"Υπό το μηδέν" του Γιώργου Γκανέλη
Ο έρωτας, η μοναξιά, το πέρασμα του χρόνου, το εφήμερο της ύπαρξης επανέρχονται στα ποιήματα του Γιώργου Γκανέλη, το ίδιο και ο θάνατος, άλλοτε αλληγορικός, άλλοτε οριστικός και αμετάκλητος. Η μνήμη κρατάει μέσα της ό,τι πολύτιμο αγάπησε σε μια εποχή αθωότητας. Συχνά ο ποιητής επιστρέφει εκεί. Τότε ετερόκλητες αναμνήσεις, σαν να τις αγγίζει το θαύμα, βγαίνουν από το σκοτάδι και λάμπουν κάτω από ένα πολυπρισματικό φως. Το πατρικό σπίτι, το παλιό γραφείο:
…Μετά μπαίνω στο πατρικό σπίτι/ Όλα είναι όπως τα άφησα τότε/ Ο γάτος κοιμάται στον καναπέ/ Δεν με αναγνωρίζει καθόλου/… Κι ο πατέρας με τις παντόφλες/ Ξέχασε πως είχε πεθάνει/ Ψάχνει το κλειδί στη γλάστρα/ Μαζεύω το χώμα για ενθύμιο/…
Πάνω στο παλιό γραφείο/ Σελίδες ιδεατού έρωτα/ Τις γράφω με ιδρώτα/ Μπαίνει σφήνα η φθορά/ Λέξεις καταπονημένες/ Μιας δήθεν ευτυχίας/ Δεν πρόλαβαν ν’ ανθίσουν/ … Σιωπή δαγκώνει τα χείλη/ Η ήβη του καλοκαιριού/ Ένα ραγισμένο όστρακο/…
Το παλιό αυτό γραφείο/ Προπύργιο της αθωότητας.
Τα ποιήματά του γεμάτα από υπερρεαλιστικές εικόνες είναι εν εξελίξει όνειρα, διευρύνουν τα όρια της πραγματικότητας και δίνουν χώρο στο παράλογο για να υπάρξει. Οι φυσικοί νόμοι καταργούνται, ο νόμος της βαρύτητας παύει να ισχύει, το ίδιο και το λεπτό όριο που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο.
Ο υπερρεαλισμός είναι ο καμβάς που επιλέγει για να εκφραστεί και να μιλήσει για τα μεγάλα δεινά της εποχής· τον πόλεμο, τους πρόσφυγες, την ανθρωπιστική κρίση, τη φτωχοποίηση, το ρατσισμό, και για το φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου στην ισότητα και την ελευθερία.
Ο ποιητής γίνεται ο ίδιος μια ανθρώπινη ύπαρξη που βιώνει την αποξένωση της σύγχρονης εποχής. Χάνεται στους δρόμους μιας αφιλόξενης πραγματικότητας που μοιάζει με ξένη πόλη, χωρίς κανένα δεσμό να τον συνδέει μαζί της, η εσωτερική του πυξίδα δεν καταγράφει τίποτα οικείο. Εκεί, υπό το μηδέν βγαίνει πάντα ο ήλιος…
Τα ποιήματα μετατρέπονται σε χειμάρρους μοναξιάς, η υπαρξιακή αγωνία του ατόμου είναι στη διαπασών και ο έρωτας ένα άπιαστο όνειρο.
Εξ αποστάσεως νεκρός/ Ανάβω βεγγαλικά το βράδυ/ Παρενοχλώντας το σκοτάδι/ Ο δρόμος για τον ουρανό/ Περνάει μέσα απ΄τα φώτα/ Με υποδέχονται τα σύννεφα/ Τα πουλιά με χειροκροτούν/ Τρέχω σε κούρσα θανάτου/ Φονιάδες με ψαλίδι στο χέρι/ Κόβουν το νήμα της ζωής/ Εξουθενωμένος και μόνος/ Κάθομαι πάνω στις ράγες/… Ένα κορίτσι με σιδεράκια/ Λούζεται στον διπλανό τάφο/ Μπλέκομαι στα μαλλιά της/…
Υπάρχει μέσα στους στίχους του διαρκώς η αίσθηση ότι ένα πολύτιμο συστατικό λείπει από τη ζωή, κάτι που θα έπρεπε να υπάρχει, δεν είναι εκεί. Ο υλισμός του σύγχρονου ανθρώπου και η δίψα του για εξουσία έχουν εγκαταστήσει στο παρόν τη μοναξιά και έχουν εξοβελίσει την αγάπη. Η έλλειψη της υποβιβάζει τη ζωή σε καθημερινό συμβιβασμό. Το άτομο βιώνει στην καθημερινότητά του πολλούς «ανώδυνους θανάτους». Ο ποιητής είναι εδώ για να διαλύσει τις τελευταίες ψευδαισθήσεις του ανθρώπου για μια ψεύτικη ευδαιμονία. Στους στίχους του σκηνοθετεί μικρούς τέτοιους θανάτους·συχνά ο ίδιος είναι ο πρωταγωνιστής.
Κάθε πρωί ξυπνάς νεκρός/ Μ΄έναν θάνατο στο μαξιλάρι/ Τον πλένεις, τον ξυρίζεις/ Τον παίρνεις στη δουλειά/ Φοβάται την πολυκοσμία/ Κλειδώνεται στην τουαλέτα/ Και περιμένει να σχολάσεις/ Πηγαίνετε μαζί για φαγητό/ Στο πιο ακριβό εστιατόριο/ Οι πελάτες που τον βλέπουν/ Παραγγέλνουν όλοι σόδα/ Ξεφυλλίζει τον κατάλογο/ Μα τίποτα δεν του αρέσει/ Εμένα έχει βάλει στο μάτι/…
Ενώ ο πόλεμος σε άλλες περιοχές της γης μετράει αληθινές απώλειες, το άτομο σε καθεστώς ειρήνης, νιώθει αποξενωμένο και νεκρό μέσα του! Είναι οι δυο όψεις της ίδιας πραγματικότητας που βιώνει ο άνθρωπος στη σύγχρονη εποχή.
…Απώλεια γεύσης στο τραπέζι/ Μπουκιές παγωμένου φαγητού/ Στο στόμα όλες οι αντιφάσεις/ Η απάθεια τροφή του μέλλοντος/…
Απώλεια της αφής στο κρεβάτι/ Αγγίζω το σώμα σου κι είναι ξένο/ Τα δάχτυλα σε χειμερία νάρκη/ Χειραψία μόνο από συνήθεια.
Ο ποιητής φέρνει κοντά τις δυο αυτές καταστάσεις μέσα από τους στίχους του. Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και μέσα στον προστατευμένο αστικό περιβάλλον εισβάλλει ο πόλεμος και οι νεκροί του. Η απατηλή αίσθηση ασφάλειας της περιχαρακωμένης ζωής μας εξαφανίζεται. Σκοπός του ποιητή είναι να σοκάρει με την ωμότητα της αλήθειας και να αφυπνίσει συνειδήσεις.
Γελάει ο θυμωμένος άνεμος/ Αναποδογυρίζουν τα βαρέλια/ Ο δρόμος αναμασά τη λάσπη/ Το γατί κλαίει στα κεραμίδια/ Σκοράρει στο κενό ο θάνατος/ Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα./
Σιδερένια πουλιά στις κολόνες/ Μετά πηγαίνουν στην εκκλησία/ Μοσχοβολούν τα ρούχα τους/ Αστράφτουν τα φτερά τους/ Στη φάτνη σκοτωμένα βρέφη/ Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα.
Γυρίζει ανάποδα το δέντρο/ Καρφώνεται στη θάλασσα/ Καράβια σημαιοστολισμένα/Μεταφέρουν τους νεκρούς/ Τους αποθέτουν στο λιμάνι/ Τα μάτια τους ακόμη ζωντανά/ Στάζουν φρέσκο χιονοπόλεμο/ Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα…
Ο άνθρωπος ξεχνάει ότι η μόνη κληρονομιά του είναι το σώμα του και καταπατεί τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου για μια θέση στον ήλιο, υψώνει τείχη απροσπέλαστα στο συνάνθρωπο.
Βρίσκω τη σάρκα σου στις ράγες/ Δίπλα σε χαλασμένες κονσέρβες/ Στερεά υπολείμματα της ομορφιάς/ Πεταμένα από κάποιο βαγόνι/ Μάτια τρομαγμένα ηφαίστεια/ Σκεπάζουν την άνοιξη με λάβα/ Χέρια πουλιά αποδημητικά/ Αγγίζουν τον ουρανό τα βράδια/ Αμέτρητα χιλιόμετρα η ερημιά/ Ουραγός σε προσφυγικό καραβάνι/ Τείχη υψώνονται απροσπέλαστα/ Δυο βήματα απ’ τον παράδεισο/ Και πίσω απ’ τα οδοφράγματα/ Η αθωότητα στην κρεατομηχανή./
Βρίσκω το αίμα σου στις ράγες
Ευρώπη του ρατσιστικού αμόκ.
Ο ποιητής εκφράζει συσσωρευμένη πικρία και θυμό για μια πραγματικότητα που δεν είναι δίκαιη όπως θα όφειλε να είναι, μια πραγματικότητα αλλοτριωμένη, με έλλειμμα ανθρωπιάς και αγάπης· συστατικά απαραίτητα για να υπάρξει το όραμα για ένα καλύτερο κόσμο.
Τα σύνορα της δικής του πατρίδας απέχουν δυο βήματα απ’ τον ουρανό…
Κατερίνα Τσιτσεκλή
Ακολουθούν δύο ποιήματα από τη συλλογή:
ΤΡΟΠΑΡΙΑ
Τροπάρια για μελλοθάνατους
Έξω θα πέφτει πυκνό σκοτάδι
Το δωμάτιο τρύπιο στο ταβάνι
Από αδέσποτο καπνό τσιγάρου
Χειμώνας με κρύα εγκαύματα
Η μηχανή απαθανατίζει τοπία
Άσπρων πληγωμένων δρόμων
Στόματα περιμένουν μια λέξη
Όμως τα μαχαίρια ασυγκίνητα
Κόβουν κατάσαρκα τις ελπίδες
Και διαμελίζουν τις ομορφιές.
Αργοπεθαίνουν τα περιστέρια
Τα χαράματα πέφτουν στη γη
Τηλεγραφήματα απ’ το φεγγάρι.
Κι εγώ σκοτωμένος από καιρό
Ψέλνω τροπάρια για ζωντανούς.
ΥΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
Υπό το μηδέν βγαίνει πάντα ο ήλιος
Πεινασμένος καλόγερος από νηστεία
Δεν έχει συνθηκολόγηση η μοναξιά
Ούτε και η παγωνιά του νου διέξοδο
Ανυπολόγιστη ευθύνη των ζωντανών
Για ποινικοποίηση του άλλου κόσμου
Δίκες νεκρών με διαδικασίες εξπρές
Βροχή εφέσεων μέσα στο καλοκαίρι
Στο παρά πέντε αθωώθηκα και εγώ
Προσμέτρησε μάλλον στην απόφαση
Το πρότερο αλητήριο παρελθόν μου.
Υπό το μηδέν βγαίνει ο ήλιος
Ασκητής του τίποτα σε μια έρημο
Έλκηθρα συγκρούονται με το σκότος
Συμπαντικός χειμώνας στα σκαριά
Ανυπολόγιστη ευθύνη των πεθαμένων
Για φτωχοποίηση αυτού του κόσμου
Συσσίτια ευπαθών κοινωνικών ομάδων
Στην ουρά και ο άστεγος εαυτός μου
Μερίδες ληγμένου ουρανού στο πιάτο
Έφαγα μερικές μπουκιές και τις έφτυσα
Γέμισε ο δρόμος με σπασμένα άστρα.
Υπό το μηδέν βγαίνει πάντα η άνοιξη
Να καταψύξει τις νεογέννητες φωνές.
Ο έρωτας, η μοναξιά, το πέρασμα του χρόνου, το εφήμερο της ύπαρξης επανέρχονται στα ποιήματα του Γιώργου Γκανέλη, το ίδιο και ο θάνατος, άλλοτε αλληγορικός, άλλοτε οριστικός και αμετάκλητος. Η μνήμη κρατάει μέσα της ό,τι πολύτιμο αγάπησε σε μια εποχή αθωότητας. Συχνά ο ποιητής επιστρέφει εκεί. Τότε ετερόκλητες αναμνήσεις, σαν να τις αγγίζει το θαύμα, βγαίνουν από το σκοτάδι και λάμπουν κάτω από ένα πολυπρισματικό φως. Το πατρικό σπίτι, το παλιό γραφείο:
…Μετά μπαίνω στο πατρικό σπίτι/ Όλα είναι όπως τα άφησα τότε/ Ο γάτος κοιμάται στον καναπέ/ Δεν με αναγνωρίζει καθόλου/… Κι ο πατέρας με τις παντόφλες/ Ξέχασε πως είχε πεθάνει/ Ψάχνει το κλειδί στη γλάστρα/ Μαζεύω το χώμα για ενθύμιο/…
Πάνω στο παλιό γραφείο/ Σελίδες ιδεατού έρωτα/ Τις γράφω με ιδρώτα/ Μπαίνει σφήνα η φθορά/ Λέξεις καταπονημένες/ Μιας δήθεν ευτυχίας/ Δεν πρόλαβαν ν’ ανθίσουν/ … Σιωπή δαγκώνει τα χείλη/ Η ήβη του καλοκαιριού/ Ένα ραγισμένο όστρακο/…
Το παλιό αυτό γραφείο/ Προπύργιο της αθωότητας.
Τα ποιήματά του γεμάτα από υπερρεαλιστικές εικόνες είναι εν εξελίξει όνειρα, διευρύνουν τα όρια της πραγματικότητας και δίνουν χώρο στο παράλογο για να υπάρξει. Οι φυσικοί νόμοι καταργούνται, ο νόμος της βαρύτητας παύει να ισχύει, το ίδιο και το λεπτό όριο που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο.
Ο υπερρεαλισμός είναι ο καμβάς που επιλέγει για να εκφραστεί και να μιλήσει για τα μεγάλα δεινά της εποχής· τον πόλεμο, τους πρόσφυγες, την ανθρωπιστική κρίση, τη φτωχοποίηση, το ρατσισμό, και για το φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου στην ισότητα και την ελευθερία.
Ο ποιητής γίνεται ο ίδιος μια ανθρώπινη ύπαρξη που βιώνει την αποξένωση της σύγχρονης εποχής. Χάνεται στους δρόμους μιας αφιλόξενης πραγματικότητας που μοιάζει με ξένη πόλη, χωρίς κανένα δεσμό να τον συνδέει μαζί της, η εσωτερική του πυξίδα δεν καταγράφει τίποτα οικείο. Εκεί, υπό το μηδέν βγαίνει πάντα ο ήλιος…
Τα ποιήματα μετατρέπονται σε χειμάρρους μοναξιάς, η υπαρξιακή αγωνία του ατόμου είναι στη διαπασών και ο έρωτας ένα άπιαστο όνειρο.
Εξ αποστάσεως νεκρός/ Ανάβω βεγγαλικά το βράδυ/ Παρενοχλώντας το σκοτάδι/ Ο δρόμος για τον ουρανό/ Περνάει μέσα απ΄τα φώτα/ Με υποδέχονται τα σύννεφα/ Τα πουλιά με χειροκροτούν/ Τρέχω σε κούρσα θανάτου/ Φονιάδες με ψαλίδι στο χέρι/ Κόβουν το νήμα της ζωής/ Εξουθενωμένος και μόνος/ Κάθομαι πάνω στις ράγες/… Ένα κορίτσι με σιδεράκια/ Λούζεται στον διπλανό τάφο/ Μπλέκομαι στα μαλλιά της/…
Υπάρχει μέσα στους στίχους του διαρκώς η αίσθηση ότι ένα πολύτιμο συστατικό λείπει από τη ζωή, κάτι που θα έπρεπε να υπάρχει, δεν είναι εκεί. Ο υλισμός του σύγχρονου ανθρώπου και η δίψα του για εξουσία έχουν εγκαταστήσει στο παρόν τη μοναξιά και έχουν εξοβελίσει την αγάπη. Η έλλειψη της υποβιβάζει τη ζωή σε καθημερινό συμβιβασμό. Το άτομο βιώνει στην καθημερινότητά του πολλούς «ανώδυνους θανάτους». Ο ποιητής είναι εδώ για να διαλύσει τις τελευταίες ψευδαισθήσεις του ανθρώπου για μια ψεύτικη ευδαιμονία. Στους στίχους του σκηνοθετεί μικρούς τέτοιους θανάτους·συχνά ο ίδιος είναι ο πρωταγωνιστής.
Κάθε πρωί ξυπνάς νεκρός/ Μ΄έναν θάνατο στο μαξιλάρι/ Τον πλένεις, τον ξυρίζεις/ Τον παίρνεις στη δουλειά/ Φοβάται την πολυκοσμία/ Κλειδώνεται στην τουαλέτα/ Και περιμένει να σχολάσεις/ Πηγαίνετε μαζί για φαγητό/ Στο πιο ακριβό εστιατόριο/ Οι πελάτες που τον βλέπουν/ Παραγγέλνουν όλοι σόδα/ Ξεφυλλίζει τον κατάλογο/ Μα τίποτα δεν του αρέσει/ Εμένα έχει βάλει στο μάτι/…
Ενώ ο πόλεμος σε άλλες περιοχές της γης μετράει αληθινές απώλειες, το άτομο σε καθεστώς ειρήνης, νιώθει αποξενωμένο και νεκρό μέσα του! Είναι οι δυο όψεις της ίδιας πραγματικότητας που βιώνει ο άνθρωπος στη σύγχρονη εποχή.
…Απώλεια γεύσης στο τραπέζι/ Μπουκιές παγωμένου φαγητού/ Στο στόμα όλες οι αντιφάσεις/ Η απάθεια τροφή του μέλλοντος/…
Απώλεια της αφής στο κρεβάτι/ Αγγίζω το σώμα σου κι είναι ξένο/ Τα δάχτυλα σε χειμερία νάρκη/ Χειραψία μόνο από συνήθεια.
Ο ποιητής φέρνει κοντά τις δυο αυτές καταστάσεις μέσα από τους στίχους του. Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και μέσα στον προστατευμένο αστικό περιβάλλον εισβάλλει ο πόλεμος και οι νεκροί του. Η απατηλή αίσθηση ασφάλειας της περιχαρακωμένης ζωής μας εξαφανίζεται. Σκοπός του ποιητή είναι να σοκάρει με την ωμότητα της αλήθειας και να αφυπνίσει συνειδήσεις.
Γελάει ο θυμωμένος άνεμος/ Αναποδογυρίζουν τα βαρέλια/ Ο δρόμος αναμασά τη λάσπη/ Το γατί κλαίει στα κεραμίδια/ Σκοράρει στο κενό ο θάνατος/ Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα./
Σιδερένια πουλιά στις κολόνες/ Μετά πηγαίνουν στην εκκλησία/ Μοσχοβολούν τα ρούχα τους/ Αστράφτουν τα φτερά τους/ Στη φάτνη σκοτωμένα βρέφη/ Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα.
Γυρίζει ανάποδα το δέντρο/ Καρφώνεται στη θάλασσα/ Καράβια σημαιοστολισμένα/Μεταφέρουν τους νεκρούς/ Τους αποθέτουν στο λιμάνι/ Τα μάτια τους ακόμη ζωντανά/ Στάζουν φρέσκο χιονοπόλεμο/ Έχουμε λοιπόν Χριστούγεννα…
Ο άνθρωπος ξεχνάει ότι η μόνη κληρονομιά του είναι το σώμα του και καταπατεί τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου για μια θέση στον ήλιο, υψώνει τείχη απροσπέλαστα στο συνάνθρωπο.
Βρίσκω τη σάρκα σου στις ράγες/ Δίπλα σε χαλασμένες κονσέρβες/ Στερεά υπολείμματα της ομορφιάς/ Πεταμένα από κάποιο βαγόνι/ Μάτια τρομαγμένα ηφαίστεια/ Σκεπάζουν την άνοιξη με λάβα/ Χέρια πουλιά αποδημητικά/ Αγγίζουν τον ουρανό τα βράδια/ Αμέτρητα χιλιόμετρα η ερημιά/ Ουραγός σε προσφυγικό καραβάνι/ Τείχη υψώνονται απροσπέλαστα/ Δυο βήματα απ’ τον παράδεισο/ Και πίσω απ’ τα οδοφράγματα/ Η αθωότητα στην κρεατομηχανή./
Βρίσκω το αίμα σου στις ράγες
Ευρώπη του ρατσιστικού αμόκ.
Ο ποιητής εκφράζει συσσωρευμένη πικρία και θυμό για μια πραγματικότητα που δεν είναι δίκαιη όπως θα όφειλε να είναι, μια πραγματικότητα αλλοτριωμένη, με έλλειμμα ανθρωπιάς και αγάπης· συστατικά απαραίτητα για να υπάρξει το όραμα για ένα καλύτερο κόσμο.
Τα σύνορα της δικής του πατρίδας απέχουν δυο βήματα απ’ τον ουρανό…
Κατερίνα Τσιτσεκλή
Ακολουθούν δύο ποιήματα από τη συλλογή:
ΤΡΟΠΑΡΙΑ
Τροπάρια για μελλοθάνατους
Έξω θα πέφτει πυκνό σκοτάδι
Το δωμάτιο τρύπιο στο ταβάνι
Από αδέσποτο καπνό τσιγάρου
Χειμώνας με κρύα εγκαύματα
Η μηχανή απαθανατίζει τοπία
Άσπρων πληγωμένων δρόμων
Στόματα περιμένουν μια λέξη
Όμως τα μαχαίρια ασυγκίνητα
Κόβουν κατάσαρκα τις ελπίδες
Και διαμελίζουν τις ομορφιές.
Αργοπεθαίνουν τα περιστέρια
Τα χαράματα πέφτουν στη γη
Τηλεγραφήματα απ’ το φεγγάρι.
Κι εγώ σκοτωμένος από καιρό
Ψέλνω τροπάρια για ζωντανούς.
ΥΠΟ ΤΟ ΜΗΔΕΝ
Υπό το μηδέν βγαίνει πάντα ο ήλιος
Πεινασμένος καλόγερος από νηστεία
Δεν έχει συνθηκολόγηση η μοναξιά
Ούτε και η παγωνιά του νου διέξοδο
Ανυπολόγιστη ευθύνη των ζωντανών
Για ποινικοποίηση του άλλου κόσμου
Δίκες νεκρών με διαδικασίες εξπρές
Βροχή εφέσεων μέσα στο καλοκαίρι
Στο παρά πέντε αθωώθηκα και εγώ
Προσμέτρησε μάλλον στην απόφαση
Το πρότερο αλητήριο παρελθόν μου.
Υπό το μηδέν βγαίνει ο ήλιος
Ασκητής του τίποτα σε μια έρημο
Έλκηθρα συγκρούονται με το σκότος
Συμπαντικός χειμώνας στα σκαριά
Ανυπολόγιστη ευθύνη των πεθαμένων
Για φτωχοποίηση αυτού του κόσμου
Συσσίτια ευπαθών κοινωνικών ομάδων
Στην ουρά και ο άστεγος εαυτός μου
Μερίδες ληγμένου ουρανού στο πιάτο
Έφαγα μερικές μπουκιές και τις έφτυσα
Γέμισε ο δρόμος με σπασμένα άστρα.
Υπό το μηδέν βγαίνει πάντα η άνοιξη
Να καταψύξει τις νεογέννητες φωνές.