Δεν είναι που χάνω στα χαρτιά
το φιλοδώρημα της φωνής μου είναι που έγιναν καρφιά οι λέξεις και μ’ έφτυσαν κατάμουτρα Μέσα στο σπίτι θα με βρεις δεμένο χειροπόδαρα να παίζω τις νύχτες ρουλέτα παρέα με τα φαντάσματα Μα την Πρωτοχρονιά θα στρώσω πράσινη τσόχα - εκεί να δεις εκκρεμότητες - και θα ποντάρω στο θάνατο στις δώδεκα ακριβώς
0 Comments
Αλλά γιατί να ανησυχούμε;
Που δεν καταφέραμε να πιάσουμε την ομορφιά απ’ τα κέρατα και το στίχο απ’ τα φωνήεντα; Μα εσύ δεν έλεγες πάντα πως κανένα ποίημα δε φτιάχνεται χωρίς σκουριασμένες πρόκες Παπαδιαμάντη και Ηράκλειτο; Μη με παρεξηγείτε που ρωτάω το ζω το σκοτάδι τις νύχτες συνήθισα να κοουτσάρω το θάνατο κι αυτός να μου ξεριζώνει τις ρίμες Άμα προκαλέσεις την ποίηση
κάτσε να την κανακέψεις Νόμιζες πως θα γλιτώσεις απ’ τον ιδρώτα της συντριβής; οι στίχοι είναι πρόκες φωνών που αναπνέουν τα μεσάνυχτα το πρωί στραβώνουν – όλες - Κι άμα μπορέσεις να ξυπνήσεις ένα ωραίο τρικάβαλο μηχανάκι εσύ, εγώ και το φρέσκο ποίημα Απομένει να βρεις τον τίτλο για να με αποκαθηλώσεις Ο έρωτας δεν είναι λεωφορείο
ν’ ανεβαίνει όποιος γουστάρει δεν είναι παπούτσια πεζοπορίας να σκαρφαλώνεις στον ουρανό είναι η άφιξη του ασώτου μέσα στα άγρια μεσάνυχτα γιατί νόμιζε πως εδώ έχει ζωή μα όταν κατάλαβε το λάθος του μεράκλωσε για τα καλά και χικ κατέβασε όλο τον Ευφράτη τουλάχιστον έτσι νομίζω γιατί υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις π.χ. ο έρωτας με το ψαλίδι που κόβει σύρριζα τη θάλασσα μιλάμε για σκέτη αποβλάκωση θέλει αίμα και ζόρικη αγκαλιά ειδάλλως ακυρώνεσαι, μεγάλε είναι κι ασύμφορο να ξεπουλιέσαι για μια ξεβράκωτη πανσέληνο Μέχρι να ξοδευτώ στο κενό
θα σου στέλνω καρτ ποστάλ να σου ανεβαίνει ο πυρετός μετά γυμνή στο χαμαιτυπείο ανεστραμμένο είδωλο ηθικής κι η μοναξιά στη διαπασών Πώς έγινε και ξημέρωσε τα υπόλοιπα θα στα διηγηθώ όταν θα έχει πανσέληνο ή αλλιώς νύχτα των μιασμάτων (Δεκέμβρη μήνα αιμόφυρτο) Θεέ μου, όχι άλλο εμφύλιο μπουχτήσαμε από αυθεντίες κι ούτε ένα αδειανό πουκάμισο να φορέσεις μην κρυώσεις Αν υποθέσουμε
πως ήταν χαράματα πως περνούσαν καρφιά σ’ ένα δυνατό άνθρωπο και κοίταζες τη σκηνή απ’ το σπασμένο τζάμι - ξέχασα να συστηθώ: ένας μικρός αντίλαλος - Αν λέω η όσφρηση παράγει μοναξιά (τα μυρωδάτα φαγητά στο διπλανό σπίτι) κι όραση σε κοιτάζει μέσα απ’ το φακό Είναι ν’ απορεί κανείς γιατί συνεχίζω μόνο τα βουνά μ’ ακούν κι η Κλεοπάτρα η αναλφάβητη γάτα μου Ένα πρωί
όλος ο κόσμος θα ερημώσει κι αντίθετα το χάος θα στεριώσει αυτά θα γίνουν στην ψυχή στο σώμα θα πέσει μαύρη πείνα τα μάτια θα ψάχνουν όραση οι υπόλοιπες αισθήσεις ουρανό θα μπαίνει το καλοκαίρι μετά τα μπάνια των φτωχών τα μεροκάματα των αγγέλων κάποιος θα πατήσει το κουμπί οι ομορφιές στημένα ανέκδοτα θα σκάσουν σαν πέτρες τα πουλιά ιπτάμενα τέρατα αλυσοδεμένα στον ήλιο θα προσπαθήσεις να με βρεις πηδώντας απ’ το ποίημα τι κοιτάς τις λέξεις; κόβουν τα σύννεφα σαν ξυράφι τραβώντας το κόκκινο χαλί Τα λέω αυτά γιατί κανείς δεν κατάφερε να μ’ αντιγράψει Είναι ένα τέρας το φως
όσο κι αν σκοτείνιασα και το’ ριξα στη Μεταφυσική αυτό φύτρωνε στο δέρμα Δεν ξέρω ποιος με διάβασε ούτε τα καμώματα των αγίων άλλωστε τι ουρανό να στύψεις στα νταμάρια της Αττικής που κοπανιούνται οι ήλιοι και τα χρώματα συνομιλούν; Στην τελική ποιος πεθαίνει σ’ ένα τόσο εμπριμέ τοπίο; |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|