|
Τα ευρήματα της νύχτας άκρως σοκαριστικά. Παράπονο δεν έχω από τη ζωή, πάντα με αγνοούσε. Τη θέση μου θα πάρουν άλλοι, πιο επιδέξιοι. Κυριολεκτικά εκλιπαρώ την άρση μου κι επιθυμώ τη σκηνοθέτηση της τελευταίας στιγμής. Εκατομμύρια μικροοργανισμοί θα συμμετέχουν κομπάρσοι. Άλλωστε τι έχω να χάσω από την παρουσία τους; Πιότερο κινδυνεύω από τη μοναξιά παρά από τα μικρόβια. Ο καθρέφτης με σακατεύει. Μένει να αποκαλυφθεί το ερημωμένο σώμα κάτω από το πουλόβερ. Παρατεταμένα θα ηχεί η μέλισσα και ο ρους του ποταμού. Το έργο συνεχίζεται με άλλους πρωταγωνιστές. Κάποιος συντρίβεται στην αρχή, άλλος εκβράζεται σώος στο τέλος. Κι αν είσαι κληρονόμος του σκότους, ανεβοκατεβαίνεις τις σκάλες.
********** Αν αντέξεις βέβαια, γιατί υπάρχουν κι οι ανθρωποφαγίες. Όπως για παράδειγμα να σου αποδομούν την ευτυχία για λίγα σύννεφα. Κι άντε μετά να βρέξει. Κλεισμένος στο δωμάτιο περιμένω την απόφαση. Καταδικαστική ή όχι, αδιάφορο. Σημασία έχει η ανακοίνωση, οι συνέπειες έπονται. Το τέρας αναθρώσκει, εξ ου και τα άλματα στον καναπέ. Μετά αρχίζουν οι θεωρίες αυτοπροστασίας. Περιβραχιόνιο ο χρόνος, φοριέται πάντα. Έτσι για να λέμε ότι υπάρχουμε. Τα ρηματικά πρόσωπα εναλλάσσονται. Δεν το κάνω επίτηδες. Υποβασταζόμενος απ’ τις λέξεις, αυτά παθαίνω. Τα ποτήρια σε κατακόρυφη πτώση, τα θρύψαλα ανακεφαλαίωση της θλίψης. Ανάμεσα στο λίγο και στο ελάχιστο προτιμώ το κενό του τετραδίου. Εκεί συντρίβονται οι ευφυίες, ενίοτε και τα κοπάδια. Κατά συνείδηση θα κριθούν όλοι, ο δικαστής άγνωστος. ********* Τέλος πάντων, ουδείς αλάνθαστος. Οι αποφάσεις κρύβουν αντιφάσεις. Ζόρια υπαρξιακής υφής, τυχαίες επιλογές. Η κάθε περίπτωση διαφορετικός καθρέφτης. Το τελευταίο κεφάλαιο του βίου πάντα γράφεται πρώτο. Σαν να προδικάζεται το μέλλον προκαταβολικά. Οι άνθρωποι επιβιώνουν όπως και να ‘χει. Αυτοί που θυσιάζονται είναι οι στόχοι τους. Κι είναι κρίμα όταν οι περισσότεροι είναι εφικτοί. Γνωρίζω πολλούς που αυτομόλησαν στα ποιήματα, άλλους που επέστρεψαν χαράματα πεζοί. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, ειδικά στην Τέχνη. Άλλωστε όλοι φεύγουν για κάπου. Διέρχονται μέσα από τείχη, από σκοτεινά περάσματα. Κι όταν βγαίνουν στο ξέφωτο έχουν πια άλλη διάσταση. Μικροσκοπικές καρφίτσες ή πελώρια δέντρα. Στις σελίδες βιβλίων ή στα σύννεφα. Τα γεγονότα τρέχουν, για κάποιους είναι αργά να τα φτάσουν. Και μάλλον νωρίς να τα οικειοποιηθούν. ********** Κοιτάζω τα ζωύφια που ίπτανται περιμετρικά της μοναξιάς. Τα θραύσματα που δημιουργούν στον αέρα, τη μέτρηση του κενού στο κάθε τους άλμα. Κλωνάρια στίχων ριγμένα στο πάτωμα, ανάμεσα σε cd και κάλτσες. Ψιλόβροχο από το πρωί, το σκηνικό της σημερινής μέρας. Η υπομονή διπλώθηκε στα τέσσερα και περιμένει. Αγάπη, βαριά λέξη. Ό, τι απέμεινε στο στόμα. Κλειστή κι η τηλεόραση, εδώ και χρόνια. Η ηλικία ξεσπά, παρακολουθώ τα μάτια της. Κρατώ σημειώσεις για το απευκταίο σενάριο. Υποσιτισμός ωραίων στιγμών, υπερτροφία της θλίψης. Τα δάχτυλα ψαύουν το χαρτί, αφήνουν αποτυπώματα. Πάντα μου άρεσαν τα ακανόνιστα σχήματα, οι μονοεδρικές περιφέρειες. Τα μεγέθη που συρρικνώνονταν το πρωί. Τα μαθηματικά ποτέ δεν τα κατάλαβα, αν και ήμουν ένας αριθμός. Στην αστυνομική ταυτότητα, στην εφορία, στη ζωή. Ήμουν μια άλυτη εξίσωση, μια άσκηση εκτός ύλης. Τοκιζόμενο προϊόν σε ανύπαρκτο κεφάλαιο. Κωδικός άσπαστος, ατυχής συμπεριφορά. Αρπάζω ένα τσαμπί σταφύλι, μεθάω κι εξαϋλώνομαι. ********* Θα μπορούσαμε να στρογγυλέψουμε τα συναισθήματα, να μην έχουν αιχμηρές γωνίες. Να αγνοούσαμε τα σακατεμένα χρόνια, να ανοίγαμε παράθυρα ασφαλούς θέας. Να κονιορτοποιούσαμε τις εμμονές που βραδιάτικα χτυπάνε κουδούνια. Να κλείναμε λογαριασμούς με το αναπόφευκτο και να ανοίγαμε διαύλους με τον πρώτο τυχόντα. Να δίναμε ραντεβού στη μέση του χάους, επαναφορτιζόμενοι εραστές για αιώνια ταξίδια. Να υστερούσαμε σε όλα, ασήμαντοι και ηττημένοι υπογράφοντας την καταδίκη μας. Θα μπορούσαμε να μην έχουμε χέρια, να γλιτώναμε τη γραφή. Μονάχα να μιλάμε ακατάπαυστα για τις καιρικές συνθήκες. Να υπογραμμίζαμε σε μία πρόταση την τελεία, αδιαφορώντας για τις λέξεις. Να ελέγχαμε τη μοναξιά, διεισδύοντας στο πλήθος. Θα μπορούσαμε να μην υπάρχουμε τώρα, να μην ενοχλούμε κανέναν. ********* Είναι καιρός που αμφιβάλλω για την έκρηξη των ηφαιστείων, θεωρώντας τη λάβα παχύρευστο αίμα. Η έκρηξη που ακούγεται είναι ο βόμβος των εντόμων. Οι φλόγες κατακόκκινα χρυσάνθεμα. Μετά επισκέπτομαι φυλακές και νοσοκομεία. Είναι φορές που διαρρηγνύω τα σύννεφα συλλέγοντας βροχή. Πλησίον της νύχτας κομμάτια μνήμης αδιάρρηκτης. Κάπου θα υπάρχει το αντίδοτο. Ίσως στην φωτοχυσία του ήλιου ή στα στήθη των κοριτσιών. Στα ζαχαροπλαστεία καταμεσής της πίκρας, στους μελετητές των επόμενων γενεών. Προς το παρόν μυρίζει κλεισούρα, καθημερινή φθορά. Η έκταση που έχω να διανύσω ποικίλλει: από μερικά εκατοστά τετραδίου έως χιλιόμετρα στίχων. Ξετυλίγεται μπροστά μου ένας δρόμος. Κάποτε θα τον πατήσουν κι άλλοι. Με άλλες ιδέες, άλλες εμμονές, διαφορετική μοίρα. Όταν διασταυρωθούν τα ίχνη μας θα καλοκαιριάζει. Στο βάθος αρχαιολόγοι θα κάνουν ανασκαφές. Το σπίτι μου κατεδαφισμένο. Αρκείτω βίος! ********* Τελικά εγώ στη θέση μου και τα γεγονότα σε συντομία. Τι να σου κάνει κι η γραφή; Μια ολόκληρη νύχτα κι οι λέξεις σε ένδεια. Μέχρι να καταλάβω τι συνέβη, ξημέρωσε. Στις τράπεζες εκταμιεύονται φόβοι, ακόμα και βαθιοί ερεθισμοί του εγκεφάλου. Η σκέψη δολοπλόκος του σύμπαντος. Επιβάλλει εκκαθαριστικές επεμβάσεις τα χαράματα. Αν έχεις διαβάσει και λίγη Βιοηθική, αποσυντίθεσαι ταχύτερα. Η ομορφιά του κόσμου δεν πωλείται. Εκτός κι αν πρόκειται για ηδονή. Αισθητικό το θέμα και αδιαπραγμάτευτο. Η ευμάρεια δεν με αγγίζει, μόνο ο χειμώνας. Προσκομίζω και τη δερματολογική εξέταση. Επιστρέφω στην κίνηση, σε κατειλημμένες λεωφόρους. Το ακροατήριό μου απροσδιόριστο, περισσότερο κι από την αλήθεια. Τέρμα το ραδιόφωνο, σφυγμοί κανονικοί. Το πρόβλημα μετατίθεται για το μέλλον. ********** Προς το παρόν γρατζουνάω μερικές χορδές, συνάμα ιχνηλατώ την ανθρωπότητα. Υπογράφω συμβόλαια εκεχειρίας – όχι κατ’ ανάγκη δικά μου. Εξυπηρετώ και άλλους ομοϊδεάτες. Στην πράξη αποδεικνύομαι ανίκανος να τα υπερασπιστώ. Με την πρώτη βροχή ξεχύνομαι στους δρόμους. Αποστηθίζω ολόκληρα κατεβατά δακρύων. Μικρές καταστροφές της ψυχής πριν τη θύελλα. Η παράσταση κι απόψε ενδιαφέρουσα. Οι απόντες χιλιάδες. Στο σπίτι μου θα κρύφτηκαν ή σε κανένα ποτοπωλείο. Σημεία αναγνώρισης δεν έχουν, μόνο ουλές στο δέρμα. Ο θιασάρχης μετράει τις εισπράξεις, μετά πεθαίνει. Σπεύδω να τον αντικαταστήσω. Βαρύγδουπες δηλώσεις πρωταγωνιστών. Η ηρωίδα του έργου άβαφη και με σκισμένα ρούχα. Δεν αποτελεί μέρος του σεναρίου, είναι η ανεστραμμένη φύση της. Γιατί το είναι πάντα υποδεέστερο του φαίνεσθαι. Και η φωτιά εξακολουθεί να έρχεται καταπάνω μου. Ψάχνω επειγόντως για σκηνοθέτη, να μετριάσει τις στάχτες. Κανείς δεν αναλαμβάνει, επαφίεμαι στην τύχη. Και στην απροθυμία της κινηματογραφικής μηχανής. ********* Σε δεινή θέση ο άνεμος, με τραβολογάει μήπως και τον μπάσω στο σπίτι. Τα πράγματα αγρίεψαν, επιβάλλεται αυτοσυγκράτηση. Ξεκλειδώνω και διαχέομαι στο δωμάτιο. Άυλα βήματα και περίσσευμα σιωπής. Ανταλλαγή πολύτιμων αντικειμένων. Δίνω ανάσα και εισπράττω ελπίδα. Την παίρνω από το χέρι και βαδίζουμε μέσα στο σαλόνι. Φτάνουμε σε μια ακροποταμιά. Πανύψηλα δέντρα εποπτεύουν το συμβάν. Αριστερά μια μικρή αγροικία, ακατοίκητη εδώ και χρόνια. Δεξιά ένα πανύψηλο κυπαρίσσι. Λίγο μακρύτερα κάτι που μοιάζει με φυλακή ή νοσοκομείο. Μέγα επίτευγμα αυτό το σκηνικό. Νόμιζα πως είχαν στερέψει οι οπτικές μου. Ξαφνικά ακούγεται μια έκρηξη. Τινάσσονται τα περιστέρια, αμαυρώνει ο ουρανός. Ψιλόβροχο, στάζουν τα σύννεφα αιωρούμενη τύρφη. Τυλίγομαι κάτω από την κουβέρτα, σβήνω το φως. Η μοναξιά δεν μεταγλωττίζεται. Επεκτείνω τα όρια της φαντασιακής ύλης. Επιστρέφω στο σημείο που ήμουνα, στην ακροποταμιά. Με τη διαφορά ότι τώρα είμαι πια υποψιασμένος. ********* Η ημέρα της αποδόμησής μου έχει γεύση πικρής σοκολάτας. Ο καιρός νεφελώδης με ασθενείς ανέμους. Ομοβροντίες σιωπών, βουλιμία του τέλους. Απώλεια εύκολα διαχειρίσιμη, καθότι απαρατήρητη. Κακούργημα η χρονοτριβή. Απαιτούνται μονάχα τρεις δρασκελιές. Η απόφαση εξακολουθητικά προβλέψιμη. Η ραγισμένη πέτρα της αιωνιότητας στον λαιμό μου. Δειλινά στην Ανάφη και λάθη που βγήκαν σωστά. Περιπολώ με φακό και σακίδιο εκστρατείας. Ερημιά. Ένα κλικ αριστερά και να ο πρώτος απών. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας. Ύστερα ο κλητήρας της μοναξιάς. Έγγραφα ασφράγιστα, ανεπίδοτα. Φαίνεται θα με ακολουθήσουν κι άλλοι. Γκάζια στον ουρανό από ασυνείδητους οδηγούς. Δεν τρομάζω, απεναντίας πεισμώνω. Άγγελοι παραχαράσσουν χαρτονομίσματα. Στο πλάι αχνοφαίνεται μια μπυραρία. Κόβω όσα περισσότερα λουλούδια μπορώ. Συνεχίζω να πλασάρομαι στα ενδότερα. Δυο στροφές ακόμα και τέρμα. Η προσέλευση συνεχίζεται. Παράσιτα, μικροφωνισμοί, αλλοιώσεις μνήμης. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. . Περνάω την μπάρα και διασκορπίζομαι εξ ων συνετέθην. ********** Μην ανησυχείτε. Θα επανέλθω ως αγοραστής οπωροφόρων κήπων μέσα στη βροχή. Κι ούτε θα ξέρω το αντίτιμο. Θα περιμένω την άνοιξη να εκτιναχθεί, το φως να ξεβάψει. Οι παρακείμενοι φράχτες πρόβατα επί σφαγή. Τα νοήματα τρωτά, όπως οι εξορκισμοί που απέτυχαν. Μαθημένος σε δύσκολες προσπάθειες, τίποτα δεν με αγγίζει περισσότερο από μια σιωπή. Την ώρα που τα πλήκτρα του πιάνου απογειώνονται, μικροσκοπικοί χαρταετοί αυτομολούν, τζιτζίκια επαναπατρίζονται. Η απόφαση αναμένεται θορυβώδης. Για όλη την ανθρωπότητα ή τουλάχιστον για τις παρυφές της. Μια γυναίκα αλλάζει τα σεντόνια στο πατρικό μου δωμάτιο. Δεν διακρίνω ποια είναι. Στρώνει τα χαλιά, ανάβει το τζάκι. Ύστερα έρχεται καταπάνω μου και με αγκαλιάζει. Το καθημερινό της έργο αξιοζήλευτο, τα νεκρά κύτταρα που κουβαλάει την κουράζουν λίγο. Συρρικνωμένη νεότητα ή κάτι τέτοιο. Ανάμνηση σκέτο κουρελόχαρτο. Απόσταση συνήθως κρατά απ’ τον ύπνο, περιφράσσει τη φαντασία. Μην ανησυχείτε. Θα επανέλθει ως πωλητής ψυχών κι εγώ θα αγοράσω όλο της το εμπόρευμα. ********* Μεγάλη η πιθανότητα ατυχήματος. Η απουσία της ζωής επανακάμπτει, είναι τόσο βέβαιη για τον εαυτό της. Στα καταστήματα ρούχων δοκιμάζει όλα τα νούμερα. Αγοράζει τελικά τη μοναξιά, τη βάζει σε σακούλα. Ενσωματώνεται στο ανθρώπινο κοπάδι, ξανοίγεται μετά ίσαμε τη θλίψη. Χωρίς στοιχεία διευθύνσεως, χωρίς τη δέουσα προσήλωση στον στόχο. Η απόσταση ανάμεσα στη μεσότητα και στα δύο άκρα επαναπροσδιορίζεται. Σε μια άλλη διάσταση, ίσως να ήταν μαθηματικός, μπορεί και τυμβωρύχος. Τώρα σκάβει επιμελώς τον τάφο της. Η ομορφιά της πάντα υπερθετικού βαθμού, αρκεί να υπάρχει. Ειδάλλως καταγράφεται ως έλλειψη. Και δεν είναι λίγες οι φορές που εξέρχεται της αιθούσης αόρατη. Πηγή κάθε επικείμενης οφθαλμαπάτης. Προσεχώς θα καταγράψω λεπτομερέστερα το αποτύπωμα που αφήνει η σκιά της. Θα αποδώσω σε μελλοντικό χρόνο τις μεταμορφώσεις της. Ατημέλητη θα τη συλλάβω να ολισθαίνει στο άπειρο. Μέχρι να επιστρέψει στην αφετηρία, βέβαιη για τον εν δυνάμει αφανισμό της. ********** Πολύ πριν γεννηθώ, πήρα την απόφαση να μεταμορφώσω τον υλικό κόσμο σε μια καρικατούρα του σύμπαντος. Η Ιστορία της γης να διαβαστεί σαν χαρούμενο παραμύθι, οι μεγάλοι πόλεμοι να εκληφθούν ως ανέκδοτο. Η μουσική συνδράμει στην τελετουργία. Το ωρολόγιο πρόγραμμα της ζωής αλλάζει. Τα χρόνια αντικαθίστανται με φράουλες, η μοναξιά με αθωότητα νηπίου. Μεγάλα δέντρα εκτινάσσονται σαν ελατήρια από τις ρίζες. Ακολουθεί ενός λεπτού περισυλλογή. Θωπεύω τις τέντες που λιάζονται σε απροστάτευτο περιβάλλον. Με παίρνει ο ύπνος καθώς μετρώ τα πρόβατα. Προβαίνω σε πράξεις ολικής ανατροπής. Οι μετεωρολόγοι αναποδογυρίζουν τις προγνώσεις, η καθημερινότητα γαληνεύει. Όταν ξυπνώ οι κοιλάδες είναι εύφορες, ζω μια πεμπτουσία του χρόνου. Φαίνεται από το ανοιχτό παράθυρο η θάλασσα, ο ήλιος δίπλα φορώντας ψάθινο καπέλο. Παρελαύνουν απτόητα τα μαιευτήρια και οι παιδικοί σταθμοί. Απλώνεται τάπητας ασφαλείας των ονείρων. Επιστρέφω στην αρχική μήτρα και περιμένω τον τοκετό. Το νεογέννητο δεν θα λογοκριθεί, το υπόσχομαι. Άλλωστε το είπαμε στην αρχή, μια μεταμόρφωση είναι, τίποτα παραπάνω. *********** Επί του παρόντος χαλαρώνω. Ανυπέρβλητα τα εμπόδια της ζωής, πανύψηλα τα τείχη της μνήμης. Η Ιστορία ξαναγράφεται με ερωτηματικά. Για γεγονότα δεν γνωρίζω, τουλάχιστον είμαι ειλικρινής. Η πορεία του σώματος αγνοείται, μονάχα κάτι πατημασιές στο σκοτάδι. Ό,τι αγάπησα έχει συντελεστεί και δεν επιστρέφει. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα αναψηλάφησης, δεν χωράνε εδώ διαμεσολαβήσεις. Προτιμώ να με πνίξει το ρέμα παρά να κολυμπήσω στον βούρκο. Αποπεράτωσα καινούργια γραφή και δεν μετανιώνω. Ανώτερες δυνάμεις ανέλαβαν την αναδόμησή μου. Δεν έχω μεταφραστεί σε καμιά γλώσσα, δεν ξέρω να μιλάω. Μονάχα να ξεστομίζω φλυαρίες μεγατόνων. Εδώ μέσα οι ήχοι της βρύσης μπερδεύονται με τη σιωπή. Μικρά δρώμενα διαταράσσουν την καθημερινότητα. Φαίνεται να οπισθοχωρούν οι ισορροπίες. Άλλωστε από πού να κρατήσεις αποστάσεις; Είναι τόσο δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης. Διάττοντες αστέρες επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό μου. Στο μεσαίο δάχτυλο όλη η παραβατικότητα της σκέψης. Σταχυολογώ τις δυνάμεις μου, επανακτώ τις αισθήσεις μου. Απλώνω την παλάμη μου και αυτοκαταργούμαι. ********** Κάποτε πρέπει να κοιταχτούμε βαθιά. Να αδρανοποιήσουμε τη στιγμή και τα παρελκόμενά της. Τα λάθη να εκλείψουν διά παντός, όπως και το ψέμα. Οι αποφράδες μέρες να οριοθετηθούν, η φύση να ανακάμψει. Η ευτυχία να ιδωθεί υπό το πρίσμα του αυθόρμητου. Χιλιάδες έφηβοι να σκαρφαλώσουν στα βουνά, να ερωτοτροπήσουν με τα έλατα. Η παγωνιά να διαγραφεί από τον κατάλογο των καιρικών φαινομένων. Ο άνεμος να φορέσει ωτοασπίδες. Η αγάπη να ανάψει μια μικρή φωτιά και να καθίσουν δίπλα της οι απόκληροι του κόσμου. Μόνο τότε θα ακολουθήσει ο πιο γόνιμος τοκετός. Οι δρόμοι θα αποκτήσουν ξανά την κανονική τους ροή, τα αυτονόητα θα παγιωθούν. Η πλάστιγγα θα γείρει με το μέρος του ρεαλισμού, το ανέφικτο θα εξοβελιστεί. Έμεινα ενεός να κοιτώ τα μάτια σου. Ένας κήπος με παρτέρια ρούφηξε την αθωότητά σου. Το άρωμα των φυτών την ώρα της τελετουργίας. Αν καταφέρεις να βγεις ζωντανή από αυτό το σκηνικό, με τις αισθήσεις σου γυμνές, θα έχεις κάνει μια σημαντική επένδυση για την αθανασία. Ειδάλλως θα επιστρέψεις στη φυλακή κι εγώ μαζί σου θα περιχαρακώνομαι στον εγκλεισμό σου. ********** Τελευταία είμαι ανήσυχος. Διευθετώ τη φυλακή μου με τάξη. Στρώνω το κρεβάτι τα χαράματα, μετρώ για δευτερόλεπτα το φως που μπαίνει από τις γρίλιες. Διαβάζω τις χθεσινές εφημερίδες, προσδίδω στα γεγονότα διαχρονικότητα. Κλωνάρια στίχων κρέμονται από τη βιβλιοθήκη. Περιγράφω το δωμάτιο, λες και είναι ενδιαίτημα ενός ασκητή. Θα μπορούσε βέβαια, με τόση μοναξιά που κουβαλάει. Να χαράζεις τη ζωή στους κορμούς των δέντρων και να βρίσκεσαι παγιδευμένος σε τέσσερα τσιμέντα. Το δέρμα της ηλικίας σαπίζει, η ιστορία του καθενός είναι μοναδική. Και πάντα σβήνει την προδιαγεγραμμένη ώρα. Συνεχώς το σκηνικό ανανεώνεται με καινούργιους ενοίκους. Φρεσκοξυρισμένοι χτυπούν το κουδούνι. Ο αέρας βρυχάται. Κάποιος πυροβολεί, τα σκάγια παίρνουν κι εμένα. Σε δύο χιλιετίες το δωμάτιο θα είναι ακόμη στη θέση του. Τα ίχνη μας θα έχουν κονιορτοποιηθεί, θα πασπαλίζουν με αυτά τις γλάστρες. Οπωροφόρα δέντρα κάτω από το κρεβάτι, αμυγδαλιές στο ταβάνι. Η παρέλαση γεγονότων θα συνεχίζεται, μικρών και καθημερινών. Για τα μεγάλα δεν έχω σαφή εικόνα. Δεν ήμουν ποτέ στην κορυφή. Γραφειοκρατικές συναλλαγές διεκπεραίωνα, άλλοι ήταν οι αρμόδιοι. Θα πρέπει να ειπωθεί και κάτι ακόμη. Δεν τελειώνουν όλα κάποτε, τουλάχιστον για τους αδικημένους. Γι’ αυτούς η πόρτα θα είναι ανοιχτή, να μπαινοβγαίνουν χωρίς κανέναν περιορισμό. Επομένως μην ανησυχείτε, δεν χανόμαστε. *********** Πέριξ των γεγονότων υπάρχει ένα σταθερό σημείο. Εκεί συγκλίνουν όλες οι ιδεολογίες. Η σκέψη μεταμορφώνεται σε καρποφόρο κήπο, γύρω αμπέλια περιφράσσουν το τοπίο. Η γραφή έρχεται ξεκούραστη και αποχωρεί ιδρωμένη. Ώσπου να εμφανιστεί το τελικό κείμενο, μεσολαβούν ανακατατάξεις. Γραμμάτων ή και ολόκληρων σειρών. Η ιστορία της ανθρωπότητας πάντα επιφυλάσσει ανατροπές. Χρονολογίες μετατίθενται, κοινωνίες αλλάζουν πορεία. Σβήνουν τα πάντα και ξανανάβουν, τίποτα δεν μένει κρυφό. Τότε είναι που η ζωή μοιάζει με κινούμενη άμμο, ασταθής και ανισόρροπη. Ενίοτε παίρνει τα πάνω της, άλλες φορές αυτοκαταστρέφεται. Συνήθως ευδοκιμεί στην άβυσσο, απεχθάνεται τη φωτοχυσία. Κάπου στον κόσμο ξημερώνει, τα δέντρα το επιβεβαιώνουν. Ρίχνω στο πρόσωπο νερό, βάναυσα σκουντώ το ελάχιστο όνειρο. Δεν μου χρειάζεται έμπνευση, την έχω προ πολλού απωλέσει. Επικεντρώνομαι πάλι στα καθημερινά γεγονότα. Περνάει το τρένο την ίδια πάντα ώρα. Γι’ αυτό και παραμένω ίδιος, επί του παρόντος δηλαδή. Εξαρτάται από τη μετωπική σύγκρουση. *********** Εγώ πάντως δεν βλέπω καμία διαφορά. Οι αισθήσεις παραμένουν ακλόνητες, ο ουρανός μια διάφανη μάζα σιδερικών. Φτάνει να μπορείς να το αιτιολογήσεις. Είτε προσδίδοντας στα φαινόμενα ψυχική διάσταση είτε πέφτοντας από τα σύννεφα χωρίς αλεξίπτωτο. Ο χρόνος θα σαρώσει όλες τις αμφιβολίες, ο αέρας θα εγκαθιδρύσει αποικίες εντόμων. Η διάσπαση του πυρήνα του ατόμου οριοθετεί τη θραύση των παγόβουνων. Μην ανησυχείτε για τις πιθανές παρενέργειες. Μπορεί να σας παίρνει πιο δύσκολα ο ύπνος και να χρειάζεστε κάμποσα παραμύθια. Εκείνο που τελικά μετράει είναι να μην αισθανόμαστε τύψεις. Να μην ξεχνάμε τον προορισμό μας έστω και ανύπαρκτοι. Είναι μαγεία να βλέπεις το σύμπαν να περνάει ξώφαλτσα κι εσύ να το σνομπάρεις επιδεικτικά. Εν αγνοία μου γεννήθηκα υποτονικός. Γύρω μου επηρμένοι αστέρες πάλλονται βγάζοντας μεταλλική κραυγή. Κάποτε θα σωπάσουν, όταν εγώ θα απέλθω. Βροχερές Κυριακές μετακυλίουν την υγρασία τους στην αιωνιότητα. Τάπητας αεροδρομίου απλώνεται οριζόντια στην άλλη ζωή. Λάμες ξυραφιών ακονίζουν τη γύμνια τους. Όλα αυτά τα λέω χωρίς κανένα προσχέδιο, μου αρκεί το ακαταδίωκτο της γνώμης. Κι ένας ατσάλινος φάρυγγας να την εκστομίσει. *********** Έχουμε ξαναβρεθεί, δεν είναι η πρώτη φορά. Από παιδί ήμουν φειδωλός με τις συμπτώσεις. Ώσπου εμφανίστηκε μπροστά μου ένα ερωτικό ποίημα. Δεν το διάβασα, το άφησα να περιμένει. Με διάβασε όμως εκείνο, με όλη την τρεμάμενη φωνή ενός πρωτόβγαλτου κοριτσιού. Έκτοτε τοποθετούμαι εν αγνοία μου σε λευκές σελίδες βιβλίων αλλά και σε ανθηρά σώματα του Μαΐου. Με διατρέχει μια ακαθόριστη ευαισθησία όταν κατασυντετριμμένος κοιτάζω τον ήλιο. Σύμπτωμα μιας προϊούσας φθαρτότητας της φύσης, εν αναμονή του καλοκαιριού. Μετά ανοίγω τη βρύση και κολυμπώ στο κυανό. Μου χρειάζεται λίγος ακόμα αέρας για να ευδοκιμήσει το σκηνικό. Και ο φλοιός του κορμιού σου που αδημονεί. Λίγο ακόμη και θα πω ότι το άλωσα. Αυτά είναι τα αποκυήματα της γραφής. Οι αίθουσες των δικαστηρίων με περιμένουν να απολογηθώ για τις υπερφίαλες σκέψεις μου. Έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη των εραστών εξ ου και οι συνέπειες. Διακριτικά προσπερνώ τα τετριμμένα και υπεισέρχομαι στην ουσία. Περιμένω μια απόφαση δικαίωσης, μια πινακίδα στη στροφή του δρόμου. Να κατευθυνθώ οπουδήποτε, εκτός από τη φυλακή σου. *********** Κατά τ’ άλλα, προπονούμαι καθημερινά στην υφαρπαγή του σύμπαντος απ’ τα χέρια μου, στην ανεξαρτησία της γραφής μου. Κι όσο η σκέψη λερώνεται από τα εγκόσμια, άλλο τόσο ξετυλίγεται το κουβάρι της ζωής. Σε χρόνο αόριστο είναι αλήθεια, πού να βρεθούν οι ενεστώτες τέτοιαν εποχή; Για το μέλλον ούτε κουβέντα. Αυτό κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι και περιμένει τον σφαγέα του. Ξάφνου οι χρονικοί προσδιορισμοί εκπίπτουν, αλλάζει πλεύση ο αναμενόμενος πνιγμός. Και στην επιφάνεια του τοίχου ένας διακόπτης απασφαλίζει. Κατακλυσμός φωτός, έστω και τεχνητού. Θεωρίες αλλάζουν προσκέφαλο, λεκτικά ρήματα συμπορεύονται με την αφωνία. Κάθε στιγμή ασυνεννοησίας ευπρόσδεκτη. Μετέωρο το βήμα του καιρού, εξοστρακίζεται στο τίποτα κι όμως αντέχει. Ποιος είμαι εγώ που θα ελέγξω τη μοίρα; Μαθαίνω στην ένδεια των πετρωμάτων, ωθώ την έλλειψη σε αναστοχασμό. Δριμύς ο πέλεκυς της απουσίας και στο βάθος οι επίγονοι περιμένουν. Να διασκορπιστούν κι αυτοί στο άπειρο, στα μέρη με τα σύσκια πλατάνια. Να ακτινοβολήσουν θάνατο και αδόκητο χαμό. Όχι πως θα τρομάξουν, είναι συνηθισμένοι σε τέτοιες απώλειες. Μονάχα τα αποτυπώματά τους που θα σβήσουν, αυτό φοβούνται. Όπως και τις νέες γενιές που τους περιμένουν στη γωνία. *********** Μπορεί η καμπύλη του απομένοντος χρόνου να ωρύεται για να την ισιώσω, όμως εγώ δεν ακολουθώ την πεπατημένη. Αφήνομαι στο ψηλάφισμα των ορεινών όγκων και στην επανεμβάπτισή μου στη θάλασσα. Αιωνίως θα ακρωτηριάζομαι στο φως και στιγμιαία θα ακτινοβολώ στο σκότος. Ο κήπος θα απλώνεται μέχρι το Σύνταγμα, στις διαδηλώσεις των φοιτητών. Η εξουσία, ανήμπορη να παραδεχτεί την τύφλωσή της, πάντα θα εφευρίσκει τρόπους θέασης της επόμενης μέρας. Και πάντα θα υποσκελίζει την αντίσταση των μαζών. Η τελειότητα θα κηρυχθεί έκπτωτη, η φθορά μια συνεχόμενη πανωλεθρία. Ερείπια σε μεγεθυντικό φακό, κινδυνεύουν να σπάσουν κι άλλο. Χτυπώ τα πλήκτρα του πιάνου, εξασκούμαι σε δύσκολες συνθέσεις. Όλα χωράνε σε μια μουσική νότα για να χωνεύεται τα βράδια η βαρυστομαχιά του εγκεφάλου. Συμπτώσεις εδώ δεν χωράνε, ούτε και ντροπαλότητες. Στο μυαλό του καθενός διαμορφώνονται οι συνθήκες σφαγής του. Ο κόσμος εκρήγνυται από ένα τυχαίο συναίσθημα, χωρίς καμιά προετοιμασία. Συνοικίες ολόκληρες σφύζουν από μοναξιά και ασφυκτιούν από λάμψη. Υπάρχουν πάντα υποκατάστατα της συνήθειας. Τα βρίσκεις ακριβότερα στα φαρμακεία παρά στην παρανομία. Και με πόση πραότητα γίνονται οι δοσοληψίες. Ευγενικά και σε αργούς ρυθμούς. Γιατί στην άλλη πλευρά της πόλης δεν γράφονται πια ποιήματα. Μονάχα εκπυρσοκροτήσεις ακούγονται αυτών που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. *********** Φαντάσου να υπήρχαν αναγνωστήρια καταμεσής του χάους. Να διαβάζαμε ανάσκελα λίγο πριν τη μεταθανάτια τιμωρία. Περαστικές να ήταν οι ιδεολογικές συγκρούσεις. Άλλωστε ποιος θα είχε διάθεση για τέτοια πριν την εκτέλεσή του με τουφεκισμό; Παραδόξως δεν πενθώ πια. Επιβιβάζομαι στο πρώτο ταξί και απομακρύνομαι. Τα δέντρα μετακινούνται από τη θέση τους. Προτιμούν άλλου είδους φαντασιώσεις, περισσότερο απτές. Η μετατόπιση δεν θα γίνει ορατή, μονάχα οι τυφλοί θα την καταλάβουν. Θα συντελεστεί ένα ακόμα περιβαλλοντικό έγκλημα εκ προμελέτης. Επιτείνονται οι αποχωρισμοί αισθημάτων και νοημάτων. Κάποτε θα φανεί το μέγεθος της απώλειας, οι κραυγές θα είναι εκκωφαντικές. Προς το παρόν βερνικώνω κάτι παλιά υποδήματα, τους δίνω άλλη μια ευκαιρία. Να περπατήσουν με ελλειπτικά βήματα στο δύσβατο μονοπάτι. Μέσα από ερείπια και κοφτερές πέτρες. Το φθινόπωρο θα ξετυλίγεται ανάλαφρο, όπως και οι βροχές του. Ανέμελες και διακοπτόμενες. Ενδιάμεσα μερικές ηλιόλουστες μέρες. Θέλω να κοιταχτώ στον καθρέφτη αλλά φοβάμαι την απόρριψη. Μολονότι εξασκήθηκα ενδελεχώς σε τέτοια σενάρια. Φαίνεται τώρα καθαρά ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Εκεί που γραπώνεται από τη σιγουριά, ξαφνικά χάνει την ισορροπία του και εκτινάσσεται. Τον περισυλλέγουν κάτι γέρικα άλογα και τον επαναφέρουν στην τάξη. Μικρά κομματάκια σοκολάτας τον δελεάζουν. Το τοπίο αποπνιχτικό, τα φουγάρα σε υπερένταση. Κάνω πως δεν τον γνωρίζω. Εκείνος με πλησιάζει και ξεκινά η ανάκριση. Το ίδιο σκηνικό εδώ και χρόνια, οι ίδιες ερωτήσεις. Όταν μπει ο χειμώνας, θα είμαι έτοιμος να του ανταποδώσω την έμπνευση για αυτά που γράφω. Και να του ζητήσω συγγνώμη για τη φλυαρία μου. *********** Εγώ στη θέση σου θα ξήλωνα όλες τις αντιξοότητες, θα έραβα τα σύννεφα διάφανα, θα καταργούσα τα ψιλόβροχα. Ώσπου να εμφανιστεί στον ορίζοντα το νέο φεγγάρι, φασκιωμένο σε πάνες. Ένας καινούργιος κόσμος από ψηλά σαν πολύχρωμος χαρτοπόλεμος. Νυμφεύομαι ό,τι βρω μπροστά μου. Από ροζ σφήκες μέχρι ουράνιες μέλισσες. Και δίπλα η θάλασσα να καταργεί τους πνιγμούς. Μια εξίσωση για μελλοντικούς λύτες, όταν εμείς θα έχουμε αποδράμει. Η πέτρα θα φοριέται κόσμημα στον λαιμό της απουσίας μας. Οι επαναστάσεις θα έχουν αλλάξει στόχους και ονόματα, δεν θα ξεβάφουν ποτέ. Προλαβαίνω να ενταχθώ στην εν δυνάμει λίστα τους. Άδικο να μη μετέχω, έστω και νοερά. Η ευτυχία ευδοκιμεί παντού, κυρίως στη μετά θάνατον εποχή. Εκεί υπάρχουν τα επιτυχή συνέδρια, η αρίστη υγεία. Δεν σημειώνονται ακραία καιρικά φαινόμενα, μονομερείς αποκλεισμοί. Το βάρος πέφτει σε μια μικρή χελιδονοφωλιά. Και τούτο σημαίνει επικράτηση του ανέφικτου. Μετά από τέτοιες σκέψεις είναι δύσκολος ο χειμώνας. Που καθώς προελαύνει ραγδαίως, συμπαρασύρει και την άβυσσο. Κατά βάθος δεν ήθελα να προκαλέσω αναταράξεις. Μονάχα μια υπενθύμιση να κάνω και να σιγήσω. Τα περαιτέρω ας τα αναλάβουν άλλοι, πιο ειδήμονες. ********* Φτάνει να μη χαθώ σε δαιδαλώδη σχήματα, πολύπλευρες εξισώσεις. Να μη συλλαμβάνω το κορμί μου σε χειμερία νάρκη και την ψυχή μου σε υποβόσκουσα ομηρία. Να μη φέρνω προσκόμματα στην πρώτη τυχούσα φωτοχυσία. Από τον Επίκουρο ως τον Καμύ να διατρέχω όλη τη φιλοσοφική οδύνη, να παίρνω μέτρα κατά του εφησυχασμού, να μην επαναπαύομαι στην αοριστία. Όλοι οι υποχθόνιοι ενδοιασμοί να περιπέσουν στο χάος, ως μια παλιά βαριά κληρονομιά. Φθόγγοι αρκούντως ρωμαλέοι να γαντζωθούν στο πεπρωμένο και οι ανθοφορίες των αποχωρισμών να σιγήσουν. Να μη γίνονται αυτοχειρίες, οι άνθρωποι να ορίζονται ως το κραταιό προπέτασμα του ρεαλισμού. Πρώτη και καλύτερη η θάλασσα να κυριαρχήσει επί του αισθητού, να την ακολουθήσουν τα ξαδέρφια της τα ποτάμια. Το ηλιοβασίλεμα να παρίσταμαι στην άκρη του γκρεμού, αποθεώνοντας τα αχανή ύψη. Κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου να κάνω και διαλείμματα, όπως να ισιώνω πέτρες ή ακανόνιστα αντικείμενα. Υπάρχει πάντα ένα όριο, αυτό που σε προφυλάσσει από τις καταχρήσεις. Θα το βρεις μέσα στον ουρανό ή και στις φυσαλίδες του ανέμου. Το νερό που κατακρημνίζεται στην άβυσσο έχει διέλθει από τα βουνά, την ώρα της πρωινής έγερσης. Τερματίζει πρόωρα το ιστορικό πλαίσιο του μεγάλου περιπάτου. Χωρίς δική μου ευθύνη, μάλλον από υπερβολική ματαιοδοξία των κρατούντων. Το κύμα υποτονθορίζει, ο βυθός συνάπτει ακούσια άλματα προς την επιφάνεια. Το δικό μου μερίδιο ας θεωρηθεί μηδαμινό, άλλοι ας καρπωθούν την επιτυχία. Άλλωστε η μόνιμη κατοικία μου δεν ήταν ποτέ εδώ, ανέστιος ήμουν ως επί το πλείστον. Τα φλας των φωτογράφων επιμηκύνουν την ταλαιπωρία. Η σκέψη γίνεται ένα μικρό ανυποψίαστο μωρό, έτοιμο για υιοθεσία. Μπορεί λοιπόν να ξαναγραφεί από την αρχή η Ιστορία, με καθόλου ή ελάχιστα χάσματα. Α! και με λίγο περισσότερους τοκετούς αποδημητικών πουλιών. *********** Δεν είναι που η νύχτα καταπραΰνει κάπως την αμηχανία, ούτε που η φωνή μου ίπταται πέριξ των μαλλιών σου. Είναι που η μετατόπιση της ομορφιάς κατέστη αμετάκλητη. Τίποτα δεν είναι πιο ελάχιστο από την υποβόσκουσα πλεονεξία της σιγουριάς, όταν μάλιστα εκτίθεται δημοσίως. Γιατί και ο έρωτας απέχει παρασάγγας από τον εαυτό του, έτσι που να μην μπορεί να αυτολογοκριθεί. Θα μπορούσε βέβαια να είχε παρακαμφθεί ο αυθορμητισμός, να επικρατούσε η απόλυτη νοησιαρχία. Αλλά και τότε θα αρκούσε ένα πέταγμα πουλιού για να ανατρέψει το σκηνικό. Στο μυαλό του καθενός περιμένει ένας κήρυκας για να αρχίσει τις νουθεσίες. Ξεκινώντας από τις καθημερινές σου συνήθειες, είναι ικανός να ανασκευάσει όλο σου το οικοδόμημα. Τα πιο θαυμαστά πράγματα είναι πια θέμα επικοινωνίας. Σβήνουν τα νοήματα και υποκαθίστανται με λέξεις. Τέλος πάντων ας μη μακρηγορώ για ζητήματα χιλιοειπωμένα. Προέχει να ξημερώσει, να κάνουμε καταμέτρηση απωλειών. Να ακούσουμε των αγαλμάτων τις ομιλίες. Τα πάθη που εκπορεύονται από χαλασμένα σύρματα. Να ξαναγραφτεί η πραγματικότητα όπως την εκλαμβάνει ο καθένας κι όχι όπως του την υπαγορεύουν οι επιτήδειοι. Παίρνω τα φιλιά σου και φεύγω. Από την πίσω πόρτα, μην εκτεθώ στη γειτονιά. Ψιλοβρέχει, κίτρινα φύλλα και διωγμοί. Εκτελεσμένες μέρες από σκάγια λαθροκυνηγών. Τα απορριμματοφόρα συμπεριφέρονται σαν παιδικά παιχνίδια. Ένας κόσμος που δεν έμαθε από καταστροφές. Γι’ αυτό κι εγώ αλλάζω διεύθυνση, μετακομίζω. Και δεν επιτρέπω σε κανέναν να με θεωρεί ποιητή. ********** Μπορεί να φαίνομαι κατώτερος των περιστάσεων όταν απομακρύνομαι από την αλήθεια, όμως το ψέμα ποτέ δεν ήταν μια εύκολη απόρριψη. Ειδικά όταν επρόκειτο να τετραγωνιστεί το σύμπαν. Μόνο στις εικαστικές τέχνες ίσως να σωζόταν η κατάσταση, αλλά κι εδώ με προϋποθέσεις. Τέλος πάντων ας αφήσουμε την Ηθική να βρει τον δρόμο της κι ας μεταφερθούμε στους αρχαίους τάφους. Να προετοιμαστούμε λίγο για τη δική μας μεταθανάτια εμπειρία μέσω της μνήμης. Χωρίς αργυραμοιβούς και λοιπούς επιτήδειους, με μοναδικό γνώμονα τη μοναξιά εκείνης της στιγμής. Κι από πάνω ο ήλιος να εφορμά κατακόκκινος μέσα στον χειμώνα. Εκρήξεις να ακούγονται συνεχώς, παραπετάσματα να κατακρημνίζονται. Ο αέρας να σαρώνει φυλακές και αναμορφωτήρια, η υπομονή να πνίγεται στην καταβύθιση του χώματος. Αν αντέξουμε θα ακυρώσουμε άλλες αυτοχειρίες, άλλους «καιόμενους». Κάποτε θα αναζητήσουν το βιογραφικό μας μέσα στις στάχτες. Μην ανησυχείτε, πάντα θα υπάρχουν υλικά άθικτα μετά από τυχαίες αναζωπυρώσεις. Κάθε βουνό και μια ογκώδης ανάφλεξη και μετά το νερό των πυροσβεστικών αεροπλάνων. Με μια τέτοια εικόνα, δεν έχουμε να φοβόμαστε ούτε σκυλευτές ούτε τυμβωρύχους. Μονάχα το ευμετάβολο της ανθρώπινης ύπαρξης που μας κατατρύχει και δεν μας αφήνει να εποπτεύουμε τη μακροημέρευσή μας. *********** Αλλά ο ήλιος ποτέ δεν ήταν αυτό που ήθελες να βλέπεις, μονάχα ξαφνικές λιακάδες μέσα στο καταχείμωνο και μετά ολόκληρη η ανθρωπότητα στο σκοτάδι. Ψιλόβροχο και ακατέργαστη μελαγχολία. Θαυμάσια ήταν ως εδώ, χορτάσαμε από χαμένες ευκαιρίες, αντινομίες και καμπύλες γραμμές. Επενδύσαμε στην πικρία του απογεύματος, σε δωμάτια χωρίς τοίχους. Έξω τα παιδιά αναμόχλευαν την αθωότητά τους, σάρωναν τους αιώνες με ακατάληπτες λέξεις. Φθόγγοι περνούσαν από τον ορίζοντα σαν αυτοκινητοπομπή. Η Ιστορία διέγραφε κύκλους πάνω απ’ τα κεφάλια τους, χάραζε προσεκτικά το παρόν. Υπέγραφαν άπαντες μια μελλοντική καταδίκη που όμοιά της δεν είχε προηγούμενο. Η βρύση έτρεχε συνέχεια, ο τενεκές ευωδίαζε. Δεν με συμφέρει να συνεχίσω, δεν υπάρχουν εγγυήσεις για εχεμύθεια. Μονάχα ριπές ανέμου που επιδεινώνουν την κατάσταση. Η ευτυχία κρατούμενη σε κελιά υψίστης ασφαλείας. Προσκομίζω πιστοποιητικό ψυχικής υγείας, δίνω τη διεύθυνσή μου στα πουλιά. Να έρχονται ακατάλληλες ώρες να με ιχνηλατούν. Κι εγώ να κρύβομαι σε ένα κουρελιασμένο χακί μπουφάν, μη αναγνωρίσιμος και επικίνδυνα αποκομμένος από τον περίγυρο. Θα χρειάζονταν ώρες να εκθέσω τις απώλειες που με κατατρύχουν ή να αφηγηθώ τα πράγματα με το όνομά τους. Ο χρόνος άλλωστε έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, μην τον ταλαιπωρώ περισσότερο. Επί του πρακτέου λοιπόν, μεγαλώσαμε. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα. Τα υπόλοιπα, συνιστώσες του φόβου μας που αργά ή γρήγορα θα εκπυρσοκροτήσει. Και τότε τα διλήμματα θα μοιάζουν κίβδηλα κι ο ήλιος, ακόμα κι ο χειμωνιάτικος, ένα δρώμενο σε άδειο αρχαιοελληνικό θέατρο. ************* Διαβάζοντας για τις ατασθαλίες της φύσης, τα ασουλούπωτα φεγγάρια του καλοκαιριού, θυμήθηκα τα γεγονότα του βίου μου, πώς έπαιρναν σχήμα ανάλογα με την ιδιοτέλεια της στιγμής. Σε θέση περιωπής επόπτευα την ακαταστασία του σύμπαντος, έδινα συγχωροχάρτι σε όλα τα σαρκοφάγα πουλιά. Η γάτα εκλιπαρούσε για χάδια, ο ουρανός για ασφαλείς πτήσεις. Άλλοτε πάλι οι επαναστάσεις με ξεπερνούσαν, τα γυαλισμένα σύννεφα ήταν έτοιμα να σπάσουν. Οι μεγάλες αλήθειες αποκαλύπτονται εκ των υστέρων, όταν ο άνεμος έχει πια κοπάσει. Τότε τα δωμάτια απεκδύονται τη μούχλα τους, ανάβουν κεριά για να φωτιστούν. Πολιτείες ολόκληρες καταρρέουν, ανασυντάσσονται οι ιδεολογίες. Η ανεμελιά της προηγούμενης ζωής δίνει τη σκυτάλη στη μοναξιά, να επιληφθεί αυτή του τέλους. Άλλο οι σημαιοστολισμένοι δρόμοι κι άλλο τα σκοτεινά περάσματα. Διαφορετικό το χαμόγελο μιας πεταλούδας και διαφορετικό μιας μέλισσας. Οι εκρήξεις στο βάθος της μνήμης συνεχίζονται. Τα εικοσιτετράωρα δεν προλαβαίνουν να εκκενώνουν στιγμές. Τα ποιήματα κι αυτά σε επικίνδυνη ακροβασία με τον προελαύνοντα χρόνο. Τυγχάνει να τον γνωρίζω καλά, ήμουν οικότροφός του. Ξημερώνει και γράφω για πράγματα αδιέξοδα, χωρίς να λογαριάζω το τίμημα: μερικές κατραπακιές πραγματικότητας και κάτι μετέωρα συμφωνητικά. Δεν έχω αλλάξει από τότε, όταν δεν γνωριζόμουνα. Και τώρα που με ξέρω καλά, πάλι τα ίδια κάνω. Η ιστορία του κάθε ανθρώπου όχι απλώς επαναλαμβάνεται, αλλά εν τέλει ταυτίζεται. Πριν τη γέννηση και μετά τον θάνατο. Για το ενδιάμεσο δεν έχω άποψη, μόνο γεγονότα να μετρώ. *********** Παραδίπλα ο ήλιος μοιάζει με κλεφτοφάναρο, δίπλα του συναθροίζονται αλκοολικά άστρα, η λογική αυτοκαταργείται. Οι αναρίθμητες συσπάσεις του Αυγούστου στις παραλίες της Αίγινας, η έκρηξη που ακολούθησε και ο αιφνίδιος αποσυντονισμός. Και πρέπει να ήταν μεγάλο το ωστικό κύμα, να πήρε παραμάζωμα τον Σαρωνικό. Υπάρχει πάντα και μια δεύτερη ανάγνωση, τελείως αντίθετη από την πρώτη. Να ήταν ο Ειρηνικός ωκεανός καμουφλαρισμένος. Και να κρατούσα στο χέρι ένα αμπέλι με τις στητές ρώγες του. Όλα αυτά σε ένα τοπίο ανήσυχο, ανώριμο, χωρίς μακιγιάζ. Μονάχα το κωδωνοστάσιο ηχεί και στενάζουν τα όρη. Δεν έχουν τέλος οι κλυδωνισμοί, των ιδεών και της μνήμης. Θέλει γερά αντανακλαστικά για να επιβιώσεις. Εκτός κι αν σε μεταφέρουν τα ασθενοφόρα από τη γη στον ουρανό και το αντίστροφο. Η μαγεία της μεταφυσικής στιγμής, η άπνοια μέσα στα πεύκα και το ουρλιαχτό μετά στο σπίτι. Όπως επίσης ο μετεωρίτης που εξόκειλε σ’ ένα καταπράσινο τοπίο. Πλησιάζουν τα γεγονότα με κρότο. Αν τα αγνοήσεις, σου επιφυλάσσουν τιμωρία, αν τα υιοθετήσεις, κινδυνεύεις με αφανισμό. Μένει ωστόσο να διευθετηθεί ο άνεμος που θα μας αρπάξει. Αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος, αδιάφορο. Κυρίως μετράει το αποτέλεσμα, που στην προκειμένη περίπτωση είναι μη αναστρέψιμο. ************ Η αναδίπλωση συνεχίζεται. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι το σκοτάδι και οι λέξεις που το συνοδεύουν. Τα βράδια ακρωτηριάζω τη μνήμη, περιφρουρώ το παρόν. Μιλώ για πράγματα αναλώσιμα, για τη μετριότητα των εποχών, την απουσία οραμάτων. Χρησιμοποιώ όλα τα διαθέσιμα μέσα που με οδηγούν στην αμφιβολία. Κι όταν ανασυντάσσομαι στις πέντε τα ξημερώματα, έχει ήδη παρέλθει το αυτόφωρο. Τότε είναι που βγαίνω στους δρόμους αιμόφυρτος και στοιχίζομαι πίσω από τις κολόνες. Μικροί δορυφόροι προσγειώνονται στην αυλή μου, εντείνεται το μεταφυσικό σύνδρομο. Χρειάζομαι μια ανησυχία εφησυχασμού, ένα αδιέξοδο σιγουριάς. Βέβαια, είναι νωρίς για οποιεσδήποτε συγκρίσεις ανόμοιων καταστάσεων. Μικρά σύννεφα εξαπέλυσαν βροχή, μεγάλα λόγια εγκλωβίστηκαν στον φάρυγγα. Πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία της μνήμης, να ακυρωθούν οι προφητείες του μέλλοντος. Μια δεύτερη ευκαιρία να δοθεί στην πολυφωνία της σιωπής, να ηχήσουν επιτέλους τα κύμβαλα του τέλους. Κι όταν αρχίσει η αναπαραγωγή στιγμιότυπων της ζωής μου, εγώ θα έχω προ πολλού αποχωρήσει. Ζωντανός ή νεκρός, αδιάφορο. Τα ποιήματα θα στοιβάζονται στην ουροδόχο κύστη του ουρανού, μετά θα αποβάλλονται μαζί με τη βροχή. Τα καταστήματα θα εξακολουθούν να πωλούν ομπρέλες, τα παιδιά θα ψηλώνουν επικίνδυνα. Στενοί συγγενείς δεν θα υπάρχουν, παρά μόνο τεράστιες εκτάσεις μοναξιάς. Κάπου θα συνεχίζεται το έργο, ερήμην ημών και υμών. *********** Κάποια δώρα έμειναν ανεπίδοτα, κάποια άλλα παραδόθηκαν σε λάθος διεύθυνση. Πενθώ την απώλειά τους, τα λάφυρα που έχασα. Νυχτώνει στα εξογκώματα της μνήμης, στις παρυφές του απροσπέλαστου. Όλα μου είναι άγνωστα, τίποτα δεν εμπέδωσα μέσα στα χρόνια. Μονάχα την ικανότητά μου να παρεισφρέω στα έγκατα των διαψεύσεων και να προπορεύομαι γυμνός μέσα στην απεραντοσύνη. Υποχθόνια αισθήματα προδικάζουν το τέλος, αυτό που δεν θα έρθει απρόσκλητο αλλά μέσω παρατεταμένης σκοτοδίνης. Όπως και να ‘χει η οξύτητα της μοναξιάς παραμένει ανεξερεύνητη, κυρίως τις ώρες της περισυλλογής. Τότε ξεπηδάνε από το χαρτί τα θλιμμένα ποιήματα που με διατάζουν να τα ακολουθήσω. Τεράστια κύματα σκεπάζουν το χαρτί, νομίζω πως εξόκειλα στην άβυσσο. Κι όμως βρίσκομαι ακόμη στο δωμάτιο, δίπλα στη θερμάστρα. Νερά κυλιόμενα μπαινοβγαίνουν, αέρας βρόμικος με καταπνίγει. Υπερπηδώ τα εμπόδια και σε πλησιάζω κι άλλο, χωρίς να ξέρω την έκβαση ούτε εσένα. Πένομαι από λέξεις που να σε περιγράφουν. Νομοτελειακά θα σε ξανασυναντήσω μέσα μου, όταν η σάρκα απεκδυθεί την αθωότητά της. Γιατί ήσουν πάντα το αμαρτωλό alter ego μου και το παραθυράκι της πιο γλυκιάς αφροσύνης. Ασχέτως αν τα δώρα σου έμειναν ανεπίδοτα ή παραδόθηκαν σε λάθος διεύθυνση. ************ Η άνιση μάχη με τον χρόνο, τα άβολα δευτερόλεπτα που στριγγλίζουν στο ρολόι, ο κατακερματισμός κάθε ίχνους αξιοπρέπειας. Τυγχάνει να γνωρίζω τα γεγονότα, ήμουν παρών όταν ξημέρωνε σε μια ερημική παραλία, στην άκρη του πουθενά. Πάνω μου έκραζαν πουλιά, παρατηρώντας με χειρουργική ακρίβεια τις κινήσεις μου. Επί του παρόντος σωπαίνω, θέλω να διαφυλάξω με ευλάβεια τη μνήμη. Ο ουρανός έτρεχε με αργή ταχύτητα, προλάβαινα να τον αποκρυσταλλώσω. Οι μετέχοντες στον αιώνιο ύπνο άρχιζαν να δυσανασχετούν, νόμιζαν ότι τους έπαιρνα τη θέση. Πανύψηλα πεύκα με λοιδορούσαν για την αμφισημία των λόγων μου. Πότε εκ του ασφαλούς αγορεύοντας, πότε κρυμμένος πίσω απ’ τα κύματα. Μια ακατέργαστη μουσική διασάλευε το σκηνικό. Από παιδί είχα την τάση του μονολόγου. Να σνομπάρω τη ζωή και τον μαγικό της περίπατο. Χρειάστηκε προσπάθεια για να έρθω στα ίσια μου και τώρα που σας μιλώ, ακόμη δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Κι όταν φύγω, θα είμαι ανοιχτός για όλες τις προκλήσεις. Βέβαια θα είναι αργά για νέους ρόλους, αλλά έτσι συμβαίνει πάντοτε. Η αιωνιότητα θα σταθεί αντίκρυ και θα παζαρεύει το σώμα της. Θα αρνηθώ κι έτσι ατόφιος και αποσυνάγωγος θα βαδίσω τον τελευταίο δρόμο. Μετά θα κοιταχτώ στον καθρέφτη. Χωρίς πρόσωπο και σώμα θα εκπέσω στην άβυσσο με γδούπο. Δύσκολο σκηνικό για απαθανάτιση. Δύσκολο τέλος ενός ανεπιθύμητου ποιήματος. *********** Φεύγουμε καθημερινά, κοπάδια ανειδίκευτων πλασμάτων. Άλλοι φορώντας ψάθινα καπέλα κι άλλοι κρατώντας μια παλιά φωτογραφία. Στον δρόμο συναντάμε πουλιά, αρώματα από γνώριμα βράδια και μια κομματιασμένη πανσέληνο. Ρολόγια περικυκλώνουν την πορεία μας, οι λεπτοδείχτες τους υποδεικνύουν το τέλος. Περνάμε ανάμεσα από αμπέλια με μαύρους καρπούς, πιο κάτω ανθίζουν μυρτιές και κυκλάμινα. Μικρά συννεφάκια ίπτανται σαν αερόστατα και συγκρούονται με το σκοτάδι. Εύκρατο το κλίμα εκεί και η γραφή ρέει άφθονη. Με υφαρπάζει η αοριστία της στιγμής και με τυλίγει σε μια λαμαρίνα. Όταν ξυπνώ είναι μεσάνυχτα, ένα ραδιόφωνο σπάει τη μονοτονία. Ο περιβάλλον χώρος δυστοπικός, στο βάθος διάσπαρτα μοναστήρια. Πηγές αναβλύζουν εκατέρωθεν, το νερό τους από καθαρό κρύσταλλο. Ο σκηνοθέτης αλλάζει τα πλάνα με άνωθεν εντολή. Τώρα ακούγονται μουγκρητά μηρυκαστικών, μυρίζει βαριά κλεισούρα. Η άνοιξη αποσύρει τις μετοχές της και επενδύει στην καταστροφή. Όποιος ρισκάρει σε ένα τέτοιο τοπίο, μάλλον υποβάλλεται σε τιμωρία. Κλέβω ακόμα μερικά δευτερόλεπτα και τα εναποθέτω στη μνήμη. Ανόθευτα και πηγαία, έτσι όπως τα αλίευσα προ ολίγου. Άπαξ και ξεκινήσω ένα ταξίδι, πολύ δύσκολα επιστρέφω. Ειδικά αν είμαι σε υπερδιέγερση. Και οι καιρικές συνθήκες επιτρέπουν την περαιτέρω διολίσθησή μου. Λοιπόν, νομίζω πως έκανα το χρέος μου, θα ακολουθήσουν κι άλλοι. Επί του παρόντος, αφήνομαι στον εκτροχιασμό. Όταν επανέλθω, θα φυσάει και θα είναι φθινόπωρο. Ιδανική εποχή για καταμέτρηση απόντων. ************ Τίποτα δεν καταφέρνω καλύτερα από το να πετσοκόβω τον υλικό κόσμο. Όπως καταλάβατε η ιστορία επαναλαμβάνεται, ανάλογα με τη γωνία που την καταγράφεις. Ο υδράργυρος επιβεβαιώνει τον συλλογισμό μου. Κι όσο η στάθμη του ποταμού θα ανεβαίνει, όσο ο θάνατος θα αναπαράγεται, ενώ εγώ, αρκούντως ψύχραιμος, θα περιμένω την εκτέλεση των μελλοθανάτων. Ράκη απουσίας σε εφήμερη ανησυχία. Τα σκάγια πήραν ακόμα και τους δεσμοφύλακες. Φτύνω κουκούτσι βερίκοκου, διαισθάνομαι τη βέβαιη πτώση. Μάλλον μου χρειάζεται ένα ηρεμιστικό ανθώνων. Διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το άρωμα. Συμπύκνωση πέντε διαφορετικών εκδοχών για την Τέχνη. Προτού αξιολογηθούν, ας ξεκινήσουμε να μιλάμε για βροχή. Ύστερα για τα είδωλά της και τελευταία για μουσική. Ίσως έτσι καταφέρουμε να επαναπροσδιοριστούμε. Κανείς δεν φαντασιώνεται περισσότερα από όσα μπορεί. Γιατί και το όνειρο έχει κάποιο όριο. Μυρίζει ομίχλη και τελεσίδικη νύχτα. Η απόφαση θα είναι οριστική, αρκεί να μην πελαγοδρομήσουμε στα αυτονόητα. Υπάρχει όφελος που μεταφράζεται σε ρευστότητα χρόνου. Κι αλήθεια, ποιος θα ενδώσει στη μακροημέρευση; Προελαύνουν τάγματα αχθοφόρων της θλίψης. Καταδιωκτικά αεροπλάνα τελευταίας γενιάς, ελέφαντες και χελώνες. Μου αρέσει το σκηνικό αλλά δεν το απομνημονεύω. Θα περιμένω μια ενδελεχή ανάκριση να μου γίνει. Έως τότε θα κοιτάζω τις παλιές λαμαρίνες που λιώνουν στο λιμάνι. Και σας εγγυώμαι πως θα τα βγάλω πέρα, τουλάχιστον όσον αφορά τη μνήμη. Για τα υπόλοιπα, σε άλλο βιβλίο. ************* Θαυμάσια ήταν τα νερά γύρω από το ακρωτήρι. Αμπέλια κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα, η γραφή επαναπροσδιόριζε τους στόχους της. Το εύκρατο κλίμα της ερημιάς, ο ούριος άνεμος που δεν μεταγλωττίζεται. Συμφέρει να υποστώ τόση ταλαιπωρία για ένα ψεύτικο σκηνικό; Εν τούτοις τα κίτρινα φύλλα με αποζημιώνουν. Κι ο ύπνος που έρχεται απρόσκλητος, διευθύνει την ορχήστρα. Τα άστρα μαρτυρούν το ανέφικτο του σκότους. Έτσι ο κόσμος θα εξακολουθήσει να ανθοφορεί, πιθανόν από συνήθεια ή από παρατεταμένη σιγουριά. Κι ένας Βοτανικός Κήπος θα ίπταται πάνω από την Οία. Οι δρομείς των υδάτων θα καταργούν τους κανόνες ναυσιπλοΐας, οι δείκτες των ρολογιών, ως εκ θαύματος, θα ανθίστανται στον χρόνο. Και το κακούργημα θα έχει συντελεστεί, όχι βέβαια για μένα. Μα για όλα τα υπόλοιπα εύπιστα ανδρείκελα του φωτός. Και κανείς δεν ξέρει τι θα επακολουθήσει. Γιατί ο ήλιος διαθέτει νευρώνες που εύκολα σπάνε. Τελικά η απώλεια δεν είναι και τίποτα σπουδαίο. Αρκεί να τη βλέπεις την ώρα της συντριβής. Κι αν τα βουνά περιορίζουν την ήττα, υπάρχει πάντα κρυμμένος στα δάση της πεδιάδας ένας ποταμός. Μια αταξία συνεχούς ροής της μνήμης. Αυτό είναι που φοβάμαι. Και τις βροχές που θα σκεπάσουν την ξηρασία. Χιλιάδες λέξεις θα βρεθούν να τις καταγράψουν. Και θα τις μεταφράσουν στη γλώσσα της μοναξιάς που τις νύχτες αγριεύει. Ως το πρωί που το αλφάβητο θα στερέψει και θα ξεκινήσει η καταμέτρηση των απόντων. ************ Μου πήρε χρόνια να αποφασίσω για την ποιότητα της αλήθειας. Τη στιγμή που ανακτούσα τις αισθήσεις μου, έβλεπα την καμπύλη της ζωής μου να μικραίνει. Πολύ πριν το πάρω απόφαση ότι θα βρεθώ σε μία τόσο παράξενη συγκυρία. Τα στάχυα ψηλώνουν και μετά θερίζονται. Στο προαύλιο του σχολείου τώρα ερημιά. Μονάχα τζιτζίκια επαναπροσδιορίζουν τη μοναξιά. Σε απόσταση αναπνοής η Αίγινα, ο υδράργυρος διαρκώς ανεβαίνει. Κομμάτια ακατέργαστου λευκού περιστοιχίζουν τη μνήμη, μοιάζουν με πελώρια νοσοκομεία που ποτέ δεν εφημερεύουν. Ο αέρας μέσα από συνεχείς εκρήξεις υφαρπάζει ό,τι στέρεο απέμεινε. Συνεχώς συνομιλώ με ημιτελή ποιήματα, με ατελείς γλωσσικούς συνειρμούς. Έτσι παραπλανώ προσωρινά τον θάνατο, εφευρίσκω διόπτρες παρακολούθησης των απόντων. Ένας δρόμος μακρύς, χωρίς οδοδείκτες, απλώνεται μπροστά μου. Τα γεγονότα ολοένα τρέχουν, να βρουν την άκρη του νήματος. Βήχουν ασθμαίνοντας, ένα μπουκαλάκι νερό ζητώντας. Δεν προβαίνω σε καμία πρόβλεψη για το αποτέλεσμα, αν δηλαδή θα τερματίσουν. Απανωτά κοπάδια προβάτων φράζουν τη διαδρομή. Ο Ιούλιος παραδίδει τη σκυτάλη στον Αύγουστο. Η θάλασσα διυλίζει την ώχρα του ουρανού. Όλα περιμένουν τη συγκατάβαση της φύσης, το συναινετικό ράμφισμα του σπουργιτιού. Όρθιος και ακηδεμόνευτος προσπαθώ να συγκεντρώσω ό,τι περισώζεται. Από χρωματιστά χαρτιά μέχρι ασήμαντα μικροαντικείμενα. Άπαντες θα υποστούμε την εκκαθάριση, προσωπικών αρχείων και ιδιωτικών συμφωνητικών. Μέχρι να ξαναγραφτεί η ιστορία του κόσμου ανάποδα για να αποδοθεί η πραγματική αλήθεια. *********** Το δωμάτιο αναδύει μια γεύση αφροσύνης, το πέρασμα σε υπερπόντιους κόσμους αναβάλλεται λόγω αυξημένης κίνησης στους ουρανούς. Αν δεν σου λείψουν καθόλου τα εξωτικά τοπία, κι εδώ καλά είναι. Ο καιρός διυλίζει τη θλίψη και την εναποθέτει στο πάτωμα. Την πατώ, φορώντας κάτι χρωματιστές σαγιονάρες. Ακούγεται ένας διαπεραστικός ήχος. Δεν υπάρχει τίποτα πιο φαιδρό από τη σειρήνα του περιπολικού τέτοια ώρα. Ποιον αλήθεια κυνηγούν; Εγώ πάντως, κλεισμένος στην ασφάλειά μου, απολαμβάνω τα ενδότερα. Όπως την περιστροφή του ρολογιού στον εαυτό του ή τα κεφαλαία γράμματα της μοναξιάς. Οι παράνομες συνακροάσεις δεν με αγγίζουν, δεν φοβάμαι να αποκαλύψω τα μυστικά. Αν δεν έχεις κάνει ποτέ τηλεφωνητής, δεν καταλαβαίνεις για τι σου μιλώ. Όλα είναι τόσο σχετικά, που σε πιάνει βήχας. Κι η εξέλιξη του μέλλοντος δεν έχει τίποτα συγκλονιστικό. Ούτε μια ελάχιστη ζωγραφιά, ούτε έναν τυποποιημένο στίχο. Τα σύννεφα εξακολουθούν να προκαλούν συμψηφισμούς, της άνω και της κάτω ζωής. Της ενδιάμεσης μόνο ο έρωτας. Που αν τον αφήσεις να εξοκείλει, μπορεί και να σε στιγματίσει εσαεί. Τέλος πάντων έχω μάθει να προπορεύομαι και πίσω μου όλα τα υπερωκεάνεια. Το αν θα υπερισχύσουν τα βότσαλα εξαρτάται από την ποιότητα της θαλάσσης. Και καμιά φορά από τον τρόπο πνιγμού των κυμάτων που κατέκλυσαν το δωμάτιο.
0 Comments
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
ΓΑΤΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ Λίγο πριν αρχίσει η βροχή πάντα πνίγομαι σε μια κόλλα ανακυκλωμένο χαρτί βάζω τη θλίψη για αυτόματο πιλότο κλειδώνομαι μέσα στο άδειο δωμάτιο βλέποντας στους τοίχους την εγκατάλειψη καθώς προχωρά η ώρα φυλλομετρώ αριθμούς συνθήματα που απώλεσαν τη δυναμική τους ετοιμάζομαι για μια γραμμική ολονυκτία ανυπεράσπιστος από θεούς κι ανθρώπους τακτοποιώντας στο συρτάρι νεκρά ποιήματα μιας εποχής που δεν θέλω να θυμάμαι σβήνω τη λάμπα και επιδίδομαι στην πτώση καλώντας όλα τα διαθέσιμα ασθενοφόρα τοκίζω στο διηνεκές την οροφή των ονείρων μήπως και εισπράξω καμιά αναπηρική σύνταξη επιτρέπω το κυνήγι των κόκκινων ελαφιών δηλαδή του αίματος και των παραγώγων του δεν υπογράφω δηλώσεις μετανοίας ή κατοικίας γιατί απλά λίγο πριν ξεκινήσει η βροχή μεταναστεύω εκεί που ποτέ δεν έχει βρέξει και πάντα στο τέλος ξυπνώ ξεκούρδιστος με μια στεγνή σφουγγαρίστρα στο πάτωμα κι ένα ανοιχτό βιβλίο πλατωνικής φιλοσοφίας ενώ η γάτα μου έχει λυσσάξει απ’ την πείνα απολύτως βέβαιη ότι έμπλεξε με θεότρελο. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Οι γυναίκες της ζωής μου ήταν άρωμα φτηνού μπουκαλιού παραμεθόριο γερμανικό νούμερο σε φυλάκιο του Έβρου το ανώνυμο ουρλιαχτό ξημερώματα από το νοσοκομείο η ανθοδέσμη που ξεράθηκε πρόωρα στο βάθος της μνήμης τα παπούτσια τους που άφησαν αποτύπωμα στο λευκό χαλί νύχτες κρύες υπεράνω οποιουδήποτε λογικού συνειρμού βαπόρι με σημαία ευκαιρίας και τρένο ολικού εκτροχιασμού η κορδέλα στα μαλλιά τους την ώρα του αποχαιρετισμού το κατακάθι του αλκοόλ στα παγκάκια της μεγάλης πλατείας η αναβράζουσα παρακεταμόλη σ’ ένα μισοάδειο ποτήρι νερό οι φωτεινοί σηματοδότες στην απέραντη λεωφόρο της θλίψης τα Σαββατοκύριακα με την αποδόμηση όλης της βδομάδας τα κυκλάκια καπνού και ο ξερόβηχας που έσπαγε τα τζάμια το παρακράτος με τους πράκτορες σε διατεταγμένη υπηρεσία οι ματαιωμένες συναυλίες λόγω κακών καιρικών συνθηκών τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με τους ξενέρωτους τίτλους οι προσφυγικές ροές που ανακόπτονταν με βία στα σύνορα η αναπάντεχη πρώτη φορά και η αμηχανία που τη συνόδευε η φωνή του τηλεφωνητή πίσω απ’ το ξεχαρβαλωμένο καλώδιο τα ξενοδοχεία της μιας διανυκτέρευσης στην πλατεία Βάθης τα τσιμπιδάκια που μάζευα τα πρωινά κάτω από το κρεβάτι τα ακροτελεύτια των ποιημάτων σαν αυτό που τώρα διαβάζεις. ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΝΩ Όσο μεγαλώνω ακούω ντραμς τα μεσάνυχτα τη χαρμολύπη βλέπω να στοιβάζεται στον νεροχύτη ύστερα τα αναλγητικά μουσκεμένα στον ουρανό ποτέ δεν έμαθα να αγαπώ - όχι κατ’ ανάγκη τη ζωή εντός μου συστέλλονται και διαστέλλονται οι ίσκιοι γνωμάτευσαν οι γιατροί τη μεταφυσική μου ήττα στο πάτωμα κι απόψε η γνωστή σφουγγαρίστρα να διαπραγματεύεται σκληρά με τον υπερρεαλισμό κι οι δύο υπήρξαν για αιώνες έξω από την Τέχνη με πεντακόσια είκοσι καταστήματα αντιποιητικών. Όσο μεγαλώνω μεταναστεύω σε ημερολόγια του ’40 σε αστεροειδείς με ληξιπρόθεσμα συμπεράσματα κάθε νύχτα στο Κρατικό Νίκαιας για να παρατηρώ το απέναντι σχολείο που κάποτε είχα υπηρετήσει και να που η νοσταλγία κατέληξε σε αυτοπυρπόληση τέρμα τα ασθενοφόρα, τα ράμματα κι οι εντατικές τα λογοκριμένα ποιήματα πάσχουν από μοναξιά κι από ένα χέρι που θέλει διακαώς να τα ξαναγράψει. Όσο μεγαλώνω χαζεύω με τις πάπιες στη λιμνούλα διοχετεύω ηθική στα μελανιασμένα μου γόνατα δεν σκέφτομαι καθόλου τις σπασμένες αρτηρίες ούτε τα ανεπίδοτα γράμματα που έμειναν αδιάβαστα παίρνω συνέντευξη από μια καθώς πρέπει κυρία (αυτή που μνημονεύω στο ποίημα «Αποτέφρωση») κατά πάσα πιθανότητα πάσχω από οξύ ρομαντισμό ή συγκρούομαι με κάθε λογής παλιομοδίτικα τρένα περιμένοντας να χειροτονηθούν οι καινούργιοι ιερείς να εξομολογηθούν όλα τα κλιμάκια των υπουργείων και ίσως και ο δεύτερος καταϊδρωμένος μου εαυτός. Όσο μεγαλώνω αμφιβάλλω για τους αποχωρισμούς (δεν είναι καθόλου αποχωρισμοί – μάλλον σημάδια προεξαγγελτικά μιας επερχόμενης επανεκκίνησης) αλλά και για τα φθινόπωρα που δεν έχουν ενδιαφέρον πέραν των συνηθισμένων οριζόντιων βροχοπτώσεων το μόνο σίγουρο είναι η τρύπια άνοιξη στο Πέραμα και το μούχρωμα που αναποδογυρίζει όλες τις ψυχές. Όσο μεγαλώνω ταΐζω ερπύστριες και ξεθάβω μανιτάρια μπουκάρω ασυνείδητα σε συνέδρια για το περιβάλλον ανακυκλώνομαι σε κάδους των αστικών απορριμμάτων κι όλα αυτά νομίζοντας πως έχω μέρες μπροστά μου ένας άνθρωπος με επιβαρυμένο συναισθηματικό μητρώο που έμπλεξα μέσα στα παρακλάδια της κανονικότητας το πρωί υπερφίαλος και το βράδυ μια μάζα στο κενό εκ του ασφαλούς μιλώντας όταν οξειδώνομαι στο αλκοόλ τότε απ’ το ρετιρέ του Ζωγράφου εξακοντίζω δημηγορίες έχοντας στα σωθικά μου το μαρτύριο του συμβιβασμού και στα μάτια μια συνθηκολόγηση που σπάει καθρέφτες όσο λοιπόν μεγαλώνω γίνομαι δουλέμπορος της λογικής σε χώρα στιγματισμένη απ’ το προπατορικό αμάρτημα μετράω χρυσόψαρα που απεμπόλησαν την αλμυρή φύση ή διεισδύω καλοκαιριάτικα σε ωάρια βαθείας καταψύξεως ωστόσο τα αντανακλαστικά μου λειτουργούν και σήμερα από αύριο δεν ξέρω τι συνεννοήσεις θα κάνει ο θυρωρός ελπίζω βέβαια να μου επιτρέψει να ανέβω ξανά στον έκτο. Όσο μεγαλώνω γίνομαι εκτελεστικό όργανο της μοναξιάς εμφιαλώνω τις ανασφάλειές μου σε μποτίλια στο πέλαγος προεξοφλώ τη ραγδαία μου πτώση διοργανώνοντας πάρτυ κάθε Σάββατο βράδυ στην υπόγεια διάβαση του Παντείου κι από πάνω τ’ αμάξια να ποδοπατούν την όποια αισθητική αναμοχλεύω τετριμμένα σενάρια επιστημονικής φαντασίας για δήθεν εξωγήινους που πιάστηκαν με ποσότητα ηρωίνης εγκαινιάζω φέρετρα σε κηδείες που δεν άντεξαν την κριτική κι οι συγγενείς ενσωματώθηκαν με τον νεκρό στην ίδια κάσα μετά ξέπλυναν την αμαρτωλή ζωή τους με ζεστή ψαρόσουπα μιλώντας ψιθυριστά μην ταράξουν την ησυχία της γειτονιάς ενώ ο ήλιος χανόταν πίσω από κάτι εκτός σχεδίου οικόπεδα που οι ιδιοκτήτες τους θα βρίσκονται σε κάποιο γηροκομείο ή στα μικρά επαρχιακά καφενεία με τους πεσμένους σοβάδες και την καπνίλα να κάνει ακροβατικά πάνω από τα τασάκια όσο μεγαλώνω θέλω ο χρόνος να με εκλιπαρεί να τον σώσω να κυκλοφορεί ρακένδυτος σε εμποροπανήγυρη της Λάρισας πίσω του να τρέχουν οι γιατροί με ορούς, οξυγόνο κι ενέσεις κι εγώ στη γωνιά να παρακολουθώ την επέλαση του γήρατος. Όσο μεγαλώνω περιτριγυρίζομαι από άσχετα υποκείμενα προσεληνώνομαι ανώμαλα στην ωμοπλάτη του σύμπαντος αγοράζω πιστοποιητικό φρονημάτων από έναν μικροπωλητή γράφομαι στα συσσίτια του δήμου και στις κοινωνικές δομές εκεί συναντώ όλες τις συνομοταξίες των άστεγων φίλων μου άλλοι με κουρέλια, άλλοι με γραβάτα, άλλοι χωρίς πρόσωπο ένα διαμπερές τραύμα στο μαλακό υπογάστριο της μνήμης στο τέλος επιλέγω τον βαρκάρη που θα με περάσει απέναντι απαγγέλλοντας στη διαδρομή τα πιο σαχλά μου ποιήματα και πετώντας στη θάλασσα τις βαρύγδουπες μεγαλοστομίες. ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Θέλω να μου επιτραπεί επιτέλους να μιλήσω για τους αγοραίους έρωτες στο Μεταξουργείο για τα αυλακωμένα πρόσωπα των γυναικών και την μπόχα που βγαίνει απ’ τα πορνοστάσια μαζί με κάτι ξεθυμασμένα εμπριμέ σκυλάδικα για τους μαστουρωμένους οπαδούς των ομάδων που ξεχύνονται στην Κολωνού μετά τον αγώνα λογχίζουν κατάστηθα τα σύννεφα της Κυριακής σηκώνοντας στον ώμο την αμαρτία της νύχτας ύστερα οι φαντάροι αποτελειώνουν το σκηνικό πατώντας πάνω σε κάτουρα και σικέ βογγητά. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις πόρνες που καθηλώθηκαν σε ένα κρεβάτι ακρωτηριασμένες από τα βίτσια των ανώμαλων και πνίγηκαν στο βαθύ κόκκινο φως της λάμπας για τις άλλες που ουρλιάζουν στην Ακομινάτου κρατώντας χαράματα στα χέρια τους ένα μωρό για όσες κάνουν πιάτσα σε βρόμικα πεζοδρόμια υπό το αυστηρό βλέμμα της χαμένης νεότητας για Νιγηριανές που υποθήκευσαν το σώμα τους σε ένα STUDIO του μεταμοντέρνου οργασμού που βάραγαν υπερωρίες στα σπίτια της Ιάσονος ενώ έξω ακούγονταν ασθενοφόρα και περιπολικά για τη γάγγραινα που κουβαλούν στις ψυχές τους οι μορφωμένες καλλονές του ανατολικού μπλοκ που ψαρεύουν λιώμα πελάτες στην πλατεία Αυδή και τους μεταφέρουν σε ετοιμόρροπα ξενοδοχεία. Για την απόλυτη εμπορευματοποίηση του έρωτα δίπλα σε σύριγγες και ακατέργαστη μαριχουάνα για αγγέλους εκφορτωτές της νοθευμένης δόσης καπνίζοντας νωχελικά τη μαυρίλα των ουρανών για τσαλακωμένα κορμιά στην είσοδο του μετρό αναμένοντας τον πρώτο συρμό για τον παράδεισο. ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΑΒΙΛΗ Θέλω να μου επιτραπεί επιτέλους πια να μιλήσω για την καντίνα εδώ και κάτι χρόνια στη Μαβίλη δίπλα στην αποστειρωμένη αμερικάνικη πρεσβεία και τον χαφιέ με το καπέλο που με παρακολουθεί πίνοντας ξενέρωτα φτηνά ποτά έξω από τον Λώρα κι εγώ απέναντι στο Flower να κοιτώ τη φοιτήτρια που ψάχνει απεγνωσμένα να γνωρίσει έναν εραστή. Για να μην τα πολυλογώ, θέλω απόψε να μιλήσω για τις στοιβαγμένες ψυχές στον κάδο της θλίψης εκεί που το πρώτο τροχοφόρο λακτίζει τη μέρα και που πίσω απ’ τα βαριά τσιγάρα μετεωρίζονται αζήτητα σώματα στο φορείο ενός ασθενοφόρου για την καθιστική διαμαρτυρία του σαξοφωνίστα που νόμιζε πως οι ήχοι είναι πουλιά στα σύννεφα για τις αναιμικές ωδές της μεταμεσονύχτιας λύπης για τα φεγγάρια ολικής έκλειψης χωρίς ρομαντισμό που τριγυρίζουν ανήσυχα στη Βασιλίσσης Σοφίας χωρίς κανένα ίχνος ανταποδοτικής δικαιοσύνης. Γι’ αυτή την έρημη χώρα που αιώνες ψυχανεμίζεται ανάμεσα στα καθώς πρέπει καλλιστεία της εξουσίας και στα χρονόμετρα των ντοπαρισμένων πολιτών της για τις ήττες που έγιναν νίκες και πλέον ξεχάστηκαν για μένα που το πρωί πάνω στα καλώδια των τρόλεϊ ισορροπώ χωρίς ποτέ να φτάνω στον προορισμό μου και που τη νύχτα θα ξαναέρθω στην Πλατεία Μαβίλη. ΑΚΑΘΕΚΤΟΣ Κατά πάσα πιθανότητα είμαι ακόμη εδώ μ’ έναν καφέ και δυο τρεις μεταλλάξεις όπως καταλάβατε είμαι ο ιός των φτωχών υπεύθυνα εισβάλλοντας στη μοναξιά τους. Κι αν μιλώ στο πρώτο ενικό πρόσωπο είναι γιατί αναλαμβάνω όλη την ευθύνη όση μου αναλογεί κι όση μου φόρτωσαν αυτοί που ήθελαν την αποδόμησή μου εγώ βέβαια δεν επηρεάζομαι από τέτοια συνεχίζω να αυτοσαρκάζομαι ως συνήθως να λέω τα πράγματα με το όνομά τους παίρνοντας αποστάσεις απ’ τα καθημερινά. Περίπου έτσι λοιπόν με αντιλαμβάνομαι δεν διαθέτω άλλο αισθητήριο αυτογνωσίας προσπαθώ πάντοτε να μην υπερβάλλω κι αυτό μου δίνει μια αληθινή ικανοποίηση τα βράδια όμως συνθλίβομαι στο κρεβάτι είμαι γυμνός ολότελα με τον εαυτό μου κι αρχίζω τη μουρμούρα για να επιβιώσω πιάνω κουβέντα με το κουνούπι στον τοίχο του λέω τον πόνο μου και τι ζόρια τραβάω δεν μου απαντάει στην αρχή, με θεωρεί λίγο αρέσκεται να δείχνει την προβοσκίδα του το κόκκινο αίμα που κουβαλά μέσα του όταν αλλάζω πλευρό με πολιορκεί έντονα ελέγχει τις αντιδράσεις μου, με γραπώνει εγώ του ξεφεύγω και ανοίγω το παράθυρο μάχη σώμα με σώμα, στο τέλος βουτάω από τον έβδομο όροφο της πολυκατοικίας με περιθάλπουν τα αδέσποτα της γειτονιάς μου στρώνουν ένα πελώριο λευκό σεντόνι για να διαχειριστούν την αθωότητά μου όταν ξυπνώ βρίσκομαι ανάμεσα σε άλλους τους υπενθυμίζω ότι τίποτα δεν με σταματά και ότι θα εξακολουθώ να μολύνω τα πλήθη όσο υπάρχουν κοινωνίες χωρίς οράματα και άνθρωποι με μειωμένα αντανακλαστικά. ΟΤΑΝ Όταν η άνοιξη εισχωρήσει στην ανεμόσκαλα και οι έρωτες δρομολογήσουν τη λησμονιά όταν σε μια χαραμάδα πνιγούν τα ναυπηγεία κι οι εμπειρογνώμονες δηλώσουν μεταμέλεια όταν όλοι οι σοφοί αποδεχτούν τη μοίρα τους μένοντας μονάχα με ένα αδειανό πουκάμισο όταν οι πρόσφυγες μετοικίσουν στα σύννεφα λανσάροντας καινούργια ήθη στις καταιγίδες όταν οι τρελοί πιστέψουν ότι έχουμε χειμώνα και ξεχυθούν στα βουνά για την επιβεβαίωση όταν τα οικόσιτα του ουρανού αναστατωθούν από τις πλείστες παραλλαγές του παραδείσου όταν αρθεί η εμπιστοσύνη στο οξυγόνο της γης θα έρθω να σε βρω κι ας ξέρω ότι δεν υπάρχεις. Όταν οι λαθραίοι μαραθωνοδρόμοι ξεκινήσουν με ιαχές και αλλόκοτα σαλπίσματα στον αιθέρα όταν ξεσπάσουν πόλεμοι ανάμεσα στις φατρίες που ελέγχουν την παγκόσμια αποβλάκωσή μας όταν ο άνεμος προσδώσει στη ζωή σου ταραχή και ακουστούν από τα μεγάφωνα κούφια λόγια όταν οι ένοικοι των πολυκατοικιών συγκλίνουν σε μια νέα οπτική της μεταμεσονύχτιας θλίψης όταν εξοπλιστούν τα κύματα με βαριές αλυσίδες κι αναποδογυρίσουν τα πλοία που συνάντησαν όταν ο ήλιος μεταδώσει στο σύμπαν μια ελπίδα και οι σημαίες των γηπέδων πέσουν λιπόθυμες θα έρθω να σε βρω ακόμα κι ας είσαι οπτασία. Όταν το αντικανονικό προσπέρασμα της σιωπής προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στα αγάλματα όταν η σήψη του κορμιού φτάσει έως το κόκαλο προκαλώντας κάποια ανερμήνευτη φαντασίωση όταν οι τυμβωρύχοι λέξεων πιαστούν αδιάβαστοι την ώρα που τα βιβλία θα ρίχνονται στην πυρά όταν ο πρώτος έρωτας ζητήσει διαπιστευτήρια για να του επιτραπεί η είσοδος στην αιωνιότητα όταν οι αντοχές της φύσης κρεμαστούν σε κλωστή και ανάψουν τα φωτάκια ενός κομμένου δέντρου όταν οι αλυσίδες της κάθε καταπίεσης σπάσουν τη στιγμή που ακουστούν σύσσωμα τα εγερτήρια όταν τα υπερηχητικά αεροπλάνα γίνουν καπνός θα έρθω να σε συναντήσω σφυρίζοντας αδιάφορα. ΓΡΑΦΩ Γράφω γι’ αυτούς που χάθηκαν μέσα στον πανικό αξύριστοι και τρομαγμένοι χωρίς εισιτήριο εξόδου που ανάβανε φτηνά τσιγάρα κι έκαιγαν τον ουρανό παίρνοντας μέρος στον πιο επικίνδυνο μαραθώνιο ντυμένοι με προπολεμικά ρούχα και μαύρα καπέλα φευγάτοι αγγελιοφόροι μη φυσικών καταστροφών που έραβαν τα νεύρα τους για να μην τεντώνονται κουνώντας προκλητικά τις δύο μεταλλικές κεραίες που εξαφανίζονταν για μέρες και έβαζαν αγγελίες οι συγγενείς τους στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό κι όταν ξαφνικά επέστρεφαν, πάντα έπεφτε βροχή για όλους τους ακατανόητους λόγους που έβγαζαν μπροστά από τα σταθμευμένα απορριμματοφόρα και υπό τους ήχους των σειρήνων των περιπολικών που αυθαδίαζαν σε όσους θεωρούσαν κανονικούς και καταμετρούσαν ύστερα τις αντιδράσεις τους που αγκομαχούσαν όταν ξυπνούσαν απ’ το μεθύσι κάνοντας αναγραμματισμούς με τα ονόματά τους και πίνοντας τις τελευταίες σταγόνες του ποτηριού που ζωγράφιζαν ακαταλαβίστικα σχήματα με θεούς για να πάρουν τάχα την υπερκόσμια ευλογία τους ολόκληρα μυαλά κατεστραμμένα από τη μοναξιά βαρώντας γερμανικό νούμερο τα Σαββατοκύριακα ενώ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαιναν μυρωδιές ασυνάρτητων συνειρμών αναμειγμένες με καυσαέριο που κλίνανε ανώμαλα ρήματα ενώ ομαλά γινόταν η κυκλοφορία των τροχοφόρων στους ουρανούς που ξάπλωναν ανάσκελα στις αποβάθρες του μετρό μένοντας ασάλευτοι για ώρες, μέχρι να ξημερώσει. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Όταν τα φθινόπωρα διάβαζα Σαρτρ και περπάταγα στους δρόμους της Κυψέλης καπνίζοντας άφιλτρα κομμένα τσιγάρα όταν ένιωθα στο πετσί μου τον Μεσαίωνα διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων - ήταν ωραίες εποχές για μαζοχισμό - μετά αγόραζα όλες τις ληγμένες κονσέρβες και τους πολιτικούς χάρτες της Αφρικής με τις δύσκολες σε προφορά πρωτεύουσες όταν τα συμπεράσματα εξάγονταν αυθαίρετα κάτω απ’ την πίεση του αλκοολούχου ποτού και τα πτυχία τσουβαλιάζονταν στο πατάρι όταν ο νεροχύτης γέμιζε με παραισθήσεις ένοχα μυστικά και ποιήματα χωρίς τίτλο - έξω έριχνε παχύρευστο κόκκινο χιόνι - όταν πήγαινα στην έκθεση βιβλίου για πλάκα χωρίς να έχω στην τσέπη ούτε μία δραχμή όταν από τη μεσοτοιχία άκουγα σκυλάδικα ή τη θεοσεβούμενη γειτόνισσα να πηδιέται με τον υπάλληλο του διπλανού φούρνου κι όταν το τέρας που είχα στα σωθικά μου με είχε φλομώσει στα προκάτ συνθήματα μπορούσα ακόμη να αφουγκράζομαι τη γη και να μεθώ με τα «Παραμύθια» του Μάλαμα. Τώρα κοιτάζοντας ξανά το βιογραφικό μου μονάχα εκδιδόμενες λέξεις πόρνες ποζάρουν και χειμωνιάτικα απομεσήμερα στην ομίχλη. ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ Επειδή υπάρχουν δουλειές για να τελειώσω όπως να τακτοποιήσω στο συρτάρι τις λέξεις επειδή τα νούμερα δεν βγαίνουν όπως παλιά και χρειάζεται να εφεύρω καινούργια πλάνα επειδή ο αποχωρισμός σηματοδοτεί θάνατο αλλά κανείς δεν προθυμοποιείται να πεθάνει επειδή το φως διαθλάται χωρίς προφυλάξεις και υπάρχει κίνδυνος εκτυφλωτικής έκρηξης επειδή οι ανακατατάξεις της ιδεολογίας μου δεν είναι καθόλου μια προσωπική υπόθεση επειδή καμιά λύπη δεν ανάγεται στη λογική και ειδικά όταν έρχεται λίγο πριν ξημερώσει επειδή ο ορισμός της κανονικότητας ποικίλει ανάλογα με το υπόβαθρο της κάθε κοινωνίας επειδή οι ανθηρές μέρες έχουν πια παρέλθει και υποκαθίστανται από πνιγηρά φθινόπωρα επειδή η διαχωριστική γραμμή της ζωής μου βρίσκεται ανάμεσα στο μηδέν και στο τίποτα επειδή ο άνεμος ποτέ δεν φυσά εκεί που θέλω ακόμα κι αν αναποδογυρίσω όλο το Αιγαίο επειδή τέλος πάντων μέσα σ’ αυτό το ποίημα δεν περιμένω να βρω ειλικρινείς απαντήσεις θα επικεντρωθώ μονάχα στα πιο απαραίτητα όπως να καθαρίσω το συρτάρι από τις λέξεις. ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Μιλώ για τα παιδιά των αναγκαστικών αποχωρισμών που με δάκρυα στα μάτια εγκαταλείπουν τη χώρα τους μπαίνοντας μέσα σε βαγόνια προς άγνωστη κατεύθυνση για όσα έμειναν και συνωστίζονται μέσα σε καταφύγια το ένα δίπλα στο άλλο, κοιτώντας κατάματα τον θάνατο ενώ θα έπρεπε να παίζουν στα προαύλια των σχολείων για το τρομαγμένο βλέμμα τους που πλανάται στο κενό ανήμπορα να συνειδητοποιήσουν το ζοφερό τους μέλλον για τις κούκλες που δεν πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους και θα γίνουν στάχτη από μια αδέσποτη χειροβομβίδα για τα σκυλάκια, τις γατούλες, τις μικρές χελώνες τους που θα τα περιμένουν να επιστρέψουν κάποτε στο σπίτι για την ενηλικίωσή τους που θα είναι πολύ πιο γρήγορη και -αλίμονο- γεμάτη θραύσματα από πυροβολισμούς Μιλώ για τα μικρά παιδιά των πιο αδυσώπητων εποχών που θα μαζεύουν από τον δρόμο παρατημένες σφαίρες ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ Έβγαλε φιρμάνι ότι αντιστέκεται με αξιοπρέπεια στην απόρριψη φτηνές δικαιολογίες του συρμού άλλωστε ζει τη δική του καταβύθιση από τότε που γύρισε στην Αθήνα κατάφερε να ισορροπεί στο σκότος πουλώντας την ψυχή του στη στιγμή μετά δεν υπάρχει αλλά και υπάρχει όταν προλογίζει δικά του ποιήματα γι’ αυτό άλλωστε βγαίνει στον κήπο για να ξεριζώσει τις ανησυχίες του. Πληρώνεται με ποσοστά θανάτου κάθε χαράματα ακριβώς στις έξι ο κόσμος μοιάζει τρύπιο δοχείο μα συνεχίζει να το γεμίζει ελπίδες γιατί σημασία έχει η προσπάθεια. Γελούσε ασταμάτητα χωρίς να ξέρει τι εκπροσωπεί και ποιος αλήθεια είναι η μπογιά του έχει από καιρό περάσει τα οράματά του έχουν πια ξεχειλώσει στο τέλος έκλαιγε για να μην πλήττει. Σίγουρα αύριο θα τον έχουν ξεχάσει τη θέση του θα πάρει κάποιος άλλος. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ Τι απέγιναν τα συνθήματα στους τοίχους άραγε ικανοποιήθηκαν σε μερικά σημεία ή σβήστηκαν από τα συνεργεία του δήμου τη βροχή και τις οικοδομικές εταιρείες; Τι απέγιναν τα αποτυπώματα στο παγκάκι γραμμένα με ανεξίτηλους μαρκαδόρους πού πήγαν τα καθίσματα των λεωφορείων που φιλοξένησαν τον βραδινό ιδρώτα μας; Τι απέγιναν οι γάτες του Εθνικού Κήπου και οι νεαρές τουρίστριες που τις τάιζαν τι έμεινε από τις κραιπάλες του Σαββάτου και τις ηλιόλουστες βόλτες της Κυριακής; Τι απέγιναν άραγε οι ελάσσονες ποιητές και τα βιβλία τους που ελάχιστοι διάβασαν αλλά κι αυτοί με διακρίσεις και βραβεία που μέσα σε μια νύχτα σίγησαν οριστικά; Τι απέγιναν όλοι οι μελαγχολικοί έρωτες σε ποια νοσοκομεία σήμερα στοιβάζονται σε ποια αδειανά δωμάτιο να ξεπαγιάζουν σε τι θάνατο να εξασκούνται καθημερινά; ΤΟ ΡΗΜΑΓΜΑ Οι ήρωες των ποιημάτων μου ημιθανείς μέσα σε νταλίκες μεταφορικών εταιρειών αδέσποτοι σκύλοι μεσάνυχτα στην πιάτσα που πωλούνται όλα τα ακατέργαστα πάθη γερόντια με θλίψη του τελευταίου σταδίου χωρίς φράγκα και άλλες κουτοπονηριές λιγάκι άξεστοι με την καθεστηκυία τάξη και κυρίως αλητήριοι εραστές του κενού. Δαπανούν αλόγιστες ώρες στη μοναξιά τους αντιγράφοντας τις κινήσεις των μερμηγκιών λύνουν σταυρόλεξα και δύσκολους γρίφους κοιτώντας από το παράθυρο τον φωταγωγό διεισδύουν στα χαρακώματα της Ιστορίας για να ξορκίσουν την καταπιεσμένη εφηβεία σε μια στάλα νερό πνίγουν φρικτές εμμονές ανίκανοι να υπερασπιστούν την Ποίηση. Τα ποιήματά μου δεν έχουν ούτε ήρωες ούτε αερόστατα με ντεκόρ ροζ συννεφάκια είναι ροκ μπαρ με αλκοολικούς άνεργους κι όλο το ρήμαγμα της περασμένης ζωής. ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ ‘87 Στη μνήμη των χλωμών σελίδων που προσπαθούν να καλλωπισθούν και τις χτυπάει αλύπητα το χιόνι. Κουρέλια τριγυρνάνε στην ομίχλη ορφανά στους έρημους δρόμους ακολουθώντας τα δευτερόλεπτα. Τα παπούτσια μου σκοντάφτουν σε λόφους τυχαίων σκουπιδιών το παλτό μου βυθίζεται στη νύχτα. Βαρύς χειμώνας άνευ αιτιολόγησης προσποιούμαι τον ρακοσυλλέκτη δεν βοηθάνε και τα αρθριτικά μου. Στη μνήμη αυτών που ηττήθηκαν όχι εκλιπαρώντας τις εξουσίες αλλά πολεμώντας με τα αισθήματα. Με το ωχ του γκρίζου χρώματος ξυπνώντας ένα σακατεμένο πρωινό και το ράδιο κολλημένο στα βραχέα. Το χιόνι διεισδύει στον οισοφάγο μετά στα πιο μαύρα μου ποιήματα. ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Σήμερα σε είδα στη διαδήλωση μ’ εκείνα τα στρογγυλά γυαλιά ακόμη δεν ξεμπέρδεψα μαζί σου. Είναι τώρα μέρες που δεν γράφω φταίει κι η άνοιξη που με λοιδορεί ο έρωτας είναι το καθεστώς τρόμου που βιώνουμε όταν πια χωρίζουμε τα υπόλοιπα θεωρίες συνωμοσίας. Να υποθέσω πως με είδες κι εσύ πως πρόσεξες τα κομμένα μαλλιά είναι τρομερό να συναντιέσαι ξανά ύστερα από τόσα πολλά χρόνια στο Μοναστηράκι, στο ίδιο σημείο που συνήθως δίναμε τα ραντεβού. Τα σουβλατζίδικα στη θέση τους ο πλανόδιος λαχειοπώλης εκεί μόνο η Ακρόπολη πιο θλιμμένη και κάτι πρόσφυγες που πεινάνε. Μετά χάθηκες μέσα στο πλήθος κι εγώ έμεινα να χαζεύω ένα σκυλί που με κοιτούσε επίμονα στα μάτια. ΚΑΜΕΡΕΣ Κάμερες παντού σε απευθείας μετάδοση στα ουρητήρια και στους καμπινέδες στα νοσοκομεία και στου οίκους ανοχής στις ανισόπεδες διαβάσεις του ουρανού στη γυμνότητα του παρθενικού υμένα στο χαρτί που γράφω θλιμμένα ποιήματα στα δοκιμαστήρια των μαγαζιών ρούχων στις αέναες κυκλοθυμικές μου εξάρσεις στις αποκλίνουσες παιδικές συμπεριφορές στον βυθό της θάλασσας και του κενού στην ακρόαση της ανατρεπτικής μουσικής στα βαθιά σκοτάδια του εγκεφάλου μου σε κηδείες, σε μνημόσυνα και σε εκταφές υπό τον φόβο της απόδρασης του νεκρού στην αριστερή τσέπη του παντελονιού ελέγχοντας τη συμπεριφορά του μορίου στους πίνακες ανακοινώσεων του σχολείου στις τσάντες των καθηγητών και μαθητών στα εκλογικά βιβλιάρια, στις ταυτότητες στη μεταμεσονύχτια αποπνικτική μοναξιά. ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ Κάποιες νύχτες που βαριέμαι ανάβω με ένα στουπί την όραση και την αφήνω μονάχη να καίει μετά αυτοπυρπολούμαι κι εγώ. Τότε ξετυλίγονται μπροστά μου όλα τα χρώματα της Πατησίων από Κυψέλη μέχρι Εξάρχεια ανεβαίνω στις κεραίες των τρόλεϊ χωρίς αποσιωπητικά και τελείες καταγράφω τη νεότερη ιστορία φλέγονται οι κάδοι σκουπιδιών χημικά από τότε που γεννήθηκα ποιος μπάτσος έφτυσε στο κρεβάτι αλλάζω πλευρό και λαγοκοιμάμαι φτάνω ξημερώματα στη Βικτώρια μπερδεύομαι με τους πρόσφυγες κι όταν ξυπνώ είμαι στην Ομόνοια να πουλώ σουσαμένια κουλούρια. Ξέχασα να σας πω για το όνειρο βράχηκε και του άλλαξα σεντόνια. Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΕΑ Οι στίχοι μου δεν είναι σφάγια στο τσιγκέλι είναι ζωντανοί οργανισμοί με ψυχή που παλεύουν σκληρά για το μεροκάματο όταν πέφτει ο ήλιος κλείνονται στο δωμάτιο και προετοιμάζονται για την αγρυπνία με βαριά ποτά και μνήμη που θερίζει στα μάτια τους αιματοβαμμένα τοπία στο σώμα τους ιδρώτας απ’ την αγωνία. Οι στίχοι μου δεν είναι ανέφικτες ουτοπίες είναι μικροί αλήτες του πεζοδρομίου που πουλάνε τα εσώψυχά τους στη σιωπή όταν ξημερώνει μπαίνουν στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο για άγνωστο προορισμό αποβιβάζονται στο τέρμα κάθε προσδοκίας βρίζοντας σκαρφαλώνουν μέχρι τον ήλιο μετά συντρίβονται με πάταγο στη λεωφόρο. Οι στίχοι μου είναι η μοναξιά του δρομέα που τερματίζει τελευταίος χωλαίνοντας. ΦΤΗΝΗ ΖΩΗ Ζούμε μια ζωή φτηνή υποχρεώσεις, γήπεδο, αλητεία δίνουμε τα χαράματα ρεσιτάλ θανάτου κυκλοφορούμε χωρίς σημεία αναγνωρίσεως μπαίνουμε πάντα στο τελευταίο βαγόνι προσφάτως αποκτήσαμε και θέα στην άβυσσο πρόσβαση δεν έχουμε στα αστικά σαλόνια μόλις που αποφύγαμε μια άστοχη σφαίρα σαν έμβρυα κλοτσάμε στην κοιλιά της πόλης πρόωρος τοκετός διαψευσμένων ελπίδων δικαίως ζητούμε λίγη υπέρβαση αρνήσεις εισπράττουμε απ’ τα όνειρα παραμένουμε ακόμη συλλέκτες ρυτίδων παράνομοι μετανάστες σε σπίτια ξεκλείδωτα προβάδισμα παίρνουμε στη λίστα του τίποτα. Όμως εσύ μη μου λυπάσαι αύριο κανείς δεν θα σε θυμάται ούτε ο άνεμος που σου γρατσούνισε το μέτωπο. ΒΙΑΙΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ Ο μπόγιας έμπαινε από την αριστερή πόρτα του παραδείσου και φοβέριζε τους νεκρούς η αντοχή μου για θέματα τέτοια εξαντλήθηκε με περιμένει σύσσωμος ο Ιούνης να με γδάρει από τον δρόμο βλέπω νέα παιδιά με θράσος να διεκδικούν εξαίσια φρικτά φεγγαρόφωτα μου κάνουν like κάτι άσχετοι μεγαλόσχημοι που διεκδικούν, λέει, μια πολιτική καριέρα στην Αμερική ποδοπατούν μαύρα κεφάλια και σπρώχνουν τον κόσμο στην αποβλάκωση η βία δεν είναι προνόμιο της άρχουσας τάξης παντού ενεδρεύει κι από παντού αναδύεται σε πέντε τέρμινα θα ξέρω ποιος με αντιπαθεί να του αντιτάξω ένα θερμό πλατύ χαμόγελο. Τέλος πάντων ο φόβος εκτείνεται ολόσωμος σε μια διαφορετική απροσάρμοστη κοινωνία. ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ Περιμένοντας λοιπόν την επόμενη μέρα την επόμενη άνοιξη για να ακριβολογήσω αγόρασα ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο κι άρχισα να ανηφορίζω προς τον ουρανό. Δεν υπήρχαν φανάρια ούτε οδική σήμανση μονάχα κάτι βέλη με οδηγούσαν κατευθείαν στην αγκαλιά ενός υπερτροφικού σύννεφου. Μετά ξεκίνησε να βρέχει, έγινα μούσκεμα - φορούσα κι ένα μακό μαύρο φανελάκι - δεν υπήρχε ψυχή να μου δώσει μια πετσέτα γύρω μου οι πλανήτες κοιτούσαν αδιάφορα παρά ταύτα συνέχισα την ποδηλατοδρομία. Όταν βγήκα απ’ τον γαλαξία ήμουν στεγνός με κάτασπρα όμως μαλλιά και μακριά γένια σταμάτησα ένα διερχόμενο ταξί και μπήκα μετά δεν θυμάμαι και πολλά, μόνο ότι χιόνιζε. Τελικά δεν ξημέρωσε γιατί έσκισα το ποίημα όσο για την άνοιξη μάλλον θα αργήσει πολύ. Η ΜΑΡΙΑ Η Μαρία των ποιημάτων με το διχτυωτό καλσόν ανέβηκε τη σκάλα άνοιξε τη βαριά πόρτα και εξαϋλώθηκε. Μετά ακούστηκαν βογγητά το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα έξω η άνοιξη λυσσομανούσε. Βγήκα στο μπαλκόνι να ανασάνω έσπασα στα δύο το φεγγάρι και το πήρα για ενέχυρο. Η Μαρία έκλαιγε ασυγκράτητα δεν είχα άλλο ουρανό δεν είχα τίποτα άλλο να της δώσω. Το πρωί οι οδοκαθαριστές μάζεψαν όλα τα γυαλιά και το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε ένα τεράστιο βιβλιοπωλείο. Ο ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΣ Όνομα δεν είχε πια μόνο μνήμες στην τσέπη ίδια διαδρομή καθημερνά Μοναστηράκι - Εξάρχεια έπεφτε χιόνι από ψηλά σκελέτωναν οι νεραντζιές ζούσε τον δικό του Εμφύλιο Δεκέμβρης όπως παλιά στον δρόμο νεκρά φύλλα η πλατεία παγοδρόμιο. Πάντοτε με ένα κονιάκ καυτηρίαζε τον ουρανίσκο ξερίζωνε το παρελθόν πνίγοντας με το κασκόλ τα ατροφικά του μάγουλα. Ένα σκυλί ακολουθούσε γάβγιζε χωρίς κάποιο λόγο κι έπεφτε από ψηλά χιόνι ίσως και χαρτοπόλεμος (αδυνατώ να τα ξεχωρίσω.) Και όταν τον πλησίασα άρχισε γρήγορα να λιώνει όπως όλοι οι χιονάνθρωποι που δεν έχουν κανένα μέλλον. ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Κι αυτό το καλοκαίρι μόνος σε μια πόλη που ψυχορραγεί άδεια παγκάκια στην πλατεία σκιές στο έλεος του καύσωνα στις πιάτσες νυσταγμένα ταξί. Τα βράδια για καμιά μπύρα στο καφενείο του Παναγιώτη με δυο τρεις ακόμα θαμώνες καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα κάτω από μια χλωμή σελήνη. Στο σπίτι αδύνατος ο ύπνος τι να σου κάνει ο ανεμιστήρας είναι και τα κουνούπια αρκετά τα χαράματα στο μπαλκόνι κοιτώντας την απεραντοσύνη. Κι αυτό το καλοκαίρι μόνος διαβάζοντας δύσκολα βιβλία ενώ η ζωή χαμοκυλιέται αλλού στην Ψιλή Άμμο της Σερίφου και στα κάμπινγκ της Αμοργού. ΤΑ ΔΟΚΙΜΑΣΤΗΡΙΑ Κάθε Ιούλιο γερνάω μέσα στα δοκιμαστήρια λίγο μεγαλύτερη κοιλίτσα πιο πολλές άσπρες τρίχες μια επιπλέον ρυτίδα. Τα παντελόνια στενά οι μπλούζες εφαρμοστές μα εγώ εκεί επιμένω στα νεανικά μαγαζιά να νιώσω εφηβικό κορμί έστω για ένα τέταρτο. Μα όταν επιστρέφω σπίτι με σχεδόν άδεια χέρια σπάω μεμιάς τον καθρέφτη και υπόσχομαι ποτέ πια να μην αγοράσω ρούχα. Αλλά τον επόμενο Ιούλιο ξέρω καλά πως θα ξαναμπώ στα ίδια πάλι δοκιμαστήρια να νιώσω για ένα τέταρτο ότι δεν γέρασα και υπάρχω. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Η άνοιξη θα μπορούσε να ήταν το άρωμα της σελήνης χαράματα ή ένα μικρό κατάλευκο δωμάτιο. Κάποτε παίζαμε στις πλαγιές με τα αετώματα του σύννεφου πιάναμε τις βροχές απ’ τα μαλλιά μαζί με σκουριασμένες λαμαρίνες αναθυμιάσεις καλοσύνης ηχούσαν κι έτρεχαν τα έντομα να κρυφτούν στα παλιά βαγόνια του σταθμού. Η Αλόννησος και η Σαντορίνη δυο βράχια σπασμένο πέλαγος ξαδέλφη τους η Αστυπάλαια μετά έγιναν αντικατοπτρισμός. Τελευταία αφήνω τη Σαλαμίνα το αποπαίδι του κάθε χάρτη που δίνεται για αντιπαροχή. Ο θάνατος δεν είναι δίγλωσσος εμείς τον αντιμετωπίζουμε έτσι. ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Η Ποίηση δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα. Περιφέρεται μονάχη της στα χαλάσματα σαν τρωκτικό ντυμένη με κουρέλια ή αλυσοδεμένη στα κελιά των φυλακών κι απέξω άστεγοι για συμπαράσταση καταναλώνει κουτιά με αμφεταμίνες και συναναστρέφεται με την απελπισία πυροβολώντας τα στολισμένα δέντρα κατασκηνώνει σε ακατοίκητα υπόγεια ουρλιάζοντας και βρίζοντας τις νύχτες χειρουργεί στίχους χωρίς αναισθητικό κι αναποδογυρίζει στροφές για πλάκα στο τέλος ξεριζώνει παγωμένες ρίμες. Ο ποιητής δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα. ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ Λίγοι διαβάζουν τα ποιήματά μου: καμιά εικοσαριά διαδικτυακοί φίλοι ο άνεμος που μπαίνει απ’ τις γρίλιες η σκόνη στο περιθώριο του βιβλίου ένα κουνούπι που βαρέθηκε το αίμα. Άλλωστε τι κέρδος μπορεί να έχουν από κάποιον που μιλάει για θάνατο για νύχτες που οδηγούν σε αδιέξοδα πνιγμένο από την υπαρξιακή αγωνία; Τι ενδιαφέρουν τα δικά μου δράματα τους μέσους κανονικούς ανθρώπους; ΙΟΥΛΙΔΑ Άδεια η Σόλωνος. Έχουνε μείνει τα αποτυπώματα των φοιτητών στις στάσεις και δυο σκυλιά (τα ίδια εδώ και χρόνια) ξαπλωμένα στο γρασίδι του Πνευματικού Κέντρου. Παρακάτω ένας άστεγος κοιμάται στο παγκάκι πιστεύοντας πως βρίσκεται σε κατάστρωμα πλοίου. Φέτος δεν θα πάω στην Τζια. Θα περιφέρομαι μεσάνυχτα στις κεντρικές αρτηρίες και θα φωτογραφίζω τις λακκούβες στην άσφαλτο νομίζοντας πως είναι ψάρια. Η ΓΕΩΡΓΙΑ Η Γεωργία του Λαγκαδά με τις απανωτές απώλειες ανέβηκε τη σκάλα άνοιξε τη βαριά πόρτα και εξαϋλώθηκε. Μετά ακούστηκαν βογγητά το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα ο βαρδάρης λυσσομανούσε. Ο βιαστής βγήκε στο μπαλκόνι έσπασε στα δύο το φεγγάρι και το πήρε για ενθύμιο. Η Γεωργία έκλαιγε ασταμάτητα δεν είχε άλλο ουρανό δεν είχε τίποτα πια δικό της. Το πρωί οι οδοκαθαριστές μάζεψαν όλα τα γυαλιά και το ξενοδοχείο μετατράπηκε σε ένα απέραντο δικαστήριο. ΦΑΛΤΣΟ ΒΙΟΛΙ Με κοιτούν οι στίχοι των ποιημάτων μου πότε κλαίνε και πότε σιωπούν έχουν στα χέρια τους τη ματαιότητα και μέσα στην άρνηση φοβισμένα πουλιά δείχνουν τα σιδερένια δόντια τους μετά κλειδώνονται στη μοναξιά τριγύρω πετούν εκτυφλωτικά αεροπλάνα εγώ ανεβαίνω ασυνόδευτος στον ουρανό δυο κορίτσια μετρούν τα χρόνια τους ένας χαρταετός χρωματίζει το τοπίο. Οι άνθρωποι είναι πολύ ευτυχισμένοι σαν ερπετά γλιστράνε στο σκοτάδι από κάπου ακούγεται ένα φάλτσο βιολί. ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ Τελευταία αναπολώ τα καλοκαιρινά πρωινά των αρχών της δεκαετίας του εβδομήντα ο παγοπώλης κουβαλούσε τον φρέσκο πάγο η γειτόνισσα καθάριζε πράσινα φασολάκια τα αγόρια της γειτονιάς ξυπνούσαμε νωρίς με μια ξεφούσκωτη μπάλα ψάχναμε αλάνες οι δρόμοι τελείως άδειοι από αυτοκίνητα ο πλανόδιος με τα ζαχαρωτά καρπούζια την ίδια πάντα ώρα στην κεντρική πλατεία λίγο αργότερα εμφανιζόταν και ο ψαράς οι γάτες νιαούριζαν, η μέρα μύριζε ιώδιο στα παγκάκια αποτυπώματα άδολου έρωτα στην ψυχή κατακάθια πρώιμης εφηβείας. Με κοντό παντελονάκι και γρατζουνιές οριοθετούσαμε την ελπίδα του μέλλοντος. ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Τούτο το καλοκαίρι ήταν γεμάτο απώλειες: πρώτα ο Σπυρόπουλος, μετά ο Μπασιάκος πριν λίγες μέρες πάει κι ο Χριστιανόπουλος. Αυτό το καλοκαίρι πέρασε χωρίς μουσική δίχως ένα ποίημα της προκοπής να γράψω δεν ταιριάζουν αυτές οι μέρες στη ζωή μου θέλουν κήπους για να ξανάρθει η έμπνευση μικρούς έρωτες και μούσκεμα των ματιών σπασμούς τα ξημερώματα στην πολυθρόνα. Τώρα βολεύομαι στις εσχατιές του πλήθους περιμένοντας να μου κουνήσουν το δάχτυλο όλοι οι τυχάρπαστοι φίλοι και οι βολεμένοι. 12.000 Μ.Χ Όταν μετά από δέκα χιλιάδες χρόνια θα είμαστε ανύπαρκτοι απ’ την Ιστορία -ίσως κανέναν πολιτικό να θυμούνται κι αυτόν ονομαστικά- όταν στον ουρανό θα συνωστίζονται μικρά διαστημόπλοια κι η ταχύτητα του φωτός θα συνθλίβει τη γήινη μοναξιά, όταν οι επιστήμονες θα τα έχουν ανακαλύψει όλα, κοντολογίς όταν το σύμπαν θα είναι μία λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας και ο γαλαξίας μας επαρχιακή πόλη, τότε θα σε περιμένω κάτω από τις ασπίδες των μωβ σύννεφων να διασχίσουμε την οροσειρά του απείρου σίγουροι για την αιωνιότητα της στιγμής. Η ΝΕΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΚΑΛΠΑΖΕΙ Να είναι είκοσι τρία κι εσύ ογδόντα πέντε να την κοιτάς απ’ το μπαλκόνι που πίνει καφέ ενώ εσύ να κατεβάζεις χάπια για την πίεση όλος της ο κόσμος ένα λευκό τριαντάφυλλο ο δικός σου μια μαύρη επερχόμενη καταιγίδα ανέμελη να αστειεύεται με τις δυο φίλες της εσύ να συνομιλείς με τους τέσσερις τοίχους αυτή να χάνεται στην ασφάλεια της ηλικίας ενώ ο δικός σου λαβύρινθος να έχει ξεκινήσει όλοι οι δρόμοι να οδηγούν στην αγκαλιά της ενώ εσύ ξέρεις ποιο μονοπάτι ήδη διανύεις. Να είναι το μέλλον που δεν θα βιώσεις ποτέ γιατί σε λίγο θα γίνεις μια οριστική απουσία. Ο ΣΚΥΛΟΣ Όταν περνάω απ’ τα στριπτιζάδικα μεσάνυχτα στη Λεωφόρο Συγγρού σκέφτομαι πως η ζωή είναι τραβεστί που κάνει πιάτσα στον πρώτο τυχόντα ύστερα μου ανοίγει την καρδιά της νομίζοντας πως είναι ακόμη ζωντανή. Έντρομος στρίβω δεξιά και χάνομαι στους άδειους δρόμους της Καλλιθέας ενώ μια σκιά διακριτικά με ακολουθεί. Ίσως είναι ο σκύλος απ’ την κόλαση. ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ Όσο μεγαλώνεις πετάς ρούχα και βιβλία κυρίως όμως ιδεολογίες. Το σπίτι σου μοιάζει με δωμάτιο ξενοδοχείου με τα τελείως απαραίτητα. Τα βράδια βυθίζεσαι στην ασιτία της μνήμης ξυπνάς χωρίς το σώμα σου. Ίσως σε πέντε τέρμινα να μην έχεις πια ηλικία μόνο ένα ισχνό αποτύπωμα. ΥΠ’ ΑΤΜΟΝ Υπάρχουν κάτι ποιήματα διαστημόπλοια μακρόσυρτα, σκοτεινά και ανεξιχνίαστα ποιήματα που σε βομβαρδίζουν με τρόμο οι λέξεις τους μια αναστροφή της ευτυχίας ποτάμια που εκβάλλουν στο αναπόφευκτο. Υπάρχουν κάτι ποιήματα ακρωτηριασμένα θα είναι πάντα υπ’ ατμόν και εκτός θέματος. ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ Αποπνικτική ατμόσφαιρα σήμερα η ζέστη εισχωρεί στον οισοφάγο και κατακαίει την παλινδρόμηση. Περνώ έξω από την πολυκατοικία καινούργιες γλάστρες στο μπαλκόνι το διαμέρισμα θα νοικιάστηκε πάλι η κλωτσιά στο σπασμένο κάγκελο με αποτρέπει να δεχτώ ότι λείπεις στον αριθμό 39 πάντα θα επιστρέφω με ένα παρελθόν σε αποσύνθεση με ένα μέλλον δυνητικά νεόκοπο. Θα ξαναέρθω με την πρώτη βροχή μέχρι τότε θα λιώνω στον καύσωνα ξενυχτώντας σε σπασμένο μπαλκόνι. ΤΙΠΟΤΑ Οι οδοκαθαριστές τ’ ουρανού με γάντια και μεγάλη σκούπα σαρώνουν βιαίως την αιωνιότητα. Στην πόλη πέφτει ψιλή βροχή ακούγεται ένα θλιμμένο πιάνο. Τι καλοκαίρι κι αυτό, σκέτη απάτη δεν ψάχνω τίποτα, ούτε περιμένω. Ο ΑΛΛΟΣ Αυτός εκεί ο άνθρωπος στο καφενείο πάντοτε πιωμένος και μελαγχολικός διαβάζοντας μια πρωινή εφημερίδα με κέρματα στην τσέπη κι έναν σουγιά που φοβάται να δει κατάματα τον ήλιο κλεισμένος σε μια αδιάβροχη οδύνη είναι ο άλλος αδικημένος μας εαυτός. Όταν τον δείτε να βγαίνει μη μιλήσετε δεν ξέρει άλλη λέξη από τη μοναξιά. ΣΤΟΥΝΤΙΟ ΠΡΩΤΩΝ ΒΟΗΘΕΙΩΝ Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας γιατί αιμορραγούν δυο πουλιά καταμεσής του κεντρικού δρόμου χωρίς γλώσσα και πατρίδα. Φέρτε τα αμέσως στο στούντιο να τα ταΐσουμε μαγειρεμένες ειδήσεις και να τους γλυκάνουμε τα τραύματα με το χαμόγελο των παρουσιαστών. ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΑ Δεν είχε μερίδιο στις λογοτεχνικές χαρές ο απολογισμός της παρουσίας του πενιχρός. Λίγοι ομότεχνοι τον γνώριζαν από την πιάτσα κι ακόμα λιγότεροι είχαν διαβάσει τα έργα του για βραβεία, διακρίσεις, κριτικές ούτε λόγος. Κι όμως έγραφε υψηλού επιπέδου ποιήματα απλώς δεν είχε τον τρόπο να τα υπερασπιστεί και τα άφηνε αβοήθητα μετά την έκδοσή τους. ΧΙΟΝΙΖΕΙ Εμείς οι άτυχοι των Αθηνών δεν βλέπουμε χιόνι ούτε στον ύπνο μας μόνο βολοδέρνουμε μέσα σ’ εφιάλτες και σε γκρίζες βροχερές μέρες ενώ στη Λάρισα και στην Κοζάνη χιονάνθρωποι υψώνονται στην πλατεία σε κοιτάζουν και ξαναγίνεσαι παιδί. Για εμάς εδώ των Αθηνών δεν ξέρω τι σωτηρία υπάρχει ίσως να μαδήσουμε το φελιζόλ για να αισθανθούμε ότι χιονίζει. ΣΙΔΝΕΫ Ξημερώνει στο Σίδνεϋ εδώ είναι ακόμη έντεκα ποτέ δεν θα καταφέρω να αφήσω τα ίχνη μου στο νότιο ημισφαίριο μονάχα θα φαντάζομαι το λιμάνι με τη γέφυρα και το κτίριο της όπερας. Νυχτώνει πια στο Σίδνεϋ κι εδώ είναι μεσημέρι βλέπω από το παράθυρο το φεγγάρι να γδύνεται στον Ειρηνικό ωκεανό. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ Όταν πολτοποιούνται βιβλία πέφτει σκοτάδι στην πολιτεία ανοίγουν τρύπες στο σύμπαν επέρχεται ραγδαίως η σήψη. Οι συγγραφείς τους νεκροί περιφέρονται στα χαλάσματα ψάχνοντας σπασμένες λέξεις για να τις συναρμολογήσουν οι αναγνώστες μένουν άστεγοι έρμαια πιστωτικών ιδρυμάτων και της κρατικής αναλγησίας. Τα βιβλία έχουν συναισθήματα δεν είναι άμορφη μάζα χαρτιού. ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Δεν είμαι κριτικός μεταφραστής ούτε εκδότης ξενόγλωσσος μεταπτυχιακός διδακτορικός δεν μένω εξωτερικό ούτε ταξιδεύω δεν έχω περιοδικά και ιστοσελίδες δεν επισκέπτομαι κομματικά γραφεία δεν είμαι γελαστός μήτε κοινωνικός. Είμαι μόνο ποιητής (κι αυτό υπό αίρεση.) ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΘΗΛΥΚΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Α. Η ΜΟΝΑΞΙΑ Η μοναξιά λοιπόν αναγνώστη μου είναι μια χλωμή φιγούρα στα Εξάρχεια με το σώμα της σακατεμένο το άδειο πρωινό βαγόνι του τραμ ο λαχειοπώλης στον σταθμό Λαρίσης ένα παιδί που ζητάει τη μάνα του ο τουρίστας με τη σκηνή στον ώμο που αποβιβάστηκε στην άγονη γραμμή ένας υποθετικός συλλογισμός μέσα στις βέβαιες καταφάσεις το αστέρι που ξεχάστηκε να δύσει η εθνική οδός μια χιονισμένη Κυριακή τα παγκάκια της πλατείας τον Αύγουστο η ψυχή σου τις νύχτες με ψιλόβροχο που περιφέρεις σ’ ένα υγρό δωμάτιο το ουρλιαχτό απ’ την απέναντι πολυκατοικία το γάβγισμα του σκύλου που τον παράτησαν ο νυχτοφύλακας κοιτάζοντας τον ουρανό οι άδειες κερκίδες του γηπέδου στον αγώνα που οριστικά αναβλήθηκε ο τρομαγμένος πρόσφυγας της Ζήνωνος η γόπα στο φαράσι του οδοκαθαριστή ο διορισμένος δάσκαλος σε ορεινό σχολείο οι αφίσες στις κολόνες μετά τις εκλογές οι περίπατοι στο πάρκο κάτω από βροχή οι φωνές που σκελέτωσαν στο τηλέφωνο το σύννεφο που ξέφυγε απ’ την πορεία του και έπεσε στη θάλασσα με γδούπο οι ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου το αποχαιρετιστήριο φιλί των εραστών τα μνήματα των νεκροταφείων όταν ο δυνατός βοριάς σβήνει τα καντήλια η ανία και η απροσδιόριστη πλήξη σε μια συγκέντρωση που δεν ήθελες να πας η ηδονή από σκελετωμένα κορίτσια που πουλάνε φτηνά το κορμί τους τα παραμελημένα βρέφη στα μαιευτήρια οι θάλαμοι των νοσοκομείων και φυλακών τα δάκρυ που έσταξε πάνω στη μοκέτα κι άφησε για πάντα το αποτύπωμά του ο μεθυσμένος που παραπαίει τα ξημερώματα ένα λουλούδι που φύτρωσε στην αυλή σου το μοναδικό όνομα στο ψηφοδέλτιο ο απολυμένος φαντάρος που γυρίζει σπίτι του τα ατέλειωτα βράδια με νικοτίνη κι αλκοόλ. Το παρατεταμένο σφύριγμα του τρένου λίγο πριν τον εκτροχιασμό του ο μεταμεσονύχτιος ρόγχος του θανάτου. Β. Η ΠΟΙΗΣΗ Η Ποίηση ακροβατεί μεσάνυχτα σε σκοινί παίρνει εξιτήριο απ’ τις φυλακές ανηλίκων μαζεύεται αργά στο σπίτι τα καλοκαίρια αλητεύοντας με τους μαστροπούς ποιητές πηγαίνει μόνη της διακοπές σε μικρά νησιά κατασκηνώνει στα ενδότερα της ψυχής μας. Είναι σεντόνι λερωμένο από παράνομη σχέση φορέας αντίδρασης στην οποιαδήποτε εξουσία μια σχολική εκδρομή κάποτε στην Αίγινα ένας κατακερματισμός ονείρων και διαθέσεων ένας φανός θυέλλης σε δύσκολους καιρούς μια γραβάτα παρείσακτη σε ροκ συναυλία το λουλούδι στον Επιτάφιο σε μωβ απόχρωση μια διαδήλωση με καταιγισμό δακρυγόνων ένας περίπατος στην εξοχή όταν σουρουπώνει ο χαφιές που παρακολουθεί τον λυρισμό μας η πρόωρη ωρίμανση μιας έφηβης κοπέλας ο μετανάστης που οδηγείται στο περιπολικό χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια στον ουρανό τα αποκεφαλισμένα αγάλματα των μουσείων ο συνωστισμός στα χειρουργεία της επαρχίας οι σαρκικοί έρωτες σε μισοσκότεινα ξενοδοχεία κι οι πελάτες να είναι δύστροποι και φοβικοί η ομπρέλα που έσπασε την ώρα της νεροποντής το νεοκλασικό σπίτι με τον καταπράσινο κήπο περικυκλωμένο από πενταόροφες πολυκατοικίες μια κρύα κομπρέσα στο μέτωπο που ψήνεται το γράμμα που στάλθηκε χωρίς γραμματόσημο ένα κλάσμα δευτερολέπτου πριν την ανυπαρξία. Η Ποίηση είναι ένα βήμα προς τον γκρεμό και δύο προς τη λύτρωση ή και το αντίθετο το πρώτο κλάμα του βρέφους μετά τον τοκετό κι η τελευταία επιθυμία τη στιγμή του θανάτου. Γ. Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ Η έμπνευσή είναι σαν το τρένο: πότε είναι γεμάτο από επιβάτες και πότε άδειο στριγγλίζει στις γραμμές. Η έμπνευση δεν επιδιώκεται έρχεται σαν τον απρόσκλητο επισκέπτη και φεύγει στην κορύφωση της γιορτής. Πάντα εμμονική με τις αρχές της δεν θέλει πίεση ούτε βιασύνες πάντα ακριβής με τα ωράρια εργασίας κοιμάται στον καναπέ τα χαράματα. Γυμνή τα καλοκαίρια στις παραλίες ταΐζει τα περιστέρια σ’ ένα πάρκο κοιτάζει το ουράνιο τόξο στον ορίζοντα μετά από μια ανοιξιάτικη βροχή. Δεν περιχαρακώνεται σε κλισέ του τύπου «πρέπει» και «οπωσδήποτε» κρατά αποστάσεις από την εξουσία πίνει αλκοόλ σ’ ένα άδειο δωμάτιο ανασύρει απ’ το συρτάρι φωτογραφίες. Είναι ένας αδέσποτος σκύλος στην πόλη τον χαϊδεύουν μα κανείς δεν τον υιοθετεί γιατί φοβούνται τη συγκατοίκηση μαζί του. Η έμπνευση δεν χωράει στη ζωή σου όταν έχει εξευτελιστεί από τις υποκλίσεις θέλει αγέρωχη ψυχή να φωλιάσει κι αδιάφθορες ιδέες για να συμπορευθεί. Δεν διδάσκεται στα φοιτητικά αμφιθέατρα ούτε αναβλύζει από σελίδες βιβλίων. Είναι αυτάρεσκη κι ακριβοθώρητη ερωμένη μόνη κυκλοφορεί στις ροκ συναυλίες οδηγεί ένα μπλε ποδήλατο στην εξοχή μαζεύει μικρά κοχύλια από τη θάλασσα συνομιλεί με το φεγγάρι χωρίς μεταφραστή. Η έμπνευση λοιπόν είναι μέσα σου αρκεί να ξέρεις να την ξεκλειδώσεις. Δ. Η ΝΥΧΤΑ Βγαίνει σεργιάνι με φτηνό παλτό περνάει μπροστά από θαμπές βιτρίνες αντιστέκεται στο σήμα του περιπολικού κυκλοφορεί χωρίς επίσημα έγγραφα και ψάχνει να τα βρει στον ουρανό διαπληκτίζεται στο μπαρ με το φεγγάρι αναπνέει αργά και βήχει ακατάπαυστα κρατάει μαχαίρι για να κόβει τη σιωπή. Είναι αναδυόμενη πόρνη στην παραλιακή γράφει τετράστιχα για ανέφικτους έρωτες θέλει να γαντζωθεί στο τελευταίο βαγόνι παραπατά μέσα σε αντικατοπτρισμούς λέει ανέκδοτα στα πάρκα με μεθυσμένους φωτογραφίζεται δίπλα σε υπονόμους λερώνει τα σεντόνια της απ’ τις ονειρώξεις καταπατά όλα τα εσκαμμένα σχήματα ασχημονεί με τις υποψήφιες ελπίδες αφουγκράζεται τους ζητιάνους στον δρόμο αναζητά τη σκιά της στα στέκια της βροχής παίζει τυφλόμυγα μέσα στο πηχτό σκοτάδι διαβάζει ποιήματα στο φως της σελήνης έχει τα χέρια της υψωμένα στο άπειρο καταναλώνει οινόπνευμα και χάπια αϋπνίας ψάχνει την ψυχή της μέσα στην ερημιά. Η νύχτα μοιάζει με τη δική σου μοναξιά είναι απόφαση ζωής και αγγελτήριο θανάτου. Ε. Η ΨΥΧΗ Σαν πεταλούδα τα βράδια δραπετεύει πετώντας μέσα σε συνειρμούς ονείρων και τα χαράματα χτυπάει το τζάμι. Είναι μικροσκοπική σαν μόριο αέρα έχει απαλά μαλλιά νεογέννητου βρέφους μια χαρακιά στο μέτωπο από σουγιά προσπαθεί να κρατηθεί από μια ανεμώνη γίνεται δροσοσταλίδα την ώρα της αυγής. Ακροβατεί σε πριονισμένο σκοινί υπνοβατεί κατά τη διάρκεια της μέρας ρίχνει κρυφές ματιές στα αγόρια παραφράζει τα λόγια των ψυχολόγων είναι επικίνδυνα μόνη και πάντα μαζί με τη σκιά ενός ανύποπτου θανάτου. Διανθίζει τον δρόμο της με τριαντάφυλλα κι ύστερα ακολουθεί το κρυφό μονοπάτι που την οδηγεί στον σίγουρο γκρεμό. Υπόσχεται υστεροφημία στους ποιητές δίνει το χέρι σε ανήμπορους ανθρώπους λικνίζεται μέσα σε σύννεφα ομίχλης συνομιλεί με τους άστεγους των πόλεων επισκέπτεται ασθενείς των νοσοκομείων πίνει ούζα ανήμερα της Πρωτομαγιάς δυσανασχετεί με τα προγράμματα σπουδών παίζει μπάλα στο τερέν του παραδείσου φτιάχνει χάρτινα λευκά καραβάκια και τα βάζει να επιπλέουν στη στεριά κοιτάζει τα αεροπλάνα που της μοιάζουν φοράει αραχνοΰφαντη ζακέτα τον χειμώνα λούζεται με τα φυλλώματα των δέντρων βαδίζει στις καρμανιόλες των λεωφόρων πουλάει χαρτομάντιλα στα φανάρια δεν έχει χρώμα, θρησκεία, φύλο, όνομα ξεπουλιέται στα σκλαβοπάζαρα της ζωής ρίχνει βέλη ειρήνης στις διαδηλώσεις μειδιά στο ενδεχόμενο της αθανασίας ρωτάει για το αυτεξούσιο της ύπαρξής φιλοσοφεί μόνη της βαθιά χαράματα επικαλείται τον Πλάτωνα στα δύσκολα (ο κόσμος των Ιδεών πολύ θα την βόλευε) υιοθετεί τα αδέσποτα ζωάκια του πάρκου υπερασπίζεται τους άσημους καλλιτέχνες παίρνει τους δρόμους ξημέρωμα Κυριακής μαθαίνει στην ψυχή της να κολυμπάει αρωματίζει τον ιδρώτα της με κιτρολέμονο παρατηρεί την αταξία του σύμπαντος και συμμετέχει σε πλανητικές συνευρέσεις. Αργοπορεί κάποιες φορές στα ραντεβού της λόγω κυκλοφοριακού χάους στους ουρανούς. ΣΤ. Η ΓΥΝΑΙΚΑ Στο σώμα σου το ακατέργαστο υλικό της δημιουργίας στα μάτια σου η φωτεινότητα του ήλιου αξόδευτη στα μαλλιά σου το ανέμισμα των ερημικών νησιών στο στόμα σου μια ανοιξιάτικη κοιλάδα ολάνθιστη στο φιλί σου ένα ποτάμι που ρέει στην απεραντοσύνη στα χέρια σου το τρυφερό άγγιγμα των αστερισμών στα λόγια σου παρθένοι ήχοι ελπιδοφόρου μέλλοντος στο όχι σου βαρύς χειμώνας στη μέση του καλοκαιριού. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΩΣ ΜΗ ΟΝ Την επομένη του θανάτου μου δεν θα με αναζητήσει κανένας. Αλλά και την ημέρα της κηδείας το φέρετρο ασυνόδευτο θα μπει βαθιά στο φρεσκοσκαμμένο χώμα στον διπλανό τάφο οι συγγενείς θα θρηνούν φωναχτά τον νεκρό εμένα θα με πενθεί το ξεροβόρι γιατί ήμουν στη ζωή πάντα μόνος ένας παρείσακτος στο πλήθος μια απουσία μη αναστρέψιμη. Την επομένη του θανάτου μου δεν θα θυμάται κανείς ότι υπήρξα. ΔΙΚΑΙΩΣΗ Στο βάθος του μαγαζιού μια άδεια καρέκλα δυο θαμώνες συζητούσαν για το καλοκαίρι. Πάει καιρός που λείπει από τη θέση του χθες τον μνημονεύσαμε καθώς πίναμε ούζα μετά ο καθένας τράβηξε για το σπίτι του απορροφημένος από την καθημερινότητα. Δεν είχε κανέναν συγγενή να τον θυμάται μονάχα σε αυτό το ποίημα βρήκε δικαίωση. ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΝΩΡΊΣ Ποτέ δεν στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο μόνο τους νεκρούς κοιτούσα απ’ το παράθυρο που αύξαναν δραματικά τα τελευταία χρόνια τον Παύλο, τον Αλέξη, τον Ηλία, τον Γιάννη μετά έβγαινα στους δρόμους τουρτουρίζοντας μιλούσα με τα αδέσποτα, τα έπαιρνα αγκαλιά έλεγα μέσα μου «πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι» κι όταν επέστρεφα σπίτι ήμουν κι εγώ νεκρός. Ποτέ δεν στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο ποτέ δεν ήμουν «κανονικός» σαν τους άλλους μόνο κατακρεουργούσα στίχους τις νύχτες. ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΟΥ Την ημέρα του θανάτου μου οι φοιτητές θα σηκώνουν πλακάτ σύννεφα θα σκεπάζουν τον ουρανό ένας φαντάρος αργοπορημένος θα τρέχει να προλάβει το τρένο ο άνεμος θα παρασέρνει χαρτοκιβώτια τα πλοία θα σκουριάζουν στο Πέραμα η Αλίκη θα περιφέρεται στις πιάτσες ψάχνοντας ευκατάστατους πελάτες το φθινόπωρο θα εισβάλλει δριμύ με σημαντικές απώλειες θα κλείνει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τα ραδιόφωνα θα παίζουν ρεμπέτικα οι ποιητές θα συνεχίζουν να γράφουν ακόμα πιο καταθλιπτικά ποιήματα κι εγώ ξαπλωμένος στο φέρετρο θα υποδύομαι ότι είμαι ζωντανός. Την ημέρα του θανάτου μου θα ψάχνω ταβέρνα για να μεθύσω. ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ «ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ έναν θάλαμο νοσοκομείου με τον υδράργυρο στα ύψη και στο απέναντι διαμέρισμα να ετοιμάζουν τις βαλίτσες για τις καλοκαιρινές διακοπές ενώ στο παγκάκι του πάρκου δυο νέα παιδιά να φιλιούνται. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου χωρίς κανένα επισκεπτήριο από φίλους ή από συγγενείς έχοντας πάντα στο μαξιλάρι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τη μορφή της μάνας σου όταν τελείωνε το Γυμνάσιο. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος σ’ ένα κεντρικό νοσοκομείο και στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας να ουρλιάζουν τα ασθενοφόρα μεταφέροντας ετοιμοθάνατους ενώ κάποιοι χαμένοι τουρίστες να ζητούν επίμονα πληροφορίες για το πού πέφτει η Ακρόπολη. Όταν πεθαίνεις ολομόναχος στην εντατική του νοσοκομείου μέσα στα πιο άγρια χαράματα σκέψου πως η φύση κι η μοίρα δεν ήταν καθόλου γενναιόδωρες μα μείνε με τη χαρά ότι έζησες τις μικρές καθημερινές στιγμές έστω και με πριονισμένα φτερά. ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΑ ΑΠΩΝ Όταν εγώ αμετάκλητα θα λείπω θα είναι ο κόσμος κρεατομηχανή που αλέθει τις ανθρώπινες σάρκες οι άστεγοι έχοντας φύλλα πορείας θα ανηφορίζουν προς τον ουρανό οι δρόμοι καθαρτήρια πτωμάτων. Στις πιάτσες του έρωτα οι άγγελοι θα εκδίδονται χωρίς προφυλάξεις στο Μεταξουργείο θα ψιλοβρέχει και η Χριστίνα με τα δύο ανήλικα στην έξοδο ενός σούπερ μάρκετ θα εκλιπαρεί για λίγη κατανόηση. Στα γυμναστήρια νεανικά κορμιά θα καταδυναστεύουν το σώμα τους στην αυταπάτη της ωραιοπάθειας στις φυλακές ανηλίκων η μοναξιά θα βαράει γερμανικό νούμερο πάνω σε γκρι λερωμένα σεντόνια. Όταν εγώ αμετάκλητα θα λείπω οι στίχοι μου δεμένοι στο φεγγάρι θα χαιρετούν τα διαστημόπλοια κι η γη μια βραδυφλεγής κουκίδα μέσα στα αζήτητα του σύμπαντος θα καμώνεται ότι τάχα υπάρχει. ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ Όταν βραδιάζει κοιτώ προς τα πάνω και είναι πια περασμένα μεσάνυχτα. Από την εντατική ανηφορίζουν ψυχές άλλες ντυμένες με κατάλευκο χειμώνα κι άλλες κουβαλώντας την ανυπαρξία μυρωδιές περιχαρακώνουν το σύμπαν διαπερνώντας και την ίδια την Ποίηση. Βαδίζω ατάραχος μέσα απ’ τα βουνά σαν μετανάστης που τα ‘χει χάσει όλα και δεν τον περιμένει καμιά πατρίδα. Υπόστρωμα χιονιού σκεπάζει τη χώρα τους μακρινούς γαλαξίες και τη μνήμη. Η θλίψη υποτροπιάζει καθώς ακούγεται η αντήχηση του τρένου των δώδεκα που μεταφέρει τα ακατοίκητα σώματα. Υπολείμματα σπασμένων κρυστάλλων ανάμεσα στα σύννεφα και στη μοναξιά κι οι λεπτοδείχτες σε ξέφρενη πορεία. Οι ώρες περνούν χωρίς κάτι αξιόλογο μια μονοτονία διαχέεται στον ουρανό προετοιμάζοντας το κατάλληλο έδαφος. Ακούω το τρίξιμο του κλειδιού στη θύρα με αθόρυβα βήματα μην ξυπνήσει κανείς εξαϋλώνομαι ενώ έξω λιώνουν οι πάγοι. ΛΥΠΑΜΑΙ Λυπάμαι για τους ανθρώπους που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο δίχως ταυτότητα και σημεία αναγνωρίσεως και πέθαναν μετά από μέρες χωρίς να παρευρεθεί κανείς στην κηδεία. Λυπάμαι για όσους χάθηκαν στις δαιδαλώδεις στοές της πόλης και ξέχασαν να επιστρέψουν σπίτι χωρίς να τους αναζητήσουν στο τηλέφωνο. Λυπάμαι για όσους βρέθηκαν παγωμένοι κάτω από το γεναριάτικο φεγγάρι και το πρωί απλώς το φορτηγάκι του δήμου τους περισυνέλεξε για τα περαιτέρω. Λυπάμαι για αυτούς που δεν έδωσαν σημάδια ζωής για καιρό και οι γείτονες ειδοποίησαν την αστυνομία από τη μυρωδιά του διαμερίσματος. Λυπάμαι για τα αθώα θύματα των πολέμων που θα μείνουν για πάντα αμνημόνευτα μέσα στην κρεατομηχανή της Ιστορίας. Λυπάμαι όμως και για μένα που ίσως βρεθώ κάποτε στην ίδια θέση. ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ Μόνος σε θάλαμο νοσοκομείου με το φως της λάμπας αναιμικό και τον βραδινό αέρα να μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο. Χωρίς απογευματινό επισκεπτήριο χωρίς συγγενείς, χωρίς έναν φίλο περιμένει την επιστροφή στο σπίτι στους τέσσερις έρημους τοίχους στην αφωνία της κλειστής κάμαρας. Κι όταν σύντομα πάλι μεταφερθεί στο ίδιο επαρχιακό νοσοκομείο ίδια πρόσωπα γιατρών, ίδιες λάμπες ίδιο κροτάλισμα των μελλοθάνατων. ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ Την πρώτη νύχτα εκεί κάτω στο χώμα μακριά απ’ το δωμάτιο και τη γάτα μου ανάσκελα να κοιτώ την οροφή της γης με κοστούμι που δεν είχα φορέσει ποτέ ακίνητος και χωρίς δυνατότητα εξόδου. Τέτοια ώρα στην πόλη θα διασκεδάζουν νέα κορίτσια θα ερωτεύονται το φεγγάρι σφριγηλά αγόρια θα ρουφούν το αλκοόλ στις πιάτσες θα ακμάζουν οι συναλλαγές στους δρόμους θα αυξάνεται η ταχύτητα. Κι εγώ θ’ ακούω το θρόισμα των δέντρων μαζί με το αλύχτισμα αδέσποτων σκυλιών θα κρυώνω υπερβολικά δίχως καλοριφέρ θα υποφέρω από έναν δυνατό πονοκέφαλο πρώτη φορά χωρίς καφέ, ποτό και τσιγάρα. Πώς θα περάσω τόσα βράδια σε καραντίνα πώς θ’ αντέξω να μην ξαναγράψω ποιήματα; ΓΙΑΤΙ Τι μου απέμειναν ακόμη μέχρι το φινάλε ; Πέντε έξι ζεστά ανυπόφορα καλοκαίρια μερικά αδιόρθωτα ποιήματα στο συρτάρι κάτι παλιές ξεθωριασμένες φωτογραφίες με τα ίχνη της νεότητας αδιαπραγμάτευτα το άρωμά σου γυμνό πάνω στα σεντόνια. Και βέβαια ένα αναπάντητο αγχωμένο γιατί. ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Θα φύγουμε μια νύχτα αχτένιστοι κι αξύριστοι μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη υπερπλήρεις αποτυχιών χωρίς ερωτικές εμπειρίες με μάτια βαθουλωμένα να ατενίζουν τον ουρανό έξω θα φυσάει μανιασμένα στον δρόμο αυτοκίνητα με νυσταγμένους προβολείς στην ψυχή κρύα φθινόπωρα. Θα φύγουμε ασυνόδευτοι από μια παρακείμενη πόρτα αφήνοντας πριν ένα μήνυμα που δεν θα διαβαστεί ποτέ αυτουργοί της ανυπαρξίας και των δύσκολων θανάτων τα ίχνη μας σε παγκάκια και τηλεφωνικούς θαλάμους σε αποτσίγαρα της μοναξιάς τυλιγμένοι σε βαρύ παλτό με δυο ξηλωμένες τσέπες. Θα φύγουμε αμετάκλητα και κανείς δεν θα αναζητήσει ποτέ ξανά το όνομά μας παρά μόνο ο ταχυδρόμος και τ’ αδέσποτα της γειτονιάς. Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΣΕΙΡΑ Ένας-ένας αποχωρεί αθόρυβα οι υπόλοιποι το μαθαίνουμε με καθυστέρηση εβδομάδων κάνουμε μερικούς μορφασμούς για τη ματαιότητα του κόσμου μετά πάμε στις δουλειές μας σκύβουμε σε αδιάφορα χαρτιά ή κοιτάζουμε παγερές οθόνες. Όταν έρθει κι η δική μας σειρά ίσως να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μαθευτεί η απώλεια ίσως να μην κοινοποιηθεί ποτέ. Γιατί υπάρχουν και άνθρωποι που δεν προνόησαν για το μετά ή δεν τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να αφήσουν κάποιο στίγμα τους. Στο μεταξύ τα γραφεία τουρισμού θα διοργανώνουν ταξίδια αναψυχής οι νύχτες θλιμμένες όπως πάντοτε η άνοιξη θα μπαίνει στην ώρα της. Και βέβαια ο θάνατος θα συνεχίζει να συμπεριφέρεται επαγγελματικά. ΚΑΤΑΜΑΤΑ Ταξίδευε μόνος στο τελευταίο βαγόνι η νύχτα βαριά και θανατηφόρα σαν τη ζωή που δεν πρόλαβε να ζήσει. Κανείς φίλος δεν τον αποχαιρέτησε ούτε και κανένας θα τον περιμένει. Χωρίς βαλίτσες και εκκρεμότητες κοιτάζει συνέχεια από το παράθυρο κατάματα τον θεοσκότεινο ουρανό. ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ Ήξερε ότι σε λίγο θα πεθάνει μάζεψε λοιπόν τα ρούχα του και τα έβαλε σε μαύρες σακούλες κράτησε μόνο δυο φανελάκια ένα παντελόνι και το πουκάμισο που του έκανε δώρο στα γενέθλια η κοπέλα με το χλωμό πρόσωπο. Πέταξε και όλα τα βιβλία του εκτός από εκείνο του Σαχτούρη που έλεγε για το άσπρο περιστέρι που καθόταν στο παράθυρό του. Κοίταξε μετά τυχαία τον ουρανό ήταν γεμάτος με παλιά ρολόγια που είχαν γυρίσει όλα ανάποδα με αυτά τ’ απελπισμένα ρολόγια που έδειχναν τον βέβαιο θάνατο. ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ Όταν οδεύεις προς τον θάνατο κάνεις το παν για να τον αντιμετωπίσεις: διαμελίζεις το σώμα σου στα σκυλιά σκορπάς την ψυχή σου στην άβυσσο. Σε δεύτερο χρόνο αναρωτιέσαι αν ήσουνα πράγματι κάτι αναμενόμενο ή μια ακανόνιστη παρουσία στην κοινωνία. Ο αέρας φυσά σαν πυρωμένο σίδερο χαράματα στα πεζοδρόμια της Αχαρνών πολυεθνικές μοναξιές ζητιανεύουν ζωή κι εσύ οδεύεις σ’ έναν ανεπίστρεπτο θάνατο. Τα ασθενοφόρα παραλαμβάνουν συνεχώς αντισώματα των δικών σου νεκρών κυττάρων. ΘΑΝΑΤΟΙ Θάνατοι, θάνατοι καθημερινά: θάνατοι επιφανών και σπουδαίων στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με χιλιάδες στεφάνια στην κηδεία θάνατοι ασήμαντων στα αζήτητα των περιφερειακών νοσοκομείων βδομάδες στοιβαγμένοι στα ψυγεία. Κι εγώ βγάζω από τη ναφθαλίνη γάντια, κασκόλ και ένα πουλόβερ πανέτοιμος για να αντιμετωπίσω το δριμύ ψύχος του νεκροθαλάμου. ΤΡΕΙΣ ΚΗΔΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ Τρεις κηδείες και μια βροχή. Έτσι τελείωσε αυτή η μέρα. Μα οι νεκροί δεν πέθαναν απαγγέλλουν Αναγνωστάκη: «Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο» Στο τέλος μας χαιρέτησαν και επέστρεψαν σπίτι τους. ΕΤΣΙ ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ Έτσι θα φύγουμε, όπως οι πλασιέ που δεν πούλησαν τίποτα σήμερα όπως τα τρένα με άδεια καθίσματα. Είναι και η βροχερή ατμόσφαιρα που επιτείνει τους αποχωρισμούς δοκιμάζεται η αντοχή της νύχτας και τα τασάκια στο πάτωμα μαύρα. Δεν θα προλάβουμε να κοιταχτούμε θα απωλέσουμε την ιδεολογία μας η άνοιξη θα προελαύνει ακάθεκτη μέσα από τα παρτέρια της μνήμης ο ουρανός εφημερεύον νοσοκομείο με βαρύτατης μορφής περιστατικά. Όταν ο πόνος στο στήθος ενσκήψει θα αρχίσει η σταδιακή αναχώρηση. ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ Την επομένη του θανάτου μου όλα θα είναι ακριβώς τα ίδια αεροπλάνα θα ίπτανται ψηλά ενώ στο έδαφος τα μυρμήγκια θα κουβαλάνε τα ψίχουλα και οι γάτες της γειτονιάς όπως πάντα θα περιμένουν να τις ταΐσουν ξηρή τροφή. Στο παγκάκι θα ερωτεύονται δυο έφηβοι του δίπλα σχολείου ο άνεμος θα κλοτσά με μανία τους κάδους των απορριμμάτων ο ήλιος με χαλασμένα δόντια θα μασουλάει ένα κουλούρι. Εγώ θα κοιτάζω με αμηχανία το λευκό μάρμαρο του τάφου θα το ανοίγω κρυφά τα βράδια και θα πηγαίνω στο περίπτερο για μπύρες και βαριά τσιγάρα. ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Έξω απ’ το νοσοκομείο ο ουρανός έσταζε φθορά κάτι σκιές ξενυχτούσαν – άραγε σε τι ελπίζοντας; Απ’ το παράθυρο κοιτούσε την αδειανή λεωφόρο ένας πεζοπόρος τη διέσχιζε με βιαστικό βάδισμα ύστερα χανόταν πίσω απ’ τις ψηλές πολυκατοικίες η ομίχλη επώαζε το επερχόμενο δύσκολο τέλος χωρίς συγγενείς να τον επισκέπτονται ούτε φίλοι μονάχα μια φωτογραφία στο μαξιλάρι με εκείνη που κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται κι αν υπάρχει. Το φως του θαλάμου υποτονικό φωτίζει τη θλίψη διέρχονται αστραπιαία απ’ το μυαλό του τα τρένα αυτά που δεν σταμάτησαν ποτέ για να τον πάρουν η άνοιξη επελαύνει ραγδαίως και απαστράπτουσα ακούγονται γραμμόφωνα μέσα στο βαθύ σκοτάδι τα άσπρα σεντόνια προετοιμάζουν την αναχώρηση. Στις τέσσερις κάποιος ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα μπήκε στο δωμάτιο και επιβεβαίωσε τον θάνατο. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΑ Η ΒΡΟΧΗ Στον Γιώργο Ιωάννου Η αποψινή ατέλειωτη βροχή ποιος ξέρει πότε θα ξημερώσει γύρω μου γκρεμισμένα σπίτια νάιλον ξεφτισμένα σύννεφα. Κάποιες φορές νιώθω τη γη να πάλλεται στο μαξιλάρι μου ανάβω πολύχρωμα τσιγάρα πετώ με ελαττωματικά φτερά. Όταν σταματήσει αυτή η βροχή θα αποπληρώσω το δάνειό μου. Ο ΛΑΚΚΟΣ ΤΩΝ ΛΕΟΝΤΩΝ Στον Γιάννη Κοντό Οι ποιητές πεθαίνουν μόνοι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με τα σύνεργα της ήττας. Ολομόναχοι χωρίς χέρι βοηθείας μουντζουρώνοντας λευκά χαρτιά και κοιτάζοντας ψηλά το ταβάνι. Όταν ξημερώσει ανασταίνονται με μερικές εκδορές στα δάχτυλα. Το βράδυ όμως ξαναπέφτουν μέσα στον λάκκο των λεόντων. ΤΙ ΗΘΕΛΑ Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο Τι ήθελα εγώ σε τούτα τα νησιά περπατώντας σε άγονες παραλίες μ’ έναν κόμπο να με καταπίνει με το φως του ήλιου υπό αίρεση και τον ουρανό σκέτο ναυάγιο - τι ήθελα εγώ σε τέτοια τοπία; Τι ήθελα εγώ σ’ αυτή τη θάλασσα που σπάει σε χίλια δυο κομμάτια; Λουόμενοι κακοποιούν τα ψάρια ανατρέπονται γεμάτες οι βάρκες κύματα που ραπίζουν την ερημιά - τι ήθελα εγώ σε τέτοια θολά νερά; Θέλω μόνο μερικά άσπρα βότσαλα βαρέθηκα πια τις αιχμηρές πέτρες τα σύννεφα εγκαταστάθηκαν παντού τα χρώματα όλο και σκοτεινιάζουν το καλοκαίρι σε πλήρη αποσύνθεση - θέλω μόνο λιγοστά άσπρα βότσαλα. ΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Στον Κώστα Παπαγεωργίου Φεύγουν οι ποιητές ήσυχα όπως οι ανέγγιχτες ομορφιές που ανεπαίσθητα προσπερνάνε χάνονται ένα ανοιξιάτικό πρωί κι είναι δύσκολο να τους εντοπίσεις φοράνε μαύρα ρούχα, ψηλό καπέλο ο ήλιος αναζητεί τα ίχνη τους μέσα στην κυκλοφορία των πόλεων στα παραπήγματα του ουρανού τώρα οι στίχοι τους δεν ηχούν μοιάζουν κηλίδες μαύρου αίματος κρεμασμένα χέρια στο άπειρο. Φεύγουν οι ποιητές αθόρυβα μ’ ένα γκρι σακίδιο στην πλάτη αφήνουν πίσω τους σκόρπια όνειρα και μια υπόσχεση ότι θα επανέλθουν. ΠΟΙΗΣΗ ΒΑΘΟΥΣ
Ποίηση βάθους. Συμπόσιο με κεριά και στείρες λέξεις. ΕΥΦΗΜΟΝ ΜΝΕΙΑ Εύφημον μνεία θα κάνω στη μοναξιά που με αντέχει. ΑΓΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ Άγρια χρόνια. Γυρεύεις στο παρελθόν κάποια ελπίδα. ΟΠΟΙΟΣ ΠΡΟΛΑΒΕΙ Όποιος προλάβει να ρίξει μες στη φωτιά τη θύμησή του. ΣΚΑΚΙ Δύο τη νύχτα. Το σώμα και η ψυχή παίζουνε σκάκι. ΤΕΡΜΑ Τ’ ΑΣΤΕΙΑ Τέρμα τ' αστεία. Νόμιζα πως ήμουν φως μα είμαι σκότος. ΣΕ ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ Αυτό που μένει παλεύει να γαντζωθεί σε ένα βλέμμα. ΠΙΑΝΟ Έρημοι δρόμοι. Ακούω τη μοναξιά να παίζει πιάνο. ΑΝΤΕΧΩ Νύχτα με μάσκες. Η θλίψη στη διαπασών κι όμως αντέχω. ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Αυτός ο κόσμος σφάζεται από παλιά. Για μια ιδέα. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Όλοι οι ποιητές προετοιμάζουν κρυφά τον θάνατό τους. ΓΡΑΦΩ ΠΟΙΗΣΗ Γράφω ποίηση σημαίνει πως συναντώ τη μοναξιά μου. ΟΤΑΝ ΝΥΧΤΩΝΕΙ Όταν νυχτώνει τ’ αντικαταθλιπτικά γίνονται στίχοι. ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ Φίλε, σε δέρνουν τα γουρούνια του κράτους για το καλό σου. ΣΥΝΕΡΓΟΣ Παραδέξου το είσαι κι εσύ συνεργός στην ωμή βία. ΤΟ ΜΕΝΟΥ Κιμάς γαρίδας επιδόρπιο φόβου κι όποιος αντέξει ΠΟΣΤΑΡΕΙ Ποστάρει γατιά και χαζά ποιήματα: αρέσει πολύ ΡΟΥΒΑΣ Να ‘μουνα Ρουβάς πόσα likes θα ‘παιρνα σε μισή ώρα ΧΑΡΑΜΑΤΑ Γράφω χαϊκού τα κρεμώ χαράματα στην πανσέληνο. Η ανάγκη για σωτηρία περνάει απ’ τα τοιχώματα μιας σχισμής. Σκοτεινής στο βάθος με κόλπο για ελλιμενισμό ποντοπόρων πλοίων. Κατά την άφιξή τους ηχούν οι σάλπιγγες της αποκάλυψης. Οι επιβάτες με σηκωμένους φαλλούς χαιρετάνε απ’ το κατάστρωμα. Τους υποδέχονται πλήθη ωαρίων ημίγυμνα και αποφασισμένα για όλα. Τα ξενοδοχεία διανυκτερεύουν με λογικές τιμές. Υγρά τα σύννεφα, υγρά στα σεντόνια. Οργασμοί υπεράνω υποψίας, του ιερέα, του δασκάλου, του δικαστή. Βογγητά αντίστασης στον χρόνο και στον θάνατο, ανάσες κοφτές, ισοπεδωτικές διαπερνούν τους τοίχους. Έξω οι κράχτες μετρούν το μεροκάματο με κίτρινα δάχτυλα απ’ τη νικοτίνη. Ψηλά το φεγγάρι χαϊδεύεται, ελλείψει παθιασμένων εραστών.
Είναι πια ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει σωτηρία στους ουρανούς. Είναι επίσης προφανές ότι η Δευτέρα Παρουσία περνάει απ’ τα τοιχώματα μιας σχισμής. Τις μέρες του Αυγούστου συναντώ πολλούς μοναχικούς ανθρώπους στην Αθήνα: άλλους να περιφέρονται αναίτια στους δρόμους βυθισμένοι στις σκέψεις τους, άλλους να ξαποσταίνουν σε παγκάκια κάτω από δέντρα ψάχνοντας απεγνωσμένα λίγη σκιά, άλλους μέσα σε λεωφορεία και τραμ με προορισμό κάποια κοντινή παραλία, άλλους το βραδάκι στα θερινά σινεμά, περιποιημένους και καλοντυμένους κι ας μην έχουν δίπλα τους κανέναν να γοητέψουν, άλλους στα απέναντι μπαλκόνια των πολυκατοικιών να κοιτάζουν ώρες ατέλειωτες τ’ αστέρια νομίζοντας πως είναι νησιά κι ο ουρανός θάλασσα.
Από αυτούς άλλοι επέλεξαν να είναι μόνοι και άλλοι αναγκάστηκαν χωρίς να το θέλουν. Για τους πρώτους η μοναξιά είναι δημιουργική, για τους δεύτερους καταστροφική. Η πλειοψηφία των μοναχικών ανθρώπων τον Αύγουστο ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Είναι αυτοί που η φύση και η μοίρα τους φέρθηκε δίχως οίκτο. Μ’ αρέσει να παρατηρώ την έρημη πόλη και τους λιγοστούς ανθρώπους της τέτοια εποχή. Την αξιοπρέπεια που επιδεικνύουν σε κάθε τους κίνηση, το θλιμμένο βλέμμα τους που κρύβει απουσία ζωής, την απόπειρα να μιλήσουν σε κάποιον λέγοντας έστω μία συγγνώμη επειδή τον σκούντηξαν κατά λάθος μέσα στο μετρό, τα βιαστικά τους βήματα όταν περνούν έξω από ταξιδιωτικά γραφεία. Η μοναξιά του Αυγούστου δεν έχει χρώμα, ηλικία και φύλο ούτε καταγωγή και μόρφωση. Έχει μονάχα μια μαύρη στάμπα στο μέτωπο για να ξεχωρίζει από μακριά. Είναι βασίλισσα και δούλα, πόρνη και αγία. Κοιτάει τον θάνατο κατάματα και περιμένει ήρεμα να τον βιώσει. Είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που δεν τόλμησες ποτέ να χαιρετήσεις. Αυτός που όταν τον δεις τον Σεπτέμβριο θα τον προσπεράσεις ως μη κανονικό, ιδιόρρυθμο και μυστικοπαθή. Μέχρι τον επόμενο Αύγουστο που μπορεί να βρεθείς κι εσύ στη θέση του και τότε πια θα είναι πολύ αργά για αλαζονείες και εγωισμούς. ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ ΑΝΑΠΟΔΑ ΠΕΤΟΥΝ
Η τέχνη του υπαρκτού κι αν μπορείς να δεις τον κόσμο ανάποδα έχει καλώς αλλιώς βροχές οριζόντιες Κι όταν πνιγούν τα σύννεφα θα σε κοιτώ στα μάτια είτε άγγελος είσαι είτε φτηνό πυροτέχνημα Φταίνε κι οι ωραίοι γκρεμοί με τις μαλακές βελόνες -τόσα βουνά κάπνισα κι ούτε ένας βράχος στραβός- Αυτό που νομίζουμε αίμα είναι πιο διάφανο απ’ το νερό ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ Ο θόρυβος του τέλους (η αρχή είναι πάντα ήσυχη) Μόνο να σώσω τους ήχους από ξεφωνημένες σιωπές Κι άλλωστε δεν ωφελεί πια να ξεριζώσω τα αυτιά μου Το αναπόφευκτο κραυγάζει μην του στερείς τη δυναμική Δε θα σε ακούσει κανείς (τόση φασαρία για κάτι απλό) ΣΧΕΔΙΑ ΣΤΟ ΧΑΡΤΙ Σχέδια για το παρελθόν να ξαναζήσω τα βράδια μέσα στο σώμα σου τα λόγια ξεκλείδωτα να μπούνε στα αυτιά να καταλήξω ρούχο φορεμένο πάνω σου ν’ αγκαλιαζόμαστε κάτω απ’ την ομπρέλα να πέφτει ο παράδεισος γυμνός απ’ τον ουρανό Στο τέλος να μαζέψουμε όλες τις υποσχέσεις να τις ξαναζεστάνουμε τώρα που οι θρομβώσεις φράζουν τις φλέβες και το στόμα σφραγίζει Να ξεμπλοκάρει η μνήμη και να φιληθούμε αμήχανα σαν να ‘ταν η πρώτη φορά ΡΑΒΕ ΞΗΛΩΝΕ Όπως βλέπεις οι κλωστές κρέμονται απ’ το τζάμι Έραψαν πρώτα τον τοίχο να μην ακούγονται φωνές έραψαν μετά το πάτωμα να μη φυτρώνουν χόρτα μάνταραν και το ταβάνι να μην κοιτάμε ουρανό Στην αυλή μαύρες γάτες φέρετρα για κατοικίδια Βρε παιδιά, αλλάξτε χρώμα πάρτε άσπρη κουβαρίστρα και ξαναράψτε το δωμάτιο ΔΕ ΦΕΥΓΩ ΑΚΟΜΑ Με μερικά πτώματα είναι αδύνατον να μιλάς Υπάρχει κακό προηγούμενο να χοροπηδάνε χαράματα -κι άντε να συνεννοηθείς- Τι φταίει λοιπόν που ακόμα βασανίζομαι; Και μη δίνεις σημασία στα προσεχώς έργα -είναι όλα ακατάλληλα- Ανήλικος ήμουν πάντα κι από θαύμα γλίτωνα τώρα δένω κόμπο το φως το συντομότερο πεθαίνω Κοιτώ ατημέλητα βιβλία είμαι τόσο αφοσιωμένος στις λευκές τους σελίδες (Πάλι με ψεματάκια έβγαλα το μεροκάματο) Έβγαλε φιρμάνι ότι αντιστέκεται
με αξιοπρέπεια στη απόρριψη φτηνές δικαιολογίες του συρμού άλλωστε ζει τη δική του καταβύθιση από τότε που γύρισε στην Αθήνα κατάφερε να ισορροπεί στο σκότος πουλώντας την ψυχή του στη στιγμή μετά δεν υπάρχει αλλά και υπάρχει όταν προλογίζει δικά του ποιήματα γι’ αυτό άλλωστε βγαίνει στον κήπο για να ξεριζώσει τις ανησυχίες του Πληρώνεται με ποσοστά θανάτου κάθε χαράματα ακριβώς στις έξι ο κόσμος μοιάζει τρύπιο δοχείο μα συνεχίζει να το γεμίζει ελπίδες γιατί σημασία έχει η προσπάθεια Γελούσε ασταμάτητα χωρίς να ξέρει τι εκπροσωπεί και ποιος αλήθεια είναι η μπογιά του έχει από καιρό περάσει τα οράματά του έχουν πια ξεχειλώσει στο τέλος έκλαιγε για να μην πλήττει σίγουρα αύριο θα τον έχουν ξεχάσει τη θέση του θα πάρει ένας άλλος θεός δεν υπάρχουν χατίρια
που να μη τα ζήλεψα θα στα πω κι από κοντά μα τι θέλεις τέτοια ώρα περιμένω την εγγραφή ωστόσο κάτσε φρόνιμα έχω μέρες να ονειρευτώ - μια άρνηση ένα τίποτα - δευτερευόντως κατοικώ εκεί που συνήθως μένω σε λέξεις εκτός συνόρων ιδέες χαμηλού ρίσκου ήμουν ανέκαθεν βαρετός πιο από κάτω δε γίνεται ναι ήμουν αυτό που θες - σε μακάβρια έκδοση - και θα συνεχίσω να ρέω στα χαρακώματά σου σε διακόπτουν πράγματα αφύσικα
εσύ εκεί να λερώνεις την άβυσσο κι ό, τι χαθεί θα ‘χει απλά χαθεί μη ζορίζουμε καμιά λαιμητόμο ας μιλάμε γι’ αυτά που δε θα ‘ρθουν ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς άλλη μια μάχη από νωρίς χαμένη - εδώ πνίγεσαι στα πιο ρηχά νερά - φταίμε κι εμείς που δε σκουπίσαμε έχουμε κατά συρροή αποδεκατιστεί δικαιολογίες δεν υπάρχουν για όλα - τις κακές ειδήσεις πρώτα πες μου κι αμέσως έρχομαι να κρεμαστώ - το ξέρω πως έγινε το αδιαχώρητο πάτα το πλήκτρο να εξαφανιστώ κι αν υπήρχε κάτι πολύ πιο μόνιμο θα ήμουν πάντα σε διαθεσιμότητα - το πάντα αντιστοιχεί στο ποτέ - Λαθρέμπορος του κίβδηλου παραδείσου
ορτύκια φλυαρούν με τους πρωτόπλαστους κωφάλαλοι διαδηλώνουν στη Νοηματική μετά τους ψεκάζουν τα σοφά εντομοκτόνα ανέκαθεν ήμουν θεατής του ολοκαυτώματος ήμουν η φλόγωση του πιο ξενέρωτου φιλιού ή ακόμα ένα τελείως ανεπαίσθητο μαχαίρι που ματώνει το λεπίδι του πάνω στο αφρολέξ Μέσα σε μια θερμοκοιτίδα συγκατοικούνε οστεοβλάστες και κάθε λογής νεκρά κύτταρα φιλήδονα ενίοτε και άλλοτε πάλι φοβισμένα όλα τα εμπεριέχω μα κυρίως σπασμένα μάτια για να μη βλέπω το φρικτό τέλος που έρχεται Κείνο κει το ξυραφάκι στο μπάνιο έχει δύο λεπίδες ελευθερίας: μια κοφτερή και μια σκουριασμένη. Κοιτάζω συνεχώς στο πάτωμα. Ίσως βρω το καπάκι του να του κόψω τη φόρα μια και καλή.
Κι όμως υπάρχουν ακόμη γεγονότα διπλωμένα στο ντουλάπι. Μετά από τόσα χρόνια τα απεγκλωβίζω και ζητώ να μάθω πληροφορίες για την τύχη τους. Άλλα διέφυγαν στην Αίγυπτο, άλλα στην Παλαιστίνη, το πιο ηχηρό σε μια βραχονησίδα του Αιγαίου κοιτάζοντας ανυποψίαστο τα απέναντι παράλια. Αν είσαι υπνωτισμένος, άγαμος και κρατούμενος μέσα στο σπίτι σου κινδυνεύεις με μερικό αφανισμό. Αν εξαγοράσεις τη νύχτα με τέσσερα χάπια αδυνατίσματος, σου φτάνει ένα μαχαίρι να το μπήξεις στον κρόταφο. Κι αν δε σου λείψει πια η ζωή, σημαίνει πως απώλεσες τον προορισμό σου. Σχεδόν ίδιοι είμαστε, οι ιδιοκτήτες κι οι υπηρέτες. Ο ένας ζηλεύει την τύχη του άλλου. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται όμως πως επιβιώνει αυτός που μένει ανεπηρέαστος απ’ τον θόρυβο της πόρτας. Τετραγωνάκια, κύκλοι, σκισμένα χαρτονομίσματα, με μια μικρή προσθήκη ευφυΐας. Στον πάνω όροφο παίζουν χαρτιά με τον θάνατο, στον κάτω γεωμετρούν τη θλίψη. Κι εγώ κρατώ ίσες αποστάσεις από τις μεσοτοιχίες. Το βόμβισμα της μέλισσας όταν μπαίνει στο δωμάτιο είναι μια σύνοψη του θρήνου των αποχωρισμών. Η διαφορά μη τη σφήκα είναι ότι αυτή περιφέρεται ακόμη και σκοτωμένη. Στον δρόμο ακούω βήματα βατραχανθρώπων, εντός μου ανθίζουν δύτες ωκεανών κι είμαι ακόμη στην ξηρά. Φαντάζομαι τι σύννεφα κυκλοφορούν στον βυθό και τι ψάρια κολυμπάνε στο φεγγάρι. Μπορεί να φαίνομαι εμμονικός λόγω ηλικίας, μπορεί να εμφανίζω συμπτώματα αρτηριοσκλήρωσης, όμως δεν υπέγραψα κανένα συμβόλαιο με τον υλικό κόσμο. Απεναντίας υφαρπάζω όποια ιδεοληψία συναντώ στα ποιήματα, την ευπρεπίζω και παρακολουθώ τη νοηματική της μετάλλαξη προς την ανυπαρξία. Την πρώτη νύχτα εκεί κάτω στο χώμα
μακριά απ’ το δωμάτιο και τη γάτα μου ανάσκελα να κοιτώ την οροφή της γης με κοστούμι που δεν είχα φορέσει ποτέ ακίνητος και χωρίς δυνατότητα εξόδου Τέτοια ώρα στην πόλη θα διασκεδάζουν νέα κορίτσια θα ερωτεύονται το φεγγάρι σφριγηλά αγόρια θα ρουφούν το αλκοόλ στις πιάτσες θα ακμάζουν οι συναλλαγές στους δρόμους θα αυξάνεται η ταχύτητα Κι εγώ θ’ ακούω το θρόισμα των δέντρων μαζί με το αλύχτισμα αδέσποτων σκυλιών θα κρυώνω υπερβολικά δίχως καλοριφέρ θα υποφέρω από έναν δυνατό πονοκέφαλο πρώτη φορά χωρίς καφέ, ποτό και τσιγάρα Πώς θα περάσω τόσα βράδια σε καραντίνα πώς θ’ αντέξω να μην ξαναγράψω ποιήματα; Γυρνώντας με τα πόδια από τα Πατήσια έκοψα με σουγιά τον ομφάλιο λώρο του ονόματός μου, κατά το ήμισυ άλλαξα τη φωταγώγηση του δωματίου, κρύφτηκα στον βυθό του Γενάρη κι από κει σας γράφω. Ο λόγος που μετατοπίστηκε το φορτίο της ποιητικής ύλης δεν είναι γνωστός, το μόνο που υποπτεύομαι είναι η δολιοφθορά. Πιθανόν να υπάρχουν μάρτυρες κάπου στην Φολέγανδρο ή στο Μαίναλο. Η έντονη τριχοφυία της μνήμης απαιτεί ξυραφάκι δύο λεπίδων.
Είναι τόσο άσχετα αυτά που γράφω με την επίσκεψη στα Πατήσια όσο η σχέση μου με το Βυζάντιο. Τουλάχιστον εκεί δεν πλήττεις, όλο ευνουχισμοί και μηχανορραφίες. Εδώ ενοικιαστήρια και αποχωρισμοί. Σχεδόν ίδιοι πέντε δεκαετίες, αυξάνουμε το ωράριο της μοναξιάς μας. Στην πολυκατοικία ο θυρωρός χωλαίνει, οι ένοικοι υπεράνω κριτικής. Άλλοι με θυμήθηκαν κι άλλοι με πέρασαν για πλασιέ. Η κυρία Φανή μου έψησε καφέ και άρχισε τις ανακρίσεις: « Πότε θα φύγεις για το μεγάλο ταξίδι που έλεγες, δε βαρέθηκες το τσιμέντο;» Άρχισα να καπνίζω ασταμάτητα, μπέρδευα τις εξισώσεις με τις ανισώσεις, παντού αχθοφόροι αριθμοί με κουβαλούσαν. Όλα τα μαθηματικά που ήξερα τα εναπόθεσα σ’ αυτή τη σκηνή που έμελλε να είναι κι η τελευταία. Αισθανόμουν λιμό για το χάος, έβλεπα το σκοτάδι σταματημένο στην πόρτα. Χαιρετηθήκαμε κι άρχισα να βαδίζω στην άσφαλτο. Η θερμοκρασία αρνητική. ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ
Λίγοι άνθρωποι με πίστεψαν: Ο μεθυσμένος παλαιοπώλης Ο σταθμάρχης των τρένων Και μια ξυπόλητη γυναίκα. Ο πρώτος γιατί του αγόρασα Όλες τις διεγερμένες μνήμες Ο δεύτερος επειδή με είδε Να ξαπλώνω πάνω στις ράγες Και η γυναίκα διότι λέει Κατασκευάζω θλιβερές εικόνες Πάνω στη γυμνή άσφαλτο. Εγώ όμως δεν τους πιστεύω Το μόνο που ακόμα καταφέρνω Είναι να ξυπνώ τα μεσάνυχτα Και να καρφώνω στο χαρτί Τα δυο μου χέρια. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο άνθρωπος με τις μπότες Ήξερε να σκοτώνει τη χαρά: Την ποδοπατούσε γελώντας. Ο άνθρωπος με το καπέλο Πάντα αγαπούσε τις σκιές: Τις έκρυβε στη φόδρα του ήλιου. Ο άνθρωπος με το παλτό Τουρτούριζε μπροστά στο τζάκι: Είχε έναν πάγο στην καρδιά του. Ο άνθρωπος με το μακό Ήταν πάντοτε των άκρων: Έγραφε ποιήματα χωρίς χέρια. Ο άνθρωπος με τα μαύρα Περπατούσε στο δρόμο σφυρίζοντας: Μάλλον πενθούσε χωρίς να το ξέρει. ''Εκτός εαυτού'' (2016) Τι να απέγιναν τα κορίτσια
που συναντηθήκαμε κάποτε στην έξοδο κάποιου σταθμού; Η Αντιγόνη στο Μοναστηράκι η Ελεάννα στα Κάτω Πατήσια η Κατερίνα στον Άγιο Δημήτριο η Έφη, ξημερώματα στο Θησείο Τα φιλιά στις κυλιόμενες σκάλες τα γέλια στα εκδοτήρια εισιτηρίων τα λόγια τη στιγμή της επιβίβασης Τι απέγιναν τα τρένα, οι ελεγκτές και οι μηχανοδηγοί της νιότης μας; Γελάει ο θυμωμένος άνεμος
Αναποδογυρίζουν τα βαρέλια Ο δρόμος αναμασά τη λάσπη Το γατί κλαίει στα κεραμίδια Σκοράρει στο κενό ο θάνατος Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Σιδερένια πουλιά στις κολόνες Μετά πηγαίνουν στην εκκλησία Μοσχοβολούν τα ρούχα τους Αστράφτουν και τα φτερά τους Στη φάτνη σκοτωμένα βρέφη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα Γυρίζει ανάποδα το δέντρο Καρφώνεται στη θάλασσα Καράβια σημαιοστολισμένα Μεταφέρουν τους νεκρούς Τους αποθέτουν στο λιμάνι Τα μάτια τους ακόμη ζωντανά Στάζουν φρέσκο χιονοπόλεμο Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Σκύλοι έξω απ’ τα κλουβιά Προπονούν τα δόντια τους Κατασπαράζουν την παγωνιά Ξεθάβουν το μαύρο κόκαλο Και το τινάζουν στα σύννεφα Βρίσκει στο μάγουλο τον Θεό Δονείται απ’ τον κρότο η γη Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα των ποιητών. Η Ποίηση δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα
Περιφέρεται μονάχη της στα χαλάσματα σαν τρωκτικό ντυμένη με κουρέλια ή αλυσοδεμένη στα κελιά των φυλακών κι απέξω άστεγοι για συμπαράσταση καταναλώνει κουτιά με αμφεταμίνες και συναναστρέφεται με την απελπισία πυροβολώντας τα στολισμένα δέντρα κατασκηνώνει σε ακατοίκητα υπόγεια ουρλιάζοντας και βρίζοντας τις νύχτες χειρουργεί στίχους χωρίς αναισθητικό κι αναποδογυρίζει στροφές για πλάκα στο τέλος ξεριζώνει παγωμένες ρίμες Ο ποιητής δεν κάνει ποτέ Χριστούγεννα Πεθαίνουμε καθημερινά
άλλος τελείως μόνος του άλλος αγκαλιά με μια γάτα άλλος με μια τηλεόραση Πεθαίνουμε πολλές φορές χωρίς τη συγκατάθεση μας *** Όταν εγώ θα λείπω οι σημερινοί εικοσάρηδες θα είναι μεσήλικες Όταν αυτοί θα λείπουν οι φοιτητές θα ειρωνεύονται τα γηρατειά νομίζοντας πως είναι αθάνατοι Κι εγώ θα είμαι ήδη μια αμνημόνευτη απουσία *** Δε θα προλάβω να γράψω μυθιστόρημα δε θα προλάβω να γράψω δοκίμιο Δε θα προλάβω να απατήσω την ποίηση *** Τώρα που με διαβάζεις να ξέρεις ότι δεν είμαι εγώ Περιέχομαι σε έναν ευρύτερο στίχο που ατυχώς δεν τον κατάλαβες ποτέ *** Προσθήκη βιογραφικού: δε μας χέζεις , ρε φβ; *** Με μισό κιλό βιολογικό κρασί βλέπεις τα ΜΑΤ αγγελούδια και την Ποίηση παρθέν *** Αποφάσισα να γράφω μικρά ποιήματα Οι πολλοί στίχοι χρειάζονται ξενύχτια κι εγώ μόλις έπεσα εκ νέου – πάλι - σε λήθαργο ** Η διόρθωση των ποιημάτων είναι πιο επώδυνη από τη γραφή: μπουκάρει η λογική και τα ισοπεδώνει όλα ** Χαράματα επέδραμαν οι μπάτσοι στο Κουκάκι κι όλα τα βοθροκάναλα τους δίνουνε φιλάκι. ick here to edit. Ο φόβος – ο ετεροθαλής αδερφός μου -
που κατεβάζει σφηνάκια τα μεσάνυχτα ποτίζοντας χειρόγραφα και περγαμηνές αφήνει διάκενα ανάμεσα στα σύννεφα και απομυθοποιεί την απάτη της μέρας που καταπιάνεται με ό, τι δεν τον αφορά από θεατρινισμούς μέχρι κορναρίσματα χώνεται στους ιστούς του κάτω κόσμου και στον βυθό που αυτοκτονούν οι δύτες στη ραχοκοκαλιά του αδηφάγου κενού στις φλέβες της ιδιωτικής μου μοναξιάς μετά παίρνει τον δρόμο της επιστροφής κατά τις πέντε και μισή, φορώντας γάντια για να μην αφήσει κανένα σημάδι ενοχής κι εγώ σ’ ένα ξέστρωτο βρόμικο κρεβάτι να σωριάζομαι αυτάρκης από ημικρανίες Κάποια μέρα θα πατήσω στη σελήνη
να ξέρεις ότι δεν πενθώ με τα φαρμάκια μονάχα τα κλείνω σε διαστημόπλοιο κι είμαι τόσο πρόθυμος να διαπρέψω στη διαγραφή των ιστορικών χρόνων - η ειρωνεία είναι πως δε ζω το παρόν - κι οι εποχές εξακοντίζουν δηλητήριο Κι όταν με το καλό βγει η απόφαση για καταπάτηση ακατοίκητου πλανήτη κάτι άλλο θα βρεθεί να ταράξει τη γη ίσως ένα λαχάνιασμα παλιού ποδηλάτου (το είχα αγοράσει σε πλειστηριασμό) Άλλωστε, αυτός ο κόσμος ανέκαθεν ήταν βουτηγμένος στα παλιοσίδερα - τόσο μέταλλο ούτε στη φωνή μου - Πάρε αιμοπετάλια και δώσε μου λέξεις Μέχρι να ξοδευτώ στο κενό
θα σου στέλνω καρτ ποστάλ να σου ανεβαίνει ο πυρετός μετά γυμνή στο χαμαιτυπείο ανεστραμμένο είδωλο ηθικής κι η μοναξιά στη διαπασών Πώς έγινε και ξημέρωσε; Τα υπόλοιπα θα στα διηγηθώ όταν θα έχει πανσέληνο ή αλλιώς νύχτα των μιασμάτων (Δεκέμβρη μήνα αιμόφυρτο) Θεέ μου, όχι άλλο εμφύλιο μπουχτήσαμε από αυθεντίες κι ούτε ένα αδειανό πουκάμισο να φορέσεις μην κρυώσεις Ποτέ δε στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο
μόνο τους νεκρούς κοιτούσα απ’ το παράθυρο που αύξαναν δραματικά τα τελευταία χρόνια τον Παύλο, τον Αλέξη, τον Ηλία, τον Γιάννη μετά έβγαινα στους δρόμους τουρτουρίζοντας μιλούσα με τα αδέσποτα, τα έπαιρνα αγκαλιά έλεγα μέσα μου «πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι» κι όταν επέστρεφα σπίτι ήμουν κι εγώ νεκρός Ποτέ δε στόλισα Χριστουγεννιάτικο δέντρο ποτέ δεν ήμουν σαν τους άλλους «κανονικός» Γ. Γ. (6-12-19) Μερικά ποιήματα μοιάζουν
με αεροπλάνα που πέφτουν τα χαράματα στη θάλασσα. Μάταια τα σωστικά συνεργεία ψάχνουν τα συντρίμμια τους μόνο κάτι χαρτιά επιπλέουν δίπλα στο πτώμα του ποιητή. Οι υπόλοιποι στίχοι στο βυθό μαζί με όλους τους επιβάτες και τα μέλη του πληρώματος. (19-5-16) ΑΠΟΦΟΡΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Μέσα στο ποινικό μου μητρώο φωλιάζουν κάθε είδους πουλιά ώσπου μια νύχτα τα είδα αθρόα να σκάβουν στο χάος για νερό Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πνιγώ στο σκοτάδι της αναρρόφησης ανακαλύπτω μια δεύτερη εκδοχή να δοκιμάζεις να πετάς νεκρός όταν η άνοιξη κλωτσά τις λέξεις Κάποιες φορές νιώθω στα χέρια τη διγλωσσία της γραφής μου άλλα να λες την ώρα του τοκετού κι άλλα την ώρα της αιμορραγίας Οι στίχοι σε γεμίζουν με ρόζους βγαίνεις το πρωί απ’ την εντατική στην κορύφωση του δράματος Με γερανό μεταφέρεται η θλίψη φοβάμαι να τη χρεωθώ ολόκληρη σας καλώ να βάλετε ένα χεράκι να ξεμπλοκάρει λίγο το ποίημα ΑΞΟΝΙΚΗ Κομμένα πόδια βαδίζουν ανάποδα και τότε ακούς τον αντίλαλό σου αργότερα μαζεύεις λευκά δόντια Αυτό σημαίνει πέφτουμε στο στόμα του πιο ηλιοφώτιστου γκρεμού τα σκοτωμένα μάτια μου άνοιξαν εν τέλει βρέχει ο ουρανός μπογιά Τα χρώματα τα ρουφώ απ’ τη μύτη αίμα δεν έχει σήμερα – ορκίζομαι - έχει χιλιάδες εκτυφλωτικά κύτταρα και μονάχα μια σπασμένη αρτηρία που έκλεισε άρον άρον και αυτή Η αξονική του κόσμου είναι έτοιμη περιμένω την εκτύπωση κι ύστερα θα ξεκοκαλίσω όλα μου τα ποιήματα Αφότου η θάλασσα καιγόταν σαν τσιγαρόχαρτο
κι ο οιωνοσκόπος σαβούρωνε όλη τη μεσαία τάξη κατέφθασε η νέα διχοτόμηση της ανθρωπότητας βουτηγμένη στις εκκρίσεις των γαστρικών αδένων πανευτυχής για το λιωμένο μολύβι που εκτόξευε έχοντας μια γρατζουνιά αποδιοπομπαίου τράγου έναν τρύπιο πνεύμονα κατάφυτο από κυψελίδες Με κοίταζες περίλυπο να ασκητεύω στο κορμί μου εξοστρακισμοί κυττάρων από την οπίσθια θύρα πάνω στο δέρμα να αποξηραίνω τα οδοφράγματα ρωτώντας συνεχώς τις εφημερεύουσες νοσοκόμες κατά πού πέφτει το παυσίλυπο της αμνημοσύνης |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
August 2022
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|