Ο στατικός χρόνος που γύρευα μου εμφανίστηκε σε κάτι φοιτητικές φωτογραφίες, ξεχασμένες σ’ ένα συρτάρι με βελόνες και κουβαρίστρες:
- Σε μια συναυλία των Κατσιμίχα στα Γιάννενα, την ώρα που κατέβαζα αλκοολικά φεγγάρια κι η φίλη μου με ξενέρωνε πίνοντας «Ζεστά ποτά». - Πρωτοετής με τα ψυχολογικά μου τραύματα στο σακίδιο, χωμένος ένα εικοσιτετράωρο στην παραλία του Μυλοπότα. Όταν γύρισα στην Αθήνα, είχα απωλέσει την εφηβεία μου. - Ανασκαλεύοντας παλιές μνήμες μια Κυριακή πρωί στο Μοναστηράκι, μέσα σε παλιατζίδικα και ακούγοντας Καζαντζίδη από έναν πειρατικό σταθμό. - Ένα απόγευμα του Γενάρη στην προβλήτα του λιμανιού μετρώντας τα πλοία που αναχωρούσαν για τα νησιά , γεμάτα φορτηγά και φαντάρους. Πάνω μου ο ουρανός έτοιμος να εκσπερματώσει χιόνι και στο βάθος ένας μικροπωλητής που τουρτούριζε. Τώρα ο χρόνος που μου απομένει δεν αποτυπώνεται σε χαρτί, παρά μόνο στους γκρίζους κροτάφους και στους σοβάδες του δωματίου.
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|