ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΑΝΕΛΗΣ
Ο Σκοπευτής της Μνήμης ΑΘΩΟΙ Αρχίσαμε νωρίς το παιχνίδι που τελειώνει αργά δώσαμε την ευχή στους ζωντανούς, κλείσαμε το παράθυρο και μετά αντικρίσαμε τις μορφές πάνω στο ταβάνι, δίπλα στον τοίχο, παντού. Το νερό πια είναι πικρό και αλμυρό σαν τους σκυφτούς εργάτες των ναυπηγείων που δουλεύουν μέσα στα σίδερα του χειμώνα και το αγιάζι γίνεται αίμα τους κι οι καπετάνιοι περιμένουν σινιάλο για να σηκώσουν άγκυρα, για να σηκώσουν τη ζωή μας λίγο πιο ψηλά, μεταξύ ουρανού και θάλασσας ενώ στη στεριά τα ίδια και τα ίδια ανέκδοτα χωρίς γέλιο μια βουβή κατάληξη κάθε φθόγγος, κάθε ήχος κι εσύ να χαίρεσαι τη λύπη σου σαν κι εμάς που έχουμε αντλήσει τα χρώματα απ' τις πληγές· προχωράμε με βήματα άχαρα και κίτρινα μια αρρώστια εγκυμονεί στα όνειρά μας ανήλικα σώματα κοριτσιών προσφέρουν τη γύμνια τους κι ενώ πλησιάζει η Πρωτοχρονιά χωρίς υποσχέσεις μονάχα ύμνοι και ψαλμωδίες από το ράδιο ηχούν στ' αυτιά μας σαν μια χαμένη πατρίδα χωρίς πόλεμο, χωρίς μάχη. Κύριε των συναισθημάτων και της ευαισθησίας δώσε πνοή στις μελαγχολικές μας Κυριακές δος ημίν μια καθαρή μέρα, μια έναστρη νύχτα σκέπασε με μανδύες τις ωραιοπαθείς καλλονές που ενοχλούν τα μάτια μας – είμαστε αθώοι. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Υποδεχτήκαμε το απροσδόκητο σιωπητήριο του φιλιού με αϋπνία και τσακισμένα φτερά· μετά η καταιγίδα φυτά που προδικάζουν μια καχεκτική ανάπτυξη κρύο το δάπεδο, φωτιά η τελευταία απουσία σου κι ένας επαρχιώτης στο πρακτορείο του ψύχους κι οι λαοί βουλιάζουν μέσα στην τρύπια ειρήνη, φήμες και σημάδια σεισμών, μάτια χωρίς τη θέα σου. Πάλι μας πρόδωσες χωρίς να φταις· κανείς δε φταίει κανείς δε ριζώνει σε μιαν ανεξάντλητη ευτυχία κι εγώ μια ολόκληρη υπόσχεση για το σώμα σου. Ένα χελιδόνι χτίζει τη φωλιά του στο σύμπαν κοιτάζοντας την επιστροφή σου, το νερό έχει δροσιά όταν ξεπλένει τύψεις· «σε θέλω» μου είπες κι ύστερα δάκρυσες, σωριάζοντας τις συγγνώμες σου στα παράθυρα τ' ουρανού, μέσα στα αστέρια. Μικροί είμαστε· σε θέλω κι εγώ, ίσως απόψε ίσως για πάντα, μη με γυρίζεις στα χθεσινά λάθη ακούμπα σ' αυτό το σώμα που υπόσχεται… |