάγοι, αγύρτες του καιρού τη σκόνη προσκυνάνε ξύνω το τραύμα της παλιάς, πανάρχαιας πληγής. Τα τελευταία λόγια σου στο σύμπαν αιωρούνται παίζουν κρυφτό στις γειτονιές οι αργυραμοιβοί κάτω απ’ τη στέγη μου παιδιά ανάπηρα κοιμούνται του κόσμου το στερέωμα γυρεύει να σε βρει. Περάσαν χρόνια δίσεκτα, αιώνες φοβισμένοι προστάτες δυναστεύουνε το φως του ουρανού σκουριά, φωτιά και σίδερο είναι αυτό που μένει και ένα σύννεφο καπνού στα έγκατα του νου. Χορεύουνε τα κύματα στα πέλαγα της νύχτας φεγγάρια ανεμίζουνε στου σκότους το βυθό τη μοίρα σου απόθεσες στο ναι μιας χαρτορίχτρας κι εγώ στην υψικάμινο το μέλλον μου πετώ. Ποιος τη ζωή μας έριξε στα βάθη της αβύσσου τον ύπνο μας ποιος έντυσε με πέπλα πανικού εκείνο το απόγευμα στη Σέριφο θυμήσου οι θύτες κι οι υπόδικοι συνέχεια νικούν. ΑΓΓΑΡΕΙΑ Βρεθήκαμε μονάχοι μας στου κόσμου τη βουή κανένας δε μας ρώτησε πού πάμε ξοδέψαμε το σώμα μας στης νύχτας τη ροή σε λάσπες και σε βάλτους προχωράμε. Τη μοίρα αντικρίσαμε που έπαιζε κρυφτό σε υπόγεια στενά και σκονισμένα τον ήλιο να αγγίξουμε δεν ήτανε γραφτό και μείναμε με χέρια μουδιασμένα. Η άνοιξη προσπέρασε κρατώντας ζυγαριά το μοίρασμα δεν ήτανε τυχαίο στ’ αζήτητα μας πέταξε και στον τρελό βοριά τα ίχνη μας χαθήκαν σε τροχαίο. Οι ρήτορες ακόμα στα μπαλκόνια ακροβατούν αγύρτες την ανάσα μας πουλάνε θεοί μασκαρεμένοι σε σαλόνια περπατούν κι οι έρωτες γυμνοί παραμιλάνε. Αλλάξανε ονόματα των δρόμων οι οδοί περίπτερα κλειστά και καφενεία στο πάρκο ζητιανεύει απ’ το πρωί ένα παιδί το γέλιο μας το ρίξαν στη γωνία. Στα γήπεδα τα πλήθη αλαλάζουν με ρυθμό ανάπηρες ιδέες προσκυνάνε κι εμείς τα ξημερώματα γυρνάμε στο σταθμό ξορκίζοντας τις μνήμες που πονάνε. Το άστρο μας ανέτειλε και έδυσε νωρίς ήταν μια πληρωμένη αγγαρεία μαζεύω τα μπαγάζια μου και να με συγχωρείς δε φταίω εγώ, μονάχα η Ιστορία. ΤΟ ΛΕΠΙΔΙ Σαράντα χρόνια μοναξιάς κύλησε γρήγορα η ζωή μου σαν τον καπνό μιας ρουφηξιάς και τον αχό μιας τουφεκιάς, έχει στερέψει η πηγή μου. Μέσα σε έρημους σταθμούς περνάνε άδεια τα βαγόνια, πώς να ξεφύγω απ’ τους γκρεμούς γέμισε η γη με αριθμούς και με πολύχρωμα μπαλόνια. Σαράντα χρόνια μοναξιάς το παρελθόν μου δεν ορίζω μέσα στις φλόγες της φωτιάς ακροβατώ κι εσύ γελάς, τον εαυτό μου στον χαρίζω. Φεύγουνε γρήγορα οι στιγμές και η ανάσα μου μικραίνει, μπαίνω σε άγονες γραμμές κρότους ακούω και φωνές και το ψιλόβροχο με ραίνει. Αυτός ο κόσμος προχωρά πάνω σ’ ένα σανίδι κι εγώ που ήμουν στην ουρά ψάχνω ακόμα τη χαρά στης νύχτας το λεπίδι. Ο ΟΜΦΑΛΟΣ Ψάχνω να βρω το άρωμά σου στα κρύα σταυροδρόμια τ’ ουρανού πέφτω στη δίνη ενός κενού κομπάρσος είμαι του θιάσου. Ποιος την ανάσα σου αγγίζει τη νύχτα αυτή που τ’ άστρα αιμορραγούν μαύρες σκιές με οδηγούν κι η γη ανάστροφα γυρίζει. Φεύγουν χαράματα τα τρένα σε ψάχνω, δεν υπάρχεις πουθενά έχω στη μνήμη ένα βραχνά το νου μου παίζω στην αρένα. Λόγια που ξέμειναν στο ράφι μεγάλες υποσχέσεις της στιγμής φέγγουν στο βάθος μιας ρωγμής τα μάτια σου σαν το ξυράφι. Τα χρόνια ματωμένα με κοιτάζουν κι εγώ την ομορφιά σου αναπολώ της νιότης σου ζητώ τον ομφαλό τους έρωτες γυρεύω που σου μοιάζουν. ΤΟ ΑΠΙΑΣΤΟ ΦΙΛΙ Ο κόσμος είναι είδωλο κι εγώ ο επιβάτης χορεύουνε τα όνειρα μαζί με τα απόνερα, είναι παλιός ο χάρτης. Το τραύμα σου εισχώρησε στο νου και στην ψυχή μου από ένα δέντρο πιάστηκα και το πρωί χαλάστηκα, ανοίγει η πληγή μου. Η νύχτα με παρέσυρε στου δρόμου τα σφαγεία ποτέ δεν ήμουν τίποτα με κύκλωσαν τα’ ανείπωτα, μπαίνω σε χειρουργεία. Οι άρχοντες μου ζήτησαν να πάρουν την καρδιά μου μα εγώ σε ερωτεύτηκα και στους γκρεμούς μπερδεύτηκα, σκοτώνω τα παιδιά μου. Χαρτιά και σύνορα κλειστά, δεν ήμουνα αυτός που ήθελες να δεις η γη στο άπειρο ηχεί, το άπιαστο φιλί ποτέ δε θα γευτείς. ΠΑΡΑΖΑΛΗ Έφυγες σαν το χελιδόνι κάποιο βραδάκι Κυριακής τώρα στο νου μου κρύο χιόνι τις αναμνήσεις μου παγώνει, σ’ έναν γκρεμό με οδηγείς. Παντού διαβάτες συναντάω να με κοιτάζουνε ψυχρά σε μαύρο αίμα κολυμπάω σε άδειους δρόμους προχωράω, είναι τα όνειρα νεκρά. Το άρωμά σου συλλαβίζω στου ουρανού τις χαραυγές τον εαυτό μου πριονίζω είσαι σκιά σε φόντο γκρίζο, γέμισε η θάλασσα πληγές. Μπήκε Σεπτέμβρης στη ζωή μου με προσπερνάει ο καιρός μες στα σκοτάδια της ερήμου αναζητώ την αντοχή μου, έχει τελειώσει ο χορός. Η μοναξιά είναι σκληρή σαν το ατσάλι σε έναν κόσμο απατηλό χωρίς κουπιά κωπηλατώ είναι αργά για να σε βρω, της απουσίας σου μετρώ την παραζάλη. ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ Ανάπηρα χαμόγελα την άνοιξη τρυπάνε και οι οθόνες του μυαλού στο τώρα με γυρνάνε. Στερέψανε τα όνειρα στης μνήμης το ποτήρι βγαίνω στο άπειρο γυμνός με ένα τρεχαντήρι. Περίσσεψαν τα κύματα, πού πήγαν τα τραγούδια την ερημιά μου συναντώ στα βραδινά πρελούδια. Χορεύουνε οι βάρβαροι στης γης το ανηφόρι τρέχω χαράματα να μπω στο πρώτο το βαπόρι. Οι φόβοι μου αντήχησαν στου δρόμου τα σοκάκια γεμάτα μ’ αποτσίγαρα του κόσμου τα τασάκια. Λογχίζουνε τον άνεμο στρατοί και λεγεώνες και οι αλήθειες που πονάν γυρίζουν τώρα μόνες. Την όψη σου συνάντησα να καίγεται στα πλήθη είναι μαχαίρι ο χωρισμός και πυρκαγιά η λήθη. Με ένα κλεφτοφάναρο τρυγάω τα σκοτάδια το παραθύρι σου κλειστό και τα λιμάνια άδεια. Μπερδεύομαι σε σύννεφα, σκοντάφτω σε χαντάκια μέσα σε άρρωστους καιρούς εκβάλλουν τα ρυάκια. Η θάλασσα τρελάθηκε κι ο ύπνος δε με παίρνει σε χαλασμένη ζυγαριά η μοναξιά μου γέρνει. Ανέραστοι καλόγεροι γερνάνε στη σιωπή τους και τα ακίνητα βουνά φιλάν την κορυφή τους. Στης νύχτας τον ιππόδρομο η άβυσσος νικάει κάτω απ’ τη στέγη μου βαρύς ο πανικός βογγάει. Κατάδικοι και πρόσφυγες τα θαύμα περιμένουν τα σκαλοπάτια του γκρεμού οι Μοίρες κατεβαίνουν. Τα λόγια σου μου φάνηκαν χλωμά και σκονισμένα τα ‘χουν λαβώσει οι εποχές κι ακούγονται σαν ξένα. Οι ρήτορες κρεμάστηκαν στης πόλης τα μπαλκόνια με ταξιδεύουν οι πληγές σε μολυσμένα χρόνια. Καινούργιοι αυτοκράτορες το σύμπαν κατακτήσαν και το περβόλι της ψυχής με σκοτεινιά το ντύσαν. Γυρεύω στα αζήτητα μια δόση ελευθερίας και μια Ιδέα να πιαστώ στα άκρα μιας πορείας. ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ Είναι ο κόσμος ένας ίσκιος και εγώ μια κραυγή βγαίνω στους δρόμους να σε βρω αλλά δεν είσαι εκεί η λογική μου σ’ ένα αδέσποτο παιχνίδι γυρνά ένας ατίθασος βαρδάρης το κορμί τυραννά. Έρχονται μάγοι απ’ τη Δύση να σου πάρουν το φως ένα παράπονο με πιάνει κι ένας πόθος κρυφός περιπολώ μες στα σκοτάδια και στο κέντρο της γης ξύνω το τραύμα μιας αρχαίας ξεχασμένης πληγής. Σ’ ένα μηχάνημα ακουμπάω της ψυχής τα πανιά είμαι το θύμα ενός αόρατου μοντέρνου φονιά μες στα γρανάζια του κομπιούτερ την αγάπη ζητώ πέφτω στις ξέρες του καιρού και στου μυαλού το βυθό. Ξένα τραγούδια στα αυτιά μου σαν σειρήνες ηχούν στην τηλεόραση οι αστέρες τον πλανήτη τρυγούν είναι αργά για να σωθώ από το πάρτυ αυτό στου ουρανού τη συννεφιά και στη βροχή θα κρυφτώ. Στη Σαλονίκη σε κρατούσα απ’ το χέρι σφιχτά κάτω απ’ τον Πύργο ανεμίζουν τα μαλλιά σου ριχτά τώρα της νύχτας το ουίσκι σε ποτήρι θα πιω που ‘χει ραγίσει απ’ του χρόνου το βαθύ πυρετό. ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ Η γη αντίστροφα γυρίζει ο ουρανός μία πελώρια φωτιά ποιος τη ζωή μας καθορίζει σημαδεμένα πάλι είναι τα χαρτιά. Φώτα σαρώνουν τις οθόνες κι η απουσία σου λογχίζει το κενό στάζουν φαρμάκι οι αιώνες από τις πύλες σου χαράματα περνώ. Σάπιες ιδέες αιωρούνται μέσα στου χρόνου την ατέλειωτη σκουριά όταν τα όνειρα κοιμούνται βγαίνουν περίπατο του κόσμου τα θεριά. Λόγια πολλά και υποσχέσεις κι ένα ανάπηρο παρόν να αντηχεί τώρα με χάπια και ενέσεις θα επουλώσεις της αγάπης την πληγή. Μάγοι κρεμιούνται απ’ τα μπαλκόνια διαφημίσεις και ατάκες της στιγμής πόλεις με κόκκινα μπαλόνια είμαστε αιχμάλωτα παιδιά μιας παρακμής. Άσχετοι με κατασκοπεύουν ένας ατίθασος καιρός με πυρπολεί και την ανάσα μου θωπεύουν αυτοί που άρπαξαν το φως σου μιαν αυγή. Όταν Σειρήνες και ποτάμια σε τυλίξουν ήρθε η ώρα στην ψυχή σου να επιστρέψεις διώξε από πάνω σου αινίγματα και σκέψεις κι άσε τους άνεμους γλυκά να σε φυσήξουν. ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ Σύννεφα κρύβουνε του ήλιου τις ακτίνες το πρόσωπό σου να το δω έχω δυο μήνες είναι ο έρωτας μια λέξη φονική, έξω απ’ το σπίτι μου ακούγονται σειρήνες. Όλα τα όνειρα τυλίχτηκαν στη σκόνη κρύβω τη μνήμη μου με κάτασπρο σεντόνι μία κραυγή την ησυχία μου χαλά, μες στο δωμάτιο το άπειρο ζυγώνει. Τη λογική μου στους αγύρτες τη δωρίζω η ομορφιά σου αντηχεί σε φόντο γκρίζο και τα φιλιά σου στο κενό αιμορραγούν, ποιος είναι ο ένοχος ακόμα δε γνωρίζω. Ρίχνω το βλέμμα μου στου κόσμου τα καμένα του ουρανού τα καλντερίμια λερωμένα και η ψυχή μου έχει αρχίσει να γερνά, ποιος να ξεφύγει απ’ της μοίρας τα γραμμένα. Πιάνει Σεπτέμβρης και ραγίζουν τα νησιά ένα τραγούδι φοβισμένο συλλαβίζω τίποτα πια απ’ το κορμί σου δεν ορίζω με πυρπολεί μια σκουριασμένη μοναξιά. ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΟΥ ΜΙΣΟ Το άλλο σου μισό είναι μια πλάνη ο εαυτός είναι ένας κι όχι δύο μάζεψε τώρα στιγμές σου και αντίο τα ξαναλέμε κάπου αλλού, σ’ άλλο λιμάνι. Το άλλο σου μισό δεν έχει άλλον είσαι ένα όλον που μονάχος σου βαδίζεις αυτά που έσπειρες εσύ θα τα θερίζεις μια παρεξήγηση αστεία ήταν μάλλον. Το άλλο σου μισό είναι η σκιά σου που πάντα την πατούσες την καημένη αλμύρα και φωτιά στο τέλος μένει σαν σιγοσβήσουνε τα φώτα του θιάσου. Το άλλο σου μισό πάντα ήταν ένα κι αυτά που σου ‘λεγαν για έρωτες μεγάλους μοιάζουνε πλοία που σκοντάψαν σε υφάλους μόλις ξανοίχτηκαν σε πέλαγα αφρισμένα. Δεν έχει πια άλλο μισό, μονάχα ένα είσαι εσύ και δίπλα σου οι άλλοι κι όταν ανοίγεις άλλο ένα μπουκάλι εσύ μεθάς, εσύ πληρώνεις τα σπασμένα. ΨΕΥΤΙΚΑ ΦΙΛΙΑ Θα ‘ρθει ο ήλιος να σε δει κι η νύχτα να σε πάρει στου κόσμου το παζάρι δεν έχει ουρανό. Θα ‘ρθει ο φόβος ξαφνικά την πόρτα να χτυπήσει σ’ ανατολή και δύση τα ίχνη σου ζητώ. Θα ‘ρθει το φως κι η σκοτεινιά το σώμα σου να ντύσει σ’ ένα τρελό μεθύσι τον πόνο μου ξεχνώ. Θα ‘ρθει μια άγνωστη φωνή στο σύμπαν να ηχήσει τα λόγια έχουν σβήσει κι εγώ μόνος γυρνώ. Όλα θα έρθουνε ξανά και γρήγορα θα φύγουν παράδεισους ανοίγουν και κόλαση μετά κι εσύ που έρχεσαι κρυφά μέσα στα όνειρά μου λογχίζεις την καρδιά μου με ψεύτικα φιλιά. ΣΙΩΠΕΣ Σιωπές παντού στα σύνορα του νου ένα θολό ποτάμι χαρτιά μετρώ τα όνειρα ζητώ που πήγανε χαράμι. Σιωπές γυμνές κι όλα αυτά που λες σκοντάψανε σε τοίχο φιλιά νωθρά σε χείλη πορφυρά χωρίς κανέναν ήχο. Σιωπές εδώ στης νύχτας το βυθό κανένας δε μιλάει καρδιές κλειστές και άδειες αγκαλιές ο φόβος με νικάει. Σιωπές σκληρές σαν άδειες προσευχές τη λύτρωση ζητάνε ψυχές χλωμές σε άθλιες γιορτές την άνοιξη κερνάνε. Κλείσε τα μάτια, μη μιλάς πρέπει να πάψεις να ρωτάς τελειώσανε οι λέξεις ανάμεσα στη μοναξιά και σε μιαν άρρωστη χαρά θα πρέπει να διαλέξεις. ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ Τα μάτια σου μια άνοιξη που φεύγει φθινόπωρο που έρχεται βαθύ ποιος άνεμος απόψε θα βρεθεί τους πόθους και τα πάθη να γιατρέψει. Τα μάτια σου χλωμή αναλαμπή που έσβησε στης νύχτας το σκοτάδι ποιο χέρι θα μου δώσει ένα χάδι ποιος ήχος θα σαρώσει τη σιωπή. Τα μάτια σου μια θάλασσα σβησμένη ποτάμι με ελάχιστο νερό ποιος δρόμος θα με βγάλει απ’ τον γκρεμό να πάψεις να μου φέρεσαι σαν ξένη. Τα μάτια σου ένα απέραντο γιατί που χρόνια μες στο άπειρο γυρνάει ποιο άστρο την αγάπη τραγουδάει ποιο δάκρυ θα ξεπλύνει την πληγή. Είναι η φυγή ένα κακόγουστο αστείο δείχνει δειλία και σημάδια ενοχής ζωή χαμένη απ’ το πείσμα μιας στιγμής τα όνειρά σου μην τα βάζεις στο ψυγείο. ΕΞΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ Έξω απ’ την πόρτα σου περνάω τα χαράματα πόρτες ολόγυμνες που στάζουνε σκουριά έχουν τελειώσει πια τα χάδια και τα θαύματα είναι τα σύννεφα μεγάλα και βαριά. Έξω απ’ την πόρτα σου χαζεύω τα αγάλματα που έχουν γίνει οι παλιές μας αγκαλιές όλοι οι φίλοι έχουν στήσει οδοφράγματα και δε μετράνε οι παλιές μας ζαβολιές. Κι εγώ που χρόνια την αγάπη κυνηγώ μπορώ ακόμα να υπάρχω και να ελπίζω τολμώ την άνοιξη ακόμα να τρυγώ και ζω στα ίχνη σου και σε αυτά βαδίζω. ΔΕΝ ΕΧΩ Δεν έχω τίποτα να γράψω κι είμαι ακόμα εδώ δεν έχω τίποτα να πράξω κι όμως σ’ αγαπώ. Δεν έχω λόγια να σου δώσω ούτε και φιλιά μόνο ψυχή να παραδώσω στ’ άγρια σκυλιά. Δεν έχω άνοιξη να νιώσω κρίνα κι ευωδιές τη λογική μου θα κλειδώσω στις ανηφοριές. Δεν έχω μάτια να δακρύσω για το παρελθόν μόνο δυο χέρια να στολίσω τ’ άστρα των βυθών. Δεν έχω βράδια να ξοδέψω στην αστροφεγγιά δεν έχω όνειρα να θρέψω σε λευκά κελιά. Δεν έχω χάδια να σ’ αγγίξω είναι πια αργά τη γνώμη μου θα υποστηρίξω σ’ άχρηστα χαρτιά. Δεν έχω φώτα για ν’ ανάψω μνήμες να πιαστώ δεν έχω γράμμα να σου γράψω λέξεις ν’ αρνηθώ. Δεν έχω μέρες να λαβώσω χάρη δε χρωστώ ό, τι μου έδωσες θα δώσω και σ’ ευχαριστώ . ΑΝΘΡΩΠΟΙ Νυχτέρια και βροχές έχει περάσει κλεισμένος στ’ ουρανού τις σιωπές ο χρόνος πια τον έχει ξεπεράσει κι αυτός ανοιγοκλείνει τις πληγές. Φοβάται τους ανθρώπους, γιατί ξέρει πως κρύβουνε βαθιά ένα σουγιά το χάδι απ’ τη φωτιά δε διαφέρει το κύμα απ’ την άγονη η στεριά. Τα βράδια με τ’ αστέρια συζητάει κουβέντα πιάνει με τους ναυαγούς συγχώρεση και οίκτο δε ζητάει το σώμα του μοιράζει στους φτωχούς. Χαμένος στην ομίχλη και στο χιόνι βδομάδες, μήνες, χρόνια δε μιλά δεν είναι κανενός χαφιές και πιόνι σωπαίνει διαρκώς και δε γελά. Ο θάνατος φοβάται να τον πάρει κι οι δρόμοι απ’ το χέρι τον κρατούν περνάει από κόκκινο φανάρι κι οι άνεμοι, πού πάει, τον ρωτούν. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σ’ ένα υπόγειο χιλιάδες χρόνια, ξεχασμένοι απ’ τους θεούς υπάρχουν χέρια που ματώνουν την υδρόγειο καλά κρυμμένα σε κατάμαυρους βυθούς. ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ Τα ψέματα κουρασμένα και μόνα συνήθισαν να γυρεύουν σκιές τα βλέμματα σαστισμένα και ξένα προτίμησαν να κλειστούν στις σπηλιές. Κι αν είμαι εδώ το χρωστάω σε μένα κατάφερα ν’ αγαπήσω το χθες κι αν βρίσκομαι με τα χέρια ανοιγμένα αγνόησα του καιρού τις βροχές. Περίεργες οι φωνές μας στους δρόμους σκορπίζονται και ξεφτίζουν αργά ενήλικες οι στιγμές μας στους τοίχους ματώνονται και ζητούν τα παλιά. Στα μάτια σου είναι η φυλακή μας κι ο έρωτας ζητιανεύει σκυφτός στα λόγια σου τελειώνει η ζωή μας κι ο θάνατος φαντάζει αληθινός. ΕΦΗΒΕΙΑ Δε διαγράφουμε τη νύχτα από μέσα μας ούτε συχνάζουμε σε μέρη φωτισμένα είμαστε η κρύα περιπλάνηση κι ο ίσκιος της κι η αποξένωση σε σπίτια νοικιασμένα. Δε διαγράφουμε τροχιές υποσυνείδητες μες στο παρόν τη μοναξιά μας σπαταλάμε είμαστε χώμα που το πάτησαν οι άστεγοι και μες στη θλίψη κάθε βράδυ τριγυρνάμε. Δεν παριστάνουμε αγγέλους ούτε ήρωες πέρασε όλη η ζωή μας μες στη λάσπη είμαστε ένα ουρλιαχτό μες στο ξημέρωμα και ένας στίχος που ο ποιητής θα γράψει. Δεν παριστάνουμε θεούς τα Σαββατόβραδα ούτε κρετίνους αρχηγούς μες στη βδομάδα είμαστε σκόνη, καταιγίδα και οινόπνευμα μία απούλητη και κίτρινη φυλλάδα. Είμαστε όλα, αλλά είμαστε και τίποτα στα όνειρά μας ενεδρεύει μια φοβία είμαστε αδέσποτες ψυχές μες στον ορίζοντα μια ξεχασμένη και ανάπηρη εφηβεία. ΖΩΗ ΧΑΜΕΝΗ Οι άσπρες μέρες σαν σκιές περάσανε μια πυρκαγιά μ’ ακολουθεί ξανά όλου του κόσμου οι χαρές σωπάσανε ντύνω τις λέξεις μου μ’ ένα βραχνά. Και η μορφή σου στου καιρού τ’ αζήτητα είναι αργά ν’ αρχίσω απ’ την αρχή ο χρόνος προσπερνάει με ταχύτητα πέφτει μια ανυπόφορη βροχή. Δεν είναι τίποτα όπως παλιά έχουν ξεβάψει τα φιλιά δεν έχω κάτι άλλο να σου πω κι όμως σ’ αγαπώ. Ζωή χαμένη μέσα σ’ αριθμούς κι εγώ γυρίζω σ’ έρημους σταθμούς. Οι ουρανοί την πλάτη μού γυρίσανε σαν ναυαγός βαδίζω στα τυφλά και τα αστέρια από ώρα σβήσανε χαράματα τα βλέπω όλα διπλά. Και το κορμί σου τριγυρνά αδέσποτο μέσα σε βράδια κρύα και βαριά σ’ αναζητώ στης μοναξιάς το ξέφωτο μα έχεις αλλάξει πάλι κλειδαριά. Δεν είναι τίποτα όπως παλιά έχουν ξεβάψει τα φιλιά δεν έχω κάτι άλλο να σου πω κι όμως σ’ αγαπώ. Ζωή χαμένη μέσα σ’ αριθμούς κι εγώ γυρίζω σ’ έρημους σταθμούς. ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ Στον Άλκη Αλκαίο Φυσάει αδιαφορία μες στην πόλη τα πλοία των ερώτων μας πεθαίνουν οι μύστες της ερήμου πια σωπαίνουν σε μια καρέκλα η ζωή σου όλη. Κακόηθες μελάνωμα ο χρόνος σου τράβηξε την τσόχα ένα βράδυ υπνόσακο ανοίγεις στο σκοτάδι κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό και μόνος. Σαν φρύγανα ξοδεύονται οι ώρες το σκαν απ’ του αιώνα την παράγκα σ’ ένα ποτάμι πέφτεις τώρα μάγκα χάνεις τα μαύρα μάτια της Ντολόρες. Αγύριστο κεφάλι δίνει ρέστα γεμίζει μέχρι πάνω το ποτήρι ζητάει η Ιστορία χαρακίρι του έρωτα τα πάθη πάλι πες τα. Γεμάτος ο παράδεισος με κιφ μαροκινό της Ρόζας η σκιά σ’ ακολουθάει κλεισμένα τα διόδια, δεν έχει ουρανό κι η Πάργα ορφανή σε χαιρετάει. Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ Από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα Σε μια σπηλιά γεννήθηκα εδώ και κάτι αιώνες τα καλοκαίρια πέρασαν σαν να ‘τανε χειμώνες. Κανένας δεν ανέλαβε να με ενημερώσει πως ζω σε μια ψευδαίσθηση, ούτε και να με σώσει. Με αλυσίδες ήμουνα απ’ το λαιμό δεμένος κι έμενα εκεί ακίνητος και εξουθενωμένος. Σκιές στον τοίχο έβλεπα αργά να περπατάνε μου φαίνονταν σαν άνθρωποι που μόνοι τους μιλάνε. Μία φωτιά σιγόκαιγε, για ήλιο την περνούσα πίσω μου πόρτα άνοιγε, θα ‘βγαινα αν μπορούσα. Κανένας δεν ερχότανε να με ελευθερώσει το χέρι να μου έπιανε, λιγάκι να με νιώσει. Μα ξάφνου ένας φιλόσοφος σε μένα πλησιάζει απ΄ τα δεσμά με έλυσε, πάνω στη γη με βγάζει. «Σε ένα ψέμα έζησες καημένε φιλαράκο θεριό είχες στα μάτια σου και στην ψυχή σου δράκο». Δεν είναι πάντα αληθινά όλα αυτά που βλέπεις η όραση σε απατά, σου κρύβει τη ζωή κι εσύ μαζεύεις τις κλωστές μιας ξηλωμένης τσέπης και τις κρεμάς στον ουρανό σαν έρθει το πρωί. Η ΔΙΑΘΗΚΗ Το μερτικό μου απ’ τη διαθήκη το χαρίζω σ’ όλους τους έρωτες που μείναν ορφανοί στις κρύες θάλασσες, στον ουρανό τον γκρίζο σας δίνω ακόμα και την άδεια μου φωνή. Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια, τα πουλιά. Είμαι στον κόσμο μια σκιά κάτω από δέντρο που του ‘χουν πέσει όλα τα φύλλα απ’ τα κλαδιά πάντα θα βρίσκομαι στης μοναξιάς το κέντρο δώστε μου μόνο μία δεύτερη καρδιά. ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ Το αύριο που σε καλεί δεν έχει τίποτα να πει μιλάει με νοήματα και με πλαστά συνθήματα. Ο χρόνος που σε προσπερνά με νικοτίνη σε κερνά του δίνεις τα μπαγάζια σου έχει τελειώσει η βάρδια σου. Οι νύχτες που σε ακουμπούν με υποψία σε κοιτούν κι εσύ καταναλώνεσαι στη μέθη και λυτρώνεσαι. Οι μέρες που σε οδηγούν σε δρόμους που αιμορραγούν σφυρίζουν αδιάφορα δεν έχουν άλλα λάφυρα. Όλα τελειώνουν, μην αργείς γίνε η λέξη μιας κραυγής ρίξε τη μνήμη στη φωτιά σπάσε του νου σου τα καρφιά. Όλα τελειώνουν, μην αργείς πάρε το χρώμα της οργής δως τη γροθιά σου στον καιρό να στάξει διάφανο νερό. ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Συνεύρεση καλλιτεχνών μια Τρίτη του Γενάρη ήρθαν να ξεδιπλώσουνε της Τέχνης το κουβάρι. Το θέμα της συζήτησης «ο στίχος στο τραγούδι» άνθισε μες στην αίθουσα ένα μικρό λουλούδι. Ακούστηκαν διάφορες ενστάσεις και απόψεις το ζήτημα εξετάστηκε κι από τις δύο όψεις. Ο Χρήστος μας αράδιασε αστείες ιστορίες και ο Βασίλης έλυσε δύσκολες απορίες. Ωραία τα χαμόγελα, ωραίες κι οι ατάκες μα όταν σκύβεις στο χαρτί εκτίθεσαι γυμνός θέση δεν έχουνε εδώ τα πρέπει και οι πλάκες άκου τα λόγια της ψυχής κι όχι του καθενός. ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ Άλλη μια μέρα ξημερώνει κάθομαι σ’ ένα καφενείο η μοναξιά μου με σκοτώνει κι οι αναμνήσεις στο σφαγείο. Ο ήλιος άπλωσε τα δίχτυα και διαλύει τα σκοτάδια της απουσίας τα ξενύχτια άφησαν πάνω μου σημάδια. Γέλια παιδιών με ξεκουφαίνουν δεν έχει η άνοιξη πατρίδα δρόμοι θανάτου με πηγαίνουν σ’ άγνωστη γη χωρίς πυξίδα. Άγνωστος πάντα μες στο πλήθος τα δάκρυά μου σου χαρίζω πλάνη ο έρωτας και μύθος κι ο χωρισμός σε φόντο γκρίζο. Ό, τι αγάπησα τυλίγεται στη σκόνη γράφω ποιήματα χωρίς καμιάν αιτία τα όνειρά μου κρεμαστήκαν στην αγχόνη και υποφέρω απ’ του χρόνου τη ναυτία. ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ Έχει η βροχή το άρωμα του δειλινού και η ζωή το φύσημα του μελτεμιού μην τους κλειδώνεις τους χειμώνες στην καρδιά σου άσε να πάρει ο άνεμος τη μυρωδιά σου. Περπάτησε στα σταυροδρόμια τ’ ουρανού νιώσε το κρύο άγγιγμα του δειλινού είναι ο χρόνος μια παγίδα που πονάει όταν ο άνθρωπος το νου του τυραννάει. Έχει περάσματα ο καιρός νυχτερινά και μια δροσούλα στης ψυχής τα ορεινά αρκεί το βλέμμα σου να βγάλεις απ’ τη σκόνη να δέσεις κόμπο του μυαλού σου το σεντόνι. Παραπατώ στου Όλυμπου τις κορυφές πίνω νερό απ’ του Αιγαίου τις πηγές δίνω τον ίσκιο μου σε γέρικα πλατάνια και τον ιδρώτα μου στου δρόμου τα αλάνια. Τις Κυριακές ξοδεύομαι στις αγορές και τις αργίες ξαναζώ δύο φορές συνομιλώ με τα αστέρια τα χαμένα ρίχνω κρασί στης μοναξιάς μου τη αρένα. ΨΕΥΤΙΚΗ ΧΑΡΑ Το φωτεινό μου καλοκαίρι τελειώνει χαροπαλεύει στου Σεπτέμβρη τις γωνιές μόλις αρχίσουνε οι πρώτες παγωνιές το πρόσωπό σου στον καθρέφτη μου θα λιώνει. Ο χρόνος σπάει ό,τι φτιάξαμε με κόπο και τα γυαλιά θα μας ματώσουν τις στιγμές η κατεδάφιση κοστίζει δυο δραχμές πρέπει να μάθω ν’ αγαπώ με άλλον τρόπο. Όποιος γυρεύει την αιώνια ιδέα μέσα σε χάδια και σε μάτια καθαρά παρηγοριέται με μια ψεύτικη χαρά και ξενυχτάει στην αυλή του Προμηθέα. Ένα αεράκι μου θυμίζει την πνοή σου και ένα σύννεφο το ναι του χωρισμού το όνομά σου σε γραφείο τουρισμού κυκλοφορεί μα ξεκομμένο απ’ τη φωνή σου. Κι όλοι οι δρόμοι που τα ίχνη σου κρατήσαν σ’ ένα αδιέξοδο φτηνό με οδηγούν τώρα οι νύχτες αλκοόλ μου χορηγούν και τα αστέρια στη στεριά παραστρατήσαν. ΑΝΟΙΓΩ ΔΡΟΜΟ Καλημερίσαμε τη μέρα και τον ήχο του αέρα ο χθεσινός ο πανικός έχει κρυφτεί στη συννεφιά ένα διαβάτη χαιρετάω και στα μάτια τον κοιτάω ανοίγω δρόμο στη ζωή, βγάζω απ’ τη μέση τα καρφιά. Μετρώ του χρόνου τα κομμάτια και της μοίρας τα γινάτια πίνω τον πρώτο μου καφέ σε μια πλατεία ερημική βλέπω του κόσμου τις φιγούρες να γυρίζουνε σαν σβούρες στην πασαρέλα του μυαλού και σε μια πίστα αναιμική. Διώξε τις σκέψεις που σου μοιάζουν, τις φωτιές που σε τρομάζουν ο φόβος είναι το θεριό που κουβαλάς μες στην ψυχή οι ευκαιρίες σου τελειώνουν, τα παπούτσια σου παλιώνουν δώσε το χέρι στον καιρό, ξεκίνησε μια νέα αρχή. Με το παρόν να συμβιώνεις και στο χθες να μην πληρώνεις ό, τι σε πλήγωσε γερνά μέσα στης λήθης το κρασί κοίτα τον ήλιο πώς γελάει, το μαντήλι σου κουνάει άσε στην άκρη τα παλιά, κέρνα μας τώρα μόνο εσύ. ΚΗΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ Δεν έχω χρώμα να σου δώσω ούτε ψέμα έχει στερέψει του μυαλού μου το πηγάδι όλα ακυβέρνητα κυλούν αυτό το βράδυ κι ο ουρανός μου στάζει θάνατο και αίμα. Τα ανθισμένα μου τοπία στο καλάθι και τα σφυρίγματα του τρένου έχουν σβήσει αυτόν τον κόσμο ποιος μπορεί να τον ορίσει να διαγράψει μονομιάς όλα τα λάθη. Η καταιγίδα δυναμώνει στην αυλή μου παραπατάει κάποιος μέθυσος στο δρόμο και τα αισθήματα ξανά στη λαιμητόμο χωρίς αντίκρισμα θα μείνει το φιλί μου. Έχω ξεχάσει να θυμάμαι την αρχή μου εδώ που φτάσαμε κανείς δε μας γλιτώνει όλη η ζωή μας ένα κάτασπρο χαρτόνι που ‘χει γεμίσει με κηλίδες της ερήμου. Το τελευταίο μου τσιγάρο τελειώνει και η βροχή έξω απ’ το τζάμι μου αυξάνει έχω απομείνει με στυλό χωρίς μελάνη και το ιώδιο της πόλης με λερώνει. ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ Φέγγουν χαράματα τα τρένα κι ο ουρανός γυρεύει εσένα και το ψιλόβροχο στις ράγες μου λέει της μοίρας τα γραμμένα. Ο κόσμος κάρβουνο και σκόνη ο στεναγμός μια χούφτα χιόνι κι ο έρωτας αργεί να φτάσει όλα αυτά ποιος τα πληρώνει. Κάτι σκιές με χαιρετάνε απ’ το κρασί τους με κερνάνε και τα αδέσποτα στους δρόμους με νόημα με προσπερνάνε. Ο μόνος έχει συνηθίσει να ζει στης τρέλας το μεθύσι να ικετεύει το σκοτάδι το φως του για να του χαρίσει. Κι εγώ που γύρευα λιμάνι στης αγκαλιάς σου την αυλή έχω χορτάσει με χολή και το τραγούδι μου δε φτάνει. ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ ΝΩΡΙΣ Στις συνοικίες της βροχής σε γνώρισα απ’ τη ματιά σου σε ξεχώρισα τώρα η πόρτα σου κλειστή κι η απουσία σου ορατή. Η πόλη αγνώριστη και ψεύτρα τα βέλη σου χωρίς φαρέτρα αγκομαχούνε της ζωής οι σκλάβοι να βρούνε κάποιο προσκεφάλι. Τις γιορτές και τις αργίες κάτι με πνίγει καλά κρατούν της μοναξιάς τα ρίγη άστεγος και χαρμάνης στο σκοτάδι να ξεδιψώ σ’ άδειο πηγάδι. Ο κόσμος μια περίεργη αυταπάτη με επισκέπτεται τις νύχτες στο κρεβάτι τα όνειρα ακυβέρνητη σχεδία φέγγει για λίγο σαν αυτοσχέδια λυχνία. Οι έρωτες που έφυγαν νωρίς έχουν τη γεύση του ακατόρθωτου θαρρείς κρύβονται πίσω από παιδικές βιτρίνες παίζουν κρυφτό στις μέρες και στους μήνες. Ο ΛΥΤΡΩΜΟΣ Ο ουρανός μετεωρίζεται στη νύχτα και τα αστέρια του πλανιούνται στους αιθέρες τους στεναγμούς σου τους φορτώσαν σε γαλέρες όλα τα λάθη σου στο χώμα τώρα ρίχτα. Οι ματωμένες Κυριακές έχουν περάσει το δειλινό φωτογραφίζεται στην πόλη μη με κοιτάς, βάλε στη θήκη το πιστόλι οι δικαστές θα σ’ έχουνε τώρα ξεχάσει. Ένα χαμόγελο χορεύει μεθυσμένο κάτω από δέντρα που φυτρώσαν μες στο δρόμο η λεωφόρος της καρδιάς δεν έχει νόμο όλα επιτρέπονται αρκεί να σε προσμένω. Οι εποχές περιπλανήθηκαν μονάχες τόσους αιώνες μες στην άστεγη Ιστορία κι εσύ που χάραξες παράλληλη πορεία κάνε συνθήκη και παράτησε τις μάχες. Ένα καμιόνι μεταφέρει τη ζωή σου μέχρι να φτάσει στου γκρεμού τα μονοπάτια υπάρχει χρόνος να κολλήσεις τα κομμάτια να καθαρίσεις απ’ τη λάσπη την πνοή σου. Ο λυτρωμός είναι εκείνο το λουλούδι που τώρα βλέπεις να ανθίζει στο παρτέρι και του Απρίλη ένα απλωμένο χέρι που σου ζητάει να το βάλεις σε τραγούδι. ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ Υπάρχουν δρόμοι που δεν ξέρω αν καταλήγουν πουθενά η λογική με τυραννά μα είπα θα τα καταφέρω. Το φως της νύχτας μου θυμίζει ταξίδια σε ωκεανούς κάτω από κρύους ουρανούς και το αγιάζι με ξυρίζει. Η πόλη γόησσα και ψεύτρα με χάδια με δωροδοκεί μου’ χει τελειώσει το ρακί η λογική είναι πλανεύτρα. Τόσο καιρό δεν είχα μάθει πόσο αξίζει μια στιγμή μέσα στου νου την παρακμή και στου μυαλού μου το αγκάθι. Όταν ο έρωτας σού κλείνει το μάτι και σε ακουμπά άσε το νου να κολυμπά στου παραδείσου το καμίνι. ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΙ ΧΑΡΕΣ Όλου του κόσμου οι χαρές κυκλοφορούν ελεύθερες μες στα ποτάμια τ’ ουρανού και στ’ ανοιχτά του νου. Όλα τα λάθη μου μετρώ έχω μαζί μου τον καιρό κι ένα κλαδάκι λησμονιάς τον ήχο μιας πενιάς. Το οργισμένο μου μυαλό και το κρασί μου το θολό βρήκαν λιμάνι και σταθμό στης νύχτας το ρυθμό. Να κολυμπάς μες στα βαθιά να βγάζεις ρίζες και κλαδιά και να μιλάς με την ψυχή μετά από μια βροχή. Στα δυο μου πόδια ακουμπώ και στο μεθύσι το θαμπό βλέπω στην άκρη της φυγής μια δύναμη ζωής. Όσοι ξοδέψαν τη φωτιά στη λογική και στα χαρτιά με απορία με κοιτούν κάνουν πως δεν ακούν. Όσοι στα κέρδη χάνονται και στο μυαλό τους πιάνονται κατηφορίζουν το στενό που βγάζει στο κενό. Άσε τ’ αυτιά σου ανοιχτά στου ανέμου τα αινίγματα και στης σιωπής το κάλεσμα στου βράχου το ψιθύρισμα. ΔΙΕΞΟΔΟΣ Σ’ ένα δισκάδικο σε είδα στη γωνία να δραπετεύεις απ’ τους δύσκολους καιρούς είχε το πρόσωπό σου φόβο κι αγωνία και το κορμί σου τα σημάδια απ’ τους φρουρούς. Σαν να ζητούσες μια διέξοδο απ’ την τρέλα μια μουσική που θα γλυκάνει το κενό και τα μαλλιά σου ν’ ακουμπάνε στη φανέλα με τα στιχάκια που δεν έχουν γυρισμό. Κι εγώ που ήθελα μια λέξη να σου δώσω μία ματιά, ένα τσιγάρο, ένα γεια έβγαλες απ’ τη τσέπη σου ένα σουγιά και μου τον έδωσες στον ήλιο να καρφώσω. Είχες το χρώμα της σιωπής και της αράχνης καθώς οι ήχοι σου χαϊδεύαν το μυαλό τις απουσίες της ζωής σου τώρα ψάχνεις σ’ ένα τραγούδι ξεχασμένο και παλιό. Μέσα στα μάτια σου κυλούσε το ποτάμι που κάθε νύχτα πλημμυρίζει σ’ άλλη γη και το πρωί αφήνει πίσσα και κατράμι στο πέρασμά του και μιαν ανοιχτή πληγή. ΤΑ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ Οι δρόμοι με λακκούβες και ρωγμές στην πλάτη οι νόμοι κυβερνούνε της ζωής το αλάτι κι ο άνθρωπος σκυφτός ν’ αναζητάει το κάτι αυτό που θα του δώσει μια μικρή χαρά. Οι φίλοι μετανάστευσαν σε ξένα μέρη η πόλη μας κοιτά και κάνει πως δεν ξέρει κι εσύ να τριγυρνάς σ’ ένα παλιό λημέρι χαράματα και κάτι μες στην πυρκαγιά. Οι ψεύτες κι οι κρετίνοι συνεχώς πληθαίνουν τα λόγια του Αυγούστου όλο και σωπαίνουν τ’ αμάξια με καπνό και σκόνη μας ρυπαίνουν κι ο έρωτας κοιμάται σ’ άλλη αγκαλιά. Οι πρόσφυγες μας γνέφουν δίπλα στα φανάρια κι εγώ μετράω του χωρισμού τ’ απομεινάρια οι κόλακες μας παίζουν τη ζωή στα ζάρια κι η νιότη μας αρχίζει να μας προσπερνά. ΟΝΕΙΡΑ ΕΑΡΙΝΑ Η άνοιξη μας χαιρετά χορεύει η μέρα και γελά ρίξε τον ίσκιο σου στο φως έχει γυρίσματα ο καιρός. Το χελιδόνι γύρισε κι η κάμαρά σου μύρισε κι ο χρόνος έγινε αδερφός ο φόβος σου μικρός θεός. Της νύχτας τα καμώματα μοσχοβολούν αρώματα στα χέρια σου σαν με κρατάς σ’ ακολουθώ όπου κι αν πας. Και το ηλιοβασίλεμα τα βλέπω όλα ήρεμα το θάνατο τον προσπερνώ και νιώθω ότι δε γερνώ. Δώσε μου το τραγούδι σου να γίνω το λουλούδι σου να σε ξυπνώ τα πρωινά με όνειρα εαρινά. ΜΙΑ ΑΥΤΑΠΑΤΗ Έψαχνες να βρεις τη ζωή που κρύβεται στα μάτια χωρίς να ξέρεις το γιατί μονάχα μια άρρωστη κραυγή κι ύστερα τα κομμάτια. Έβαζες πλώρη για αλλού μεσάνυχτα και κάτι μ’ ένα ποτήρι πυρκαγιά χαράματα στο πουθενά ξεπλήρωνες τα λάθη. Ύστερα έπιανες δουλειά στου κόσμου τις αλάνες με το μυαλό σου στα βαθιά στα πέλαγα και στα χαρτιά που διώχνουνε τις πλάνες. Άραγε τι είναι η ζωή, ίσως μια αυταπάτη ένας καφές την Κυριακή ένα μοναχικό παιδί με σύνεργα στην πλάτη. Τώρα κοιμάσαι στις θολές τις νύχτες του Γενάρη χωρίς τσιγάρο και φιλί κι η άνοιξη πολύ αργεί για να ‘ρθει να σε πάρει. Ένα τραγούδι θα σου πω, ίσως ξεπερασμένο να γίνει ο στίχος το κρασί οι νότες το άλλο σου εσύ που ‘χασα και προσμένω. ΟΛΑ ΓΥΡΙΖΟΥΝ Όλα γυρίζουν μες στου χρόνου την πυξίδα και το τραγούδι μου μια γόνιμη παγίδα τα ρέστα μη ζητάς από κανένα όποιος αστόχησε κοιμάται στα καμένα. Έχει το σούρουπο μια γεύση από βανίλια κι εσύ ακροβατείς σε αδειανή μποτίλια το αίμα σου μη δίνεις στους διαβάτες υπάρχουν τρένα που δεν έχουν επιβάτες. Όλα γυρίζουν από κει που ξεκινήσαν κοίτα τα δέντρα πόσο πρόωρα ανθίσαν το αύριο ακόμα δεν υπάρχει διώξε το φόβο σου, μην τον κρατάς μονάρχη. Έχει η ζωή αυτή τη γλύκα της σελήνης τα όνειρά σου στο συρτάρι μην τα κλείνεις περπάτησε στους κήπους της καρδιάς σου πιες το αθάνατο νερό της λησμονιάς σου. Όποιος παλεύει να ξεφύγει απ’ τα γραμμένα χάνει τον ίσκιο του και πέφτει στα βρεγμένα η φλόγα της φωτιάς μας ανασταίνει βγες απ’ τη στάχτη σου, κάποιος σε περιμένει. ΠΝΟΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Η άνοιξη έδωσε πνοή στην κρύα μου τη φυλακή χορεύουν τα αρώματα στου ουρανού τα χρώματα. Η αύρα του ανέμου στο σφύριγμα του τρένου στης χαραυγής τα αίματα ξεπλύθηκαν τα ψέματα. Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά η άβυσσος και η χαρά το όνειρο που ξύπνησε στα πέρατα αντήχησε. Μ’ ένα φιλί σε χαιρετώ μ’ ένα τσιγάρο ξένο κι ακόμα περιμένω να μάθω γιατί ζω. ΟΙ ΑΥΡΕΣ Οι αύρες του καλοκαιριού τα κύματα του φεγγαριού μου δείχνουν δρόμο ανοιχτό κι εγώ μαζί τους ξενυχτώ. Μες στις αιώνιες πληγές γραμμάτια κι επιταγές που ξεπληρώνω το πρωί στης μνήμης τη διαρροή. Ένα αεράκι μου χτυπά τις σκέψεις και μου τις τρυπά ακροβατώ στο πουθενά σε θαύματα αληθινά. Ρίχνω στο χώμα την ψυχή και την αφήνω μοναχή να περπατήσει σε γκρεμούς να λυτρωθεί στους χαλασμούς. Να ζεις με ό, τι είναι απλό μέσα στο χρόνο τον τυφλό να ακουμπάς στις φυλλωσιές και στου ονείρου τις δροσιές. ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΞΗΜΕΡΩΜΑ Το πρώτο μου ξημέρωμα το είδα στο φιλί σου τώρα η νύχτα με σκουντά, έξω αστράφτει και βροντά, γυμνός και μόνος τριγυρνώ μέσα στη φυλακή σου να βρω τα ίχνη μιας στιγμής στα όρια της παρακμής. Στους δρόμους μάσκες και κραυγές, ανόητες αγάπες μάγοι με δώρα κι αριθμούς εκπέμπουνε από σταθμούς κι εγώ συνέχεια να ζω μέσα σε αυταπάτες μέσα σε άστατο καιρό και σε τοπίο βροχερό. Θυμάσαι τότε που μαζί είχαμε περπατήσει στου έρωτα τις κορυφές και στου απείρου τις στροφές τότε που μόνοι μας εμείς είχαμε σταματήσει την εκβολή των ποταμών και την ευθεία των γραμμών. Όλα περνάνε γρήγορα και πίσω σε γυρίζουν τελειώσανε οι Κυριακές στη μνήμη μου ένας λεκές, της απουσίας οι φωνές τώρα με τραυματίζουν και το ποτήρι μου αδειανό κάτω από γκρίζο ουρανό. ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ Οι εποχές έχουν αλλάξει χαρακτήρα και οι ανάσες μαραζώνουν στο φιλί όλα σαρώνονται από οδοστρωτήρα λάσπες και σκόνες στου ονείρου το χαλί. Τα πρωινά κυκλοφορώ αρρωστημένος από του ήλιου τον παράξενο ιό τρέχω στην τέντα να κρυφτώ λαχανιασμένος και για την τύχη τ’ ουρανού αγωνιώ. Εφημερίδες απλωμένες στα σαλόνια με ροζ τηλέφωνα κι εξαίσιες καλλονές και στις βιτρίνες κάτι νέα παντελόνια που τα φοράς κι ανάβουνε οι ηδονές. Πόσο απότομα όλα έχουν αλλάξει οι δρόμοι γέμισαν αμάξια ακριβά και η ζωή σου επιπλέει στο μετάξι δείχνεις τα πόδια σου κι ας είναι και στραβά. Όλοι βολεύτηκαν στου κέρδους το κυνήγι κι οι ποιητές αυτοκτονούν ομαδικά όμως θυμήσου ότι ο καιρός ανοίγει θα ‘ρθει μια άνοιξη με φως κι ιδανικά. ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ Τα όνειρα δεν έχουν λογική είναι μια φλέβα δροσερή μες στο λιοπύρι δύο παγάκια σ’ ένα βρόμικο ποτήρι μια σοκολάτα βελγική. Τα όνειρα δεν έχουν φυλακή και δραπετεύουν σε καιρούς μαχαιρωμένους δίνουν ροή στους ποταμούς τους λερωμένους έχουν μορφή αγγελική. Τα όνειρα χαράζουν την αυγή μες σε δωμάτια υγρά και παγωμένα καταπατούν των εποχών τα εσκαμμένα με μιαν ανώδυνη κραυγή. Τα όνειρα χορεύουν στη βροχή γυμνά, ξυπόλητα και με χωρίς ομπρέλα ακροβατούν στου ουρανού την πασαρέλα δε νιώθουν ίχνος ενοχή. ΠΑΙΔΙ ΑΝΗΜΕΡΟ Τα μάτια του ωκεανού έχουν το χρώμα του κενού και της ψυχής σου η φωτιά έχει σβηστεί απ’ το νοτιά. Έχω ρυτίδες στο μυαλό ρίχνω τη μνήμη στο γιαλό έχω μπροστά μου ποταμό και της μορφής σου το χαμό. Οι εποχές αλλάξανε και πανικό μου τάξανε γυρεύω τα χαράματα της νιότης σου τα θαύματα. Το οργισμένο σου φιλί και της πνοής σου το γυαλί την τελευταία σου κραυγή πριν να σε χάσω την αυγή. Τώρα κοιμάσαι μοναχή στου ύπνου σου την ταραχή ξυπνάς μ’ ένα χαμόγελο σβησμένο και νωχελικό. Μην τον παιδεύεις τον καιρό κοίτα πώς τρέχει το νερό απ’ της ζωής το χείμαρρο γίνε παιδί ανήμερο. Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΟΥ Ένα εξαίσιο φθινόπωρο ανέτειλε μια μέρα και τις ρωγμές του χωρισμού τις σκέπασε η συννεφιά τώρα η κάμαρα γεμίζει με διάφανο αέρα και τ’ άρωμα του δειλινού μου διώχνει την κακοκεφιά. Ακούω ήχους βραδινούς και η ψυχρούλα με γιατρεύει πίσω απ’ το τζάμι μια ψιχάλα διακρίνεται θολά ο εαυτός σου είναι ο μόνος σύντροφος που σε λατρεύει όλοι οι έρωτες περνούν κι αφήνουν πίσω είδωλα. Στην ησυχία του μυαλού και στη γαλήνη της σελήνης θα βρεις τον ίσκιο της ψυχής και την ανάσα τα’ ουρανού όλα τα δίχτυα του καιρού μια τέτοια νύχτα να τα λύνεις και το πρωί να τα κρεμάς στα ύψη κάποιου γερανού. Ας τη ζωή σου να χυθεί μέσα στα πλάτη του αιώνα με μια βαρκούλα ν’ ανοιχτεί στις εκβολές του πουθενά να ανταμώσει τους νεκρούς και την αρχαία λεγεώνα να δει του μέλλοντος το φως και τ’ άστρα τα αληθινά. ΝΙΚΗΤΕΣ ΚΑΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ Ποιος να αρχίσει να μιλά τώρα που η ζωή κυλά μέσα σε φόβους και φωτιές, σε λάθη και αναποδιές. Είχα ακουμπήσει τη στιγμή μες στου καιρού την παρακμή τώρα ο χρόνος με νικά και του γυρεύω δανεικά. Ένα ανάπηρο παρόν και ένα στείρο παρελθόν το μέλλον άγνωστη φωνή μες στο μυαλό μου να θρηνεί. Μέχρι εδώ που φτάσαμε το φως μας αγοράσαμε με τόκους και γραμμάτια και σε φτηνά δωμάτια. Βαδίσαμε στη μοναξιά μες στου καπνού τη ρουφηξιά τους ύπνους μας γκρεμίσαμε και χαραυγές μυρίσαμε. Δώσαμε τόπο στην οργή και η ανάσα μας αργή παλέψαμε με τη σιωπή, η ήττα δεν είναι ντροπή. Κι όλοι αυτοί που κέρδισαν τις οφειλές τους μέτρησαν στης ιστορίας το χαρτί και στης ψυχής την αορτή. Όταν το αίμα σταματά να ρέει τα χαράματα βγες απ’ του νου τα τραύματα να δεις της γης τα θαύματα. ΣΕ ΘΥΜΑΜΑΙ Μες στ’ ουρανού την καταιγίδα σε θυμάμαι μ’ ένα μακό και μια ομίχλη στα μαλλιά τώρα στα δίχτυα του καιρού βαριά κοιμάμαι και υποφέρω στη μεγάλη αντηλιά. Όταν σε είδα φτερουγίσαν οι χαρές μου απογυμνώθηκα από τύψεις κι ενοχές και γεφυρώθηκαν όλες οι διαφορές μου με τους ανθρώπους και τις κρύες εποχές. Είχες την άνοιξη στα μάτια και τη δίψα που δίνει όραμα στις μέλλουσες γενιές και τα φιλιά σου τα σκοτάδια καταρρίψαν κι όλες τις δύσκολες του νου παραξενιές. Μα ξαφνικά όλα τα λόγια σου μαδήσαν ένα πρωί συννεφιασμένο και χλωμό τα βήματά μου τώρα πλέον συνηθίσαν να μ’ οδηγούν σε ένα όνειρο γυμνό. ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ Μέσα στου χρόνου τις δροσιές και τις φωτιές έριξα άγκυρα να δω τις ομορφιές που ξεπροβάλλουν σε πανάρχαια βιβλία και στων ματιών σου την υπαίθρια συναυλία. Βλέπω μπροστά μου των προγόνων τις μορφές και του Ολύμπου τις ψηλές τις κορυφές μια ναυμαχία στ’ ανοιχτά της Σαλαμίνας στην αγκαλιά σου αύριο αλλάζει ο μήνας. Έκανα στάση στο Θησείο για καφέ σ’ ένα υπόγειο μαγαζί χωρίς εφέ πήρα το δρόμο στην Ακρόπολη να φτάσω και στων χειλιών σου τον γκρεμό να ωριμάσω. Παντού αγάλματα να με κοιτούν κρυφά και να μου δίνουν τα κλειδιά τα ακριβά για ανοίξω τα χαρτιά της Ιστορίας να σε βαφτίσω στα νερά της Ικαρίας. Το παρελθόν να το κοιτάς χωρίς γυαλιά μέσα απ’ του νου και της ψυχής τη σιγαλιά και την αγάπη μου για σένα να την κλείνεις σ’ άδεια κελιά και στα στενά της Σαντορίνης. ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ Όταν ο άνθρωπος γερνά η άνοιξη τον τριγυρνά και του γεμίζει το μυαλό μ’ αρώματα απ’ το γιαλό. Του τυραννάει το κορμί και του γυρεύει αφορμή να τον πετάξει στα βαθιά να του ραγίσει την καρδιά. Έχει η άνοιξη το φως γίνεται φίλος κι αδερφός παραπλανεί τη λογική με μια εικόνα μαγική. Του Απρίλη τα καμώματα μοσχοβολούν αρώματα μπαίνουν στου νου την παρακμή και χρωματίζουν τη ρωγμή. Τις νύχτες που ‘ρχεται δροσιά απ’ τ’ ουρανού τη φυλλωσιά αναταράζει τις ψυχές και τις αφήνει μοναχές. Της ηλικίας το φιλί κυκλοφορεί σε ξένη αυλή παίζει παιχνίδια με το χθες κι έχει τις πόρτες του κλειστές. Όποιος γερνάει κρύβεται και στο μηδέν αφήνεται και απαρνιέται τις χαρές και τη ζωή του δυο φορές. Άσε το σώμα σου ανοιχτό στης άνοιξης το ουρλιαχτό να σου γιατρέψει τις πληγές και της καρδιάς τις αμυχές. ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Όλα έρχονται και πάνε και καθόλου δε ρωτάνε τα μικρά και τα μεγάλα τα κλεισμένα μες στη γυάλα τα παιδάκια στις πλατείες οι μοντέρνες πολιτείες. Τα καλύτερά μας χρόνια τυλιγμένα στα σεντόνια οι καλύτερές μας μέρες τρυπημένες από σφαίρες και στου χρόνου το μπαλκόνι ένας έφηβος να λιώνει. Όλα είναι μια ιδέα σε δωμάτιο δίχως θέα όλα έχουν κάποιο τέρμα δεν υπάρχει άλλο κέρμα. Οι αγάπες μας στενεύουν τα ποτάμια λιγοστεύουν και οι νύχτες με φεγγάρι κόλλησαν σ’ ένα φανάρι, κορναρίσματα και φρένα στου μυαλού σου την αρένα. Μαγαζιά, γραφεία, πιάτσες ετοιμόρροπες ταράτσες φωταψίες και λαμπιόνια είσαι ένα από τα πιόνια σ’ ολονύχτια παρτίδα και πιασμένος σε παγίδα. Όλα είναι μια ιδέα σε δωμάτιο δίχως θέα όλα έχουν κάποιο τέρμα δεν υπάρχει άλλο κέρμα. ΟΙ ΑΓΑΠΕΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ Οι αγάπες του χειμώνα έχουν ζάρες και ρυτίδες είναι κι άλλα όσα δεν είδες στην αυγή του νέου αιώνα. Ένας έφιππος βαρδάρης παρατάσσεται για μάχη τις ιδέες σου να πάρεις κα τις σκέψεις σου στη ράχη. Στα πεδία του πολέμου μια οσμή νεκρού ανέμου στους θαλάμους της ψυχής σου σιγολιώνεις μοναχή σου. Βγάλε τα φιλί στον ήλιο πες τον πόνο σου στο φίλο άπλωσε τις αντοχές σου να ανθίσουν οι πληγές σου. ΟΙ ΚΡΑΤΗΡΕΣ Έχεις μέσα σου κρυμμένο ένα όχι βολεμένο κι εγώ τζάμπα περιμένω της ανατολής το τρένο. Τα λιμάνια έχουν κλείσει τα παιδιά έχουν σιγήσει κι ο αέρας έχει αργήσει τη βρομιά να καθαρίσει. Μέσα μου έχω κρυμμένο τριαντάφυλλο ανθισμένο ένα κήπο σκαλισμένο ένα σύννεφο βρεγμένο. Στης καρδιάς σου τους κρατήρες τελειωμένοι αναπτήρες το χαμόγελο μου πήρες δεν υπάρχουνε σωτήρες. Τα ρολόγια χαλασμένα τα ρυάκια στερεμένα και τα νοίκια πληρωμένα απ’ της μοίρας τα γραμμένα. Στης καρδιάς μου τους κρατήρες φέγγουν ισχυροί λαμπτήρες είναι ανοιχτές οι θύρες περιμένουν οι μνηστήρες. ΑΠΩΛΕΙΕΣ Ο σκοτεινός ο ουρανός έχει σβηστά αστέρια ο μοναχός ο άνθρωπος στα στήθη του μαχαίρια. Τα νιάτα μας μεγάλωσαν, γερνάνε όπου να’ ναι οι έρωτες ναυάγησαν και πίσω δε γυρνάνε. Της νιότης μας η χαραυγή οδεύει προς τη δύση και το μικρό κυκλάμινο κοντεύει να μαδήσει. Δως μου να πιω απ’ το κρασί που οδηγεί στη λήθη να μπερδευτώ στης λησμονιάς τ’ αρχέγονα τα πλήθη. Οι χωρισμοί είναι πολλοί, οι απώλειες μεγάλες και των προγόνων οι φωνές σφραγίστηκαν στις γυάλες. Η Ιστορία μας νικά κι εμείς παροπλισμένοι εκλιπαρούμε τον καιρό- το μόνο που μας μένει. Τώρα διπρόσωποι θεοί κυκλοφορούν στους δρόμους με ανθοδέσμες και χορούς και ντύνονται τους νόμους. Σου βάζουν χρώμα στη ζωή, σου διώχνουν τα σκοτάδια και σε καλούν να τους δοθείς στα πιο χλωμά σου βράδια. Κι εγώ που γύρεψα φιλί έχω χορτάσει ψέμα με τυραννάει ο άνεμος, της λογικής το βλέμμα. Κλειστά τα περιθώρια, οι πόρτες κλειδωμένες και του κορμιού σου οι γραμμές φαντάζουν τώρα ξένες. ΑΝ ΜΕ ΠΡΟΛΑΒΕΙΣ Μέσα στα μάτια σου κυλάει η βροχή όλα ξεκίνησαν απόψε απ’ την αρχή τα κρύα λόγια άνοιξαν πανιά κάποιο καράβι φεύγει στις εννιά. Οι μέρες λίγες, τα λιμάνια είναι πολλά στην προκυμαία τα απόνερα θολά ένας διαβάτης κάποιον χαιρετά στρίβει στο δρόμο, χάνεται μετά. Είναι η ψύχρα της καρδιάς σαρωτική η μυρωδιά της άνοιξης μεθυστική αν με προλάβεις μάθε μου ξανά ν’ ανοίγω δρόμους μες στα δειλινά. Το φως του κόσμου μου χαλάει την πληγή τα μεσημέρια διαρκώς αιμορραγεί γυρίζω σπίτι, βγάζω τα κλειδιά η κάμαρά μου έβγαλε κλαδιά. Ο χρόνος είναι μια θυρίδα από στιγμές ένα γραμμάτιο που άφησε ρωγμές μια μελωδία, ένα ουρλιαχτό ένα σημάδι, ένα φυλαχτό. ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ Παραμονές του χωρισμού σε είδα κάτω στο λιμάνι σ’ ένα γραφείο τουρισμού και μ’ ένα κάτασπρο φουστάνι. Είχες στα μάτια τη δροσιά που ξετυλίγεται στα δάση σε περιμένουν τα νησιά κι ο ήλιος για να σε χορτάσει. Με μια βαλίτσα εφηβική και μ’ ένα ψέμα χαραγμένο στο μέτωπο και στην ψυχή αναζητάς το φως το ξένο. Κρατάς τα ναύλα σου σφιχτά μη σου τα πάρει ο αέρας και τα αυτιά σου ανοιχτά στα κορναρίσματα της μέρας. Δε με ακούς που σου μιλώ ύστερα από τόσα χρόνια μα η μορφή σου στο μυαλό ξανάφερε τα χελιδόνια. Η ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑ Η πίσω πόρτα της ζωής μου γνέφει κάθε βράδυ να ξαναβρώ τους έρωτες που έχουνε χαθεί πιάνομαι απ’ τη θάλασσα κι απ’ της αυγής το χάδι τα χρώματα της λογικής έχουνε τρελαθεί. Τα μάτια μου λικνίζονται στα βάθη της αβύσσου τα χέρια μου ακίνητα σκουριάζουν στο κενό το σφύριγμα της άνοιξης γυρεύει το φιλί σου κάποια φωνή ακούστηκε στο διπλανό στενό. Τα χρόνια έχουν πέρασμα στης μνήμης το συρτάρι ο φόβος εδραιώνεται στ’ αυλάκια του μυαλού παίρνω μια σκάλα ν’ ανεβώ στου νου μου το πατάρι να ατενίσω τις στιγμές που έφυγαν γι’ αλλού. Βλέπω θαμπά να με κοιτούν αιώνιες κοπέλες μ’ ένα μαντήλι κάτασπρο σαν να με χαιρετούν να δένουν την ανάσα μου με πορφυρές κορδέλες κι όλες μαζί με νόημα να με χειροκροτούν. Να ζεις με τα οράματα είναι χαμένος κόπος όλες οι ψευδαισθήσεις σου απότομα ξυπνούν το σήμερα που σ’ ακουμπά είναι καινούργιος τόπος μέσα στα φυλλοκάρδια σου οι ώρες ξαγρυπνούν. ΧΑΜΕΝΕΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ Τα αυτοκίνητα περνούν έξω απ’ το παράθυρό μου και τα τραντάγματα του δρόμου τον ύπνο μου διαπερνούν. Τηλέφωνα και αριθμοί περικυκλώσαν τη ζωή μου απώλεσα την ακοή μου μ’ έχουνε ζώσει υδρατμοί. Περίεργες αναφορές για τέρατα εργαστηρίων μα ο μικρός ο Καισαρίων θέλω να ζήσει δυο φορές. Μη με κοιτάς που σε κοιτώ η όρασή μου λιγοστεύει ένα χαμόγελο ληστεύει φθαρμένο και κατάκοιτο. ΕΝΑ ΚΡΥΟ ΑΕΡΑΚΙ Ένα κρύο αεράκι κάποιο ωραίο μεσημέρι μ’ επισκέφτηκε την ώρα που κοιτούσα μακριά να ξεφύγω απ’ του χρόνου την τρελή αποκριά να τραβήξω την ψυχή μου απ’ του κόσμου το λημέρι. Μ’ ένα φύσημα καθάρισε τους γκρίζους ουρανούς μου και διέλυσε καπνούς και την ομίχλη τη βαριά έβαλα στα όνειρά μου μια καινούργια κλειδαριά απ’ τις σκέψεις που φοβίζουν με απάλλαξε ο νους μου. Την ανάσα σου μη δίνεις στα ποτάμια της βενζίνης άφησέ την ν’ απλωθεί στα ανοιχτά ενός φιλιού είν’ ο έρωτας της φύσης σαν γλυκό του κουταλιού και ο ήλιος που ανατέλλει μια κραυγή δικαιοσύνης. Μου χαϊδεύει ο αέρας τις ευαίσθητες χορδές μου μου γκρεμίζει τα εμπόδια που ορθώνονται παντού τώρα όλες οι φωνές μου πρόθυμα μου απαντούν και στα πέρατα του κόσμου αντηχούν οι μυρωδιές μου. Αγναντεύω τους αιθέρες και το τέλος του χειμώνα μια οσμή καλοκαιριού αναδιπλώνεται στη γη μια διάφανη αγάπη σήμερα με οδηγεί στα μπαλκόνια του πλανήτη και στα σπλάχνα του αιώνα. ΧΑΡΑΚΙΕΣ Χαροπαλεύει ο αγέρας να κρατηθεί από το χθες ένας γλυκύς βραστός καφές που ξεθυμαίνει απ’ τα χρόνια κάτω από άστεγα μπαλκόνια. Και οι σημαίες στις ταράτσες να κυματίζουν σκυθρωπές ένα τραγούδι τώρα πες που παραστράτησε στα χιόνια και το σκεπάζουν με σεντόνια. Ό,τι κι αν πω δεν έχει αξία καταναλώνεται στο χθες αφού το μέλλον θες δε θες είναι γραμμένο σε βιβλία σε μια υπαίθρια συναυλία. Και η βροχή να μας σκεπάζει τους έρωτες τις Κυριακές τώρα που δύσκολα χαράζει συνήθισα τις χαρακιές μέσα στου νου τις φυλακές. ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ Η απουσία σου παράθυρα κλεισμένα, παρατημένα στις αναμνήσεις που σκεπάζουνε το νου, από παντού. Και στις πλατείες να σαπίζουνε ρολόγια, χολή τα λόγια που σου’ χα πει παραμονές του χωρισμού, τώρα είσαι αλλού. Εύκολα χάνεται ο άνθρωπος στη σκόνη, όταν πληρώνει τα ξένα λάθη σαν δικές του οφειλές, εσύ δε φταις. Όταν το φως του κόσμου σε τυφλώνει κρύψου στο σώμα σου, τυλίξου στο χαρτί όποιος κατάντησε να γίνεται το πιόνι είναι κομπάρσος σ’ ετοιμόρροπη γιορτή. Η μοναξιά φοβάται να μιλήσει, να ψιθυρίσει τώρα που άλλαξε ονόματα ο καιρός, άσε το πώς. Κι εγώ που θα ‘θελα τη γεύση απ’ το κορμί σου, απ’ το φιλί σου έχω ξεμείνει με τσιγάρα δανεικά κι ιδανικά. Να περιφέρομαι τα βράδια στο Παγκράτι, μ’ αυτό το κάτι που ‘χες αφήσει στο κορμί σου σαν ουλή, βρέχει πολύ. Η ΖΩΗ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ Ο ήλιος άπλωσε τα δίχτυα σ’ όλα τα πλάτη τ’ ουρανού να έχεις πάντα κατά νου ότι δεν κρύβεται η αλήθεια. Ένα ποτάμι με τυλίγει ορμητικό και βιαστικό όποιος ξορκίζει το κακό καινούργιους δίαυλους ανοίγει. Ας τη ζωή σου να κυλήσει σαν το ρυάκι στο βουνό χαράματα να ξεκινήσει χωρίς κανέναν να ρωτήσει θα βρει το δρόμο της θαρρώ. Η πόλη ντύνεται παρθένα με τα στολίδια του φιλιού μην κανονίσεις για αλλού εδώ έχει χώρο και για σένα. Μέσα στις πιο μικρές στιγμές μας τρέχει η αιώνια πηγή που θα ξυπνήσει την αυγή και θα γιατρέψει τις πληγές μας. Άσε το χρόνο να περάσει σαν τρένο δίχως προορισμό ένα ποτήρι να κεράσει να αγαπήσει και να χάσει στο τέλος θα βρεις λυτρωμό. ΤΟ ΦΙΛΙ ΠΟΥ ΜΟΥ ‘ΤΑΞΕΣ Χαράματα μες στο σταθμό να φέγγει ένα τρένο είναι μαρτύριο σκληρό και παραμύθι ξένο. Τη μέρα που γεννήθηκα φορτώθηκα τα λάθη και στο σχολείο μου ‘πανε κανείς να μην τα μάθει. Και τώρα περιφέρομαι σε δρόμους με βιτρίνες περίσσεψαν τα σίδερα καρφιά και λαμαρίνες. Ο ύπνος είναι λύτρωση η άνοιξη παγίδα και το φιλί που μου ‘ταξες ακόμα δεν το είδα. Τα βήματα στενεύουνε, η πόλη μεγαλώνει της μνήμης τα διόδια κανένας δεν πληρώνει. Όλα τα Σαββατόβραδα μου γνέφουν λυπημένα αρνήθηκα τον ίσκιο μου μήπως και βρω εσένα. Δώσε μου το μαντήλι σου να δέσω τη ζωή μου περίσσεψαν τα όχι σου, κύκλωσαν την ψυχή μου. ΤΟ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ Ένα τραγούδι μεθυσμένο χαροπαλεύει να σωθεί πρόσεξε να μη μολυνθεί απ’ τον αέρα τον πνιγμένο. Είχα ζητήσει απ’ τη ζωή μου να μου φερθεί ευγενικά τώρα σπασμένα ιδανικά πλημμύρισαν την αντοχή μου. Έξω στου κόσμου τις ταράτσες παραμονεύει το κενό κάτω από βρόμικο ουρανό η αγάπη παίζεται στις πιάτσες. Όταν η νύχτα δυναμώνει και λιγοστεύει το κρασί σκέψου πως δεν είσαι εσύ υπάρχουν κι άλλοι τώρα μόνοι. Παντού σειρήνες και μπαλόνια οι μάγκες δεν υπάρχουν πια και με σπασμένα τα κουπιά μας ταξιδεύουνε τα χρόνια. Εδώ που φτάσαμε δεν ξέρω εάν υπάρχει γυρισμός ένας απύθμενος γκρεμός τρέχω τη μάσκα μου να φέρω. Το παρά πέντε μας χωρίζει από το άγνωστο μετά γυρίζω τα χαράματα κι έχει αρχίσει να χιονίζει. Όταν η μέρα λιγοστεύει και μεγαλώνει η πυρκαγιά έφτασε η ώρα κι άντε γεια τώρα κανείς δε με πιστεύει. ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Ο έρωτας συνήθισε να ζει στη μοναξιά του την άρνηση αποστήθισε κι έχασε τη δροσιά του. Στο δρόμο αυτοκίνητα κορνάρουν μανιασμένα και τα παιδιά ακίνητα κοιτάζουν φοβισμένα. Οι πρόγονοι με σκούντηξαν για μια στιγμή στην πλάτη ένα δρομάκι μου ‘δειξαν στρωμένο με αλάτι. Όλα τα πέλαγα του νου τα ήσυχα ποτάμια έχουν το χρώμα τα’ ουρανού και λύνουν τα πλοκάμια. Κι αν η ζωή σού αρνήθηκε ένα κομμάτι δυόσμο αφέντρα είναι η θάλασσα αυτή κρατάει τον κόσμο. Η ΑΠΕΙΛΗ Μεσάνυχτα γυρεύω να σωθώ κλείνω το φόβο μου σ’ ένα παλιό συρτάρι βγάζω απ’ το πατάρι για να μην τρελαθώ κάτι παλιές στιγμές που ο χρόνος έχει πάρει. Στα μάτια σου δε βλέπω γυρισμό μονάχα ομίχλη και καπνό απ’ τα τσιγάρα τώρα με μια κιθάρα και κάποιο λυρισμό που μου απόμεινε ξορκίζω την κατάρα. Ο ύπνος μας συνέχεια αργεί κι η χαραυγή μας βρίσκει σ’ άλλα μέρη είναι το φως μαχαίρι και πάλι απ’ την αρχή θ’ αναζητήσουμε σκιά το μεσημέρι. Είναι ο καιρός μια πληρωμένη απειλή και η ανάγκη μας ένα παλιό πηγάδι που ξεχειλίζει με νερό όλο το βράδυ και το πρωί ξεραίνει την αυλή. ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ ΘΕΟΣ Τα όνειρα που ακουμπώ δε θέλουν χάδι και νερό πορεύονται στον πανικό και στον γκρεμό πηδάνε. Οι φυλακές μου είναι πολλές τα λόγια μου μαρμαρυγές κι εσύ ακόμα να μου λες πως οι πληγές πονάνε. Το ξεχασμένο μου φιλί λυτρώθηκε σε ξένη αυλή αφέθηκε στη χαραυγή και συνεχώς γερνάει. Τα μάτια σου είναι βραχνάς η άνοιξη κακός μπελάς σε βλέπω ακόμα να περνάς κι ο ίσκιος με νικάει. Ο νυχτωμένος ουρανός είναι μαρτύριο κι αδερφός κι εσύ ανέραστος θεός και της φωτιάς η χάρη. Να μπω στο σώμα σου ζητώ ν’ ανοίξω δρόμο στο κενό ένα τραγούδι να σου πω ο ύπνος να σε πάρει. Όποιος κοιμάται στα βαθιά χορεύει μες στην πυρκαγιά ανοίγει πλώρη και πανιά σε άγνωστα λιμάνια. ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΑ ΜΠΑΛΚΟΝΙΑ Της αγάπης τα μπαλκόνια γκρεμισμένα από χρόνια και τις νύχτες το φεγγάρι στέλνει δήμιους να σε πάρει. Το ένα χέρι μου στην τσέπη τ’ άλλο γνέφει τους χειμώνες μας καθήλωσαν τα πρέπει σε ανάπηρους αιώνες. Όποιος έχει μεγαλώσει στη φωτιά και έχει νιώσει την αγρύπνια στο πετσί του τη φαλτσάρει τη ζωή του. Όλα έχουν την τιμή τους σ’ ένα κόσμο που σφαδάζει και χαράζουν τη γραμμή τους στο χιονιά και στο αγιάζι. Τα καλύτερά μας βράδια είναι άδεια από χάδια έχουν τη σιωπή στο στόμα και της ερημιάς το χρώμα. Όταν γίνεσαι αντάρτης στου καιρού τ’ αποκαΐδια μοιάζεις σαν σκισμένος χάρτης πεταγμένος στα σκουπίδια. Είναι ο ύπνος μας φοβέρα το φιλί χαμένη βέρα και ο ήλιος μια παγίδα από τότε που τον είδα. Μ τον ίσκιο σου παρέα να χορεύεις τις αργίες του μυαλού σου τα ωραία θέλουν αίμα και θυσίες. ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ Οι αναμνήσεις του μυαλού είναι αγκάθια του καιρού ρίχνουν τα δίχτυα τους βαθιά κοιμούνται σ’ άλλην αγκαλιά. Όποιος τις ξέχασε νωρίς ζει το παρόν περιχαρής όποιος τις κρύβει στην καρδιά χάνει τη μέρα και πονά. Τις νύχτες βγαίνουνε κρυφά μέσα απ’ του ύπνου τα καρφιά πλανιούνται σ’ άγνωστες γωνιές στ’ άδεια δωμάτια του χθες. Το καρναβάλι του μυαλού μπάζει νερά από παντού παλεύει να βρει λυτρωμό στου έρωτά μας τον γκρεμό. Άσε τα μάτια σου ανοιχτά τ’ αυτιά σου έρμαια του νοτιά κοίτα τον ήλιο που γελά άκου το αίμα πώς κυλά. ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ Της μοναξιάς η φυλακή κυκλοφορεί περαστική βολτάρει σ’ άγνωστους σταθμούς και βγάζει στεναγμούς. Το παραμύθι της καρδιάς έχει τα φύλλα της νυχτιάς και τα κλειδιά της σιωπής πρόσεξε τι θα πεις. Όσοι μιλούν μπερδεύονται και στο μηδέν βολεύονται όσοι σωπαίνουν κολυμπούν μες στην αλήθεια και τολμούν. Αυτό το βράδυ το βαρύ η ανάσα μου αιμορραγεί ο φίλος γίνεται εχθρός κι η μνήμη ποταμός. Στη λαιμητόμο της ζωής ρίξε τα λόγια αν μπορείς δώσε το χέρι σου ψυχή ξεκίνα απ’ την αρχή. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Οι πεινασμένες μου φοβέρες έχουν τη γεύση του κρασιού κι εσύ το χρώμα κερασιού καθώς κυλούν αργά οι μέρες. Μου φέρνει ζάλη και ναυτία αυτό το φως της σκοτεινιάς παραμονή Πρωτοχρονιάς τα κέντρα θα ‘χουν πελατεία. Πέρασε ο χρόνος σαν μολύβι που το ‘σβησε κάποιο παιδί άραγε αύριο τι θα δει το σύννεφο όλα τα κρύβει. Εκεί στην άκρη της ερήμου θα βρει νερό ο ασκητής κι εγώ απόμεινα ληστής που λήστεψα όλη τη ζωή μου. Κοιμήθηκα πάνω στην πέτρα και στου αρχαγγέλου το φτερό έχει στερέψει το νερό τώρα τα σφάλματά σου μέτρα. Περπάτησα αποκομμένος απ’ του φιλιού σου την πηγή τώρα ΜΕΣ ΣΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ ΤΟ ΦΙΛΙ Μες στης ομίχλης το φιλί και στου ανέμου την πνοή θέλω να ζήσω καθώς ο χρόνος προσπερνά και μ’ απορίες με κερνά, τι να ζητήσω. Όλα γυρνάνε μες στο νου και στα πλοκάμια τα’ ουρανού και στο σκοτάδι με κυνηγάει η ζωή και μια ανώνυμη κραυγή κι αυτό το βράδυ. Έχω τα μάτια στο νοτιά και την πυξίδα στην καρδιά κι αυτό μου φτάνει όλα γυρίζουνε στο χθες, με κυνηγάνε ενοχές και πολισμάνοι. Το τελευταίο μου κρασί έχει τελειώσει και εσύ ακόμα λείπεις πού να γυρνάς, πού να πατάς, πού να γελάς, πού να σκορπάς το φως της λύπης. Οι καταιγίδες του μυαλού έχουν το χρώμα του καιρού και δε μιλάνε και οι ανάσες μου βαριές μέσα από κρότους και βρισιές παραπατάνε. Όποιος χορεύει στα βαθιά έχει τη μνήμη συντροφιά και την ξορκίζει και τα χαράματα γυρνά παρέα με την προσφυγιά και την ορίζει. Της απουσίας οι μορφές έχουνε γίνει οροφές σε ξένο σπίτι και της ψυχής τα σήματα εκπέμπουνε συνθήματα σ’ άλλον πλανήτη. Μην προσπεράσεις μοναχή του κάτω κόσμου την αυλή και τα λιβάδια πάρε νερό απ’ την πηγή μιαν ανθισμένη Κυριακή και λίγα χάδια. ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ Το πρώτο μου εισόδημα το έδεσα κομπόδεμα το πέταξα στη θάλασσα και με τον ήλιο μάλωσα. Του πλούτου οι αστροφεγγιές και της αγάπης οι μαγκιές είναι παιχνίδια δύσκολα χρειάζονται πρωτόκολλα. Μην ξεκινήσεις να πνιγείς στην επιφάνεια της γης προτίμησε τ’ απόνερα και της ψυχής τα όνειρα. Του νου τα παραπτώματα κοιμούνται σε πατώματα που τα φυσάει ο νοτιάς και το κλαδάκι μιας ιτιάς. Ο ουρανός είναι βαθύς τον ίσκιο του μη φοβηθείς κρύψου στα φανερώματα και στης αυγής τα χρώματα. Ο ΛΗΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ Έξω απ’ την πόρτα μου συχνάζει ένας ληστής που μένει ασύλληπτος εδώ και δυο αιώνες ήτανε κάποτε ακραίος υλιστής τώρα ετοιμάζεται να κάνει αρραβώνες. Με της ψυχής του την πανέμορφη θεά που την εγνώρισε μια νύχτα που χανόταν μες σ’ αριθμούς και στου μυαλού του τα βαθιά και τη στιγμή που στο κενό παραδινόταν. Την ερωτεύτηκε χωρίς να το σκεφτεί -αυτό συμβαίνει σε πολλούς απ’ τους ανθρώπους- κι όταν το χέρι της του έδωσε αυτή εκείνος βρέθηκε μεμιάς σε ξένους τόπους. Είδε του πνεύματος την καθαρή πηγή να αναβλύζει απ’ του χρόνου τα φαράγγια κι ένας αέρας κρύος να τον οδηγεί στης κάθαρσης τα πιο εξαίσια φεγγάρια. Περπάτησε μες στης ιδέας το βυθό και στης συγκίνησης τα άδεια μονοπάτια πρώτη φορά που βρήκε κάποιον βοηθό να του κολλήσει της ζωής του τα κομμάτια. Είναι η ψυχή σου του απείρου η δροσιά ο μόνος έρωτας που δε θα σε προδώσει προστάτεψέ την, βαλ’ της χάντρα θαλασσιά μη σου την πάρει η εποχή και στη λερώσει. ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ Στις γειτονιές του φεγγαριού σε είδα τα μεσάνυχτα να παίζεις μεθυσμένη μες στην παλάμη του χεριού αντίκρισα τη μοίρα σου να την κρατάς κλεισμένη. Οι παραισθήσεις του μυαλού κατάντησαν ρουτίνα τις βραδιές που σε γυρεύω να με γυρίζουνε αλλού σε εποχές της νιότης μου που χρόνια παζαρεύω. Η απουσία σου βαριά να πέφτει τους χειμώνες στην υγρή την κάμαρά μου την τελευταία μου ζαριά να ρίχνω το ξημέρωμα μέσα στα όνειρά μου. Να ακουμπώ στις χαραυγές και σε τοπία πρωινά που διώχνουν το σκοτάδι και οι ανάσες μου αργές ν’ αναζητούν το σώμα σου στης μνήμης το πηγάδι. ΑΜΥΝΑ Πόσο ν’ αντέξω να σε βλέπω να νικάς τις σκιές κυκλοφορώ και αντιστέκομαι στον κόσμο του χθες αλλοτριώνομαι με ψεύτικες εικόνες του νου το άγγιγμά σου με υψώνει στ’ ανοιχτά τ’ ουρανού. Κι αν η ανάσα μου μυρίζει αλκοόλ και σιωπή ευωδιάζει το φιλί μου και πλανιέται στη γη ξέρω πως αύριο η μέρα θα ‘ναι πιο δυνατή ξέρω πως ύστερα απ’ το τίποτα αρχίζει η ζωή. Παραμονεύουν οι στιγμές και δραπετεύει το φως απορημένα με κοιτάζεις να πλανιέμαι σκυφτός οι αμαρτίες που μας σώζουνε χορεύουν γυμνές παραπατώντας σε ανήθικους καιρούς κι ενοχές. Κι αν το τραγούδι μου κατάντησε κραυγή φονική είναι μια άμυνα που έπλασα τη νύχτα αυτή ίσως ακόμα να κρατιέμαι από ένα σκοινί ίσως το όνειρο χαϊδέψει του μυαλού την πληγή. ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ Το αύριο που σε καλεί δεν έχει τίποτα να πει μιλάει με νοήματα και με πλαστά συνθήματα. Ο χρόνος που σε προσπερνά με νικοτίνη σε κερνά του δίνεις τα μπαγάζια σου έχει τελειώσει η βάρδια σου. Οι νύχτες που σε ακουμπούν με υποψία σε κοιτούν κι εσύ καταναλώνεσαι στη μέθη και λυτρώνεσαι. Οι μέρες που σε οδηγούν σε δρόμους που αιμορραγούν σφυρίζουν αδιάφορα δεν έχουν άλλα λάφυρα. Όλα τελειώνουν, μην αργείς πάρε το χρώμα της οργής δως τη γροθιά σου στον καιρό να στάξει διάφανο νερό. ΤΟ ΣΑΡΑΚΙ Ένα τραγούδι σιγοκαίει απελπισμένο μέσα στης νύχτας την εξαίσια σιγή κι ο ουρανός από καιρό αιμορραγεί αυτό τον κόσμο τον κρατάνε μοιρασμένο. Πού ‘ναι τα λόγια σου, πού είναι η ψυχή σου σ’ αναζητώ σ’ όλους τους δρόμους του μυαλού το άγγιγμά σου αντανακλά τώρα αλλού κι εγώ ξοδεύομαι στη μέθη του Διονύσου. Είναι η ζωή ένα σαράκι που λιμνάζει μέσα σε βάλτους και σε κρύες αγκαλιές μέχρι ν’ ανθίσουνε ξανά οι μυγδαλιές θα πορευτώ στην ενοχή και στο αγιάζι. Η απουσία σου τραντάζει τη σελήνη και τα αστέρια συνεχώς λιμοκτονούν τα όνειρά μου με κοιτούν κι αυτοκτονούν βγάλε το βλέμμα σου από τη ναφθαλίνη. Ό, τι περάσαμε δεν είναι τελειωμένο είναι ένας κύκλος που συνέχεια γυρνά μέσα στη νιότη που ποτέ της δε γερνά σαν το κερί που ξενυχτά μισολιωμένο. ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ Θα περπατήσω μοναχός στης ερημιάς τα σκαλοπάτια και θα γκρεμίσω τα παλάτια που μου χαϊδεύουνε τα μάτια του εαυτού μου ξεναγός. Θα ταξιδέψω μια βραδιά σ’ όλα τα πλάτη της σελήνης κάτω από φως ασετιλίνης και στα λιβάδια της γαλήνης θα βγάλω ρίζες και κλαδιά. Θ’ ανέβω χίλιους ουρανούς που οδηγούν στην παραζάλη με ένα αδειανό μπουκάλι και μες στο μαύρο μου το χάλι θα εξηγώ τους οιωνούς. Θα ρητορεύω σε σταθμούς που ‘χουν ξεμείνει από τρένα και από σκουριασμένα φρένα θα λέω της μοίρας τα γραμμένα και της ζωής τους αριθμούς. Θα δραπετεύσω απ’ το μυαλό κι απ’ της ανάγκης τα λημέρια θα βρω της πλάνης τα ξεφτέρια και θα γεμίσω τα πανέρια με άνθη από το γιαλό. ΧΟΡΗΓΟΣ Οι ώρες μου είναι μικρές και οι ανάσες μου βαθιές παντού στο σώμα χαρακιές απ’ του καιρού το ξεροβόρι σαν της αγάπης το βαπόρι που ‘χει στην πλώρη του ρωγμές. Με πλησιάζει ο καπνός και του μυαλού ο κεραυνός τώρα απόμεινα γυμνός να αγναντεύω τους αιθέρες μέσα σε άρρωστες ημέρες η μνήμη μου ωκεανός. Έχουν περάσει οι χαρές από μπροστά μου δυο φορές και μου αφήσαν εκδορές στη λογική μου και στο δέρμα τώρα σκοράρω σ’ άδειο τέρμα και τριγυρνώ στις αγορές. Στα πεζοδρόμια του νου και στα στενά του ουρανού θα βρεις το χρώμα του κενού που θα σου βάψει τις ρυτίδες και θα σε ρίξει σε παγίδες παραμονή του δειλινού. Ήρθα και φεύγω μοναχός της ερημιάς μου οδηγός και του φιλιού μου χορηγός κοσμοκαλόγερος του χρόνου σφετεριστής χάρτινου θρόνου και της ψυχής μου ναυαγός. Η ΣΤΙΓΜΗ Κυκλοφορώ και σε θυμάμαι με το φεγγάρι στα μαλλιά θολώνει ο νους απ’ τα παλιά γυρεύει φως στην αντηλιά τώρα κρυώνω και φοβάμαι. Ο χρόνος σπάει την οθόνη και δραπετεύει στο παρόν αρρωστημένων ημερών και ετοιμόρροπων ωρών είναι τα ναύλα που πληρώνει. Η απουσία σου με πνίγει καθώς κοιτάω στα κλαδιά να ζευγαρώνουν δυο πουλιά θέλει κουράγιο η καρδιά τώρα που ο καιρός ανοίγει. Τι να τις κάνεις τις ιδέες σε τόσο δύσκολη εποχή είναι ανοιξιάτικη βροχή του έρωτα η ιαχή κάτω από βρόμικες σημαίες. Δως μου εκείνη τη στιγμή που ‘λαμψε στα μαλλιά σου ταξίδι σ’ άγονη γραμμή έμοιαζαν τα φιλιά σου κι ένα παιδί να μας κοιτά τότε που σε κρατούσα και τ’ ουρανού τα χρώματα θα ‘δινα αν μπορούσα. ΤΑ ΒΑΘΗ Μέσα στο φόβο κύλησε η μισή ζωή μου κρότοι, σφυρίγματα, σειρήνες, ουρλιαχτά τώρα τη βάρκα μου αφήνω στ’ ανοιχτά και δραπετεύω απ’ τη νύχτα της ερήμου. Ήσυχο πέλαγος απλώνεται μπροστά μου χάνουν τα ίχνη μου οι αργυραμοιβοί κοιτώ ψηλά του ουρανού την οροφή σπάω τα σίδερα ενός μικρού θαλάμου. Ένα αεράκι καθαρό με οδηγάει έξω απ’ του χρόνου τα ανίκητα σκυλιά παίρνω το Ζέφυρο και πάμε αγκαλιά, μέσα σε θαύματα ο νους μου κολυμπάει. Μετεωρίζομαι στου σύμπαντος τα ύψη με χαιρετούν των οριζόντων οι γραμμές πρώτη φορά που κάνω τέτοιες διαδρομές θέλει η μέρα με το φως της να μ’ αλείψει. Βγες απ’ της μοίρας σου το κοφτερό αγκάθι άκου στα δέντρα τα πουλιά πώς κελαηδούν όλα εδώ σ’ αυτή τη γη θα πληρωθούν είναι καιρός να δεις της θάλασσας τα βάθη. ΤΡΟΧΑΛΙΑ Περίσσεψε η μοναξιά βάζει στο νου μπουρλότο, δως μου να πιω μια ρουφηξιά απ’ της ψυχής σου τα φιλιά να δω του κόσμου τα σκαλιά τον έρωτα τον πρώτο. Παίρνω τους δρόμους κι είναι αργά χορεύει το σκοτάδι, πάω με βήματα γοργά να βρω τα ίχνη σου ξανά στου ουρανού το πουθενά και στης αυγής το χάδι. Της ερημιάς η πυρκαγιά αδέσποτη ζυγώνει βγάζει απ’ την τσέπη ένα σουγιά μου τον καρφώνει στην καρδιά και του κορμιού σου η μυρωδιά το σύμπαν χαρακώνει. Πού να ‘σαι τώρα, ποιος μπορεί το αύριο να πιάσει ψάχνω αιώνες να σε βρω την ώρα που χαράζει το όνομά σου συναντώ σε άσχετα βιβλία μα η μορφή σου τριγυρνά στης γης την τροχαλία. ΟΙ ΣΟΦΙΕΣ Μάτωσε ο χρόνος την αυλή μου στο δρόμο κάποιος ξενυχτά έχει σκουριάσει το φιλί μου σκόνες και λάσπες στο σκαλί μου, ακούω τώρα ουρλιαχτά. Του ουρανού οι ανηφόρες θα τις περάσω μοναχός έχουν στερέψει οι υδροφόρες με κυνηγάν χαμένες ώρες και του ανέμου ο αχός. Ό, τι περάσαμε κοιμάται μέσα στο στρώμα του καιρού όποιος τη μνήμη του φοβάται δεν έχει κάτι να θυμάται, ακούω το κλάμα ενός μωρού. Ρίξε τα δίχτυα σου στο τώρα μην την παιδεύεις τη ζωή μες στης φωτιάς το πυρ προχώρα δέξου της άνοιξης τα δώρα και του Απρίλη την πνοή. Άσε στην άκρη τις φοβίες πιες το νερό της λησμονιάς μάθε λιγάκι να πονάς στα πέλαγα να τριγυρνάς και στης ψυχής σου τις σοφίες. ΜΕ ΞΥΡΑΦΙ Έχουν περάσει δύο χρόνια μοναξιάς κάθε χαράματα γυρεύω το κορμί σου μέσα στα μπαρ και στα σκοτάδια της αβύσσου σ’ άδειες πλατείες, στον καπνό μιας ρουφηξιάς. Άστεγα όνειρα πλανιούνται σε σταθμούς και το ψιλόβροχο σκεπάζει τη ματιά μου με κυνηγάει η μυρωδιά ενός θαλάμου κι εσύ τα πάντα τα μετράς με αριθμούς. Ακολουθώ τα βήματά σου στα στενά σ’ όλους τους δρόμους που μυρίζουν υγρασία τώρα οι μέρες μου δεν έχουνε αξία τα καλοκαίρια μου δεν είναι φωτεινά. Χάνω τα ίχνη σου στου ήλιου το χορό και την ψυχή σου σε φεγγάρια αρρωστημένα πατάω κάτω μα παντού είναι βρεγμένα μέσα σε βάλτους και σε λάσπες προχωρώ. Ένα τραγούδι τελειωμένο με σκεπάζει και του καιρού μια πληρωμένη απειλή όποιος αγάπησε πικράθηκε πολύ και τη ζωή του με ξυράφι τη χαράζει. ΤΟ ΤΕΛΟΣ Περνάει γρήγορα η ζωή σαν τρένο ξεκίνησε ένα ανοιξιάτικο πρωί μ’ αρώματα και με του ανέμου την πνοή κάπου στο δρόμο έσπασε το φρένο. Όλα τελειώσαν ξαφνικά μια μέρα κανένας δε σε έψαξε για να σε βρει στον πάνω όροφο γεννιέται ένα παιδί μια πεταλούδα σκίζει τον αιθέρα. Ο ήλιος άπλωσε ξανά τα δίχτυα οι φοιτητές ερωτευμένοι περπατούν κανείς δε νοιάστηκε γι’ αυτούς που πια δε ζουν μη με ρωτάς ποια είναι η αλήθεια. ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Η ΠΛΗΓΗ Πέρασε η νύχτα σαν σκυλί μια ηλιαχτίδα με καλεί βγάζω στα δίχτυα μου το φως είναι χαράματα ακριβώς. Τρένα ξεκίνησαν γι’ αλλού έχω ξεχάσει προ πολλού πόσο κοστίζει η ζωή παίρνω βαθιά αναπνοή. Στις εκβολές του πουθενά θα δω τοπία αληθινά σπίτια, μπαλκόνια και αυλές και του φιλιού σου τις ουλές. Σε λίγο η πόλη ξεκινά να τυλιχτεί σ’ ένα βραχνά θα δέσω κόμπο τη σιωπή και του μυαλού μου το γιαπί. Άνθρωποι γρήγορα περνούν ρύποι, καπνοί με τριγυρνούν και του τσιγάρου η πυρκαγιά μ’ ακολουθεί σαν χαρακιά. Σ’ ένα καθρέφτη ακουμπώ βλέπω ένα πρόσωπο θαμπό που συνεχώς όλο γερνά ποιος το κορμί μου κυβερνά. Μέρα, αδέσποτη κραυγή και του αρχαγγέλου η πληγή δως μου το φως να γιατρευτώ απ’ του καιρού το ουρλιαχτό. ΑΠΑΤΗ Είναι ο κόσμος ένα άγνωστο σινάφι που κατακλύζει τα στενά της Ιστορίας κι εγώ απόμεινα αιώνες μες στο ράφι να κυνηγάω τη σκιά κάποιας Μαρίας. Το παρελθόν μου είναι μέσα στα πηγάδια και σε ποτάμια που περίεργα κοχλάζουν είπα να ρίξω στη ζωή μου παραγάδια αλλά οι καιροί είναι σκληροί και δεν αλλάζουν. Όλα τα πλήθη μες στα γήπεδα σφυρίζουν και μου χαλάνε τα καλύτερά μου βράδια το μέλλον μου και την ψυχή μου καθορίζουν κι εγώ ξοδεύομαι σκυμμένος σε τετράδια. Στην τηλεόραση φωνές βαλσαμωμένες μου λεν πως όλα στη ζωή μου είναι εντάξει αλλά οι θόρυβοι από σφαίρες πληρωμένες διασαλεύουνε του σύμπαντος την τάξη. Η Ιστορία είναι η τέχνη της απάτης κι ο εαυτός σου το γρανάζι που την τρέφει κι εγώ πλανιέμαι σαν χαμένος επιβάτης μες στο παρόν που τη ζωή μου καταστρέφει. ΑΣΠΡΟ ΑΙΜΑ Οι νύχτες μου ριγμένες μες στο θειάφι και η ζωή μου ξέμεινε στο ράφι περίεργα ηχεί κάποια σειρήνα τρυπάει του μυαλού μου τον πυρήνα. Στους δρόμους η βενζίνη με λερώνει η μέρα μού χρωστά και δεν πληρώνει ο ήλιος μού χαρίζει τη σκιά του κι ο κόσμος τη σκληρή τη φορεσιά του. Τα όνειρα φοβούνται να μιλήσουν κι όλο σχεδιάζουν να αυτομολήσουν μέσα στην κατανάλωση της πόλης κάτω από γκρεμισμένες Ακροπόλεις. Οι έρωτες ξοδεύτηκαν στο τώρα δεν έχω να τους δώσω άλλα δώρα μονάχα του κορμιού μου τις ρυτίδες είναι καιρός να ψάξουν για πατρίδες. Ό, τι κι αν πω κανείς δε με προσέχει έχω αρχίσει να κρυώνω απ’ το ψέμα μέσα στις φλέβες μου κυλάει άσπρο αίμα όλες οι ελπίδες μου ξεβράστηκαν σε ρέμα μόνο η γη ακόμα με αντέχει. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Ο χρόνος έφυγε και πίσω δε γυρίζει παντού φωτιές να τριγυρνάνε μοναχές το καλντερίμι του μυαλού μου έχει ραγίσει μόνο συντρίμμια και καπνούς μου ‘χει αφήσει και μες στον ύπνο μου ν’ ακούω ιαχές από κατάδικους που ζουν σε φυλακές και το ξημέρωμα πολύ έχει αργήσει. Τα περιθώρια στενεύουν και γυρεύουν να τους δοθώ χωρίς καμία αμοιβή μία στιγμή απ’ τη ζωή μου παζαρεύουν σε άδεια γήπεδα και δρόμους ρητορεύουν, παντού ανδρείκελα και αργυραμοιβοί να μου προτείνουν τη ζωή την ακριβή και οι ανάπηροι στα πάρκα να χορεύουν. Οι άνθρωποι που σου μιλάνε το ξέρεις πως δε σ’ αγαπάνε οι νύχτες σου είναι μεγάλες και τα όνειρά σου μες στις γυάλες. Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΣΟΥ Έχω ξεμείνει από τσιγάρα κι απ’ του φιλιού σου το κρασί σκοντάφτω πάνω σε τελάρα έξω από ένα μαγαζί. Και η μορφή σου τριγυρίζει μες στου μυαλού μου τα ρηχά μια αυταπάτη μοναχά και ένα ψέμα μου χαρίζει. Ο ουρανός είναι παγίδα το άρωμά σου πυρκαγιά θυμάμαι τότε που σε είδα στης νύχτας την αστροφεγγιά. Τώρα ανώφελα περνάνε τα χρόνια και οι εποχές με κυνηγάνε ενοχές και την ψυχή μου μού τρυπάνε. Αυτή την ώρα που φουντώνει της μοναξιάς μου το κερί μ’ εγκαταλείπουν οι καιροί κι η απουσία σου με λιώνει. ΑΝ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ Όλοι οι έρωτες περνούν και με νικάνε μου καταστρέφουν τα καλύτερά μου βράδια της απουσίας οι φωνές με κυνηγάνε έχω ξεμείνει από χαρές και από χάδια. Το τελευταίο μου αντίο σου ‘χα δώσει κάτω από άστρα κι από ουρανό βρεγμένο την άρνησή μου τότε σου’ χα παραδώσει και ένα μίσος που το έχεις φυλαγμένο. Αν με θυμάσαι δως μου κι άλλη ευκαιρία να αποδείξω της αγάπης μου το πλάτος ν’ απαλλαγώ απ’ του μυαλού μου τα θηρία να τιθασεύσω της ανάγκης μου το πάθος. Εκεί που βρίσκεσαι κανείς δε σε προσέχει παραπατάς στου πανικού την παραζάλη η ομορφιά σου τους αλήτες δεν αντέχει έλα να πιούμε απ’ το ίδιο το μπουκάλι. Η τελειότητα υπάρχει στα βιβλία και στου μυαλού μας το ακατέργαστο αγκάθι μάθε να ζεις με τη συγνώμη και τα λάθη για ν’ απολαύσεις της ζωής τη συναυλία. ΑΙΩΝΙΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ Μικρές χαρές και δύσκολες χορεύουν τις αργίες μες του καιρού την ταραχή του νου δημιουργίες. Ξύπνησα σήμερα νωρίς χωρίς καμιάν αιτία κοίταξα τον καθρέφτη μου κι αισθάνθηκα ναυτία. Άνοιξα το παράθυρο να δω το πεπρωμένο ο ουρανός είναι κλειστός δε θα σε περιμένω. Μ’ ένα καφέ ξεκίνησα το αύριο να πιάσω τα δίχτυα μου είναι μικρά και πάλι θα σε χάσω. Ο έρωτας τις Κυριακές φοβάται να μιλήσει βγάζει μια άναρθρη κραυγή μόνος θα προχωρήσει. Οι αντοχές μου ξέφτισαν στης μέρας τη συνήθεια κι οι νύχτες με πυροβολούν μου κρύβουν την αλήθεια. Κανένας δε γεννήθηκε αιώνιος αντάρτης ο χρόνος όλα τα νικά έχει αλλάξει ο χάρτης. ΟΙ ΣΩΤΗΡΕΣ Πάντοτε έβλεπα μπροστά μου ένα τέρμα να ‘μια κομπάρσος σ’ ένα ανώφελο παιχνίδι και ένας ήλιος να μου τυραννάει το δέρμα ηθοποιός σε ετοιμόρροπο σανίδι. Αυτά που ήθελα τα πήραν κάποιοι άλλοι τότε που νόμιζα πως είχα ακόμα χρόνο τώρα το χέρι μου πατάει τη σκανδάλη και ξενυχτώ στην Αφροδίτη και στον Κρόνο. Η τηλεόραση μου δείχνει ένα ψέμα και οι γιορτές μου βασανίζουνε τα μάτια αυτός ο κόσμος επιπλέει μες στο αίμα κι εγώ μαζεύω της ζωής μου τα κομμάτια. Έχουν αλλάξει οι γραμμές πάνω στους χάρτες έχω ξεχάσει να διαβάζω τ’ όνομά μου της Ιστορίας πονηροί παραχαράκτες έχουν εισβάλει στα καλύτερα όνειρά μου. Όποιος δεν πρόλαβε να γίνει αναβάτης στου εαυτού του τη δερμάτινη τη σέλα κάθεται πάνω σε μιαν αδειανή κασέλα και περιμένει τους σωτήρες της απάτης. ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΣΟΥ Η νύχτα μου ακροβατεί στου έρωτά σου το σκοινί το σκοτεινό μου παρελθόν έχει το χρώμα των βυθών. Όλες οι λέξεις μου φτηνές έχουν ξεμείνει στις ακτές και της ψυχής μου η φωτιά έκανε στάχτη τα χαρτιά. Ρίχνω κρασί στον ουρανό να τρέξει καθαρό νερό να ξεδιψάσουν οι τρελοί και το ανέραστο φιλί. Πιάνομαι απ’ τις χαραυγές κι από του ύπνου τις δροσιές να βρω του κόσμου την αρχή και των ματιών σου την πηγή. Άνοιξ’ το παραθύρι σου δως μου απ’ το ποτήρι σου να σου χαϊδεύω τις στιγμές να μου γλυκαίνεις τις ρωγμές. Ο ΧΡΟΝΟΣ Ο χρόνος είναι μια απάτη κοιμάται σ’ αδειανό κρεβάτι παίζει κρυφτό με τη ζωή μας και μας ληστεύει τη πνοή μας. Τις νύχτες έρχεται με μάσκα φοράει αντάρτικη τραγιάσκα μας παρασύρει σε παιχνίδια πάνω σε βρόμικα σανίδια. Ο χρόνος είναι μια απάτη μας έχει γυριστή την πλάτη αν δε του κάνεις το χατίρι θα σου ζητήσει χαρακίρι. Τη μέρα ντύνεται σατράπης πουλάει δώρα της αγάπης ένα τσιγάρο μας γυρεύει με τον καπνό του μας χαϊδεύει. Μην του γυρεύεις εξηγήσεις μονάχος σου να προχωρήσεις στου εαυτού σου τις αλάνες εκεί που δε χωράνε πλάνες. ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ Μ’ ένα τσιγάρο τελειωμένο και μ’ ένα αγκάθι στην καρδιά περιπλανιέμαι στα βαθιά και το καράβι περιμένω. Χάνω της άνοιξης τη δίψα ρίχνω τα δίχτυα μου στο χθες έχουν κρυφτεί οι μυρωδιές οι έρωτες με διαρρήξαν. Με τις βαλίτσες μου στον ώμο σ’ ένα λιμάνι της φυγής ψάχνω τα όρια άλλης γης και τη στεριά των παρανόμων. Ένα αεράκι μου τρυπάει τις κρύες φλέβες και το νου τα όνειρα με τυραννούν και η αγάπη με σκορπάει. Αύριο θα ‘ναι άλλη μέρα μου είχες πει κάποια φορά αλλά δε βλέπω διαφορά είναι ψυχρή η καλημέρα. Ο ΔΡΟΜΟΣ Ο δρόμος μου είναι μικρός και στη γωνία περιμένει ο έρωτας που ‘ναι νεκρός και της ελπίδας οι χαμένοι. Κοιτάω τους χαρταετούς που ανεμίζουν με καμάρι μα η ζωή μας σε νταμάρι λαξεύεται απ’ τους θνητούς. Ένα ανάπηρο φεγγάρι κυκλοφορεί σαν πειρατής μέσα στου ουρανού τη χάρη της μοναξιάς μου δωρητής. Και στους αιθέρες να παλεύει να βρει τον ίσκιο του το φως του εαυτού μου αδερφός τη νύχτα μου διασαλεύει. Όταν ο δρόμος σου στενεύει κι ασφυκτιούν οι αντοχές μέσα σε πλάνες εποχές μη με ρωτάς τι σου συνέβη άσε το αίμα σου ν’ ανέβει μες στου φιλιού σου τις βροχές. ΑΠΟΜΕΙΝΑ Απόμεινα να περπατώ με ένα έλκηθρο στην πλάτη χωρίς του κόσμου το αλάτι το νου μου να καταπατώ. Απόμεινα οδηγητής μιας λεγεώνας απομάχων και του μυαλού μου τρυγητής και περιπατητής των βράχων. Απόμεινα ένας φτωχός ασήμαντος καραβοκύρης να δραπετεύω με τριήρεις για το μηδέν ολοταχώς. Απόμεινα χωρίς φτερά στου ουρανού μου το κυνήγι και κάτι λόγια καυτερά να μου δημιουργούνε ρίγη. Απόμεινες μία θεά διπρόσωπη χωρίς πατρίδα την ομορφιά σου εγώ την είδα τώρα κοιμάσαι στα βαθιά. ΟΤΑΝ Όταν προλάβεις να με δεις μες στου μυαλού σου το ξυράφι πρόσεξε να μην τρελαθείς από του ίσκιου σου τα λάθη. Αν μ’ αγαπήσεις μια βραδιά με προβολείς που σε τυφλώνουν βρες της ψυχής σου τα κλειδιά και τις γραμμές που σε θολώνουν. Όταν ξεγράψεις τα παλιά που σου ταλαιπωρούν τη σκέψη βγάλε στο φως σου τα φιλιά το χάδι σου να με ληστέψει. Αν έχεις χρόνο και φωτιά στου εαυτού σου το πηγάδι δως μου να πιω τη μυρωδιά και ας βρεθώ μετά στον Άδη. Πάντως να ξέρεις πως μπορώ αιώνια να περιμένω απ’ την ελπίδα σου ανασαίνω στον κόσμο τον παράφορο. ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ Ένα χαμόγελο μου βύθισε τα μάτια μέσα στου χρόνου τα αμέτρητα κομμάτια δεν έχει ρίζες η ζωή για να πιαστούμε μονάχα πάγια πολλά να της χρωστούμε. Όταν μου γέλασες αλλάξαν οι τροχιές μου και με ταξίδεψαν αλλού οι εποχές μου είδα στα μάτια σου τη λάμψη της σελήνης μια τέτοια νύχτα την αγάπη σου να λύνεις. Μου χαμογέλασες χωρίς καμιάν αιτία και ήμουν έτοιμος να κάνω πειρατεία στης ομορφιάς σου την ανείπωτη γαλήνη και στου μυαλού μου την παντοτινή οδύνη. Αυτό το γέλιο σου με πνίγει κάθε βράδυ όταν μπερδεύομαι στου νου μου το υφάδι άραγε τώρα να γελάς ή να σωπαίνεις σε ποια ανόητη αγκαλιά ν’ αργοπεθαίνεις. Ο χρόνος όλα τα νικά να το θυμάσαι ένα σημάδι σου ζητώ όπου και να ‘σαι μας έχουν πνίξει οι καπνοί και τα φουγάρα δως μου νερό από την έρημο Σαχάρα. ΑΥΤΗ Η ΠΟΛΗ Αυτή η πόλη κάθε βράδυ μ’ αρρωσταίνει ρίχνει νερό μες στο κρασί της εφηβείας σ’ άλλα τοπία και σε δρόμους με πηγαίνει και μου χαρίζει ένα σύνδρομο φοβίας. Βγάζει στη φόρα αθεράπευτες αγάπες έχει τον τρόπο της να με κατασκοπεύει με προκαλεί επιδεικνύοντας τις γάμπες αλλά στο τέλος με τον ίσκιο της χορεύει. Μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω να της χαϊδέψω τα μεταξωτά μαλλιά της με την αδέσποτη ματιά της να μεθύσω καθώς λικνίζει την κατάλευκη κοιλιά της. Βγάζει για λίγο τη λιτή τη φορεσιά της κι απογειώνομαι σε άλλους γαλαξίες γίνομαι απότομα σατράπης ασιάτης κι απογυμνώνομαι από ήθη και αξίες. Μάταιος κόπος να γυρνάς στα περασμένα όλα τα ίχνη σου έχουνε ξεθωριάσει και η Ελένη που ζητάς σ’ έχει ξεχάσει άλλαξε πόλη ή περπάτα στα καμένα. ΟΣΟΙ ΑΝΤΕΧΟΥΝΕ Όσοι ακόμα αντέχουνε της νιότης το ξυράφι παίζουν κρυφτό με τον καιρό και πίνουν καθαρό νερό τη λογική τους την πετούν σε αδειανό χωράφι κάνουν βουτιές μες στα βαθιά και στ’ ουρανού τη μυρωδιά. Γυρεύουν τα χαράματα της άνοιξης το χρώμα παραπατούν σε φυλλωσιές, τρυγούν της γης τις κερασιές παιχνίδια δύσκολα, κοιμούνται σ’ άδειο στρώμα κι όταν εκτροχιάζονται, όλοι μαζί δικάζονται. Έχουν στα μάτια μια λευκή αθώα πεταλούδα κι όταν αρχίζουν να μιλούν τα σύμπαντα αντιλαλούν ποτέ τους δε θα δώσουνε φιλί σαν του Ιούδα θα πορευτούν στη μοναξιά, στης χαραυγής τη ρουφηξιά. Οι νύχτες τους αγιάζονται στα πλάτη της σελήνης οι μέρες τους είναι βαριές και οι ανάσες τους αργές έχουνε βρει το μυστικό φάρμακο της γαλήνης ακόμα αλητεύουνε, με τη φωτιά χορεύουνε. ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ Ο ήλιος έριξε παντού την ομορφιά του ένα αεράκι μου κουνάει τις κεραίες βλέπω στο δρόμο να λικνίζονται παρέες και το μυαλό μου θρυμματίζει τα καρφιά του. Η μέρα σήμερα φορτώθηκε τη λάμψη που ‘χε απαγάγει ο χειμώνας δύο μήνες τα συννεφάκια μοιάζουνε με ζελατίνες και η ψυχή μου είναι έτοιμη να κλάψει. Οι μυροφόρες του Απρίλη ήρθαν πάλι κι η πλάση γέμισε ευωδιές και αυταπάτες στους ουρανούς ερωτευμένοι ποδηλάτες δίνουν παράσταση πατώντας το πετάλι. Τα ζευγαράκια ξαναβρήκαν τα φιλιά τους κι απογειώνονται στου σύμπαντος τα ύψη απ’ τη ματιά τους τώρα φύγανε οι γύψοι κι ένα γαρύφαλλο φυτρώνει στα μαλλιά τους. Εκεί που λες πως είναι όλα τελειωμένα έρχεται η άνοιξη κρυφά να σε ξυπνήσει μ’ ένα χαμόγελο κρυφό θα σε ραντίσει και θα σου πλύνει της ζωής τα λερωμένα. ΤΑ ΣΦΑΓΕΙΑ Του κόσμου όλου τα στολίδια αντανακλούν στην ομορφιά σου μα είναι κλειστά τα σύνορά σου κι εγώ απόμεινα στα ίδια. Με κυνηγάνε της απάτης δύο κατάλευκα σεντόνια που ξεθωριάζουν με τα χρόνια του εαυτού μου κωπηλάτης. Ο ήλιος μου συνέχεια σβήνει απ’ του καιρού την τυραννία με κατατρέχει μια μανία και του χειμώνα το μπουρίνι. Σε ακουμπώ μα δε με βλέπεις έχεις το βλέμμα σου στραμμένο σε ένα όνειρο βαμμένο και τη ζωή σου καταστρέφεις. Τ’ ασθενοφόρα με σειρήνες έξω απ’ την πόρτα μου περνάνε στα ναυπηγεία ξεψυχάνε των καραβιών οι λαμαρίνες. Είναι του έρωτα η γλύκα μια συνεχής αιμορραγία που καταλήγει τα σφαγεία και στους προθάλαμους του ΙΚΑ. ΓΥΡΝΑ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ Οι πολιτείες πιάνονται στου κόσμου την απόχη κι ο έρωτάς μου χάνεται σε κάθε πρωτοβρόχι. Τα μαγαζιά είναι κλειστά, οι δρόμοι νυσταγμένοι και του κορμιού μου η φωτιά στη στάχτη στοιβαγμένη. Ανάπηρα αυτοκίνητα κυκλοφορούν τις νύχτες της νιότης σου τις ενοχές στις ρόδες τώρα ρίχτες. Κυκλώθηκαν τα όνειρα από φευγάτους μήνες κι εσύ απλά αμύνεσαι με χάπια κι ασπιρίνες. Οι ώρες περιφέρονται αδέσποτες και μόνες μες στου αιώνα τη σκουριά και πέφτουν σε τυφώνες. Οι εποχές αλλιώτικες γυρίζουν το κεφάλι και με αφήνουν ναυαγό στου νου μου την κραιπάλη. Σειρήνες, περιπολικά, κραυγές κι ασθενοφόρα με επισκέπτονται συχνά μετά από κάθε μπόρα. Σ’ ένα δωμάτιο κλειστό σε ψάχνω τις αργίες και στα πανό της μοναξιάς σ’ όλες τις απεργίες. Γύρνα την πλάτη στον καιρό κοίτα πώς τρέχει το νερό απ’ της ψυχής μου την πηγή η βάρκα μου σε οδηγεί στου σύμπαντος τη χαραυγή. ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΩ Βγήκα στο φως να γιατρευτώ απ’ τις πληγές του κόσμου τον ήλιο σου να ονειρευτώ μονάχος μου να περπατώ να δω το μέλλον μπρος μου. Έπεσα πάνω σε βουνά σ’ εμπόδια, σε φράχτες σε μονοπάτια ορεινά στα δίχτυα τα νυχτερινά και σε σβησμένους χάρτες. Αντίκρισα μια θάλασσα γεμάτη με κηλίδες την όρασή μου έχασα το όνομά μου ξέχασα κι έπεσα σε παγίδες. Τα σύννεφα με σκέπασαν μ’ έριξαν σε σκοτάδια οι άνεμοι με φύσηξαν μαύροι καπνοί μου χίμηξαν της μνήμης τα κοπάδια. Όλα μου αντιστέκονται και στο μυαλό μου μπλέκονται κι οι έρωτες κατάντησαν ένα χαμένο τρένο χωρίς τροχιές και φρένο, τώρα τι περιμένω. ΜΝΗΜΗ Μες στις νύχτες και στις μέρες η οσμή σου τριγυρνά μου γιατρεύει τις φοβέρες την ψυχή διαπερνά. Τα μαλλιά σου κυματίζουν στου αιθέρα τις στροφές στο κενό μ’ αιχμαλωτίζουν και στου νου τις κορυφές. Τα καλύτερά μας χρόνια τα περάσαμε μαζί δε γυρνούν τα χελιδόνια δεν αλλάζει η ζωή. Στους ατέλειωτους τους δρόμους το κορμί σου είναι εκεί του μυαλού τους διαδρόμους στο ποτήρι απ’ το ρακί. Η ματιά σου αργοσαλεύει σε τοπία βραδινά την καρδιά μου γαληνεύει με γεμίζει δειλινά. Ό, τι πέρασε κοιμάται στου καιρού τη λησμονιά μα αυτός που τα θυμάται βγαίνει απ’ την παγωνιά. ΗΘΕΛΑ Ήθελα να ‘σουνα εδώ να μου χαϊδεύεις τις ημέρες να μου γλυκαίνεις τις φοβέρες να με κοιτάς εκστατικά να μου μιλάς με μυστικά να αντηχήσουν οι αιθέρες. Ήθελα να ‘μαστε μαζί ν’ ακούσω πάλι τη φωνή σου να ξοδευτώ στην ηδονή σου να μου κρατήσεις τη ζωή να με γεμίσεις με πνοή να γίνω φως χαμένης νήσου. Ήθελα να ‘σουνα παντού σ’ όλα τα πλάτη του πλανήτη μέσα στο άδειο μου το σπίτι στην πολυθρόνα την παλιά και στης καρδιάς μου τη φωλιά στην νύχτας τον αποσπερίτη. ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ Ο ουρανός είναι βαρύς ακόμα μετά από τη νεροποντή τα λόγια σου τα ρίξανε στο χώμα ακούω πάλι μια βροντή. Ο πάνω κόσμος σ’ έχει απαγάγει σε ψάχνω σ’ όλες τις κραυγές στις λιμνοθάλασσες και στα πελάγη και στις ανέλπιστες βροχές. Ένα τοπίο γκρι και μολυβένιο πάει ασορτί με την ψυχή της μοναξιάς μου έρχεται το τρένο το σφύριγμά του αντηχεί. Μια υγρασία μπαίνει στα οστά μου και με γεμίζει με πληγές το όραμά σου έρχεται μπροστά μου μα είναι σκληρές οι εποχές. Η λάσπη του αιώνα με τυλίγει και του καιρού η απονιά από παλιά κερδίζανε οι λίγοι οι άλλοι μέναν στη γωνιά. ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ Έξω φυσάει και η νύχτα με κυκλώνει μία σημαία κατεβαίνει απ’ τον ιστό πίνω το νέκταρ της σιωπής να ξεχαστώ και ταξιδεύω στου καιρού τ’ άδειο βαγόνι. Παντού σκιές να με κοιτούν με υποψία και να μου δείχνουν το κορμί τους το γυμνό κι εγώ ρουφάω του τσιγάρου τον καπνό δίνω το χέρι μα δεν παίρνω χειραψία. Γκρίζα δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων και καλοκαίρια βουτηγμένα στο ποτό είναι τα λάφυρα που τώρα παρατώ στ’ άδεια τραπέζια των δημόσιων χειρουργείων. Η πόλη βάφεται με χρώματα φθαρμένα και κάνει πιάτσα σ’ αγορές και σε σταθμούς έχει μπλεχτεί στης ηδονής τους αριθμούς τα όνειρά της είναι χιλιοφορεμένα. Πού ν’ ακουμπήσω της ψυχής μου τα κομμάτια να τα μετρήσω πάλι γι’ άλλη μια φορά μισοτιμής να τα πουλήσω προσφορά ν’ απαλλαγώ από της μνήμης τα γραμμάτια. ΕΧΩ ΑΡΓΗΣΕΙ Οι νύχτες μου τυφλά με οδηγούν στου χρόνου τα πηγάδια κι οι έρωτές μου πάντα ναυαγούν σε αδειανά κρεβάτια. Γεννήθηκα με μια βαθιά ουλή στο μέτωπο και τώρα ζητάω από το χθες αναβολή κι απ’ του καιρού την μπόρα. Οι δρόμοι μ’ οδηγούν στο πουθενά μου δείχνουν τις πληγές τους τα φώτα τους δεν είναι αληθινά ούτε κι οι αντοχές τους. Τα όνειρα γυρεύουν συνοδό για να τα ξεναγήσει κι εγώ που θέλω να σε ξαναδώ έχω πολύ αργήσει. Όπου και να κοιτάξω παντού γυαλιά σπασμένα χορεύω σ’ άδειες πόλεις σε σπίτια γκρεμισμένα. ΣΤΑ ΣΗΜΕΙΑ Δεν έχω πίκρες να θυμάμαι ούτε χαρές περαστικές τον εαυτό μας κουβαλάμε μέσα σε μέρες δωρικές. Έχω ξεμείνει από ώρα στης ερημιάς μου το σκαμνί κι όλοι οι μάγοι με τα δώρα ποζάρουνε τώρα γυμνοί. Της νιότης μου τις παραλίες από απόσταση τις είδα σε πληρωμένες αγγελίες ψάχνω να βρω καμιά πατρίδα. Μονάχα σκόνη στα παπούτσια απ’ του καιρού την πληρωμή φτύνω της μοίρας τα κουκούτσια δεν έχει άλλη διαδρομή. Ο χρόνος ρίχνει τη σκιά του και ζει μες στην παρανομία αν του ζητήσεις εξηγήσεις θα σε νικήσει στα σημεία. ΑΝΩΦΕΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Τα μεσημέρια σε ζητάω μέσα στου ήλιου τα πλοκάμια στου θόρυβου την παραζάλη και στης ανίας τα ποτάμια. Τις χαραυγές σε ξαναβρίσκω στους πυροβολημένους στίχους στ’ άδεια πακέτα απ’ τα τσιγάρα στου σύμπαντος τους κρύους ήχους. Τις καθημερινές σε χάνω μέσα στου κόσμου τις συνήθειες στο καυσαέριο της πόλης και στου καιρού μας τις αλήθειες. Τις Κυριακές σε συναντάω στα πάρκα και στις λεωφόρους μες των γηπέδων τις εξέδρες και στους πλανόδιους εμπόρους. Αυτό το ανώφελο παιχνίδι θα συνεχίζεται για πάντα ακροβατείς σ’ ένα σανίδι κι εγώ κοντεύω τα σαράντα. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑ Μια φυσαρμόνικα ακούω μέσα στης νύχτας τα σαγόνια με κυνηγάνε άδεια χρόνια και της αγάπης τα βαγόνια. Αυτά που ήθελα να ζήσω με προσπεράσαν με μανία με κοίταξαν με ειρωνεία και με στριμώξαν στη γωνία. Βλέπω του κόσμου τα σκοτάδια να πυρπολούνται στο φεγγάρι κι εγώ σηκώνω ακόμα βάρη απ’ της ζωής μου το νταμάρι. Αυτά που ήθελα να κάνω σκοντάψανε σ’ ένα χαντάκι μοιάζω με άβγαλτο παιδάκι που το σαπίζει το σαράκι. Ο χρόνος μού ‘κλεισε το μάτι μου ‘πε να τον ακολουθήσω μα δεν μπορώ να συνηθίσω το αδειανό μου το κρεβάτι. Η ΠΥΡΚΑΓΙΑ Η πόρτα σου είναι κλειστή κι ο νους μου έχει κουραστεί συλλογισμούς να κάνει κρατάς στο χέρι τα κλειδιά και δραπετεύεις στα βαθιά μ’ ένα καρό φουστάνι. Χάνεσαι μέσα στο παρόν στα σταυροδρόμια των πυρών στου χρόνου το αγιάζι τα σύνορα είναι κλειστά και τα φεγγάρια άρρωστα το φως τους με κουράζει. Σ’ αναζητώ στις φυλλωσιές στης μοναξιάς μου τις δροσιές και στης αυγής το χάδι μα το κορμί σου είναι αλλού στα θρύψαλα ενός γυαλιού στης νύχτας το σκοτάδι. Βγαίνω στου κόσμου τη στεριά στου ουρανού την ξαστεριά κρατώντας την απόχη πέφτω σε άγνωστα βουνά σε μονοπάτια ορεινά και στου καιρού το όχι. ΟΙ ΝΙΠΤΗΡΕΣ Όλα κυλούν σε μια περίεργη οθόνη κι ο ουρανός μου έχει αρχίσει να κρυώνει το πρόσωπό μου άλλαξε χίλιες μορφές το ‘χει τυλίξει ένα τεράστιο σεντόνι. Η προκυμαία είναι άδεια από πλοία ποιος ξέρει τώρα πού να είναι η Ιουλία μία σταγόνα παγωμένη μ’ ακουμπά κι εγώ γυρίζω στου καιρού την τροχαλία. Οι περασμένες εποχές μ’ ακολουθούνε και σ’ ένα πάρτυ με τη μοίρα με ωθούνε βλέπω του κόσμου τις γωνιές όλες κλειστές οι υποσχέσεις σου κοντεύουν να χαθούνε. Οι δρόμοι ρίχνονται στα χείλη της ασφάλτου και το μυαλό μου στα νερά βρόμικου βάλτου οι αρτηρίες της ζωής έχουν κοπεί και η ελπίδα μια βουτιά μάταιου σάλτου. Όταν το αίμα ρέει άφθονο στη γη και η ανάσα σου μυρίζει υποταγή μην περιμένεις τους θεούς και τους σωτήρες πλύνε τα λάθη σου στου νου σου τους νιπτήρες. ΦΕΥΓΩ ΜΟΝΟΣ Χάλκινα λόγια προμηνύουν καταιγίδα Σάββατο βράδυ γυροφέρνω τις πλατείες ο ουρανός έχει γεμίσει αμαρτίες τέσσερις μήνες και ακόμα δε σε είδα. Βαριά αμάξια κουβαλάνε τη σκουριά τους ένα παιδάκι ζητιανεύει στα φανάρια την ευτυχία μας την παίξανε στα ζάρια και οι καιροί μάς δίνουνε τη μαχαιριά τους. Κόκκινα σύννεφα σκεπάζουν πολιτείες λάσπες, απόβλητα, καπνοί από φουγάρα έχουν τελειώσει οι χαρές και τα τσιγάρα και το μυαλό μου ετοιμάζει πειρατείες. Μέσα στη νύχτα το αγιάζι με τυλίγει έχω ξεμείνει μ’ έναν ίσκιο στην παλάμη όλα γυρίζουνε στου έρωτα την πλάνη κι όσοι μιλάνε με τ’ αστέρια είναι λίγοι. Ήρθα στον κόσμο μοναχός και φεύγω μόνος ποιος θα μαζέψει τα κομμάτια μου στο σύμπαν τα ίχνη σου απ’ τη ζωή μου πάντα λείπαν μπροστά μου ανοίγεται ένας σκαμμένος δρόμος. ΝΑΥΤΙΑ Ο ουρανός ακροβατεί σ’ ένα αστέρι κάτι πλανόδιοι μεθυσμένοι μου μιλάνε με χειρουργεί της μοναξιάς μου το νυστέρι οι ποταμοί στην πλάτη τους με κουβαλάνε. Νύχτες βαριές που ξενυχτούν στην προκυμαία φώτα περίεργα σταθμεύουν στη ζωή μου ένας ιστός υψώνεται χωρίς σημαία και η μορφή σου δε χωράει στη θύμησή μου. Κρύα χαμόγελα με πιάνουν απ’ το χέρι σ’ ένα δωμάτιο φτηνό απόψε μένω η λογική μου με καρφώνει σαν μαχαίρι μιαν ανοιξιάτικη Δευτέρα περιμένω. Τζάμια σπασμένα στου μυαλού μου το ξυράφι άστεγα όνειρα γυρεύουν προστασία ο εαυτός μου τα κομμάτια καταγράφει και το ταβάνι στάζει μούχλα κι υγρασία. Ό, τι περάσαμε τυλίγεται στη σκόνη γράφω ποιήματα χωρίς καμιάν αιτία οι έρωτές μου κρεμαστήκαν στην αγχόνη και υποφέρω απ’ του χρόνου τη ναυτία. ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ Όλα γυρίζουν μες στο ψέμα και την πλάνη κι εγώ που ήθελα να ζήσω δυο φορές μου ‘χει τελειώσει της ψυχής μου το μελάνι ακροβατώ στης λογικής μου το ταβάνι και στους προφήτες δίνω αναφορές. Τα Σαββατόβραδα κλειδώνομαι στο σπίτι και τις αργίες τριγυρνώ στα μαγαζιά παίρνω παρέα μου το νου μου τον αλήτη κι ένα βιβλίο με ποιήματα του Ελύτη και το διαβάζω μες στην ερημιά. Μέσα στου κόσμου τη θολούρα κολυμπάω και απαρνιέμαι τη ζωή μου δυο φορές σε μιαν αδέσποτη αγάπη ακουμπάω τώρα τις μέρες μου στο πάτωμα χτυπάω και τις λυτρώνω απ’ τις συμφορές. Το παρελθόν μου είναι κρύα καλοκαίρια και οι χειμώνες μου ζεστοί σαν πυρκαγιά κι εγώ που είχα καθαρά πάντα τα χέρια σαν δυο κατάλευκα ωραία περιστέρια μου τα ‘χουν βάψει με φριχτή μπογιά. Δες στον καθρέφτη σου το πρόσωπό σου τώρα ακόμα αντέχεις, είσαι ζωντανός να ανατρέψεις τη ζωή σου ήρθε η ώρα ν’ απαλλαγείς απ’ του καιρού την κατηφόρα δεν είσαι εξάρτημα και βίδα κανενός. ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ Αυτή η ζωή είναι γλυκιά και ξέρει να επιμένει ένα σινιάλο περιμένει ν’ ανοίξει τα πανιά. Κοίτα τα μάτια πώς γελούν στου ήλιου τον καθρέφτη μην τον κοιτάς το νου τον ψεύτη οι μέρες σε καλούν. Υπάρχει χρόνος αρκετός να ενώσεις τα κομμάτια η άνοιξη χτίζει παλάτια αν είσαι δυνατός. Ένα κυκλάμινο μικρό το χέρι σου ζητάει τίποτα άλλο δε ρωτάει σου πιάνει το σφυγμό. Έχει γυρίσματα ο καιρός φυσάει το αεράκι βγάλε απ’ το νου σου το σαράκι γίνε χαρταετός. ΕΝΑ ΨΕΜΑ Η ζωή είναι αλάνι σου σηκώνει το φουστάνι σου ζητάει ένα τσιγάρο σε γνωρίζει με το χάρο. Η ζωή είναι πλανεύτρα ανυπόφορη και ψεύτρα σου ζητάει εξηγήσεις θέλει να την ξεναγήσεις. Ένα ψέμα είναι η μέρα και ο ήχος του αέρα η αλήθεια προσπερνάει με ομίχλη σε κερνάει. Η ζωή έχει αγκάθια και γεμάτα τα καλάθια με της μοίρας τα γραμμένα και τα χείλη της ραμμένα. Η ζωή έχει παγίδες σε γεμίζει με φακίδες να μη βλέπεις τα ωραία δε σε θέλει για παρέα. Ένα ψέμα είναι η μέρα και χλωμή η καλημέρα η αλήθεια προσπερνάει σ’ άλλες πόρτες σεργιανάει. ΟΛΑ Κοιτώντας την αλήθεια μου έγινε συνήθεια να χάνω το παρόν και τη στιγμή στη νύχτα κολυμπάω τη μνήμη αγαπάω εισπράττω τη φωτιά για πληρωμή. Τα χρόνια μου περνάνε στα μάτια με κοιτάνε μου δίνουν μία ψεύτικη χαρά τα πρώτα μου τσιγάρα καπνίζουν σαν φουγάρα τα βλέπω να μου γνέφουν πονηρά. Όλα μας τριγυρνούν χορεύουν σε γυμνές πλατείες και σε μοντέρνες πολιτείες όλα μας προσπερνούν αφήνουν πίσσα και κατράμι και ένα ραγισμένο τζάμι. Ψάχνοντας για φεγγάρι μας έπιασε φανάρι κολλήσαμε στου δρόμου τη γωνιά άδεια περνούν τα τρένα γυρεύουνε εσένα στου νου και της ψυχής την παγωνιά. Οι μέρες δε μιλάνε συντρίμμια κουβαλάνε κοιμούνται στου καιρού τη συννεφιά ο χάρτης έχει αλλάξει κοντεύει να χαράξει κανείς δε με γνωρίζει τώρα πια. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΘΕΣ Σήμερα ξύπνησα νωρίς έξω απ’ το τζάμι μου ο ήλιος ακόμα αντέχεις και μπορείς στο παρελθόν ν’ αδιαφορείς ο ίσκιος σου έγινε φίλος. Ο κήπος μου μοσχοβολά φύτρωσαν σπάνια λουλούδια ένα αεράκι μου γελά μες στην ψυχή μου έβαλα της άνοιξης τα αγγελούδια. Οσμές παντού μ’ ακολουθούν από της νιότης τα λιβάδια όλα εδώ θα πληρωθούν και τρεις φορές θα μ’ αρνηθούν του πάνω κόσμου τα κοπάδια. Ένα σπουργίτι πέταξε στου ουρανού τον άδειο δρόμο τη λογική διέρρηξε τους φόβους μου κατέρριψε και της απώλειας τον τρόμο. Όλα είναι εδώ αρκεί να θες η ομορφιά δεν έχει χθες όλα είναι εδώ και σου μιλούν τα ψέματα δεν ωφελούν. ΠΟΙΟΣ Της ερημιάς τα σήμαντρα ηχούν σε άδειες μέρες και οι οθόνες του μυαλού γεμίζουν από σφαίρες. Μες στους ανήσυχους καιρούς ζητώ τη λογική μου οι εποχές τρελάθηκαν και ξύνουν την πληγή μου. Τα χρώματα που ήθελα βάφτηκαν με μελάνι μες στα χαρτιά χορεύουνε, στων στίχων μου την πλάνη. Τα όνειρα πουλήθηκαν σε ξένους δουλεμπόρους το μέλλον μας είναι κλειστό μέσα σε δορυφόρους. Ποιος καθορίζει τη ζωή, ποιος μας διαφεντεύει τη μοίρα μας ποιος κυβερνά, σε ποιο θεό πιστεύει. Του κόσμου τα παράθυρα κλειστά εδώ και χρόνια τα μάτια μου σκεπάστηκαν με κάτασπρα σεντόνια. Για να μη δω της άνοιξης τις πρόωρες ρυτίδες και τα παιδιά που χάθηκαν και άλλαξαν πατρίδες. Τα σύνορα χαράχτηκαν μια νύχτα στο σκοτάδι από φονιάδες μαστροπούς επάνω σε πηγάδι. Κι εγώ τα ξημερώματα σε αδειανά ντιβάνια αναπολώ της νιότης μου τα πρώτα καραβάνια. ΕΠΙΛΟΓΗ Παραμονές μιας ευκαιρίας την άφησα να φύγει πάλι στον πάγκο κάποιας μπυραρίας θα ακουμπήσω το κεφάλι. Πέρασαν τόσα από μπροστά μου που αν τα μέτραγα θα ήμουν ένας χαλίφης της ερήμου τώρα μετράω τα οστά μου. Είχα τον άνεμο μπροστάρη μα οι καιροί τον απαγάγαν τώρα με ένα κατοστάρι ζητώ τα ρέστα που μου φάγαν. Στα λούνα παρκ περιπλανιέμαι τις Κυριακές μ’ ένα σακάκι που το ‘χει φάει το σαράκι από το τίποτα κρατιέμαι. Οι ρήτορες στους ιπποδρόμους έχουν μαζέψει πελατεία κι εγώ κοιτώ τους άδειους δρόμους κι ένα παγκάκι στην πλατεία. Οι φωτισμένοι του πλανήτη τις τύχες μας διαφεντεύουν τις ρίχνουν μέσα στο φεγγίτη και υποδούλωση γυρεύουν. Κοιτώ τα μάτια του χειμώνα παίζω κρυφτό με τη βροχή έχω μπροστά μου μια κολόνα δεν έχω άλλη επιλογή. ΜΕ ΑΙΜΑ Παντού τελάρα πεταμένα σωροί χαρτιών και υποσχέσεις τα όνειρά σου λαβωμένα απ’ της ζωής σου τις ανέσεις. Άψυχα σίδερα στους δρόμους στα λούνα παρκ και στους αιθέρες κι εγώ κοιτώ τους ταχυδρόμους που ασχολούνται με τις μέρες. Τα βράδια κάτω στο λιμάνι μια νοσταλγία με σαρώνει και το πρωί το παιδομάνι την ηλικία μου σκοτώνει. Πάνω από γέφυρες που τρίζουν περνούν της άνοιξης τα τρένα την ακοή μου πριονίζουν και του μυαλού μου την αρένα. Οι πολιτείες με νικάνε μου δείχνουνε τα λάφυρά τους τους βολεμένους προσκυνάνε με λούζουνε με τα πυρά τους. Χορεύουνε μες στις πλατείες έφηβοι άγγελοι με μάσκες μα στου πλανήτη τις γωνίες είναι ζωσμένοι με μπαλάσκες. Ο κόσμος είναι ένα ψέμα κι ο χρόνος τον υποστηρίζει τα όνειρά μας καθορίζει την απονιά του μας δωρίζει και τρέφεται μόνο με αίμα. Η ΣΚΙΑ ΜΟΥ Χτύπησα όλα τα κουδούνια και δε μου άνοιξε κανένας μετρώ τα δόντια κάποιας χτένας βγάζω καπνό απ’ τα ρουθούνια. Διεκδικώ τον εαυτό μου μέσα στου κόσμου τις φατρίες και τη χαμένη κιβωτό μου στης νεολαίας τις πορείες. Του έρωτα οι απουσίες έχουν το χρώμα της ζωής μου η ένταση της ακοής μου φθίνει απ’ τις ανοησίες. Βλέπω βιτρίνες και στολίδια μες στου μυαλού τις διαλείψεις και υπερπόντια ταξίδια στων φοιτητών τις καταλήψεις. Μ’ ένα στυλό στο χέρι που γίνεται μαχαίρι ανοίγω τα χαρτιά μου και βρίσκω τη σκιά μου. ΜΑΗΣ Όλα γυαλίζουνε στου Μάη τον καθρέφτη χάνομαι μέσα σε αρώματα παρθένα βλέπω το σούρουπο σιγά- σιγά να πέφτει τ’ αστέρια φόρεσαν ολόχρυση καδένα. Παίρνω τους δρόμους κι ανταμώνω το φεγγάρι τώρα τα χρώματα με πιάνουν απ’ το χέρι ένα κορίτσι μ’ ένα κάτασπρο ταγάρι εξαϋλώνεται και γίνεται αγέρι. Πόλεις αιχμάλωτες στης άνοιξης τα δώρα νύχτες σπαρμένες με πολύχρωμα λουλούδια ξέχνα τη μοίρα σου και πιάσου απ’ το τώρα άκου του σύμπαντος τα βραδινά πρελούδια. Κόκκινα χείλη και μαλλιά ανεμισμένα έρωτες παίζουνε κρυφτό στις παραλίες όλα τα πάρκα καμαρώνουν ανθισμένα αύριο αρχίζουνε οι πρώτες συναυλίες. Ρίχνω το βλέμμα μου στα πέρατα του κόσμου φωτογραφίζομαι αγκαλιά με τους πλανήτες κρατώ τον άνεμο κι ένα κλαδάκι δυόσμου συνομιλώ με τ’ ουρανού τους ερημίτες. ΣΤΟΝ ΚΑΔΟ Έχω ξοδέψει τη ζωή μου στης ερημιάς τις Συμπληγάδες με κυνηγάνε οι βδομάδες τα εμβατήρια χιλιάδες ταλαιπωρούν την ακοή μου. Της μοναξιάς τα σκαλοπάτια με οδηγούν σ’ ένα σφαγείο τα όνειρά μου στο ψυγείο ποτέ δεν κέρδισα λαχείο και ξενυχτώ σ’ άδεια κρεβάτια. Οι πολιτείες με κερνάνε με τους καπνούς απ’ τα φουγάρα μού ‘χουν τελειώσει τα τσιγάρα σκοντάφτω πάνω σε τελάρα κι οι έρωτες με τυραννάνε. Τα χρόνια μ’ έχουν προσπεράσει και οι οδοί έχουν αλλάξει αυτά που μου ‘χες τότε τάξει είναι ντυμένα στο μετάξι το στοίχημα το έχω χάσει. Ποιος ξέρει τώρα πού να είσαι ποιο σώμα σε καταπιέζει βάλε στο ράδιο να παίζει ένα τραγούδι που σ’ αρέσει το παρελθόν στον κάδο ρίξε. Σ’ ΑΛΛΗ ΓΗ Μια κρύα θάλασσα απόψε με κυκλώνει οι εραστές κυκλοφορούν στις αγορές της μοναξιάς μου το αγκάθι μεγαλώνει ποτέ δε θα ‘θελα να ζήσω δυο φορές. Μ’ ένα στυλό κι ένα τσιγάρο στα δυο χείλη ακροβατώ στου ουρανού το πουθενά έχουν χαθεί από καιρό όλοι οι φίλοι και τα φεγγάρια σου δεν είναι αληθινά. Με κυνηγάνε της φωνής σου τα αηδόνια κάτι περίεργοι στο δρόμο με κοιτούν πηδώ της νιότης τους γκρεμούς χωρίς κορδόνια και του καιρού οι πυρκαγιές μ’ ακολουθούν. Όλοι οι ρήτορες κρεμιούνται στα μπαλκόνια και το φιλί σου αιωρείται στο κενό έχουν περάσει τα καλύτερά μας χρόνια σ’ ένα δωμάτιο νοικιασμένο και φτηνό. Τα πεζοδρόμια μου δίνουν τη γωνιά τους σε άδεια γήπεδα το μέλλον αντηχεί και τα παιδιά έχουν ξεχάσει τη γενιά τους δως μου το χέρι σου να πάμε σ’ άλλη γη. ΧΩΡΙΣ ΠΥΞΙΔΑ Στα πεζοδρόμια ανύποπτοι διαβάτες με προσπερνούν και δε μου δίνουν σημασία μ’ έχει νικήσει το μυαλό μου στα σημεία είναι ο έρωτας μια μάταιη θυσία που τον φορτώνομαι συνέχεια στις πλάτες. Είμαστε αιχμάλωτοι του τίποτα και πάμε χωρίς πυξίδα με τα σύνεργα σπασμένα και τα ρολόγια στις πλατείες χαλασμένα από καιρό τα όνειρά μας ραγισμένα μέσα σε κρύες αναμνήσεις κολυμπάμε. Με ακουμπά ένα αεράκι του χειμώνα πιάνω το χρόνο απ’ τα μαλλιά να μη μου φύγει μπαίνω ξανά στου ουρανού μου το κυνήγι ένα παράθυρο στο σύμπαν τώρα ανοίγει μα η μορφή σου δε χωράει στον αιώνα. Έχουμε μάθει ν’ απαρνιόμαστε τη μέρα ακροβατούμε στου πλανήτη μας τα ύψη οι Κυριακές και οι γιορτές μάς έχουν λείψει σ’ ένα δωμάτιο που κρέμονται οι γύψοι έχει περάσει η ζωή μας σαν φοβέρα. Πού να ‘σαι τώρα, ποια μανία σε αρπάζει κι εγώ παλεύω να ξεφύγω απ’ τα ξένα της μοναξιάς μου ο μανδύας με σκεπάζει τώρα που δύσκολα η άνοιξη χαράζει δως μου να πιω τα χείλη σου κι ας είναι ψέμα. ΣΕ ΠΟΙΟ ΘΕΟ Γυρεύω τις νύχτες της νιότης το θαύμα της άνοιξης η γλύκα με παρέσυρε βλέπω δελφίνια να σκίζουν το κύμα αναζητώ της γης το ρήμα οι μυρωδιές από τα κρίνα πλανέψαν την Αθήνα. Κι εσύ να λείπεις μακριά στις πολιτείες του βορρά το παραθύρι σου κλειστό πες μου σε ποιο θεό χρωστώ. Γυρίζω στο σπίτι που είχαμε ζήσει τα ίχνη σου υπάρχουνε στο πάτωμα μία αράχνη στον τοίχο υφαίνει εδώ κανείς τώρα δε μένει και η πνοή σου παγωμένη στο τζάμι κολλημένη. Η ΠΗΓΗ Έφυγαν της ψυχής τα τρένα ένα αγκάθι με τρυπά όλα τα έχω πληρωμένα τα φανερά και τα κρυφά είναι ο κόσμος ένα ψέμα. Της μοναξιάς το καλντερίμι ακολουθώ κάθε φορά και του μυαλού μου το συντρίμμι τίποτα πια δεν έχει μείνει πάντα θα είμαι στην ουρά. Ο ουρανός με σημαδεύει με μία πέτρινη βροχή όποιος τον ήλιο τον ξοδεύει σε τόσο δύσκολη εποχή χάνει την καθαρή πηγή. ΑΛΛΑΞΕ ΡΟΛΟ Το ποτήρι μου είναι άδειο μια φωνή από το ράδιο σχολιάζει την ημέρα με γεμίζει με φοβέρα. Της ψυχής μου τα αγκάθια ξενυχτούν σ’ άδεια κρεβάτια το φιλί μου λιγοστεύει σ’ άδεια γήπεδα χορεύει. Με κερνάνε αυταπάτες του χειμώνα οι αγάπες σε σταθμούς κι αεροδρόμια αλητεύουνε τα χρόνια. Όπου και να σταματήσω μια φωτιά θα συναντήσω φωταψίες και σειρήνες δεν αλλάζουνε οι μήνες. Μια ανάγκη με πηγαίνει σ’ εποχές του Διογένη όταν ακουμπάς τη λύπη το χαμόγελο σου λείπει. Ξενυχτώ στην προκυμαία κατεβαίνει μια σημαία ένα πλοίο μου σφυρίζει την αγάπη ποιος ορίζει. Σ’ αυτόν τον κόσμο που συνήθισες να ζεις τον εαυτό σου και τον έρωτα μισείς άλλαξε ρόλο, δε σε παίρνει να πονάς άδικα λιώνεις και το νου σου τυραννάς. ΤΑ ΕΠΙΤΡΕΠΤΑ Του μυαλού μου τα καλώδια μου θυμίζουν τα διόδια που θα πρέπει να περάσω αν δε θέλω να σε χάσω. Αν ακόμα με θυμάσαι ας το νου σου να ξεφύγει απ’ του κόσμου το κυνήγι το παρόν να το φοβάσαι. Μ’ ακουμπάει ένας ίσκιος κι ένας ήσυχος κολπίσκος του καιρού το καρναβάλι το βιώσανε και άλλοι. Αν ακόμα υποφέρεις και δεν έχεις καταλάβει πως δεν έχει άλλο καράβι τ’ όνομά μου μην προφέρεις. Όλα τα επιτρεπτά δεν υπάρχουν στα χαρτιά θα τα βρεις μες στην ψυχή σου και στα πάρκα της αβύσσου. ΔΕΝ ΠΡΟΣΜΕΝΩ Του ουρανού η πυρκαγιά χάνεται σε λιμάνια και σε σπίτια γκρεμισμένα και του φιλιού σου η δροσιά κυκλοφορεί χαράματα σε πάρκα ανθισμένα. Μου είχες πει κάποια φορά πως οι στιγμές που ζήσαμε δε θα ξαναγυρίσουν σ’ αναζητώ στο πουθενά στου νου τα διαζώματα, στις πύλες της αβύσσου. Κοιτώ του ήλιου τη φωτιά αναπολώ της νιότης μου τα πρώτα σκαλοπάτια ό, τι αγαπήσαμε περνά και μας αφήνει μια πληγή κι αμέτρητα κομμάτια. Όποιος μονάχος προχωρά βρίσκει πάντα τον ίσκιο του, μα χάνει τη ζωή του δε θα ξανάρθεις τώρα πια τα ίχνη σου χαθήκανε σε γη αρχαίου μύθου. Τις απουσίες μου μετρώ, δεν έχω πια άλλο καιρό για να σε περιμένω ο κόσμος άλλαξε μορφή, με πλημμυρίζει μια βροχή τίποτα δεν προσμένω. ΣΤΟ ΡΑΦΙ Μέσα στα κύματα της νιότης σε θυμάμαι να αγναντεύεις τους καιρούς τους βιαστικούς τώρα τους ήχους του κορμιού μου δεν ακούς μέσα στη ζάλη και στο ψέμα προχωράμε. Οι ουρανοί μου από χρόνια έχουν κλείσει έχει στερέψει του φιλιού σου η πηγή ένα αστέρι σκοτεινό με οδηγεί σ’ ένα γκρεμό και σ’ ένα άγριο μεθύσι. Φωτογραφίες κρεμασμένες στο σαλόνι μιας εποχής περαστικής που με νικά ο εαυτός μου μού γυρεύει δανεικά και ο αέρας με τρυπάει και με λιώνει. Αργοσαλεύει στο σκοτάδι η μορφή σου και τα μαλλιά σου αιωρούνται στο κενό μ’ ένα σακάκι μπαλωμένο προσπερνώ τους γαλαξίες και την πύλη της αβύσσου. Όποιος κατάφερε να σώσει την αγάπη απ’ τη σκουριά κι από τη σκόνη τη βαριά μένει σε σπίτι με καινούργια κλειδαριά όποιος αστόχησε απόμεινε στο ράφι. ΕΠΙΒΑΤΗΣ Τα χρόνια άστεγα και μόνα μες στους αιώνες τριγυρνούν ακόμα έχουμε χειμώνα αργεί ν’ ανθίσει η ανεμώνα κι οι έρωτες με προσπερνούν. Πού να γυρίσω το κεφάλι παντού το μέλλον συναντώ να αιωρείται στην κραιπάλη ανοίγω πάλι ένα μπουκάλι στον εαυτό μου απαντώ. Ο κόσμος με κατασκοπεύει και με κοιτά ειρωνικά στη γη το ψέμα θριαμβεύει μία Σειρήνα ρητορεύει σε στάδια ρωμαϊκά. Πού ν’ ακουμπήσω την ψυχή μου όλα τα σύνορα κλειστά παίρνω τους δρόμους της ερήμου έχει αλλάξει η εποχή μου έχω τα φώτα μου σβηστά. Όποιος δεν πρόλαβε να γίνει της Ιστορίας επιβάτης ζει στο κατώφλι μιας απάτης και μίας χίμαιρας φευγάτης και ο αέρας τον μολύνει. ΑΛΛΟΥ ΠΗΓΑΙΝΩ Το τρένο έφυγε νωρίς όχι για Κατερίνη κι εσύ γυρνάς στη Σαντορίνη χωρίς ψυχή κυκλοφορείς. Δες πώς περνάει ο καιρός τα σύνορα αλλάξαν μια μοναξιά σκληρή μου τάξαν τώρα αρχίζει ο χορός. Το πλοίο για την Αμοργό έπιασε αλλού λιμάνι τα βράδια στο Πασαλιμάνι τα όνειρά μου χειρουργώ. Τις Κυριακές απ’ το πρωί μέσα στην άδεια πόλη περιπολώ μα λείπουν όλοι έχω στο νου διαρροή. Όλη η Ελλάδα μια ατέλειωτη ομορφιά μα δεν μπορώ να την κοιτάξω τώρα πια γι’ αλλού ξεκίνησα κι αλλού τώρα πηγαίνω του έρωτά μου το παράθυρο κλεισμένο. ΚΑΠΟΙΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ Όλοι οι έρωτες μου κλείσανε το μάτι κι εγώ γυρεύω την αιώνια τομή που θα μου σβήσει όλα τα όχι και τα μη είναι η ζωή ένα ακατέργαστο αγκάθι. Ξενοδοχεία βουτηγμένα στα τσιμέντα και καλοκαίρια ξεχασμένα στις ακτές όλα τα λόγια που σου έλεγα προχθές απλώς τα άκουγες χωρίς να πεις κουβέντα. Παίρνω τους δρόμους κι είναι ακόμα μεσημέρι δεν έχει ήλιο, μόνο σύννεφα θολά των μαγαζιών κατεβασμένα τα ρολά περνώ συνέχεια από τα ίδια μέρη. Λάσπες, απόβλητα, καπνοί και παραισθήσεις εφημερίδες, γεγονότα φονικά όλα ο χρόνος τα ωραία τα νικά είναι καιρός τη μοναξιά να συνηθίσεις. Όσα περάσαμε χαθήκανε στη σκόνη ένα ποτήρι πανικό τώρα θα πιω κάποιο παράθυρο κοιτώ, δεν ξέρω ποιο που θα με βγάλει απ’ την έγχρωμη οθόνη. ΨΥΧΕΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ Οι απουσίες της ζωής μέσα σε άδεια φορτηγά με ταξιδεύουν περνώ από πόλεις γκρεμισμένες κι από δρόμους που μου δείχνουν τις πληγές έχουν αλλάξει ονομασία οι οδοί και χρώματα οι εποχές και οι αλήθειες μας γυμνές κάτω από κρύο ουρανό τώρα χορεύουν. Με τυραννάει ένας αέρας μολυσμένος από σκόνες και φουγάρα τον εαυτό μου αναζητώ κάθε πρωί σε αγορές και σε σταθμούς όλο το βράδυ το δωμάτιο γεμίζει από νερά και υδρατμούς δεν έχω λόγια να σου πω, μου ‘χουν τελειώσει από ώρα τα τσιγάρα. Πού πήγαν όλοι και μ’ αφήσανε εδώ να αγναντεύω τους αιθέρες της μοναξιάς τ’ αλφαβητάρι ξεφυλλίζω και του νου μου τα θολά βγαίνω στο σύμπαν να κοιτάξω πώς φαντάζει η ζωή μου από ψηλά όλα τα χρόνια μου περάσανε σκυφτά μέσα σε πλάνες και φοβέρες. Ακούω κρότους και σειρήνες να ηχούν σ’ όλα τα πλάτη του πλανήτη το πάρα πέντε πλησιάζει με φανφάρες και σημαίες πλαστικές είμαστε όλοι ένα σύννεφο που φεύγει και ψυχές περαστικές δεν έχω χέρια να σ’ αγγίξω, ένας τοίχος μας χωρίζει από γρανίτη. Μέσα στα δίχτυα του αιώνα έχω πέσει και στου κορμιού σου τις απάτητες κορφές δως μου της νιότης σου να πιω τις ομορφιές κι άσε την άνοιξη δειλά να με πλανέψει. ΚΑΜΙΝΙ Αυτά που ήθελαν να ‘ρθουν έχουν κολλήσει στα φανάρια το μέλλον παίζεται στα ζάρια κάτι σκιές μ’ ακολουθούν. Κι εσύ να λείπεις μακριά σε κάποια ξεχασμένη χώρα σε λίγο θα ξεσπάσει μπόρα είναι τα σύννεφα βαριά. Έχουμε χάσει την ψυχή και το στερνό της νιότης τρένο ό, τι γεννήθηκε γραμμένο δεν έχει τέλος και αρχή. Μου είχες πει μια Κυριακή ότι τα φώτα σε τυφλώνουν τώρα τα μάτια σου θολώνουν από την ξαφνική βροχή. Ο ουρανός με προσπερνά κι οι γαλαξίες δε με ξέρουν όσοι στον κόσμο υποφέρουν η λογική τους τυραννά. Εκεί που είσαι ποιος μπορεί μια καλημέρα να σου δώσει από καιρό έχει νυχτώσει και το δωμάτιο βαρύ. Μέσα σε κρύες εποχές είναι ο έρωτας καμίνι τίποτα πια δεν έχει μείνει απ’ του κορμιού σου τις κραυγές. ΑΝΤΙΔΟΤΟ Αυτά που ήθελα πετάχτηκαν στη σκόνη με τριγυρίζει ένα φως αρρωστημένο πόσο ακόμα θα αντέξω να προσμένω να δραπετεύσεις απ’ την έγχρωμη οθόνη. Σε περιμένω δυο αιώνες να γυρίσεις από του χρόνου τα ατέλειωτα ταξίδια όλη η ζωή μου περιφέρεται στα ίδια με βομβαρδίζουν των γηπέδων οι ειδήσεις. Πού να ‘σαι τώρα, ποιος αέρας σε χαϊδεύει ποιος δρόμος σέρνει τ’ ακριβά τα βήματά σου το ουρλιαχτό ενός αόρατου θιάσου κάθε πρωί την ακοή μου καταστρέφει. Πριν σε γνωρίσω περπατούσα στα λιβάδια τα ανηφόρια τ’ ουρανού ακολουθούσα τώρα της Ποίησης χρειάζομαι τη Μούσα για να σωθώ απ’ του μυαλού μου τα σκοτάδια. Μέσα στου κόσμου την παλίρροια σε βρήκα και στης αρχαίας τραγωδίας τα βιβλία η ομορφιά δεν έχει κόμμα και τελεία ούτε αντίδοτο του έρωτα η γλύκα. ΟΙ ΑΞΙΕΣ Γήπεδα, στάδια, σχολεία κι ένας αέρας φυλακή έχουνε κάψει τα βιβλία οι μαθητές μες στην αυλή. Πιάτσες και γυάλινα γραφεία δεν έχω λόγια να σου πω μια κουρασμένη εφηβεία μου ‘ρχεται πάλι στο μυαλό. Θέατρα, μπαρ και συναντήσεις και ένας κόσμος πυρκαγιά στο τέλος θα τα συνηθίσεις τα όνειρά σου τα βαριά. Τρένα, καράβια, αεροπλάνα μη με κοιτάς χωρίς μιλιά όλα τα σχέδιά σου πλάνα κόλλησαν σε ανηφοριά. Σύμπαν, πλανήτες, γαλαξίες γυρίζουνε σε μια τροχιά φεύγω σε λίγο κι άντε γεια έχουν σκουριάσει οι αξίες. ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΦΥΓΑΝ Καλοκαιριάζει στη Χαλκίδα έχω δυο χρόνια να σε δω αυτό που τώρα ακολουθώ με οδηγεί σ’ ένα βυθό, είναι ο έρωτας παγίδα. Η προκυμαία είναι άδεια κάτι παιδιά με χαιρετούν όλα εδώ θα πληρωθούν και τρεις φορές θα μ’ αρνηθούν του παραδείσου τα κοπάδια. Ένα αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο και τα μαλλιά όλου του κόσμου τα φιλιά έχουν πιαστεί σε μια θηλιά και η μορφή σου με παιδεύει. Παίρνω τους δρόμους κάθε βράδυ ακροβατώ στις χαραυγές έχουν στερέψει οι πηγές είναι μαχαίρι οι εποχές και με γεμίζουνε με λάθη. Οι απουσίες με νικάνε δεν έχω άλλες αντοχές παντού στο σώμα μου πληγές απ’ του καιρού τις αλλαγές αυτά που φύγαν δε γυρνάνε. ΜΑΘΕ ΝΑ ΖΕΙΣ Αν σου ‘χει μείνει λίγο φως δώσε μου μιαν αχτίδα και του κορμιού σου τη φωτιά που μόνο εγώ την είδα. Ο κόσμος πάει κι έρχεται χωρίς καμιάν αιτία ποια μάσκα τώρα να φοράς και ποιο λευκό μανδύα. Άσε στην άκρη τα παλιά βγάλε στον ήλιο τα φιλιά μάθε να ζεις μες στα βαθιά και με της γης τη μυρωδιά. Όταν ξυπνήσεις μιαν αυγή σε αδειανό κρεβάτι ρίξε τα λάθη στο γιαλό και κλείσε μου το μάτι. Στους δρόμους αυτοκίνητα, χαρτιά και διαφημίσεις τη μοίρα σου στο πέλαγος μονάχη μην αφήσεις. ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ Με κουράσανε τα χρόνια της αγάπης τα σκοτάδια μ’ επισκέπτονται τα χιόνια στ’ αυγουστιάτικα τα βράδια ρίχνουν το λευκό τους χρώμα στου ονείρου μου το στρώμα. Περπατώ σε ανηφόρες παγιδεύομαι σε χάρτες με τυλίγουνε οι ώρες δεν υπάρχουνε αντάρτες ν’ ανατρέψουνε τους μήνες και του κόσμου τις σειρήνες. Ταξιδεύω σε βαγόνια που δεν έχουν επιβάτες του καιρού μας τα σαγόνια ψάχνουν να βρούνε πελάτες να τους βάλουν στο παιχνίδι που νικάνε πάντα οι ίδιοι. Με μιαν αδειανή παλάμη κι ένα ψέμα τριγυρίζω του μυαλού μου το πλοκάμι κάθε νύχτα πριονίζω με αρπάζει το φεγγάρι και με κλείνει στο πατάρι. Κι εσύ να κοιμάσαι μόνη σκεπασμένη με σεντόνι δε με βλέπεις που σου γνέφω δυο αιώνες σε γυρεύω στα ψιλά της Ιστορίας και στα άκρα μιας πορείας. ΑΣΠΡΟΣ ΚΥΚΝΟΣ Νύχτωσε στις γειτονιές ο αέρας σβήνει μαραμένοι κρίνοι σ’ όλες τις γωνιές. Έφυγες χωρίς να πεις ούτε μία λέξη ποιος μπορεί ν’ αντέξει τα’ άστρα της σιωπής. Ένας κόσμος σκοτεινός μου γυρνάει την πλάτη πες μου αν θέλεις κάτι δως μου λίγο φως. Έφυγε το όνειρο θα ξεσπάσει μπόρα πού να είσαι τώρα μόνος προχωρώ. Μια σταλιά είναι η ζωή ένας άσπρος κύκνος μ’ οδηγεί ο λύχνος στη δική σου γη. Μπήκε η άνοιξη, για δες γρήγορα χαράζει είσαι το αγιάζι και οι μυρωδιές. Πού γυρνάς τέτοια νυχτιά ποιος σε νανουρίζει ποιος θεός ορίζει, γίνε η φωτιά. Στης αγάπης το σκαλί μόνος περιμένω το στερνό το τρένο κι ένα σου φιλί. Δώσε μου τα χείλη σου να τους πιω το μέλι όλοι οι αγγέλοι στο ποτήρι σου. Μια σταλιά είναι η ζωή ένας άσπρος κύκνος μ’ οδηγεί ο λύχνος στη δική σου γη. ΚΡΑΤΑ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΣΟΥ Έχει νυχτώσει από ώρα στην Κοζάνη ψάχνει διέξοδο η ψυχή μου ν’ ανασάνει άραγε τώρα στην Αθήνα πού γυρνάς ποιανού τα μάτια και τα χείλη κυβερνάς. Με κυνηγάνε του καιρού οι καταιγίδες και το μυαλό μου έχει πέσει σε παγίδες παίρνω τους δρόμους της σιωπής να ξεχαστώ μία σημαία κατεβαίνει απ’ τον ιστό. Οι μέρες πιάνονται στης πόλης την απόχη σ’ είχα γνωρίσει Κυριακή με πρωτοβρόχι τώρα οι νύχτες μου αιώνια κρατούν του ουρανού την ξαστεριά καταπατούν. Χρόνια κλεισμένα στης ανάγκης το συρτάρι πατώ σε γήπεδα ξερά χωρίς χορτάρι ακροβατώ στης λογικής την πυρκαγιά βγάζω απ’ την τσέπη μου δειλά ένα σουγιά. Μάθε να ζεις με ό, τι έχεις αγαπήσει άσε τη μοίρα σου μονάχη να βαδίσει η Ιστορία μας νικά, να το θυμάσαι κράτα τον ίσκιο σου σφιχτά όπου και να ‘σαι. ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΑΝΑΡΙ Έξω βραδιάζει, τα σύννεφα θολά τη μοναξιά μου πριονίζουν οι μέρες φεύγουν κι αυτά που ήθελα τώρα αδέσποτα σφυρίζουν. Παίρνω τους δρόμους, με τη σιωπή μιλώ έχω μπροστά μου ένα καθρέφτη βλέπω του κόσμου το μαύρο είδωλο, ένα αστέρι κάπου πέφτει. Στα ναυπηγεία σκουριάζουνε καιρό των καραβιών ο λαμαρίνες και της ζωής μου το άσπρο όνειρο το κυριέψαν οι σειρήνες. Πουλάνε μάσκες σ’ όλες τις αγορές και πορφυρόχρωμους μανδύες έχω ξεμείνει από μικρές χαρές, παιδιά πεθαίνουν στις Ινδίες. Όλα τα τρένα τώρα με προσπερνούν δεν έχει σήμερα φεγγάρι τη λογική μου οι μνήμες κυβερνούν, μ’ έπιασε κόκκινο φανάρι. ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ Βγαίνω στο φως κι είναι μεσάνυχτα ακριβώς, μια πυρκαγιά καίει της μνήμης τα χωριά. Κανείς εδώ πάλι μονάχος τραγουδώ, πού να γυρνάς από ποια πόρτα να περνάς. Νύχτες σιωπής δεν έχεις τίποτα να πεις, σ’ ένα σταθμό τη μοναξιά μου αριθμώ. Γκρεμούς πηδώ κι αυτά που ήθελα να δω είναι μακριά, έχω αλλάξει κλειδαριά. Είσαι αλλού πίσω από κρύσταλλο γυαλιού, αλλού κοιτάς σε ξένους δρόμους περπατάς. Ο ουρανός δεν είναι κτήμα κανενός, χωρίς κουπιά σε ταξιδεύω τώρα πια. Σε άλλη γη ο άνεμος με οδηγεί, είναι αργά φεύγω με βήματα γοργά. Η ΑΡΧΗ Καινούργια μέρα ανέτειλε ο ήλιος άπλωσε τα δίχτυα του και πάλι την ομορφιά του έστειλε πάνω σε σώματα που λιώνουν στην κραιπάλη. Όλα τα λάθη μου μετρώ βγαίνω περίπατο στου κόσμου τις αλάνες τον εαυτό μου συναντώ αφήνω πίσω μου του έρωτα τις πλάνες. Ένα καράβι έφυγε για τα νησιά και για τα πέρατα του χρόνου τι είναι η ζωή μας άραγε μία στιγμή χαράς στο τέρμα κάποιου δρόμου. Σ’ ένα λιβάδι περπατώ οι μυρωδιές με ταξιδεύουν σ’ άλλα μέρη θα είναι λίγο ό, τι κι αν πω κόβω το παρελθόν μ’ ένα παλιό μαχαίρι. Όλα επιστρέφουν στην Αρχή αρκεί το φόβο σου στα άπλυτα να ρίξεις θα ‘ρθει μια νέα χαραυγή μέσα απ’ του σύμπαντος τις συνεχείς εκρήξεις. ΣΤΑ ΤΥΦΛΑ Άμα κοιτάξεις τη ζωή σου στον καθρέφτη σάπιο καράβι που τα βράδια ξενυχτά σαν το σκυλί που στο λιμάνι ξενυχτά και περιμένει στη γωνία κάποιο κλέφτη. Πέσαν οι μέρες μες των εποχών τα δίχτυα και το μυαλό μου έχει αρχίσει να γερνά αυτή τη νύχτα το κορμί σου πού γυρνά όλα στη θάλασσα τα λάθη τώρα ρίχτα. Όσα αγάπησες σε έχουνε ξεχάσει το παρελθόν αγόρασε μαύρα γυαλιά δως μου να πιω την τελευταία σου γουλιά απ’ των ματιών σου τα απάτητα τα δάση. Σε ένα ψέμα προχωράς χωρίς πυξίδα έχουν τελειώσει από νωρίς οι Κυριακές το σώμα το σώμα σου γεμίζει χαρακιές από του χρόνου τη σκληρή την καταιγίδα. Κι εγώ που ήθελα μονάχα να σου μοιάσω κάθε χαράματα τα βλέπω όλα διπλά παίρνω τους δρόμους και βαδίζω στα τυφλά δεν έχω κάτι να κερδίσω ή να χάσω. ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΚΟΡΔΟΝΙΑ Χτύπησα πόρτες και δε φάνηκε κανείς μπαίνω ξανά στου ουρανού σου το κυνήγι κι αυτό το βράδυ θα κοιτάω αδρανής μια μαύρη τρύπα στο μυαλό μου να ανοίγει. Πέφτω σε φράχτες, σε γκρεμούς και σε φωτιές ρίχνω το βλέμμα μου στου κόσμου τα καμένα με ακουμπάνε κάτι ψεύτικες ματιές ποιος να ξεφύγει απ’ της μοίρας τα γραμμένα. Ένας αέρας μου ληστεύει το κορμί και τα αστέρια μες στο σύμπαν αιωρούνται ψάχνω να βρω κάποια καινούργια αφορμή για να πιαστώ, μα οι πλανήτες με φοβούνται. Καλοκαιριάζει στην Αθήνας τις γωνιές και στην ψυχή μου έχει αρχίσει να χιονίζει από το ράδιο ακούγονται πενιές τα βήματά μας ποιος στ’ αλήθεια καθορίζει. Κι εσύ γυρνάς με ένα ψεύτικο φιλί σ’ έχουν κυκλώσει του απείρου τα λαμπιόνια έλα στο σώμα μου που απόψε σε καλεί λύσε του φόβου σου τα πέτρινα κορδόνια. Ο ΧΑΡΤΗΣ Έφυγε η άνοιξη νωρίς ένας μεγάλος καύσωνας λένε πως πλησιάζει κι εσύ μονάχη προχωρείς μέσα στην ερημιά της γης, κανείς δε σε φωνάζει. Όλοι αλλάξαν γειτονιά η παγκοσμιοποίηση είναι γλυκιά σαν μέλι κι εσύ μονάχη στη γωνιά μες στου μυαλού την παγωνιά να γίνεσαι κουρέλι. Καμένους δρόμους και γιαπιά άφησε πάλι πίσω του αυτό το καρναβάλι κι εσύ μονάχη τώρα πια κωπηλατείς χωρίς κουπιά μέσα σ’ ένα μπουκάλι. Ξενυχτισμένα φορτηγά και αυτοκίνητα βαριά μου δίνουν τη σκουριά τους κι εσύ μονάχη κι είναι αργά τρέχεις με βήματα γοργά να πιάσεις τους θανάτους. Κι εγώ που χρόνια νόμιζα πως σ’ είχα πλησιάσει όλα τα βλέπω τώρα αλλιώς είναι ο χάρτης μου παλιός βγαίνω στη φύση να κρυφτώ, μα δεν υπάρχουν δάση. ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ Ένας αέρας τιμωρός τη λογική μου παίρνει και μια ομίχλη βιαστική απ’ τα μαλλιά με σέρνει. Τον εαυτό μου τον πουλώ στου ουρανού την μπόρα θα ‘ρθουνε πάλι να με βρουν οι μάγοι με τα δώρα. Στο παρά πέντε πρόλαβα να δω την ομορφιά σου τώρα η νύχτα μ’ έβαλε κομπάρσο ενός θιάσου. Άσπρα σεντόνια στον μπερντέ του κάθε καραγκιόζη βγήκαν σεργιάνι στα στενά ρήτορες και μαφιόζοι. Παίρνει φωτιά το σκηνικό στην έγχρωμη οθόνη μα του φιλιού σου η δροσιά τον κόσμο διορθώνει. Ο ΛΕΠΤΟΔΕΙΧΤΗΣ Φεύγουν οι μέρες σαν φοβέρες μ’ ακολουθεί ο κεραυνός της μοναξιάς μου οιωνός, με τους χειμώνες μου θα ανταλλάξω βέρες. Παίρνω τους δρόμους που δεν ξέρω είναι αργά για να φανείς το ουρλιαχτό μίας φωνής ακούω τώρα, τ’ όνομά σου δεν προφέρω. Πέρασε ο χρόνος κι είμαι μόνος στης ερημιάς μου το σκαλί μια Ερινύα με καλεί της λογικής μου είμαι ο μόνος κληρονόμος. Τ’ άστρα σβηστά είναι από ώρα κι ο ουρανός ακροβατεί έχει τελειώσει η γιορτή κάθε χαράματα ξεσπάει μια μπόρα. Μπλέχτηκα στου μυαλού το δίχτυ με κυνηγάει ο βοριάς το παρελθόν μιας γης βαριάς έχει κολλήσει στου καιρού το λεπτοδείχτη. ΣΤΙΣ ΞΕΡΕΣ Η γη στενάζει νωρίς βραδιάζει κίτρινα σύννεφα βαριά, ένα αηδόνι το νου μου λιώνει έχει χαλάσει η κλειδαριά. Σ’ όλες τις πιάτσες χαμένες φάτσες παίζουν κρυφτό με τη ζωή, έρχεται χιόνι είσαι το πιόνι μέσα στου κόσμου τη βουή. Η γη γυρίζει ποιος μας ορίζει παίρνω τους δρόμους κι είναι αργά, ένα σκοτάδι σαν κρύο χάδι με ακουμπάει περίεργα. Φθαρμένα λόγια παντού υπόγεια χώνομαι μέσα να κρυφτώ, γκρίζο ταβάνι αέρας πιάνει μονάχος μου θα πορευτώ. Όποιος ξεχνάει την τροχιά του πέφτει στις ξέρες του καιρού σέρνει τα βήματα χορού φορώντας μάσκα του θανάτου. ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΗ ΔΟΣΗ Έριξα πέτρα ξέφυγα απ’ του μυαλού τα ύψη γκρεμίστηκαν οι γύψοι βλέπω μπροστά μου δέντρα. Άφησα πίσω τραύματα του νου αποκαΐδια ξεκάρφωτα σανίδια, τα δίχτυα μου θα λύσω. Πέρασα όρη κύματα έδιωξα το σκοτάδι του ήλιου το σημάδι το ‘κανα πανωφόρι. Άνοιξα δρόμο δύσβατο κάποιο πρωί Δευτέρας της μνήμης μου το τέρας πέταξα απ’ τον ώμο. Ό, τι κρυμμένο μέσα σου άφησες να ριζώσει δως του να πιει της χαραυγής μια φλογισμένη δόση. ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Μέσα στου κάμπου τις δροσιές άνοιξα τα φτερά μου κατέβασα τα σύννεφα, άρπαξα τη χαρά μου. Γύρισα δρόμους και στενά, φίλησα το φεγγάρι είδα τον ήλιο να περνά με κάτασπρο ταγάρι. Ένα αεράκι με φυσά, του νου καραβοκύρης μες στα πελάγη τ’ ουρανού γυρίζω με τριήρεις. Τα ανθισμένα δειλινά τώρα με χαιρετάνε και τα σκουπίδια του καιρού συγχώρεση ζητάνε. Βλέπω της λήθης τα νερά να ρέουν στους αιώνες τα οργισμένα είδωλα να σπάνε τις οθόνες. Λύκοι με πέτρινη προβιά να σέρνουν το τραγούδι καταμεσής στη θάλασσα φυτρώνει ένα λουλούδι. Μια μελωδία απ’ τα παλιά γαντζώνεται στα όρη παίζει ο ίσκιος μου κρυφτό στης γης το ανηφόρι. Μες στους αρχαίους ποταμούς ξεπλένω την ψυχή μου το παρελθόν μου παρατώ στα βάθη της ερήμου. Όταν η πόλη σού τρυγά τα φρέσκα όνειρά σου πιάσου απ’ της φύσης τα κλαδιά να βρεις την ομορφιά σου. ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ Φέγγει το όνειρο βαθύ η σκοτεινιά έχει χαθεί γεννήθηκε ένα παιδί από του σύμπαντος τη μήτρα χωρίς συμβόλαιο και ρήτρα. Ένα κοπάδι άσπρες λέξεις βγαίνουν σεργιάνι στ΄ ανοιχτά και η ψυχή μου ξενυχτά στου ουρανού τις αναφλέξεις, η γλύκα της ζωής ν’ αρμέξεις. Λίμνες με διάφανα νερά λούζουν μιαν άδολη χαρά μια πεταλούδα προχωρά μέσα στης νιότης τους αιθέρες, σκίζουν τα κύματα γαλέρες. Ένα λουλούδι με αρπάζει και με πετάει στο κενό, μέσα σε κλίμα ορεινό θα ανταμώσω το αγιάζι την ώρα που η γη χαράζει. Πάρε τους δρόμους που δεν ξέρεις ξέχνα της μνήμης το σκυλί μονάχος θα τα καταφέρεις το όνομά σου να προφέρεις όταν η φύση σε καλεί. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ‘85 Πέρασαν χρόνια, τ’ άρωμά σου τριγυρίζει μέσα στης νύχτας τα πλανόδια φεγγάρια ο εαυτός μου τ’ όνομά του δεν ορίζει πουλάει τη σάρκα του σε άνομα παζάρια. Τώρα η ανάσα σου χαϊδεύει ξένο σώμα κάτω από σύννεφα βαριά θα ξαποστάσω βλέπω τα μάτια σου να με κοιτάν ακόμα πριν φύγεις ξέχασες στο σπίτι μου το πάσο. Πλοία σφυρίζουνε, τουρίστες ήρθαν πάλι άδειασε η πόλη, τα νησιά ασφυκτιούνε στης μοναξιάς μου ταξιδεύω την κραιπάλη κάτι αστέρια από ψηλά με χαιρετούνε. Πάρκα τ’ Αυγούστου και ψυχές ερημωμένες ψάχνω τα ίχνη σου σε δρόμους και σε πιάτσες όλες οι πόρτες που χτυπάω κλειδωμένες γκρίζα μπαλκόνια κι ετοιμόρροπες ταράτσες. Λόγια μεγάλα, καλοκαίρι ογδόντα πέντε Σέριφος, Σίφνος, Σαντορίνη, Ικαρία τώρα οι δείχτες έφτασαν στο παρά πέντε μου ‘χει τελειώσει της ζωής η μπαταρία. ΟΙ ΑΛΑΝΕΣ Καινούργια μέρα ξημερώνει κι αυτά που ήθελες να ‘ρθουν κοντεύουνε να τρελαθούν, βγαίνω στου ήλιου το μπαλκόνι. Ο κόσμος έρχεται και πάει σ’ έναν ανέξοδο χορό τη λογική του αγαπάει, στον ουρανό κυκλοφορώ. Σίδερα, γυάλινα γραφεία μέσα στης πόλης το κορμί και σου γυρεύουν αφορμή, ρίχνω στη λίμνη τη φοβία. Φώτα παντού, χάλκινα λόγια και μια απέραντη σιωπή κόλλησαν πάλι τα ρολόγια, γίνομαι άστρο κι αστραπή. Όταν η βάρκα σου ξεμείνει από ταξίδια και βενζίνη βγες στης σελήνης τις αλάνες να γιατρευτείς από τις πλάνες. ΠΡΩΙΝΟ Έφυγε η νύχτα γρήγορα, αρχίζει να χαράζει μια καλημέρα ακουμπώ στου κόσμου το περβάζι. Μια θάλασσα με οδηγεί στου ουρανού το κέντρο φύτρωσε τώρα ξαφνικά ένα μεγάλο δέντρο. Δως μου το χέρι σου ψυχή για να σε ταξιδέψω όλα τα λόγια μου ξανά στον ήλιο να ξοδέψω. Να ζαλιστώ μ’ ένα φιλί, το σύμπαν ν’ ανταμώσω να δέσω κόμπο το μυαλό, τον ίσκιο μου να σώσω. Όλα της πόλης τα στενά στα μάτια με κοιτάνε και τα ανάπηρα παιδιά στο κύμα περπατάνε. Της μοναξιάς τα σίδερα σπάνε τη φυλακή τους τα φοβισμένα τα κορμιά χάνουν την ταραχή τους. Το άσπρο μέλι σου να πιω σ’ ένα βαθύ ποτήρι να ανοιχτώ στο σώμα σου με ένα τρεχαντήρι. Μία σταγόνα σου να μπει μέσα στα όνειρά μου να εκπορθήσω απ’ την αρχή τη χώρα του Πριάμου. Μες στην αγρύπνια των καιρών η μέρα θριαμβεύει και της ψυχής σου η δροσιά τη σάρκα μου ληστεύει. ΑΠΛΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ Στην Αλεξάνδρεια αρχίζει να βραδιάζει και στην Αθήνα ο αέρας με τρομάζει βλέπω του κόσμου τις ψυχές όλες κλειστές ένα μπουρίνι απ’ το νότο πλησιάζει. Φώτα χλωμά, οι δρόμοι γρήγορα αδειάζουν ψεύτικα όνειρα τη γη αναταράζουν οι ουρανοί με σκοτεινιά με πυρπολούν και στις γωνίες τα κορμιά πολύ μου μοιάζουν. Πέρα στην Κίνα τα ποτάμια πλημμυρίζουν έξω απ’ την πόρτα μας σκουπίδια τριγυρίζουν ό, τι αγαπήσαμε σιγά – σιγά γερνά ποιοι τις ελπίδες και το γέλιο καθορίζουν. Στις γειτονιές όλο κι αυξάνουν τα τσιμέντα για την ανάσα μου κανείς δε λέει κουβέντα μια μηχανή την ησυχία μου χαλά με την αγρύπνια μου απόψε θα ‘χω ρέντα. Απλά υπάρχουμε και ζούμε, τίποτ’ άλλο προσμένοντας για το ταξίδι το μεγάλο αυτό που λέω δεν είναι υπεκφυγή σ’ ένα ταξί που έρχεται κάνω σινιάλο. ΑΡΧΑΙΟ ΕΡΩΤΙΚΟ Λυμένα ξέπλεκα μαλλιά στο κύμα αρμενίζουν του παραδείσου τα φιλιά οι Μούσες μου χαρίζουν. Λάμπει ψηλά στον ουρανό ένα μικρό κλωνάρι απ’ του κορμιού σου το βυθό, της γης μαργαριτάρι. Βλέπω να σκίζουν τα πουλιά τον καθαρό αέρα και να μου δίνει η ζωή την ακριβή της βέρα. Κυκλοφορώ στα σύννεφα, στου σύμπαντος τα δάση ανοίγω δρόμο γυάλινο μια Νύμφη να περάσει. Ο χρόνος στέκεται βουβός, κοιτάζει τους καθρέφτες σπάνε τα είδωλα του νου, βγαίνουν στο φως οι κλέφτες. Ο κόσμος γίνεται δροσιά, χορεύουν οι αιθέρες και των ματιών σου η θωριά μου διώχνει τις φοβέρες. Αρχαίες πόλεις συναντώ σ’ όλους τους γαλαξίες και στη δική σου ομορφιά μαθαίνω τις αξίες. ΣΥΝΤΑΓΜΑ – ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ Καράβια ξεκινούν για τα νησιά η πόλη άρχισε ν’ αδειάζει δεν ήμουνα ποτέ στη μοιρασιά η μοναξιά δε με τρομάζει. Κύματα στου Αιγαίου την ποδιά κορίτσια αγκαλιά με το φεγγάρι της νιότης μου ρουφώ τη μυρωδιά τις νύχτες ξεπουλιέμαι στο παζάρι. Μπαίνω στου εαυτού μου το χορό τα βήματά σου δεν προσμένω χαράματα ακούω ένα μωρό που έχω μέσα μου κλεισμένο. Χρώματα ζωγραφίζουν το βυθό όστρακα αναδύονται στον ήλιο στην άμμο του Ιούλη θα χωθώ μήνυμα σε κανέναν δε θα στείλω. Δεν προσμένω τίποτα κι αυτό το καλοκαίρι έχεις χαθεί από καιρό την απουσία σου μετρώ στ’ άδεια βαγόνια του μετρό Σύνταγμα – Περιστέρι. ΘΑ ‘ΡΘΩ ΑΠΌΨΕ Έχουν πετάξει σαν πουλιά οι νύχτες με φεγγάρι οι Κυριακές με συννεφιά και του Τσιτσάνη η πενιά, τώρα τη μάσκα σου φοράς στου κόσμου το παζάρι μια ερημιά σαρωτική μες στου κορμιού τη φυλακή. Σκιές στους δρόμους και φωτιές πυρπόλησαν τις ώρες βαπόρια, τρένα αδειανά με οδηγούν στο πουθενά κι εσύ στο χάρτη αναζητάς κάποιες καινούργιες χώρες με τη βαλίτσα σου αγκαλιά παίρνεις της μοίρας τα σκαλιά. Χορεύουν πάλι στο μυαλό της νιότης τα ποτάμια αέρας κρύος με φυσά μες στου Φλεβάρη τα μισά, θρύψαλα γέμισε η γη από σπασμένα τζάμια και η φωνή σου δεν ηχεί, τη σκέπασε η εποχή. Θα ‘ρθω απόψε να σε βρω κρατώντας την απόχη να αλιεύσω τις στιγμές που μου αφήσανε ρωγμές, απ’ το βυθό ν’ αναδυθούν τα ίσως και τα όχι την ανθισμένη σου αυλή να ξαναβρώ μ’ ένα φιλί. ΚΑΤΑΧΝΙΑ Έμεινα μόνος να κοιτώ τους άδειους διαδρόμους μες στο μυαλό μου τριγυρνά ο ήχος της σιωπής ποτέ δεν έμαθα αυτά που ήθελες να πεις τώρα η ψυχή μου ξενυχτά μέσα στους υπονόμους. Με τυραννάει η λογική, της μέρας η φοβέρα ρίχνω σκοινί να κρατηθώ σε μιαν αναλαμπή είναι ο χρόνος μια ανοιχτή πανάρχαια πληγή και η ζωή μας μια σταλιά στον άπειρο αέρα. Οι ουρανοί μου κολυμπούν σε σύμπαντα βρεγμένα μία φωτιά μού πυρπολεί όλες τις αντοχές έχουν αλλάξει αριθμό κι οδό οι εποχές Περιπολώ χωρίς φακό στου κόσμου τον πυθμένα. Πέφτω σε λίμνες σκοτεινές, σε φάρους χαλασμένους ένα αστέρι χαμηλό κοντά του με καλεί έχω στο μέτωπο βαθιά της μοίρας την ουλή και τα τραγούδια μου αντηχούν σε κάμπους μολυσμένους. Μες στα χαράματα γυρνώ να σώσω τη μορφή σου βλέπω παντού μια καταχνιά ν’ απλώνεται στη γη έχει αρχίσει από καιρό το φως να αιμορραγεί παίρνω μια βάρκα ν’ ανοιχτώ στο κέντρο της αβύσσου. ΤΟ ΚΑΤΑΚΑΘΙ Κρύα ποτάμια μου αγγίζουν την ψυχή και με λυτρώνει μία δροσερή φωνή μέσα στη θάλασσα της μέρας κολυμπάω τον εαυτό μου και τον κόσμο αγαπάω. Κυκλοφορώ μ’ ένα λουλούδι στην καρδιά ρουφώ το νέκταρ απ’ της φύσης τα κλαδιά πιάνω τον ήλιο αγκαλιά να μη μου φύγει ένα παράθυρο στο σύμπαν τώρα ανοίγει. Σύννεφα μπαίνουνε στου ανέμου το χορό στα σταυροδρόμια του κορμιού σου προχωρώ δένω το φόβο με του απείρου τις κορδέλες με χαιρετάνε οι αιώνιες κοπέλες. Βγαίνω σε μέρη που δεν έχω ξαναδεί πλέκω στον έρωτα ανοιξιάτικη ωδή οι ουρανοί μου χρωματίζουν τους αιθέρες με ταξιδεύουν του ονείρου οι γαλέρες. Δως μου τα μάτια σου να πιω το κατακάθι ν’ απαλλαγώ απ’ του μυαλού μου το αγκάθι ακροβατώ στης ομορφιάς σου το σανίδι με ανασταίνει του φιλιού σου το λεπίδι. ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ Μες στην ομίχλη του καιρού φωτίζει ένα τρένο σέρνω τα βήματα χορού κι ακόμα περιμένω. Ράγες που παίρνουν τη ζωή στο άγνωστο την πάνε φρένα μου σπαν την ακοή στο τώρα με γυρνάνε. Μες στους σταθμούς μια μυρωδιά που βγάζουν τα βαγόνια σαν τα ανάπηρα παιδιά μου γνέφουνε τα χρόνια. Άνθρωποι με αποσκευές προσμένουν την ελπίδα μα είναι παγίδα οι στροφές έρχεται καταιγίδα. Κι εσύ γυμνή μέσα στο σύμπαν ταξιδεύεις χωρίς βαλίτσες και χωρίς προορισμό το δρομολόγιο αυτό δεν έχει γυρισμό σε ποια αστέρια το κορμί σου το ξοδεύεις. ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΞΕΠΕΡΑΣΩ Ένα πλανόδιο φεγγάρι ξενυχτά καίει της πόλης τα αδιάβαστα χαρτιά μ’ έχει κυκλώσει μια τεράστια φωτιά παίρνω τους δρόμους να σωθώ μα δε σε βρίσκω όλη η ζωή σου είναι αίνιγμα και ρίσκο και τα διόδια δεν είναι ανοιχτά. Σ’ όλες τις πιάτσες τριγυρνώ σαν ξωτικό ένα αεράκι μ’ ακουμπάει μεθυστικό το όνομά σου σε καφέ τουριστικό ποζάρει πάνω σε μεγάλη πινακίδα τέσσερα χρόνια κι από τότε δε σε είδα έχω ένα κόμπο στην καρδιά σαρωτικό. Πώς να σε ξεπεράσω ακροβατώ σ’ ένα σκοινί το άπειρο να πιάσω το νου μου θα δικάσω μ’ ένα ποτήρι πανικό τη νύχτα θα κεράσω. ΤΟ ΤΕΦΤΕΡΙ Πολλοί ξεκίνησαν να βρούνε την Ιθάκη έπεσαν πάνω σ’ ένα άγνωστο φουρνέλο τις αμαρτίες σου να μου τις λες δε θέλω είναι χειμώνας, βάλε κούτσουρα στο τζάκι. Δως μου το κόκκινο κρασί της εφηβείας να βγω ξανά σ’ όλου του κόσμου τα μπαλκόνια αυτά που ζήσαμε θα τριγυρνούν αιώνια και θα μου δείχνουνε το δρόμο της σοφίας. Περιπλανώμενες φωτιές μ’ ακολουθούνε λιώνουν στα μάτια σου του νου οι παγετώνες ένα αστέρι δραπετεύει απ’ τις οθόνες ρίξε τις τύψεις σου στη φλόγα να καούνε. Το άσπρο δέρμα σου φωτίζει τα σκοτάδια ο ουρανός σου διαλύει κάθε ψέμα πέτα τους ίσκιους σου στης λησμονιάς το ρέμα ν’ απαλλαγείς από τα γήινα κοπάδια. Ποιος ξέρει αύριο το μέλλον τι θα φέρει πάει καιρός που δεν υπάρχουνε προφήτες αυτό το ρόλο αναλάβαν οι αλήτες σβήσε τα λάθη απ’ της μνήμης το τεφτέρι. ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟ ΜΙΣΟΣΚΟΤΑΔΟ Μείναμε μόνοι στης Ιστορίας το μισοσκόταδο ένας αντάρτης αλήτης άνεμος μας τυραννά κρύες εξέδρες χάσκουνε μέσα σε άδειο γήπεδο έξω απ’ το σπίτι μου μια λιμουζίνα τώρα περνά. Χώμα και λάσπες στα πεζοδρόμια που πατήσαμε όλοι οι ρήτορες στους ιππόδρομους λογομαχούν αυτά που θέλαμε μας τα πήραν και δεν τα ζήσαμε και στα μπαλκόνια οι κλειδοκράτορες βωμολοχούν Πλήθη αιχμάλωτα στο κυνήγι της κατανάλωσης πανηγυρίζουν κρατώντας λάβαρα ρωμαϊκά τα όνειρά μας σε εργοστάσιο εμφιάλωσης για να ξεπλύνουν κάτι πανάκριβα μωσαϊκά. Όλοι οι δρόμοι μάς οδηγούνε σε σανατόρια πνεύμονες άρρωστοι από την πίσσα της εποχής σήμερα άνοιξαν δυο καινούργια εστιατόρια και οι πελάτες τα επισκέπτονται πανευτυχείς. Τρύπιες σημαίες μες στην ομίχλη να κυματίζουνε ασθενοφόρα την ησυχία μας καταπατούν ιδέες σάπιες σ’ ουρανοξύστες να ανεμίζουνε κάθε χαράματα οι ενοχές μας υπνοβατούν. Φίλοι χαθήκαν χωρίς ν’ αφήσουν ένα σημείωμα κι οι έρωτές μας εξαϋλώθηκαν σε μια βραδιά η Ιστορία είναι της νύχτας φτυστό ομοίωμα που ‘χει στη σάρκα της μιαν ανυπόφορη μυρωδιά. ΣΕ ΦΥΛΛΑΔΙΑ Βράδυ Σαββάτου οι βιτρίνες με κοιτάζουν ρίχνω το βλέμμα μου στου δρόμου την αγχόνη κάθε μεσάνυχτα τα σύνορα αλλάζουν μια μαύρη θάλασσα το αίμα μου ζυγώνει. Τα σκουπιδιάρικα από δίπλα μου περνάνε χειρουργημένες εποχές βγήκαν σεργιάνι τώρα βολεύομαι με λίγα κι ό, τι να ‘ναι μία σκιά από τον κρόταφο με πιάνει. Κάτω στο χώμα πεταγμένοι αναπτήρες ρούχα μοντέρνα μου γυρίζουνε την πλάτη πλένω τα χέρια μου σε βρόμικους νιπτήρες έχει στερέψει το νερό και το αλάτι. Άδειες κονσέρβες και πακέτα από τσιγάρα και οι ρεκλάμες μου τυφλώνουνε τα μάτια μ’ έχουν τυλίξει οι καπνοί απ’ τα φουγάρα μετρώ της νιότης μου τα λιγοστά κομμάτια. Πώς να μιλήσω σε ψυχές παρηκμασμένες το μέλλον γράφεται σε γυάλινα τετράδια όλες οι λέξεις μου φαλτσάρουν κορεσμένες κι εγώ μοιράζω τις πληγές μου σε φυλλάδια. ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΦΕΤΟΣ Νύχτες με φεγγάρι που τελείωσαν λάσπες τώρα πατώ που με λερώνουν όσοι την απλή χαρά δε βίωσαν κοιτούν στα δέντρα τα πουλιά που ζευγαρώνουν. Μάτια που κοντεύουνε να κλάψουνε χέρια που ανυψώνονται στ’ αστέρια αύριο την άνοιξη θα κάψουνε αυτοί που σκότωσαν το φως σου με μαχαίρια. Λόγια πεταμένα στα αζήτητα ώρες παροπλισμένες στα ρολόγια πέρασε ο χρόνος με ταχύτητα κι εγώ κλειδώθηκα σε βρόμικα κατώγια. Σκόνες αιωρούμενες στο πάτωμα φόβοι ταριχευμένοι στα σεντόνια όνειρα που έβγαλαν αιμάτωμα κυκλοφορώ στης ερημιάς μου τα μπαλκόνια. Τρένα που σφυρίζουν αδιάφορα χώρες διαγραμμένες απ’ το χάρτη χρόνια που κατάντησαν παράφορα ούτε και φέτος θα αγγίξουμε το Μάρτη. ΓΕΝΑΡΗΣ Λάσπες, καρφιά και σίδερα χορεύουν στο φεγγάρι της μοναξιάς τα σήμαντρα ηχούν κάθε Γενάρη. Ο ουρανός είναι βαρύς, τα σύννεφα βρεγμένα και της ψυχής τα όνειρα από καιρό ληγμένα. Γκρίζες φιγούρες περπατούν στου δρόμου τα σφαγεία νταλίκες μ’ εμπορεύματα και φορτηγά ψυγεία. Μεσάνυχτα στην εθνική ο φόβος θριαμβεύει κι ένας βοριάς σαρωτικός την άβυσσο ιππεύει. Ρόδες γυρίζουνε στης γης το φαύλο καρναβάλι και της αγρύπνιας τα παιδιά σ’ ένα αδειανό μπουκάλι. Άσπρες νιφάδες κρύβονται σ’ ανάσες παγωμένες και οι βδομάδες με κοιτούν στα μάτια πληγωμένες. Μέσα στα έγκατα του νου θερίζουν τα ξυράφια ψάχνω την άνοιξη να βρω σε ξεχασμένα ράφια. Με προσπερνάει σαν τρελό το τελευταίο τρένο αύριο τάχα τι θα δω, τίποτα δεν προσμένω. Και τα περίπτερα κλειστά, έμεινα από τσιγάρα πέφτω σε πέτρες μυτερές, σε ξύλινα τελάρα. Κρύος αέρας με ορμή τα κόκαλα τρυπάει ασθενοφόρα ακούγονται, κάποιος θα ξεψυχάει. ΦΕΥΓΩ Λείπουν όλοι άδεια η πόλη έχω ξεμείνει στη στεριά φώτα γκρίζα κι η κορνίζα γέρνει από τη μια μεριά. Λόγια σκάρτα στέλνω κάρτα σ’ όλα τ’ αλάνια τ’ ουρανού βίδες, λάμες μέρες πλάνες παίρνω το χρώμα του κενού. Οι αλήθειες κι οι συνήθειες με τυραννούν τις χαραυγές αίμα, γάζες για τις μάζες που ‘χουνε ψεύτικες πληγές. Μνήμες, χρόνια σαν σεντόνια που τα απλώνω στο σκοινί νέοι χάρτες κι οι αντάρτες στης Ιστορίας το χωνί. Φεύγω και πάλι μοναχός για το μηδέν ολοταχώς όποια Ιδέα κι αν κοιτάξω δεν προλαβαίνω να αλλάξω το παραπέντε με ζυγώνει και η ανάσα μου παγώνει. ΠΑΡΤΟ ΧΑΜΠΑΡΙ Ένας ατίθασος βαρδάρης με τυλίγει το παρελθόν μου στο συρτάρι καταλήγει οι διαφημίσεις στην οθόνη με τρομάζουν τώρα οι μέρες μου πιο δύσκολα χαράζουν. Κάνω μια βόλτα το πρωί στην προκυμαία βλέπω μια άρρωστη να υψώνεται σημαία πέτρες στους δρόμους κι αυτοκίνητα μοντέρνα ένας πλανόδιος κουρδίζει τη λατέρνα. Στου εαυτού μου το απύθμενο πηγάδι πίνω νερό για να ξορκίσω το σκοτάδι χειρουργημένες υποσχέσεις και λαχεία παίρνουν φωτιά της μοναξιάς μου τα ηχεία. Οι μηχανές με προσπερνάνε μανιασμένα σ’ αυτό τον κόσμο όλα είναι μοιρασμένα οι προτομές μέσα στα πάρκα να γερνάνε αυτά που ζήσαμε ποτέ πια δε γυρνάνε. Οι εποχές τον πανικό του μου δωρίζουν ένα καράβι απ’ την άβυσσο σαλπάρει έχουν τελειώσει οι χαρές, πάρτο χαμπάρι νύχτες περίεργες το φως μου πριονίζουν. ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΙΚΥΜΙΑ Λόγια αδέσποτα στου κόσμου τις αλάνες ένα τραγούδι μεθυσμένο παραπαίει θα ξοδευτώ σε εποχές γκρίζες και πλάνες αυτά που ζήσαμε το σήμερα τα καίει. Φώτα ατίθασα τυφλώνουν τα σκοτάδια άνθρωποι είδωλα κουνάνε το κεφάλι οι πόλεις γέμισαν ατέλειωτα σημάδια κι εγώ ανοίγω το επόμενο μπουκάλι. Μέρες ριγμένες στου καιρού την παραζάλη η γη αντίθετα γυρίζει απ’ την τροχιά της η μοναξιά είναι σκληρή σαν το ατσάλι βάφει το αύριο με τη φτηνή μπογιά της. Άδεια πακέτα από τσιγάρα πεταμένα μες σε σταθμούς και σε υπόγειες διαβάσεις ζώα στην άσφαλτο από ώρα σκοτωμένα το πεπρωμένο δεν μπορείς να το διαβάσεις. Παίρνω τηλέφωνα, χτυπάω τα κουδούνια μα δε μου δίνεται απάντηση καμία πλένω τα χέρια μου με βρόμικα σαπούνια πέφτω ξανά σε μια αρχαία τρικυμία. ΜΕΡΕΣ Τ’ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Μέρες τ’ Αυγούστου και η πόλη ερημώνει ένας βραχνάς περιπλανιέται στις πλατείες τώρα πληρώνω τις αρχαίες αμαρτίες με οδηγεί της μοναξιάς μου το τιμόνι. Σπίτια κλειστά και μαγαζιά μανταλωμένα άδεια βαγόνια μεταφέρουν τη σκουριά τους ρίχνουν στις ράγες την ανία τη βαριά τους κι εγώ λυτρώνομαι με όνειρα λιωμένα. Βγαίνω στους δρόμους και πατάω τη σκιά μου μια ησυχία μου τρυπάει το κρανίο μπαίνω αυθόρμητα σε ένα καφενείο παίρνω μια μπύρα και την πίνω στην υγειά μου. Πρόσφυγες κάθονται ακόμα στα φανάρια ένας φαντάρος μάλλον θ’ άργησε και τρέχει γι’ αυτούς που ξέμειναν αντίδοτο δεν έχει την αντοχή μας μάς την παίξανε στα ζάρια. Ένα σκυλί κάτω απ’ τη γέφυρα γαβγίζει νύχτα ζεστή, παραμονή της Παναγίας όλα είναι δύσκολα στην κόψη μιας αργίας δεν έχω κάτι να σου πω που να αξίζει. ΤΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ Άδειοι αναπτήρες πύρινη λάβα απ’ του νου μου τους κρατήρες, όνειρα φθαρμένα κρύα χαμόγελα, παιδιά χειρουργημένα. Δύσκολα χαράζει έχω παρέα το νοτιά και δε με νοιάζει, σύννεφα βρεγμένα καταπατώ των εποχών τα εσκαμμένα. Φαύλοι στα μπαλκόνια κρατώ τη μοίρα μου σε δυο λευκά σεντόνια. χάρτες αλλαγμένοι σ’ αυτό τον κόσμο ένα ψέμα μόνο μένει. Άνθρωποι με μάσκες είναι της μόδας οι αντάρτικες τραγιάσκες, λόγια προδομένα ζώα στην άσφαλτο από μέρες σκοτωμένα. Φεύγουν οι βδομάδες δεν μπαίνει ο ήλιος τώρα πια απ’ τις χαραμάδες, τρύπιες οι σημαίες κι εσύ αμύνεσαι κουνώντας τις κεραίες. Πέρασαν τα χρόνια δύο αιώνες και δε λιώσανε τα χιόνια, τι να περιμένω δεν έχω κάτι ν’ αγαπώ ή να προσμένω. ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΟΥ Οι λέξεις μου είναι φτηνές, πουλιούνται στα παζάρια το μέλλον μας το παίξανε μίαν αυγή στα ζάρια. Τώρα ρεκλάμες με κοιτούν, μου κλείνουνε το μάτι μόνος ξανά θα κοιμηθώ σε αδειανό κρεβάτι. Βγαίνω σεργιάνι στ’ ουρανού τ’ απάτητα λημέρια απλώνω ως τα πέρατα της γης τα δυο μου χέρια. Mε κυνηγάν της μοναξιάς οι μαύρες Ερινύες τρέχω ιδρωμένος να κρυφτώ στης νύχτας τις γωνίες. Μ’ ένα τσιγάρο πυρκαγιά τη νιότη μου αγναντεύω απ’ το περβόλι του καιρού ένα καρπό ληστεύω. Σκόνη σε μάρμαρα λευκά, λάσπες σε πεζοδρόμια δεν έχει αλλάξει τίποτα, όλα είναι ίδια κι όμοια. Ό, τι αγαπήσαμε περνά κι ένα βραχνά αφήνει αυτά που θέλαμε πολύ κάηκαν στο καμίνι. Τώρα με μνήμες τριγυρνώ χαράματα και κάτι ρίχνω στις ρόδες φορτηγών του νου μου το γινάτι. Ποιος τη ζωή μας κυβερνά, το αύριο τι θα φέρει άραγε θα ‘μαστε εδώ και τ’ άλλο καλοκαίρι. Μη με ρωτήσεις να σου πω της μοίρας τα γραμμένα έχω το στόμα μου κλειστό, τα χείλη μου ραμμένα. ΚΑΚΟΣ ΜΠΕΛΑΣ Φεύγουν τα χρόνια, στη ζωή μου τώρα χιόνια θυμάμαι τότε που σε είχα πρωτοδεί κάτω απ’ τ’ αστέρια με λυμένα τα κορδόνια μου χαμογέλασες σαν να ‘σουνα παιδί. Τρύπιες σημαίες αιωρούνται στα μπαλκόνια ένα χαμόγελο γυρεύω να πιαστώ γέμισε η πόλη με πολύχρωμα μπαλόνια αυτά που ήθελα ακόμα τα χρωστώ. Όλα περνάνε και ομίχλη με κερνάνε το παρελθόν μας τώρα φόρεσε γυαλιά κάτι ανόητοι απ’ το δρόμο προσπερνούνε κι εγώ υποφέρω στη μεγάλη αντηλιά. Φάτσες περίεργες χορεύουν τσιφτετέλι πάνω σε μπάρες και σε κράσπεδα φτηνά της μοναξιάς μου δεν ξεχρέωσα τα τέλη κρύβομαι μέσα σε δωμάτια σκοτεινά. Ποιος ξέρει τώρα ποιος αέρας σε τυλίγει σε ποια λιμάνια το κορμί σου ξεπουλάς όσοι ξοδεύτηκαν στης σάρκας το κυνήγι γι’ αυτούς ο έρωτας είναι κακός μπελάς. ΟΛΑ ΞΕΧΝΙΟΥΝΤΑΙ Φεύγουν τα τρένα απ’ το σταθμό κι εγώ γυρίζω μόνος μέσα στου σκότους το βυθό της νύχτας κληρονόμος. Της ερημιάς τα πέλαγα ορίζουν τη ζωή μου κι όλα αυτά που σου ‘λεγα πέτρωσαν τη φωνή μου. Περαστικές είναι οι ψυχές και το φιλί μια πλάνη στάζουν φωτιά οι εποχές κι ο ύπνος δε με πιάνει. Έξω στου κόσμου τις αυλές μια μυρωδιά θανάτου κι όλα αυτά που ήθελες σκουπίδια του Σαββάτου. Παράξενα φθινόπωρα και καλοκαίρια κρύα όλα ξεχνιούνται γρήγορα αλλάζει η Ιστορία. ΤΟ ΣΚΥΛΙ Είναι η ζωή ένα σκυλί γαβγίζει μεθυσμένο, στης μοναξιάς μου το σκαλί έχει στερέψει το φιλί, τίποτα δεν προσμένω. Φώτα χλωμά με προσπερνούν κάνω ένα βήμα πίσω τα καλοκαίρια μου γερνούν μαύρες σκιές με κυβερνούν, απ’ το μηδέν θ’ αρχίσω. Μια φυλακή είναι η ζωή άγνωστο μονοπάτι μέσα στου κόσμου τη βουή χάνω του νου μου τη ροή, όλα μια αυταπάτη. Λόγια δεμένα στις ακτές πλοία ναυαγισμένα πού να βρω πόρτες ανοιχτές κι αυτά που μου ‘λεγες εχθές σήμερα μοιάζουν ξένα. Παίρνω τους δρόμους τ’ ουρανού μήπως και ανασάνω το ξέρω πως σε χάνω το άρωμά σου πιάνω μέσα στα βάθη ενός γκρεμού. ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ Παραμονεύουν οι στιγμές σε κάθε βήμα ένα ατέλειωτο κρασί τώρα θα πιω είναι η ζωή απροσδιόριστη σαν ποίημα δεν ξέρω να την ερμηνεύσω κι είναι κρίμα πάλι της νύχτας τη σκουριά θα καταπιώ. Κυκλοφορώ με ξένα σύνεργα στην πλάτη ένας αέρας μου ξυρίζει τη σιωπή όσοι κοιμήθηκαν σε αδειανό κρεβάτι βγαίνουν χαράματα να βρουν αυτό το κάτι που θα ξεπλύνει την πανάρχαια ντροπή. Τα περιθώρια στενεύουν και το ξέρω δεν έχω κάτι ν’ αρνηθώ ή να πιαστώ από της πόλης την ανία υποφέρω το όνομά μου από φόβο δεν προφέρω αυτά που ήθελα ακόμα τα χρωστώ. Μέρες βαριές με οδηγούνε σ’ ένα τέλμα ο ουρανός μου έχει αρχίσει και γερνά βλέπω μπροστά μου να ορθώνεται ένα τέρμα άδειες οι τσέπες, δεν υπάρχει άλλο κέρμα και το κορμί μου σ’ αδιέξοδα γυρνά. Ό, τι αγαπήσαμε ξοδεύτηκε σε λάθη είναι αργά να γιατρευτούνε οι πληγές πετώ τη μοίρα μου στου κόσμου το καλάθι μέσα στο νου μου έχει φυτρώσει ένα αγκάθι έχουν στερέψει οι αιώνιες πηγές. ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ Ο χρόνος μου ‘κλεισε το μάτι καμένα λάστιχα στους δρόμους που γυρνάς πρόκες στο άδειο μου κρεβάτι ένα ποτήρι δηλητήριο με κερνάς. Σπασμένες λάμπες στις κολόνες άρρωστα όνειρα σφυρίζουν στο σταθμό έχουν περάσει δυο αιώνες κι εγώ τα φίδια της ζωής μου αριθμώ. Άδεια μπιτόνια από βενζίνη φωτογραφίες και αφίσες της στιγμής είναι ο κόσμος μια οδύνη δεν έχει τέρμα αυτό το φως της παρακμής. Λάσπες στου ήλιου τις ακτίνες γυάλινες σφαίρες και αδέσποτες κραυγές πόλεις που γέμισαν βιτρίνες στάζουνε αίμα τ’ ουρανού οι χαραυγές. Άστεγες σκέψεις με κυκλώνουν άμορφες μάζες κυριεύουν το παρόν κάπου εδώ όλα τελειώνουν βλέπω στο χάρτη τα σημάδια των καιρών. Η ΜΠΑΝΤΑ Μέσα στου κόσμου τις φατρίες η ομορφιά σου πυρπολεί τους ουρανούς ανοίγω τούνελ, γαλαρίες να βρω του έρωτα τους δροσερούς κρουνούς. Έξω τα πλήθη αλαλάζουν απ’ τα μπαλκόνια οι αγύρτες χαιρετούν όλα τα χρώματα σου μοιάζουν και τα αρώματα τις αύρες συναντούν. Το καρναβάλι ήρθε πάλι καινούργιες μάσκες στην καλύτερη τιμή όταν θα σε μισούν οι άλλοι θα ‘ρχομαι εγώ να σου γιατρεύω το κορμί. Δρόμοι με χώματα και λάσπες παραμονεύουν οι σοφοί στις αγορές δως μου τις μέρες σου τις άσπρες και λύτρωσέ με με απ’ του χρόνου τις φθορές. Δε βρίσκω τώρα άλλη λέξη να σου πω μέσα στο βλέμμα σου συνάντησα τα πάντα έξω απ’ το σπίτι σου της άνοιξης η μπάντα παίζει τραγούδια με το ρήμα «σ’ αγαπώ». ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ Σ’ όλες του κόσμου τις γωνίες σε γυρεύω ρίχνω το βλέμμα μου στης νύχτας τα στενά μία σκιά από παλιά με τυραννά και στα υπόγεια ξυπόλητος χορεύω. Μάγοι με δώρα απ’ τη δύση ήρθαν πάλι δρόμοι ξυράφια το κορμί μου ακουμπούν μες στο μυαλό μου οι φοβέρες κολυμπούν κι εγώ ανοίγω το επόμενο μπουκάλι. Μέρες περίεργες μου γύρισαν την πλάτη σ’ όλα τα μήκη του πλανήτη σε ζητώ πώς να ξεφύγω απ’ της μοίρας τον ιστό περνούν τα χρόνια μου σαν μια οφθαλμαπάτη. Φεύγει η άνοιξη και έρχεται χειμώνας μπαίνω σε τρένα αδειανά για να σωθώ από της πόλης τον απύθμενο βυθό ζητώ διέξοδο απ’ την τρύπα μιας βελόνας. Ό, τι αγαπήσαμε ξοδεύτηκε και πάει βγαίνω χαράματα στου νου μου το κυνήγι κι εσύ για πάντα απ’ τη ζωή μου έχεις φύγει ένας ατίθασος αέρας με τρυπάει. ΜΕΡΕΣ ΠΛΑΝΕΣ Χρόνια δίσεκτα σφυρίζουν στο κατώφλι μου τρέχω γρήγορα να φέρω την απόχη μου ν’ αλιεύσω τα σκοτάδια που γυρίζουνε μες στη δίνη του αιώνα και θερίζουνε. Πλοία βλέπω να χαράζουν τους ορίζοντες στην οθόνη παρελαύνουν οι γνωρίζοντες οι στιγμές που μου ‘χες δώσει δε με ξέρουνε όσοι χάσαν την ψυχή τους υποφέρουνε. Αναμνήσεις σαν θηρία με κυκλώνουνε και βοριάδες λυσσασμένοι με σαρώνουνε τριγυρνάω σαν δραπέτης στα χαλάσματα μ’ ερωτεύονται της πόλης τα μιάσματα. Ανεβαίνω σκαλοπάτια και τσακίζομαι σε ανώφελες αγάπες χαραμίζομαι την ανάσα σου γυρεύω σε αγάλματα με αλώνουνε οι τύψεις και τα σφάλματα. Μέρες πλάνες μες στα μάτια με κοιτάζουνε τα φαντάσματα της νιότης με δικάζουνε πού να γείρω το κορμί μου τα χαράματα δεν υπάρχουνε ιδέες και οράματα. ΠΟΙΟΣ ΟΡΙΖΕΙ Φύγαν τα χρόνια και ακόμα σε θυμάμαι του ουρανού να καβαλάς την ξαστεριά κι εγώ αιώνες γυροφέρνω στη στεριά τώρα κρυώνω, την ανάσα μου φοβάμαι. Με κυριεύουν του ανέμου τα μπουρίνια παίρνω τους δρόμους, δε σε βρίσκω πουθενά πέφτω σε βάλτους και σε μέρη σκοτεινά κοιτώ τον κόσμο μέσα από φινιστρίνια. Μπήκε ο Σεπτέμβρης, το κορμί σου πού γυρίζει ψάχνω να βρω τα βήματά σου στο κενό τους γαλαξίες και το σύμπαν προσπερνώ η μοναξιά το άρωμά της μου χαρίζει. Περιπλανώμενοι αλήτες στις πλατείες πέντε η ώρα, τα περίπτερα κλειστά ο εαυτός μου από χρόνια μου χρωστά έχουν στραβώσει οι γραμμές και οι ευθείες. Ένα φεγγάρι σκυθρωπό μου πριονίζει τη λογική και της ζωής μου το σκοπό θα είναι λίγο και μικρό ό, τι κι αν πω αυτή τη νύχτα το φιλί σου ποιος ορίζει. ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΓΛΥΚΟ Ένα απόγευμα γλυκό μου διώχνει τα σκοτάδια παίρνω τους δρόμους τ’ ουρανού, χαϊδεύω τη σιωπή πάντα ζητούσα ν’ ανεβώ στης γης την οροφή να ατενίσω από ψηλά του κόσμου τα σημάδια. Άδολα λόγια μου μιλούν, κοιτώ την ομορφιά τους άσπρες κοπέλες το κλειδί μου δίνουν της ζωής κλείνω το τραύμα μιας παλιάς πανάρχαιας πληγής με τη δροσιά του δειλινού ξορκίζω τους θανάτους. Μια ησυχία της ψυχής με πιάνει απ’ το χέρι βλέπω ποτάμια να κυλούν σε κάμπους με φωτιές μες στους αιθέρες τριγυρνούν παρθένες μυρωδιές κόβω του χρόνου το σκοινί με κρητικό μαχαίρι. Παίρνω βαθιά αναπνοή, γαντζώνομαι στα όρη ένα αεράκι μου τρυγά τα έγκατα του νου ακροβατώ χωρίς σκοινί στην πλάτη του κενού από τον ώμο με κρατά του σύμπαντος η Κόρη. Ένα καμιόνι συναντώ στη μέση της αβύσσου της Ιστορίας το κορμί πάνω του κουβαλά σε σάπιες ράγες και γραμμές τώρα κατρακυλά μου επουλώνει τις πληγές το φως του παραδείσου. ΑΦΟΡΜΗ Έχω ξοδέψει τη ζωή μου στο σκοτάδι νύχτες περίεργες στην πλάτη με χτυπούν τα καλοκαίρια μου δεν έχουν τι να πουν κυκλοφορώ μ’ ένα πανάρχαιο σημάδι. Άνθρωποι είδωλα κουνάνε το κεφάλι και οι αλήτες στις πλατείες τριγυρνούν μες στο μυαλό μου οι φωτιές με τυραννούν θα αφεθώ στου αλκοόλ την παραζάλη. Φώτα παντού με κυνηγάν και με τυφλώνουν παίρνω τους δρόμους που δεν έχουν γυρισμό ακροβατώ στου ουρανού το χαλασμό οι Κυριακές αργά ή γρήγορα τελειώνουν. Οι αναμνήσεις μου χορεύουν τσιφτετέλι μες σε δωμάτια υγρά και σκοτεινά βγαίνω ξανά στου κάτω κόσμου τα στενά ποτέ δεν πλήρωσα του έρωτα τα τέλη. Ό, τι ξεχάσαμε στα μάτια μας κοιτάει ψάχνει να βρει μία καινούργια αφορμή να διαγράψει όλα τα όχι και τα μη μην τον αφήνεις τον καιρό να σε νικάει. ΤΟ ΘΑΥΜΑ Τα μονοπάτια τ’ ουρανού στα μάτια με κοιτάνε και οι ανάσες του καιρού από τη γη το σκάνε. Βγαίνω τις νύχτες στ’ ανοιχτά με βάρκα το φεγγάρι και ένας μέθυσος νοτιάς έρχεται να με πάρει. Σε παραισθήσεις και φωτιές το νου μου ακουμπάω και με τις πρόκες της ψυχής το αύριο τρυπάω. Ρίχνω νερό στα σύννεφα, τρυγάω τους αιθέρες έχουν αλλάξει οι εποχές και με γεμίζουν σφαίρες. Ακροβατώ σ’ ένα σκοινί, πέφτω σε κατηφόρες έχουν στερέψει οι πηγές κι όλες οι υδροφόρες. Παραπατώ στις χαραυγές, κρύβομαι στα υπόγεια λησμονημένα οράματα και ξεχασμένα λόγια. Τις Κυριακές κυκλοφορώ μ’ ένα παλιό σακάκι της μοναξιάς μου το γιαπί το τρώει το σαράκι. Τα καλοκαίρια στις ακτές κερνάω τις γοργόνες με το κρασί της λησμονιάς που ρέει απ’ τους αιώνες. Πώς να αλλάξεις τη ζωή, πώς να την κοροϊδέψεις σε ποιο αμόλυντο φιλί το φως σου ξοδέψεις. Ο χρόνος ήρθε να με δει και μου ‘δωσε ένα γράμμα ποτέ δεν παραιτήθηκα να ελπίζω σ’ ένα θαύμα. Η ΞΥΡΑΦΙΑ Ύποπτες λέξεις καταστρέφουν το μυαλό μου δίνω στη μέρα μιαν αδέσποτη σπρωξιά μες στον καθρέφτη κυνηγώ το είδωλό μου μ’ έχει τυλίξει μια λαθραία μοναξιά. Ρήτορες παίζουν τη ζωή μας στα μπαλκόνια και αυτοκίνητα ταράζουν τη σιωπή έχουν περάσει τα καλύτερά μας χρόνια στην ερημιάς το ακατέργαστο γιαπί. Το παρελθόν μέσα στα μάτια με κοιτάει αρχαίες πόλεις στα όνειρά μου συναντώ κανείς στο δρόμο τώρα πια δε με ρωτάει στον εαυτό μου κάθε βράδυ απαντώ. Φαύλοι, αγύρτες στην οθόνη αλητεύουν και με ατάκες πληρωμένες μου μιλούν της Ιστορίας τη σαπίλα αλιεύουν και στα παζάρια για χρυσάφι την πουλούν. Κι εγώ που ήθελα μονάχα μια Ιδέα για να σωθώ απ’ του αιώνα τη σκλαβιά τώρα κρεμάω στον εξώστη μια σημαία που ‘χει σκιστεί απ’ του καιρού την ξυραφιά. ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ Νύχτες με πνίγουν και με πιάνουν απ’ το χέρι άστεγα όνειρα κοιμούνται σε σταθμούς οι ουρανοί μου προμηνύουν χαλασμούς έχω κρυμμένο στο μπουφάν ένα μαχαίρι. Χώρες παράξενες φυτρώνουνε στο χάρτη και τα παιδιά από καιρό αιμορραγούν οι Ερινύες της ζωής με κυνηγούν πόσο ασχήμυνε η Ελένη από τη Σπάρτη. Δρόμοι ανάστροφοι δεν ξέρω πού με πάνε ρίχνω κρασί στης μοναξιάς μου τη φωτιά έχω γεμίσει με μουντζούρες τα χαρτιά κι οι έρωτές μου στην ομίχλη κολυμπάνε. Σ’ ένα τασάκι ακουμπάω την πνοή μου έξω τα σύννεφα προβάλλουνε βαριά το παραθύρι μου ηχεί απ’ το βοριά ποιος αιχμαλώτισε απόψε τη φωνή μου. Μη με ρωτήσεις να σου πω, δεν έχω λόγια το πανηγύρι έχει αρχίσει προ πολλού τα βήματά σου κατευθύνονται αλλού οι δείκτες κόλλησαν στης μοίρας τα ρολόγια. ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Μες στην ομίχλη του καιρού φωτίζει ένα τρένο παίρνω τους δρόμους τα’ ουρανού, χαϊδεύω το νοτιά πάντα ελπίζω να φανείς κι ακόμα περιμένω γυρνώ την πλάτη μου στο χθες, ανοίγω τα χαρτιά. Άνθρωποι γρήγορα περνούν έξω απ’ την αυλή μου βγαίνω σεργιάνι στις πλαγιές κάποιας βουνοκορφής συνομιλώ με τους θεούς, τους δίνω το φιλί μου βλέπω στα έγκατα του νου τη λάμψη μιας μορφής. Διεκδικώ τις χαραυγές, τον άλλο εαυτό μου έχω μπροστά μου ποταμούς και λίμνες καθαρές μη με ρωτήσεις να σου πω τι κρύβεται εντός μου ένα αστέρι μ’ οδηγεί σε δύσκολες χαρές. Σ’ έναν πλανήτη ακουμπώ, στηρίζομαι στο σύμπαν οι γαλαξίες προσπερνούν μπροστά μου βιαστικά κι όλου του κόσμου οι γιορτές που πάντοτε μου λείπαν τώρα μου δείχνουν της ζωής όλα τα μυστικά. Άσε τα μάτια σου ανοιχτά στο κάλεσμα της φύσης πιες απ’ το νέκταρ της στιγμής, ανοίξου στα βαθιά μες στα λιβάδια της ψυχής τον ίσκιο σου ν’ αφήσεις και των χαμένων ποιητών να πιεις τη μυρωδιά. ΤΑ ΣΤΟΛΙΔΙΑ Μέρες ξυπόλητες χορεύουν στο κενό λέξεις κλεισμένες μες στη γυάλα μου μιλάνε έχω μπροστά μου ένα κρύο ωκεανό και τα σκουπίδια την αγρύπνια μου χαλάνε. Περιπλανώμενοι ουρανοί με χαιρετούν και τα παιδιά αυτής της πόλης δε με ξέρουν άμορφες μάζες τη σιωπή καταπατούν και τα σκοτάδια μου στον ήλιο υποφέρουν. Τρύπιες σημαίες αιωρούνται στις αυλές φώτα παράξενα θωπεύουν τη ζωή μου έχω στο σώμα μου της μοίρας τις ουλές λάδια, βενζίνες κυριεύουν τη πνοή μου. Γήπεδα άδεια και κλειστές οι αγορές ένας αέρας στα οστά μου διεισδύει κι εγώ που ήθελα να ζήσω δυο φορές βλέπω το άστρο μου στο άπειρο να δύει. Ποιος ξέρει τώρα το κορμί σου πού γυρνά κι εγώ που χρόνια περιφέρομαι στα ίδια κάθε χαράματα η σκέψη μου γυρνά στης ομορφιάς σου τα αιώνια στολίδια. Ο, ΤΙ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ ΓΕΡΝΑ Νύχτες μεγάλες κλειστές οι γυάλες μία σειρήνα αντηχεί, λόγια σπουδαία δεν έχει θέα πέφτει μια κίτρινη βροχή. Φώτα σβησμένα άνθη κομμένα μια πυρκαγιά με πυρπολεί, γκρίζα μπαλκόνια έρχονται χιόνια κάπου γαβγίζει ένα σκυλί. Πέτρινες φάτσες σ’ όλες τις πιάτσες κι εσύ να λείπεις μακριά, το καρναβάλι έφτασε πάλι είναι τα όνειρα βαριά. Πόλεις κομμάτια κλείνω τα μάτια για να μη δω το φονικό, μάσκες πουλάνε τα χρόνια πάνε έχει καεί το σκηνικό. Βγαίνω στους δρόμους παίρνω στους ώμους της λογικής μου το κορμί, ώρες φευγάτες φτάνουν πελάτες τρέχει το μέλλον με ορμή. Κρύα σεντόνια ζεστά σαλόνια μ’ ακολουθεί ένας βραχνάς, τρύπιες σημαίες μέρες μοιραίες ποιος ξέρει τώρα πού γυρνάς. Ποιος τη ζωή μας έκλεισε μες σε βαθύ πηγάδι ποιος τη φωνή μας κυβερνά δως μου να πιω του ουρανού το μαύρο το σκοτάδι ό, τι αγαπήσαμε γερνά. ΣΤΗ ΣΚΟΥΡΙΑ Κι απόψε η νύχτα κύλησε βαριά ό, τι αγαπήσαμε στο σύμπαν ταξιδεύει με κυνηγάνε άγρια θεριά ξέρει ο χρόνος τη ζωή μας να παιδεύει. Και η μορφή σου χάθηκε ξανά μέσα στου κόσμου τα ανόητα παιχνίδια έχω στο νου αγιάτρευτο βραχνά μου ‘χουν τελειώσει οι χαρές και τα ταξίδια. Τρένα περνούν χωρίς προορισμό άδεια πακέτα από τσιγάρα πεταμένα ό, τι περνά δεν έχει γυρισμό ήλιος αιχμάλωτος και σύννεφα βρεγμένα. Σ’ είχα γνωρίσει κάποια Κυριακή να περιφέρεσαι σε έρημη πλατεία τώρα η μέρα είναι φυλακή κι εγώ ζητάω της φυγής σου την αιτία. Σ’ ένα καφέ πικρό θα ξοδευτώ με την αγρύπνια μου θα ανταλλάξω βέρες μονάχος μου στη γη θα πορευτώ μες στη σκουριά των ποταμών και στις φοβέρες. ΟΙ ΣΥΡΤΕΣ Νύχτωσε πάλι από νωρίς έξω στου κόσμου τα μπαλκόνια μέσα σε κάτασπρα σεντόνια θα φυλακίσω όλα τα χρόνια, ο ουρανός είναι βαρύς. Λόγια μεγάλα και παχιά ανηφορίζουν τους εξώστες τις αντοχές σου τώρα δως τες σε μαστροπούς και παντογνώστες και στης οθόνης την οχιά. Πέρασαν μέρες βιαστικές και μου γυρίσανε την πλάτη θα κοιμηθώ σ’ άδειο κρεβάτι χωρίς να βρω αυτό το κάτι που θα μου κλείσει τις πληγές. Στις ανηφόρες του μυαλού θα ταξιδέψω πάλι μόνος της ερημιάς μου κληρονόμος, αργεί να φτάσει ο ταχυδρόμος πλοία ξεκίνησαν γι’ αλλού. Έχουμε χάσει τη ζωή μας τη ληστέψαν οι αγύρτες ρίξε τη μνήμη να καεί μες στου ανέμου την πνοή της λογικής σπάσε τους σύρτες. ΔΩΣ ΜΟΥ ΨΥΧΗ Πέρασε ο χρόνος σαν φοβέρα λόγια σκορπίσαν στον αέρα άστρα χλωμά με πλησιάζουν και τις αλήθειες μου ταράζουν. Νύχτες κλεισμένες στα σεντόνια λύνω της μοίρας τα κορδόνια άγγελοι έρχονται και πάνε την προσοχή μου διασπάνε. Της μοναξιάς μου τα ηχεία με τυραννούν κάθε αργία παίρνω τους δρόμους της σελήνης και τα στενά της Σαντορίνης. Μάσκες γεμίσαν τα παζάρια παίξαν το αύριο στα ζάρια εφημερίδες απλωμένες στις λαϊκές και στις αρένες. Χώρες που φύτρωσαν στο χάρτη την αντοχή μου ώρα πάρτη δεν έχω κάτι να προσμένω με προσπερνάει ένα τρένο. Μέσα στο ψέμα προχωράμε τις αναμνήσεις μας πουλάμε σε δουλεμπόρους και προστάτες και οι αγάπες μας φευγάτες. Δως μου ψυχή το χέρι σου για να σε ταξιδέψω μες στου κορμιού σου την αυλή το φως μου να ξοδέψω να ανοιχτώ στις χαραυγές, στα πλάτη του αιώνα την άνοιξη να ξαναβρώ, να διώξω το χειμώνα. ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ Μέσα στα χέρια σου κυλούσε ένα ποτάμι του πανικού μου αγναντεύω τη θωριά είναι κλειστό της ομορφιάς σου το λιμάνι έξω απ’ το τζάμι μου τα σύννεφα βαριά. Τώρα κοιμάσαι στου καιρού την καταιγίδα σ’ έχει τυλίξει η ομίχλη των βουνών κι εγώ απόμεινα εδώ χωρίς πατρίδα κάτω απ’ την κρύα σιωπή των ουρανών. Μέρες αδέσποτες μου κλείνουνε το μάτι σ’ αναζητώ στις παραισθήσεις του μυαλού βγαίνω μονάχος μου χαράματα και κάτι για να σε βρω, μα οι σκιές με πάνε αλλού. Σ’ όλες τις πιάτσες του πλανήτη σε γυρεύω μέσα στα μπαρ, στους λεπτοδείχτες των ωρών σε άδεια γήπεδα κι απόψε ρητορεύω, η απουσία σου τραντάζει το παρόν. Έφυγες νύχτα απ’ τη ζωή μου μ’ ένα δάκρυ ήτανε άνοιξη, Απρίλης, Κυριακή όλα τα όνειρα τα πέταξες στην άκρη μία συγνώμη είναι λίγη, δεν αρκεί. ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ Νύχτες ανάπηρες με γέμισαν σημάδια μπαίνω στου νου το ανεξερεύνητο κενό ό, τι μου απόμεινε ακόμα προσκυνώ μ’ έχουν τυλίξει της ζωής τα παραγάδια. Άνθρωποι είδωλα μου δίνουνε το χέρι παραπατώ στης μοναξιάς μου την αυλή ποτέ δεν ένιωσα της γλύκας το φιλί με χειρουργεί του πάνω κόσμου το νυστέρι. Πέφτω σε γήπεδα ξερά χωρίς χορτάρι ακροβατώ σε μια τυχαία αναλαμπή αυτά που είχα να σου πω στα έχω πει βγαίνω στις πιάτσες του καιρού μ’ ένα λυχνάρι. Στις κατηφόρες τ’ ουρανού θα ξαποστάσω και στης σελήνης τα αθέατα βουνά από καιρό το όνειρό μου με πονά δεν έχω κάτι να κερδίσω ή να χάσω. Όλα τελείωσαν μου είπες κάποια μέρα κι εγώ που νόμιζα πως ήμουν δυνατός τώρα κοιμάμαι στα σκοτάδια του φωτός και αγναντεύω της φυγής σου τον αιθέρα. ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ Θα ταξιδέψω μια βραδιά στα πλάτη τ’ ουρανού να ανταμώσω τους θεούς που κρύβονται στο σύμπαν και θα πετάξω στη φωτιά τα θρύψαλα του νου θα βρω τις ήσυχες πηγές που πάντοτε μου λείπαν. Μες σε τοπία σκοτεινά θα ρίξω την ψυχή να εξαγνιστεί απ’ τη σκουριά αυτού του σάπιου κόσμου και με τ’ αστέρια οδηγό θα ψάξω την Αρχή και τις χαμένες μου ζωές που κρύβονται εντός μου. Θα αγναντεύω το βουνό, τις λίμνες τις βαθιές τις πολιτείες που ποτέ δεν μπόρεσα να πάω κι ακροβατώντας στου κενού τις πλάνες μυρωδιές μες στα πελάγη των γκρεμών γυμνός θα κολυμπάω. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Περαστικές είναι οι ψυχές κι η άνοιξη μια τρέλα κλείσε τα μάτια σου στο χθες και με το τώρα γέλα. Μην κανονίσεις για αλλού, εδώ έχει λιμάνι δώσε το χέρι στον καιρό, χόρεψε με την πλάνη. Μη με ρωτήσεις να σου πω τη μοίρα ποιος ορίζει όποιος το φόβο προσκυνά το φως του χαραμίζει. Ό, τι μας πλήγωσε περνά, δεν έχει άλλο τέρμα η μηχανή του νου γερνά, της τέλειωσε το κέρμα. Περαστικές είναι οι ζωές, ο κόσμος μια ανάσα σε περιμένει στη γωνιά μια παγωμένη κάσα. Αυτά που μου ‘λεγες προχθές τώρα ηχούν σαν ξένα άσε στην άκρη τα παλιά και βγες απ’ τον πυθμένα. Πιάσου απ’ της γης τις ομορφιές, τους κήπους της σελήνης μια τέτοια νύχτα τις σκιές στην άκρη να αφήνεις. Πάρε τους δρόμους τους μικρούς, τα δύσκολα σκοτάδια να γιατρευτείς απ’ τις πληγές, του χρόνου τα σημάδια. Όλα γυρίζουνε ξανά, τίποτα δεν πεθαίνει η Αφροδίτη είναι εδώ, σου γνέφει η Ελένη. MIA ΚΡΑΥΓΗ Μέσα στης νιότης την αρμύρα σε θυμάμαι να τραγουδάς στη συναυλία τώρα στα δίχτυα του καιρού βαριά κοιμάμαι δεν έχω κάτι ν’ αγαπώ ή να φοβάμαι μ’ έχει νικήσει το μυαλό μου στα σημεία. Τις Κυριακές κυκλοφορώ αρρωστημένος τα πρωινά στις εκκλησίες και τ’ απογεύματα σφαδάζω λαβωμένος από του χρόνου τ’ αδυσώπητο το μένος που με τσακίζει και με ρίχνει στις γωνίες. Όταν σε κοίταξα αλλάξαν οι τροχιές μου και εκτοξεύθηκα στο μέλλον με ταξιδέψανε αλλού οι εποχές μου ποιος το κορμί σου κυβερνάει τώρα πες μου είναι σκληρή η μοναξιά των αρχαγγέλων. Άδεια βαπόρια ξεκινάν απ’ το λιμάνι για της αβύσσου τα σκοτάδια μόλις ακούστηκε το νέο το φιρμάνι «όποιος σκαλίζει τα παλιά το τώρα χάνει και τον γκρεμίζει ο αέρας με σημάδια». Μα εγώ θα ψάξω να σε βρω κι αυτό το βράδυ στις πολιτείες που σε είδαν να περνάς ποιος ξέρει τώρα ποιες αλήθειες προσκυνάς είναι ο έρωτας αγιάτρευτος βραχνάς και η ζωή μας μια κραυγή μες στο σκοτάδι. ΣΚΟΥΡΙΑ Είναι ο κόσμος μια αγιάτρευτη πληγή που με νικάει κάθε βράδυ πέφτω στου νου μου το πηγάδι περιπολώ μες στο σκοτάδι να βρω της νιότης την πηγή. Φώτα περίεργα ανάβουν πυρκαγιές στους ουρανούς και στις πλατείες πληρώνω αρχαίες αμαρτίες ψάχνω της μοίρας τις αιτίες και περιμένω τις βροχές. Άνθρωποι είδωλα την πόρτα μου χτυπούν και μου γυρεύουν να τους δώσω τον εαυτό μου όσο – όσο τρέχω τον ίσκιο μου να σώσω μα τα θεριά μ’ ακολουθούν. Πίνω το νέκταρ μιας ζωής μοναχικής κάτω από βρώμικες σημαίες φεύγουν οι μέρες οι ωραίες έχουν παλιώσει οι ιδέες σαν τα κελιά της φυλακής. Κι όλοι οι έρωτες μυρίζουνε σκουριά και αποτσίγαρα σβησμένα στα τασάκια κάνω στροφές μες στου μυαλού μου τα αυλάκια κυκλοφορώ κάτω από σύννεφα βαριά. ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ Της μοναξιάς μου το γιαπί ξυπόλητο χορεύει παίρνει ο νους μου μια στροφή κι ύστερα αλητεύει. Μέσα απ’ της νύχτας το κλουβί κοιτάζω τους καθρέφτες κι όλα αυτά που σου ‘χα πει ταιριάζουνε στους ψεύτες. Ένα αστέρι μου τρυπά της μνήμης το ξυράφι δε σε αγγίζω τώρα πια, απόμεινα στο ράφι. Η λογική μου κολυμπά σε θάλασσες πνιγμένες ένας βραχνάς με ακουμπά σε μέρες στριμωγμένες. Με κυνηγάει ο αχός μιας λέξης κουρασμένης τρέχω να βρω ολοταχώς το κάστρο της Ελένης. ΜΙΚΡΟ ΕΡΩΤΙΚΟ Βγαίνω στου ήλιου το μπαλκόνι να δω το φως όλης της γης μα το ξυράφι μιας πληγής το πρόσωπό μου χαρακώνει. Άδειες πλατείες συναντάω λάσπες στους δρόμους και γιαπιά, έχει γεράσει τώρα πια αυτό που χρόνια κυνηγάω. Οι πολιτείες με κερνάνε με μια απέραντη σιωπή κι όλα αυτά που σου ‘χα πει στον ουρανό σου δε χωράνε. Καινούργια μέρα ξημερώνει ψάχνω να βρω μιαν αφορμή για να χαράξω μια γραμμή αλλά η μνήμη με σαρώνει. Τη λογική μου αγναντεύω που συνεχώς αιμορραγεί είναι σε λάθος εποχή, με την αγρύπνια μου χορεύω. Πλήθη αδέσποτα ζυγώνουν από τα βάθη του καιρού ακούω το κλάμα ενός μωρού και τα φεγγάρια σου με λιώνουν. Είναι η ζωή πολύ μικρή κι η άνοιξη μεγάλη ξέχνα της μοίρας το σκυλί και γύρνα το κεφάλι δες τα πουλιά πώς κελαηδούν στα κλαδιά του κόσμου άσε στην άκρη τα παλιά, το φιλί σου δως μου. ΜΕ ΦΑΚΟΥΣ Σ’ αναζητώ στις ερημιές μιας φυλακής κατηφορίζω τα σκαλιά του παραδείσου μετεωρίζομαι στα βάθη της αβύσσου βγαίνω σεργιάνι στα στενά της λογικής. Παίρνω τους δρόμους που δε βγάζουν πουθενά ακροβατώ στου ουρανού σου τη λαγνεία απ’ το πατάρι βγάζω μια μικρή λυχνία και ξεκινώ να ανταμώσω τα βουνά. Διεκδικώ του έρωτά σου την αφή μπαίνω χαράματα στις πύλες της σελήνης έχω μπροστά μου το κενό μιας σκοτοδίνης στάζουν λασπόνερα από την οροφή. Περιπλανιέμαι σε τοπία μυστικά παραμονεύουν οι αιώνες να με πιάσουν της ομορφιάς σου οι θεοί θα με δικάσουν πες μου τι μένει στη ζωή μας τελικά. Δεν ξέρω τώρα αν ακόμα με ακούς που σου μιλάω με ποιήματα και στίχους κρύβεσαι πίσω από γκρεμισμένους τοίχους κι εγώ γυρίζω στα σκοτάδια με φακούς. ΔΕΝ ΠΡΟΦΤΑΙΝΩ Έχεις ξεφύγει χρόνια απ’ του μυαλού μου τα κατάλευκα σεντόνια τώρα πού να κοιμάσαι σ’ ακολουθώ χωρίς πυξίδα όπου και να ‘σαι. Οι νύχτες μου μεγάλες της μοναξιάς μου τα καρφιά μέσα στις γυάλες δώσε μου το φιλί σου να εκπορθήσω τη ζωή και την αυλή σου. Άστεγες καλημέρες οι ώρες γέμισαν με πανικό και σφαίρες πού να σ’ αναζητήσω τον εαυτό μου δεν μπορώ να τον ορίσω. Μέσα σε αυταπάτες περνούν οι μήνες κι οι βδομάδες οι φευγάτες άνοιξε το κορμί σου να το γεμίσω με τα χάδια της αβύσσου. Ό, τι αγαπήσαμε στο τέλος μας πληγώνει είναι ο έρωτας ψυχρός όπως το χιόνι μη μου ζητάς στη λογική μου να ενδώσω αύριο φεύγω, δεν προφταίνω να σε σώσω. ΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ Μέσα στα μάτια σου κοιτώ της ομορφιάς σου το βυθό βγαίνω χαράματα στου Μάη το παρτέρι, είναι ο χρόνος μια δροσιά βάζω μια χάντρα θαλασσιά πάνω στο σώμα σου που το φυσά τα’ αγέρι. Παίρνω τους δρόμους το πρωί και συναντάω τη ροή των ποταμών που κάπου κρύβονταν εντός μου, μπαίνω στου ήλιου την τροχιά βάφω με κάτασπρη μπογιά τις πολιτείες και τα πέρατα του κόσμου. Μες στα μαλλιά σου κολυμπώ το πρόσωπό μου αγαπώ ρίχνω στα κύματα του νου μου το ξυράφι, είναι ο έρωτας φωνή που δένει κόμπο το σκοινί βγάζω τους χάρτες μου απ’ της σκουριάς το ράφι. Διεκδικώ μια νέα γη κλείνω της μνήμης την πληγή ανηφορίζω τα στενά του παραδείσου, ένας αϊτός μ’ ακολουθεί και του ανέμου η ωδή βλέπω κατάλευκα τα πάρκα της αβύσσου. Όταν η ανάσα σου χαϊδεύει τη ζωή μου μπαίνει η άνοιξη απ’ όλες τις γωνιές μ’ εγκαταλείπουν του καιρού οι παγωνιές κι ένα κυκλάμινο φυτρώνει στην αυλή μου. ΜΠΟΥΡΛΟΤΟ Νύχτες ξυπόλητες γυρνούν στου κόσμου τα σαλόνια παίρνω βαθιά αναπνοή, χορεύω με τα χιόνια. Ρίχνω στο πάτωμα το νου, του κάνω χαρακίρι πίνω το νέκταρ της σιωπής σε καθαρό ποτήρι. Παραπατώ σ’ ένα σκαλί, σκοντάφτω σε μια πέτρα τώρα που η άνοιξη αργεί, τα σφάλματά σου μέτρα. Βλέπω ξωκλήσσια και πηγές να καίγονται στα δάση το μέλλον τώρα ποιος μπορεί απ’ τα μαλλιά να πιάσει. Λόγια μεγάλα και κραυγές σφυρίζουν στα αυτιά μου και τα αδέσποτα παιδιά ληστεύουν τα όνειρά μου. Στέκεται ο χρόνος στη γωνιά κρατώντας την απόχη κι εγώ που ήθελα πολλά έμεινα με τα όχι. Παίζουν κρυφτό στις γειτονιές βάρβαροι και αγύρτες έχω τις πόρτες μου κλειστές και σφαλιστούς τους σύρτες. Μία ομίχλη απ’ το βουνό στην πόλη κατεβαίνει πού να ‘ναι τώρα οι θεοί, ποιος είδε την Ελένη. Όποιος στη μοίρα του χρωστά μονάχος ταξιδεύει μες στα σκοτάδια του καιρού, την άβυσσο ιππεύει. Και τα χαράματα αγκαλιά μαζί με το φεγγάρι βάζει μπουρλότο στην αυγή και πυρκαγιά στον Άρη. ΧΑΡΑΚΙΡΙ Μέσα απ’ του χρόνου τη θηλιά περνάμε τη λογική μας αγαπάμε κι εγώ που ήθελα το άσπρο σου φιλί ακροβατώ στης ερημιάς μου το σκαλί. Όλα βαφτήκανε με κίτρινη μπογιά μ’ ακολουθεί του ουρανού η πυρκαγιά οι υποσχέσεις σου πετάχτηκαν στη σκόνη τώρα τυλίγομαι στης μνήμης το σεντόνι. Μέσα στου κόσμου τη σιωπή χορεύω τη μοναξιά μου αγναντεύω του έρωτά μου τα παράθυρα κλειστά και τα φεγγάρια σου κι αυτά είναι σβηστά. Τι να προσμένω που δεν έχω αντοχές η ομορφιά σου ακολουθεί άλλες τροχιές με κυριεύει του απείρου το σκοτάδι θα ζαλιστώ με το κενό κι αυτό το βράδυ. Ποιος ξέρει τώρα το κορμί σου πού γυρνά κι εγώ ξοδεύομαι σ’ ένα άδειο ποτήρι ο πανικός μου μού ζητάει χαρακίρι και η ψυχή μου έχει αρχίσει να γερνά. ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ Έχει αρχίσει να φυσά από νωρίς βγαίνω στους δρόμους και γυρεύω τη μορφή σου με κυριεύουν τα σκοτάδια της αβύσσου κι εσύ μονάχη μες στο πλήθος προχωρείς. Δε με κοιτάς, στρέφεις το βλέμμα σου αλλού σ’ ένα αδιέξοδο ξοδεύεις τη ζωή σου είναι κλειστές οι κορυφές του παραδείσου μπαίνω ξανά στ’ άδεια βαγόνια του μυαλού. Γέμισε η πόλη με φωτάκια γιορτινά χριστουγεννιάτικες βιτρίνες μου γελάνε τον εαυτό μου στα παζάρια τον πουλάνε κίτρινο χιόνι φτάνει απ’ τα ορεινά. Κρύες ανάσες στα φανάρια συναντώ άνθρωποι ξένοι από δίπλα μου περνάνε τους δυνατούς και τους αγύρτες προσκυνάνε στη μοναξιά μου κάθε βράδυ απαντώ. Δως μου τη φλόγα του κορμιού σου να πιαστώ να ανεβώ στου ουρανού σου τα φεγγάρια να ξαναβρώ της πρώτης νιότης μου τα χνάρια απ’ του φιλιού σου το ποτό να ζαλιστώ. ΧΑΜΕΝΗ ΕΦΗΒΕΙΑ Πέρασ’ ο χρόνος και δεν έχω που να πάω ακροβατώ σ’ ένα ακατέργαστο αστέρι μέσα σε βάλτους και νερά παραπατάω με τυραννά της λογικής μου το νυστέρι. Άνοιξη έρχεται κι εγώ ξεχειμωνιάζω στης μοναξιάς μου τη σκληρή οφθαλμαπάτη το όνομά σου κάθε βράδυ το φωνάζω καθώς κοιτάζω τ’ αδειανό μου το κρεβάτι. Όλα ξοδεύτηκαν στης μνήμης το ναυάγιο έχω μπροστά μου τ’ ουρανού την καταιγίδα κάθε χαράματα πηγαίνω στο μουράγιο να δω αυτά που στη ζωή μου δεν τα είδα. Άσωτοι άγγελοι με παίρνουν απ’ το χέρι κρύες σειρήνες την ψυχή μου βομβαρδίζουν κρύβω στην τσέπη μου της μοίρας το μαχαίρι οι απουσίες το παρόν μού πριονίζουν. Δεν έχω λόγια να σου πω, μου ‘χουν τελειώσει από καιρό έχουν σιγήσει τα αηδόνια μ’ έχουν τυλίξει του απείρου τα σεντόνια ποιος τη χαμένη εφηβεία θα μου δώσει. ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΕΠΟΧΗ Σ’ αναζητώ στης ερημιάς μου τα σαλόνια είναι χαράματα, τα σύννεφα βαριά στάζουνε κόκκινη σκουριά και στο κατώφλι μου χορεύουνε τα χρόνια. Πόρτες κλειστές και παραθύρια σφαλισμένα κρύος αέρας το κορμί μου τυραννά τώρα δεν είσαι πουθενά από καιρό έχεις τα φώτα σου σβησμένα. Μέσα στης μνήμης σου τα πάρκα τριγυρνάω μπαίνω σε τρένα αδειανά για να σωθώ από του νου μου το βυθό και την αγρύπνια με ουίσκι την κερνάω. Δρόμοι απέραντοι στο σύμπαν καταλήγουν ψεύτικα όνειρα την πόλη πυρπολούν την ομορφιά σου την πουλούν μισοτιμής και σε χαρτόνι την τυλίγουν. Είναι σκληρή η μοναξιά των αρχαγγέλων μέσα στο άπειρο η ανάσα σου ηχεί είμαι σε λάθος εποχή η απουσία σου χαράκωσε το μέλλον. ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ Νύχτωσε στου κόσμου τα στενά δεν έχω πού να πάω η γη που αγαπάω έχει αρχίσει να γερνά. Δρόμοι καταλήγουν στο μυαλό άστρα με πυρπολούνε μνήμες μ’ ακολουθούνε μες στο κρασί μου το θολό. Πόλεις αιωρούνται στο κενό μονάχος μου γυρίζω το σύμπαν δεν ορίζω έχω μπροστά μου ένα βουνό. Φέγγει του απείρου η φωτιά σύννεφα με τυλίγουν μαύροι καπνοί με πνίγουν και του Νοέμβρη η μυρωδιά. Κι εσύ να λείπεις μακριά σε χώρες διαγραμμένες απ’ το χάρτη μπαίνω σε πλοίο φορτηγό χωρίς κατάρτι και ταξιδεύω στου καιρού την προσφυγιά. Ο, ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΩ Στου ουρανού σου ταξιδεύω τα φεγγάρια ακροβατώ στης ομορφιάς σου το σκοινί το φως της νύχτας περιμένω να φανεί να ξεκλειδώσω του κορμιού σου τα αμπάρια. Μέσα στους κύκλους της ζωής μου τριγυρνάς μ’ ένα χαμόγελο κρυμμένο στη ματιά σου σαν τον αόρατο αχό ενός θιάσου, της λογικής μου τα σκοτάδια κυβερνάς. Έξω απ’ την πόρτα σου πλανιέμαι κάθε βράδυ τη μυρωδιά σου ανασαίνω τις αυγές με πυρπολούν κάτι πανάρχαιες πληγές, έχει ο έρωτας της μοίρας το σημάδι. Όλου του κόσμου οι προφήτες σε κοιτούν και οι ανόητοι κηφήνες σε δικάζουν το άγγιγμά σου στα παζάρια αγοράζουν και για τη γεύση του φιλιού σου με ρωτούν. Ό, τι κι αν πω δεν είναι λίγο ή πολύ ένα αστέρι απ’ το μέλλον με καλεί δως μου το χέρι σου να πάμε σ’ άλλα μέρη ποιος ξέρει αύριο η μέρα τι θα φέρει. ΜΕ ΑΣΠΡΗ ΚΙΜΩΛΙΑ Μάσκες στους δρόμους που γυρνώ έχω μπροστά μου ένα βουνό μια θάλασσα με πνίγει κι εσύ να λείπεις μακριά είναι τα όνειρα βαριά το πλοίο έχει φύγει. Μια σκοτεινιά με πυρπολεί παραπατώ σ’ ένα σκαλί σκοντάφτω σε καλώδια έχω στο νου ένα βραχνά η μοναξιά με τυραννά κλεισμένα τα διόδια. Φώτα χλωμά στις αγορές έχουν τελειώσει οι χαρές κοντεύει να χαράξει δεν έχω τίποτα να πω το γκρίζο χρώμα αγαπώ της μοίρας το μετάξι. Χάνομαι μέσα σε σκιές έχω στο σώμα χαρακιές μιλάω με τ’ αστέρια το άρωμά σου φυλακή σ’ έναν γκρεμό με οδηγεί με δίκοπα μαχαίρια. Όλα αλλάζουν συνεχώς έχω απομείνει ναυαγός σε χάρτες και βιβλία γράφω το ρήμα «σ’ αγαπώ» πάνω σε πίνακα θαμπό με άσπρη κιμωλία. ΠΛΗΡΩΜΕΝΕΣ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ Νυχτωμένες οι πλατείες και ο κόσμος μια σταλιά ψάχνω να βρω τις αιτίες που μου κόψαν τη λαλιά. Πεζοδρόμια με λάσπες μου λερώνουν τη σιωπή δεν υπάρχουν μέρες άσπρες στου πλανήτη το γιαπί. Οι αγύρτες μού γυρεύουν να τους δώσω την ψυχή το κορμί μου παζαρεύουν πέφτει κίτρινη βροχή. Ό, τι πέρασε κοιμάται στου αιώνα τη σκλαβιά ποιος τη νιότη μου θυμάται μες στη μαύρη συννεφιά. Τα καλύτερά μας χρόνια αλητεύουν στους γκρεμούς τώρα κόκκινα μπαλόνια προμηνύουν χαλασμούς. Πού να γείρω το κεφάλι σε τσιμέντα ακουμπώ μες στου νου μου την κραιπάλη και στο φόβο κολυμπώ. Ματωμένες αναμνήσεις και αγάπες βιαστικές πρέπει να τις συνηθίσεις τις μοντέρνες φυλακές. Του ονείρου τα σαλόνια έχουν κλείσει από καιρό με δυο ξέλυτα κορδόνια στην ομίχλη προχωρώ. Πληρωμένες υποσχέσεις πριονίζουν το μυαλό εξαντλήθηκαν οι θέσεις δε μ’ ακούς που σου μιλώ. ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ Η ΜΠΟΡΑ Της απουσίας αγναντεύω τους αιθέρες μια μηχανή έξω απ’ την πόρτα μου περνά τον εαυτό μου μια μανία κυβερνά φεύγουν αξόδευτες κι αδέσποτες οι μέρες. Στις συνοικίες της βροχής σ’ αναζητάω παίζω κρυφτό με του απείρου τη θωριά έχει γεμίσει η ζωή μου με σκουριά σε άδειους δρόμους και πλατείες περπατάω. Ο κόσμος άλλαξε μορφή και χαρακτήρα δεν έχω κάπου να πιαστώ για να σωθώ από της μοίρας τον απύθμενο βυθό, όλα σαρώνονται από οδοστρωτήρα. Ένα αεράκι μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου κι εσύ αλλού αναζητάς την ηδονή με πανικό με πυρπολούν οι ουρανοί και με κλειδώνουν στα βαθιά ενός θαλάμου. Σάββατο βράδυ το κορμί σου πού γυρνάει σε ποια ανόητη αγκαλιά να ξενυχτάει κι εγώ που ήθελα της γλύκας σου τα δώρα παραπατώ σ’ ένα σκαλί και στου καιρού την μπόρα. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Τι είναι ο θάνατος, δεν ξέρω να σου πω μία ανίκητη σκιά μες στο σκοτάδι και του Απρίλη ένα ανθισμένο χάδι της μοναξιάς το πιο αβάσταχτο θεριό. Είναι ο θάνατος του απείρου η δροσιά μία βαρκούλα σ’ ένα ήσυχο λιμάνι ο ναυαγός που την ταυτότητά του χάνει ένα παιδί που του στερήσαν τη χαρά. Τι είναι ο θάνατος, κανείς δεν απαντά είναι του κόσμου το ατρύγητο φορτίο δυο ψόφια ψάρια στου καιρού το ενυδρείο του ουρανού μια κυκλωμένη αστροφεγγιά. Είναι ο θάνατος μια λέξη πονηρή άδεια χαμόγελα στης νύχτας το σφαγείο ληγμένοι έρωτες που μπήκαν στο ψυγείο ένας διαβάτης που μονάχος προχωρεί. Κι εγώ που ήθελα το θάνατο να δω τώρα ξοδεύομαι στης μέρας το πορνείο ρίχνω κρασί στης προσφυγιάς μου το κρανίο και κολυμπώ σ’ έναν απύθμενο βυθό. ΤΟ ΜΗΔΕΝ Όπου και να κοιτάξω σπασμένα τζάμια απ’ του καιρού την απειλή πέτρες και λάσπες στου ονείρου το σκαλί δεν έχω χρόνο τον αιώνα για ν’ αλλάξω. Οι νύχτες με κυκλώνουν ανηφορίζω του απείρου τα στενά κυκλοφορώ σε μονοπάτια ορεινά και τα φεγγάρια με ζαλίζουν και με λιώνουν. Φώτα χλωμά με πνίγουν παίρνω τους δρόμους που δε βγάζουν πουθενά ένας αέρας μαστροπός με κυβερνά και οι πλανήτες στο παρόν με εξορίζουν. Φεύγω λειψός και μόνος σ’ ένα ταξίδι που δεν έχει γυρισμό ακροβατώ στου ουρανού το χαλασμό της μοναξιάς μου είμαι ο μόνος κληρονόμος. Έρωτες και απάτες το παρελθόν μου το φορτώνομαι στις πλάτες δεν έχω κάπου να πιαστώ για να σωθώ της λογικής μου το μηδέν ακολουθώ. ΔΑΝΕΙΚΑ Κρατιέμαι από χρόνια αρρωστημένα πλανιέμαι σε χωράφια ξεραμένα έχω στο νου μου μιαν αγιάτρευτη πληγή πέφτει στην πόλη μία κόκκινη βροχή. Μυκήνες, Αλεξάνδρεια, Παρίσι της μνήμης το πηγάδι έχει κλείσει βλέπω το σύμπαν να μου γνέφει βιαστικά τείχη γκρεμίζονται κι ο φόβος με νικά. Οι ρήτορες κρεμιούνται στα μπαλκόνια οι μέρες τυλιγμένες σε σεντόνια κοιτώ ψηλά του ουρανού την οροφή αυτά που είχα να σου πω, στα έχω πει. Αθήνα, Βαβυλώνα και Πεκίνο θυμήσου το απόγευμα εκείνο τώρα η νύχτα με κυκλώνει σαν οχιά ήρθε η ώρα να σ’ αφήσω κι άντε γεια. Τι μένει στη ζωή μας τελικά ένα ανάπηρο παρόν και ένα ψέμα βάφει το σούρουπο τη γη με μαύρο αίμα κι η Ιστορία μου γυρεύει δανεικά. ΟΙ ΑΠΟΥΣΙΕΣ Ρώμη, Βυζάντιο, Χαλκίδα δεν έχω κάτι να σου πω σε μια ομίχλη κολυμπώ και στου μυαλού μου την παγίδα. Ξάνθη, Βρυξέλλες, Μεσολόγγι είναι ο κόσμος μια σταλιά κάπου γαβγίζουν δυο σκυλιά και αντηχούν σπασμένοι φθόγγοι. Θεσσαλονίκη, Σαντορίνη ένα καράβι ακολουθώ πέφτω στου χρόνου το βυθό και στου απείρου το μπουρίνι. Σπάρτη, Μετέωρα, Βαγδάτη η μοναξιά μου ορφανή έχω τυλίξει με πανί της Ιστορίας την απάτη. Μα είναι πια πολύ αργά για να σε ταξιδέψω δρόμοι ανάστροφοι με ρίχνουν μες στο πουθενά το όνομά σου Αργυρώ, νομίζω, ή Αθηνά τις απουσίες της ζωής στα ζάρια θα τις παίξω. ΒΑΡΒΑΡΟΙ Φώτα παράξενα χορεύουν στις πλατείες λόγια ληγμένα από χρόνια αγορεύουν τις ευκαιρίες μου ν’ αρπάξουνε γυρεύουν, πέφτει το σούρουπο βαρύ στις πολιτείες. Μ’ έχει τυλίξει του απείρου το σκοτάδι βρέφη γεννιούνται κάθε μέρα και πεθαίνουν και στις γωνίες οι αγύρτες περιμένουν να αλιεύσουνε της σάρκας σου το χάδι. Ένας ατίθασος χειμώνας πλησιάζει μάτια κλεισμένα και φωνές παρηκμασμένες και οι σημαίες στα μπαλκόνια ξεσκισμένες, ο πανικός τη μοναξιά μου τη χαράζει. Όνειρα άστεγα πλανιούνται σε σαλόνια ρήτορες παίζουνε τη μοίρα μας στα ζάρια και την ανάσα μας λαξεύουν στα νταμάρια, φέτος θ’ αργήσουνε να ‘ρθουν τα χελιδόνια. Έξω φυσάει, στην ψυχή μου σιγοβρέχει ποιος του μυαλού του το μαρτύριο αντέχει μόνος κι απόψε θα δικάσω τη ζωή μου βάρβαροι έρχονται απ’ τα βάθη της ερήμου. ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ Η απουσία σου πλανιέται μες στην πόλη τζάμια σπασμένα στου Οκτώβρη τις γωνίες είμαι κομπάρσος σε παμπάλαιες ταινίες άδειασε η αίθουσα, έχουνε φύγει όλοι. Δύσκολοι έρωτες κι ανούσιες παρελάσεις κέρματα πέφτουνε βροχή απ' τις εξέδρες σε ακατέργαστες πατάω τώρα πέτρες ισορροπώ στην τρικυμία της θαλάσσης. Τρύπιες σημαίες αιωρούνται στις ταράτσες ρίχνω το βλέμμα μου στα πέρατα του χρόνου είμαι η κάθετη πλευρά ενός τριγώνου που προεκτείνεται στου σύμπαντος τις πιάτσες. Ξύλινα λόγια στου λαού τις συγκεντρώσεις με κατατρέχει μια αδιόρατη μανία είμαι σε λάθος εποχή και κοινωνία μες στου μυαλού μου σκαρφαλώνω τις ραβδώσεις. Έξω βραδιάζει, ο αέρας με τυλίγει δρόμοι απέραντοι, δεν έχω πού να πάω τον εαυτό μου και τον ίσκιο μου αγαπάω αυτοί που κέρδισαν το στοίχημα είναι λίγοι. ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ Βρέχει από νωρίς στην πόλη λυσομανάει ο βοριάς μια απουσία με τυλίγει από κοντά μου έχεις φύγει, ψάχνω τα ίχνη μιας στεριάς. Άνθρωποι έρχονται και πάνε για το μηδέν ολοταχώς ρίχνω στο νου μου ένα σεντόνι να τυλιχτούν όλοι οι μόνοι, είμαι της μοίρας ξεναγός. Πιάτσες και γυάλινα γραφεία και οι βιτρίνες ,με κοιτούν ο κόσμος είναι μια απάτη τι να σου πω, δεν έχω κάτι, τα όνειρά μου ακροβατούν. Αύριο μπαίνει ο χειμώνας πάω στο σπίτι να κρυφτώ βγάζω τη μνήμη απ’ το πατάρι έξω ακούγονται φαντάροι, βρίσκω τον άλλο μου εαυτό. Έχει περάσει η ζωή μας σκυφτή και μελαγχολική είναι το φως μια φυλακή ποιος έχει αρπάξει τη φωνή μας, είναι αργά, δεν εισ’ εκεί. ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ Νύχτες με κόκκινο μανδύα από το χέρι με κρατούν, δρόμοι που γρήγορα αδειάζουν κι όλοι αυτοί που με φωνάζουν δεν έχουν τίποτα να πουν. Έρωτες άστεγοι γυρίζουν στης μοναξιάς το ουρλιαχτό, άνθρωποι έρχονται και πάνε τη λογική τους προσκυνάνε κι εγώ κρατιέμαι απ’ το κενό. Μάσκες ξεπρόβαλαν και πάλι από του κόσμου τις γωνιές, στου πανικού μου το ποτήρι θα κάνω απόψε χαρακίρι δεν έχουν φως οι ερημιές. Ένα φεγγάρι φοβισμένο βγαίνει στις πιάτσες τ’ ουρανού, όσοι στην άνοιξη χρωστάνε με την αγρύπνια τους μιλάνε και με τα βάθη ενός γκρεμού. Έξω φυσάει απελπισμένα κάτι σκιές μ’ ακολουθούν, όλα εδώ θα πληρωθούν τα φανερά και τα κρυμμένα και οι καιροί με τιμωρούν. ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Μέσα στην πόλη περπατώ μονάχος μου και πάλι της ομορφιάς σου το βυθό θα βρω σ’ ένα μπουκάλι. Μη με ρωτήσεις να σου πω τη μοίρα ποιος ορίζει είναι το όνειρο θαμπό, αρχίζει να χιονίζει. Οι φωτεινές επιγραφές μου κλείνουνε το μάτι τη μοναξιά σου τώρα πιες σε αδειανό κρεβάτι. Ο κόσμος πάει κι έρχεται χωρίς καμιάν αιτία και το μυαλό λικνίζεται στου χρόνου τη ναυτία. Περιπλανώμενες σκιές στο δρόμο συναντάω γραμμάτια κι επιταγές στη μνήμη μου χρωστάω. Ποιος ξέρει τώρα πού γυρνάς, ποιο φως σε σημαδεύει έγινε ο έρωτας βραχνάς, στα πάρκα αλητεύει. Βιτρίνες με κυκλώνουνε, με ρίχνουν στο πηγάδι όσοι στη νύχτα λιώνουνε ξυπνούν με κρύο χάδι. Ό, τι αγαπήσαμε περνά και πίσω δε γυρίζει Και μια ομίχλη απ’ τα βουνά το νου μου πριονίζει. Στης Ιστορίας τα χαρτιά γυρεύω τη μορφή σου μα του αιώνα η φωτιά φωλιάζει στην ψυχή σου. Το όνομά μου ξέχασα, χαράζει όπου να ‘ναι τον εαυτό μου έχασα, οι ίσκιοι με νικάνε. ΑΠΛΑ Έξω αρχίζει να χαράζει μ’ έχει τυλίξει το αγιάζι παίρνω τους δρόμους τ’ ουρανού, να έχεις πάντα κατά νου ότι ο κόσμος δεν αλλάζει. Ένα αεράκι με χαϊδεύει τη μοναξιά μου αλιεύει το πρώτο τρένο ξεκινά, όποιος τη νύχτα προσκυνά πάντα μονάχος του χορεύει. Στις συνοικίες της σελήνης το ουρλιαχτό μιας σκοτοδίνης κάποιο αστέρι μου μιλά, τα τελευταία σου φιλιά στον εαυτό σου μην τα δίνεις. Φώτα χλωμά έχουν ανάψει μέσα στου σύμπαντος την τάξη κάποιο εργάτες ξεκινούν, όσοι τη μέρα δαπανούν χάνουν της άνοιξης τη λάμψη. Κι εγώ που ήθελα να φύγω απ’ το μυαλό μου να ξεφύγω τώρα τα βλέπω όλα διπλά, δεν έχω τίποτα να χάσω μέσα απ’ το χρόνο θα περάσω, όλα στον κόσμο είναι απλά. ΔΙΚΟΠΟ ΜΑΧΑΙΡΙ Πέρασαν χρόνια λιώσαν τα χιόνια κι εσύ ακόμα στη ζωή μου να φανείς, μόνος γυρίζω το νου μου βρίζω ψάχνω τα ίχνη σου στον κρότο μιας φωνής. Βρέχει στην πόλη λείπουνε όλοι ακροβατώ σε μιαν απέραντη σιωπή, φάλτσα τραγούδια γκρίζα λουλούδια αυτά που είχα να σου πω, στα έχω πει. Μέρες περνάνε τα τζάμια σπάνε η απουσία σου λαξεύει τα βουνά, τρύπιες σημαίες σάπιες ιδέες ένα αγκάθι το κορμί μου τυραννά. Νύχτα ζυγώνει είμαι το πιόνι σε μια παρτίδα που δεν ξέρω ποιος νικά, λόγια σκισμένα φώτα σβησμένα κυκλοφορώ με ξεσκισμένα ιδανικά. Αυτός ο κόσμος είναι δίκοπο μαχαίρι κι εγώ που ήθελα μονάχα να σε βρω τώρα επιπλέω στου απείρου τον αφρό και οι πλανήτες με κρατάνε απ’ το χέρι. ΑΡΧΑΙΑ ΝΑΥΜΑΧΙΑ Ο κόσμος είναι μια περίεργη αυταπάτη και η ανάσα σου ντυμένη στο γυαλί ένας αέρας τιμωρός με πυρπολεί παραπατώ στης μοναξιάς το σκαλοπάτι. Λόγια αδέσποτα πλανιούνται στους αιθέρες σε μια τυχαία αναλαμπή ακροβατώ στον εαυτό μου και στη μοίρα μου χρωστώ πέρασαν γρήγορα τα χρόνια και οι μέρες. Μέσα σε στάδια αδειανά βγαίνω σεργιάνι και οι πλανήτες από πάνω με κοιτούν κάτι θεοί περαστικοί χειροκροτούν βρέχει σκουριά και υγρασία απ’ το ταβάνι. Σε μια ομίχλη περιφέρομαι χαμένος οι ποιητές έχουν ξεμείνει από χαρτί αίμα ληγμένο ρέει μες στην αορτή κι εγώ ανάσκελα κυλιέμαι λαβωμένος. Με ακουμπάει ένα άστρο του χειμώνα απ’ την οθόνη οι αγύρτες μού μιλούν τις πιο ωραίες μου στιγμές πυροβολούν είμαι πιασμένος στα πλοκάμια του αιώνα. Ψάχνω τα ίχνη σου να βρω σ’ ένα μπουκάλι ανηφορίζω στου απείρου το κενό κρατώ στα χέρια μου της μοίρας το φανό αυτά που θέλω να σου πω, σου τα ‘παν κι άλλοι. Της Ιστορίας τα σκοτάδια ανιχνεύω και του κορμιού μου τη σκληρή διαδρομή είναι η Ελλάδα μια ατέλειωτη εκδρομή σε μια αρχαία ναυμαχία σε γυρεύω. ΤΟ ΣΕΝΤΟΝΙ Έξω απ’ το σπίτι μου τα σύννεφα βαριά με κυνηγάει της αυγής το πρώτο τρένο σ’ ένα δωμάτιο φτηνό απόψε μένω, όσοι ερωτεύονται το νου, κοιμούνται στη στεριά. Βγαίνω σεργιάνι σε σταθμούς και αγορές καταναλώνομαι σε άσχετα βιβλία χτίζονται πύργοι και καινούργια μαυσωλεία μ’ έχουν κυκλώσει από παντού του χρόνου οι φθορές. Μια γλώσσα ξύλινη σε γήπεδα αντηχεί τον εαυτό μου συλλαμβάνω μεθυσμένο ένα απόγευμα ανοιξιάτικο προσμένω όποιος ξυπνάει μοναχός, τον πνίγει η βροχή. Ακροβατώ σε μια τυχαία αναλαμπή χάνω τον ίσκιο μου στου κόσμου τα καμένα βλέπω του σύμπαντος τα άστρα κλειδωμένα ψάχνω να βρω του ουρανού το μαγικό κουμπί. Άλλη μια μέρα ξημερώνει το φως του ήλιου με σκοτώνει της μοναξιάς μου το παράθυρο ανοιχτό ένα πελώριο με ζώνει ουρλιαχτό μ’ έχει τυλίξει του καιρού το κάτασπρο σεντόνι. ΕΛΛΑΔΑ Είναι ο κόσμος μια σταλιά κι η άνοιξη μεγάλη της ομορφιάς σου το νερό θα πιω σ’ ένα μπουκάλι. Από μπροστά σου πέρασαν αγύρτες δολοφόνοι τώρα το μέλλον το κοιτάς από ψηλό μπαλκόνι. Οι πυρκαγιές έχουν σβηστεί, φυτρώνουν παπαρούνες και στης ψυχής σου τα βαθιά τελειώνουν οι φουρτούνες. Λίμνες με κάτασπρα νερά λούζουνε τη χαρά σου από τους κήπους τ’ ουρανού και τα φεγγάρια πιάσου. Πέρασαν χρόνια δύσκολα, βάρβαροι σε αλώσαν μα έχει ανοίξει ο καιρός κι όλα τα χιόνια λιώσαν. Τώρα απ’ του ήλιου τα κλαδιά το σύμπαν αγναντεύεις και στου Ολύμπου τις κορφές ξυπόλυτη χορεύεις. Μούσες κι αρχαίοι ποιητές σε παίρνουν απ’ το χέρι και του Αρχίλοχου η φωνή κρύβεται μες στ’ αγέρι. Η Αλεξάνδρεια είν’ εδώ, πιο δίπλα οι Μυκήνες κι ο Οδυσσέας αγκαλιά μαζί με τις Σειρήνες. Ρώμη, Βυζάντιο, Δελφοί, Έφεσος, Σικελία και του φιλιού σου η δροσιά είναι χωρίς τελεία. Σπάρτη, Αθήνα, Επίδαυρος, Μέγαρα, Ιωνία είσαι το άνθος της ζωής μέσα στην κοινωνία. ΧΡΥΣΑΝΘΗ Παραμονή Πρωτοχρονιάς σ’ ένα δωμάτιο μονάχος πίνω κρασί της λησμονιάς και το κορμί μου έγινε βράχος. Ο χρόνος όλα τα νικά κι εγώ μαζεύω τα κομμάτια τώρα γυρεύω δανεικά και ξενυχτώ σ’ άδεια κρεβάτια. Βεγγαλικά στις γειτονιές «καλή χρονιά» από το ράδιο κάπου ακούγονται πενιές μα το ποτήρι μου είναι άδειο. Πού πήγες και δε μου μιλάς έφυγες σαν το χελιδόνι την άρνησή σου μου πουλάς ό, τι κι αν πω δε με γλιτώνει. Μάη σε γνώρισα θαρρώ τότε που φύτρωναν τα άνθη έχεις χαθεί από καιρό σαν του απείρου το νερό, δως μου το γέλιο σου, Χρυσάνθη. ΠΟΙΟΙ ΕΙΣΑΣΤΕ Ποιοι είσαστε, πού πάτε πέφτει μια όξινη βροχή το νου σας αγαπάτε και τους αγύρτες προσκυνάτε, έχει στερέψει η πηγή. Σε ποια φωτιά πλανιέσαι έχεις το χρώμα του κενού στο πάτωμα κυλιέσαι όλα είναι ίδια και βαριέσαι κι οι χαραυγές σε τυραννούν. Ποιοι είσαστε αλήθεια ο ουρανός είναι βαρύς σας έγινε συνήθεια να τρέφεστε με τα ξεφτίδια, ν’ αλλάξετε είναι νωρίς. Σε ποιο θεό πιστεύεις είναι αργά για να σωθείς μονάχος σου χορεύεις σε άδειους δρόμους αγορεύεις, τη μοναξιά μη φοβηθείς. Κι εγώ που είμαι μακριά από εσάς κι από εσένα μου ‘χουνε κόψει τη λαλιά και περπατώ μες στα καμένα. Απλά κοιτάω τη ζωή που κάθε μέρα λιγοστεύει δεν έχω κάτι να σου πω, το παρελθόν μου με ληστεύει. ΣΤΗΣ ΠΑΡΑΖΑΛΗΣ ΤΟ ΠΟΤΟ Σ’ ένα αστέρι περπατάς και στις πνοές τ’ ανέμου τους ίσκιους μου καταπατάς, πώς να σ’ αγγίξω πες μου. Μες στις αρχαίες αγορές σε βρήκα να γυρίζεις όλου του κόσμου τις χαρές εσύ τις καθορίζεις. Απάτητες βουνοκορφές πηδάς με ένα σάλτο στου κήπου σου τις ομορφιές το παρελθόν μου βάλτο. Τώρα πού να ‘σαι, πώς μπορώ να συνηθίσω μόνος έχει στερέψει το νερό και πέτρωσε ο χρόνος. Σε μια ομίχλη ακουμπάς, χάνεσαι στο σκοτάδι σ’ ακολουθώ όπου κι αν πας, ακόμα και στον Άδη. Πες μου γιατί δε με κοιτάς την ώρα που σου γνέφω πάνω στα κύματα πετάς, δως μου σκαλί ν’ ανέβω. Παίζεις κρυφτό με τη ζωή, παιδεύεις τους πλανήτες κι εγώ που σ’ ήθελα πολύ, μιλώ με τους ξενύχτες. Έχουν αλλάξει οι εποχές, τα λόγια του αέρα δεν έχω άλλες αντοχές, χαράζει άλλη μέρα. Φεύγω λοιπόν, σε χαιρετώ, ίσως ν’ ανταμωθούμε στης παραζάλης το ποτό πάλι να γνωριστούμε. ΤΟ ΑΥΡΙΟ Το πανηγύρι της ζωής τελειώνει κάποια μέρα σμήνη πουλιών είναι οι ψυχές στον καθαρό αέρα. Δεν έχω άλλες αντοχές, με πνίγει ένας ίσκιος στάζει φαρμάκι τις αυγές του φεγγαριού ο δίσκος. Άρρωστες νύχτες ξαγρυπνούν στης πόλης τα σαλόνια είναι ο έρωτας βραχνάς και πανικός τα χρόνια. Τρύπιες σημαίες πλαστικές μου δείχνουν τις πηγές τους και των αρχαίων ποταμών στερέψαν οι πηγές τους. Λόγια κλεισμένα από καιρό σε στόματα και γυάλες είναι οι ώρες μου μικρές κι οι πυρκαγιές μεγάλες. Δίνω στον τοίχο μια σπρωξιά, κοιτάζω το ταβάνι οι χαραυγές έχουν βαφτεί με κόκκινο μελάνι. Με κυνηγάει του μυαλού το άπειρο σκοτάδι είναι ο ήλιος μια σταλιά, στέρεψε το πηγάδι. Κι όλα αυτά που σου ‘χα πει τώρα φαντάζουν ξένα την ομορφιά σου ξεπουλάς στου κόσμου την αρένα. Έχουν αλλάξει οι εποχές, κανένας δε μιλάει ένας βοριάς σαρωτικός τις μνήμες ξεκολλάει. Πες μου πού κρύβεται η δροσιά, σε ποια παρθένα δάση μ’ έχουν οι δρόμοι προσπεράσει τη λογική μου έχω χάσει τώρα το αύριο ποιος μπορεί απ’ τα μαλλιά να πιάσει. ΤΑ ΦΙΔΙΑ Ρίχνω το φως σου στ’ ουρανού σου τα λημέρια ψάχνω να βρω της λογικής μου την αρχή πέφτει μια γκρίζα κι ανυπόφορη βροχή με πυρπολούν της μοναξιάς σου τα αστέρια. Πέτρες στους δρόμους και ανύποπτοι διαβάτες κρύος αέρας το κορμί μου διαπερνά έχει αρχίσει η ελπίδα να γερνά μπαίνω σε τρένα που δεν έχουν επιβάτες. Η μυρωδιά σου ζωγραφίζει τους πλανήτες διεκδικώ της ηδονής σου το βυθό μέσα σε πλάνες αναμνήσεις θα χαθώ κι απ’ τις γωνίες με κοιτάζουν οι αλήτες. Μ’ έχει κυκλώσει μία άρρωστη σελήνη αυτά που ήθελα ποτέ τους δε θα ‘ρθουν ψάχνουν τα λάθη μια πηγή για να πλυθούν με πλησιάζει ένα ξέφρενο μπουρίνι. Είναι ο έρωτας μια δύσκολη συνήθεια που ξεθυμαίνει στου αιώνα τη σκουριά αλλάζω πόρτες, βάζω άλλη κλειδαριά για να ξεφύγω απ’ της σάρκας σου τα φίδια. ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ Από τα βάθη της αυγής με κάτασπρο φουστάνι βγαίνεις τον κόσμο για να δεις κι ο άνεμος τα χάνει. Μετεωρίζεσαι ψηλά στου ήλιου το μπαλκόνι λίμνες, βουνά σε προσκυνούν κι ο χρόνος δεν τελειώνει. Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά χορεύουν οι πλανήτες κι αγκαλιασμένοι τραγουδούν τα θύματα κι οι θύτες. Όλη η γη σε χαιρετά, σου γνέφουν τα λιβάδια και με το άσπρο σου φιλί σκοτώνεις τα σκοτάδια. Είναι η ζωή μας μια σταλιά κι η άνοιξη μεγάλη δως μου να πιω τα μάτια σου και να μεθύσω πάλι. Δως μου τα χέρια σου ψυχή ν’ ανέβω σκαλοπάτια για να ενώσω του καιρού θραύσματα και κομμάτια. Ποιος την αλήθεια κυβερνά, τη μοίρα ποιος ορίζει μα του κορμιού σου η μυρωδιά το άπειρο δροσίζει. Ποιο τρένο έρχεται γοργά αύριο να μας πάρει σε ποιο αστέρι θα κρυφτώ κι εσύ σε ποιο φεγγάρι. ΖΗΤΗΜΑ ΤΙΜΗΣ Σπάρτη, Μυκήνες, Σαντορίνη είναι τα σύννεφα βαριά έχω αλλάξει κλειδαριά, με πλησιάζει ένα μπουρίνι. Κρήτη, Βυζάντιο και Πάτρα κι ένα ποτάμι βιαστικό είναι το χάδι δανεικό, τα όνειρά μου τώρα πάρτα. Άργος, Αθήνα, Σαλονίκη πέφτω στις ξέρες του καιρού ακούω το κλάμα ενός μωρού, απ’ τα βουνά ήρθαν οι λύκοι. Μήλος, Κοζάνη, Συρακούσες σ’ ένα ατέλειωτο ποτό το άρωμά σου αναζητώ και το φουστάνι που φορούσες. Έχουν περάσει χίλια χρόνια κι εσύ ακόμα να φανείς παίρνω το πλοίο της γραμμής όλα είναι ζήτημα τιμής, έχουν χαθεί τα χελιδόνια. ΕΝΑ ΠΑΡΑΠΟΝΟ Ό, τι αγαπήσαμε γερνάει μέσα στου χρόνου τα σκοτάδια τώρα το φως με προσπερνάει και με γεμίζει με σημάδια. Κάποτε είχαμε βαδίσει στις συνοικίες της σελήνης τώρα οι δρόμοι έχουν κλείσει, πέφτω στα δίχτυα μιας οδύνης. Λάσπες σε όλες τις γωνίες σειρήνες και ασθενοφόρα με κυνηγάν οι Ερινύες και της ζωής η κατηφόρα. Πόλεις αιχμάλωτες με πνίγουν και η ανάσα σου χαμένη πόρτες παλιές που δεν ανοίγουν, τίποτα πια δεν απομένει. Σάββατο βράδυ σε γυρεύω τη μοναξιά μου αλιεύω μπαίνω σε μπαρ να ξαποστάσω το όνομά σου να ξεχάσω είναι ο έρωτας μια πλάνη ένα παράπονο με πιάνει. ΚΡΥΦΤΟ Σ’ όλους τους δρόμους σε γυρεύω μα δεν υπάρχεις πουθενά η μοναξιά μου με νικά και με τη μοίρα μου χορεύω. Τώρα οι μέρες είναι λίγες το αύριο μία σταλιά έχω στη μνήμη μια θηλιά ποτέ δεν έμαθα πού πήγες. Θυμάσαι τότε που φορούσες μία κορδέλα στα μαλλιά και με τον ήλιο αγκαλιά στον ουρανό κυκλοφορούσες. Τώρα τα τρένα προσπερνάνε και τα φεγγάρια δε μιλούν τη συννεφιά πυροβολούν όσοι στον έρωτα χρωστάνε. Και ο αέρας να φυσάει να σπάει τζάμια και ψυχές έχουν αλλάξει οι εποχές και η μπογιά μας δεν περνάει, όποιος ακόμα αγαπάει παίζει κρυφτό τις χαραυγές. ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΩΡΕΣ Ένα ανάπηρο παρόν βγήκε σεργιάνι μέσα στου χρόνου τη σκληρή την Ιστορία με κυνηγάνε του μυαλού μου τα θηρία και η ψυχή μου ψάχνει ίσκιο ν’ ανασάνει. Όλοι οι έρωτες πιαστήκαν στην αγχόνη με ξεκουφαίνουν οι κραυγές μιας αυταπάτης είμαι μονάχος και χαμένος επιβάτης στο τελευταίο του αιώνα μας βαγόνι. Μέρες χλωμές κάνουνε πιάτσα στις πλατείες φαύλοι και ρήτορες πλανεύουν την Αθήνα παιδιά πεθαίνουν στις Ινδίες και στην Κίνα κι εγώ πληρώνω τις αρχαίες αμαρτίες. Ένας βοριάς αναταράζει την ανία το καυσαέριο της πόλης με τυλίγει αυτοί που κέρδισαν το στοίχημα είναι λίγοι ένα φεγγάρι με αρπάζει με μανία. Μες στου ποτού μου τον ατέλειωτο πυθμένα θ’ αναζητήσω της φυγής σου τις αιτίες μάγοι παντού με πορφυρόχρωμους μανδύες τάζουν παράδεισους και όνειρα ληγμένα. Μάσκες ξεπρόβαλαν απ’ όλες τις γωνίες ασθενοφόρα τα κορμιά μας μεταφέρουν στόματα άδεια που συνέχεια προφέρουν πεντ’ έξι λέξεις που τις είδαν σε ταινίες. Είναι ο κόσμος ένα τρένο που βαδίζει πάνω σε ράγες ασταθείς κι ηλεκτροφόρες έξω απ’ το σπίτι μου ένα αδέσποτο γαβγίζει ποιος τη ζωή μου και το μέλλον καθορίζει είναι αργά για να φανείς, φεύγουν οι ώρες. ΧΩΡΙΣ ΦΤΕΡΑ Τσιγάρα πεταμένα στις γωνίες μέσα στους δρόμους η μορφή σου αντηχεί και το ξημέρωμα συνέχεια αργεί, είναι ο έρωτας οχιά και το κρασί φυγή. Φεγγάρια αρρωστημένα μου μιλάνε και πολιτείες γκρεμισμένες συναντώ της απουσίας σου μετράω το βυθό, ποιος ξέρει τώρα πού γυρνάς, κοντεύω να χαθώ. Ξυράφια που χαράκωσαν το μέλλον κι εσύ χορεύεις σε δωμάτια υγρά τα όνειρά σου τα πουλάς σε προσφορά, είναι ο χρόνος βιαστικός, μου είπες μια φορά. Χωράφια στου μυαλού μου την αρένα σπασμένες λέξεις και ιδέες δανεικές της ομορφιάς σου αναπολώ τις φυλακές, ποιος ξέρει τώρα ποια σκιά σε γέμισε πληγές. Φουγάρα σιγοκαίν στην Ελευσίνα και η ψυχή μου έχει αρχίσει να γερνά γυρεύω την πνοή σου στην Αθήνα Πατήσια, Σύνταγμα, Εξάρχεια και Σίνα, χωρίς φτερά κυκλοφορώ, δεν είσαι πουθενά. Η ΑΠΙΑΣΤΗ ΕΛΕΝΗ Ανάπηρα φεγγάρια μια πυρκαγιά τα βράδια ξεραίνει τις αυλές κι όλα αυτά που λες με γέμισαν σημάδια. Ανόητες αγάπες τις κουβαλώ στις πλάτες ο φόβος με νικά πατάω στα ρηχά, ψάχνει ο νους πελάτες. Ανείπωτες οι λέξεις τη μέρα πώς ν’ αντέξεις μονάχος περπατώ τον ίσκιο μου θα δω και του μυαλού τις σκέψεις. Ανώφελα περνάνε τα χρόνια και τρυπάνε όλες τις αντοχές, γεμίσανε πληγές τα λόγια και πονάνε. Κι εσύ στο σπίτι σου κοιμάσαι βολεμένη ένα μαχαίρι κι ένα μίσος μόνο μένει από του έρωτα την πρώτη διαδρομή είναι το τέλος μια ατέλειωτη γραμμή κι εγώ ακόμα κυνηγώ μιαν άπιαστη Ελένη. ΔΙΝΗ Φέγγουν χαράματα τα τρένα καράβια ξεκινούν και φορτηγά ένα παράπονο με πιάνει απ’ το γιακά τα χρόνια με κοιτάνε λαβωμένα. Καινούργια μέρα ξημερώνει τον ήχο της φωνής μου δεν ακούς τη μοναξιά μου ανιχνεύω με φακούς κι η άνοιξη που φτάνει με σκοτώνει. Ζεστός αέρας παίρνει σβάρνα χαρτιά, κονσερβοκούτια και ψυχές αυτή η πόλη έχει γεμίσει με πληγές τυλίγεται στης ηδονής το άρμα. Σε λίγο ο ήλιος ανατέλλει βραδιάζει στου κορμιού μου τις γωνιές στην απουσίας σου γυρνώ τις γειτονιές του έρωτα δεν πλήρωσα τα τέλη. Όποιος δεν πρόλαβε να γίνει επιβάτης στης ομορφιάς σου την πανάρχαια θηλιά ψάχνει στους δρόμους τις αυγές μιαν αγκαλιά και ξαγρυπνά στη δίνη μιας οφθαλμαπάτης. ΤΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ Έφυγες βράδυ του Γενάρη απ’ τη ζωή μου τώρα ποιος ξέρει το κορμί σου πού γυρνά ένας αέρας μαστροπός με τυραννά έχει σκουριάσει από χρόνια το φιλί μου. Μέσα στις ξέρες του καιρού βρήκα λιμάνι και στων ανήθικων ερώτων τη φωτιά περιπολώ μες στου μυαλού μου τα βαθιά στον Πειραιά σ’ αναζητώ και στην Κοζάνη. Βγαίνω χαράματα να πιάσω τη σελήνη μα τα αστέρια μ’ εξορίζουν στη στεριά έχω παρέα έναν ατίθασο βοριά με κυριεύει του κενού μια σκοτοδίνη. Όλα τα λόγια που μου έλεγες θυμάμαι τώρα στα μπαρ κυκλοφορώ χωρίς ψυχή δε μου απόμεινε καμία αντοχή τον εαυτό μου και τον ίσκιο μου φοβάμαι. Καταναλώνεσαι στου κόσμου την αρένα ήμουν μικρός για τις δικές σου ηδονές οι αναμνήσεις μου ποζάρουνε γυμνές κι εγώ ξοδεύομαι στης νύχτας τον πυθμένα. Άστεγες σκέψεις και ανόητες αγάπες είναι αργά για να σωθώ, έχεις χαθεί στου πανικού μου το ποτήρι το βαθύ με κυριεύουνε του νου οι οφθαλμαπάτες. Παίρνω τους δρόμους και βαδίζω στα σκοτάδια ποιος την ανάσα σου απόψε κυβερνά αυτή η πόλη με φαρμάκι με κερνά είναι σκληρά τα χειμωνιάτικα τα βράδια. ΤΑ ΔΩΡΑ Ξένοι επιβάτες όλα τα λάθη μου φορτώνομαι στις πλάτες άστεγες ημέρες παραπατώ στου ουρανού μου τις φοβέρες. Δύσκολα χαράζει είμαι πιασμένος από χρόνια σε γρανάζι όταν συνηθίσεις τη μοναξιά σου, έλα τότε να με πείσεις. Πού να ταξιδέψω σ’ ένα κουράγιο τη ζωή μου θα ξοδέψω έρχονται οι μάγοι είκοσι αιώνες και δε λιώσανε οι πάγοι. Μέσα σ’ ένα τσίρκο ακροβατώ, μα τη μορφή σου δε τη βρίσκω όλα είναι ίδια διεκδικώ της ομορφιάς σου τα στολίδια. Έξυπνες ατάκες στην τηλεόραση, μονάχα για τους βλάκες γκρίζες οι σημαίες έχουν παλιώσει οι χαρές και οι ιδέες. Σ’ ένα καρναβάλι βγαίνω σεργιάνι με σκυμμένο το κεφάλι πόλεις με κυκλώνουν και τα φεγγάρια σου στον τοίχο με καρφώνουν. Πού να είσαι τώρα του έρωτά σου πού να κρύβονται τα δώρα άλλον αγκαλιάζεις το παρελθόν μου κάθε βράδυ το δικάζεις. ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ Σώματα βαριά πλανιούνται στις πλατείες είναι πια αργά να ψάξω τις αιτίες, ένα αδέσποτο με ζώνει καρναβάλι κι απόψε πάλι θα πνιγώ σ’ ένα μπουκάλι. Έφυγες νωρίς, τα πλοία δε σφυρίζουν νύχτωσε θαρρείς, οι ίσκιοι με λυγίζουν, μπαίνει η άνοιξη απ’ όλες τις γωνίες είμαι κομπάρσος σε παμπάλαιες ταινίες. Άνεμος περνά, ληστεύει τους διαβάτες τ’ όνειρο γερνά και ψάχνει επιβάτες, παραπατώ μέσα στου κόσμου τα καμένα αυτά που ήθελα φαντάζουν τώρα ξένα. Έφυγες νωρίς, οι ώρες σε γυρεύουν ίλιγγος βαρύς, τα φώτα με παιδεύουν, βγαίνω στους δρόμους και φωνάζω τα’ όνομά σου ειμ’ ο τρελός περιπλανώμενου θιάσου. Αυτό που μένει τελικά είναι ένα ψέμα όλοι οι έρωτες περνούν σαν καταιγίδα πέρασαν χρόνια και ακόμα δε σε είδα βάφεις το σούρουπο με άβυσσο και αίμα. ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ Έμεινα μόνος να τρυγώ της άνοιξης τα μύρα με κυριεύει από παντού της μνήμης η πλημμύρα. Σ’ έναν απύθμενο γκρεμό λούζω τη σιωπή μου ψάχνω μιαν όαση να βρω στα βάθη της ερήμου. Είναι μεσάνυχτα ακριβώς, ακούω τα ρολόγια ρήτορες ντύνουν τη ζωή με καθώς πρέπει λόγια. Ένα αεράκι μου τρυπά τις σκέψεις και τις λιώνει είναι ο κόσμος μια σταλιά και η αγάπη πιόνι. Απ’ το λιμάνι ξεκινούν τα τελευταία πλοία κι εγώ σκυφτός περιπολώ σε άσχετα βιβλία. Πέρασε ο χρόνος σαν θεριό που όλα τα αλώνει σπίτια, ανθρώπους κι ομορφιές σ’ ένα μαντρί τα χώνει. Βγάλε τους ήλιους σου στο φως, γκρέμισε τα σκοτάδια έχει ο καιρός γυρίσματα και κλείνει τα πηγάδια. ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Η ΦΩΝΗ Πέφτει τ’ αστέρι σ’ ένα σκοτεινό πηγάδι πάλι μονάχος τριγυρνώ κι αυτό το βράδυ πόλεις αρχαίες ξεπροβάλλουν στο μυαλό μου και της Ελένης η φωτιά με καίει εντός μου. Μνήμες με σέρνουν και με ρίχνουν σ’ ένα τέλμα είναι αργά, ο πανικός δεν έχει τέρμα κόκκινα σύννεφα με πιάνουν απ’ το χέρι και μ’ εκτοπίζουν στη Βεγγάζη και στ’ Αλγέρι. Φώτα χλωμά σ’ ένα δωμάτιο με κλείνουν και στου αιώνα τη σκουριά με παραδίνουν μάγοι με μάσκες καταφθάνουν απ’ τη Δύση της Αφροδίτης το φεγγάρι έχει σβήσει. Πόρτες κλειστές και πεζοδρόμια με λάσπες φύγαν οι μέρες οι ωραίες και οι άσπρες μαύρη μπογιά βάφει τους τοίχους του πλανήτη πού ‘ ναι τα χρώματα των στίχων του Ελύτη. Πέργαμος, Σούσα, Αντιόχεια και Πέλλα του Αλεξάνδρου η φωνή σε άδεια σέλα δως μου να πιω της Ιστορίας την οδύνη φεύγει το πλοίο των εννιά για Σαντορίνη. ΜΟΝΤΕΡΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ Μεσάνυχτα στις αγορές γυρίζω τη λογική μου πριονίζω ένας ατίθασος αέρας κάνει βόλτες παίρνει τελάρα, μηχανές και πόρτες. Πάω να βρω της νιότης τα λιμάνια τα σχέδια που βγήκαν πλάνα αναζητώ του ουρανού σου την πυξίδα σε λίγο θα ξεσπάσει καταιγίδα. Είναι αργά, τα μαγαζιά κλεισμένα τα σύνορά σου κλειδωμένα ένα αστέρι από πάνω με κοιτάει πού ταξιδεύεις, ποιος σε κυβερνάει. Είμαι μικρός, οι ίσκιοι με νικάνε τα όνειρά μου τυραννάνε είναι ο κόσμος μια περίεργη απάτη κι εσύ ακόμα μου γυρνάς την πλάτη. Τι κρύβεται πίσω απ’ τη ζωή μας μία ομίχλη που σαρώνει τις ψυχές είμαι κομπάρσος σε μοντέρνες εποχές ποιος ίλιγγος νοθεύει το φιλί μας. ΜΙΑ ΑΡΝΗΣΗ Νύχτες στημένες το κορμί μου τραντάζουνε ώρες σαν ξένες τη ζωή μου τρυπούν, μάτια κλεισμένα την αλήθεια βιάζουνε χρόνια χαμένα την ψυχή μου ζητούν. Λόγια κλεμμένα το ποτήρι μου αδειάζουνε χέρια δεμένα τον αέρα τρυγούν, χάδια ληγμένα στην αυλή μου σφαδάζουνε μέρες με αίμα στα σκοτάδια γυρνούν. Όλα μια άρνηση κι εγώ ένα πέρασμα από τις πύλες μιας άγονης γης, έρχεται η άνοιξη φορώντας το άρωμα που θα γλυκάνει το αχ μιας πληγής. ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ Τη νύχτα αυτή τα άστρα κοιμούνται στη στεριά χορεύουν οι πλανήτες με του ανέμου τα φτερά. Μονάχος ταξιδεύω στου κόσμου τον γκρεμό κοιτώ την ομορφιά σου και με την άνοιξη μιλώ. Ανάστροφα βαδίζω γυρεύοντας να βρω το τέρμα του θανάτου, της μοίρας το αντίδοτο. Μια φέτα απ’ το φεγγάρι σου πλέκει τα μαλλιά κι εγώ σ’ ένα ποτήρι σού πίνω τη στερνή γουλιά. Παράξενες οι μέρες με ρίχνουν στη γωνιά κι ο χρόνος σού λαβώνει τα μάτια και τα άλμπουρα. Παλεύει να ξεφύγει ο ύπνος απ’ το νου γαλέρες ξεκινάνε για τ’ ανοιχτά του ουρανού. Η πόλη είναι άδεια, ακούγονται λυγμοί δοξάρια πριονίζουν του σκότους τη λευκή σιγή. Βαθιές αναταράξεις, τα σύννεφα ξυπνούν τα άνθη σου μαζεύουν οι Μούσες και τα προσκυνούν. ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ Η νύχτα που αιμορραγεί ψάχνει το άρωμά σου χιόνι πυκνό από νωρίς, είναι αργά για να φανείς μέσα σ’ αρχαίους ποταμούς ζητώ τα όριά σου κι ένας αέρας μαστροπός μ’ ακολουθεί σαν κεραυνός. Άνθρωποι γρήγορα περνούν κι ο ίσκιος τους με κρίνει στους διαδρόμους του μυαλού θα βρω το τραύμα ενός παιδιού είναι ο έρωτας φωτιά κι ο θάνατος καμίνι αλλόκοτες οι εποχές, είναι οι ώρες μας βαριές. Την ομορφιά σου αριθμώ που τα’ άπειρο αγγίζει τρένα αδειανά με κουβαλούν και σ’ ένα τέλμα με πετούν η γη το ρόλο της ξεχνά κι ανάστροφα γυρίζει έχω μπροστά μου πανικό και το ποτήρι μου αδειανό. Υπόγεια και καπηλειά μου δίνουν τη γωνιά τους είναι απέραντη η σιωπή που μ’ ακουμπά σαν φυλακή όνειρα άστεγα τρυγούν της πόλης το χρυσάφι πνεύμονες μαύροι απ’ τον καπνό και το σακάκι μου φτηνό. Ό, το απόμεινε αγνό με δέος προσκυνάω της λογικής μου το σκυλί στο χάος αμολάω είμαι μικρός για να σωθώ μέσα στην αγκαλιά σου παίζω σε θέατρο σκιών το ρόλο ενός κομπάρσου. ΕΝΑΣ ΗΛΙΟΣ Προ πάντων να μιλάς με της ψυχής σου τα ολάνθιστα παρτέρια τις ώρες να τρυγάς είναι ο καιρός ένας σουγιάς σε μολυσμένα χέρια. Υπάρχουνε κραυγές που δεν ελέγχεις και μπορεί να σε τυλίξουν στερέψαν οι πηγές οι ουρανοί είναι μικροί το φόβο σου να κρύψουν. Προ πάντων ν’ αγαπάς της μοναξιάς σου το απόλυτο σκοτάδι τον ίσκιο της καρδιάς και της μετέωρης αυγής το δύσκολο το χάδι. Θερίζουν οι στιγμές κι εγώ που ήθελα το σώμα σου ν’ αλώσω γυρίζω στις στεριές και προσπαθώ της λογικής το σχήμα να λαβώσω. Αύριο φεύγουμε για άγνωστα λιμάνια είναι ο χρόνος μία λέξη δανεική τον εαυτό σου να κοιτάς με περηφάνια γύρνα την πλάτη σου στης μοίρας την ορφάνια μες στις πληγές σου ένας ήλιος κατοικεί. ΘΡΥΨΑΛΑ ΓΥΑΛΙΟΥ Ποιος τη ζωή μας έβαλε στην άκρη καράβια σκίζουν τα στενά-νερά του ουρανού στάζει φαρμάκι, δηλητήριο και δάκρυ αυτός ο κόσμος που μου κατατρώει το νου. Χρόνια περνούν χωρίς καμιάν αιτία μάταιες μέρες προσπαθούν να κρατηθούν από τις αύρες της αυγής σαν την οξεία που τα φωνήεντα μιας λέξης τη ζητούν. Ποιος το φιλί μου πέταξε στο λάκκο έρωτες φαύλοι, ταραγμένες ηδονές κι εγώ ακόμα περισσεύω και υπάρχω κοιτώντας τα’ αγάλματα σ’ όλες τις γωνιές. Πόλεις γυμνές τη λάβα τους μου δίνουν φίλοι που φύγαν κάποιο βράδυ Κυριακής τώρα διπρόσωποι θεοί με κατακρίνουν και με κλειδώνουν στα κελιά μιας φυλακής. Όταν το σούρουπο τη μοίρα σου λαβώσει ήρθε ο καιρός ν’ αναχωρήσεις για αλλού γάζες, επίδεσμους και θρύψαλα γυαλιού αφήνει η ζωή τη στιγμή που θα τελειώσει. |