Τόσα νοσοκομεία
κι ούτε μια γάζα δικιά μου λίγο μπαμπάκι για τα αίματα Γι’ αυτό βλέπω τη γη σφαγμένη μέσα στα βιβλία μου Ξέρω καλά πως ο χρόνος κατά βάθος είναι αθώο παιδί εγώ όμως τον περιμένω στη γωνία να ανταλλάξουμε βρισιές - Αλήθεια, γιατί πάλι χιονίζει; - Δεν ξοδεύεται το λευκό απλά το πρωί ανοίγεις το παράθυρο και κοκαλώνουν τα αισθήματα Όμως ο θάνατος ακονίζει τα ψαλίδια κι ο δρόμος ένα εμπριμέ ύφασμα που πωλείται με το μέτρο Σ’ άλλες εποχές ο χρόνος θα ξεθύμαινε με το σκίσιμο του ημερολογίου - Σταμάτα να γελάς όταν σε κριτικάρω δεν πήρες χαμπάρι πως τα ποιήματα σιτίζονται απ’ τα σκουπίδια;
0 Comments
Να δώσουν
περίσσευμα ανοχής να σώσει τα αυτονόητα με μαγιό ολέθρου κολυμπούσε σε βουνά καμένα προχωρούσε κατά τα ειωθότα έσβησε τη λάμπα να διαγραφεί ο ήλιος αν ακούσετε βροχή ο άλλος μου εαυτός παρήχηση κλείνουν οι λίστες μένω εκτός στην πλατεία τάδε δικαιούχος γραφής ορισμένων τρόπων επισφαλής κατάθεση οραμάτων απ’ την κλειδαρότρυπα εξ αποστάσεως τήρηση των συμφωνηθέντων πρώτη στάση κατεβαίνει η σάρκα δεύτερη η ψυχή υποκείμενο θανάτου ο άνθρωπος κατηγορούμενο το φονικό μαχαίρι του ανέμου -σε περίοδο ειρήνης- όλα επιτρέπονται αρκεί η πληγή να μην έχει όνομα αιμοκάθαρση ασυνόδευτων νεφρών με την ουρία στα ύψη κατά λάθος τυφλός με προόριζαν για προβολέα πλήθους παρά ταύτα εργαζόμενος σιωπής χωρίς ένσημα και αορίστου χρόνου. Βαριέμαι
να μπαίνω σε λεπτομέρειες αλλά ο έρωτας κατάντησε κουρελόχαρτο όπως και να ‘χει είναι πια αργά για καινούργιες φωτιές γιατί η αγάπη αγοράζεται μόνο με αντικαταβολή και πωλείται με πολύ αίμα Επί του παρόντος σιδερώνω το παντελόνι προσέχοντας την τσάκιση δυο τετράγωνα πιο κάτω με περιμένει η Κωνσταντίνα να με μπάσει στο δυάρι Τα υπόλοιπα σε άλλο ποίημα (δε μιλάμε όταν κάνουμε σεξ) Επίσης άκου κι αυτό:
όσοι σεισμοί να πλακώσουν δε χαμπαριάζει ο χρόνος αυτός τον αιώνιο χαβά του Μετά έρχονται οι ποιητές να βγάλουν από τα ερείπια πέντε έξι γυναικόπαιδα καμιά ισοπεδωμένη λέξη Εντάξει, το παλεύω κι απόψε με καμιά νεύρωση το πρωί και πολλά αποσιωπητικά στον καφέ αντί για ζάχαρη Ρε αφιλοσόφητε χρόνε δε σκαμπάζεις από τέχνη Τις γιορτές κλείνομαι στο δωμάτιο
Ψάχνω θάλασσα για να βουλιάξω Την βρίσκω σ’ ένα τρύπιο ποίημα Αλμυρές λέξεις σε περιδίνηση Εκβράζονται στο χαρτί πνιγμένες. Τα καλύτερα ποιήματα γράφονται Κατά την ταυτοποίηση των νεκρών. Εδώ να σκάσουν μύτη
οι φίλοι μου οι κριτικοί ένας απ’ αυτούς να πει: « εφόσον το ποίημα μπάζει από παντού θα του βγάλω το μάτι» Κι άρχισε να τραυλίζει με κείνα τα σύμφωνα που τα κοιτάζεις νύχτα και σου ‘ρχεται να πεις: «ππππρώτη φφφφορά θα διαππππράξω φόνο» Δε θα σας κάνω τη χάρη γιατί ο δικός μου δρόμος πατήθηκε πολύ νωρίς πήζει στο μποτιλιάρισμα κάνα δυο φανάρια ακόμα και ξεκλειδώνω ουρανό Εσείς να δούμε ύστερα τι κατοικίδια θα ταΐζετε Θα φύγω, όπως κι εσείς
το λεν κι οι λεπτοδείχτες τόλμη θέλει και ψυχή επιλαχών δεν ήμουνα ούτε έλεγα προσευχές Ποιήματα δεν έγραψα για την καθεστηκυία τάξη άλλος ήταν ο ρόλος μου να παρατηρώ τα σύννεφα καθώς θρυμματίζονταν μαζί με τη βαρύτητα Στον τάφο τα σπουδαία θάνατοι ανθοδέσμες και πενιχρά γαρίφαλα Θα μείνω εδώ για πάντα να μετρώ τα δευτερόλεπτα και το σώμα μου να φεύγει |
Γιώργος Γκανέλης Ποίηση στο facebook
ΑΡΧΕΙΟ
March 2019
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
|