Κι αν νομίζεις πώς κάπνισα
τον έσω κόσμο σε μια τζούρα είναι σπασμένα τα χείλια μου και τα ρουθούνια από γυαλί Δεν έχει κάπου ν’ ακουμπήσω την έξω ενοικιαζόμενη αγάπη ετούτες οι κοτρόνες στράβωσαν κι όμως ακόμη να τις καταπιώ Το ότι με σέρνει το ρυμουλκό δεν πάει να πει ότι τη γλίτωσα γιατί κι οι ναυτικοί στα ναυάγια συμπεριφέρονται σαν ποιητές Εγώ θα μιλήσω για γκρεμούς ή στο φινάλε για τον υπνοβάτη που του έλεγες μια καληνύχτα κι αυτός ανέβαινε στα δέντρα (Ό, τι είπαμε μεταξύ μας , ε; )
0 Comments
Leave a Reply. |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|