Να σηκώνεις το τηλέφωνο κι η ανθρωπότητα διχασμένη ανάμεσα σ’ ένα καρβέλι ψωμί και στον πιο μύχιο πόθο σου. Μπερδεύτηκαν οι γραμμές, τα αποτυπώματα της φωνής σου σε λάθος καλώδια. Κάποτε νιώθεις αμήχανα με τις αναπάντητες κλήσεις, τις ακούς όλη νύχτα στη διαπασών. Τελευταία δε με καλεί κανείς, μονάχα στο χαρτί ακούω το βούισμα του ακουστικού.
Κάποτε η σιωπή θα μου ζητήσει αυτόγραφο, που σημαίνει ότι ήμουν εντάξει με τη μοναξιά. Η υπερχείλιση του ουρανού από αποδημήσαντες θνητούς είναι μια δικαίωση των πάλαι ποτέ τηλεφωνικών θαλάμων. Μόνο που δεν έχω κέρματα να σου τηλεφωνήσω από εκεί.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|