ΠΑΡΑΜΟΝΗ
Όλα τελειώνουν το πρωί και ξεκινούν πάλι το βράδυ τώρα ζητάω ένα χάδι που θα γλυκάνει την ψυχή. Τα σφαιριστήρια κλειστά έχει αρχίσει να χιονίζει τη μοναξιά μας ποιος ορίζει ποιος ρίχνει λάδι στη φωτιά. Στην άκρη κάθε φυλακής παραμονεύει το σκοτάδι πίνω νερό απ’ το πηγάδι πλένω το αίμα μιας πληγής. Στάζει μπογιά ο ουρανός που χρωματίζει τα πελάγη ένας πλανήτης εξερράγη είναι ο άνθρωπος μικρός. Παραμονή Πρωτοχρονιάς τα κέντρα θα ‘χουν πελατεία βγαίνω μια βόλτα στην πλατεία να δω το φως της σκοτεινιάς. Κι όταν ο χρόνος χρειαστεί το νούμερό του να αλλάξει θα κυβερνά η Νέα Τάξη τα ίχνη μας θα ‘χουν σβηστεί. ΑΝΑΣΑ Η ανάσα μου ζητάει το ξημέρωμα τη δικλείδα για να βγει απ’ το ξενέρωμα. Η ανάσα μου βαδίζει σ’ οδοφράγματα σ’ αποκλίνουσες συνήθειες και σε θραύσματα. Η ανάσα μου κοιτάζει την απόσταση που χωρίζει το κενό απ’ την υπόσταση. Η ανάσα μου ποζάρει στα χαλάσματα της την πέφτουν ασφαλίτες και μιάσματα. Η ανάσα μου χωλαίνει κι όμως ίπταται στο φεγγάρι και ποτέ δεν καταρρίπτεται. Η ανάσα μου ζεσταίνει τα αδέσποτα μπαινοβγαίνει σε βιώματα ευαίσθητα. Η ανάσα μου φωτίζει τα ενδότερα ξεδιαλύνει το σκοτάδι γρηγορότερα. Η ανάσα μου χαράζει ένα όραμα την αλήθεια δεν τη βλέπει σαν εμπόρευμα. Η ανάσα μου γυρεύει να γεμίσει τις οθόνες σου να ζεστάνει επισήμως τους χειμώνες σου. Η ανάσα μου παλεύει ν’ ακουμπήσει το στερέωμα είναι όνειρο, ελπίδα και δικαίωμα. Ο ΟΥΡΑΝΟΣ Εκεί στην άκρη του γκρεμού ο ουρανός βρυχάται στάζει βροχή και στεναγμό και τα παλιά θυμάται. Τότε που ήτανε παιδί κι έβλεπε τους αγγέλους τα χιονισμένα τα βουνά στα πρόθυρα του τέλους. Μέσα στη νύχτα του Μαγιού ν’ ανθίζουνε ξυράφια και ένα άρωμα σιωπής από τα πάνω ράφια. Τα κουρασμένα ιδανικά που σέρνονταν στους δρόμους ξενυχτισμένες μουσικές από τους υπονόμους. Κι όλα τα τρένα της γραμμής Θεσσαλονίκη-Αθήνα μ’ ένα κουλούρι στρογγυλό για να κοπάσει η πείνα. Εκεί στην άκρη του γκρεμού ο ουρανός ραγίζει ρίχνει στη μνήμη σύννεφα και την ψυχή τη σκίζει. ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Όλα πέρασαν και να ‘μαι λίγα πράγματα θυμάμαι ήταν ζόρικα τα χρόνια στην ομίχλη και στα χιόνια. Φευγαλέες οι αγάπες ψευδαισθήσεις και απάτες τώρα τίποτα δεν μένει και κανείς δεν περιμένει. Όλα πέρασαν με φόρα τα κατάπιε η κατηφόρα συζητήσεις και κραιπάλες κούφια βήματα στις σκάλες. Καλοκαίρια και χειμώνες που χαθήκαν στους αιώνες ό,τι και να πω δεν φτάνει την πληγή σου να γλυκάνει. Όσο και να προσπαθήσεις είναι δύσκολο να λύσεις την εξίσωση του κόσμου είναι αργά για δάκρυα φως μου. Όσο και να προσπαθήσεις το κενό δεν θα νικήσεις δεν υπάρχουνε σωτήρες τη ζωή σου λάθος πήρες. ΑΡΓΗΣΑ Άνοιξη κρυμμένη στο παλτό θάλασσα πνιγμένη στο ποτό άγγελοι στα πρόθυρα του σοκ έρωτες που έπαθαν αμόκ. Ώρες βουτηγμένες στη σιωπή είναι αργά για όλα, στο ‘χω πει φλόγες που καήκανε γυμνές πέσανε στου τρένου τις γραμμές. Μάχες που δεν είχανε εχθρό μόνο ένα όραμα σαθρό ρήτορες με πέτσινη φωνή χρόνια έχει ο ήλιος να φανεί. Σκόνη σε μια χώρα που πενθεί ποια ιδέα λάθος, ποια ορθή πλοία με θολό προορισμό δύο μίλια πριν απ’ τον χαμό. Βιάστηκες να φύγεις, να χαθείς μέσα στην ομίχλη να χωθείς άργησα πολύ για να σε δω κι όμως δεν τελειώνουν όλα εδώ. ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Έμεινα έξω απ’ τη ζωή κι έπεσα στο πηγάδι έδωσα τόπο στην οργή και μ’ έπιασε το βράδυ. Κι εσύ στην αναζήτηση μιας νέας ευτυχίας μέσα σε πόλεις βορινές και σε καρδιές κλειστές τα όνειρα ξεκούμπωτα στη δίνη του αέρα να σου χαράζουν το κορμί στις έξι το πρωί. Έμεινα μόνος να κοιτώ του ουρανού τη θέα μέχρι τα ξημερώματα χωρίς καμιά παρέα. Κι εσύ στην αναζήτηση μιας νέας ουτοπίας σε άλλους κόσμους μυστικούς σε ήλιους σκοτεινούς αδιάβαστο τετράστιχο στου χρόνου τη μανία με ένα δύσκολο γιατί να σε ακολουθεί. ΚΡΥΦΤΟ Νύχτες μαρτύριο σαν κολαστήριο δίνω αυτόγραφα στη μοναξιά είναι μεσάνυχτα μάτια ορθάνοιχτα ψάχνουν στο πάτωμα να βρουν νησιά. Βράδια ανήσυχα χέρια φιλήσυχα ψάχνουν το άγγιγμα του ουρανού σκότος ανέκφραστο όνειρο εύθραυστο μπαίνουν φαντάσματα βαθιά στον νου. Κι εσύ ποιος ξέρει πού να είσαι είναι αργά για να σε βρω το γλυκοχάραμα σκληρό παίζεις κρυφτό και προσποιείσαι. ΣΚΗΝΙΚΟ Όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος που πονάει σε μια ρημαγμένη γη η αγάπη ξεψυχάει. Όλα φεύγουν μια βραδιά, μες στον άνεμο σκορπάνε οι στιγμές απ’ τα παλιά απ’ το χέρι μας κρατάνε. Όλα έχουνε σκοπό και μια πιθανή αιτία σ’ έναν κόσμο σκοτεινό δεν υπάρχει αμαρτία. Όλα είναι μια κραυγή, ένα μακρινό αστέρι καταιγίδα η ζωή, ποιος να ξέρει τι θα φέρει. Όλα δρόμοι αδειανοί σε τοπίο ξεχασμένο βουρκωμένοι ουρανοί κι εγώ ακόμη σε προσμένω. Όλα είναι ποταμός που κυλάει στο μυαλό μας και η άνοιξη λυγμός απ’ το δάκρυ το δικό μας. Σ’ ένα τέτοιο σκηνικό ποιος κερδίζει και ποιος χάνει έχω δίπλα μου βουνό κι από πίσω μου λιμάνι. ΦΥΓΗ Σ’ ένα όνειρο βαθύ τη σκιά σου κυνηγάω δεν θυμάμαι τη μορφή μα ακόμη σ’ αγαπάω. Η ανάσα σου μπορεί τη σελήνη να γλυκάνει κι η ζωή σαν ιαχή τον αέρα να τρελάνει. Σε μια τέτοια εποχή όλα μοιάζουνε χαμένα είναι λάθος η στιγμή και τα λόγια προδομένα. Βυθισμένος στο χαρτί κάτι γράμματα σου γράφω ραγισμένο το γυαλί, με το αίμα υπογράφω. Ένα τρένο αδειανό αναμνήσεις κουβαλάει κι απ’ το τζάμι το θολό η ζωή μάς χαιρετάει. Στην ομίχλη των καιρών η αγάπη μοιάζει ρίσκο σ’ ένα θέατρο σκιών μια σε χάνω μια σε βρίσκω. Όταν έρχεσαι εσύ εγώ πάντοτε θα φεύγω σαν τρεμάμενη ψυχή το παρόν θα αποφεύγω. Όταν έρχομαι εγώ εσύ τη φωτιά θα σβήνεις σ’ έναν άγνωστο θεό το κορμί σου θα αφήνεις. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Όταν ο άνθρωπος περνά από την πόρτα της ζωής του βλέπει τον κόσμο μια σταλιά και νιώθει ρίγος στην ψυχή του. Όταν ο άνθρωπος μπορεί να δραπετεύει κάθε μέρα ποτέ δεν νιώθει την πληγή που του ανοίγει μία σφαίρα. Όταν ο άνθρωπος γερνά μπαίνει στο βάθος του χειμώνα εκεί που πάγους συναντά από το ψύχος του αιώνα. Όταν ο άνθρωπος νικά τις παραισθήσεις του μυαλού του απ’ την αρχή ξαναπατά τα μονοπάτια του κορμιού του. Είναι ο άνθρωπος πουλί, μέσα στον ίλιγγο πετάει μα όταν πιάνει η βροχή, σε ένα δέντρο ακουμπάει. Είναι ο άνθρωπος φωτιά που κατακαίει τα λιβάδια μα όταν βρει μια αγκαλιά κοιμάται ήσυχα τα βράδια. ΑΝΑΓΚΗ Αν ήμουν κάτι από αυτά που εσύ ποτέ σου δεν θα μάθεις δεν θα υπήρχανε θεριά στον πάνω κόσμο να δαμάσεις. Άμα δεν ήσουνα εσύ ο αρλεκίνος που δεν ξέρω θα είχα δυνατή φωνή το όνομά σου να προφέρω. Αν ήμουν ένας απ’ αυτούς που δεν χρειάζονται συστάσεις η αφροσύνη του κορμιού θα έπαιρνε πάντα παρατάσεις. Άμα δεν ήσουνα σκιά στα όνειρά μου να σε βάλω όλα θα ήταν φωτεινά μέσα στον κόσμο τον μεγάλο. Κι αν όλα αυτά που ιστορώ μοιάζουν καράβια μεθυσμένα όμως ποτέ δεν θα σου πω τα συναισθήματα για σένα. Κι αν η ανάγκη να πιαστώ από δυο λόγια που δεν είπες μου ξεριζώνει το μυαλό και η ψυχή γεμίζει λύπες. ΟΥΤΟΠΙΑ Απόγευμα, το σούρουπο βαρύ το μέλλον μου το έχω ντύσει πρόχειρα μεγάλωσα, αντέχω τη βροχή κεντάω στο χαρτί φτηνά εργόχειρα. Τα λόγια μου, αδιάφορα ηχούν ο έρωτας σκισμένο διαβατήριο αδιέξοδο, οι μνήμες μ’ οδηγούν σ’ ένα τρελό αφόρητο μαρτύριο. Μεσάνυχτα, ο κόσμος μια σταλιά ανάμεσα στη γη και στον παράδεισο παράτολμα μου σφίγγεις τη θηλιά ξημέρωσε κι εγώ πατώ στην άβυσσο. Ο φόβος μου, βαδίζει σε σκοινί κι ισορροπεί στην κόψη του ανεξήγητου κατάμονη και άρρωστη φωνή μιλάς στη μοναξιά του ανεκδιήγητου. Χάρτινα όνειρα, χάρτινα φεγγάρια πέφτω σ’ απόνερα, σε σβηστά φανάρια ψάχνω τα ίχνη σου σε κλειστά τοπία έξω φυσάει χαμό και ουτοπία. ΣΑΒΒΑΤΟ Σάββατο κοιτάς απ’ το παράθυρο όλη τη ζωή σου σε ριπλέι δρόμοι καρμανιόλες κι ένας άνεμος κάτω απ’ το υπόστεγο να κλαίει. Σάββατο μια λέξη ακατανόητη βγαίνει από στόμα μεθυσμένου σβήνω στο τασάκι αποτσίγαρα και τη μοναξιά του ηττημένου. Σάββατο φιγούρες στα αζήτητα στήνουνε χορό της ουτοπίας βράδια βουτηγμένα στο οινόπνευμα και στον πυρετό της εφηβείας. Σάββατο απόλυτο αδιέξοδο λέξεις κρεμασμένες στη σελήνη λάδια και βενζίνες στο οδόστρωμα λιώνω στο νερό μια ασπιρίνη. Σάββατο φθαρμένη υποσημείωση μέσα στο τετράδιο του χρόνου άγνωστη φωνή χωρίς ταυτότητα στη διαπασών του μικροφώνου. ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ Ποιος δάγκωσε του έρωτα το κόκκινο το μήλο. ποιος έβαλε το άρωμα του κόσμου σ’ ένα φύλλο. Ποιος έφυγε μεσάνυχτα και ήρθε μεσημέρι ποιος χάιδεψε την άνοιξη με παγωμένο χέρι. Ποιος φώτισε του δώματος τα άδυτα σκοτάδια ποιος γέμισε με χρώματα τα χιονισμένα βράδια. Ποιος άκουσε χαράματα τη θλίψη που γελούσε ποιος είδε τη μετέωρη κοιλάδα που ριγούσε. Ποιος κέρδισε το στοίχημα και έχασε το σώμα χωρίς κανένα αντάλλαγμα θα σ’ αγαπώ ακόμα. ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ Παράθυρο στη λογική ζητώ στις τρεις το βράδυ μα όταν κλείνει η φυλακή μπουκάρει το σκοτάδι. Ανάμεσα σε δυο κελιά ορθώνεται ένα τείχος και τα δικά σου τα φιλιά διαπερνά το ψύχος. Ηχεία στη διαπασών σιωπές των αγαλμάτων Ελλάς των πέντε θαλασσών και των πολλών κυμάτων. Η μνήμη θέλει χορηγό κι ο έρωτας μπαστούνι στο ίδιο έργο ναυαγώ τις νύχτες του Ιούνη. Δωμάτια αλκοολικά και δρόμοι καρμανιόλες αυτό που μένει τελικά δυο λέξεις όλες κι όλες. ΙΛΙΓΓΟΣ Αγρίεψε το όνειρο και πέφτει να πνιγεί στα κύματα που τρέχουν μανιασμένα ορθώνεται στον τοίχο ένα πελώριο γιατί ερίζουν τα οικεία από τα ξένα. Ανέμισα διάφανη σημαία πλαστική και έβγαλα στη φόρα τα γραμμένα ανάμεσα στο τίποτα και στην οχλοβοή υπάρχει ένα μέρος και για μένα. Ανήμερα της άνοιξης ξεσπάει μια βροχή και λούζει του θανάτου τους κρατήρες η μοναξιά του σώματος φωτίζει την πληγή κι ανοίγει τα καπάκια από τις μπύρες. Ενίοτε τα λάθη μου γυρεύουν αφορμή σαν ύαινες να με κατασπαράξουν κι οι έφηβοι τα κάγκελα πηδάνε με ορμή του σύμπαντος το χάος να ταράξουν. Είναι τα απογεύματα που τρέχω να κρυφτώ στου ίλιγγου την πιο ωραία ζάλη και πίσω μου το πέλαγος ανοίγεται βουβό θυμίζοντας την ώρα τη μεγάλη. ΑΡΝΗΣΗ Απαίτησα λιγάκι απ’ τη ζωή μου μια όαση με καθαρά νερά συνάντησα τη νύχτα της ερήμου στον άνεμο να δίνει μαχαιριά. Απαίτησα το τέλος του χειμώνα μια άνοιξη με διάφανο κορμί συνάντησα στο μπαρ ένα θαμώνα μεσάνυχτα μονάχος να θρηνεί. Απαίτησα στον ύπνο μου τα βράδια τα όνειρα να γίνονται λευκά συνάντησα ατέλειωτα σκοτάδια να πνίγουν της ψυχής μου τον νταλκά. Απαίτησα ένα ολόγιομο φεγγάρι του δρόμου να φωτίζει τις σκιές συνάντησα της μνήμης το κουφάρι να λιώνει απ’ του καιρού τις χαρακιές. Απαίτησα να έρθεις πιο κοντά μου να πιω του έρωτά σου το φιλί συνάντησα μια άρνηση μπροστά μου το βλέμμα σου να γίνεται απειλή. ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Είναι οι μέρες μου μονότονα ταξίδια για το Μαρόκο, το Περού, τη Νότια Κίνα μα το απόγευμα γυρνάω ξανά στα ίδια και ξαναβγαίνω για καφέ στην Ελευσίνα. Είναι οι νύχτες μου του δρόμου ερωμένες κάνουνε πιάτσα σε πολύβουα λιμάνια απ’ τους ανθρώπους και τη μοίρα ξεχασμένες και τα χαράματα κοιμούνται σε ντιβάνια. Είναι οι ώρες μου μια ψεύτικη συνήθεια σβήνω τα ίχνη της κι αυτή μ’ ακολουθάει πώς καταντήσαμε, ποια είναι η αλήθεια κι ο ουρανός είναι βαρύς, δε βοηθάει. Είναι τα χρόνια μου υπόγεια σφαιριστήρια πάντα χαμένος θα ‘μαι από το παιχνίδι όλη η ζωή μου προσφορά σ’ ενοικιαστήρια κόβω τον γόρδιο δεσμό μ’ ένα ψαλίδι. Έξω σφυρίζουνε της θύμησης τα τρένα είναι σκληρή η μοναξιά χωρίς εσένα μέσα στα ποιήματα σε ψάχνω τον χειμώνα πέντε αιώνες και δε φάνηκες ακόμα. ΛΕΥΤΕΡΙΑ Λευτέρωσε τα όνειρα να βγουν απ’ τα υπόγεια να ζήσουν ένα βράδυ της άνοιξης το άρωμα της Κυριακής το χάραμα και διώξε το σκοτάδι. Λευτέρωσε τα κύματα και πνίξε τα προσχήματα στη φόρα του αέρα η θλίψη έχει όριο το λάθος περιθώριο ν’ αλλάξει σε μια μέρα. Λευτέρωσε τον έρωτα να βγει απ’ τα ξενέρωτα τα ράφια της βιτρίνας στους δρόμους ειν’ τα θαύματα χορεύουνε τα τραύματα στον ήχο μιας Σειρήνας. Λευτέρωσε τα θέλω σου των «πρέπει» το μπουρδέλο σου βάλε το στη γωνία ξεπλήρωσε το θάνατο μ’ ένα φιλί αθάνατο και βγάλτον στην πορνεία. Η τυραννία του μυαλού είναι βαρίδι άσε τη σκέψη επιτέλους μοναχή να περπατήσει με σανδάλια στη βροχή αυτά που είχα να σου πω, στα είπα ήδη. ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ Είμαι εντός κι απ’ έξω μένω δεν έχω σπίτι και κοιμάμαι σ’ ένα δυάρι νοικιασμένο και την ανάσα μου φοβάμαι. Είμαι εδώ και παραπέρα μέσα στα έγκατα της πόλης έχει νυχτώσει κι είναι μέρα ζω σε αρχαίες ακροπόλεις. Είμαι παντού αλλά και λείπω σ’ ένα παγκάκι μένω απόψε έχω φυτέψει έναν κήπο τον εαυτό μου αν θέλεις κόψε. Είμαι στο φως και στο σκοτάδι μια αντανάκλαση του ήλιου πάω να πιω κι αυτό το βράδυ στο ταβερνάκι ενός φίλου. Όλα καλά και όλα χάλια τίποτα πλέον σταθερό γι’ αυτό κι εγώ αποχωρώ μα ξαναμπαίνω στο χορό κι ανοίγω άλλα δυο μπουκάλια. ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ Έρωτας απ’ τα μανταλάκια κρέμεται αυτό το καλοκαίρι βγάζω γλυκό απ’ τα βαζάκια δίνω στη θάλασσα το χέρι. Ρίχνω τα μάτια μου στον ήλιο πύρινη λάμψη με τυφλώνει πιάνω κουβέντα μ’ ένα φίλο για της αγάπης το αφιόνι. Μέσα σε τόσες αντιφάσεις βρίσκω μια ιδέα που με σώνει απ’ την πηγή θα ξεδιψάσεις αν οδηγείς χωρίς τιμόνι. Κάθομαι κάτω από την τέντα ρίχνω νερό μες στο ποτήρι είμαι νεκρός, δε λέω κουβέντα κάνω στο νου μου χαρακίρι. Όποιος περνάει τη ζωή του από την τρύπα μιας βελόνας πάντα τον βρίσκει ο χειμώνας ν’ ακροβατεί στη θύμησή του. ΣΑΒΒΑΤΟ Σάββατο σβησμένο αποτσίγαρο μέσα στο τασάκι του χειμώνα άνθρωποι περνάνε από δίπλα μου ξύπνησαν και άλλαξαν αιώνα. Σάββατο χαμένο διαβατήριο ρούχο απ’ το πανέρι των εμπόρων θύμα της ασφάλτου πάλι γίνομαι λεία και βορά των τροχοφόρων. Σάββατο μιλάς με την πανσέληνο ρίχνεις ένα κέρμα στο πηγάδι σέρνονται οι ψυχές μέσα στην άβυσσο δύσκολα περνάει κι αυτό το βράδυ. Σάββατο αδιάβαστο τετράστιχο πάνω σε εισιτήριο του τρένου θάνατο μυρίζεις και οινόπνευμα λόγια από στόμα μεθυσμένου. Σάββατο τι θέλεις από μένανε είμαι ναυαγός αρχαίου στόλου μέσα στο βυθό σου απόψε πνίγομαι και στη μοναξιά του κόσμου όλου. ΨΕΜΑ Παράξενο φθινόπωρο δυο βήματα απ’ τον Άδη χάθηκες στο σκοτάδι χωρίς να πεις μιλιά. Τα χρόνια που σου έδωσα τα πήρε όλα η νύχτα τα ζάρια τώρα ρίχτα σε ξένη αγκαλιά. Χαράματα στην άσφαλτο κοιτώντας το φεγγάρι η μέρα θα σε πάρει δε θα σε ξαναδώ. Στους δρόμους αυτοκίνητα βρισιές και διαφημίσεις έλα να με φιλήσεις πριν να σε ονειρευτώ. Ζωή του μεροκάματου αγάπη της αλμύρας σ’ ένα κουτάκι μπίρας βυθίζω τον καημό. Τραγούδια, ραδιόφωνα όλα μιλάν για σένα δώσε μου ένα ψέμα κι ας πέσει στον γκρεμό. ΕΡΩΤΑΣ Έρωτας μέσα στη βροχή σου έδωσε το χέρι κι εσύ αντί για ευχαριστώ του κάρφωσες μαχαίρι. Έρωτας βάζει πυρκαγιά και σου ‘καψε τα χείλη κι αντί να σβήσεις τη φωτιά άναψες το φιτίλι. Έρωτας μες στη παγωνιά με χάδια σε ζεσταίνει κι εσύ τον βάζεις στη γωνιά γυμνό να περιμένει. Έρωτας ρίχνει τουφεκιά στο πόδι σε λαβώνει κι αντί να δέσεις την πληγή την πλένεις με το χιόνι. Απόψε πιες τα στην υγειά της προδοσίας κι αύριο φίλησε τα χείλη της καθώς είσαι αιχμάλωτος στη μέση μιας θυσίας είναι ο έρωτας και φίλος και εχθρός. Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ Όταν κρύψει ο ήλιος την ομορφιά σου δως μου το κατακάθι απ’ τα φιλιά σου. Όταν σε δω να φεύγεις μη μου μιλήσεις μόνο τη μοναξιά σου να μου χαρίσεις. Όταν όλα τα βράδια κάτι σου λείπει πάρε τα όνειρά μου διώξε τη λύπη. Όταν τον εαυτό σου τον καταστρέψεις έλα ξανά σε μένα να τον γυρέψεις. Όταν ο κόσμος όλος γίνει κομμάτια θα ‘χεις να τον κοιτάζεις τα δυο μου μάτια. Όταν ο κόσμος όλος γίνει παγίδα θα ‘μαι ο ταξιδιώτης και η ελπίδα. ΜΙΣΗ ΖΩΗ Ο κόσμος είναι άδικος κι ο έρωτας κατάδικος κρυμμένος στη γωνία κι εσύ να ψάχνεις όριο στου νου το περιθώριο χωρίς ψυχή καμία. Η νύχτα θέλει αίματα κι η μέρα ξεμπερδέματα μαχαίρι και θυσία. κι εσύ σ’ ένα δωμάτιο πληρώνεις το γραμμάτιο και χάνεις την ουσία Ο χρόνος είναι άνεμος κι ο θάνατος ιπτάμενος στου δρόμου τα σφαγεία κι εσύ σε τρίτο πρόσωπο μιλάς με στυλ απρόσωπο χωρίς δικαιολογία. Η πόλη θέλει χρώματα φωτιά τα ξημερώματα κρασί και αμαρτία κι εσύ μια πιθανότητα μες στην αιωνιότητα να βρεις την ευτυχία. Μισή ζωή ολόκληρη φυγή ασπρόμαυρα φεγγάρια και μια σκιά να παίζει τώρα πια την τύχη σου στα ζάρια. Ο ΥΜΕΝΑΣ Στου κόσμου το τρελό το καρναβάλι ο άνεμος ο μόνος που νικά κι ο έρωτας μια χίμαιρα κρυμμένος στα εφήμερα γυρεύει απ’ τη ζωή σου δανεικά. Στου χρόνου τη σκληρή οφθαλμαπάτη ο φόβος πάντα βγαίνει νικητής κι ο άνθρωπος το πέρασμα στης νύχτας το συμπέρασμα με κλάματα στο τέλος της γιορτής. Στου δρόμου το ατέλειωτο ταξίδι νικάει της ασφάλτου η φωτιά κι εγώ της γης το άπειρο με βάδισμα ανάπηρο σκυμμένος σε κατάμαυρα χαρτιά. Οι νίκες και οι ήττες είναι ένα το πρόβλημα λοιπόν είναι αλλού στα θρύψαλα ενός μικρού γυαλιού που έκοψε του ήλιου τον υμένα. ΑΝ ΜΕ ΔΕΙΣ Αν με δεις να ξεφεύγω είναι μάλλον που φεύγω για αλλού στο τετράδιο σημάδια από άγονα βράδια του μυαλού. Αν με δεις να πεθαίνω είναι μάλλον που βγαίνω σ’ ένα φως μες στην έρημη χώρα είναι πέντε η ώρα ακριβώς. Αν με δεις να σωπαίνω είναι μάλλον που μπαίνω πιο βαθιά ραγισμένο το βάζο απ’ τη τσέπη μου βγάζω τα κλειδιά. Αν με δεις να δακρύζω είναι μάλλον που βρίζω τον καιρό κουρασμένα τα χρόνια να κουνήσω τα πιόνια δεν μπορώ. Δεν έχω αλήθεια να σου πω, δεν έχω ψέμα έξω φυσάει κι από ώρα ψιλοβρέχει ο ουρανός την αδικία δεν αντέχει μην την πουλήσεις την ψυχή σου σε κανένα. ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ Ήσουν εδώ κι έφυγες πάλι ήρθες για λίγο, λείπεις πολύ η μοναξιά πόσο μεγάλη μες στο σκοτάδι παίζει βιολί. Ήσουν νερό κι έγινες χώμα λόγια της άμμου στον ποταμό η ανατολή δεν έχει χρώμα πέφτει ο ήλιος σ’ έναν γκρεμό. Ήσουν φωτιά κι έγινες στάχτη αποκαΐδια σε μια στιγμή ο ουρανός μπροστά σε φράχτη βλέπει των άστρων την παρακμή. Ήσουν το φως κι έγινες βράδυ έσβησε η λάμπα στην οροφή η λησμονιά βάζει σημάδι όλα της μνήμης τα τιμαλφή. Ό, τι κι αν ήσουν, τώρα δεν είσαι ούτε του χρόνου μια αναλαμπή μέσα στο ποίημα τώρα πια κείσαι άγνωστης λέξης παραπομπή. ΕΚΤΟΣ Με την ταχεία της νυκτός φτάνω στα όρια του εκτός βγαίνω απ’ τη λίστα μπαίνω σε πλοίο της γραμμής όλα είναι ζήτημα τιμής τα λόγια σκίστα. Φεύγουμε αύριο γι’ αλλού στη μοναξιά ενός τρελού ρίχνουμε δίχτυα είμαστε η χώρα του παντός μα κατοικούμε προπαντός σε άδεια σπίτια. Με αυτοκίνητο μικρό σέρνω τον άνεμο νεκρό στη λεωφόρο γίνομαι η μύτη ενός καρφιού είναι το αγκάθι του σκορπιού θανατηφόρο. Αύριο ανοίγουμε πανιά για το τσουνάμι του ντουνιά χωρίς πυξίδα είμαστε γράμματα ψιλά που τα διαβάζεις με γυαλιά σ’ εφημερίδα. Είναι η ζωή μυστήριο χτυπάει σιωπητήριο μου έρχεται ναυτία διάτρητα τα όνειρα κι εσύ μες στα απόνερα να ψάχνεις την αιτία. ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ Θα σου καρφώσω στα μαλλιά τον ήλιο για να μπορείς στο σκοτάδι να λουστείς μα αν δαγκώσεις ένα σάπιο μήλο δε θα ‘χεις πια κάποιο θεό για φίλο ούτε σκοινιά από μένα να πιαστείς. Θα σου φορέσω ουρανό για μάτια για να μπορείς στο γαλάζιο να πνιγείς κι όλα τα λόγια θρύψαλα κομμάτια τέρμα οι όρκοι, τέρμα τα γινάτια πιάνει στεριά το βαπόρι της φυγής. Ο έρωτας φωτιά και σκόνη στου χρόνου το μπαλκόνι φουμάρει ένα παλιό χαρμάνι και θέλει να πεθάνει. Μα εγώ δε σε αφήνω μόνη να λιώνεις μες στο χιόνι τον άνεμο θα κυριέψω για να ‘ρθω να σε κλέψω. ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ Του Μάρτη τριαντάφυλλο, γαρύφαλλο του Μάη περσότερο από σένανε κανείς δε σ’ αγαπάει. Οι έρωτες περάσανε σαν σκόνη του αέρα σαρώσανε την άνοιξη, δεν έχει παραπέρα. Της μέρας αγριολούλουδο, της νύχτας πεφταστέρι περσότερο από σένανε κανένας δε σε ξέρει. Οι έρωτες περάσανε κι αφήσανε σημάδια σου πήραν το χαμόγελο, σε ρίξαν στα σκοτάδια. Κι εγώ που δεν κατάφερα ποτέ να σε γνωρίσω μ’ ένα ποτήρι θάλασσα τη δίψα μου θα σβήσω. ΤΑ ΑΝΕΙΠΩΤΑ Το ναι της βεβαιότητας το δεν της ματαιότητας στο ίσως σκαρφαλώνουν να σώσουν τα προσχήματα απ’ τα πυροτεχνήματα που τα περικυκλώνουν. Ο νόμος της βαρύτητας το γκάζι της ταχύτητας στο δρόμο προχωράνε να πέσουν σε διάζωμα να κάνουν παιδομάζωμα σε όσους αγαπάνε. Κυνήγησα το άπειρο κι έπεσα σε ανάπηρο πλανήτη της δεκάρας κατάφερα το τίποτα με πνίξαν τα ανείπωτα τραγούδια της κιθάρας. ΣΤΡΑΦΙ Να ακουμπάς τις χαραυγές και να σε πνίγει ο αέρας κι όταν την άνοιξη ζητάς να σ’ αγκαλιάζει ένα τέρας Να δίνεις τόπο στην οργή και να σ’ αρπάζει ένα μίσος κι όταν τον έρωτα υμνείς να σε κυκλώνουνε τα ίσως Να δραπετεύεις απ’ το χθες αλλά στο σήμερα να λιώνεις κι όταν νομίζεις πως νικάς τον εαυτό σου να καρφώνεις Να έχεις φίλο το Θεό αλλά το διάβολο σημαία κι όταν παράδεισο κοιτάς να σε κολάζει μια ιδέα Φτάνει η άνοιξη αργά το καλοκαίρι πήγε στράφι του φθινοπώρου τα φιλιά ξεχειμωνιάζουνε στο ράφι ΚΑΤΑ ΛΑΘΟΣ Σ’ έναν κόσμο αδιάφορο που δεν ξέρει πού πάει την ασχήμια του έκανα οδηγό και σημαία περπατώ ολομόναχος μες στην έρημη πόλη και μαζεύω απ’ την άβυσσο μια σπασμένη κεραία. Σ’ έναν κόσμο ανάπηρο που βαδίζει στο χάος στην αγρύπνια μου έδωσα διαστάσεις θριάμβου ξενυχτώ στο δωμάτιο και με βρίσκει η μέρα να πετάω αποτσίγαρα στα χωράφια του κάμπου. Σ’ έναν κόσμο περίεργο που δεν έχει αργίες του ζητώ μεροκάματο και μου δίνει ξυράφι κατοικώ σε διώροφο με κομμένο το ρεύμα ονειρεύομαι έρωτες, μα ξεμένω στο ράφι. Σ’ έναν κόσμο αναίσθητο που ‘χει χάσει το χρώμα διακρίνω ξεκάθαρα μια φωνή στο σκοτάδι οδηγώ δίχως δίπλωμα στις υγρές λεωφόρους με αρπάζει ο άνεμος, με πετά στο πηγάδι. Κατά λάθος σε γνώρισα, κατά λάθος σε χάνω μια τυχαία συνάντηση, μια τυχαία φυγή κι η ζωή ένα στοίχημα που ποτέ δεν το πιάνω είναι έξω χαράματα και με πνίγει η βροχή. ΜΝΗΜΕΣ «Θυμήσου τα ωραία καλοκαίρια που έκανες βουτιές στον ουρανό ζωγράφιζες καράβια στο κενό και φύτευες τον ήλιο στα παρτέρια. Θυμήσου του φθινόπωρου τα βράδια που έσταζαν σκουριά και καταχνιά κλεισμένη μες στο σπίτι απ’ τις εννιά ψηλάφιζες του τοίχου τα σκοτάδια. Θυμήσου του χειμώνα τα ταξίδια που κάναμε στις πίστες του χιονιού μετά στον καναπέ του σαλονιού σκαρώναμε ακατάλληλα παιχνίδια. Της άνοιξης θυμήσου τον αέρα που μύριζε αλκοόλ και γιασεμί η νύχτα σπαρταρούσε από ηδονή και άπλωνε τα δίχτυα της η μέρα.» «Γιατί δεν πας απέναντι να βρεις τη μοναξιά γιατί μετράς τον έρωτα με μνήμες και χαρτιά; Ποιος είπε πως οι όμορφες στιγμές θα διαρκούν μες στην αιωνιότητα και θα μας κυβερνούν;» ΜΕΡΙΔΙΟ Έξω φυσάει, δεν υπάρχεις πουθενά μέσα στην πόλη τ’ αυτοκίνητα περνάνε κρύο κι απόψε την ψυχή μου διαπερνά και της αλήθειας μου τα πλάνα όλα σπάνε. Γκρίζα τα σπίτια, έχει αρχίσει η βροχή κοιτώ ψηλά στον ουρανό μία σημαία είναι αλλόκοτη αυτή η εποχή ψάχνω τα ίχνη σου στην άδεια προκυμαία. Μου ‘λεγες θα ‘ρθουνε Δευτέρες φωτεινές σου ‘λεγα όλες οι Δευτέρες είναι ένα κανείς δεν ξέρει ποιος ορίζει τις στιγμές και τι θα φέρουνε οι μέρες στον καθένα. Μου ‘λεγες είναι ο καιρός μια αναλαμπή σου ‘λεγα όλοι οι καιροί είναι το ίδιο ό, τι δε χάθηκε θα έρθει να σε βρει βάλε σημάδι και περίμενε μερίδιο. ΤΑΞΙΔΙΑ Αλήτευες τα βράδια στο Χαλέπι και διάβαζες του Όμηρου τα έπη πρωί ακροβατούσες στην Περσία και γνώριζες του κόσμου τη σοφία. Καθόσουνα στη Λιλ τα μεσημέρια και άκουγες της δύσης τα χαμπέρια στη Γάνδη τ’ απογεύματα μεθούσες την άνοιξη να πιάσεις δεν μπορούσες. Χαμένη στις σκιές του Βερολίνου θυμόσουνα το άγγιγμα εκείνου στους δρόμους τώρα είσαι της Βεγγάζης κανείς δε σε ακούει, μη φωνάζεις. Στο Τόκιο τον έρωτα γυρεύεις με κόκκινες μπογιές τον μασκαρεύεις γυρνάς αγκαλιασμένη στο Καράκας μαζί μ’ ένα υποκείμενο της πλάκας. Τώρα ανεβαίνεις σ’ άδειο φορτηγό χαράματα και πας στον ουρανό οι θύτες κι οι αστοί σε χαιρετούν κι οι νύχτες απ’ το χέρι σε κρατούν. ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ Είναι μέρες που παιδεύομαι είναι νύχτες που τρελαίνομαι είναι ώρες που βυθίζομαι είναι χρόνια που γκρεμίζομαι. Είναι λόγια που φωνάζουνε είναι λέξεις που με σφάζουνε είναι μέτρα που βουίζουνε είναι ρίμες που με βρίζουνε. Είναι πάθη που κοχλάζουνε είναι λάθη που λιμνάζουνε είναι φίλοι που μ’ αρνήθηκαν είναι ιδέες που νικήθηκαν. Είναι μάτια που σκοτείνιασαν είναι χείλη που ωρίμασαν είναι μνήμες που κλειδώθηκαν είναι σκέψεις που σταυρώθηκαν Είναι η γη που καίει η μοναξιά που παραπαίει είναι η οσμή του χρόνου η σιγουριά του δολοφόνου. ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ Καρφώθηκες στην άκρη της σελήνης τα σύννεφα σου πλέκουν τα μαλλιά μονάχη μες στο σύμπαν της οδύνης γυρεύεις του απείρου τα φιλιά μα εσύ ποτέ δεν έμαθες να δίνεις. Ο χρόνος σού μαζεύει τα κομμάτια φτηνές στιγμές μιας άχαρης ζωής τον κόσμο τον κοιτάς με ξένα μάτια θα ήθελες το φως μα δεν μπορείς είναι αργά για αγάπες και γινάτια. Περάσανε γοργά τα καλοκαίρια χειμώνες σου παγώσαν την ψυχή στην άβυσσο κουνάς τα δυο σου χέρια τον έρωτα ζητάς απ’ την αρχή μα οι άγγελοι ακονίζουν τα μαχαίρια. Στο είδωλό σου βλέπεις τη Σαλώμη γυναίκα μιας μοιραίας εποχής τις νύχτες περπατά σε άσπρο χιόνι τις μέρες στην παλάμη της βροχής και σε κοιτά κρυφά απ’ το μπαλκόνι. Μείνε εκεί που είσαι, μη γυρίζεις άλλωστε εδώ πού να κρυφτείς δυόσμο και θυμάρι μου μυρίζεις άδικα το νου σου χαραμίζεις βγες στον ουρανό να ονειρευτείς. ΑΝΤΙΒΑΡΟ Δώσε μου ένα όνειρο για να μπορώ να ζήσω μία μικρή αναλαμπή κάτι σαν φως στην παρακμή το χρόνο να γυρίσω. Δώσε μου ένα αντίβαρο στου κόσμου τη ραστώνη να βγουν στη φόρα οι χαρές να στολιστούν οι ομορφιές ο νους να μην κρυώνει. Δώσε μου ένα κίνητρο να δείξω πως αντέχω του αρχαγγέλου τη ματιά του ουρανού την ξαστεριά βαρίδια να μην έχω. Δώσε μου ένα είδωλο να βλέπω στον καθρέφτη όταν ξυπνώ τα πρωινά κι έχω τα μάτια μου γυμνά κι όταν σκοτάδι πέφτει. Ξέχνα τα λόγια τα μεγάλα τις υποσχέσεις μες στη γυάλα να τις βυθίσουμε έλα να βγούμε στον αέρα να κοινωνήσουμε τη μέρα και ας χωρίσουμε. ΟΠΤΑΣΙΑ Μέσα σε χίλια ποιήματα την άνοιξη γυρεύω έχουν σκουριάσει οι εποχές, μονάχος μου χορεύω. Όλα τ’ ανεμολόγια μου λεν πως θα γυρίσεις χειμώνες και φθινόπωρα ξανά να μου χαρίσεις. Είχα ξεχάσει προ πολλού πώς είναι η μορφή σου σε είδα να χαμογελάς στο τέρμα της αβύσσου. Οι άγγελοι σου χάιδευαν τα κόκκινα μαλλιά σου μη φεύγεις, δεν τα είπαμε, μείνε λιγάκι, στάσου. Μέσα σε αποφθέγματα τον έρωτα ζητάω είναι βαθιά μεσάνυχτα, δεν έχω πού να πάω. Όλα τα οδοφράγματα μου λεν πως θα περάσεις από τη ζώνη του πυρός εμένα ν’ αγκαλιάσεις. ΞΗΜΕΡΩΣΕ Μόλις σταμάτησε να πέφτει η βροχή κι εσύ τις αμαρτίες σου μαζεύεις θεριό ανήμερο ο κόσμος και κραυγή σε μένανε θα βρεις ό, τι γυρεύεις. Αχαρτογράφητο το φως του δειλινού οι θύτες την ψυχή σου μαγαρίζουν κι εσύ ξυπόλητη στα δίχτυα του κενού μου λες αυτά τα λόγια που θερίζουν. Σε θέλω τώρα ή ποτέ ξημέρωσε κι ακόμα πίνω απ’ το καλώδιο του ΟΤΕ τη μοναξιά μου σου τη δίνω. ΛΟΓΙΑ Κοντεύω να ξεχάσω ότι ζω γυρίζω στις πλατείες τα χαράματα μονάχος με το σώμα μου μιλώ και παίζω την ψυχή κορώνα γράμματα. Μετρώ τη μοναξιά μου στο χαρτί ζητώ παρηγοριά μες στα ποιήματα το τέλος είναι εδώ και δεν αργεί με πνίγουν κάτι ηλίθια διλήμματα. Πηγαίνω κάθε βράδυ στο σταθμό τα τρένα προσπερνάνε με ταχύτητα χορεύω στης κραιπάλης το ρυθμό συντρίβομαι στου χρόνου τη βαρύτητα. Καρφώνω το φεγγάρι στο κενό φωτίζοντας του σύμπαντος τα πέρατα κι αυτό το παραμύθι σου φτηνό ξορκίζει τους αγύρτες και τα τέρατα. Λόγια ολόγυμνα, λόγια του αέρα όλα είναι θάνατος εδώ και παραπέρα. Λόγια του τίποτα, λόγια με ενέσεις ό, τι κι αν κάνεις στο φινάλε θα πονέσεις. ΠΑΘΙΑΣΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ Περιμένεις μονάχη ένα τρένο φυγής τα χαράματα πίνεις το νερό της αυγής σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο που δεν ξέρει τι θέλει είσαι φως ανοιξιάτικο που μεθούν οι αγγέλοι. Παίζεις πάλι στα ζάρια τη φτωχή σου ζωή είσαι αμίλητη πάντα στου καιρού τη βοή δεν πιστεύεις σε θαύματα, δεν υπάρχουν σωτήρες μα για σένα ανοίγουνε του παράδεισου θύρες. Κολυμπάς στης αβύσσου τη μεγάλη φωτιά γίναν στάχτη τα λόγια και καμένα χαρτιά στου μυαλού τ’ αδιέξοδα κάθε βράδυ γυρίζεις το πρωί αδιάφορα στο γραφείο σφυρίζεις. Ακροβάτης ο χρόνος και λυμένος ο πόνος μην κοιτάς τα σκοτάδια με τα μαύρα γυαλιά το φεγγάρι θα δύσει κι ένας ήλιος θ’ ανθίσει η αγάπη γυρεύει παθιασμένα φιλιά. ΣΤΑ ΖΑΡΙΑ Στο χείλος της αβύσσου σε είδα μοναχή να λάμπεις σαν διαμάντι μετά από τη βροχή. Σου άπλωσα το χέρι, μου έδωσες χολή και κάτω απ’ το φεγγάρι να παίζει ένα βιολί. Τις μέρες του Γενάρη στ’ αστέρια ακουμπάς τις νύχτες του Ιούλη στον ήλιο κολυμπάς. Σου άγγιξα το σώμα, τραβήχτηκες πιο κει είναι η γη πηγάδι, το σύμπαν φυλακή. Φύγε προτού γυρίσεις, έλα πριν να χαθείς καλύτερα στον άσσο, παρά να μ’ αρνηθείς. Παίξε το νου στα ζάρια, διώξε τη λογική ο έρωτας νικάει, αρκεί να είσαι εκεί. ΕΜΦΥΤΗ ΡΟΠΗ Ηλία Λάγιε, σε βλέπω απ’ το μπαλκόνι να κάνεις σάλτο απελπισμένο στο κενό τα ποιήματά σου κάθε βράδυ κοινωνώ και με σκοτώνει της γραφής σου το αφιόνι. Σε ένα δώμα στους Αγίους Αναργύρους Αλέξη Ασλάνογλου, σε βρήκανε νεκρό αποκομμένο από του κόσμου τον συρμό δίπλα σε στίχους, σε καρφιά και σε αγίους. Τώρα τι μου ‘ρθε κι όλα αυτά τα αραδιάζω ίσως να έχω μία έμφυτη ροπή για κάτι ομότεχνους που έχουνε γραφεί τόσα και τόσα και νομίζω πως τους μοιάζω. ΑΠΩΝ Αν έχεις μνήμη ας τη να φύγει αν έχεις δρόμο έχω γκρεμό τρύπια σημαία νύχτα λαθραία δίνω αγάπη παίρνω χαμό. Αν έχεις χρόνο σου δίνω πόνο αν έχεις χώρα έχω φυγή λόγια ξυράφι μένω στο ράφι δίνω τα πάντα παίρνω οργή. Κι έτσι λοιπόν είμαι απών δε με πιστεύει κανένας πια βάζω φωτιά καίω χαρτιά μπαίνω σε βάρκα χωρίς κουπιά. Κι έτσι λοιπόν είμαι απών χωρίς πατρίδα χωρίς ψυχή πέφτει βροχή στάζει η πληγή το σύμπαν όλο θα εκραγεί. Ο ΚΟΣΜΟΣ Καθαρός ουρανός είναι ο κόσμος εκτός μα βαθιά στην ψυχή ψιλοβρέχει σφραγισμένα κελιά με κυκλώνουν αλλά όποιος χάνει τα πάντα, αντέχει. Βουτηγμένος στο φως είναι ο κόσμος αυτός μα τις νύχτες γλιστρά στο πηγάδι φοβισμένα κορμιά με αγγίζουν ξανά και μ’ αφήνουν το ίδιο σημάδι. Είναι ο κόσμος μικρός κι ο αέρας ζεστός σ’ έναν κύκλο γυρίζει η ζωή μου μα στο τέλος νικά η ψυχή που πονά παρ’ τη λύπη και έλα μαζί μου. ΜΝΗΜΗ Έξω φυσάει μανιασμένα μα η μορφή σου αυτό το βράδυ έρχεται μέσα στα σκοτάδια και μου ζητάει ένα χάδι. Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά σου ο ουρανός σου γερασμένος από τα σύννεφα της λήθης και σε κοιτάω σαστισμένος. Ήταν ο έρωτας μια πλάνη δεν είχα άστρο να σου δώσω πέρασαν γρήγορα τα χρόνια μα δε σε ξέχασα ωστόσο. Απόψε που σε ξαναβλέπω έχεις μια λάμψη που σκοτώνει ό, τι ξανάρχεται δε φεύγει ό, τι αγαπάμε δεν τελειώνει. Άσε με να ‘μαι στη ζωή σου μια φωτεινή μελαγχολία το ανοιχτό παράθυρό σου και μια υπαίθρια συναυλία. ΑΛΚΟΟΛΟΥΧΟΣ ΕΡΩΤΑΣ Αφήστε με να λυτρωθώ σ’ ένα μπουκάλι μπύρα ανίκητος ο θάνατος κι ο έρωτας αλμύρα την άνοιξη να υποδυθώ μήπως και σε κερδίσω το αίνιγμα της ομορφιάς εγώ να σου το λύσω. Αφήστε με να ξοδευτώ στου αλκοόλ τη βρύση να ρέει οίνος άφθονος κι η νύχτα να κρατήσει να πέσω κάτω ανάσκελα μήπως και μπερδευτούμε ν’ ανθίσουνε οι θάλασσες, στα βάθη ν’ ανοιχτούμε. Κι όταν θα ξεμεθύσω θα είναι μεσημέρι μ’ ένα παλιό μαχαίρι τον έρωτα θα ξύσω. Η ΚΑΥΤΡΑ Είναι μεσάνυχτα και κάτι μέσα σε μια οφθαλμαπάτη βλέπω τα μάτια σου που κλαίνε και για τον έρωτα μου λένε. Από το χρώμα της σελήνης κλέβω τη λάμψη της οδύνης μπαίνεις σαν σφήνα στο μυαλό μου και ακουμπάς το όνειρό μου. Είναι μερόνυχτα που θέλω να δύω και να ανατέλλω μες στα σκοτάδια του κορμού σου και στα υπόγεια του νου σου. Έξω στην άδεια πολιτεία γράφω με άσπρη κιμωλία τις υποσχέσεις της αγάπης πάνω στους τοίχους της απάτης. Δως μου την καύτρα ενός φιλιού να ταξιδέψω για αλλού στου ουρανού τις ξαστεριές και στου απείρου τις στεριές. Σ’ ΕΝΑ ΔΥΑΡΙ Ζω σ’ ένα δυάρι χρόνια δέκα οκτώ είναι ετοιμόρροπο αλλά δεν το κουνώ. Όνειρα, ξενύχτια λόγια και φωνές τοίχοι που ξεφτίσανε εικόνες μαγικές. Ζω σ’ ένα δυάρι δίπλα στο σταθμό τρένα μου σφυρίζουνε κι εγώ τα χαιρετώ. Έρωτες, αγάπες πάθη, χωρισμοί φουλ το ραδιόφωνο και τίγκα η ζωή. Όλη η ζωή μου Βάθης – Αχαρνών ζω σε δυο δωμάτια αλλά είμαι απών. ΠΡΟΒΑ Χαράματα σ’ ένα σταθμό προβάρεις τη ζωή σου ξενύχτια, κρύα σώματα και φώτα της αβύσσου. Τα τρένα πάλι ξεκινούν ν’ αρπάξουνε τη μέρα κι εσύ καταναλώνεσαι με λόγια του αέρα. Τα μάτια σου διάφανες αυλαίες που ανοίγουν οι άγγελοι σου κλέβουνε τη λάμψη πριν να φύγουν. Στο δρόμο αυτοκίνητα τρακάρουν με τον πόνο κι εσύ χωρίς ταυτότητα εκδίδεσαι στο χρόνο. Πιάσε το σήμερα και βγάλε το στο φως είναι ο έρωτας της νύχτας αδερφός στάξε απ’ τα σύννεφα λίγη λησμονιά θα ‘ρθει η άνοιξη μέσα απ’ το χιονιά. ΔΥΟ ΚΥΤΤΑΡΑ Έξω στο δρόμο οι αλήτες τριγυρνούν κι έχουν στα μάτια τους μια φλόγα άγριας δύσης μου ‘λεγες θα ‘ρθουνε και χρόνια πιο καλά αρκεί την άνοιξη φτηνά να μην πουλήσεις. Άσωτοι άγγελοι ψηλά στον ουρανό πλέκουν στεφάνια με λουλούδια του θανάτου πάντα ρωτούσες αν υπάρχουνε πουλιά που μπαινοβγαίνουν στα μπαράκια του Σαββάτου. Μέσα σε υπόγεια παιδιά που ξενυχτούν κι έχουνε μάθει να ξεχνάνε τ’ όνομά τους όλα θα φτιάξουνε μου έλεγες συχνά όταν οι άνθρωποι αγαπήσουν τα κορμιά τους. Στον πάνω κόσμο κατοικούνε δυο ψυχές κανείς δεν τόλμησε ποτέ να τους μιλήσει έβαζες χρώματα στα σύννεφα του νου κι ένα πανί στη μοναξιά να αρμενίσει.. Έχουν αλλάξει οι εποχές κι είναι αργά πάλι να πάρουμε τα ίδια μονοπάτια μάζεψε τώρα από κάτω τα κομμάτια είναι ο έρωτας δυο κύτταρα νεκρά. ΣΩΤΗΡΙΑ Μόνος σε ένα καφενείο σαν του απείρου το πορνείο με δυο θαμώνες που καπνίζουν πίνουν αδιάκοπα και βρίζουν. Έξω η μορφή σου μαγκωμένη στου ουρανού την ειμαρμένη παίζει παιχνίδια με αγγέλους φτάνει στα όρια του τέλους. Μόνος σε ένα λεωφορείο σαν της ασφάλτου το θηρίο με δυο επιβάτες που μιλάνε για τον καιρό και ό, τι να ‘ναι. Έξω η φωνή σου σφηνωμένη σ’ ένα φεγγάρι καρφωμένη κρυφομιλάει στους πλανήτες και υποδύεται αλήτες. Έλα τώρα να σε σώσω το κορμί σου να καρφώσω στα πιο όμορφα σκοτάδια και στης άνοιξης τα βράδια. Έλα τώρα να σου δώσω όλα όσα θα πληρώσω για να σώσω την αγάπη απ’ του χρόνου την απάτη. ΣΤΑ ΑΔΥΤΑ Στου κόσμου τα ενδότερα θα σε εξερευνήσω να ρίξω φως στο θάνατο να σου τον αναστήσω. Κι ο χρόνος στην ατζέντα του να γράφει σημειώσεις περίπλοκους αλγόριθμους, στοιχεία και ενώσεις. Στα άδυτα του στεναγμού θα μπω για να σε σώσω το αχ της επανάστασης στον τοίχο θα καρφώσω. Κι ο χρόνος στα αζήτητα να μένει για αιώνες κλεισμένος σε δωμάτια, σε δίσκους και οθόνες. Στο χάρο δώσε κέρασμα και ασ’ τον να σε πάρει οι έρωτες ανθίζουνε κι εδώ και στο φεγγάρι. ΤΑ ΛΙΓΑ Σκέπασε η ομίχλη το πρωί όλα τα στενά της πολιτείας είμαι ο κομπάρσος μιας ταινίας από περασμένη εποχή. Ρίξε μου σκοινί για να πιαστώ από της αγάπης σου το ρίσκο ψάχνω να σε βρω μα δε σε βρίσκω μέσα στης αράχνης τον ιστό. Από τους Μουσώνες τ’ ουρανού πέφτει μια βροχή που με θερίζει κάπου ένα τρένο θα σφυρίζει μες στα ξημερώματα του νου. Δώσε μου σημάδια να σωθώ και μετά να πέσω στο κενό σου είσαι ο ιός μιας σπάνιας νόσου κι είμαι το κοράλλι στο βυθό. Άνθισαν οι κήποι της σελήνης μπαίνει ο Απρίλης για καλά πιάσε με σφιχτά, μη με αφήνεις διάλεξε τα λίγα απ’ τα πολλά. ΑΠ’ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ Φωνή μου ξεχασμένη και μουγκή ριγμένη στα σκουπίδια κανένας δεν υπάρχει να σου πει πως σ’ έχουν ζώσει φίδια. Ψυχή μου φοβισμένη και νωθρή μπλεγμένη στα σκοτάδια ο νους ακροβατεί σε μια στιγμή κι εσύ σε κρύα βράδια. Κραυγή μου πεταμένη στο κενό χωμένη στα υπόγεια του ίλιγγου το ποίημα θα σου πω και της φωτιάς τα λόγια. Ζωή μου κρεμασμένη στο σκοινί πνιγμένη στο ποτήρι η άνοιξη που ψάχνει να σε βρει θα κάνει χαρακίρι. Φεύγουν απ’ το λιμάνι χαράματα τα πλοία ανάβω για τσιγάρο μια άσπρη κιμωλία. Φεύγουν απ’ το λιμάνι χαράματα τα πλοία ανοίγω το συρτάρι και βγάζω τα βιβλία. ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΙΔΙΑ Πάλι στα ίδια ήρθαμε, κανένας δε ρωτά γιατί να ξαναζήσουμε το ίδιο καρναβάλι σκυμμένοι στις ιδέες μας και σε πολλά χαρτιά την πόλη θα φωτίσουμε με μια καινούργια ζάλη. Πάλι στα ίδια ήρθαμε, πάλι σε μια στιγμή τη νύχτα θα κυκλώσουμε μέσα σ’ ένα μπουκάλι κι όταν μεθύσει η άνοιξη και βγάλει μια κραυγή σημαίνει πως νικήσαμε τη θλίψη τη μεγάλη. Πάλι στα ίδια ήρθαμε, χωρίς αποσκευές όλα αυτά που ζήσαμε θα βγάλουμε στη φόρα με κρύα απογεύματα και με χλωμές βραδιές θ’ ανέβουμε του έρωτα την πιο γλυκιά ανηφόρα. Ό, τι στην άκρη άφησα, πάλι θα ξαναβρώ τα μάτια που αγάπησα μια ξεχασμένη νάρκη κανένας δεν κατάλαβε τι μ’ έφερε ως εδώ αυτό που τότε πέθανε, αύριο θα υπάρχει. ΔΡΟΜΟΣ Κλείνει ο δρόμος τα διόδια παίρνω σβάρνα τα στενά ψάχνω έξοδο κινδύνου στη μεγάλη ανηφοριά. Βήματα πάνω στο δρόμο που μυρίζουν πυρκαγιά λάθη όλης της ζωής μου με τουμπάρουν στη γωνιά. Είναι ο δρόμος μια συνήθεια τερματίζει στη σιωπή πέφτει κάθε που νυχτώνει μία κίτρινη βροχή. Οι νταλίκες μες στο δρόμο περπατάνε μοναχές και τα πάθη της ψυχής μου κόβουν γκάζι στις στροφές Ποιητής και ταξιδιώτης σ’ ένα δρόμο του χαμού με πατάνε οδοστρωτήρες και τα σφάλματα του νου. ΑΘΡΟΙΣΜΑ Σκουριάζει ο χρόνος σαν ποδήλατο παλιό σε όλα τα παζάρια το πουλώ κανείς τρελός δεν αγοράζει αυταπάτες σε ψάχνω τα χαράματα στις πιάτσες. Βαδίζει ο χρόνος σ’ ένα δρόμο σκοτεινό και δείχνει το κορμί του το γυμνό κανείς δε θέλει ν’ αγκαλιάσει ξένο σώμα κι εγώ σε ονειρεύομαι ακόμα. Η μνήμη άθροισμα από φοβισμένα βλέμματα που μας κοιτάν παράξενα και δε μιλάνε δως μου τα μάτια σου κι ας λένε πάλι ψέματα αυτά που ζήσαμε στέγη ζητάνε. ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΜΑΚΡΙΑ Σ έναν καθρέφτη ραγισμένο απ’ τα χρόνια μέσα σε λίμνες, σε ποτάμια και βυθούς ψάχνω να βρω της ομορφιάς σου τα τελώνια και τους αρχαίους των ματιών σου θησαυρούς. Τα πιτσιρίκια παίζουν μπάλα στην πλατεία χρηματιστήρια κινούνται πτωτικά μου είχες πει ότι η ζωή είναι αλητεία και ότι οι έρωτες θυμίζουν ξωτικά. Λέξεις αδέσποτες λογχίζουν τον αιθέρα λόγια του τίποτα ανάβουν πυρκαγιά κι εγώ να λέω, ξημερώνει άλλη μέρα όμως το σώμα σου να λείπει μακριά. Στην τηλεόραση ξανά το ίδιο έργο μπαίνει η άνοιξη, μυρίζουν οι αυλές είναι αργά για να σε βρω, σε λίγο φεύγω οι αμαρτίες του μυαλού είναι πολλές. Μας έχουν πάρει τα φτερά κι όμως πετάμε σε ακατοίκητους και γκρίζους ουρανούς δως μου το χέρι σου μαζί να ξαναπάμε στου παραδείσου τους απάτητους γκρεμούς. ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ Τα βράδια που ο άνθρωπος βαλτώνει στα νερά ξεκούμπωτοι οι έρωτες χορεύουν στα στενά. Κι εσύ που πάντα έψαχνες τ’ ανέμου την πνοή καπνίζεις αποτσίγαρα και χάνεις τη ζωή. Τα βράδια που οι άνθρωποι πεθαίνουν στη σειρά ανίκητος ο έρωτας το στέμμα του φορά. Κι εσύ που ονειρευόσουνα καράβια στη βροχή χαράματα στο σπίτι σου γυρίζεις μοναχή. Θα ‘ρχομαι σαν την άνοιξη κρυμμένος στην αυλή σου να διώχνω τα σκοτάδια σου, να κλέβω το φιλί σου. ΟΤΑΝ ΧΑΡΑΞΕΙ Μένω άγρυπνος τα βράδια στου κορμιού σου τα οδοφράγματα τα φεγγάρια κάνουν βόλτα στ’ ουρανού την πόρτα μου αφήνουνε σημάδια τα ξενύχτια και κατάγματα στης ανάμνησης το ρίσκο πάντοτε σε βρίσκω. Στα διλήμματα της πόλης το μυαλό μου στροβιλίζεται σε κυκλώνουν οι αγγέλοι να σου πιούν το μέλι σαν αέριο φορμόλης η αγάπη εξατμίζεται μοιάζει μ’ όνειρο και ψέμα το δικό σου βλέμμα. Κι όταν χαράξει θα ‘μαστε μαζί μες στο δωμάτιο με τη μουσική. Κι όταν χαράξει θα ‘μαστε αγκαλιά μέσα στο άπειρο και στη μοναξιά. ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΦΩΣ Θα σου απλώσω όλο μου το παρελθόν μπροστά στα πόδια σου, στο πάρτυ των χαλιών πέρασαν χρόνια μα η μνήμη μου κολλά στα άδεια Σάββατα που βγαίναμε κρυφά. Σκάρτος ο κόσμος κι η ζωή αναιμική πού είναι η κόλαση και πού η φυλακή μ’ είχες ρωτήσει αν υπάρχει μοναξιά σ’ ένα δωμάτιο που κρέμονται καρφιά. Τώρα τις νύχτες στα Εξάρχεια γυρνάς με το φεγγάρι και ουίσκι το κερνάς κι εγώ στο γκρίζο τ’ ουρανού ακροβατώ και αγναντεύω από κάτω το κενό. Δώσε μου φως και κάποια ποιήματα να σου διαβάζω στο σκοτάδι είναι ο έρωτας τυφλός κι ο στίχος φάρος φωτεινός για κάθε βράδυ. ΕΛΛΑΔΑ Η Ελλάδα των τραυμάτων στριμωγμένη στη γωνία χίλια χρόνια αλητεία και στο τέλος τιμωρία αυτουργός των ελλειμμάτων. Η Ελλάδα των θανάτων διαρκής αιμορραγία το πρωί στα χειρουργεία και το βράδυ στα πορνεία για τη δόση των χρημάτων. Η Ελλάδα των κομμάτων νοητή δημοκρατία φυτρωμένη στα βιβλία σαν αρχαία τραγωδία και σιωπή των αγαλμάτων. Η Ελλάδα των φευγάτων τελειωμένη ιστορία στο κλουβί με τα θηρία σαν κομπάρσος σε ταινία αιωρούμενων σωμάτων. Η Ελλάδα δακρυσμένη των ανείπωτων δραμάτων απ’ τα κόκαλα βγαλμένη κι απ’ το τίποτα πιασμένη ξεφτισμένων οραμάτων. ΑΜΑ Άμα τώρα δεν αφήσεις τη ζωή να σε πάει εκεί που ξέρει ν’ αλητεύει θα ‘σαι αύριο ένα άψυχο κορμί που μονάχο θα χορεύει. Άμα τώρα δώσεις λεία στα σκυλιά της αγάπης τα ολάνθιστα φεγγάρια θα ‘χεις ρίξει τη χειρότερη ζαριά κολλημένος στα φανάρια. Άμα πάλι καταντήσεις σαν αυτούς που αφήνουνε τη νύχτα να περάσει θα ‘χεις χάσει τους πιο όμορφους γκρεμούς κι ο καιρός θα σε δικάσει. ΑΝ ΗΜΟΥΝ Αν ήμουνα ο Άμλετ της Δανίας θα κέρδιζα το όσκαρ της ανίας ο ρόλος μου απείρως πια παιγμένος κι εγώ σ’ ένα σανίδι κρεμασμένος. Αν ήμουνα το γήπεδο του τένις θα έβλεπα τα στήθη της Ελένης την ώρα που κρατούσε τη ρακέτα κι ηχούσε απ’ την εξέδρα η τρομπέτα. Αν ήμουν ποιητής Μεσοπολέμου θα ήξερα τον ήχο του ανέμου την έντονη ζωή της Πολυδούρη τα παιδικά τα χρόνια του Σαχτούρη. Αν ήμουνα καράβι στο Αιγαίο στο πρώτο μου ταξίδι και μοιραίο θα βούλιαζα ανοιχτά της Σαντορίνης πιασμένος απ’ το χέρι μιας Ειρήνης. Αν ήμουνα του Παύλου η κιθάρα θα έπαιζα για σένα κάθε βράδυ να λιώσουνε του σύμπαντος οι πάγοι ν’ ανάψουνε τα πιο βαριά τσιγάρα. ΤΟ ΝΟΗΜΑ Εκεί που προσπαθούσα να ξορκίσω την ανία με τσίμπησε η μέλισσα της γνώσης κι η σοφία. Και άρχισα να σκέφτομαι το νόημα του κόσμου με δύο αποτσίγαρα κι ένα ματσάκι δυόσμου. Τη μέρα που γεννήθηκα με ρίξανε σε λάκκο εκεί να βασανίζομαι και να μην έχω πάτο. Τα βράδια κοιταζόμουνα στων άστρων τον καθρέφτη και έβλεπα τα σύννεφα να με φωνάζουν ψεύτη. Η άνοιξη προσπέρασε κρατώντας δεκανίκι κι ο θάνατος κατήγορος σε μια στημένη δίκη. Μονάχος τα χαράματα γυρίζω στις πλατείες τα δύσκολα γυρεύοντας και τις βαθιές αιτίες. Της μοίρας τα γραμμάτια τα πλήρωσα εν τέλει και έμεινα μ’ ένα ξερό στο χέρι μου καρβέλι. Ο χρόνος είναι αίνιγμα και η φωτιά παγίδα κι εγώ ένας απόκληρος που ψάχνει για πατρίδα. Στο δρόμο αυτοκίνητα, ψυχές φαρμακωμένες στου νου τα Σαββατόβραδα χιλιάδες ερωμένες. Της ύπαρξης το νόημα ποτέ δε θα το μάθεις κι ας μένεις στα Πετράλωνα και στην πλατεία Βάθης. ΔΕΝ ΕΧΩ Έχω τα χέρια μου στην τσέπη και το μυαλό μου στη φυγή έχω αυτό που δε μου πρέπει και κάνω βόλτες στη βροχή. Έχω διάφραγμα στη μνήμη και κάταγμα στη λογική είμαι του κόσμου τα αγρίμι που του σκυλέψαν την ψυχή. Έχω μπροστά μου ένα τσίρκο και πίσω μου μια φυλακή έχω γεράσει μα δε βρίσκω του εαυτού μου την πηγή. Έχω στη θάλασσα πετάξει κι έχω πνιγεί στον ουρανό ο χρόνος θα με υποτάξει και θα με ρίξει στο κενό. Δεν έχω τίποτα, λυπάμαι μη με πιστεύεις, είμαι αλλού πάντα στο άγνωστο πατάμε και στα κομμάτια ενός γυαλιού. Η ΚΥΡΑ Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά η άνοιξη ξυπνάει αργοσαλεύει η χαραυγή και ο Θεός ρωτάει: «Ποια είναι τούτη η κυρά που ‘χει για σκουλαρίκια του ουρανού την ξαστεριά και του βουνού τα ρείκια;» Η ομορφιά σου θ’ απλωθεί στου σύμπαντος τα δάση και ένας άτεγκτος κριτής το νου μου θα δικάσει: «Ποια είναι τούτη η κυρά που άφησες να φύγει που λαχταρούνε οι πολλοί και την ποθούν οι λίγοι;» Έλα ξανά σαν όνειρο μέσα στην αγκαλιά μου να αλωθεί σε μια βραδιά η πόλη του Πριάμου. Να ημερέψουν τα θεριά, να φωτιστούν οι βράχοι και να πιαστούν απ’ τη ζωή του κόσμου οι μονάχοι. ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ Κλεισμένα τα διόδια κι εσύ ρωτάς για ζώδια για έρωτες φαντάσματα κρυμμένα στα χαλάσματα. Στον δρόμο αποτσίγαρα κι εσύ ζητάς αντίδωρα να σώσεις τα προσχήματα χαμένη σε διλήμματα. Κομμένα τα καλώδια κι εσύ πηδάς εμπόδια κερδίζοντας το άπειρο στον κόσμο τον ανάπηρο. Η άνοιξη στο όριο κι εσύ στο περιθώριο γυρεύεις το ανέφικτο πιασμένη απ’ το ένστικτο. Το νόημα αυτού του κόσμου κατεδαφίζεται από μπρος μου κάθε φορά που βλέπω φάτσες να χαραμίζονται στις πιάτσες κάθε φορά που ξημερώνει γίνεται τ’ όνειρο αφιόνι. ΩΡΑ ΠΡΩΙΝΗ Κατά τις έξι θα περάσει να με πάρει από το σπίτι μ’ ένα όχημα θανάτου θα ‘ναι παράνομο, θαρρώ, το δίπλωμά του μα δε θα έχει κάποιο λόγο να μπλοφάρει. Εγώ θα μπω χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω με μια βαλίτσα αδειανή στο ένα χέρι στο άλλο όλη η ζωή μου σαν νυχτέρι έργο παλιό, προσφάτως ανακαινισμένο. Κι όταν σφαλίσει η πόρτα του αυτοκινήτου ένα τοπίο θα απλώνεται μπροστά μου μαύρα σκοτάδια θα γεμίσουν τα οστά μου αγριεμένη και στεντόρεια η φωνή του· κάποτε ήτανε τα όνειρα δικά μου τώρα μια τρύπα στο κενό του Απολύτου ΧΑΡΑΚΙΡΙ Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουνε παιδιά τις νύχτες αλητεύουνε στης πόλης τα στενά τους βρίσκει το ξημέρωμα να πίνουν τη βροχή μυρίζει ο κόσμος έρωτα, καπνό και αστραπή. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουνε παιδιά την άνοιξη ανθίζουνε και βγάζουνε φτερά πετάνε σε υψώματα, χαράδρες και γκρεμούς κι όταν στη γη συντρίβονται γυρεύουν ουρανούς. Μείνε για πάντα αυτό που είσαι και μην τους κάνεις το χατίρι αν κατά λάθος μεγαλώσεις θα σου ζητήσουν χαρακίρι. ΣΥΝΗΘΕΙΑ Είναι ο έρωτας συνήθεια κι η αγάπη αργεί μένω πάντοτε στα ίδια κάτω απ’ τη βροχή. Σύντομο το καλοκαίρι σκάρτη η ζωή είναι η άνοιξη μαχαίρι κόβει την πνοή. Είναι όλα μια συνήθεια σκέτη ξυραφιά πού να βρίσκεται η αλήθεια πού η ομορφιά. Αύριο θα με δικάσει η αστροφεγγιά ό, τι ήρθε θα περάσει φεύγω κι άντε γεια. Άσε τις υπεκφυγές ξέχνα το σκοτάδια κλείνει ο χρόνος τις πληγές και τις κάνει χάδια. ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ Έρημα ανείπωτα κορμιά, νύχτα στην οικουμένη και ο ντελάλης του Μαγιού ξεριζωμένο δέντρο. Έριξα φρένο στη στροφή να σπάσει το τιμόνι κι όλα του ανέμου τα θεριά στου φορτηγού το κέντρο. Στην Αλεξάνδρεια ξυπνά το μάτι του προφήτη και στα κλινοσκεπάσματα το φως του αποσπερίτη. Δώστε μου τον Αχέροντα να πιω σ’ ένα ποτήρι και στα βαθιά περάσματα να κάνω χαρακίρι. Άγονη είναι η ζωή όταν τη στροβιλίζεις σε ιδρωμένους ουραγούς που ‘χουν χορτάσει ψέμα. Τα τροχοφόρα τ’ ουρανού μου δείχνουνε το δρόμο που οδηγεί χαράματα στο άλικο το αίμα. Στη Μυτιλήνη σε κοιτά του πρόσφυγα το μάτι κι από το ύψος του γκρεμού του κόσμου οι φευγάτοι. Δώστε μου τον Αχέροντα να πιω σ’ ένα ποτήρι και στα βαθιά περάσματα να κάνω χαρακίρι. ΟΙ ΑΡΜΟΙ Τούτη τη νύχτα σκέφτομαι αν αύριο θα υπάρχω άνεμος, θάλασσα, αν θα ‘μια την αυγή. Βγάζω απ’ την τσέπη τα κλειδιά, ανοίγω το φεγγάρι σκέφτομαι άραγε τι είναι η ζωή. Κάθομαι πάνω σε καρφιά, ματώνει το κορμί μου φεύγουνε οι στιγμές σαν τρένα βιαστικά. Τίποτα δεν απόμεινε να δώσει λίγο χρώμα τ’ όνειρο έγινε μια μόνιμη σκιά. Σ’ όλο τον τοίχο σχήματα που σβήσαν απ’ το χρόνο δύσκολοι έρωτες που αφήσανε ρωγμές. Έξω απ’ τη γη ακούγονται τραντάγματα και κρότοι χάνονται σαν πουλιά μονάχες οι ψυχές. Είμαστε ένα σύννεφο και μια οφθαλμαπάτη της μέρας η πληγή κι όταν το σούρουπο φανεί και έρθει στο κρεβάτι θα σπάσουν οι αρμοί. ΤΟ ΛΟΙΠΟΝ Λόγια, σχέδια και πλάνα μέσα στα χαλίκια μας πουλάνε αυταπάτες φούμαρα και φύκια. Κάτι άσχετοι μας βρίζουν μέρα μεσημέρι είναι ο κόσμος ένα ψέμα και το φως νυστέρι. Βράχοι, πέτρες και νταμάρια σε τιμή ευκαιρίας είμαι το σβηστό φανάρι της κυκλοφορίας. Στα σκυλάδικα τα βράδια άθροισμα απόντων αγορές από κουπόνια κερδισμένων πόντων. Το λοιπόν ο χρόνος πληρωμένος φόνος το λοιπόν οι μήνες τελειωμένες μνήμες το λοιπόν οι ώρες διαλυμένες χώρες. ΕΓΚΑΥΜΑΤΑ Είναι ο έρωτας κατάσταση αλκοολική χτισμένη κόλαση υπόθεση αρνητική χαμένη όραση είναι ο έρωτας μια φυλακή. Είναι ο έρωτας ανάβαση προσωπική σιγή απόλυτη παραίσθηση σαρωτική ζωή αφόρητη είναι ο έρωτας μία κραυγή. Είναι ένα σώμα με εγκαύματα με ανεπούλωτες πληγές και τραύματα. ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ Υπογραφές κι αφιερώσεις πίσω από το παραβάν είσαι αυτό που θα δηλώσεις ένα ασήμαντο συμβάν. Παραμονεύουν οι ιώσεις είναι χειμώνας, θα κρυώσεις φόρα το πέτσινο μπουφάν. Υπογραφές και αυταπάτες μέσα σε τρύπιο σελοφάν γέμισε η γη με ακροβάτες της μοναξιάς τους είμαι φαν. Μαστουρωμένοι τεχνοκράτες ψάχνουν για εύκολους πελάτες κι απ’ το μανίκι τούς τραβάν. ΣΗΜΑΔΙΑ Στα υψόμετρα της γης το μυστήριο της ψυχής παίρνει σβάρνα τους πλανήτες κι ερωτεύεται αλήτες. Και τις νύχτες που κοιτώ το σκοινί που ακροβατώ με τυλίγει μια ναυτία απ’ του νου μου τα φορτία. Στο μεταίχμιο του κενού τα φεγγάρια τ’ ουρανού παίρνουν θέση στην εξέδρα και γεμίζουν τη φαρέτρα. Και τα βράδια που ζητώ ένα δίχτυ να πιαστώ πέφτω πάνω σε αιτίες που μου φαίνονται αστείες. Πάντα μέσα στα σκοτάδια κρύβονται όλοι οι δρόμοι δίνει η άνοιξη σημάδια το κερί φωτίζει ακόμη. ΚΑΠΟΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ Κάποια Τετάρτη θα σε δω μετά από χρόνια έξω απ’ το σπίτι μου μονάχη να περνάς χωρίς ψυχή και με λυμένα τα κορδόνια και ένα σύννεφο στο χέρι να κρατάς. Κάποια Τετάρτη σε μια έρημη πλατεία τη μοναξιά σου θα τη βγάζεις στο σφυρί είναι η ζωή αλλού και όχι στα βιβλία κι ο ουρανός από καιρό αιμορραγεί. Κάποια Τετάρτη σ’ ένα κόκκινο φανάρι θ’ ανταμωθούμε ανταλλάσοντας ματιές μίσος κι υδράργυρο θα στάζει το φεγγάρι πάνω στην άσφαλτο θ’ ανάβουνε φωτιές. Κάποια Τετάρτη σε υπαίθρια συναυλία μέσα στο πλήθος και λιωμένη απ’ το ποτό θ’ αναπολείς την περασμένη εφηβεία κι η μουσική θα σου θολώνει το μυαλό. Αυτό το βράδυ γίνε ήλιος ανατέλλων κι έλα να ζήσουμε για πάντα το παρόν για μας δεν έχει παρελθόν ούτε και μέλλον άσε στην άκρη τα γινάτια των καιρών. Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Σε καινούργιο διαμέρισμα με φως, νερό κομμένο παίρνεις απ’ τη νύχτα μέρισμα κι ένα κραγιόν λιωμένο. Με παλτό κατακαλόκαιρο και πρόωρη ρυτίδα αγκαλιάζεις το φθινόπωρο και χάνεις την παρτίδα. Κατά λάθος σ’ ένα σύστημα που ξέρει να ναρκώνει είσαι το σπασμένο απόστημα γεμάτο με αφιόνι. Με αλλαγμένο τώρα επώνυμο και μια οφθαλμαπάτη σε πλήθος ζητάς ανώνυμο να βρεις αυτό το κάτι. Σπάσε τον καθρέφτη με τα είδωλα κάνε τον κομμάτια ένα σου χαμόγελο θα ήθελα και τα δυο σου μάτια. ΤΟΚΕΤΟΣ Πόλη χωμένη στο παλτό της καλοκαίρι γκρίζες αφίσες τσαλακώνουνε τη μέρα ξύπνησα άσχημα ετούτη τη Δευτέρα σφάζω τον ήλιο μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι. Βλέπω τα πλοία που βουλιάζουν στο λιμάνι όλα τα λάθη της ζωής μου είναι ίδια μες στο δωμάτιο τα πιο όμορφα ταξίδια πράγμα αλλόκοτο του κόσμου το χαρμάνι. Λόγια γραμμένα σε παγκάκια και σε τοίχους δεν έχει τέλος του μυαλού η τυραννία βγαίνει η μνήμη κάθε βράδυ στην πορνεία και ξεπουλιέται ακριβά σε τυμβωρύχους. Κόβω το νήμα του καιρού μ’ ένα ξυράφι μπαίνω σε άδεια σκουριασμένα λεωφορεία στα πανηγύρια ξενυχτώ στην Ικαρία ήμουνα δύσκολος και ξέμεινα στο ράφι. Ό, τι απέμεινε κι αυτό μας χαιρετάει Μήλος, Αντίπαρος, Ηράκλειο και Δονούσα είναι η Ελλάδα μια κοιλιά εγκυμονούσα κάθε χαράματα νεκρά παιδιά γεννάει. ΡΟΥΤΙΝΑ Χτυπάει η σειρήνα του θαλάμου πετάγονται οι φαντάροι ξυπόλυτοι προφταίνω να ντυθώ με τη σκιά μου η ψύχρα του μυαλού είναι αφόρητη. Στον δρόμο βιασμένες ονειρώξεις γεμίζουν τα αμάξια με σπέρματα θερίζουνε της μνήμης οι λοιμώξεις πληρώνω τη ζωή πάντα με κέρματα. Ανώμαλοι μου κλείνουνε το μάτι και πιάνουν απ’ το χέρι την άνοιξη πληθαίνουνε του κόσμου οι φευγάτοι οι στίχοι κινδυνεύουν με διάρρηξη. Φτηνές διαφημίσεις στις κολόνες σαρώνει ο αέρας στο Πέραμα στην άβυσσο γλιστράνε οι αιώνες ποτέ δεν καταλήγω σε συμπέρασμα. Στη Σαντορίνη και στη Τζια με σιγοκαίει μια φωτιά και τον χειμώνα στην Αθήνα πέφτω σε μια φτηνή ρουτίνα ό, τι κι αν πω δε με πιστεύεις κι όλη τη νύχτα αγορεύεις. Η ΑΙΩΡΑ Είναι η ζωή μας όλη ένα φτηνό παιχνίδι που άλλοι συνεχώς κερδίζουν κι άλλοι ποτέ δεν έχει σημασία ο τόπος μα το ταξίδι και με κερνάς μισό τσιγάρο βαρύ Sante. Φεγγάρια αγορεύουν πάντοτε τέτοια ώρα γυμνοί στην παραλία είμαστε εγώ κι εσύ κρεμάω απ’ το δέντρο μία διπλή αιώρα απλώνεις το κορμί σου πάνω σ’ ένα πανί. Η γεύση της αρμύρας μπλέκεται στον αέρα η γλύκα του φιλιού σου στάζει απ’ τον ουρανό σε λίγο ξημερώνει, φέγγει μια νέα μέρα δεν έχει αλλού λιμάνι, μείνε για πάντα εδώ. ΤΟ ΛΑΘΟΣ Μέρα του πόνου, μέρα της ήττας της μοναξιάς μου το χτικιό είμαι σακάτης και σου φωνάζω να δεις του ανθρώπου το φευγιό. Πόλη του τρόμου, πόλη της βίας στη φυλακή σου θα κρυφτώ δως μου ακόμα μια ευκαιρία για να σωθώ ή να χαθώ. Νύχτα του σκότους, νύχτα της λύπης με κατακαίει μια φωτιά την γκρίζα στάχτη θα σου χαρίσω και του καιρού τη λησμονιά. Χώρα του φόβου, χώρα της μνήμης μη μου στερήσεις το νερό θέλω να βρέχει όταν πεθαίνω και να ‘χω πίσω μου βουνό. Όλα είναι χρόνος, όλα είναι δρόμος που δε σε βγάζουν πουθενά κι εγώ το λάθος αυτού του κόσμου που έχει αρχίσει να γερνά. ALTER EGO Κλεισμένος στο δωμάτιο μια νύχτα του Ιούλη κοιτώ απ’ το παράθυρο τον άλλο μου εαυτό γυμνό στα πεζοδρόμια να ρίχνει τη σκιά του κι εγώ να ονειρεύομαι φεγγάρια στο βυθό. Απέραντες οι θάλασσες, νησιά που τρεμοσβήνουν στη Σέριφο βολτάρουνε καράβια του χαμού ποτέ δεν ήμουν τίποτα, ποτέ δεν ήμουν κάτι μονάχα μια ανεμόσκαλα στο βάθος τ’ ουρανού. Αστέρια χαραμίζονται στο τζάμι του καθρέφτη πλανήτες συνωστίζονται στην ίδια γειτονιά κι εγώ που δε θυμόμουνα τι είχα να διαλέξω ανάμεσα στον θάνατο και σε πολλά χαρτιά. Δεν έχω άλλο όνομα, δεν έχω άλλη πατρίδα μη με αναζητήσετε, δεν είμαι πουθενά μέσα στου alter ego μου γυρίζω τα σκοτάδια και κολυμπώ χαράματα στου Αιγαίου τα νερά. ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Μπροστά μου παρατάσσονται αθώα έντομα και πίσω μου τα χέρια του Πιλάτου. Μιλήστε μου ψιθυριστά για όλες τις βροχές να πιω το κατακάθι του θανάτου. Δώστε μου ένα αγρόκτημα να έχω να τρυγώ σταφύλια που γλυκαίνουνε τα χείλη. Και πριν το πρώτο χάραμα σκυμμένος να μετρώ τα αργύρια που σκόρπισαν οι φίλοι. Αυτά που δεν ακούγατε θα σας τα πω εγώ και τ’ άλλα που δε θέλατε να δείτε. Και προπαντός εκείνες τις ανούσιες Κυριακές που τρέχατε στη θλίψη να κρυφτείτε. Μεγάλωσα μα έμεινα ακόμα έφηβος φορώντας το σακίδιο στην πλάτη. Χαρίστε μου μια θάλασσα και τέσσερα κουπιά να τρέφω καρχαρίες στο κρεβάτι. Εγώ μες στο μαρτύριο του ύπνου θα κρυφτώ κανείς δε θα με βρει να με δικάσει. Θυμίστε μου το όνομα, οδό και αριθμό για να ‘ρθει η αλήθεια να φωλιάσει. ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ Βρέχει στου κόσμου τις πλατείες κι ο ουρανός αιμορραγεί πάντα ο έρωτας αργεί κι εσύ θα ψάχνεις τις αιτίες. Είναι ο χρόνος μια απάτη και το φιλί σου δανεικό τίποτα δε διεκδικώ παρά μονάχα μια Ιθάκη. Νύχτα, ξημέρωμα Σαββάτου μούσκεμα όλες οι σκιές έχουν γεμίσει οι ψυχές από το φως του αοράτου. Είναι η μνήμη μια παγίδα που με τυλίγει σε ιστό ό, τι κι αν πω είναι γνωστό δεν είσαι δω κι όμως σε είδα. Δεν έχει νόημα να ζεις μέσα σ’ ένα ψέμα δως μου το βλέμμα σου να πιω και ας είναι αίμα μπαίνει η άνοιξη ξανά, μην την αγνοήσεις παραδόξως σ’ αγαπώ, θα το συνηθίσεις. ΕΞΙ ΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ Έξι τα χαράματα παραπατάω στα στενά είναι καρφί η μοναξιά και μου τρυπάει το σώμα. Έξι τα χαράματα παραμιλάω απ’ το ποτό δεν έχει-ω κάπου να πιαστώ κι είναι σκοτάδι ακόμα. Μπαίνει η άνοιξη νωρίς κι εσύ αιώνες να φανείς δεν έχεις κάτι να μου πεις ούτε να με ρωτήσεις είναι η μνήμη πυρκαγιά κι η απουσία μαχαιριά στις πολιτείες του βοριά το στίγμα σου θ’ αφήσεις. Έξι τα χαράματα ο ουρανός αιμορραγεί πέφτει μια κόκκινη βροχή στα βρώμικα λιμάνια. Έξι τα χαράματα φεύγουν τα πλοία αδειανά κι όλοι οι μάγκες του ντουνιά ξεμείνανε-κατάντησαν χαρμάνια. ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ Μπαίνει το πλοίο μέσα στο λιμάνι κι εσύ γυρεύεις λίγη συντροφιά τον ουρανό κοιτάς απ’ το ταβάνι και τις πληγές μετράς απ’ τα καρφιά. Συνομιλείς τα βράδια με τ’ αστέρια και το πρωί γυρνάς στις αγορές σε τεμαχίζουν κοφτερά μαχαίρια έχεις πεθάνει άπειρες φορές. Τα καλοκαίρια πνίγεσαι στα δάση και τους χειμώνες παίρνεις τα βουνά ποιος θα βρεθεί θεός να σε δικάσει σε μια χαμένη βρίσκεσαι γενιά. Μ’ ένα ουίσκι κάτω απ’ το φεγγάρι και τα φανάρια της ζωής σβηστά περνάν μπροστά σου τέσσερις φαντάροι κι εσύ στην τρέλα δίνεις ποσοστά. Τώρα κρατάς στο χέρι μια σημαία και ανεμίζεις λόγια στο κενό σπάσε λοιπόν του νου σου την κεραία και της ψυχής σου άκου-μέτρα τον σφυγμό. ΤΟ ΑΡΩΜΑ Έχουνε φύγει όλοι κανείς δεν απαντά η πόλη στη φορμόλη με μίσος με κοιτά. Κλειστά τα καφενεία κι ο έρωτας απών μπροστά μου χειρουργεία τελειώσαμε λοιπόν. Αμάξια γκαζωμένα σε δρόμους του χαμού πηγαίνουν μανιασμένα στο τέρμα του γκρεμού. Οικόπεδα και πιάτσες μυρίζουν πυρκαγιά πηδάνε απ’ τις ταράτσες οι στίχοι κι άντε γεια. Κι αν μένουμε ακόμα στην ίδια γειτονιά μυρίζουμε το χώμα και κλαίμε στη γωνιά. Το άρωμα της θλίψης δεν έχει λογική το ξέρω, θα μου λείψεις μα εγώ θα είμαι εκεί. ΦΥΓΗ Σε λίγο θα νυχτώσει κι είναι κρίμα θα φύγεις απ’ τα μάτια μου μπροστά σκοτάδι θα τυλίγει την Αθήνα περίπτερα και μαγαζιά κλειστά. Χαμένη σ’ αριθμούς και αυταπάτες το τρένο των εννιά δε θα φανεί αλλάζουν προορισμό οι επιβάτες κι εσύ μιλάς με δανεική φωνή. Στους δρόμους αυτοκίνητα περνάνε δεν έχεις κάτι άλλο να μου πεις της μνήμης τα ταξίδια με νικάνε αιχμάλωτος μιας δύσκολης σιωπής. Τα ίχνη σου ζητώ σ’ όλες τις πιάτσες χαράματα δεν είσαι πουθενά πηδάνε οι ενοχές απ’ τις ταράτσες κι ο έρωτας αλλάζει γειτονιά. Τελειώνει και αυτό το καλοκαίρι φεγγάρια βουτηγμένα στο ποτό στων σύννεφων την άκρη περπατώ πού είσαι να μου πει κανείς δεν ξέρει. ΤΟ ΦΩΣ Όλα έχουν αλλάξει κι ο έρωτας καπνός απλήρωτο το νοίκι στο τέλος του μηνός στους τοίχους διαφημίσεις στην άσφαλτο γυαλιά δεν έχω άλλο χρόνο με πνίγει μια θηλιά. Όλα έχουν αλλάξει κανένας δε ρωτά πού είσαι, αν υπάρχεις και τι σε τυραννά μέσα απ’ την οθόνη χαρούμενες σκιές φιλτράρουνε τη φρίκη και σβήνουν πυρκαγιές. Το μόνο που έχει μείνει είναι αυτό το φως που μπαίνει απ’ το τζάμι στις έξι ακριβώς άνοιξε την ψυχή σου να στάξει η ομορφιά δώσε μου το φιλί σου και σπάσε τα καρφιά. ΚΛΕΙΣΤΟ Με ουίσκι κι ολοσκότεινα φεγγάρια ταξιδεύεις προσεχώς σ’ έναν κόσμο που τον παίξανε στα ζάρια και μικραίνει διαρκώς. Με λυμένα τα κορδόνια σου στον δρόμο και με δυνατή βροχή τις αλήθειες σου φορτώνεσαι στον ώμο και τις βγάζεις στο σφυρί. Με ατέλειωτα τσιγάρα και ξενύχτια τον παράδεισο ζητάς μα χαράματα μπερδεύεσαι σε δίχτυα και στην κόλαση πετάς. Με σκισμένη παιδική φωτογραφία και με μνήμη ξυραφιού στη ζωή σου κουβαλάς μια ουτοπία και το αγκάθι του σκορπιού. Με την άνοιξη κρυμμένη στο παλτό κι αναπτήρες ξεκινάς, μα είναι τ’ όνειρο κλειστό και οι θύρες. VITA Η ζωή μια πόρνη που βρίζει τα χαράματα όταν σχολάει με κοιτάει στα μάτια και της πιάνω το χέρι περπατάμε στον δρόμο εντελώς μοναχοί. Το φεγγάρι αρχίζει να σβήνει φορτηγά περνούν μανιασμένα την πηγαίνω στο σπίτι, ξεκλειδώνω την πόρτα αγκαλιά περπατάμε στο σαλόνι γυμνοί. Ξαπλωμένοι σε ένα κρεβάτι κι η βροχή απ’ έξω να πέφτει μου ανοίγει τα πόδια κι εισχωρώ σαν θηρίο πεινασμένο από χρόνια για καινούργια ζωή. ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ Είναι ο χρόνος μια παγίδα κι η ζωή μια καταιγίδα η αγάπη προσπερνάει και φαρμάκι με κερνάει τίποτα δεν έχει μείνει δεν υπάρχει εμπιστοσύνη. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη οι ανάσες στη φορμόλη με κοιτάζουνε δυο μάτια και με κάνουνε κομμάτια ένας ίσκιος με κυκλώνει και στην άβυσσο με χώνει. Μέσα στο λεωφορείο ανασαίνω σαν θηρίο με αγγίζουνε δυο χέρια και μου μπήγουνε μαχαίρια κατεβαίνουνε στη στάση και τον κόσμο έχω χάσει. Όταν ο δρόμος σου στενεύει και τα διόδια κλεισμένα ο εαυτός σου σε γυρεύει να του επιστρέψεις τα κλεμμένα. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΜΑΚΙΓΙΑΖ Είναι ο χρόνος ένας ανώμαλος τρελός και δολοφόνος. Μπαίνει στη σάλα κυκλοφορεί πάντα γυμνός και παίζει μπάλα. Είναι ο χρόνος της μοναξιάς το ουρλιαχτό κι ο ταχυδρόμος. Όλα τα βράδια βγαίνει από τρύπες σκοτεινές κι από πηγάδια. Είναι ο χρόνος ο πιο μεγάλος μαστροπός του νου ο τρόμος. Στριφογυρίζει μέσα σε αδέσποτα κορμιά και τα θερίζει. Σε μια ανύποπτη στιγμή που κάνει κρύο θα σου τραβήξει το χαλί και θα σου πει αντίο[. ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ Χωρίς καμιά αιτία τον δρόμο μου τραβώ θωπεύω τα σκοτάδια, παιδεύω τον καιρό. Χωρίς καμιά αιτία την άβυσσο τρυπώ Πε-α-τάω στον αέρα και πέφτω στο κενό. Χωρίς καμιά αιτία την άνοιξη τρυγώ μαζεύω τα φεγγάρια, τα ρίχνω στον γκρεμό. Χωρίς καμιά αιτία τον θάνατο καλώ τον βάζω στο σαλόνι και τον αποδομώ. Χωρίς καμιά αιτία το χέρι σου κρατώ στα δάση κολυμπάω, βαδίζω στο νερό. ΡΕΠΟ Έρωτες μέσα σε μπετόν, φιλιά σε καραντίνα όταν το φως σε ενοχλεί τράβηξε την κουρτίνα. Στο δρόμο αυτοκίνητα τη νύχτα ξεκοιλιάζουν κι όλα αυτά που ήξερες με παραμύθι μοιάζουν. Οι εποχές μυρίζουνε μούχλα και ναφθαλίνη και οι θεοί σε μια γωνιά μοιράζουν την ευθύνη. Είναι χαράματα κι η γη αντίστροφα γυρίζει της μοναξιάς σου η οργή το σύμπαν πριονίζει. Κάνε τον φόβο σου φωνή και την απόγνωση πανί δώσε στον θάνατο ρεπό και στη ζωή έναν σκοπό. ΤΟ ΑΓΡΙΜΙ Χειμώνιασε και οι ψυχές βγαίνουν στον δρόμο μοναχές να βρουν καμιά πατρίδα κι εσύ χωμένη στο παλτό μοιάζεις με όνειρο κλειστό που ακόμα δεν το είδα. Χειμώνιασε και οι ψυχές μπαίνουν στο τρένο μοναχές χαράματα και κάτι κι εσύ χωρίς προοπτική μοιάζεις με κρύα φυλακή και με οφθαλμαπάτη. Όταν το κρύο σου τρυπά το σώμα και τις λέξεις όσα σου είπα την αυγή πρέπει να τα πιστέψεις. Όταν το κρύο σου τρυπά το σώμα και τη μνήμη γίνε για μένα μια βραδιά του έρωτα το αγρίμι. ΑΛΛΑΓΗ ΣΕΛΙΔΑΣ Έρχεσαι πάντα νύχτα πέφτεις στου νου τα δίχτυα και σε γυαλιά κι ο ουρανός μολύβι την ομορφιά σου κρύβει και την πουλά. Χάνεσαι στο σκοτάδι βάζεις τη γη σημάδι να κρατηθείς κι όταν το φως ζυγώνει η μοναξιά σε λιώνει θα ηττηθείς. Ό, τι κι αν πω σωπαίνεις από τα όρη βγαίνεις κι απ’ τον βυθό κι εγώ που δε σε είδα γυρίζω τη σελίδα για να σωθώ. ΔΕΥΤΕΡΑ Μέσα στα μάτια σου πέφτει το σκότος έξω απ’ το σκότος καγχάζει η ζωή μπαίνει η άνοιξη χωρίς να ρωτήσει αν η αυγή θα σε βρει ζωντανή. Άδειος ο δρόμος, τα φώτα σβησμένα είναι ο χρόνος πανάρχαια ρωγμή χάνω το στίγμα σου και το φεγγάρι κακοφορμίζει του νου την πληγή. Ό, τι μου ανήκει δεν έχει σημαία ό, τι σε διώχνει το έχω γευθεί μες στο δωμάτιο οι τοίχοι βαμμένοι με το κραγιόν σου και με τη φυγή. Άλλη μια στείρα, θλιμμένη Δευτέρα μονάχα ακούγεται ένα σκυλί που απ’ την κόλαση ψάχνει τα ίχνη της ομορφιάς σου που έχουν χαθεί. ΔΙΑΡΡΟΗ Ήσουνα μέσα στη σιωπή λουλούδι φθινοπωρινό ξέρω ακόμα να πονώ χωρίς ποτέ να στο ‘χω πει. Έξω στον δρόμο μουσικές ακούγονται ένα σωρό κι όμως ακόμα δεν μπορώ να βρω αιτίες πειστικές. Έφευγες πάντα βιαστικά σαν άνεμος της αλλαγής και οι σταγόνες της βροχής χτυπάν το τζάμι ρυθμικά. Είναι η αγάπη διαρροή κι ο έρωτας της παρακμής στην ατυχία μιας στιγμής κρίνεται όλη η ζωή. Δως μου μια λέξη να πιαστώ από τ’ αστέρια τ’ ουρανού ό, τι απέμεινε στο νου φως μου σε σένα το χρωστώ. ΨΕΜΑ Ψυχές χωρισμένες στα δύο χειμώνας και έπιασε κρύο αστέρια σβησμένα τη νύχτα ιδέες πιασμένες σε δίχτυα. Οι δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια γερνάω και μένω στα ίδια κανείς δε ρωτά τι συμβαίνει στον άσσο ξανά οι θλιμμένοι. Ο χρόνος στημένη παγίδα την άνοιξη ακόμα δεν είδα πατρίδες με ξένες σημαίες κρατώντας σπαθιά και ρομφαίες. Φωνές των κυττάρων σπασμένες αλήθειες στα βράχια σκισμένες η πόλη μου κλείνει το μάτι με μπάζει κρυφά στο κρεβάτι. Όλα είναι ψέμα άλικο το αίμα και εσύ ακόμα να φανείς μένω σε δυάρι δίπλα στο φανάρι έλα να σου μάθω πώς να ζεις. ΔΙΧΤΥ Βρέχει κι απόψε, μη μιλάς τη λογική σου μη φοράς πάρε απ’ την άνοιξη το φως γίνε ένας έρωτας κρυφός. Τα ίχνη μας χαθήκανε οι σιωπές πνιγήκανε σ’ ένα δωμάτιο μια σταλιά η μοναξιά είναι βαριά. Μέσα σ’ αυτές την εποχές δεν έχω άλλες αντοχές οι πειρασμοί είναι πολλοί κι εξορισμένο το φιλί. Τα όνειρα ξοφλήσανε οι αναμνήσεις σβήσανε θα γίνω νύχτα να χωθώ μες στου μυαλού σου τον βυθό. Δως μου ένα δίχτυ να πιαστώ πες μου ένα λόγο να σωθώ αύριο θα ‘μαστε εκεί που δεν υπάρχει επιστροφή. Έλα να φύγουμε από δω πάμε σε άστρο φωτεινό μια ανάσα είναι η ζωή και η αλήθεια δανεική. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ Ξοδεύομαι τις χαραυγές στης πόλης το σφαγείο βαλτώνουνε τα όνειρα στης μνήμης τα απόνερα. Μια χαραμάδα είναι η ζωή κλεισμένη σε ψυγείο κι εγώ που ήθελα πολλά πέφτω στου χρόνου τη θηλιά. Αλλάζουνε ονόματα οι δρόμοι κι οι πλατείες το μέλλον είναι ένα σκυλί που το κλωτσάνε οι τρελοί. Στα μάτια μου κοιτάχτηκα και βρήκα τις αιτίες που δε μ’ αφήνουνε να δω της ομορφιάς σου τον βυθό. Μες στους χειμώνες περπατώ, μιλώ με το σκοτάδι αν είσαι πέλαγο ανοιχτό από το κύμα θα πιαστώ. Τις εμμονές μου έριξα στης λήθης το πηγάδι δως μου το χέρι σου ψυχή χόρεψε κάτω απ’ τη βροχή. Σ’ εποχές παραφροσύνης, μόνο ο έρωτας ανθεί τον παράδεισο ανοίγει με ολόχρυσο κλειδί. ΣΚΑΡΤΑ Νύχτες ατέλειωτες σ’ ένα δυάρι στάχτες στο πάτωμα και παγωνιά είναι ασήκωτα του νου τα βάρη και απροσπέλαστη η ερημιά. Νύχτες υπόγειες είναι η ζωή μου άσωτοι έρωτες, φτηνά ποτά και η απόσταση απ’ τη φυγή μου τέσσερα βήματα, χάος μετά. Σκάρτα τα λόγια σου, ψέμα οι λέξεις όλα μια θάλασσα χωρίς στεριά γίνε η άνοιξη κι έλα να κλέψεις από την άβυσσο την ομορφιά. ΧΑΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ Παίρνει ο άνεμος τα λόγια και τη μουσική είναι ο έρωτας παγίδα κι ανοιχτή πληγή. Άκουσα να λεν για σένα ότι ξενυχτάς πως για τις χαμένες μέρες πάντοτε ρωτάς. Κάτω στα ξερά τα φύλλα πέφτει μια βροχή η αγάπη είναι πάθος που θα εκραγεί. Μου είπαν δυο πουλιά για σένα ότι με ζητάς τα χαράματα μονάχη πίνεις και μεθάς. Είναι ο χρόνος αλητεία, δρόμος και φυγή δεν υπάρχει αθανασία, όλα μια κραυγή. Άνοιξε τους ουρανούς σου κι έλα να με βρεις ό, τι η καρδιά ζητάει μην το αρνηθείς. ΤΑ ΑΠΟΦΟΡΙΑ Πάλι τα σύννεφα ανεβήκαν στου ουρανού την οροφή μπήκαν οι έρωτες και βγήκαν από του χρόνου το κλουβί. Της μοναξιάς τα κλοπιμαία είναι η φρίκη την αυγή καθώς κοιτάς στην προκυμαία το πλοίο να αιμορραγεί. Κλείνω τη γη σε ζελατίνα και την αγάπη στο κουτί μοιάζει με βρέφος η Αθήνα και μ’ ένα άγραφο χαρτί. Σαν του αιώνα λιποτάκτης σαν επιβάτης της φυγής ό, τι κι αν πω γίνεται φράχτης και το ξυράφι μιας πληγής. Ακροβατώ σε μια ιδέα που έχει λήξει από καιρό χωρίς πατρίδα και σημαία τα αποφόρια της φορώ. Η ΝΥΧΤΑ Η νύχτα είναι βάλσαμο για όσους δεν μπορούνε τη λογική τους να φορούν και με το φως να ζούνε. Κι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα να μπαίνει ο αέρας να χαρακώνει στο ψαχνό της μοναξιάς το τέρας. Η νύχτα είναι ξόδεμα ψυχών λησμονημένων το αποκούμπι του τρελού κι η ερημιά των τρένων. Και πίσω απ’ τα σύννεφα κρυμμένο το φεγγάρι να κάνει εξομολόγηση στο χιόνι του Γενάρη. Όποιος τη νύχτα ξαγρυπνά ξέρει να δραπετεύει στης μνήμης τα δωμάτια κι εκεί να αλητεύει. Η ΠΑΡΤΙΔΑ Ρίχνω την ομορφιά σου στο πηγάδι τη βγάζω τα χαράματα πνιγμένη μονάχος μου πενθώ κι αυτό το βράδυ τη Θάλεια, την Κίρκη, την Ελένη. Σκαλώνω στου κορμιού σου τα κοράλλια μεσάνυχτα κοιτώντας τη σελήνη κι ο έρωτας να γίνεται σμπαράλια στη Σέριφο, στη Κω, στη Σαντορίνη. Βγες απ’ τη φυλακή σου να σώσω την παρτίδα περάσανε αιώνες κι ακόμα δε σε είδα. ΜΠΙΛΙΑΡΔΟ Βρέχει κι απόψε μες στο έρημο λιμάνι μια παγωνιά σαρώνει το μυαλό η μοναξιά είναι αστείρευτο ποτάμι που κάθε αυγή στην πλάτη κουβαλώ. Η Σαλονίκη μια πανάρχαια ερωμένη δίπλα η Ξάνθη κι η Κομοτηνή παίζουν μπιλιάρδο του ονείρου οι χαμένοι ίδιο το έργο, ίδια η σκηνή. Πού θα μας βγάλει, αλήθεια, αυτή η νύχτα μία σημαία κατεβαίνει απ’ τον ιστό από ένα σύννεφο βρεγμένο θα πιαστώ στο αλκοόλ όλα τα λάθη πνίχτα. ΔΙΚΑΙΩΣΗ Όταν οι δρόμοι είναι κλειστοί και η φωνή σου φυλακή έχει περάσματα ο καιρός αρκεί να θέλει ο άνεμος. Τη μέρα βρίσκομαι στη γη τις νύχτες βγαίνω στη ζωή μέσα στου ύπνου τα κελιά ο ουρανός με κουβαλά. Όταν ο χρόνος σε νικά βγάλε απ’ την τσέπη τα κλειδιά άνοιξε τέρμα το όνειρο δεν έχει τέλος πιο όμορφο. Ποτέ δεν ήμουνα αυτό που τη γραμμή ακολουθώ και ειδικά τις Κυριακές με κοινωνούν οι θύελλες. Παρίσι, Τέξας, Κοκκινιά απέχουν μόλις δυο λεπτά και στην επόμενη στροφή θα φτάσεις στη δικαίωση. ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ Έρχεται ο ύπνος την αυγή κρυφά και με τυλίγει κι όσοι δεν είδαν ουρανό η μοναξιά τους πνίγει. Ό, τι ανθίζει το πρωί ξεραίνεται το βράδυ σβησμένοι στίχοι στο χαρτί τραυλίζουν στο σκοτάδι. Στην ανεμόσκαλα του νου πουλιά σακατεμένα κι όσα δε φτάνει ο λογισμός αποδημούν στα ξένα. Η νύχτα είναι φυλακή και ο καιρός ξυράφι έρωτες που ξεχάστηκαν κι απόμειναν στο ράφι. Μέσα στη φωτιά του κόσμου γίνε η δροσιά θάλασσες και δάση δως μου κι όλα τα νησιά. ΕΝΔΟΧΩΡΑ Ώσπου να ‘ρθει εκείνη η ώρα να βρεθώ στην ενδοχώρα του αληθινού θα περάσουν δυο αιώνες με σιωπή και με χειμώνες άλτης του κενού. Κατά λάθος ήμουν ένας που δεν ήθελε κανένας να τον χρεωθεί ορειβάτης και αλήτης στα ψηλά βουνά της Οίτης ψάχνω το κλειδί. Κι όταν όλοι θα ‘ναι λιώμα θα αντέχω εγώ ακόμα για άλλες δυο ζωές δε φοβάμαι τα αγρίμια του θανάτου τα τσαλίμια και τις ερημιές. Επιβάτης του ανέμου και οικότροφος του Αίνου σε μια κορυφή τη στιγμή που θα με πάρει θα ξεπέφτει το φεγγάρι πάνω στη στροφή. Είναι ο έρωτας συνήθεια που χρειάζεται βοήθεια και η μνήμη ακροβάτης σε σαθρό σκοινί παραδόξως δε θυμάμαι τ’ όνομά μου και λυπάμαι που θα φύγω μία νύχτα καλοκαιρινή. Η ΕΔΕΜ Μ’ έχουνε κάνει ναυαγό και Πόντιο Πιλάτο της μοναξιάς τα κρίματα και κολυμπώ σε πάτο. Του πόνου τα σκιρτήματα και τ’ ουρανού τα πάθη μαρτύρια της άνοιξης και της ζωής αγκάθι. Μέθη στο ένα μου κορμί, στο άλλο αφροσύνη τίποτα απ’ όλα τα σωστά στο τέλος δε θα μείνει. Κι ό, τι απόψε έβαλα στον ύπνο για πυξίδα ξεβράζεται στη θάλασσα και μοιάζει με παγίδα. Θέλει κύμα το φεγγάρι και ο νους στεριά η Εδέμ μια αυταπάτη γίνεται φθορά. Πρόσφυγας χωρίς πατρίδα στη φυγή ζητώ να ξεφύγω από τη μοίρα και να λυτρωθώ. ΠΑΡΩΡΙΤΕΣ Εκεί στη θύελλα του νου, τ’ ανείπωτα συμβαίνουν όλος ο κόσμος γίνεται μια ανοιχτή πληγή και οι επαίτες τ’ ουρανού το χέρι τους απλώνουν από τα άστρα να πιαστούν κι από το φως να λιώνουν. Όταν ο ύπνος έρχεται γλυκά να σε τυλίξει πάρε βαθιά μια εισπνοή και ξέχνα τα παλιά σ’ ένα τετράδιο λευκό τη μοναξιά σου κρύψε και στον καιάδα του λυγμού τη λογική σου ρίξε. Και τα βαθιά χαράματα, την ώρα που πληθαίνουν οι παρωρίτες της ζωής, του φόβου τα θεριά βγες στ’ ανοιχτό παράθυρο και κοίτα τη σελήνη που κρύβει μες στα σπλάχνα της αξόδευτη οδύνη. ΣΕ ΦΤΗΝΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ Είναι η αγάπη ένα τρένο βιαστικό που τα χαράματα μας προσπερνάει βολτάρει άδειο στου απείρου το κενό και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού γλεντάει. Παίζει μπιλιάρδο με τους άσωτους υιούς και σε χαμόσπιτα μικρά τρυπώνει κι όταν ο άνεμος της πάρει τη λαλιά μεταμορφώνεται σε άσπρο χιόνι. Είναι η αγάπη καταφύγιο του φτωχού της μοναξιάς τα πιο ωραία λόγια ο ταχυδρόμος που θα φέρει ταραχή και του θανάτου τ’ ακριβά ρολόγια. Τρέχει ξυπόλητη σε στάδιο αδειανό και τη φωτίζει το χλωμό φεγγάρι ποιος θα ενδώσει στη βαθιά της αγκαλιά και ποιος την άρνηση σκυφτός θα πάρει. Όποιος αγόρασε ακριβά την ηδονή ξεχειμωνιάζει σε φτηνά κρεβάτια κι όποιος προτίμησε το φως απ’ τη φυγή βλέπει τον ήλιο με κλειστά τα μάτια. ΟΛΑ Όλα είναι ίδια αν τα ψάξεις δεν υπάρχει χρόνος να τ’ αλλάξεις. Όλα είναι δρόμος κι αμαρτία μέσα στο μυαλό σου η αιτία. Όλα είναι ψέμα και αλήθεια και ο εαυτός σου μια συνήθεια. Όλα είναι κάτι που σου μοιάζει [κι] η αρχή του τέλους σε τρομάζει. Όλα είναι ό, τι εσύ δηλώσεις φόρο σ’ ό, τι κάνεις θα πληρώσεις. Όλα είναι λόγια κι υποσχέσεις μέσα στη παγίδα σου θα πέσεις. Όλα σε φωνάζουν να γυρίσεις τα παλιά στην άκρη να αφήσεις. Όλα σε κοιτούν απ’ την οθόνη τίποτα στον κόσμο δεν τελειώνει. ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ Πάλι γυρνώ μεθυσμένος στους άδειους δρόμους σκοτάδι απ’ τον καπνό κυκλωμένος κι αυτό το βράδυ. Λείπεις κοντά δύο χρόνια μ’ ακολουθάει η σκιά σου θυμάμαι ακόμα τα λόγια και τ’ άρωμά σου. Πάλι γυρνώ μεθυσμένος μέσα στην πόλη που βράζει στη μοναξιά μου χαμένος έξω χαράζει. Τόσο καιρό περιμένω ένα σημάδι ν’ αφήσεις πατάω γκάζι και φρένο στις αναμνήσεις. Είναι ο χρόνος πια λίγος η απουσία μεγάλη νοιώθω στο σώμα μου ρίγος ανοίγω κι άλλο μπουκάλι. ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ Περίσσεψε ο θάνατος και παίρνει με μανία αποκαΐδια και ψυχές, φτώχεια και μεγαλεία. Παίρνει μανάδες και παιδιά κάτω στην Παλαιστίνη κι έναν σακάτη πρόσφυγα κάπου στη Μυτιλήνη. Παίρνει και του αρχάγγελου το φως και το τυφλώνει πλούτη, θυρίδες και λεφτά τα κάνει όλα σκόνη. Της Αφροδίτης τα μαλλιά λάφυρο τα κρατάει και τα αγρίμια τ’ ουρανού στο χάος τα πετάει. Κι εγώ που ήθελα ζωή, τι να την κάνω τώρα που έχω χάσει τα κλειδιά μέσα σ’ αυτή την μπόρα. Που με αυτά ξεκλείδωνα τις πόρτες της σελήνης και το φιδίσιο σου κορμί που τώρα αλλού το δίνεις. ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ Μέσα στο σπίτι μεσάνυχτα τα παραθύρια ορθάνοιχτα στη μοναξιά μου βυθίζομαι και στο μηδέν χαραμίζομαι. Σφαγμένες λέξεις στο πάτωμα στη λογική μου αιμάτωμα κοιτάζω κάποιο φυλλάδιο κι ανοίγω τέρμα το ράδιο. Κάδρα παλιά με κοιτάζουνε οι ενοχές με δικάζουνε απ’ το ταβάνι οινόπνευμα στάζει μαζί με οδοντόκρεμα. Και του μυαλού τα φαντάσματα ψάχνουν να βρούνε περάσματα να εισχωρήσουν στα όνειρα να τα γεμίσουν με απόνερα. Σ’ ένα δωμάτιο εδώ και χρόνια ίδιες κουρτίνες, ίδια σεντόνια και τα χαράματα η απουσία ψάχνει παρέα και συνουσία. ΑΙΩΝΙΑ ΛΗΘΗ Του νου τα παραπτώματα γυρεύουνε πατρίδα μια τόση δα αχτίδα φωτίζει τους γκρεμούς. Η νύχτα είναι μαχαιριά στα σπλάχνα της σελήνης το φως σου μην το δίνεις σε ξένους ουρανούς. Μες στο κατακαλόκαιρο ακούω τη φωνή μου στο βάθος της ερήμου να ψάχνει για νερό. Του έρωτα η άρνηση τροφή για τους χαμένους στους τέσσερις ανέμους σε ψάχνω από καιρό. Η πιο μεγάλη σιωπή έρχεται και ριζώνει εκεί που ξημερώνει στο βάθος του μυαλού. Αν κάποτε χαράματα ξανασυναντηθούμε το τέλος μας θα δούμε στα μάτια ενός τρελού. Μέσα στην αιώνια λήθη επιπλέουνε τα πλήθη και τα λάθη τους μετράνε την αυγή όταν ξυπν ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ Στον Μάνο Ελευθερίου Η νύχτα είναι βάλσαμο, φυγή για τους μονάχους μέσα στα μάτια σε κοιτώ να πίνεις τη σιωπή κολύμπησες στα κύματα, περπάτησες στους βράχους και η ζωή σου άνεμος, φωτιά και αστραπή. Πήρα την άγονη γραμμή για να σε πλησιάσω σε ποια νησίδα κατοικείς, σε ποια μαρμαρυγή μα μέσα στο μανίκι σου έχεις κρυμμένο άσσο που ξεδιψούν οι άστεγοι κι όλοι οι ναυαγοί. Σ’ όλους εμάς απέμειναν κάτι φθαρμένοι στίχοι σ’ ένα γραμμόφωνο παλιό ν’ ακούγονται βραχνά κι από το βάρος της γραφής γκρεμίζονται οι τοίχοι κι ευωδιάζουν τ’ ουρανού τα ανήλιαγα στενά. ΣΤΗΜΕΝΑ Έξω βραδιάζει και φυσά λόγια κλεμμένα και μισά απόψε μου μιλάνε. Κι από το σκότος τ’ ουρανού βγαίνουν τ’ αγάλματα του νου πίνουνε και μεθάνε. Τα αυτοκίνητα περνούν οι μοναξιές με χειρουργούν τα λάθη μου πληρώνω. Στην άσφαλτο ισορροπώ κι όμως ακόμα σ’ αγαπώ δεν έχω άλλο δρόμο. Έμεινα ώρες να κοιτώ τον φοβισμένο μου εαυτό χωρίς να αρθρώσω λέξη. Κι από το βάθος του κενού βλέπω τα δέντρα ενός βουνού χαράματα στις έξι. Συννεφιασμένη Κυριακή είναι ο χρόνος φυλακή και η ζωή παγίδα. Θα είναι λίγο ό, τι κι αν πω όμως ακόμα σ’ αγαπώ δεν έχω άλλη ελπίδα. Όλα στημένα στριγγλίζουν δίπλα μου τα φρένα όλα φευγάτα αγάπες, έρωτες και νιάτα. TO ΦΙΝΑΛΕ Παραμονές της σιωπής είναι φτηνό ό, τι κι αν πεις για να με πείσεις. Παραμονές του πανικού βγαίνεις στο ξέφωτο του νου χωρίς αισθήσεις. Παραμονές της μοναξιάς μάθε στον κάδο να πετάς τις αναμνήσεις. Παραμονές του χωρισμού είσαι στη δίνη ενός σεισμού και ψάχνεις λύσεις. Δύο σώματα κοιτούν το φινάλε και μετρούν την απουσία όλα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος σαν γυαλί και υποκρισία. ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ Έρχεσαι κι όλο φεύγεις, στα λιμάνια τριγυρνάς μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη τους παραδείσους ψάχνεις και την κόλαση ζητάς σε μια τρελή οφθαλμαπάτη. Λόγια και υποσχέσεις, στο φινάλε μια σιωπή είναι η γη βαρύ φορτίο όλα αυτά που ήθελα να πω, στα έχω πει μένει μονάχα το αντίο. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, το φεγγάρι αιμορραγεί και στους τοίχους καρφωμένη η απουσία το καράβι των ερώτων ταξιδεύει στη βροχή κι η αγάπη κρεμασμένη στα μουσεία. ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ Χαράματα γυρίζοντας μέσα στην άδεια πόλη πάλι απ’ την αρχή ξανά μοιράζονται οι ρόλοι οι άσωτοι χρεώνονται όλη την Ιστορία κι οι μόνοι στα χαλάσματα παλεύουν με θηρία. Τα όνειρα που ζήσαμε δεν έχουν ασυλία ξεβράζονται σαν ναυαγοί σε πάρκα και σχολεία κι όσοι ακόμη αντέχουνε γυρεύουνε στον χάρτη να βρούνε τα φθινόπωρα και τις βροχές του Μάρτη. Φεύγουνε τα χρόνια κι όμως μένει μία αγκαλιά που περιμένει σ’ έρημους σταθμούς και σε λιμάνια των αμαρτωλών τα καραβάνια. ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ Είναι αργά για να κρυφτώ, είναι νωρίς για να ‘ρθω και τα διαστημόπλοια τρυπάνε το κενό η πελατεία τ’ ουρανού χωράει σ’ ένα κάδρο όλης της ανθρωπότητας τη θλίψη προσκυνώ. Οι ρίζες μου στη θάλασσα, τα μάτια στη σελήνη κι οι ουρανοί ξεβράζουνε φαρμάκι χθεσινό να ρίξουμε στην άβυσσο όλη τη σκοτοδίνη χειμώνες να χορτάσουμε κι αέρα βορεινό. Ωραία τα σκιρτήματα που μ’ έκανες να νιώσω ωραία και του σύμπαντος η μαύρη ομορφιά στις όχθες του Αχέροντα τα ναύλα θα πληρώσω και θα ξεπλύνω με κρασί τα δυο χοντρά καρφιά. Κι εσείς που αλητεύετε σε λάθος γαλαξίες δώστε μου πίσω τη ζωή και πάρτε τις αξίες. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ Η νύχτα ζυγώνει, ο φόβος λουφάζει λυμένο φεγγάρι στην άβυσσο σκάει χαμένοι πελάτες στου μπαρ τη ραστώνη κι η άνοιξη πάλι απόψε τα σπάει. Τριγύρω εικόνες ζορίζουν τη μνήμη ανέλπιδη μέρα σε λίγο χαράζει και όλα φευγάτα, μια μάζα ονείρων συνήθεια το λέω και δε με πειράζει. Ο δρόμος κι ο χρόνος, αιώνιοι φίλοι χωρίς προφυλάξεις φιλιούνται στα χείλη κι εγώ που φλερτάρω τους άγουρους μήνες στην πόρτα μου έξω ουρλιάζουν σειρήνες. ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ Ο φόβος μου απόλυτο κενό μες στο στερέωμα της νύχτας αναφαίρετο δικαίωμα. Το λάθος μου η άστοχη επένδυση στο τίποτα μιλώντας κάθε βράδυ με τ’ ανείπωτα. Ο δρόμος μου γεμάτος από νάρκες τα χαράματα με αίματα στο μέτωπο και ράμματα. Το πάθος μου αγέλη ανεφάρμοστων προθέσεων αόριστων στιγμών και υποθέσεων. Ο έρωτας σήμα κινδύνου βυθισμένου βαποριού και το κραγιόν σου στο γυαλί του ποτηριού. ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ Το πουλί του παραδείσου μόνο του θρηνεί κάθε βράδυ στα Χαυτεία και λιμοκτονεί. Τσιλιαδόροι και προστάτες στην οδό Φυλής την ανάγκη μου τυφλώνουν χίλιοι προβολείς. Μετανάστες στη Βικτώρια τ’ όνειρο ζητούν χαραμίζονται τα νιάτα και μας χαιρετούν. Στα Εξάρχεια ξημερώνει φέγγουν οι σκιές σκουπιδιάρικα μαζεύουν ρίμες και ροκιές. Το ξυράφι του Απρίλη κόβει τη σιωπή και η άνοιξη ουρλιάζει δίχως να ντραπεί ΤΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ Φεύγουν τα τρένα απ’ τον σταθμό ψάχνω σημάδια στον ουρανό η γη γυρίζει και στενάζει τη λογική μου σμπαραλιάζει στο σύμπαν ακουμπώ. Στη Δραπετσώνα δύει το φως απ’ τα φουγάρα ένας λυγμός μπαίνει η άνοιξη στην πόλη ξαναμοιράζονται οι ρόλοι επαίτης του παντός. Φτάνει το πλοίο της γραμμής βλέπω το χρώμα της χαραυγής σ’ ένα ουίσκι επιπλέω όσα θυμάμαι δεν τα λέω στηλίτης της ζωής. Στη Σαλαμίνα και στο Σχιστό τη μοναξιά μου ακολουθώ παντού ακούγονται Σειρήνες και με σνομπάρουνε οι μήνες σε μια συνήθεια ζω. Τρίζουνε τα τσιμέντα κι εγώ δε λέω κουβέντα μένω σ’ ένα δυάρι κι η νύχτα με τουμπάρει. Ο ΧΑΜΕΝΟΣ Νύχτα αδύναμη, μέρα κατάστικτη οι ηττημένοι δε μιλούν για εξουσία μένουν οι μέτριοι, φεύγουν οι άριστοι και οι απόκληροι παθαίνουν αμνησία. Ό, τι ειπώθηκε κι ό, τι ξεχάστηκε θα καταπέσουνε στο ίδιο χωνευτήρι μοίρα αβάσταχτη, χώρα ανήμπορη πνίγεσαι αύτανδρη σε βρόμικο ποτήρι. Όσο κι αν γέλασα, όσο κι αν έκλαψα πάντα θα είμαι στο φινάλε ο χαμένος σύμπαν ανήσυχο, χάος διάσπαρτο βγαίνω χαράματα στον δρόμο ιδρωμένος. ΡΥΜΟΥΛΚΑ Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη κι εσύ λείπεις μένω σε δυάρι στην οδό της Λύπης με σκουντάνε του μυαλού τα τροχοφόρα δεν υπάρχουν στεγανά σ’ αυτή τη χώρα. Στην ομίχλη του καιρού μόνος γυρίζω παίζω μπάλα με το άσπρο και το γκρίζο η αφή σου τα σκοτάδια χαρακώνει πάντα ήμουνα του σύμπαντος το πιόνι. Κατακάθια στο ποτήρι μου αφήνω κάθε βράδυ μ’ ένα σέρτικο σε πίνω το φεγγάρι στο ταβάνι κύκλους κάνει ρυμουλκά με περιμένουν στο λιμάνι. ΑΛΙΚΟ ΑΙΜΑ Είναι αργά, δεν έχω μνήμη πέφτω στου χρόνου το καμίνι μπρος μου φωτιές, πίσω μου δάση κι αυτή η νύχτα θα περάσει. Μπαίνει το φως από τις γρίλιες ανοίγω άλλες δυο μποτίλιες βλέπω σκιές σε κάθε τοίχο απ’ τα τσιγάρα όλο βήχω. Τρεις και μισή, σ’ ένα βιβλίο τη μοναξιά μου αναλύω ήχους ακούω στο μπαλκόνι είναι ο φόβος που ζυγώνει. Μοιάζει το χάος με παιχνίδι κι η αγωνία με βαρίδι πρόκες τρυπάνε το ταβάνι πλοία σφυρίζουν στο λιμάνι. Πέφτει στη λίμνη το φεγγάρι και η σιωπή στο μαξιλάρι θέλει η νύχτα λίγο ψέμα κι η χαραυγή άλικο αίμα. Η ΠΗΓΗ Η διαδρομή μας μια σταλιά στου σύμπαντος τον χάρτη σαν τη νιφάδα του χιονιού στα όνειρα του Μάρτη. Μες στον καθρέφτη σου κοιτάς πώς πέρασαν τα χρόνια κι άφησαν πίσω τους σκουριά και βρόμικα σεντόνια. Η διαδρομή μας βιαστική σε λάθος συγκυρία σαν τον ζητιάνο στη βροχή σε άγνωστη πορεία. Μέσα σε δρόμους της φωτιάς χαράματα γυρίζεις και την ψυχή σου στη βουή του κόσμου χαραμίζεις. Τι να σου πω, δεν έχει χρώμα η σιωπή ούτε αντικλείδι του κορμιού η φυλακή άσε στην άκρη τα παλιά κι έλα μαζί μου υπάρχει πάντα μια πηγή στο βάθος της ερήμου. ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ Στην άδεια πόλη τριγυρίζω μεθυσμένος η απουσία σου τραντάζει τη σελήνη πέφτει μια κίτρινη βροχή κι εγώ χαμένος στου εαυτού μου την αστείρευτη οδύνη. Σβήνουν τα φώτα και σε λίγο ξημερώνει είναι ο έρωτας μια πράξη υποκρισίας έργα πορνό σε μια ασπρόμαυρη οθόνη κλέφτες και άγγελοι στον δρόμο της θυσίας. Όποιος αγάπησε πληρώνει τα σπασμένα και ξενυχτάει σε δωμάτια νοικιασμένα παίζει κρυφτό με του απείρου τα σκοτάδια κι έχει στο σώτης ήττας τα σημάδια. ΜΙΑ ΕΥΧΗ Στο πανηγύρι των τρελών θα κάνω μια ευχή να με κοιτάξει ο θάνατος όχι σαν κάτι ξένο να μου φερθεί ευγενικά, να με καλοδεχθεί σαν έναν άσωτο υιό, σαν φίλο ξεχασμένο. Φέρνει η άνοιξη βροχή και η σιωπή φθορά πίσω από τις καλαμιές κρύβονται οι θλιμμένοι μαζεύω τα κομμάτια μου, τα ρίχνω στην πυρά λικνίζονται παράξενα της γης οι κολασμένοι. Είναι οι αμαρτίες μας βούτυρο στο ψωμί πίσω μας συνωστίζονται άγγελοι και ρουφιάνοι από το χέρι ενός παιδιού θα πάρεις πληρωμή την ώρα που θα δένουνε τα πλοία στο λιμάνι. Μυρίζουνε οι λέξεις θυμάρι και σιωπή κι η νύχτα ολοένα μεγαλώνει βουλιάξανε στις λάσπες αυτά που σου ‘χα πει μονάχος ταξιδεύω σε βαγόνι. ΚΟΜΜΑΤΙΑ Όλοι αυτοί που στα γραφεία γυροφέρνουνε και στις οθόνες της ανίας μπαινοβγαίνουν είναι ανθρωπάκια πού δεν ξέρουν πού πηγαίνουνε και στη βλακεία του μυαλού τους επιμένουν. Είναι αυτοί που στα δελτία πιπιλίζουνε πέντε έξι λέξεις και νομίζουν πως μας πείθουν απ’ τα σκουπίδια τους ταΐζουν την υφήλιο και οι κυράτσες με γλυκόλογα τους γλύφουν. Όσοι χλευάζουνε την άνοιξη αδιάκοπα είναι ανέραστοι και άξεστοι κρετίνοι σφυρίζουν έξω από την κόλαση αδιάφορα κι έχουν τα μάτια τους κλειστά σε ναφθαλίνη. Είναι αυτοί που κάθε τόσο μας δικάζουνε και την αλήθεια πακετάρουν με κορδέλες στις συνεντεύξεις κάτι ψίχουλα μοιράζουνε κι ύστερα βγαίνουνε γυμνοί στις πασαρέλες. Μα εγώ δε θέλω να τους δω, είμαι κομμάτια κοιτάζω αλλού, εκεί που βγαίνει η σελήνη πάντα σε άστρωτα βολεύομαι κρεβάτια κι ακροβατώ στης ερημιάς τη σκοτοδίνη. ΣΤΑ ΜΠΑΡ Γυρνώντας μες την πόλη ξημερώματα θυμάται τη ζωή του και φρικάρει σαράντα χρόνια πέρασαν αθόρυβα στα μπαρ κάτω από κόκκινο φεγγάρι. Στις πιάτσες τον φωνάζανε Χαρίλαο οι φίλοι του τον έλεγαν Γρηγόρη κι αυτός στην προκυμαία πάντα πήγαινε να δει πότε θα φύγει το βαπόρι. Με στίγματα γεμάτο ήταν το σώμα του στα μάτια του κυλούσανε ποτάμια και μια φωτογραφία στην κωλότσεπη του έδειχνε του χρόνου τα πλοκάμια. Γελούσε με του κόσμου την αφέλεια πενθούσε με τον έρωτα που σβήνει σε ανήλιαγα κοιμότανε υπόγεια και έλιωνε στης μέρας το καμίνι. Τον βρήκανε πεσμένο σε μιαν άσφαλτο κι η άνοιξη τριγύρω του σκιρτούσε ψιθύριζε ένα γυναικείο όνομα την ώρα που μονάχος ξεψυχούσε. ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ Είχες τον φόβο αρχηγό, την άβυσσο πατρίδα πέρασαν χρόνια δίσεκτα κι ακόμα δε σε είδα άναψε φως στην ερημιά, λαμπιόνια στο σκοτάδι να βγούνε τα εσώψυχα απ’ το βαθύ πηγάδι. Είχες λιμάνι τη φωτιά, σωσίβιο τη νύχτα όλα τα λάθη τα παλιά στη λήθη τώρα ρίχτα μπαίνει η άνοιξη νωρίς, άνοιξε τα φτερά σου να φύγουνε τα σύννεφα, να πιούμε στην υγειά σου. Δώσε στη ζωή μια ευκαιρία κάποιος περιμένει στη γωνία είναι ο εαυτός σου που ζητάει τη χαρά του κόσμου να τρυγάει. ΒΡΕΧΕΙ ΠΑΛΙ Βρέχει πάλι στον σταθμό το κορμί σου πού γυρίζει τα ξενύχτια μου μετρώ και το κρύο με θερίζει. Σ’ ένα μάλλινο παλτό τυλιγμένος από χρόνια απ’ την άβυσσο κοιτώ να περνάνε τα βαγόνια. Βρέχει πάλι από νωρίς η μορφή σου ξεθωριάζει με παγάκια ή χωρίς το ποτήρι μου αδειάζει. Σ’ ένα γκρίζο φόντο ζω σαν χρυσόψαρο στη γυάλα τα σκοτάδια μου κρεμώ σε μια σκουριασμένη σκάλα. Είναι η μνήμη φυλακή και ο άνεμος ξυράφι ξημερώνει Κυριακή ό, τι γράφει, δεν ξεγράφει. ΣΒΑΡΝΑ Παίρνει σβάρνα ο αέρας της ανάμνησης το τέρας μες στους δρόμους τριγυρίζω μοναχός το ψιλόβροχο ποτίζει τα σκοτάδια και σφυρίζει τα μεσάνυχτα ο τελευταίος συρμός. Με κοιτάζουν τα φεγγάρια παίζω τη ζωή στα ζάρια και εσύ να είσαι μίλια μακριά κι όταν θα ‘χει ξημερώσει τ’ όνειρό μου θα ‘χει λιώσει μεθυσμένος παίρνω την ανηφοριά. Παίρνει σβάρνα ο αέρας της ανάμνησης το τέρας και η άνοιξη ακόμη πόσο αργεί κάνω βόλτα στις πλατείες στου μυαλού τις αλητείες και ακούω της αγάπης την κραυγή. ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΔΗΛΟΥ Πίνω τη θλίψη των ματιών σου και με τυλίγει μια οδύνη πες μου ποιος έχει την ευθύνη για την αλμύρα των χειλιών σου. Μπαίνει η άνοιξη στην πόλη η απουσία σου ξυράφι όλα τα λόγια πήγαν στράφι άλλη μια νύχτα στη φορμόλη. Περνάνε αδειανά τα τρένα βγαίνω στου χρόνου το μπαλκόνι δύσκολα απόψε ξημερώνει βάζεις φωτιά στου νου τα φρένα. Κυκλοφορείς μέσα στου κόσμου την ξεχασμένη εφηβεία με κυριεύει μια φοβία του ουρανού το χρώμα δως μου. Ίσως θα έπρεπε ξανά να γίνεις άγαλμα της Δήλου να σε βαφτίσω στα νερά του Ιορδάνη και του Νείλου. ΣΧΕΔΙΑ Περιμένοντας το χιόνι ρίχνω κάτασπρο σεντόνι να σκεπάσω τη φυγή σου και τη λάβα της αβύσσου. Ό, τι έσπειρες θερίζεις την αγάπη μη ζορίζεις έχει ο χρόνος μονοπάτια και το σύννεφο παλάτια. Φεύγουν αδειανά τα πλοία σε γυρεύω στα βιβλία στου μυαλού τις πυραμίδες και στης μνήμης τις θυρίδες. Δως μου μύθο, πάρε χάδι να σου διώξω το σκοτάδι ο καιρός είναι σχεδία και η θλίψη μελωδία. Ξημερώνει άλλη μέρα το κορμί σου πού γυρίζει ένα φύσημα του αέρα τη ζωή μας καθορίζει. ΣΤΗ ΦΟΡΜΟΛΗ Ο ουρανός είναι φυγή και η ανάγκη φυλακή τέσσερις πήγε και μισή κι ακόμα λείπεις. Βήματα ακούγονται βαριά πάνω σε ξύλινα σκαλιά είναι φαντάσματα ωχρά της χαρμολύπης. Είναι ο χρόνος μια σταλιά και η ζωή μας δυο λεπτά μπαίνει η άνοιξη κρυφά στην άδεια πόλη. Και στο δωμάτιο κοιτώ την οροφή και σε ζητώ στην απουσία κολυμπώ και στη φορμόλη. Άνεμος παίρνει την ψυχή και την καρφώνει στη σιωπή είναι τα ίχνη σου εκεί πάνω στο τζάμι. Και τη στιγμή που η αυγή σ’ ένα βαγόνι αιμορραγεί κυλάει η μνήμη βιαστική σαν το ποτάμι. ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ Βαδίζω στα χαλάσματα με ξέλυτα κορδόνια κατάστικτη η άνοιξη με άνθη του χαμού απόψε θα λαλήσουνε τα πέτρινα αηδόνια λιοντάρια θα ανέβουνε στο βάθρο του γκρεμού. Ατίθασος ο άνεμος θα σέρνει τους πνιγμένους βγαλμένο απ’ τα ηφαίστεια το φως του φεγγαριού της ήττας το αλφάβητο βορά για τους χαμένους το άγγιγμα του τίποτα στην άκρη του χεριού. Απόβαση στο άπειρο μεσάνυχτα και κάτι πλανόδιοι επιβήτορες βιάζουν τη σιωπή το άρωμα του κήπου μου τυλίγει το κρεβάτι αυτά που πάντα σκέφτομαι κανείς δε θα τα πει. Περίμενα δυο τέρμινα να βρω τη σκοτοδίνη μεγάλωσα απότομα, κοιτάζω τη φθορά κανένας για τα δύσκολα δεν παίρνει την ευθύνη το μαύρο απ’ το κόκκινο δεν έχει διαφορά. Αλλιώς το φανταζόμουνα αυτό το πανηγύρι την ώρα που γεννιόμαστε κανένας δε θρηνεί μα κάποτε απρόσμενα στερεύει το ποτήρι και γέρνουν απ’ τα σύννεφα θλιμμένοι οι γερανοί. ΕΑΡΙΝΟ Μύρισε άνοιξη ξανά λουλούδια στεφανώνουν τον αέρα μοσχοβολούν τα δειλινά και η ανάσα διώχνει τη φοβέρα. Μύρισε άνοιξη ξανά τα ρόδα διαλύουν το σκοτάδι πανηγυρίζουν τα βουνά και τα αγρίμια κρύβονται στον Άδη. Βγαίνω στους δρόμους του ουρανού δέντρα φυτρώνουν μέσα στο νου την ομορφιά σου τώρα κοιτώ κι από τη ζάλη παραπατώ. ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ Πάλι ξανά το ίδιο έργο είναι αργά για να σε βρω όποτε έρχεσαι εγώ φεύγω και στο μηδέν κυκλοφορώ. Δρόμοι γεμάτοι με ξυράφια σπίτια θυμίζουν φυλακές κόκκινα πληγωμένα ελάφια κάτω από κίτρινες βροχές. Είναι ο έρωτας σφαγείο που συνεχώς αιμορραγεί τα όνειρά μας στο ψυγείο μπαίνει μια άλλη εποχή. Όλα αλλάζουν κι είναι ίδια πόλεις κλεισμένες σε γυαλί περνάω μέσα από σκουπίδια πατάω πάνω σε χαλί. Δώσε μου φως, πάρε σκοτάδι έχω αρχίσει να γερνώ θα ξοδευτώ κι αυτό το βράδυ σ’ ένα δωμάτιο υγρό. ΣΕ ΜΙΑ ΓΟΥΛΙΑ Ο ήλιος τύφλωσε τα μάτια της σελήνης στα σταυροδρόμια τ’ ουρανού γυρνώ το παρελθόν μου την αυγή ξεχνώ και κολυμπώ στον πυρετό μιας σκοτοδίνης. Μπαίνει η άνοιξη κι εσύ είσαι ένα ψέμα με μια καρφίτσα τη ζωή τρυπώ πέρασαν χρόνια κι όμως σ’ αγαπώ έξω απ’ την πόρτα μου συγκρούονται δυο τρένα. Απ’ τον εξώστη ανεμίζει μια σημαία κι απ’ την ταράτσα το κενό κοιτώ κρύβω το μέλλον μου σε κιβωτό και σε ρωγμή τα όνειρά μου τα λαθραία. Έχει νυχτώσει κι είναι ακόμα μεσημέρι σ’ ένα δυάρι του εξήντα ζω στ’ άδεια πακέτα σε αναζητώ είναι αργά για να σε βρω στα ίδια μέρη. Περίμενε, μη φεύγεις ξαφνικά τα θαύματα δεν έχουνε πατρίδα σε μια γουλιά θα δεις τα ξωτικά του έρωτα να παίρνουν την παρτίδα. ΟΝΕΙΡΩΞΗ Τα πάντα ένα τίποτα κι η άνοιξη φτερούγισμα της μέλισσας το βούισμα του χρόνου τα ανείπωτα. Βουτάω σε απόνερα μπροστά στην τηλεόραση απώλεσα την όραση τη μνήμη και τα όνειρα. Αλώβητο το σύστημα με όλα τα προνόμια τα πάντα ίδια κι όμοια δε σπάει το απόστημα. Οι νύχτες μία σύνοψη του βίου μου του άχαρου ο έρωτας ονείρωξη στα πρόθυρα του ζάχαρου. Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ Παροπλισμένοι ποιητές σε χρόνια δίσεκτα κυοφορούν λόγια παρείσακτα ανόητα βραβεία, λέξεις κι αριστεία μπερδεύονται με κάποια αστεία. Παροπλισμένοι μουσικοί σε μέρες ύποπτες κυοφορούν νότες καχύποπτες στημένες συναυλίες, φώτα και λαγνεία στριμώχνονται σε μια γωνία. Η έμπνευση συχνάζει στα σαλόνια ημίγυμνη σε στάση προσοχής φοράει μία πρόχειρη κολόνια πουτάνα στον ρυθμό της εποχής. ΕΜΒΡΥΟ Κι όμως ξέρω ν’ αναλύω τις αιτίες που στοιβάζεσαι σαν σάκος στην ουρά περιμένοντας σωτήρες και μεσσίες να σε βγάλουν απ’ του χρόνου τη φθορά. Κι όμως ξέρω να κρατώ ισορροπίες και να έχω επαφές του συρφετού είδα σήμερα της μνήμης τις ταινίες που με ρίξανε στο βάθος του γκρεμού. Κι όμως ξέρω τι είναι αυτό που σε τρομάζει και σε μπάζει στην πιο άγρια μοναξιά κάθε βράδυ η αλήθεια σε δικάζει και σε δένει στην προβλήτα με σκοινιά. Κι όμως παίζεται η ζωή μου στην αρένα με χιλιάδες διψασμένους θεατές όλα είναι από αιώνες πια στημένα και ξεβράζομαι σε έρημες ακτές. Κι όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξέρω είμαι έμβρυο στο βάθος της κοιλιάς την οδύνη μου σε σένα την προσφέρω και μια γέννα απ’ τις στάχτες της φωτιάς. ΔΙΑΠΑΣΩΝ Αυτά λοιπόν ήταν τα νέα δεν έχω άλλα να σας πω η μνήμη γέμισε αφίσες και η ψυχή λιωμένες πίσσες είναι το τζάμι μου θαμπό. Ο κόσμος ένα μάτσο χάλια πατάει πάνω σε γυαλιά περιπλανώμενος αστέρας πέφτει στη γη σαν να ’ναι τέρας και μου θερίζει τη μιλιά. Με αγαπάνε οι πνιγμένοι και με μισούν οι ζωντανοί κάτι σκυλιά παίζουν μπιλιάρδο στου ουρανού το μαύρο κάδρο ρίχνω στην άβυσσο σκοινί. Πρώτη φορά νοσοκομείο να εγχειρήσω τη σιωπή απ’ το παράθυρο κρεμάλες οι εμμονές μου μαθουσάλες έχουν τον χρόνο καταπιεί. Ήρθε λοιπόν κι αυτή η ώρα που την περίμενα καιρό στη σέντρα μ’ έβγαλε το βράδυ το άγγιγμά της ήταν χάδι να της ξεφύγω δεν μπορώ. Διαπασών βάζω το ράδιο μυρίζει ο δρόμος πυρκαγιά σκοντάφτω πάνω σε καλώδια ποτέ δεν πλήρωσα διόδια φεύγω μονάχος κι άντε γεια. ΑΙΜΑΤΩΜΑ Η νύχτα είναι φόβος κι ο φόβος πυρκαγιά μαχαίρι το φιλί σου, το στόμα σου θηλιά. Δώσε μου μια ελπίδα, να βγω στον άνεμο να γίνω στην ψυχή σου λιμάνι απάνεμο. Η λάμπα αργοσβήνει μες στο δωμάτιο και η βροχή κυλάει σ’ ένα φρεάτιο. Ρήμαξε τη ζωή μας αυτή η άρνηση το τώρα θέλει θάρρος και αυταπάρνηση. Ξημέρωμα μονάχος στο κρύο πάτωμα στο δέρμα της συγνώμης ένα αιμάτωμα. Κάτσε για λίγο ακόμα, έστω για μια στιγμή να δω της μοναξιάς μου όλη την παρακμή. ΠΛΕΚΤΑΝΗ Κάτασπρο φουστάνι στο κενό ξέπλεκα μαλλιά μέχρι τους ώμους γράφεις στα κατάστιχα τους νόμους φλέγεσαι κρατώντας το πανό. Μάτια πίσω από το γυαλί άδολα κοιτάζουν τη σελήνη έχουν μια σκιά από οδύνη και του παραδείσου την πληγή. Δάχτυλα φτιαγμένα από πηλό άνευρα τεντώνονται στη μέρα σήκωσαν στην άβυσσο παντιέρα γνέφουν στο ποτάμι το θολό. Σώμα που λικνίζεται στο φως και ακροβατεί πάνω στο κύμα ψάχνει του ποιήματος τη ρίμα για να γίνει πόθος μου κρυφός. Γίνε οπτασία του μυαλού ένα αυγουστιάτικο λιμάνι έχω ναυαγήσει προ πολλού μες στης ομορφιάς σου την πλεκτάνη. ΠΕΡΙΠΟΥ ΕΤΣΙ Στον δρόμο φώτα νυσταγμένα χαράματα γυρεύω εσένα μποτίλιες γυάλινες σπασμένες υγρό φονιάς στους λεμφαδένες. Περίπου έτσι συνηθίζω τον εαυτό μου να εθίζω στου αλκοόλ την παραζάλη και στου αέρα την αιθάλη. Η μέρα λυγισμένο δέντρο στης απουσίας σου το κέντρο ανούσιες διαπιστώσεις εδώ στο χώμα να ριζώσεις. Περίπου έτσι παραπαίω στη μοναξιά δίχως να φταίω σιωπή ξυράφι με ουίσκι μια μαχαιριά ξυστά με βρίσκει. Όλοι στο ίδιο έργο αθώοι χειροκροτούνται στη σκηνή κι εγώ ανάμεσα στο πλήθος κυκλοφορώ χωρίς φωνή κοιτώντας πάντα το ρολόι για να προλάβω τη ζωή. ΡΩΞΑΝΗ Ηλεκτρισμένοι από ώρα οι ουρανοί σε λίγο θα ξεσπάσει μαύρη καταιγίδα φέρε μου πίσω τη κλεμμένη μου φωνή πάρε τη σκάρτη που μου έδωσες ελπίδα. Ανώφελα περνούν οι μέρες κι ο καιρός τυλίγει την ψυχή μια κρύα απουσία πάντα στην πόρτα με ρωτά ο θυρωρός εάν υπάρχει στη ζωή μου μια ουσία. Κορίτσια του χαμού ποζάρουνε γυμνά γεμίζουν τα στενά φτηνά ξενοδοχεία ποιος ξέρει τώρα το κορμί σου πού γυρνά σε ποια ανήλιαγα και πένθιμα σφαγεία. Συχνάζουνε στα μπαρ πιωμένοι άγγελοι στις πιάτσες της Συγγρού θεοί και αμαρτίες έχω της μοίρας χαραγμένη την ουλή στα κύτταρά μου τις απόκρυφες αιτίες. Τις νύχτες ο αγέρας σπάει τη σιωπή γαβγίζουν τα σκυλιά στο έρημο λιμάνι αυτά που είχα να σου πω, στα έχω πει το όνομά σου Ζηνοβία ή Ρωξάνη. Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ Θα’ ρθουνε μέρες βιαστικές από τον πυρετό θα καις στο σπίτι μόνη έξω αέρας θα φυσά θα ονειρεύεσαι νησιά και θα νυχτώνει. Θα’ ρθουνε βράδια φονικά ο χρόνος πάντα θα νικά τα όνειρά σου και η σιωπή στη διαπασών ένα κυνήγι μαγισσών θα ‘ναι η χαρά σου. Θα ‘ρθουνε άλλες εποχές κίτρινες όξινες βροχές γεμάτες λύπη κι εσύ αλλού, σε ξένη γη μια αξημέρωτη αυγή το φως θα λείπει. ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΣ Στης απουσίας την απέραντη σιγή ακροβατώντας σε σκοινί ισορροπίας οιωνοσκόπος σε μια πληγωμένη γη έριξες άγκυρα στα άκρα μιας πορείας Σε δρομολόγια χωρίς προορισμό σαν επιβάτης μιας ερημωμένης χώρας χρόνια απών απ’ της ζωής τον οργασμό μέσα κλεισμένος στο πιθάρι της Πανδώρας Άρρωστη πόλη μ’ ασπιρίνες κι ενοχές μάσκα φορώντας για να κρύψει την ασκήμια κι εσύ παρείσακτος σε άλλες εποχές παίζεις μπιλιάρδο με της νιότης τα αγρίμια. Νύχτες και νύχτες σε δωμάτια λερά σαν μετανάστης που δεν έχει πια πατρίδα πάνω στην πλάτη σου δυο δανεικά φτερά κι ένα σημάδι από πρόωρη ρυτίδα. Τελειώνουν τα οράματα μα εσύ κοιτάς κατάματα τον φωτογραφικό φακό για να ξορκίσεις το κακό. Μικραίνουν τα περάσματα πληθαίνουν τα χαλάσματα το παρελθόν σου σε γκρο πλαν και το παρόν σε σελοφάν. ΑΞΟΔΕΥΤΟ ΚΟΡΜΙ Σε τέτοιους άρρωστους καιρούς ό, τι σου πω δεν το ακούς μόνο σ’ ανύπαρκτους θεούς της λογικής πιστεύεις. Γέμισε η πόλη με καρφιά σταυρώσανε την ομορφιά κι εσύ σε ξένη αγκαλιά με μια σκιά χορεύεις. Έρχονται κρύες εποχές από τη μοναξιά θα κλαις και σ’ ένα άγαλμα θα λες τον πόνο σου τα βράδια. Και το πρωί μες στον σταθμό κάτω από γκρίζο ουρανό θα αγναντεύεις το κενό με την ψυχή σου άδεια. Σε όλους μια φορά θα έρθει η σειρά να βρούνε τη χαρά μα θα ‘ναι πια χειμώνας αξόδευτο κορμί μέσα σε φυλακή και η κάθε στιγμή ανέραστος αιώνας. ΚΟΨΕ ΤΗ ΦΟΡΑ Όταν η νύχτα στο φως παγιδευτεί όταν χαράξει νέα μέρα πάρε ανάσα, βγες απ’ τη φυλακή σήκωσε κόκκινη παντιέρα. Μέσα στους δρόμους βαδίζει η ζωή στης αλητείας τις πλατείες στων οριζόντων την καθαρή βροχή στων ηττημένων τις πορείες. Φεύγει ο χρόνος κι αφήνει ερημιά πάνω σε σώματα γερμένα σπρώξε τον φόβο, διώξε την καταχνιά υπάρχει μέλλον και για σένα. Άνοιξη μπαίνει στα βάθη της ψυχής μια χαραμάδα ελευθερίας είναι το τέλος μιας κρύας εποχής το λυκαυγές της Ιστορίας. Αυτά που ήρθαν, πάλι θα ξαναρθούν αν τα αφήνεις να περνάνε κόψε τη φόρα σ’ όσα σε τυραννούν και σε αυτά που σε γερνάνε. ΠΟΡΝΟΣΤΑΡ Κάθε βράδυ πάνω στο χαρτί άρρωστα φεγγάρια ζωγραφίζω έναν ουρανό βαμμένο γκρίζο στάζει μοναξιά στην αορτή. Φύτρωσαν στα χέρσα του μυαλού θάλασσες με πλοία βυθισμένα δώσε το κορμί σου και σε μένα και στις έξι φύγε για αλλού. Γέφυρες κοιτάζουν το κενό φούντο ετοιμάζουν τα γλαρόνια λύνω απ’ τα παπούτσια τα κορδόνια και σηκώνω κόκκινο πανό. Έρημες βιτρίνες στην Ερμού στο δωμάτιό σου πέφτει χιόνι πάντα ήσουν μέσα στην οθόνη μια κοινή γυναίκα του συρμού. Όταν ξημερώσει θα ‘ναι αργά απ’ τον πυρετό ν’ αρθρώσεις λέξη ψεύτικη του έρωτα είναι η έλξη και τα λάγνα μάτια σου νεκρά. ΝΥΧΤΩΣΕ Νύχτωσε, η πόλη ένα τίποτα η φωνή ζητάει τα ανείπωτα μπαίνω πιο βαθιά μέσα στο άπειρο χαιρετώ τον χρόνο τον ανάπηρο. Νύχτωσε κι ακόμα δεν τελείωσα μνήμες και αισθήσεις τις αλλοίωσα σ’ αδειανές πλατείες περιφέρομαι για τη δόξα δεν ενδιαφέρομαι. Νύχτωσε, ο φόβος έχει όνομα πιάνομαι στης μοναξιάς το δόλωμα έγιναν οι άνθρωποι αγάλματα κι η Ιστορία προχωρά με άλματα. Νύχτωσε, τα σύννεφα βουλιάζουνε οι αγύρτες χρήματα μου τάζουνε άλλη μία μέρα χωρίς σήμερα σκουριασμένα της ζωής τα σίδερα. Άγριος ουρανός, πιόνι κανενός άχρηστα χαρτιά, στάχτη στη φωτιά ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ (ή φάλτσα μπάντα) Τα χρόνια που περάσανε θλιμμένα τώρα στέκουν μέσα στον έρημο σταθμό και πια δε με αντέχουν. Τα χρόνια που περάσανε στον τοίχο με κρεμάσανε σαν πίνακα παλιό αδιάβαστο με πιάσανε. Τα χρόνια που σκουριάσανε ζητάνε εξηγήσεις πώς έφυγε έτσι η ζωή χωρίς να τη γνωρίσεις. Τα χρόνια που σκουριάσανε το τέλος προδικάσανε κι ας ήταν στην αρχή το στοίχημα το χάσανε. Κι εγώ που ήθελα τα πάντα κι ακόμα άλλα τόσα από αυτά τώρα καπνίζω δυο στριφτά ακούγοντας μια φάλτσα μπάντα. ΑΠΟΜΕΡΗ ΨΥΧΗ Απόμερη ψυχή, σβησμένο αποτσίγαρο όταν η άνοιξη στην άσφαλτο σκιρτάει. Απόμερη ψυχή, χωμένη σε υπόγεια ανήμπορη κοιτάς τον χρόνο να περνάει. Απόμερη ψυχή, ξεπλένεσαι στην άβυσσο όταν ο έρωτας διπλώνει σαν σημαία. Απόμερη ψυχή, ανάμεσα στο τίποτα ξαπλώνεις την αυγή σε άδεια προκυμαία. Απόμερη ψυχή, κραιπάλη τα χαράματα όταν τα όνειρα ξυπνάνε τρομαγμένα. Απόμερη ψυχή, της μέρας παραλήρημα στον δρόμο συναντάς ελάφια σκοτωμένα. Απόμερη ψυχή, τρυπώνεις στα χαλάσματα όταν κουρδίζονται στο σύμπαν τα ρολόγια. Απόμερη ψυχή, σαν σήμερα σε γνώρισα νικάς τη μοναξιά με πυρωμένα λόγια. Απόμερη ψυχή, της μνήμης το αντίβαρο όταν ο άνεμος λογχίζει τη σελήνη. Απόμερη ψυχή, μετέωρη απόφαση κανείς από τους δυο δεν παίρνει την ευθύνη. ΠΕΦΤΕΙ ΣΙΩΠΗ Πέφτει σιωπή, απ’ το παράθυρο χιονίζει σειρήνες περιπολικών σπάνε τον πάγο είναι το σύστημα που ζούμε ανθρωποφάγο μα η ανάγκη για ζωή λάθρα σφυρίζει. Πέφτει σιωπή, η μοναξιά γίνεται φέσι κατηφορίζουν τα φαντάσματα στην πόλη φτιάχνω με στίχους το πιο όμορφο βραχιόλι μα δεν υπάρχει χέρι για να το φορέσει. Πέφτει σιωπή, δρόμοι ανάσκελα κοιτάζουν τον ουρανό που ανοιγοκλείνει σαν αυλαία σε μια οθόνη ξενυχτά η νεολαία και οι αστοί τον όλεθρό τους ετοιμάζουν. Πέφτει σιωπή, ακροβασίες στο φεγγάρι κάνει ο θάνατος χαράματα στις έξι σ’ ένα κατάλευκο χαρτί γράφω μια λέξη τόσο αχνή που ο αέρας θα την πάρει. Πέφτει σιωπή, η ερημιά αγγίζει πάτο ένα αδέσποτο απ’ το κρύο τουρτουρίζει αυτόν τον κόσμο η ασχήμια τον ορίζει είναι αργά και δεν υπάρχει παρακάτω. ΟΥΤΟΠΙΑ Στα μάτια σου κοιτώ τη μοναξιά στο σώμα μου την άδεια μέρα σφυρίζουν στο λιμάνι ρυμουλκά δυο μύγες παίζουν στον αέρα. Ανάμεσα σε γη και ουρανό ανθίζουνε χλωμά φεγγάρια με βάρκες διασχίζω το κενό στο χάος αλιεύω ψάρια. Τα χείλη σου μια άγονη γραμμή τα χέρια μου θλιμμένοι στίχοι ακούγεται στον δρόμο μουσική και ένας βιολιστής να βήχει. Χαράματα κρατώ την οροφή της νύχτας και την ουτοπία μα ξέχασα να ζήσω τη ζωή βυθίζομαι σε γκρι τοπία. Ξυπόλητη χορεύεις στη βροχή και χάνεσαι βαθιά εντός μου ποτέ του ένας μόνος δεν μπορεί ν’ αλλάξει την τροχιά του κόσμου. ΕΡΗΜΙΤΕΣ Αμήχανα κοιτώντας τα ρολόγια βαδίζουνε σε δρόμους του χαμού αγρύπνια και ποτό μέσα στο αίμα μετέωροι στην άκρη του γκρεμού. Δραπέτες στις μεγάλες λεωφόρους της άνοιξης ταγμένοι εραστές μονάχοι συλλαβίζουνε τον τρόμο και δένουν το φεγγάρι με κλωστές. Κρυμμένοι στα δωμάτια της θλίψης ακούνε την ανάσα της ψυχής την όψη ζωγραφίζοντας στον τοίχο αυτής της αξημέρωτης ζωής. Με ένα κέρμα ψεύτικο στην τσέπη διωγμένοι από σχολεία και ναούς στα πάρκα περιφέρουνε το σώμα και ψάχνουμε για άγνωστους θεούς. Σε κάτασπρα κελιά ψυχιατρείων βρεθήκανε και φύγανε κρυφά περνώντας απ’ τον πήχη των ορίων υπόδικοι ερημίτες σε κλουβιά. ΣΚΗΝΙΚΟ Δεμένος σ’ ένα τίποτα με ψεύτικα σκοινιά το σκάω απ’ του χρόνου το σφαγείο γυρεύοντας τ’ ανείπωτα στη δίνη του χιονιά με όνειρα κλεισμένα στο ψυγείο. Χαμένος στη μετάφραση χωρίς εναλλαγή πενήντα χρόνια ένοικος της νύχτας γυρεύοντας μια πρόφαση σε λάθος εποχή ο Άσσος κι ο Βαλές της χαρτορίχτρας. Μπλεγμένος σε καλώδια μ’ αδύναμη φωνή ακόμα προσπαθώ να σου μιλήσω γυρεύοντας διόδια να βγω απ’ τη στενή τα ρόδα του κορμιού σου να μυρίσω. Κι εσύ αλλάζεις σκηνικό πότε σαλτάρεις στο κενό πότε επιστρέφεις έξω φυσάει μοναξιά κι όλα του Αυγούστου τα νησιά τα καταστρέφεις. Ο ΚΟΣΜΟΣ Είναι ο κόσμος ένα φως που σβήνει στην καταιγίδα και στη συννεφιά στο μαξιλάρι δίπλα η ασπιρίνη έχει γεμίσει το μυαλό καρφιά. Είναι ο κόσμος μια θαμπή λυχνία που τρεμοπαίζει όταν με φιλάς πιάνω μια θέση πάντα στη γωνία κι εσύ ανύποπτη χαμογελάς. Είναι ο κόσμος σινεμά που κλείνει άδεια καθίσματα από θεατές βγάζω τα ρούχα απ’ τη ναφθαλίνη στην εξορία όλοι οι ποιητές. Είναι ο κόσμος κοφτερό ξυράφι σκίζει τον έρωτα και τον πετά στης Ιστορίας το ξερό χωράφι κι εσύ μεθάς με δυνατά ποτά. Έξω βραδιάζει, οι καιροί αλλάζουν άρρωστες πόλεις, πάρκα αδειανά οι κλειδοκράτορες τη γη μοιράζουν κλείνομαι σπίτι από τις εννιά. ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ Μέρες αδέσποτες τρυπάνε το κρανίο αλυσοδένονται της μνήμης τα φεγγάρια είναι ο χρόνος δολερό κωλοχανείο κίναιδοι παίζουνε τις τύχες μας στα ζάρια. Σαλταρισμένοι εραστές των λεωφόρων αποσυνάγωγα κορμιά σ’ ένα παγκάκι δόσεις ληγμένες σιροπιών θανατηφόρων λιώνω τις νύχτες σαν να ήμουνα παγάκι. Απολυτήριο στρατού μοιάζει το τώρα παραμονεύουν οι ιώσεις της βλακείας φέρνουν οι μάγοι συμφορές και όχι δώρα χαμαιτυπεία με ωράριο διαρκείας. Διεφθαρμένο παρακράτος πακετάρει τα συναισθήματά μας και τα εξορίζει άψυχα λόγια κατεβάζω απ’ το πατάρι αίμα αθώων η ατμόσφαιρα μυρίζει. Αλεξικέραυνα ξορκίζουν την ελπίδα το καλοκαίρι θα ξανάρθει ό,τι κι αν γίνει έχει φυτρώσει στο μυαλό μια προβοσκίδα παίρνω το πλοίο τα γραμμής για Σαντορίνη. Η ΦΛΟΓΑ Έρωτας του σφαγείου, ανάσα βιαστική στον τοίχο αφιερώσεις, στο βάθος φυλακή φεγγάρια μεθυσμένα, στη γη παραπατούν τα χρόνια που περάσαν την πόρτα μου χτυπούν. Φώτα των λεωφόρων, σκοτάδια της ψυχής κοιτάζω απ’ το τζάμι τις στάλες της βροχής οθόνες νυσταγμένες, φυτά καχεκτικά μετά απ’ την κραιπάλη τι μένει τελικά. Κι όμως υπάρχει ακόμα μια φλόγα στην καρδιά αυτή που θα ζεστάνει τα βράδια τα νεκρά δώσε μου την πνοή σου να ζήσω απ’ την αρχή φυσάει μανιασμένα κι η άνοιξη αργεί. ΣΥΜΠΤΩΣΗ Φεύγουν οι βδομάδες και οι εποχές λόγια μαραζώνουνε στις φυλακές δύσκολοι καιροί για να ερωτευθείς μέσα στη βουή του κόσμου θα χαθείς. Ένστικτα κυκλώνουνε τη λογική πέφτει μια ανοιξιάτικη ψιλή βροχή θύμα της ασφάλτου πάλι γίνομαι σ’ ένα πρωινό μουντό βυθίζομαι. Δίχτυα δουλεμπόρων με πολιορκούν πάντα στο φινάλε οι κακοί νικούν βγαίνουνε σεργιάνι οι αναστολές όλα ανεφάρμοστα αυτά που λες. Φώτα στις βιτρίνες και μια ερημιά πίσω απ’ τις κουρτίνες σκυθρωπά κορμιά πέρασμα κλειστό, ψυχή ανώνυμη πάντα στο προσκήνιο οι επώνυμοι. Ζω αλλά αυτό είναι μια σύμπτωση έχω πέσει μάλλον στην περίπτωση τρένα ξεκινάνε από τον σταθμό άλλαξα διεύθυνση και αριθμό. ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ Η όψη της σελήνης, το βλέμμα του τυφλού ανθίζει η αλήθεια στα λόγια ενός τρελού. Ανέραστες αγάπες, φιλιά ηλεκτρικά στο τέλος του χειμώνα η άνοιξη νικά. Ο φόβος του αγνώστου, η νύχτα της ψυχής στα φύλλα του απείρου οι στάλες της βροχής. Διάφανες αυλαίες, κορμιά φωσφορικά στο τέλειωμα της μέρας το αύριο νικά. Κι εσύ που ταξιδεύεις σε γκρίζο ουρανό έλα στα όνειρά μου, μην πέφτεις στο κενό. Σε μια ζωή χαμένη υπάρχει ένα φως γίνε πυγολαμπίδα και έρωτας κρυφός. ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ‘80 Χάνονται οι μέρες στη βροχή και ένας κόμπος στην ψυχή επαρχία. Είναι ο χρόνος μια σκιά και τ’ απογεύματα βαριά στην πλατεία. Νύχτες χαμένες στο πιοτό αναρριχώμενο φυτό η αγάπη. Με μια ταινία του Κουνγκ Φου και ενός έρωτα κρυφού σαν ξυράφι. Πώς να μιλήσεις στη σιωπή κι η μοναξιά τι να σου πει ξεθωριασμένες Κυριακές κι από τον πυρετό να καις Πώς να μιλήσεις στο κενό κάτω από γκρίζο ουρανό άστεγα όνειρα θολά εγκλωβισμένα σε θηλιά. ΨΕΥΔΑΙΣΘΉΣΕΙΣ Είμαι χαμένος μέσα σ’ ένα περιθώριο έξω ουρλιάζουνε σειρήνες του θανάτου είναι αργά για να περάσω αυτό το όριο που οδηγεί στην αγκαλιά του αοράτου. Τζάμια σπασμένα, χειρουργεία σ’ ετοιμότητα οι προσδοκίες μετατέθηκαν στο μέλλον όλη η ζωή σου μια μεγάλη εκκρεμότητα μία συνάθροιση πανάκριβων μοντέλων. Νιάτα τρεκλίζουνε στη θέα της απόγνωσης πάνω στην άσφαλτο σημάδια από φρένα στοιχηματίζω στο αβέβαιο της πρόγνωσης με ξεπερνούν τα γεγονότα και τα τρένα. Γέμισαν άρρωστα μυαλά τ’ αναγνωστήρια κι η αμνησία σε πανάκριβα σαλόνια άγνωστα μάτια σε κοιτούν εκατομμύρια αναβοσβήνουνε πολύχρωμα λαμπιόνια. Αποτυπώνουν οι καθρέφτες ψευδαισθήσεις κάνε γυαλιά της εποχής σου τον σφυγμό δυο τρία λόγια από μένα να κρατήσεις και τα υπόλοιπα να ρίξεις στον γκρεμό. ΠΛΑΝΗ Είναι μαρτύριο το σιωπητήριο στο άδειο σπίτι νύχτες φαντάσματα γυαλιά και θραύσματα στον νεροχύτη. Σάββατα ύποπτα χρόνια καχύποπτα σ’ ένα κρεβάτι άστεγα όνειρα μες στα βαλτόνερα ψάχνουνε κάτι. Σ’ αγαπάω λοιπόν και ας είσαι απών και ας είσαι μια πλάνη ξημερώνει στη γη ένας ήλιος πληγή απ’ τον ώμο με πιάνει. ΕΧΑΣΑ Έχασα τα πάντα κι είναι μεσάνυχτα τα παραθύρια όλα ορθάνοιχτα Θέλησα να γίνω η έκτη αίσθηση μα τώρα βρίσκομαι σε παραίσθηση. Έχασα εσένα μα δεν το πίστεψα τη λογική μου στο τέλος λήστεψα. Έδωσα στον πόνο για φιλοδώρημα της μοναξιάς μου το μυθιστόρημα. Όταν ο πλανήτης καίγεται κι η αλήθεια τεμαχίζεται η ζωή σου χαραμίζεται. Όταν το φεγγάρι κρύβεται και η άνοιξη ζορίζεται η αγάπη στροβιλίζεται. ΚΟΜΠΑΡΣΟΣ Μέσα στης πόλης τη βουή πόσο σου μοιάζει το σκοτάδι κι εγώ που ήθελα πολύ να δω το φως μια χαραυγή πέφτω στου χρόνου το πηγάδι. Μέσα απ’ της μνήμης το γυαλί βλέπω τα μάτια σου που κλαίνε κι εγώ που δεν έχω φωνή είμαι κομπάρσος στη σκηνή και τα μελλούμενα με καίνε. Τώρα τεντώνεις το σκοινί κάτω από δυνατή βροχή τι να σου πω, είναι αργά για εξηγήσεις και συγγνώμες είναι τα λάθη σου θεριά που έχουν ζώσει τους αιώνες. Η ΠΛΑΤΕΙΑ Σε μια πλατεία κάθισα λίγο να ξαποστάσω να πάρω τις ανάσες μου, την ώρα να περάσω. Ήταν γεμάτη φοιτητές, αιθέριες υπάρξεις ντρεπόσουνα κατάματα τη νιότη να κοιτάξεις. Θυμήθηκα αμφιθέατρα, πορείες, συγκεντρώσεις στο τέλος κάθε εξάμηνου να ψάχνω σημειώσεις. Κορίτσια σαν το κρύσταλλο, παιδιά της επαρχίας το μέλλον να στοιβάζουν στα βαγόνια μιας ταχείας. Μα ξάφνου μπάτσοι ήρθανε, την πέσανε στο πλήθος χωρίς κανένα έλεος, χωρίς κανένα ήθος. Πετάξανε και χημικά, μπαρούτιασε η πλάση κι όσα πριν λίγο έλεγα, τώρα τα ‘χω ξεχάσει. Δικαίωμα στο όνειρο δεν δίνει η εξουσία σε βάζει μες στο σύστημα και χάνεις την ουσία. Σε κυνηγά αλυπητα σε πάρκα και πλατείες κι εσύ τα ξημερώματα να ψάχνεις τις αιτίες. ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ Μέσα στα σπλάχνα της ζωής πάντα ριζώνει το σκοτάδι στο κατακάθι της αυγής μία κηλίδα από το βράδυ. Κι αν όλα αυτά που κυνηγώ γίνονται στάχτη κι απουσία πάντα εγώ θα σ’ αγαπώ δεν τη λυπάμαι τη θυσία. Μέσα στα βάθη τ’ ουρανού πάντα υπάρχει μια ψιχάλα στα χαρακώματα του νου όλα τα πάθη τα μεγάλα. Κι όταν η μνήμη εκραγεί και η ομίχλη σε κυκλώσει θα ‘χει αρχίσει η βροχή τίποτα πια δεν θα σε σώσει. Άσε στην άκρη τα παλιά δώσε στο φως μια ευκαιρία του παρελθόντος τη θηλιά λύσε και άλλαξε πορεία. ΔΙΚΑΙΩΜΑ Πεθαίνεις Σαββατόβραδο ξυπνάς την άλλη μέρα της Κυριακής τα όνειρα θερίζουν τον αέρα. Αδέσποτα φθινόπωρα το πάθος κυνηγάνε και όλα τα χαμόγελα πού είσαι σε ρωτάνε. Χορταίνεις από ηδονή πεινάς από αγάπη κι ο χρόνος να καραδοκεί σε ξέστρωτο κρεβάτι. Παλίρροια του λογισμού χαράματα βρυχάσαι τα λόγια που σου έλεγα ποτέ δεν τα θυμάσαι. Ο φόβος είναι έκτρωμα που σαν παγίδα μοιάζει και η ζωή δικαίωμα που όλα τα αλλάζει. ΚΙ ΑΝ Σ’ ΑΓΑΠΩ Σε ακουμπώ και πάνω μου γκρεμίζεσαι είναι αργά, δεν έχει άλλο τέρμα σε αυταπάτες γνώριμες βυθίζεσαι μοιάζει το φως με στραβωμένο κέρμα. Είναι αργά, καθόλου δεν με πίστεψες ό, τι κι αν πω το παίρνει ο αέρας ήρθες ξανά και τη ζωή μου λήστεψες η μοναξιά ορθώνεται σαν τέρας. Ό, τι κι αν πω, παρείσακτο κι αδιάφορο πέφτει βροχή, μουσκεύει όλη η πόλη τον δισταγμό σου ξέρω τον παράφορο να μου δοθείς, έχουν αλλάξει οι ρόλοι. Πέφτει βροχή, η μνήμη αδιέξοδο κι αν σ’ αγαπώ δεν έχει πια αξία το παρελθόν ζητά κινδύνου έξοδο κι η λογική παθαίνει ασφυξία. Κι αν σ’ αγαπώ ακούω ξένα βήματα έξω νυχτώνει, σβήνει το φεγγάρι την ομορφιά σου κλείνω σε ποιήματα των λιμανιών ανάβουνε οι φάροι. ΑΣΤΕΓΟΣ Είναι το μικρό πουλί που ξέμεινε μίλια μακριά απ’ το κοπάδι όλες οι στιγμές είναι που έσβησαν μέσα στου αιώνα το σκοτάδι. Όχλου είναι βοή χωρίς απόκριση σε μια χώρα που δεν έχει μέλλον εύπεπτη τροφή στην τηλεόραση είναι η πασαρέλα των μοντέλων. Είναι του καπνού μαύρο προπέτασμα στα διόδια της Ελευσίνας και του πρωινού το κρύο ξύπνημα για το μεροκάματο της πείνας. Έρημη φωνή σ’ ένα δωμάτιο δύσκολου ψυχρού μεσονυχτίου εύρημα φτηνό είναι τα ίχνη της στα πλοκάμια του διαδικτύου. Είναι μια υπόγεια διάβαση κι από πάνω της να πέφτει χιόνι δρόμοι που κανείς δεν τους περπάτησε και η μοναξιά να τους πλακώνει. Ρούχο πεταμένο στο διάστημα δίπλα στα συντρίμμια δορυφόρων θύμα κι ο αλήτης που ξεψύχησε στην ταχύτητα των τροχοφόρων. Είμαι και εγώ της νύχτας άστεγος πάνω μου φορτώνω την ευθύνη γρήγορα περνούν τα δευτερόλεπτα αύριο ποιος ξέρει τι θα μείνει. ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ Κι εγώ που νόμιζα πως ήσουνα κρυμμένη στις κατακόμβες του πιο γκρίζου ουρανού εσύ γυρνάς μες στα σκυλάδικα πιωμένη και στροβιλίζεσαι στη μέση του κενού. Κι εγώ που πίστευα πως μοιάζεις με αφιόνι που συσσωρεύεται στις φλέβες του καιρού εσύ κοιτάς τη λεωφόρο απ’ το μπαλκόνι σέρνοντας μόνη σου τα βήματα χορού. Κι εγώ που ήθελα την πίκρα σου ν’ αγγίξω χωρίς να σκέφτομαι το πριν και το μετά σ’ ένα μπουκάλι την αγρύπνια μου θα πνίξω και θα πετάξω την ελπίδα στη φωτιά. Κι εγώ που ήθελα το μέλλον να ενώσω με το παρόν σαν μια συγκόλληση ζωής τώρα τη μνήμη προσπαθώ να περισώσω από τον ήχο μιας μακρόσυρτης βοής. ΕΙΡΗΝΗ Έξω βρωμάει το χνώτο του πολέμου αίμα που στάζει από τον ουρανό έχουν πουλήσει τη γη σε δουλεμπόρους βγάζει η τρομπέτα έναν ήχο βραχνό. Βράδυ απόντων στην άδεια πολιτεία έρημα σπίτια, ακούγονται ριπές το καραβάνι προσφύγων σ’ ένα τρένο κρύες ανάσες, ατέλειωτες σιωπές. Άρρωστο σώμα βολτάρει στα καμένα πύραυλοι πέφτουν σε κάθε γειτονιά σε κατακόμβες κοιμούνται τα κορίτσια και κουβαλάνε μαζί την παρθενιά. Τάγμα θανάτου ξεχύνεται στους δρόμους άνοιξη μπαίνει και σφάζει την ψυχή ασθενοφόρα σαρώνουν το φεγγάρι στάζει φαρμάκι η νέα εποχή. Άνθρωποι μόνοι, γυρεύουν μια ελπίδα μα ο αιώνας σκληρός σαν το γυαλί ψάχνω καιρό, μα ακόμα δεν σε είδα πες μου, Ειρήνη, πού κρύβεις το φιλί. ΑΛΙΜΟΝΟ Αλίμονο στα νιάτα μας που πνίγονται θλιμμένα στις εκβολές των ποταμών, σε χιονισμένες ράχες κι από την πόλη να ηχούν τα μανιασμένα τρένα που ξεκινάνε το τρελό ταξίδι τους στις ράγες. Αλίμονο στ’ ανείπωτα τραγούδια του Σαββάτου που ξενυχτάνε άσκοπα μ’ ένα μπουκάλι μπύρα λικνίζοντας τις νότες τους στην πίστα του θανάτου και η μοναξιά να χύνεται στο πάτωμα πλημμύρα. Αλίμονο στον άνθρωπο που νόμισε πως έχει το σώμα του αθάνατο και την καρδιά του πέτρα μα απ’ τον φόβο λύγισε και άλλο δεν αντέχει και σκέπασε την άνοιξη με μια βαριά κουβέρτα. Αλίμονο στ’ αγέννητα φεγγάρια του αιώνα πίσω από σύννεφα βαριά και φοβισμένες λέξεις που έμειναν αφώτιστα, ανέραστα, και μόνα γυμνά κι ανυπεράσπιστα στου χρόνου τις ορέξεις. Κι εσύ που πάντα ήξερες να βγαίνεις κερδισμένη αλίμονο στον πάταγο της ήττας που σιμώνει τώρα νικάνε οι τρελοί, οι μύστες κι οι πνιγμένοι κι από την έρημο του νου ένας νοτιάς ζυγώνει.
0 Comments
Leave a Reply. |